αὐτῇ . Φασὶ δέ τινες καὶ Διόγνητον ἐν τῷ αὐτῷ καῆναι , ἐν ᾧ καὶ ἡ παῖς , σπουδασάντων Ναξίων
ἅψον ἐν λίχνῳ καὶ πρόσαγε τῇ μυρμηκίᾳ , ὥστε μὴ καῆναι μὲν , τὸν δὲ καπνὸν δέχεσθαι , καὶ ποίει
6036114 χιλον
προϊόντες σκοποὶ ἔδοξαν ἐν τῷ πεδίῳ ὁρᾶν ἀνθρώπους λαμβάνοντας καὶ χιλὸν καὶ ξύλα , καὶ ὑποζύγια δὲ ἑώρων ἕτερα τοιαῦτα
οὐ λέγει ὅτι κρείττων εἰμί σου : πολὺν γὰρ κέκτημαι χιλὸν καὶ κριθὰς πολλὰς καὶ χαλινοί μοί εἰσι χρυσοῖ καὶ
5947775 παρεφυλαττε
δ ' αἰχμαλώτων γυναῖκας καὶ παῖδας διαδοὺς εἰς τὸ στρατόπεδον παρεφύλαττε , τῶν δ ' ἀνδρῶν τοὺς ἁλόντας εἰς τρισχιλίους
ἦλθε συντόμως εἰς τὴν πόλιν τῶν Γελῴων , ἣν τότε παρεφύλαττε Δέξιππος ὁ Λακεδαιμόνιος , κατασταθεὶς ὑπὸ Συρακοσίων . ὁ
5786533 ἐξεληλυθεναι
δὲ ἐν Δηλιακοῖς ἱστόρησεν οὐ τὸν Ὕλαν εἰς τὴν ὑδρείαν ἐξεληλυθέναι , ἀλλὰ τὸν Ὕλλον , καὶ ἀνεύρετον γενέσθαι .
δέον . ἴσως δὲ καὶ ἔοικα οὐκ ἐπ ' ἀγαθῷ ἐξεληλυθέναι τήμερον ἐκ τῆς οἰκίας καὶ ἐξελθὼν ἐντετυχη - κέναι
5772001 ἐπιθησεσθαι
ἀπροσδοκήτοις τε γὰρ καὶ ἀνατεταραγμένοις καὶ ἅμα ἐν νυκτὶ φοβερωτέροις ἐπιθήσεσθαι . ὁ δὲ ἐκείνῳ μὲν ἀποκρίνεται , ὅτι καὶ
γεωμόρους ἀδιαλλάκτους ἐχθροὺς παροικήσειν καί , εἴ ποτε δυνηθεῖεν , ἐπιθήσεσθαι . οἱ δ ' ἀμφὶ τὸν Πομπήιον φυγάδες αὐτίκα
5749171 χαρακα
' αὐτὸ καὶ δυσεπιχείρητος . ὁ δὲ Σκιπίων τὸν μὲν χάρακα τῶν ἐχθρῶν , ὃν τῇ προτέρᾳ κατελελοίπεσαν ἐς τὸ
πατρός , ἐπιστολὰς δοὺς τοῖς πιστοτάτοις ἱππεῦσιν ἔπεμψεν ἐπὶ τὸν χάρακα [ καὶ ] πρὸς Ἀντώνιον τὸν ἡγεμόνα τοῦ τάγματος
5731729 ἐσπλουν
Νισαίας πρῶτον δύο πύργω προύχοντε μηχαναῖς ἐκ θαλάσσης καὶ τὸν ἔσπλουν ἐς τὸ μεταξὺ τῆς νήσου ἐλευθερώσας ἀπετείχιζε καὶ τὸ
ἀμφοτέροις μεγίστη καὶ σπουδὴ τῶν μὲν ὑπερτερῆσαι βουλομένων καὶ τὸν ἔσπλουν βιάσασθαι , τῶν δὲ καλῶς τε ἀγωνίσασθαι καὶ φυλάξαι
5681555 βαθειας
τοῦ βίου . λέγεται γοῦν ὁδοιπορῶν ποτε δι ' ὕλης βαθείας παραβῆναι τὴν ὁδὸν ἐπὶ πλέον , εἶθ ' εὑρὼν
Σάμον ἀπὸ τῆς Συρίας ὁ Μνήμαρχος μετὰ παμπόλλου κέρδους καὶ βαθείας περιουσίας , ἱερὸν ἐδείματο τῷ Ἀπόλλωνι , Πυθίου ἐπιγράψας
5677076 χορτασματα
γάρ , ὅτε συγχωροῦνται οἱ καβαλλάριοι τῶν ἐχθρῶν ἐγγιζόντων , χορτάσματα συναγαγεῖν . Τὰ ξανθὰ ἔθνη λόγον ἐλευθερίας ποιούμενα θρασέα
Εὐφράτην προῄει διὰ χώρας εὐδαίμονος καὶ δυναμένης τοῖς κτήνεσι δαψιλῆ χορτάσματα παρασχέσθαι , τῷ δὲ πλήθει τῶν στρατιωτῶν ἱκανὰς τροφὰς
5643741 Ἀραχωτους
: αὐτοὶ δὲ ἱπποτοξόται ἦσαν . Βαρσαέντης δὲ Ἀραχωτῶν σατράπης Ἀραχωτούς τε ἦγε καὶ τοὺς ὀρείους Ἰνδοὺς καλουμένους . Σατιβαρζάνης
ἧκεν , οὓς ὁ Κῦρος οὕτως ὠνόμασε , καὶ τοὺς Ἀραχωτούς , εἶτα διὰ τῶν Παροπαμισαδῶν ὑπὸ πλειάδος δύσιν :
5640579 ἐπιστασης
ἐκέλευσεν εἰσελθεῖν . ὁ δὲ Λεωνᾶς καὶ πάντες οἱ ἔνδον ἐπιστάσης αἰφνίδιον κατεπλάγησαν , οἱ μὲν δοκοῦντες θεὰν ἑωρακέναι :
ὑπ ' ἀγνοίης φρέατος ἐγγύς . τῆς Τύχης δ ' ἐπιστάσης ἔδοξ ' ἀκούειν “ οὗτος , οὐκ ἐγερθήσῃ ;
5579892 ὀρυσσοντες
δὲ καὶ ἕτερος λόγος , ὡς τοῦ τείχους τὰ θεμέλια ὀρύσσοντες ἐπιτύχοιεν κορώνῃ χαλκῇ . θεῶν δέ ἐστιν ἐνταῦθα Ἀρτέμιδός
