, λέγοντες τὰ οὐνόματα ἕκαστος . παρεστεὼς δὲ ἄλλος ἄνω ἀγγέλλει : ὁ δὲ δεξάμενος τοὔνομα εὐχωλὴν ἐς ἕκαστον ποιέεται
τῆς Ἀσίας ἐβοήθει : ὄντι δ ' αὐτῷ ἐν Ἀμφιπόλει ἀγγέλλει Δερκυλίδας ὅτι νικῷέν τε αὖ Λακεδαιμόνιοι , καὶ αὐτῶν
7163868 ἀστραβη
καὶ Πίνδαρος λέγει τίς γὰρ Ἕκτορ ' ἔσφαλε Τροίας ἄμαχον ἀστραβῆ κίονα ; ὦ δαῖμον , οἷον κίον ' ἀιστώσεις
ἅμα μάλιστα δ ' ἐκ τῶν θυρωμάτων ἐξαιροῦσιν , ὅπως ἀστραβῆ ᾖ : καὶ διὰ τοῦτο σχίζουσιν . Ἄτοπον δ
6963177 βριθοσυνῃ
δῖον ἐμμεμαυῖα θεά : μέγα δ ' ἔβραχε φήγινος ἄξων βριθοσύνῃ : δεινὴν γὰρ ἄγεν θεὸν ἄνδρά τ ' ἄριστον
' ἀπ ' ἀμφοτέρους θαιρούς : πέσε δὲ λίθος εἴσω βριθοσύνῃ , μέγα δ ' ἀμφὶ πύλαι μύκον , οὐδ
6943650 Ἐλεγετο
ἡ Θεσσαλία ἐκαλεῖτο . Καὶ ἄλλας δὲ ἔσχεν ὀνομασίας . Ἐλέγετο δὲ καὶ Πυῤῥοδία ἀπὸ Πύῤῥας τῆς Δευκαλίωνος , [
οὐδὲν κωλύει καὶ αὖ τὰ τῶν ἄλλων ποιοῦντας σωφρονεῖν ; Ἐλέγετο γάρ , ἔφη : ἀλλὰ τί τοῦτο ; Οὐδέν
6940611 ἀναντα
, ἐκ δ ' ἐγκέφαλος , καὶ πολλὰ δ ' ἄναντα , κάταντα : μεμίμηται γὰρ τῇ κακοφωνίᾳ τὴν ἀνωμαλίαν
δ ' ἄθλιος τὰ μὲν παραδραμών , τὰ δὲ βάδην ἄναντα πολλὰ καὶ κάταντα τοιαύτη γάρ , ὡς οἶσθα ,
6923425 ὑστατα
αὖθις τὰ ἄκρα τῶν ὀστέων , ὥσπερ δενδρέου τὰ ἀκρότατα ὕστατα ὀζοῦται : οὕτω καὶ τοῦ παιδίου διίστανται ἀπ '
αὐτῆς . ἀρκέσει δ ' ἐπιζεύξασιν εὐθεῖαν γραμμὴν ἐπὶ τὰ ὕστατα σημεῖα τοῦ ἑκατέρωθεν παράπλου τὸ πᾶν ἐκπληρῶσαι σχῆμα τῆς
6920158 ὠκυποδεσσιν
ῥαθάμιγγες ἔβαλλον , ἅρματα δὲ χρυσῷ πεπυκασμένα κασσιτέρῳ τε ἵπποις ὠκυπόδεσσιν ἐπέτρεχον : οὐδέ τι πολλὴ γίγνετ ' ἐπισσώτρων ἁρματροχιὴ
' ἀσπίδα θέσθω , εὖ δέ τις ἵπποισιν δεῖπνον δότω ὠκυπόδεσσιν , εὖ δέ τις ἅρματος ἀμφὶς ἰδὼν πολέμοιο μεδέσθω
6911837 εἰλιποδεσσι
ἔστι τις Ἑλλοπίη πολυλήϊος ἠδ ' εὐλείμων ἀφνειὴ μήλοισι καὶ εἰλιπόδεσσι βόεσσιν : ἐν δ ' ἄνδρες ναίουσι πολύρρηνες πολυβοῦται
. ἠΰτε ταῦρον ἔπεφνε λέων ἀγέληφι μετελθὼν αἴθωνα μεγάθυμον ἐν εἰλιπόδεσσι βόεσσι , ὤλετό τε στενάχων ὑπὸ γαμφηλῇσι λέοντος ,
6911676 ὀψιγονων
οἴσους ' ἐπὶ τὸν Ἴστρον , Ὄφρα τις ἐρρίγῃσι καὶ ὀψιγόνων ἀνθρώπων ξεινοδόχον κακὰ ῥέξαι , ὅ κεν φιλότητα παράσχῃ
τε μέγαν τε ἄλκιμος ἔσς ' ἵνα τίς σε καὶ ὀψιγόνων εὖ εἴπῃ . † ) καὶ παρὰ Ἀριστοφάνει προηθετοῦντο
6846947 ἠριπεν
χαλκὸν ἔλασσεν . ἤριπε δ ' ὡς ὅτε τις δρῦς ἤριπεν ἢ ἀχερωῒς ἠὲ πίτυς βλωθρή , τήν τ '
? νόον εἰσέτι Μοῖρα [ ] ω θ ' ὅθεν ἤριπεν Ἕκτωρ [ Πολυξείνης ] ὑμεναίους [ ] ἐάσομεν ,
6804985 καλλιπον
μὲν Σαΐων τις ἀγάλλεται , ἣν παρὰ θάμνῳ ἔντος ἀμώμητον κάλλιπον οὐκ ἐθέλων , αὐτὸς δ ' ἐξέφυγον θανάτου τέλος
μὲν Σαΐων τις ἀγάλλεται , ἣν παρὰ θάμνῳ ἔντος ἀμώμητον κάλλιπον οὐκ ἐθέλων . καὶ πάλιν Ἀθῆναι μέν εἰσι τῆς
