εὖ μέν τις δόρυ θηξάσθω , εὖ δ ' ἀσπίδα θέσθω , εὖ δέ τις ἵπποισιν δεῖπνον δότω ὠκυπόδεσσιν ,
Πληθ . Τέθητε , τεθήτωσαν . Ἑνικά . Θοῦ , θέσθω : εἴπομεν ὡς τοῦ ἐθέμην ἐδόμην διχῶς ἐστι τὸ
9349173 θηξασθω
ἐπὶ δεῖπνον ἵνα ξυνάγωμεν Ἄρηα . εὖ μέν τις δόρυ θηξάσθω , εὖ δ ' ἀσπίδα θέσθω , εὖ δέ
ἐξ Ὁμήρου μὲν τοῖς στρατιώταις , Εὖ μέν τις δόρυ θηξάσθω , εὖ δ ' ἀσπίδα θέσθω . ἐκ φιλοσοφίας
7916592 ὠκυποδεσσιν
ῥαθάμιγγες ἔβαλλον , ἅρματα δὲ χρυσῷ πεπυκασμένα κασσιτέρῳ τε ἵπποις ὠκυπόδεσσιν ἐπέτρεχον : οὐδέ τι πολλὴ γίγνετ ' ἐπισσώτρων ἁρματροχιὴ
' ἀσπίδα θέσθω , εὖ δέ τις ἵπποισιν δεῖπνον δότω ὠκυπόδεσσιν , εὖ δέ τις ἅρματος ἀμφὶς ἰδὼν πολέμοιο μεδέσθω
6777534 κτιδεην
ἑξῆς ἀναμφισβητήτως κτιδέην λέγει : τοῦ δ ' ἀπὸ μὲν κτιδέην κυνέην . . ἀλλ ' ὅτε δή ῥ '
ὀξὺν ἄκοντα : ἡ διπλῆ ὅτι νῦν μὲν ἀμφίβολον πότερον κτιδέην ἢ συναλοιφὴν ἐκδεκτέον , ἰκτιδέην : διὰ μέντοι τῶν
6673818 ἡγεμονευεν
ὅπου , ὡς τὸ ἔνθα κατεπλέομεν , καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν . τὸ ἐν τούτῳ ἢ ἐκείνῳ τόπῳ , ὡς
τε καὶ ἀργινόεντα Κάμειρον . τῶν μὲν Τληπόλεμος δουρὶ κλυτὸς ἡγεμόνευεν , ὃν τέκεν Ἀστυόχεια βίῃ Ἡρακληείῃ , τὴν ἄγετ
6663282 κηρεσσιφορητους
ἀμελῇσι περισκυλάκεσσιν , ” ἐπὶ δὲ τῶν ἀναιδῶν “ κύνας κηρεσσιφορήτους , ” ἐπὶ δὲ τῶν τορνευτῶν “ χρύσεοι δ
ἡ θανατηφόρος μοῖρα . κήρυκες οἱ ὑπηρετικὰς ἐπιτελοῦντες χρείας . κηρεσσιφορήτους τοὺς ὑπὸ τῆς εἱμαρμένης ἐνηνεγμένους . κητώεσσαν τὴν Λακεδαίμονα
6585442 ὀρνυτο
οὐδ ' ἔβαλ ' αὐτόν : ὃ δ ' ὕστερος ὄρνυτο χαλκῷ Τυδεΐδης : τοῦ δ ' οὐχ ἅλιον βέλος
μὲν ἀφ ' ἵπποιιν , ὃ δ ' ἀπὸ χθονὸς ὄρνυτο πεζός . οἳ δ ' ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν
6555172 περιεστιγμενη
ῥά οἱ ἀχλὺν κατέχευε . * ) [ ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι ] Ζηνόδοτος ἥ σφισιν ἀχλὺν γράφει , οὐκ
οὔ τι τόσος γε ὅσος Τελαμώνιος Αἴας : ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος ἠθέτηκεν αὐτόν . ἀναγκαῖος δέ ἐστι
6515866 μεμαως
τέ μιν ὤλεσεν ἀλκή : ὣς ἐπὶ Κεβριόνῃ Πατρόκλεες ἆλσο μεμαώς . Ἕκτωρ δ ' αὖθ ' ἑτέρωθεν ἀφ '
' ἔσχε καὶ ἀσπίδα πάντος ' ἐΐσην , τὸν κτάμεναι μεμαώς , ὅς τις τοῦ γ ' ἄντιος ἔλθοι ,
6477626 ἀκοντισε
' ἐπ ' αὐτῷ . Τρωγλοδύτης δὲ μετ ' αὐτὸν ἀκόντισε Πηλείωνος , πῆξεν δ ' ἐν στέρνῳ στιβαρὸν δόρυ
μεγαθύμου δουρὶ δαμέντι . Ἕκτωρ δ ' αὖτ ' Αἴαντος ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ : ἀλλ ' ὃ μὲν ἄντα ἰδὼν
6473777 ὀϊστευσας
Ὀδυσσεῦ . οὐδέ κεν ἐκ νηὸς γλαφυρῆς αἰζήϊος ἀνὴρ τόξῳ ὀϊστεύσας κοῖλον σπέος εἰσαφίκοιτο . ἔνθα δ ' ἐνὶ Σκύλλη
τόξον οἶδα ἐΰξοον ἀμφαφάασθαι : πρῶτός κ ' ἄνδρα βάλοιμι ὀϊστεύσας ἐν ὁμίλῳ ἀνδρῶν δυσμενέων , εἰ καὶ μάλα πολλοὶ
6456053 πληξ
ἐρυσσάμενος ξίφος ὀξὺ Ἀντιφάτην μὲν πρῶτον ἐπαΐξας δι ' ὁμίλου πλῆξ ' αὐτοσχεδίην : ὃ δ ' ἄρ ' ὕπτιος
τὸν δ ' ἕτερον ξίφεϊ μεγάλῳ κληῖδα παρ ' ὦμον πλῆξ ' , ἀπὸ δ ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν ἠδ
6450056 προστακτικου
ἀπαλλάσσου καὶ ἀναχώρει : ἀπὸ τοῦ στείχω , δευτέρου ἀορίστου προστακτικοῦ , . , . . . . Ἀπόερσε :
πουσαν . διώκοι : διωκέτω : τὸ εὐκτικὸν ἀντὶ ἐνεργητικοῦ προστακτικοῦ . Κραδίης : ἀπὸ τῆς ψυχῆς καὶ καρδίας .