τῇ πέτρᾳ . τινὲς δέ φασιν , ὅτι οἱ στενωποὺς ὀρύσσοντες τὸ μὲν γόνυ ἐρείδουσι τῇ γῇ , τῷ δὲ
5574551 πυρα
τῶν ἱππέων τινάς , τούτοις μὲν παρήγγειλεν ἕωϲ ἑωθινῆς φυλακῆς πυρὰ καίειν ἐν τῇ παρεμβολῇ , αὐτὸς δὲ μετὰ τῆς
πού φησι καὶ Ἐ . πολλὰ δ ' ἔνερθε οὔδεος πυρὰ καίεται . . . . . διέκρινε μὲν γὰρ
5555676 φορυτον
. Καί τις ὁράτω τὴν ἐκείνου πυκτίδα , Καὶ τὸν φορυτὸν εἰ θέλει συναγέτω . Ἡμῖν δ ' ἀνάγκη ,
τοῦ νικᾶν ἐλπίδας , ἐξανάλωσεν . ἐὰν οὖν εἰς ἀκανθώδη φορυτὸν πῦρ ἐμβάλῃ τις , ὁ δ ' ἀναφλεχθεὶς προσεμπρήσῃ
5537172 κλεισαι
τῶν πεντήκοντα ταλάντων δαπανᾶν ἦν ἀνάγκη τὸν ἀνοῖξαι βουλόμενον ἢ κλεῖσαι τὸ προειρημένον κατασκεύασμα : διαμεμένηκε δ ' ἡ λίμνη
ἀριστερῶν καὶ τῶν δεξιῶν , ὡς συμπεσεῖν ἀλλήλοις ἀκριβῶς καὶ κλεῖσαι τὸν πόρον . εἰ δέ τι σμικρὸν ἄκλειστον ὑπολειφθείη
5535395 Θωρακα
δ ' αὐτοῖς Τιμασίων Δαρδανεὺς Εὐρύμαχόν τε τὸν Δαρδανέα καὶ Θώρακα τὸν Βοιώτιον ταὐτὰ ἐροῦντας . Σινωπεῖς δὲ καὶ Ἡρακλεῶται
, μετῴκισεν αὐτὴν πρὸς τὸ πλησίον ὄρος , ὃ καλοῦσι Θώρακα : αὐτὸς δ ' ἐμβαλὼν εἰς τὴν τῶν πολεμίων
5534101 ἐπιγενομενης
πονηρόν . Ὁκόσοι σπληνώδεες ὑπὸ δυσεντερίης ἁλίσκονται , τουτέοισιν , ἐπιγενομένης μακρῆς τῆς δυσεντερίης , ὕδρωψ ἐπιγίνεται , ἢ λειεντερίη
πλὴν Αἰγύπτου διὰ τὴν ἰδιότητα τῆς χώρας , καὶ φθορᾶς ἐπιγενομένης τῶν τε καρπῶν καὶ πλήθους ἀνθρώπων , ἐξ Αἰγύπτου
5532938 πονουμενον
, ἔχοντες ἀμφ ' αὑτοὺς ἱππέας ἐπικουρεῖν , ὅπῃ τι πονούμενον ἴδοιεν , ὁ μὲν Ἀννίβας τετρακισχιλίους , ὁ δὲ
καὶ τοὺς θρήνους οἱ διαπεφευγότες : τὸν θάνατον . τὸν πονούμενον : τὴν ἀσθένειαν . τῷ παραχρῆμα περιχαρεῖ : τῇ
5532430 ἁρμοστην
, καὶ τὸν πατέρα καὶ ποιητὴν εἰδότας , τὸν οὐρανοῦ ἁρμοστήν , τὸν ἡλίου καὶ σελήνης ἀγωγέα , τὸν κορυφαῖον
προηγεμόνα , προστάτην , δεσπότην , βασιλέα , ἐπιμελητήν , ἁρμοστήν , ὕπαρχον , σατράπην , στρατηγόν , αὐτοκράτορα ,
5512087 ἀκινακην
βασιλέα : καὶ ἤδη ἑστηκότα αὐτὸν καὶ ἐσπασμένον ὃν εἶχεν ἀκινάκην εὑρίσκουσι . καὶ τοῦτον μὲν οἱ σὺν Γαδάτᾳ καὶ
Ἰνταφρένης δοκέων σφέας ψεύδεα λέγειν ποιέει τοιάδε : σπασάμενος τὸν ἀκινάκην ἀποτάμνει αὐτῶν τά τε ὦτα καὶ τὰς ῥῖνας ,
5507866 κατεσφαξεν
. κγʹ . Ὡς Ἀλέξανδρος ἀποστάντας τοὺς Σογδιανοὺς κατεπολέμησε καὶ κατέσφαξεν αὐτῶν πλείους τῶν δώδεκα μυριάδων . κδʹ . Ὡς
ἐκεῖνον ἐποίησεν . Ἀναστρέψαντος δ ' αὐτοῦ , ἡ κόρη κατέσφαξεν ἑαυτήν : ὡς Ἡσιάναξ ἐν τρίτῳ Λιβυκῶν . Ἄσκρηι
5505474 μεσουσης
μεθ ' ἡσυχίας , ἀλλ ' ὡς τὰ πλείω συμβαίνειν μεσούσης μάλιστα τῆς ἡμέρας παρέχεται φωνὴν ἀνερχόμενος : εἰκάσαις ἂν
διηγεῖται . οἱ δὲ ἔφασαν δεῖν καλλιερῆσαι Ξενίῳ Διῒ νυκτὸς μεσούσης ἐπὶ θάλατταν ἥκοντας : ὁ γὰρ ὄρνις ἔτυχεν ἱπτάμενος
5500547 λουσηται
, καὶ τρίβειν , καὶ βάλανον ποιέειν : ἐπὴν δὲ λούσηται , στέαρ προστιθέσθω : ἢ ἐλατηρίου τρεῖς πόσιας ἐν
οὗ νῦν μέμνηται ὁ Εὐριπίδης , ἐν ᾧ ἐάν τις λούσηται , λελιπασμένος ἀνέρχεται ὡς δοκεῖν ἀληλίφθαι : καὶ τὴν
5490068 γνωρισαντες
εἰς τὴν Ἄρεως νῆσον συνέβαλον τοῖς Ἀργοναύταις , καὶ ἀλλήλους γνωρίσαντες κοινῇ ἔπλευσαν εἰς τὸν ἐν Κόλχοις ποταμὸν Φᾶσιν .