6401189 κατεκτανε
' ὄλεθρον ἀνήγαγε καὶ κατέπεφνε δειπνίσσας , ὥς τίς τε κατέκτανε βοῦν ἐπὶ φάτνῃ . οὐδέ τις Ἀτρεΐδεω ἑτάρων λίπεθ
οὐλομένῃ ἀλόχῳ οἶκόνδε καλέσσας , δειπνίσσας , ὥς τίς τε κατέκτανε βοῦν ἐπὶ φάτνῃ . ὣς θάνον οἰκτίστῳ θανάτῳ :
6382927 σμερδαλεα
εἴη . Αὐτὰρ ὃ βῆ παρὰ θῖνα θαλάσσης δῖος Ἀχιλλεὺς σμερδαλέα ἰάχων , ὦρσεν δ ' ἥρωας Ἀχαιούς . καί
κυρίως τὸ τῇ ὄψει καταπληκτικὸν , λέγεται δὲ καὶ βοὴ σμερδαλέα καὶ δοῦπος καὶ ἄλλα τοιαῦτα . μέρδω τὸ ἀφανίζω
6357872 σακεσπαλος
τοῦ αἰόλλω αἰόλος . καὶ σύνθετον κορυθαίολος , ὡς πάλλω σακέσπαλος . Καλλιγύναικα . ἀπὸ τῆς καλλιγύναιξ εὐθείας . ὅθεν
σφιν ἶσον θυμὸς Ἄρηι , τόσον σθένος ἀμφοτέροισι δῶκεν ἐπειγομένοισι σακέσπαλος Ἀτρυτώνη . Ἀργεῖοι δ ' ἐχάρησαν , ἐπεὶ ἴδον
6355875 πασσαλοφι
δ ' ἅμ ' ἕποντο . κὰδ δ ' ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα λίγειαν , Δημοδόκου δ ' ἕλε χεῖρα
γίνεται ἀφαιρετική , ὡς ἐπὶ γενικῆς τοῦ υ , ἐκ πασσαλόφι καὶ χαλκόφιν , ὡς ἐπ ' αἰτιατικῆς τοῦ ν
6355262 οὐτας
ὁ Θόας οὗτος . . Νεστορίδαι δ ' ὁ μὲν οὔτας ' Ἀτύμνιον ὀξέι δουρί : ἡ διπλῆ πρὸς τὸ
τῶν δύο σκοπέλων , „ Νεστορίδαι δ ' ὁ μὲν οὔτας ' Ἀτύμνιον „ , ” ἄμφω δ ' ἑζομένω
6331685 κορυθαιολος
τῷ καταλόγῳ ταττόμενοι λέγονται Τρῶες „ Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ . „ εἶθ ' οἱ ὑπὸ τῷ Αἰνείᾳ
. ὣς καὶ ἐγών , ὅτε δ ' αὖτε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ Ἀργείους ὀλέκεσκεν ἐπὶ πρυμνῇσι νέεσσιν , οὐ δυνάμην
6329588 Τυδεϊδῃ
ἐν κονίῃσι παρ ' ἀλλήλοισι τέταντο . Ἔνθ ' αὖ Τυδεΐδῃ Διομήδεϊ Παλλὰς Ἀθήνη δῶκε μένος καὶ θάρσος , ἵν
φεύγων ἐς νῆας , τότε δὴ μένος ἔμβαλ ' Ἀθήνη Τυδεΐδῃ , ἵνα μή τις Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων φθαίη ἐπευξάμενος βαλέειν
6324504 ὀψιγονων
οἴσους ' ἐπὶ τὸν Ἴστρον , Ὄφρα τις ἐρρίγῃσι καὶ ὀψιγόνων ἀνθρώπων ξεινοδόχον κακὰ ῥέξαι , ὅ κεν φιλότητα παράσχῃ
τε μέγαν τε ἄλκιμος ἔσς ' ἵνα τίς σε καὶ ὀψιγόνων εὖ εἴπῃ . † ) καὶ παρὰ Ἀριστοφάνει προηθετοῦντο
6308312 καλυψεν
καὶ Μενελάῳ ἀρνυμένω : τὼ δ ' αὖθι τέλος θανάτοιο κάλυψεν . οἵω τώ γε λέοντε δύω ὄρεος κορυφῇσιν ἐτραφέτην
ἕλετ ' αἰγίδα θυσσανόεσσαν μαρμαρέην , Ἴδην δὲ κατὰ νεφέεσσι κάλυψεν , ἀστράψας δὲ μάλα μεγάλ ' ἔκτυπε , τὴν
6303515 ἀγγελλει
, λέγοντες τὰ οὐνόματα ἕκαστος . παρεστεὼς δὲ ἄλλος ἄνω ἀγγέλλει : ὁ δὲ δεξάμενος τοὔνομα εὐχωλὴν ἐς ἕκαστον ποιέεται
τῆς Ἀσίας ἐβοήθει : ὄντι δ ' αὐτῷ ἐν Ἀμφιπόλει ἀγγέλλει Δερκυλίδας ὅτι νικῷέν τε αὖ Λακεδαιμόνιοι , καὶ αὐτῶν
6301200 ἀρηϊος
ἔτι δ ' ἔλπετο νίκην , τόφρα δέ οἱ Μενέλαος ἀρήϊος ἦλθεν ἀμύντωρ , στῆ δ ' εὐρὰξ σὺν δουρὶ
: Τρῶες δὲ διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος . ἤτοι τὸν Μενέλαος ἀρήϊος ἔξαγ ' ὁμίλου χειρὸς ἔχων , εἷος θεράπων σχεδὸν
6294666 ἀθρησειε
ἔμπαλιν ὄμματ ' ἔνεικε , καλυψαμένη ὀθόνῃσιν , μὴ φόνον ἀθρήσειε κασιγνήτοιο τυπέντος : τὸν δ ' ὅγε , βουτύπος
φρένες ἐντός . ἤτοι ὅτ ' ἐς πεδίον τὸ Τρωϊκὸν ἀθρήσειε , θαύμαζεν πυρὰ πολλὰ τὰ καίετο Ἰλιόθι πρὸ αὐλῶν
6288903 ἀαατος
. ἀπηνέα δ ' αἶψα νοήσας πυγμαχίην , ᾗ κάρτος ἀάατος ᾗ τε χερείων , στῆ ῥ ' ἄμοτον καὶ
Ὅμηρος ? [ ] οὗτος [ ] μὲν δὴ ἄεθλος ἀάατος ἐκτετέλεσται , ἐπὶ δὲ τῶν ἐπάθλων : ἀέθλια ἐπαγαγόντες
6283519 ἐγχειη
δ ' ἀσπίδα νύξεν ἐπάλμενος , οὐδὲ διὰ πρὸ ἤλυθεν ἐγχείη , στυφέλιξε δέ μιν μεμαῶτα . χώρησεν δ '
τοῦ Ἀχιλλέως , ἀλλὰ διὰ πρὸ Πηλιὰς ἤιξεν μελίη καὶ ἐγχείη δ ' ἄρ ' ὑπὲρ νώτου ἐνὶ γαίῃ .
6276954 βριαρην
νεφέλης ἐπιβᾶσα πόδεσσι κούφης , ἥ κε φέροι μιν ἄφαρ βριαρήν περ ἐοῦσαν , σεύατ ' ἴμεν Πόντονδε , φίλα
. Αὐτίκα δ ' αἰγίδα θοῦριν ἐδύσετο παμφανόωσαν , ἄρρηκτον βριαρήν τε καὶ ἀθανάτοισιν ἀγητήν : ἐν γάρ οἱ πεπόνητο
6271067 Τυδεϊδης
ἐν νηυσὶν κέαται βεβλημένοι οὐτάμενοί τε . βέβληται μὲν ὃ Τυδεΐδης κρατερὸς Διομήδης , οὔτασται δ ' Ὀδυσεὺς δουρὶ κλυτὸς
, οἳ δεύτεροι οἵ τε πάροιθεν . Ὣς φάτο , Τυδεΐδης δὲ μάλα σχεδὸν ἦλθε διώκων , μάστι δ '
6270794 σπασεν
, διὰ δὲ χρόα καλὸν ἔδαψεν , ἐκ δὲ δόρυ σπάσεν αὖτις : ὃ δ ' ἔβραχε χάλκεος Ἄρης ὅσσόν
Ὁμήρῳ : „ ἦ ῥα , καὶ ἐκ χειρὸς χεῖρα σπάσεν Ἀντινόοιο „ , ἐπὶ τοῦ ἀποστρεφομένου . παρὰ δὲ
6264965 στιβαρης
μόρον εἰσὶ κέλευθοι . Εὐρύαλος δ ' ἄρα πολλὸν ἀπὸ στιβαρῆς βάλε χειρὸς λᾶα μέγαν , Τρώων δὲ θοὰς ἐλέλιξε
τὸ τρίτον αὖτ ' ἔρριψε μέγας Τελαμώνιος Αἴας χειρὸς ἄπο στιβαρῆς , καὶ ὑπέρβαλε σήματα πάντων . ἀλλ ' ὅτε
6264019 δειπνισσας
εἰρησομένων μετενεχθέντες . ἔκτα σὺν οὐλομένῃ ἀλόχῳ οἰκόνδε καλέσσας ‖ δειπνίσσας . * ) ὅτι τῇ ἐπιβουλῇ κἀκείνη συνέγνω :
τὸν δ ' οὐκ εἰδότ ' ὄλεθρον ἀνήγαγε καὶ κατέπεφνε δειπνίσσας , ὥς τίς τε κατέκτανε βοῦν ἐπὶ φάτνῃ .
6259007 ῥαδινους
βασταζόντων κιόνων , εὐμεγέθεις λέγων : Στησίχορος ἐπὶ τοῦ εὐτόνου ῥαδινοὺς δ ' ἐπέπεμπον ἄκοντας . παραβλήδην : ἀντὶ τοῦ
: τρυφερᾶς . Ἀνακρέων δὲ ἐπὶ τάχους ἔταξε τὸ ῥαδινόν ῥαδινοὺς πώλους : Ἴβυκος δὲ ἐπὶ τῶν τὸν οὐρανὸν βασταζόντων
6252067 ἐκτετελεσται
οὐδετέρως δὲ τὸ ἔπαθλον : οὗτος μὲν δὴ ἄεθλος ἀάατος ἐκτετέλεσται , ἐπὶ δὲ τῶν ἐπάθλων . ἀέθλια πός '
μελισταγέος νιφετοῖο : ὦ φίλοι , ἤδη μὲν κρύφιος λόχος ἐκτετέλεσται χερσὶ μὲν ἀνδρομέῃσιν , ἀτὰρ βουλῇσιν Ἀθήνης . ὑμεῖς
6248842 Πετρος
ἀναφορική . ἄλλος ἐπὶ τῶν ὁμοφυῶν , οἷον ἄλλος ὁ Πέτρος καὶ ἄλλος ὁ Παῦλος : ἄλλο ἐπὶ τῶν ἑτεροφυῶν
Πέτρος , ὁ δὲ λόγος ἐκ διαφόρων λέξεων σύγκειται οἷον Πέτρος ὀρθῶς γράφει . σύντομον δὲ αὐτὸν εἰπὼν διαστέλλει ἀπὸ
6248407 ὀτρυνε
, τέκος , εἰς ἔριν ἔλθῃς , ἀλλ ' ἑτέρους ὄτρυνε μετὰ σφίσι νείκεα βάλλειν . ῥηιδίη δ ' ὁδὸς
ἡ διπλῆ ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Ἕκτορα δὲ φρένα δῖος Ἄρης ὄτρυνε μετελθών . πόθεν δὲ οὕτως ὁ Ἄρης ἐξαίφνης πάρεστι
6246372 ἐντροπαλιζομενος
πυκταλεύω ” . . . . . . ἐντροπαλιζόμενος : ἐντροπαλιζόμενος : . . . ἐκ τοῦ τρέπω τροπῶ τροπίζω
ἐπήγαγεν ἐπὶ βρεχμόν τε καὶ ὤμους : καὶ πάλιν εἰπὼν ἐντροπαλιζόμενος ἔφη γόνυ γουνὸς ἀμείβων . οὕτω καὶ ὁ ῥήτωρ
6242013 χηραμου
τὸν σίδηρον ἐκ τοῦ τραύματος , καταρρεῖ πάλιν ἐκ τοῦ χηραμοῦ τὸ ξίφος ὅσον τῆς κώπης ἀνακουφίζεται τὸ μετέωρον καὶ
ὡς δ ' ὅτ ' ἐρημαῖοι , πεπτηότες ἔκτοθι πέτρης χηραμοῦ , ἀπτῆνες λιγέα κλάζουσι νεοσσοί , ἢ ὅτε καλὰ
6240242 κεκραγε
τὸν Ποσειδῶ , μαίνεθ ' , ὡς ἐμοὶ δοκεῖ : κέκραγε γοῦν παμμέγεθες . ἀστεῖον πάνυ εἰ τὰς λοπάδας ἐν
Ἥφαιστον , δικαίως ἀποθάνοιμ ' ἄν . Ἡράκλεις , ἡλίκον κέκραγε . τοῦτ ' ἦν : πῦρ βοᾶι : τὸ
6237603 βαλ
προσηύξησεν : ὡς καὶ Ὅμηρος : ἐπεὶ οὔ μιν ἀφαυρότατος βάλ ' Ἀχαιῶν : ἀλλὰ ἰσχυρότατος δηλονότι . διὰ τὸ
, αἶψ ' ἐπὶ Τυδεΐδῃ ἐτιταίνετο καμπύλα τόξα , καὶ βάλ ' ἐπαΐσσοντα τυχὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον θώρηκος γύαλον :