ἔγνωσαν ὅτι ἐσφάλησαν καὶ οὐδὲν αὐτοῖς ὑπολείπεται ἐν ᾧ , γνωρίσαντες τὸ ἀβέβαιον τῆς ἐλπίδος , ἔτι φυλάξονται . ὃ
5476597 γηλοφον
τοὺς μὲν ἀποκτιννύουσιν , οἱ δέ τινες αὐτῶν καταφεύγουσιν ἐπὶ γήλοφον . ἐπεὶ μέντοι ἦλθον οἱ πεζοί , ἐκκόπτουσι καὶ
, εἰσβάντες εἰς πλοιάρια παρέπλεον , ἕως ἐγένοντο κατὰ τὸν γήλοφον . οἱ δ ' ἀποροῦντες ἤδη , ὅτι ἔπασχον
5465835 ὑποδειξας
ὃ δὲ αὐτοὺς ἐς τρία διῄρει καὶ πεδίον ἑκάστοις τι ὑποδείξας ἐκέλευεν ἐν τῷ πεδίῳ περιμένειν , μέχρι πολίσειεν αὐτοὺς
περὶ τοῦ κατὰ τὴν μασχάλην γινομένου διὰ τὴν κατάτασιν κοιλώματος ὑποδείξας ἑξῆς φησιν : χρὴ δέ τινα ἐπὶ θάτερα τοῦ
5462534 ἀποστελλει
δέκεσθαι ἔφη . Ἐντειλάμενος δὲ καὶ τούτῳ ταῦτα ὁ Δαρεῖος ἀποστέλλει αὐτοὺς ἐπὶ θάλασσαν . Καταβάντες δὲ οὗτοι ἐς Φοινίκην
τοῦ δεξιοῦ κέρατος ἑτέρους ἱππεῖς , ὅσους ὑπέλαβεν ἀρκεῖν , ἀποστέλλει βοηθοὺς τοῖς ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων διωκομένοις . ἐν οἷς
5461593 σκηπτου
καὶ ἡ Φιλομήλα εἰς χελιδόνα : πρὸς τὰ ναύσταθμα : σκηπτοῦ ' πιόντος : αἰφνιδίως κεραυνοῦ σφοδροῦ ἐπελθόντος : ἔα
τίνι τρόπῳ ] διαπεπόρθηται . τις ] ἤγουν ἐπέλευσις δίκην σκηπτοῦ ἐπιοῦσα . σκηπτὸς ] † καταφθορά . στάσις ]
5459410 ὁδοιπορησας
Ἀλέξανδρος ὁ Φιλίππου τρὶς τετρακόσια στάδια ἐφεξῆς μεθ ' ὅπλων ὁδοιπορήσας , συμβαλὼν τοῖς πολεμίοις , πρὶν ἀναπαῦσαι τὸ στρατόπεδον
εἰσφέρεται , ἀλλά ποτε καὶ ὑγρότης . ποτὲ γάρ τις ὁδοιπορήσας κατεξηράνθη , ὡς δίψῃ ἀμέτρῳ συνέχεσθαι . δραμὼν εἰς
5456010 χιλιασιν
ἐμφαίνει , ἅτε τοῦ Ἡρακλέους καὶ τὸν Προμηθέα λῦσαι λεγομένου χιλιάσιν ἐτῶν ὕστερον . καὶ ἦν μὲν ἐνδοξότερον τὸ τὸν
* ἐχαρίζετο βʹ τάλαντα καὶ υʹ μυριάδας Δαρεικοῦ χρυσίου νομίσματος χιλιάσιν ὀλίγαις ἀπολειπομένας . ὧν οὐδὲν ὁ Ξέρξης λαβὼν ,
5454262 γομον
παρ ' αὐτὸν εὐθέως στήσας ὁ δεσπότης καὶ πάντα τὸν γόμον λύων ἐπ ' αὐτὸν ἐτίθει τὴν σάγην τε τοῦ
. ἄτην ] τοῦ Διὸς ἐμπιπλῶντος καὶ γεμίζοντος ἄτης τὸν γόμον . γλῶσσα ] ἀντὶ τοῦ γλώσσης τοξευσάσης , ὅ
5452835 ἀμολγον
τινὲς μὲν γλαυκόν , οἱ δὲ τὸν βραδύν . οἷον ἀμολγὸν καὶ κλέπτην τῶν δημοσίων . μολγοὺς γὰρ ἔλεγον τοὺς
οἱ δὲ τὸν γλαυκὸν λέγουσιν ἢ τὸν βραδύν , ἢ ἀμολγὸν καὶ κλέπτην , μολγοὺς γὰρ ἔλεγον τοὺς ἀμέλγοντας .
5445630 ὑφαψαι
μὲν αὖα κάτωθεν , τὰ δὲ χλωρὰ ἄνωθεν [ θέντας ὑφάψαι ] . ὁμοῦ νὺξ καὶ ὁμίχλη καὶ καπνός :
ἀνήγγειλαν . ἐπεὶ δὲ νὺξ ἦν , κελεύει Κῦρος ἕκαστον ὑφάψαι τὸν ἑαυτοῦ φάκελλον . Μῆδοι πολλὴν φλόγα λάμπουσαν ἰδόντες
5445341 διηρπαζεν
Πομπήιός τε Μάρκιον ἐνίκα περὶ πόλιν Σήνας καὶ τὴν πόλιν διήρπαζεν . ὁ δὲ Σύλλας τὸν Μάριον ἐς Πραινεστὸν κατακλείσας
ὁ Σερουιλιανὸς οὐ καταλαβὼν ἐς Βαιτουρίαν ἐνέβαλε καὶ πέντε πόλεις διήρπαζεν , αἳ τῷ Οὐριάτθῳ συνεπεπράχεσαν . μετὰ δὲ τοῦτο
5424251 κατακαηναι
ἐν αὐτῷ σηπεδόνα , ἢ ἔξωθεν : δύναται γὰρ καὶ κατακαῆναι καὶ καταπρισθῆναι ὑπό τινος . Ἐπειδὴ οὖν δύο τρόποι
τοὺς ἀπὸ λινοσπέρμου καὶ πτισάνης ἐπιμελῶς ἑψήσας , ὥστε μὴ κατακαῆναι . χρῶ τῷ φαρμάκῳ τούτῳ θαρρῶν καθόλου ἐπὶ παρωτίδων
5410763 συνετριψαν
συντρίβω , ἀφ ' οὗ τὸ κατέαξαν , ἀντὶ τοῦ συνέτριψαν . . ποιήσει : Καταστήσει . . ὄντως :
ἐλαύνοντες , συντρίβοντες . Κρᾶτα : κεφαλήν . συνηλλοίησαν : συνέτριψαν , συνέθλασαν . ὄλλυται : φθείρεται . πότμῳ :
5404440 ἐπιπλουν
τὴν σύνταξιν . ἐπλήρωσαν γὰρ ὅμως τριάκοντα : προσδεχόμενοι τὸν ἐπίπλουν ὑπὸ νύκτα αὐτοῖς ἐφρυκτωρήθησαν : ἀντὶ τοῦ ἀρχομένης ἡμέρας
καὶ Θώραξ τὸ πεζὸν ἔχων . Κόνων δὲ ἰδὼν τὸν ἐπίπλουν , ἐσήμηνεν εἰς τὰς ναῦς βοηθεῖν κατὰ κράτος .