6231363 βρενθυομενος
δαιταλεῖς , μὴ καί τις αὐτῶν τὰ ἐκ Δυσκόλου Μενάνδρου βρενθυόμενος λαρυγγίσῃ τάδε : οὐδὲ εἷς μάγειρον ἀδικήσας ἀθῷος διέφυγεν
. ὁ σεμνὸς δὲ οὗτος ἀπό γε τοῦ σχήματος καὶ βρενθυόμενος , ὁ τὰς ὀφρῦς ἐπηρκώς , ὁ ἐπὶ τῶν
6224074 κυδαλιμοισι
Ἴσανδρον δέ οἱ υἱὸν Ἄρης ἆτος πολέμοιο μαρνάμενον Σολύμοισι κατέκτανε κυδαλίμοισι : τὴν δὲ χολωσαμένη χρυσήνιος Ἄρτεμις ἔκτα . Ἱππόλοχος
καὶ ἄμφω φάεα καλά . Αὐτόλυκος δ ' υἱοῖσιν ἐκέκλετο κυδαλίμοισι δεῖπνον ἐφοπλίσσαι : τοὶ δ ' ὀτρύνοντος ἄκουσαν .
6217835 φαεινῳ
πέμπε . . Σαρπηδὼν δ ' αὐτοῦ μὲν ἀπήμβροτε δουρὶ φαεινῷ δεύτερος ὁρμηθείς , ὁ δὲ Πήδασον οὔτασεν ἵππον :
φιλότητος ἕκητι . Βῆ δ ' ἴμεναι προτὶ ἄστυ , φαεινῷ ἀστέρι ἶσος , ὅν ῥά τε νηγατέῃσιν ἐεργόμεναι καλύβῃσιν
6217340 Διομηδες
Λυκίους πέμπτην φυλακὴν βάντας ἐγείρειν ἡμᾶς κλήρου κατὰ μοῖραν . Διόμηδες , οὐκ ἤκουσαςἢ κενὸς ψόφος στάζει δι ' ὤτων
, οἷον Δημοσθένης Δημοσθένους ὦ Δημόσθενες , Διομήδης Διομήδους ὦ Διόμηδες , Ἀριστοφάνης Ἀριστοφάνους ὦ Ἀριστόφανες , ὁ Πολυδεύκης τοῦ
6209233 ἰφθιμῳ
Μειδίου . καὶ Ὅμηρος ” κρατὶ δ ' ἐπ ' ἰφθίμῳ “ κυνέην θέτο . ” καὶ Αἰσχίνης κατὰ Τιμάρχου
' ἐθέλῃσθα , παρέσσεται εὔστοχος ἄγρη . Ἄλλοι δ ' ἰφθίμῳ τε βίῃ καὶ κάρτεϊ γυίων πειθόμενοι μέγαν ἆθλον ἐπ
6207966 κλισιαων
. . . . ἀμυνόμενοι σφῶν τ ' αὐτῶν καὶ κλισιάων : ἡ διπλῆ ὅτι λείπει ἡ ὑπέρ πρόθεσις .
τε λειμών , ὣς τῶν ἔθνεα πολλὰ νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων ἐς πεδίον προχέοντο Σκαμάνδριον : αὐτὰρ ὑπὸ χθὼν σμερδαλέον
6192468 τυψας
λαοῖς κατασχεῖν τὰς πύλας ἐπιτρέπει , καὶ τὸ πρόσωπον χερσὶ τύψας , ὁ δράκων , ἀφῆκε καπνὸν συμφορῶν ἐκ καρδίας
⌈ ἑαυτόν , [ σεαυτόν . / ] κόψας ] τύψας ἀττικῶς . κρημνός τις ἦν ἐν Ἀθήναις , ἐν
6189725 ἀμφιβροτην
, . Β . . ἂν δ ' ἕλετ ' ἀμφιβρότην πολυδαίδαλον ἀσπίδα θοῦριν : ἡ διπλῆ ὅτι ἀνδρομήκεις αἱ
, δηθάκι δ ' ἀχθόμενος βοάᾳ ἅ τις ἐμπελάδην φώς ἀμφιβρότην κώδειαν ἀπὸ ξιφέεσσιν ἀμηθείς , ἢ ἅτε κερνοφόρος ζάκορος
6186487 ἐπιηνδανε
. ” ὣς ἔφατ ' Ἀλκίνοος , τοῖσιν δ ' ἐπιήνδανε μῦθος . οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἶκόνδε ἕκαστος :
. ” ὣς ἔφατ ' Ἀμφίνομος , τοῖσιν δ ' ἐπιήνδανε μῦθος . ἐλθόντες δ ' ἐς δώματ ' Ὀδυσσῆος
6186234 ἠλλακται
. . . . ἐρύουσιν : ἡ διπλῆ ὅτι χρόνος ἤλλακται ἀντὶ τοῦ ἐρύσουσιν : καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ νευρὴν δ
μεταφορά . προβλέπω τῷ νῷ , ἀντὶ τοῦ προέβλεπον : ἤλλακται γὰρ ὁ χρόνος . καὶ πρὸς τὸ οὐδ '
6172861 φατι
Οὐ δεινά ; Θᾶσθε , τῶδε τᾶς ἀπιστίας : οὔ φατι τάνδε χοῖρον εἶμεν . Ἀλλὰ μάν , αἰ λῇς
τὰς ἀπιστίας . Γ τοῦδε ] τοῦ Δικαιοπόλιδος . οὔ φατι : οὐ λέγει . “ χοῖρον ” δὲ τὸ
6172228 Κανονιζων
οἷς σὺν θεῷ καὶ ἡ πρᾶξις . Τῷ Αἴαντι . Κανονίζων τὴν δοτικὴν ἀπὸ τῆς γενικῆς αὐτὴν κανονίζει λέγων ,
ἐν οἷς σὺν θεῷ ἡ πρᾶξις . Ὦ Αἶαν . Κανονίζων τὴν κλητικὴν ἀπὸ τῆς γενικῆς αὐτὴν κανονίζει λέγων ,
6171514 ἐρυσαντες
κορύσσεται . Ἀλλ ' ἄγε νῆας εἰς ἁλὸς οἶδμ ' ἐρύσαντες ἀναμνησώμεθα νόστου . Ὣς φάτ ' ἐελδομένοις , οἳ
κάλωας εἰπὼν τὴν αἰτιατικὴν τῶν πληθυντικῶν , οἷον , εὐναίας ἐρύσαντες ἀνεκρούσαντο κάλωας , ἐν τῷ τέλει τοῦ πρώτου λόγου
6169517 μειλινον
περικαλλέϊ φηγῷ : ἐκ δ ' ἄρα οἱ μηροῦ δόρυ μείλινον ὦσε θύραζε ἴφθιμος Πελάγων , ὅς οἱ φίλος ἦεν
, μεσσοπαγὲς δ ' ἄρ ' ἔθηκε κατ ' ὄχθης μείλινον ἔγχος . Πηλεΐδης δ ' ἄορ ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ
6169011 ἐπεφρασατ
αὐχένια καὶ τοὺς οἴακας ὄπισθεν . Ἀθανάτων : θεῶν . ἐπεφράσατ ' : ἐνόησεν . ἀνήρ : ἄνθρωπος . Τολμήεις
δέ μιν δόρυ μακρὸν ἑλκόμενον : τὸ μὲν οὔ τις ἐπεφράσατ ' οὐδὲ νόησε μηροῦ ἐξερύσαι δόρυ μείλινον ὄφρ '
6168552 διερος
: καὶ Ἰωνικῶς , μεταθέσει τοῦ α εἰς ε , διερός . Διαμπερὲς , παρὰ τῷ περάσαντι δι ' ὅλου
, ὡς μιαίνω μιαρός καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς ε διερός . γαμούς : γάμος παρὰ τὸ δαμῶ τὸ δαμάζω
6164324 βεβληκεν
ἀπηύρα : ὅτι οὗτος μὲν οὔτασεν , ὁ δὲ Εὔφορβος βέβληκεν . . ἀλλά με μοῖρ ' ὀλοὴ καὶ Λητοῦς
ὁρᾷς ; καὶ γνῶμ ' ἔχει . Τὸ γνῶμα γοῦν βέβληκεν ὡς οὖς ' ἑπτέτης . Χρόαν δὲ τὴν σὴν
6160677 κυδαινων
πρυμνόθεν ἀρτήσας . Κάλεεν δ ' ἐπὶ μόχθον ἱκάνειν πάντας κυδαίνων . Οἱ δ ' ἐσσυμένως ὑπάκουσαν : τεύχεα δ
κλῆρον : οὐσίαν . ἐφόρεις : ἔκλεπτες : ἀνήλισκες . κυδαίνων βασιλῆας : τιμῶν , δωροδοκῶν ἄρχοντας . * δωροφάγους
6154167 ἑλκεμεναι
μιν τρὶς μετόπισθε ποδῶν λάβε καὶ μέγ ' ἀύτει , ἑλκέμεναι μεμαώς , κεφαλὴν δέ ἑ θυμὸς ἀνώγει πῆξαι ἀνὰ
. οὐκ ἀΐεις , ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες , ἑλκέμεναι δὲ κέλονται ; ἐγὼ δ ' αἰσχύνομαι ἔμπης .
6151608 Διομηδεος
, παῖς πάϊς . τινὲς δὲ καὶ τὸ βέλεος καὶ Διομήδεος διαίρεσιν λέγουσιν . Συναλοιφή ἐστι δύο συλλαβῶν κατὰ τὰ
δὲ νῆες σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ ' Ἀχαιῶν μῦθον ἀγασσαμένοι Διομήδεος ἱπποδάμοιο . διαφέρει δὲ τῆς ἀναστροφῆς , ὅτι ἡ
6146343 δουπησεν
δόρυ πῆξεν ὤμων μεσσηγύς , διὰ δὲ στήθεσφιν ἔλασσε , δούπησεν δὲ πεσών : ὃ δ ' ἐπεύξατο δῖος Ὀδυσσεύς
: αὐτὰρ ὅ γε Κροίσμου στῆθος μέσον οὔτασε δουρί . δούπησεν δὲ πεσών : ὃ δ ' ἀπ ' ὤμων
6142782 μακων
, παραιτούμεθα δὲ ἐπὶ τούτων τὰ δριμύτερα τῶν φαρ - μάκων καὶ τὰ λιπαίνοντα , εἰς ἀνάμνησιν γὰρ ταῦτα ἄγει
στόμα λῇς , ἔφερον δέ τοι ἢ κρίνα λευκά ἢ μάκων ' ἁπαλὰν ἐρυθρὰ πλαταγώνι ' ἔχοισαν : ἀλλὰ τὰ
6138344 ἑστηκει
ἔστι τῆς καθ ' Ὅμηρον Ἰάδος τὰ τοιαῦτα . . ἑστήκει γὰρ ἐπὶ πρύμνῃ μεγακήτεϊ νηί : ἡ διπλῆ ὅτι
θ ' ἵπποισι καὶ ἅρμασι κολλητοῖσι : πὰρ δέ οἱ ἑστήκει Σθένελος Καπανήϊος υἱός . καὶ τὸν μὲν νείκεσσεν ἰδὼν
6136314 ἐφαν
πειρώμενοι παύειν τῆς ἀκολάστου γλώσσης ἐκεῖνον : οὐ καλῶς , ἔφαν , ποιεῖς , ὦ φιλόσοφε , ταῖς σαῖς διδασκαλίαις
παρηγορέων : οἱ δ ' ἔστυγον εἰσαΐοντες , οὐ γὰρ ἔφαν τεύξεσθαι ἐνηέος Αἰήταο κῶας ἄγειν κριοῖο μεμαότες : ὧδε
6134088 πινυτος
τὸ πεπνύω ὄνομα πνυτὸς , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι , πινυτός , ὁ διεγηγερμένος . καὶ γὰρ τὸ ἦτορ παρὰ
, ἀνάπνευσις . ἀπὸ δὲ τοῦ πνύω γίνεται πινύω , πινυτός , ὡς ἀφύω ἀφύσσω , πινύω πινύσσω . ἔνθεν
6128007 προϊει
' ἔπειτα Διὸς κούρῃ μεγάλοιο , αἶψα μάλ ' ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος καὶ βάλεν Εὐπείθεα κόρυθος διὰ χαλκοπαρῄου .