5404267 ὑπολειπομενοι
τοῖς γνωρίμοις † λοπάδας συνάλμους τε συναρτύειν δοκῶν καὶ διψᾶν ὑπολειπόμενοι εἰς τὴν αὔριον τοῖς ἐπισυνάπτειν βουλομένοις τὸν ἑωθινόν †
κατεπείγοντα τόπον , οἱ δ ' ἰχθύες ἐν τοῖς κοιλώμασιν ὑπολειπόμενοι ἕτοιμον θήραμα καὶ τροφὴ γίνονται τοῖς ἰχθυοφάγοις . Ἀλλ
5378064 κονιορτον
, βότρυς , ὀπώραν , στεφάνους ἴων * * * κονιορτὸν ἐκτυφλοῦντα . αὑτὸς δ ' ἀνὴρ πωλεῖ κίχλας ,
κάπνος ἢ ἀὴρ ἢ πῦρ γένοιτο , ἀλλὰ καὶ εἰς κονιορτὸν ἀναλυθεῖσα . Πάρεστι γοῦν ὁρᾶν , ὅτι καὶ τὰ
5374088 διεκομισαν
οἱ βάρβαροι δείσαντες αὖθις προσῆλθον τοῖς ὑποζυγίοις καὶ τὴν ἀποσκευὴν διεκόμισαν . Ἀντίγονος ἐκράτησε Κορίνθου τοιῷδε στρατηγήματι . Ἀλέξανδρος ὁ
φύλακας , αὐτοὶ δ ' ἀναλαβόντες τοὺς παῖδας εἰς Κέρκυραν διεκόμισαν , ὡς Ἀντήνωρ ἐν τοῖς Κρητικοῖς ἱστόρηκε , καὶ
5373259 κοφινον
τὸν κόφινον , καὶ ἐκοιμήθην . Καὶ ἐξυπνισθεὶς ἀπεκάλυψα τὸν κόφινον τῶν σύκων , νομίζων ὅτι ἐβράδυνα , καὶ εὗρον
σου πίστει καὶ πίστευσον ὅτι ζήσεις . Ἐπίβλεψον ἐπὶ τὸν κόφινον τοῦτον τῶν σύκων : ἰδοὺ γὰρ ἑξηκονταὲξ ἔτη ἐποίησαν
5366760 ἐφορμουσας
καὶ συγκαλέσας τοὺς μηχανοποιοὺς εἴρετο , εἴ γε δυνατὸν τὰς ἐφορμούσας τῷ στόματι τοῦ λιμένος ὁλκάδας τοῖς ἀπὸ τῶν μηχανῶν
τοσοῦτον παρὰ δόξαν γεγονὸς θεασάμενοι καὶ τῷ Κέρατι ναῦς πολεμίας ἐφορμούσας , ὅπερ οὐκ ἄν ποτε προσεδόκησαν , ἐξεπλάγησάν τε
5363548 μεσουντος
οὐχὶ λιμὸν ἐπακολουθῆσαι τῷ δίψει αὐτῶν : καὶ ὅτι οὐ μεσοῦντος θέρους χρὴ ἀροῦν , ἢ οὐκ ἄν τι ὄφελος
τούτων λέγει , καὶ ὅτι δεῖ ὕδωρ ἐκ Διὸς γενέσθαι μεσοῦντος ἤδη ἔαρος . ἡνίκα ὁ κόκκυξ ᾄδειν ἄρχεται καὶ
5343352 ὑεσθαι
τῷ Πανελληνίῳ Διὶ θύσας καὶ εὐξάμενος τὴν Ἑλλάδα γῆν ἐποίησεν ὕεσθαι , τῶν δὲ ἐλ - θόντων ὡς αὐτὸν εἰκόνας
τὴν βάσιν . αὖος ὁ ξηρός : κατὰ στέρησιν τοῦ ὕεσθαι : ὁ εἰς αὖσιν καὶ καῦσιν ἐπιτηδεῖ . ἀγλάα
5336628 ἐκεραυνωσεν
οἱ γὰρ Γίγαντες μυθεύονται κατὰ θεῶν ἐπαναστῆναι , ἕως οὗ ἐκεραύνωσεν αὐτοὺς ὁ Ζεύς . ὁμοίως δὲ περὶ τῶν δρακοντοπόδων
' ] αὐτά . ἔπαυς ' ] τὸν Ἀσκληπιὸν γὰρ ἐκεραύνωσεν ἀναστήσαντα τὸν Ἱππόλυτον . ἐπ ' ἀβλαβείαι ] ὥστε
5324727 παραπεμποντος
οὔτε τῶν δεσμῶν ἐμποδιζόντων οὔτε τῶν θηρίων παραβλαπτόντων , ἀλλὰ παραπέμποντος τοῦ ῥεύματος : φερόμενος δὲ εἰς τὰς ἐμβολὰς ἔρχεται
: τοῦτον πολίτην ἐποίησαν Ἀθηναῖοι , τοῦ πατρὸς στρατιὰν αὐτοῖς παραπέμποντος . ἐλέγετο δὲ οὗτος Τήρης . ἔνιοι δέ φασιν
5320403 καταλαβουσης
παραλάβῃ τύπων . Πάσχει δὲ καὶ ἥδε , ἤτοι δυσκρασίας καταλαβούσης τινός , ἢ χυμοῦ ἐπισκήψαντος . καὶ πάνυ μὲν
] ἀποσταλεὶς εἰς ἀγρὸν πρόβατον ἀγαγεῖν εἰς τὴν πόλιν , καταλαβούσης αὐτὸν νυκτὸς παραλλάξαι τῆς τρίβου καὶ κατακοιμηθῆναι ἔτη ἑπτὰ
5318045 συχνην
οὐχ οὕτως ὁ Ζεὺς οὔτε χάλαζαν ἐμβάλλει χαλεπὴν οὔτε χιόνα συχνὴν οὔτε ὄμβρον πολύν , δι ' ἃ τῆς συνουσίας
ὄνομα δηλαδὴ καὶ τὸ ῥῆμα , ἅπερ , ἐπειδὰν ἀγνοῶνται συχνὴν τὴν περὶ αὐτῶν ἐρώτησιν λαμβάνουσι , καὶ τὰ μὲν
5315894 Γωβρυαν
ὑπηρέται τοὺς μὲν ἄλλους ἱππέας αὐτοῦ κατέλιπον , τὸν δὲ Γωβρύαν ἄγουσι πρὸς τὸν Κῦρον . ὁ δ ' ὡς
Κῦρος ἀκούσας ταῦτα ἀπήγαγε τὸ στράτευμα : καὶ καλέσας τὸν Γωβρύαν Εἰπέ μοι , ἔφη , οὐκ ἔλεγες μέντοι σὺ
5314479 Σεβηρον
τοῦ δὲ Νίγρου μέλλησίν τε καὶ ῥᾳθυμίαν : τὸν δὲ Σεβῆρον ἀκούοντες ἤδη παρόντα ἐθαύμαζον . ὁ δὲ Ἰουλιανὸς πολλῇ
διατριβῆς ἐγγιγνομένης καὶ καλουμένου πάλιν αὖ τοῦ ὀνόματος ἔφασαν τὸν Σεβῆρον μάλα δεξιῶς εἰπεῖν ὅτι ἀφιξοίμην τε καὶ οὐδὲν δέοι
5297177 ὑπαιθρῳ
παρατάξει νικήσωσι , κατέστρεψέ τε τὰς πόλεις καὶ κατεστρατοπέδευσεν ἐν ὑπαίθρῳ . Οἱ δ ' ἐφορμοῦντες Καρχηδόνιοι τῷ ναυστάθμῳ τῶν
σφίσιν ἀμῦναι τὴν Περσῶν . ἐν δὲ τοῦ γυμνασίου τῷ ὑπαίθρῳ πεφυκέναι ποτὲ ἀγρίαν φασὶν ὕλην , καὶ Ὀδυσσέα ,
5296067 ἀποκτενειν
στρατιώταις ἐντὸς ἡμερῶν εἴκοσιν ἢ ἄξειν Λακεδαιμονίους ζῶντας ἢ αὐτοῦ ἀποκτενεῖν . τοῖς δὲ Ἀθηναίοις ἐνέπεσε μέν τι καὶ γέλωτος
τὸν τυραννοκτόνον δωρεὰν λαμβάνειν , μάγος ὑπέσχετο εἴσω πέντε ἡμερῶν ἀποκτενεῖν τὸν τύραννον , ἠνέχθη σκηπτὸς εἴσω πέντε ἡμερῶν κατὰ
5293816 βρεχοντες
ἰσχυρότερός ἐστιν : ἄμουσος ὁ Ἡρακλῆς : οὐδὲν φροντίζων : βρέχοντες : κλέπτην : οὐδ ' ἐξέτεινα χεῖρ ' :
Χρώμεθα τῷ ταρίχῳ μετ ' ἄρτου διδόντες ἐσθίειν , οὕτως βρέχοντες αὐτὸ εἰς ὕδωρ τρὶς ἢ τετράκις , ἕως οὗ
5284616 διεσπασαν
αὐτῆς μὲν ἐφείσαντο , τὴν δὲ Δίρκην ὑπὸ τῶν ταύρων διέσπασαν , καὶ ὁ τόπος ἔνθα ἐσύρη Δίρκη καλεῖται :
, ὥς φησιν Αἰσχύλος ὁ τῶν τραγῳδιῶν ποιητής : αἳ διέσπασαν αὐτὸν καὶ τὰ μέλη ἔρριψαν χωρὶς ἕκαστον : αἱ
5281644 δῃων
πλοίων ἵππους τε καὶ ὁπλίτας νεῖν ἀναγκάσας προῄει τὰ μὲν δῃῶν , τὰ δὲ κτώμενος , ἐκώλυε δὲ οὐδείς .