ἐν οἴδμασιν : ἡ δ ' ἐσιδοῦσα ἔσσυτο καὶ γενύων προΐει μένος , αἶψα δὲ σειρῇ ἐνσχόμενοι μίμνουσιν ἅτ '
6121514 ἐξελεξαντο
διὰ τὴν ἀρχὴν τῆς θαλάττης . ἔπειτα φωνὴν πᾶσαν ἀκούοντες ἐξελέξαντο τοῦτο μὲν ἐκ τῆς , τοῦτο δὲ ἐκ τῆς
ἀρχαῖς ἐγένοντο καὶ ἐξέτασιν ὅπλων ἐποιήσαντο , διαστήσαντες τοὺς λόχους ἐξελέξαντο τῶν τε ἐχθρῶν καὶ οἳ ἐδόκουν μάλιστα ξυμπρᾶξαι τὰ
6117898 θεριστην
νῦν οἱ θερισταὶ κατὰ Φρυγίαν ᾄδουσιν αὐτὸν ἐγκωμιάζοντες ὡς ἄριστον θεριστήν . εἶτα ἑξῆς ᾄδων ὁ Βάττος τὴν τοῦ Λιτυέρσου
ἀσιτίας καὶ λιμοῦ , τῶι πόθωι τῶι ἐκείνου . καὶ θεριστήν τις ἀετὸς ἐρρύσατο θανάτου , ἀνθ ' ὧν αὐτὸς
6106891 βεβιηκεν
τῶν κέν τις ἐποιχόμενος καλέσειεν : ἀλλὰ μάλα μεγάλη χρειὼ βεβίηκεν Ἀχαιούς . νῦν γὰρ δὴ πάντεσσιν ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται
μέγα φέρτατ ' Ἀχαιῶν μὴ νεμέσα : τοῖον γὰρ ἄχος βεβίηκεν Ἀχαιούς . οἳ μὲν γὰρ δὴ πάντες , ὅσοι
6105441 ἐϋξοον
ἐλάϊνον , εὖ ἐναρηρός : δῶκε δ ' ἔπειτα σκέπαρνον ἐΰξοον : ἦρχε δ ' ὁδοῖο νήσου ἐπ ' ἐσχατιήν
ἁπάντων . ἥ σφωϊν πρῶτον μὲν ἐπιπροΐηλε τράπεζαν καλὴν κυανόπεζαν ἐΰξοον , αὐτὰρ ἐπ ' αὐτῆς χάλκειον κάνεον , ἐπὶ
6104358 Σαρπηδοντος
τῇ κλίσει τοῦ ὀνόματος ἅλις κέχρηται ὁ ποιητής : “ Σαρπήδοντος ἑταῖρον Ὀϊκλῆα μεγάθυμον ” καὶ “ τεύχεα Σαρπήδοντος .
: “ Σαρπήδοντος ἑταῖρον Ὀϊκλῆα μεγάθυμον ” καὶ “ τεύχεα Σαρπήδοντος . ” Αἰολικὸν δὲ τὸ σχῆμα , ἀπὸ βαρυτόνου
6104018 ἐπηρμενως
” κοὐ κατεβλακευμένως ] οὐ ῥαθύμως , τρυφελῶς κατευλακευμένως ] ἐπηρμένως ὅπως δέ μοι ] λείπει “ ὁρᾶτε , σκοπεῖτε
καταγελῶν αὐτοῦ . ἢ τὸ σεμνόστομος ἀντὶ τοῦ κενοδόξως καὶ ἐπηρμένως εἰρημένος μῦθος , καὶ γέμων οἰήσεως . . .
6101591 ἐτυψεν
προειρημένον . . Τὸ οὖν κατὰ θηλείας λεγόμενον οὗτός με ἔτυψεν οὐχ ἁμάρτημα τοῦ λόγου : τὸ δέον γὰρ τοῦ
ἀίδηλος ἐδύσατο βένθεα πόντου : τὸν δ ' ἄχος αἰνὸν ἔτυψεν , ἐπεὶ πάρος οὐ μετιοῦσαν ἔδρακεν ἐξότε πρῶτα λίπεν
6095825 σμημα
τινα φέρειν ἀπονίψασθαι . δότω τις δεῦρ ' ὕδωρ καὶ σμῆμα . τράπεζα φυστημινεις ἀλλὰ μὴν δαίμονος ἀγαθοῦ μετάνιπτρον ,
τινα φέρειν ἀπονίψασθαι . δότω τις δεῦρ ' ὕδωρ καὶ σμῆμα . ἔτι δὲ καὶ εὐώδεσι τὰς χεῖρας κατεχρίοντο τὰς
6095353 ἐρητυσασκε
καὶ ἔξοχον ἄνδρα κιχείη , τὸν δ ' ἀγανοῖς ἐπέεσσιν ἐρητύσασκε παραστάς . πρὸς τὴν τάξιν τῶν ἑξῆς τὸ ἀντίσιγμα
βασιλῆα καὶ ἔξοχον ἄνδρα κιχείη τὸν δ ' ἀγανοῖς ἐπέεσσιν ἐρητύσασκε παραστάς : δαιμόνι ' οὔ σε ἔοικε κακὸν ὣς
6093545 ὀλεσσεν
ἀπέληγεν ἀνίης , καί νύ κε θυμὸν ἑῇσιν ὑπαὶ παλάμῃσιν ὄλεσσεν ἐσθλοῦ ἀδελφειοῖο νεοκμήτῳ ἐπὶ τύμβῳ , εἰ μὴ Νηλέος
: καί νύ κεν ἔνθ ' ὁ γέρων ἀπὸ θυμὸν ὄλεσσεν εἰ μὴ ἄρ ' ὀξὺ νόησε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης
6092617 χωομενος
ἀνδροφόνοιο θνήσκοντες πίπτωσι : σὺ δ ' ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις χωόμενος ὅ τ ' ἄριστον Ἀχαιῶν οὐδὲν ἔτισας . Ὣς
δέ μοι ἀπρήκτους ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ . ” ὣς φάτο χωόμενος , ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ , δάκρυ '
6090566 παλλεν
αἰθερίοιο φυὴν ἔχεν οἰωνοῖο , ἶσα δ ' ἐυξέστοις ὠκύπτερα πάλλεν ἐρετμοῖς . δηρὸν δ ' οὐ μετέπειτα πολύστονον ἄιον
ἔνι πηχύνουσα : Λαμπετίη δ ' ἐπὶ βουσὶν ὀρειχάλκοιο φαεινοῦ πάλλεν ὀπηδεύουσα καλαύροπα . τὰς δὲ καὶ αὐτοί βοσκομένας ποταμοῖο