συντασσομένους αὐτοῖς τοξότας τε καὶ σφενδονήτας . αἰεὶ δέ τι δῃῶν καὶ τὰ περικείμενα πορθῶν , ἔλαθε περὶ κώμην ἐνεδρευθείς
5279981 ἐπιοντος
τέμνοντες οἷον ἐν κήποις ὀχετούς , ἵνα ὥσπερ ἐκ νάματος ἐπιόντος ἄρδοιτο . καὶ πρῶτον μὲν ὀχετοὺς κρυφαίους ὑπὸ τὴν
οὕς τ ' ὀλοοῖο πυρὸς καταδάμνατ ' ἀυτμὴ ῥηιδίως , ἐπιόντος ὀπωρινοῦ Βορέαο : ὣς τοῦ ἐπεσσυμένοιο κατηρείποντο φάλαγγες .
5279599 ἐπαναχθεντες
τοὺς πολεμίους διέλυον τὸ ζεῦγμα . οἱ δὲ Συρακόσιοι ταχέως ἐπαναχθέντες συνετάττοντο ταῖς τριήρεσι , καὶ συμπλεκόμενοι τοῖς ἐναντίοις ἠνάγκασαν
τὰ ἡμίση σκάφη πληρώσας κατέπλευσεν ἐς Λιπάραν . Καρχηδόνιοι δὲ ἐπαναχθέντες ἐγγὺς τῶν Ῥωμαϊκῶν νεῶν παρωρμίσαντο [ καὶ ] πρεσβευτὰς
5273242 θηκῃ
μετὰ τὸν πότον ὑελοῦς πίναξ δίπηχύς που τὴν διάμετρον ἐν θήκῃ κατακείμενος ἀργυρᾷ πλήρης ἰχθύων ὀπτῶν παντὰ γένη συνηθροισμένων ,
καὶ σύνδυο καὶ σύντρεις καὶ κατὰ πλείους πολλάκις μιᾷ παραδιδόμενοι θήκῃ : καὶ ὁ θάπτων σήμερον ἕτερον αὔριον ὑπ '
5266004 διενεμοντο
τὸν Ἀντίγονον ἅμα τῷ Σελεύκῳ καθῃρήκεσαν , τὴν Ἀντιγόνου γῆν διενέμοντο . καὶ ὁ Σέλευκος τότε τῆς μετ ' Εὐφράτην
συνέθεντο κοινοπραγῆσαι τῶν ἁρπαγῶν , τὴν λείαν ἐν ἀγορᾷ μέσῃ διενέμοντο , πολλάκις ἐν ὄψεσι τῶν δεσποτῶν , κατακερτομοῦντες καὶ
5261536 πανδοχειῳ
τὰ μῆλα ἤτοι τὰ πρόβατά εἰσιν . ⌈ ὃς ἐν πανδοχείῳ εὑρεθείς ποτε καὶ ξύλα μὴ εὑρὼν ἄγαλμα Ἡρακλέους καθελὼν
τί σε φέρειν „ . Ὁ αὐτὸς νοσήσας ποτὲ ἐν πανδοχείῳ καὶ κινδυνεύων πυθομένου αὐτοῦ τινός , εἰ ἀποθάνοι ,
5258969 Ὑδασπην
εἶναι καὶ τὸν Τίγρητα καὶ τὸν Ἰνδόν τε καὶ τὸν Ὑδάσπην καὶ Ἀκεσίνην καὶ Ὑδραώτην καὶ Ὕφασιν καὶ ὅσοι ἐν
Ἰνδῷ , οὕτω δὴ μαθεῖν παρὰ τῶν ἐπιχωρίων τὸν μὲν Ὑδάσπην τῷ Ἀκεσίνῃ , τὸν Ἀκεσίνην δὲ τῷ Ἰνδῷ τό
5258235 ταξιαρχοις
. ὡς δὲ ταῦτα ᾔσθετο ὁ Δερκυλίδας , τοῖς μὲν ταξιάρχοις καὶ τοῖς λοχαγοῖς εἶπε παρατάττεσθαι τὴν ταχίστην εἰς ὀκτώ
οὔτε τοὺς στρατηγοὺς οὔτε τοὺς στρατιώτας , ὕστερον καὶ τοῖς ταξιάρχοις κοινώσας , ἡσύχαζεν ὑπὸ ἀπλοίας , μέχρι αὐτοῖς τοῖς
5255381 φρασαντες
τε καὶ Κολλατῖνος ἀποδυράσθωσαν τὰς ἑαυτῶν τύχας ἅπαντα τὰ γενόμενα φράσαντες . ἔπειτα τῶν ἄλλων ἕκαστος παριὼν κατηγορείτω τῆς τυραννίδος
Ἔρχονται δὴ πρὸς αὐτοὺς ὁ Κόρυμβος καὶ ὁ Εὔξεινος καὶ φράσαντες ἰδίᾳ τι θέλειν εἰπεῖν , ἀπάγουσι καθ ' αὑτοὺς
5254899 ἑτοιμας
τὰϲ ἀρίστας πληρώσας , καὶ τὰς ἄλλας τοῖς τριηράρχοις παραγγείλας ἑτοίμας ἔχειν , ἂν ἦ χρεία ναυμαχεῖν , ἐπέπλευσε τοῖς
αὐτὸ τὰ στρατόπεδα παρῆσαν οἱ παρ ' Εὐμενοῦς βυβλιαφόροι πρὸς ἑτοίμας τὰς δυνάμεις . ἦν δὲ τῶν ἡγεμόνων ἐπιφανέστατος μὲν
5250782 βασανιζομενον
τῶν φιλοσόφων . οὕς τοὺς ἔξωθεν ἐπεισκεκωμακότας . βασανιζόμενον . βασανιζόμενον οὐ τὸν αἰκιζόμενον καὶ τιμωρούμενον σημαίνει παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς
τὸν ἀεὶ ἔν τε παισὶ καὶ νεανίσκοις καὶ ἐν ἀνδράσι βασανιζόμενον καὶ ἀκήρατον ἐκβαίνοντα καταστατέον ἄρχοντα τῆς πόλεως καὶ φύλακα
5246686 αὐλιζεσθαι
καρτεροῖς περιλαμβάνων , ἐν οἷς τὰ ποίμνια καὶ τοὺς γεωργοὺς αὐλίζεσθαι τὰς νύκτας ἐπέταξεν ἐχεγγύῳ φρουρᾷ καταλαβὼν ἑκάτερον , καὶ
] ἐν ταῖς μάχαις . δυσαυλίας ] διὰ τὸ ὑπαίθρους αὐλίζεσθαι καὶ διάγειν . Σπαρνάς : σπανίους . καὶ τούτου
5236501 ἀνηρχετο
πόλισμα τὸ ἐν τῇ ἀσπίδι , εἰς ὃ ὁ ὁπλίτης ἀνήρχετο , κοσμήσει τοῦ πατρὸς δῶμα ἐν τοῖς λαφύροις .
καὶ ἤγαγεν αὐτὸν ἐπὶ τῆς νεφέλης καὶ ἑξήκοντα ἀγγέλους καὶ ἀνήρχετο ὁ Ἁβραὰμ ἐπὶ ὀχήματος ἐφ ' ὅλην τὴν οἰκουμένην
5234836 ναυλοχειν
] | πλεούσας , τὰς μὲν ἑτέρας ? [ ἐκέλευσε ναυλοχεῖν ] ἕως ἂν ἀπάρωσιν [ αἱ τῶν πολεμίων ]
νεῶν τὰ παράλια τῆς Ἰταλίας πορθεῖν , τὸ δὲ ἥμισυ ναυλοχεῖν , ἐφεδρεῦον ἐς τὰ συμφερόμενα , αὐτὸν δὲ σὲ
5228510 χειμωνα
δριμύτητα τοῦ ἀλλαντοπώλου . πρὸ χελιδόνων ] ἤτοι κατὰ τὸν χειμῶνα . εἰς τὰ κόχωνα : κοχώνη τόπος ὑπὸ τὸ
θέρος ποιεῖν , ἐκ δὲ τοῦ σκοτεινοῦ τὸ ὑγρὸν πλεονάζον χειμῶνα ἀπεργάζεσθαι . ἀκολούθως δὲ τούτοις καὶ περὶ τῶν ἄλλων
5222390 συνετριβησαν
δ ' ἐν τῇ Καρχηδόνι τὸ μέγεθος πυθόμενοι τῆς συμφορᾶς συνετρίβησαν ταῖς ψυχαῖς καὶ συντόμως ὑπελάμβανον ἥξειν ἐπ ' αὐτοὺς
αἱ λοιπαὶ κατεφλέχθησαν ἢ ἐλήφθησαν ἢ ἐς τὴν γῆν ὀκέλλουσαι συνετρίβησαν : αἱ δὲ ἑπτακαίδεκα μόναι διέφυγον . Καὶ ὁ
5222046 φρουρουντα
, ἀλλ ' αὐτὸν δρέψασθαι τὰ μῆλα , κτείναντα τὸν φρουροῦντα ὄφιν . κομίσας δὲ τὰ μῆλα Εὐρυσθεῖ ἔδωκεν .
Τὰ συμβάντα περὶ Κάσανδρον κατὰ τὴν Ἀττικὴν καὶ Νικάνορα τὸν φρουροῦντα τὴν Μουνυχίαν . λεʹ . Φωκίωνος τοῦ χρηστοῦ προσαγορευθέντος
5219570 ἐκαον
μὲν στρατιῶται διά τε τὸ ψῦχος καὶ τὰς ἀναγκαίας χρείας ἔκαον πῦρ μεθ ' ἡμέραν τε καὶ νύκτωρ ἐν ταῖς
τοῖς οὐ βουλομένοις ἀκούειν τῶν γραμμάτων , καὶ τὰ μὲν ἔκαον , τὰ δὲ διενοοῦντο , ὧν ἦν τὰ βασίλεια
5217053 κατενεχθεντα
ἐπὶ τῆς γῆς σβέννυσθαι καθάπερ τὸν ἐν Αἰγὸς ποταμοῖς πυρωδῶς κατενεχθέντα ἀστέρα πέτρινον . Ἀναξιμένης πυρίνην μὲν τὴν φύσιν τῶν
ἐξελθεῖν διὰ τὸν φόβον . λοιπὸν οὖν κατὰ τῶν νώτων κατενεχθέντα τὸν ἵππον ἔχειν ὕπτιον ὑπὸ τοῖς νώτοις ἐμὲ καὶ
5207447 Ὑδραωτην
Ὑφάσιος ποταμοῦ Πώρῳ ἄρχειν προσέθηκεν , αὐτὸς δὲ ἐπὶ τὸν Ὑδραώτην ἀνέστρεφε . διαβὰς δὲ τὸν Ὑδραώτην , ἐπὶ τὸν
περαθέντα , καὶ τὸν Ὑδάσπην καὶ τὸν Ἀκεσίνην καὶ τὸν Ὑδραώτην , καὶ τὸν Ὕφασιν διαπεράσαντα ἄν , εἰ μὴ
5199352 μαστιξας
φυλακὴν ἐν οἴκῳ αὐτοῦ ὁ Αἰγύπτιος : καὶ τῇ ἑξῆς μαστίξας με , ἔπεμψέ με εἰς φυλακὴν ἐν οἴκῳ αὐτοῦ
τοῦ μείζονος : οἷον ἐξῆν ἀποκτιννύναι τοὺς κατιόντας φυγάδας . μαστίξας τινὰ κατιόντα τις φεύγει παρανόμου τιμωρίας : ὁ γὰρ
5198045 ὑπερζεσῃ
ἄρας ἀπὸ τοῦ πυρός , ἐπίπασσε τὸν ἰὸν προσέχων μὴ ὑπερζέσῃ : ἕψε δὲ πάλιν ἕως ἀμόλυντον γένηται καὶ μήλινον
ζέον , ἐπίβαλλε τὸν χυλὸν κατὰ βραχύ , προσέχων μὴ ὑπερζέσῃ : ἀναζέει γὰρ καὶ ἀνοιδίσκεται καὶ κινδυνεύει ὑπερχυθῆναι ὅλον
5197382 λῃστην
Οὔαρε „ , εἶπεν ” φέρε τοὺς τύπους . ” λῃστὴν δὲ πολλαῖς αἰτίαις ἑαλωκότα στρεβλοῦντος ἀνθυπάτου καὶ ἀπορεῖν φάσκοντος
καταβιβασάμενον , εἰς ναῦν ἐνθέμενον , ἐπὶ Πελοποννήσου ἐπεραίωσεν , λῃστὴν ἐραστήν . Οὐ γὰρ ἦν περὶ τὴν Ἀσίαν σῶμα
5195408 καταπλειν