6090084 Πατροκληος
: Αἴαντ ' Ἀργείων ἡγήτορε Μηριόνη τε νῦν τις ἐνηείης Πατροκλῆος δειλοῖο μνησάσθω : πᾶσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς
ἐπαΐσσων προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν : ἦλθε δ ' ἐπὶ ψυχὴ Πατροκλῆος δειλοῖο πάντ ' αὐτῷ μέγεθός τε καὶ ὄμματα κάλ
6089014 εἰληλουθει
ἔνδον ἐόντα , ὅς ῥα νέον πτολέμοιο „ μετὰ κλέος εἰληλούθει . ᾔτεε δὲ Πριάμοιο θυγατρῶν ” εἶδος ἀρίστην ,
Καβησόθεν ἔνδον ἐόντα , ὅς ῥα νέον πολέμοιο μετὰ κλέος εἰληλούθει , ᾔτεε δὲ Πριάμοιο θυγατρῶν εἶδος ἀρίστην Κασσάνδρην ἀνάεδνον
6087062 κταμεναι
τ ' ἔσχε καὶ ἀσπίδα πάντος ' ἐΐσην , τὸν κτάμεναι μεμαὼς ὅς τις τοῦ γ ' ἀντίος ἔλθοι σμερδαλέα
' ἄορ ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ Κίρκῃ ἐπήϊξα ὥς τε κτάμεναι μενεαίνων . ἡ δὲ μέγα ἰάχουσα ὑπέδραμε καὶ λάβε
6083836 διαπρυσιον
τὸ τρύγην ἔχειν : τρύγη δὲ ὁ πύρινος καρπός . διαπρύσιον διάτονον . διακριδόν ἐξ ἐπικρίσεως , διακεκριμένον . δι
' ἰσχανέτην , ὥς τε πρὼν ἰσχάνει ὕδωρ ὑλήεις πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς , ὅς τε καὶ ἰφθίμων ποταμῶν ἀλεγεινὰ ῥέεθρα
6080478 προτι
, τεύχεα σύλησας οἴσω προτὶ Ἴλιον ἱρήν , καὶ κρεμόω προτὶ νηὸν Ἀπόλλωνος ἑκάτοιο , τὸν δὲ νέκυν ἐπὶ νῆας
ἔολπα Διῒ φίλε φαίδιμ ' Ἀχιλλεῦ οἴσεσθαι μέγα κῦδος Ἀχαιοῖσι προτὶ νῆας Ἕκτορα δῃώσαντε μάχης ἄατόν περ ἐόντα . οὔ
6072684 ἀνεκρουσαντο
εἰπὼν τὴν αἰτιατικὴν τῶν πληθυντικῶν , οἷον , εὐναίας ἐρύσαντες ἀνεκρούσαντο κάλωας , ἐν τῷ τέλει τοῦ πρώτου λόγου :
διπλῆν ἄγκυραν εὑρηκέναι : πρεσβύτεροι γὰρ Ἀναχάρσιδος οἱ Ἀργοναῦται . ἀνεκρούσαντο κάλωας : διὰ τοῦ προηγουμένου τὸ ἐπακολουθοῦν δηλώσας ,
6071192 γλαφυρῃσιν
δίφρον δ ' ἀνόρουσε , καὶ ἡνιόχῳ ἐπέτελλε νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσιν ἐλαυνέμεν : ἤχθετο γὰρ κῆρ . Οἰώθη δ '
ἀπόφασιν , ἀποφαντικόν . ἔρως : ἀγάπη , ἐπιθυμία . γλαφυρῇσιν : βαθείαις , κοίλαις , ταῖς ήλαις . ὁλκάσιν
6070563 βαρειῃ
ἔπος μετεφώνεεν οὔτε τι τοῖον Αἰσονίδης , ἀλλ ' ἧστο βαρείῃ νειόθεν ἄτῃ θυμὸν ἔδων . Τελαμῶνα δ ' ἕλεν
δέ οἱ αἷμα κατέρρεεν ὀφθαλμοῖο . Ἀλλὰ καὶ ὧς Ἀκάμαντα βαρείῃ χειρὶ τυχήσας τύψε κατὰ κροτάφοιο , χαμαὶ δέ οἱ
6068610 μιμνετω
' ἐγκεῖσθαι καὶ διώκειν μή τις νῦν ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος μετόπισθεν μιμνέτω , ὥς κεν πλεῖστα φέρων ἐπὶ νῆας ἵκηται ,
ἥρωες Δαναοὶ θεράποντες Ἄρηος μή τις νῦν ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος μετόπισθε μιμνέτω ὥς κε πλεῖστα φέρων ἐπὶ νῆας ἵκηται , ἀλλ
6066276 Δυσκολου
εἰσελθεῖν , ἵνα φάγω μετὰ τοῦ στρουθίου τὰ ψιχίδια ; Δυσκόλου ταυλίζοντος κατεπέτασσέ τις ἀργὸς καθήμενος . ὁ δὲ θυμούμενος
, ἄνδρες δαιταλεῖς , μὴ καί τις αὐτῶν τὰ ἐκ Δυσκόλου Μενάνδρου βρενθυόμενος λαρυγγίσῃ τάδε : οὐδὲ εἷς μάγειρον ἀδικήσας
6064923 ἐπαινεσειε
ὅτι θέσεως ἄριστα εἴληχεν , ὡς καὶ πόλεως ἄν τις ἐπαινέσειε πρῶτον τὴν θέσιν . ἐν γὰρ τῷ μέσῳ τῆς
αὐτὴ δὲ ἐφ ' ἁρμαμάξης θεωμένη : ὃν δ ' ἐπαινέσειε , τούτῳ δῶρα ἀμέμπτως ἐδίδου , ὥστε λαμπρότατα τὸ
6064212 πηδησαι
: Αἰσχύλος δὲ Ἀχιλλέα σὺν τῆι πανοπλίαι φησὶν ὄπιθεν ὁρμήσαντα πηδῆσαι τὴν τάφρον μὴ δείξαντα τὰ νῶτα τοῖς ἐχθροῖς .
ἔστι καταβαίνοντα ὀροῦσαι , ὅ ἐστι πηδῆσαι , ἢ ἀνιόντα πηδῆσαι , διὰ τὸ μὴ ἔχειν βαθμούς . ὄρχος η
6064142 εἰδ
[ ] ! ! ! κατὰ ? ? ? πῦρ εἰδ ! [ [ ] ! αυτης ? ? Ἑλλ
[ ] ! ! ! κατὰ ? ? ? πῦρ εἰδ ! [ [ ] ! αυτης ? ? Ἑλλ
6058974 προσειποι
, πολλάκις ἂν στὰς ἀντίπους ταὐτὸν αὐτοῦ κάτω καὶ ἄνω προσείποι . τὸ μὲν γὰρ ὅλον , καθάπερ εἴρηται νυνδή
τοῦτο λέγει τὸ ὦ τί ἂν εἰπών σέ τις ὀρθῶς προσείποι ; καὶ μὴν εἰ τὸ κωλῦσαι τὴν τῶν Ἑλλήνων
6056374 ἐϋκνημιδας
ἐμὲ χεῖρα προσηύδα : ὦ γύναι , οὐ γὰρ ὀΐω ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς ἐκ Τροίης εὖ πάντας ἀπήμονας ἀπονέεσθαι : καὶ
χειρὶ παχείῃ . τὴν μὲν ἔπειθ ' ἥρως μετ ' ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς ῥῖψ ' ἐπιδινήσας , κόμισαν δ ' ἐρίηρες
6056319 βλοσυροισι
. τοῖος ἄρ ' Αἴας ὦρτο πελώριος ἕρκος Ἀχαιῶν μειδιόων βλοσυροῖσι προσώπασι : νέρθε δὲ ποσσὶν ἤϊε μακρὰ βιβάς ,
' : οἳ δ ' αὐχένας ἐξεριπόντες κείατο τεθνηῶτες ὑπὸ βλοσυροῖσι λέουσιν : τοὶ δ ' ἔτι μᾶλλον ἐγειρέσθην κοτέοντε
6053645 ἀιδρις
, δύστηνε , δι ' ἀκρίας ἔρχεαι οἶος , χώρου ἄιδρις ἐών ; Ταῦτα πρὸς αὑτὸν ἐλάλησεν Ὀδυσσεὺς μετανοοῦντι λογισμῷ
ἰῷ ἀπὸ νευρῆς , αὐτὸς δ ' ἀπαλήσεται ἄλλῃ χώρου ἄιδρις ἐών : οἳ δ ' ὀτραλέως ἐνόησαν , ἐσσυμένως
6049235 μαρψας
αἱ φαρμακίδες εἰς φίλτρα × . ὁμοίως τὸ ἐν βρόχοις μάρψας ἀφύκτοις : οἱ γὰρ ἐρῶντες δίκην δεσμοῦ ἕλκονται πρὸς
ἔργα , σὺν δ ' ὅ γε δὴ αὖτε δύω μάρψας ὁπλίσσατο δεῖπνον . δειπνήσας δ ' ἄντρου ἐξήλασε πίονα
6048104 εἰρυσε
πῆμα τέτυξαι . Ὣς εἰπὼν νευρὴν μὲν ἐύστροφον ἀγχόθι μαζοῦ εἴρυσε , κυκλώθη δὲ κέρας , καὶ ἀμείλιχος ἰὸς ἰθύνθη
ἀτέλεστον ἀμοχθήτων ἀπὸ γυίων , εὖ διαβὰς σθένος ὦρσε καὶ εἴρυσε πῶλον ἀνάγκηι . Καὶ σέβας ἀρχεγόνοιο φαείνεται Ὠκεανοῖο ,
6047401 λαιμων
: ἀλλ ' ἄσπετον χέασα παμμιγῆ βοὴν δαφνηφάγων φοίβαζεν ἐκ λαιμῶν ὄπα , Σφιγγὸς κελαινῆς γῆρυν ἐκμιμουμένη . τῶν ἅσσα
Λιβυσσᾶν γένος . ἴτω δίκα φανερός , ἴτω ξιφηφόρος φονεύουσα λαιμῶν διαμπὰξ τὸν ἄθεον ἄνομον ἄδικον Ἐχίονος γόνον γηγενῆ :
6045757 τιτυσκομενος
οἷον τῇ ἑαυτοῦ βίᾳ πεισθείς . ὅτε δέ φησι “ τιτυσκόμενος κεφαλῆφιν , ” γενική : θέλει γὰρ εἰπεῖν καταστοχαζόμενος
αὐτὰρ ὅγ ' ἐν θυμῷ κεχολωμένος ἵετο πρόσσω , χερσὶ τιτυσκόμενος . τοῦ δ ' ἄκρον τύψε γένειον Τυνδαρίδης ἐπιόντος
6044577 λωπην
' ἑτέρηφι βέλεμνα χειρὶ προεσχεθόμην καὶ ἀπ ' ὤμων δίπλακα λώπην , τῇ δ ' ἑτέρῃ ῥόπαλον κόρσης ὕπερ αὖον
μέλαιναν καὶ διπλῆν χλανίδα σὺν αὐταῖς ταῖς περόναις ἀπέβαλεν . λώπην δὲ τὴν διφθέραν . καλαύροπα δὲ ποιμενικὴν ῥάβδον .
6044177 νυξε
τὸν μὲν ἄρ ' Ἀτρεΐδης δουρικλειτὸς Μενέλαος ἑσταότ ' ἔγχεϊ νύξε κατὰ κληῗδα τυχήσας : Ἀντίλοχος δὲ Μύδωνα βάλ '
ἀχλύς . Ἰδομενεὺς δ ' Ἐρύμαντα κατὰ στόμα νηλέϊ χαλκῷ νύξε : τὸ δ ' ἀντικρὺ δόρυ χάλκεον ἐξεπέρησε νέρθεν

Back