καὶ ὅλως ἄβατόν τε καὶ ἄπλωτον καταστῆσαι τοῖς ἀναπλεῖν ἢ καταπλεῖν βουλομένοις πᾶσι , πλὴν οἷς βούλοιτο , ὥσπερ πύλας
τῶν πόλεων εἰλημμένα καὶ τοὺς ἄρχοντας τοὺς μετ ' ἐκείνου καταπλεῖν εὐθύνας δώσοντας , Ἐργοκλῆς ἔλεγεν ὡς ἤδη συκοφαντεῖτε καὶ
5181017 νοσηλευειν
παραμένειν , ὡς καὶ νοσήσαντά ποτε τὸν νέον θεραπεύειν καὶ νοσηλεύειν δεξιῶς σπουδῆι συντονωτάτηι : τοῦ νέου τεθνηκότος δὲ καὶ
καὶ οὐδενὸς μεγάλου , καὶ μηδένα αἱρεῖσθαι οἰκίᾳ ὑποδέξασθαι καὶ νοσηλεύειν διὰ τὴν δυσχέρειαν τῆς νόσου . αὐτὸς γοῦν ὁ
5167296 σακκους
χιλίους τε καὶ δὶς τοσούτους ὡπλισμένοι , καὶ ἄμας κομίζουσι σάκκους τε , καὶ ὀρύττουσιν ἀσέληνον ἐπιτηροῦντες νύκτα . ἐὰν
τοῖς τριηράρχοις τεσσαράκοντα σάκκους ἕκαστος ἐχέτω . προσορμιζομένων δὲ τοὺς σάκκους ἄμμου πλήσας * * * κεφαλίδας ἐξῆπτεν ἑκάστης νεὼς
5166873 ἐπιδραμοντες
: ταῦτα γὰρ εἰπὼν χλευάζει καὶ ἀναιδῶς ἁρπάζει . καὶ ἐπιδραμόντες κατέλαβον καὶ ἐτύπτησαν . Γ τὸν Βάκιν : τὸν
τὴν ἐς Φωκίδα φέρουσαν ὥρμησεν ὁδόν . οἱ δ ' ἐπιδραμόντες καὶ φωράσαντες ἱεροσυλίας αὐτοῦ κατηγόρουν . ὁ δ '
5164804 πωμασαντες
ἀναμιγνυμένη ταῖς κριθαῖς . ἔνιοι δὲ ὄξους ἀγγεῖον πληρώσαντες καὶ πωμάσαντες , ἐν μέσῳ τιθέασι τῶν κριθῶν . εἰδέναι δὲ
ἢ γλεύ - κους , ἐμβάλλουσι τὰς ἀππίους , καὶ πωμάσαντες τὸ ἀγγεῖον ἀποτίθενται . οἱ δὲ ἐν γιγάρτοις συντιθέασιν
5160786 Γεταν
; μὴ φοβοῦ , ἀλλ ' ὅπερ ἔμελλες ἄρτι τὸν Γέταν λαβὼν ἐπάνηκ ' , ἐκείνωι πᾶν τὸ πρᾶγμ '
μὲν οὖσα τέως , ἀτυχήματι δὲ τὸ ἀτύχημα ἰωμένη . Γέταν δὲ ὁ υἱὸς ἐν εὐρυχώρῳ τῆς οἰκίας ἔδοξε καίειν
5159737 ἐξαρτυσας
τε ναυτικὰ ἐμπειρότατον καὶ τῶν κατὰ θάλατταν στρατηγὸν ἄριστον . ἐξαρτύσας οὖν καὶ ὁπλίσας πάντα τὸν στόλον καλῶς ἐξέπεμπεν .
τῶν βαρβάρων γενέσθαι . Καὶ ὃς ὑπακούσας καὶ ναῦς διακοσίας ἐξαρτύσας καὶ δισχιλίους ἱππεῖς καὶ πεζοὺς μυρίους , ἐπεὶ τὸ
5158409 Σπιθριδατην
αὐτὸν ἐφ ' Ἑλλησπόντου . ἐκεῖ δὲ ὁ Λύσανδρος αἰσθόμενος Σπιθριδάτην τὸν Πέρσην ἐλαττούμενόν τι ὑπὸ Φαρναβάζου , διαλέγεται αὐτῷ
δὲ λόγου ὁ Ἀγησίλαος παρόντων τῶν τριάκοντα , μεταστησάμενος τὸν Σπιθριδάτην : Λέξον μοι , ἔφη , ὦ Ὄτυ ,
5157370 πληρωσαντα
ἀλλ ' ἑτέρωθεν ἐπινοήσαντα καὶ παρασκευασάμενον ἐφόδιον ἐξελθεῖν , καὶ πληρώσαντα τὸ προσταχθὲν ὕστερον κατηγορεῖν τοῦ ταμίου καὶ εἰσπράττεσθαι τὰ
καὶ τῶν ὅρκων γενομένων , τὸν Θεμιστοκλέα κύλικα τοῦ αἵματος πληρώσαντα ἐκπιεῖν καὶ παραχρῆμα τελευτῆσαι . καὶ τὸν μὲν Ξέρξην
5155175 σκαφεσιν
τῶν Κελτιβήρων καὶ Ὀυακκαίων κατοικίας , μεγάλοις τ ' ἀναπλεόμενος σκάφεσιν ἐπὶ ὀκτακοσίους σχεδόν τι σταδίους . εἶτ ' ἄλλοι
τῆς δὲ φλογὸς ἐπισχυούσης ὀλίγοι μὲν κατασβέσαντες ἐπανῆλθον σὺν τοῖς σκάφεσιν , οἱ πλεῖστοι δὲ καιομένων τῶν ἀκατίων ἐξεκολύμβησαν .
5153903 σαλπικτην
, τὸ δὲ τεῖχος ἐσθῆτα τῆς πόλεως , τὸν δὲ σαλπικτὴν κοινὸν Ἀθηναίων ἀλέκτορα . ὁ δ ' ὀνοματοθήρας οὗτος
μέσας νύκτας ἐντυχὼν οἷς ὁ Μαγκῖνος ἔγραφε , τόν τε σαλπικτὴν ἐκέλευεν εὐθὺς ἐπὶ πόλεμον ἠχεῖν καὶ τοὺς κήρυκας συγκαλεῖν
5153888 πνευσαντος
γίνεται πάλιν ἐκ δευτέρου , καὶ ἀνέμου κατὰ πρόσωπον Βακτρίων πνεύσαντος , νικᾶι Ἀρτοξέρξης , καὶ προσχωρεῖ αὐτῶι πᾶσα Βακτρία
, τοῦτον ἀλεύασθαι καὶ παγάδας αἵ τ ' ἐπὶ γαῖαν πνεύσαντος Βορέαο δυσηλεγέες τελέθουσιν . προτρεψάμενος αὐτὸν τῷ χειμῶνι ἐργάζεσθαι
5152864 ἐξακοντιζεται
ὡς πορρωτάτω ἀπ ' αὐτῶν ἐκέλευσεν ὅσα ἀπὸ μηχανῶν βέλη ἐξακοντίζεται , καὶ τοὺς τοξότας δὲ ἐκ μέσου τοῦ ποταμοῦ
μὲν ἐξακοντίζεται , τὰ δὲ τούτων στηρίζει . ὃ γὰρ ἐξακοντίζεται , πυρὸς παρατριφθέντος οὕτως ἐξ ἁθροότητος φαινομένου ταχέως φαντασίαν
5152424 Κνημος
καὶ Ἀνακτόριοι καὶ οἱ μετὰ τούτων , ἐν ἀριστερᾷ δὲ Κνῆμος καὶ οἱ Πελοποννήσιοι καὶ Ἀμπρακιῶται : διεῖχον δὲ πολὺ
καὶ προσηγορικὰ βαρύτονα διὰ τοῦ η γράφονται : οἷον , Κνῆμος ὄνομα κύριον : Φῆμος : Ῥῆμος ὄνομα ποταμοῦ :
5151439 Ἀλβανον
ἀπὸ τῆς χοίρου τουτέστι λευκὴν μακρὰν καὶ τὸ ἐκεῖσε ὄρος Ἄλβανον ἐκάλεσαν * ὁμοίως * : τὰ δὲ ἐκ Τροίας
ἀπὸ τῆς χοίρου τουτέστι λευκὴν μακρὰν καὶ τὸ ἐκεῖσε ὄρος Ἄλβανον ἐκάλεσαν * ὁμοίως * : τὰ δὲ ἐκ Τροίας
5149080 ἐδησεν
πρὸς τοῦ παιδὸς αὐτοῦ βασιλείας ἐπιθυμοῦντος γενέσθαι , καλέσας αὐτὸν ἔδησεν ἐν πέδαις χρυσαῖς καὶ μετ ' οὐ πολὺ ἀπέκτεινε
τυραννοκτόνος παρὰ πολιτῶν ὀνομάζεσθαι . Ἐρῶντά τις ἑταίρας τὸν υἱὸν ἔδησεν : ἐπεκώμασεν αὐτῷ ἡ ἑταίρα : ῥήξας ἐκεῖνος τὰ
5148166 δυντος
βʹ ἀόριστος ἔδυν , ἡ μετοχὴ ὁ δὺς , τοῦ δύντος , καὶ τὸ ἀπαρέμφατον δύναι , καὶ Δωρικῶς προσθέσει
πάντα ἄγειν αὑτόν , ὥσθ ' ὅστις ἰδεῖν με ἐθέλοι δύντος ἡλίου , παρὰ τοῦτον ἔτρεχε καὶ εἶχεν εὐθύς .
5145409 διαστησας
στέατι μοσχίῳ καὶ μαστιχίνῳ ἐλαίῳ , εἶτα ἐπίχριε : καὶ διαστήσας περίματτε σπόγγῳ θερμῷ . Κεφ . ζʹ . [
δ ' ἐκεῖθεν οὗτος ὁ πρῶτος ἐπ ' ἄπειρον ἑαυτὸν διαστήσας καὶ κινούμενος ἐπ ' ἄπειρον καὶ ῥέων κρατεῖται μὲν
5140505 διακολυμβησας
τινα τόπον καὶ μὴ ὀφθεὶς τοῖς οἰκείοις ἡμέρας ἱκανάς , διακολυμβήσας πάλιν , ὤφθη αὐτοῖς : πυνθανομένων δὲ „ ποῦ
τοῖς Κελτοῖς . οὗτος μὲν οὖν καταβὰς ᾗπερ ἀνέβη καὶ διακολυμβήσας τὸν Τίβεριν , εἰς Βηίους ἀνέστρεψεν : οἱ δὲ
5139593 προσπλευσαντες
ἐς τὴν ξυμμαχίαν προσεποιήσαντο . ἐπί τε Κεφαλληνίαν τὴν νῆσον προσπλεύσαντες προσηγάγοντο ἄνευ μάχης : κεῖται δὲ ἡ Κεφαλληνία κατὰ
[ καὶ ] καταπελτῶν καὶ τοξοτῶν καὶ σφενδονητῶν ἀνδρῶν καὶ προσπλεύσαντες τοῖς ἐργαζομένοις τὸ χῶμα πολλοὺς μὲν κατέτρωσαν , οὐκ
5138667 ἀνοιξαντες
ὁμολογίᾳ τῷ βασιλεῖ ἐπὶ τῷ μηδέν τι κακὸν παθεῖν καὶ ἀνοίξαντες τὰς πύλας εἰσεδέχοντο τὸν Ζάγανον μετὰ τῆς στρατιᾶς :
ὁδοῦ : οὓς ἰδόντες Φιγαλεῖς καὶ νομίσαντες τὴν συμμαχίαν ἥκειν ἀνοίξαντες τὰς πύλας ὑπεδέξαντο . Ὅτι Δαρεῖος πολεμῶν Σάκας τριχῆ
5137856 καταλαβομενος
: μετὰ δὲ ταῦτα νυκτὸς εὐδίας λαβόμενος ἔλαθε παραπλεύσας καὶ καταλαβόμενος ἄκρον τὸ χῶμα τοῦ μεγάλου λιμένος εὐθὺς περιεχαράκωσε τὸν
' Ἀλκιβιάδης ἑκατὸν ναῦς πληρώσας ἐξέπλευσεν εἰς Ἄνδρον , καὶ καταλαβόμενος Γαύριον φρούριον ἐτείχισεν . ἐξελθόντων δὲ τῶν Ἀνδρίων πανδημεὶ
5136003 ἀπῃτουν
υἱὸν Ἀγαθοκλέους αὐτὸν ἀντ ' ἐκείνου τὴν τιμωρίαν ὑπέχειν . ἀπῄτουν δὲ καὶ τοὺς μισθοὺς τοὺς ὀφειλομένους καὶ στρατηγοὺς ᾑροῦντο
σε καὶ ἐπεί μοι οὐκ ἐδίδους ἔπαιον ; ἀλλ ' ἀπῄτουν ; ἀλλὰ περὶ παιδικῶν μαχόμενος ; ἀλλὰ μεθύων ἐπαρῴνησα
5130640 ἡσυχαζεν
ζῷα πόνων ἀφειμένα ῥαστώνην ἄγει . ὁ δὲ τότε μὲν ἡσύχαζεν , ὕστερον δέ , ὅτε χειμὼν ἐνέστη τῆς κόπρου
καὶ περιστήσας τῇ Ῥόδῳ τὸ πεζὸν ὁμοῦ καὶ τὸ ναυτικὸν ἡσύχαζεν ὡς ἐνδωσόντων τι τῶν πολεμίων . οἱ δὲ ἐπανήχθησαν

Back