6804072 εἰπεσκε
ὅ οἱ φόνος υἷϊ τέτυκται . ” ὣς ἄρα τις εἴπεσκε , τὰ δ ' οὐκ ἴσαν , ὡς ἐτέτυκτο
' ἐλθόντα μετεωρίζοντες ἔβαλλον πολλοῖσι λίθοισι , καὶ ὧδέ τις εἴπεσκε παραστάς : ὦ πάντων ἀνδρῶν βδελυρώτατε , τίς ς
6790075 κερτομος
πρώϊμος ὠφέλιμος ἄλκιμος . Τὰ εἰς ΟΜΟΣ ὑπερδισύλλαβα προπαροξύνεται : κέρτομος ἄνδρομος ἕβδομος Θέομος : πλὴν τοῦ καρατόμος ἀγριονόμος ἀπὸ
, ὅ ἐστι τὴν ψυχήν , τῶν ἀκουόντων . καὶ κέρτομος ὁ παραλογιστής . τὰν γὰρ ἀοιδάν : παροιμία ἐπὶ
6787163 Λατοϊδα
, ἅς ποθ ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν θεμιπˈλέκτοις ἁμᾶ Λατοΐδα στεφάνοις ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος . Ζεῦ πάτερ ,
υἱὸν τάδε Μώσαι κροκόπεπλοι ἦρα τὸν Φοῖβον ὄνειρον εἶδον ἐμὲ Λατοΐδα τέο † δ ' αχοσχορον † πρόσθ ' Ἀπόλλωνος
6784792 καλεει
. πρὸς ὃν Οὐλπιανὸς ἔφη : ὄρς ' Ἀσκληπιάδη , καλέει κρείων σε Χαρωνεύς . οὐ γὰρ κακῶς τινι τῶν
' ἱσταμένη προσέφη πόδας ὠκέα Ἶρις : ὄρσο Θέτι : καλέει Ζεὺς ἄφθιτα μήδεα εἰδώς . τὴν δ ' ἠμείβετ
6779568 ἡγεμονευεν
ὅπου , ὡς τὸ ἔνθα κατεπλέομεν , καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν . τὸ ἐν τούτῳ ἢ ἐκείνῳ τόπῳ , ὡς
τε καὶ ἀργινόεντα Κάμειρον . τῶν μὲν Τληπόλεμος δουρὶ κλυτὸς ἡγεμόνευεν , ὃν τέκεν Ἀστυόχεια βίῃ Ἡρακληείῃ , τὴν ἄγετ
6776188 λαινον
' ἀγορεῦσαι : πάντῃ γὰρ περὶ τεῖχος ὀρώρει θεσπιδαὲς πῦρ λάινον . Ἀργεῖοι δὲ , καὶ ἀχνύμενοί περ , ἀνάγκῃ
ἵκηται , πήγνυται ἀμφὶ ῥέεθρα , πέλει δ ' ἄρα λάινον οὖδας . Ἀλκαίῳ δ ' ἐπόρουσε Μέγης Φυλήιος υἱός
6768907 ἐσχεθε
κυδαλίμοιο οὔτασεν , οὐδὲ διὰ πρὸ δυνήσατο χαλκὸν ἐλάσσαι : ἔσχεθε γὰρ σάκος εὐρύ , κατεκλάσθη δ ' ἐνὶ καυλῷ
δὲ δυσμενέων ἀνδρῶν ἔτρεψε φάλαγγας τρηχείας : σπουδῆι δ ' ἔσχεθε κῦμα μάχης , αὐτὸς δ ' ἐν προμάχοισι πεσὼν
6761400 θαρσαλεος
σὺ μὲν μάλα πάγχυ μέγ ' εὔχεαι , οὕνεκα θυμὸς θαρσαλέος νέου ἀνδρὸς ἐλαφρότερόν τε νόημα : τῶ ῥα καὶ
. αὐτὸς δ ' ὑφ ' ἑὸν σάκος ἕζετο λάθρῃ θαρσαλέος : Κόλχοι δὲ μέγ ' ἴαχον , ὡς ὅτε
6750898 δυνατο
ἀΐοντι : ὠρίνθη δέ οἱ ἦτορ ὅ τ ' οὐ δύνατο προσαμῦναι . χειρὶ δ ' ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα :
Ὀδυσεὺς δύνατο σφῆλαι οὔδει τε πελάσσαι , οὔτ ' Αἴας δύνατο , κρατερὴ δ ' ἔχεν ἲς Ὀδυσῆος . ἀλλ
6749312 αὐσταλεος
. ” Ἦ , καὶ ἀναΐξας ἑτάρους ἐπὶ μακρὸν ἀύτει αὐσταλέος κονίῃσι , λέων ὣς ὅς ῥά τ ' ἀν
, αὐτοῦ δ ' ἐν προμολῇ τετρυμένα γούνατ ' ἔκαμψεν αὐσταλέος κονίῃσι , περιτριβέας δέ τε χεῖρας εἰσορόων κακὰ πολλὰ
6743422 ψολοεντι
βόας κατέπεφνον ἑταῖροι : ἠδ ' ὡς νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κεραυνῷ Ζεὺς ὑψιβρεμέτης , ἀπὸ δ ' ἔφθιθεν ἐσθλοὶ
θεῶν τε χώσατ ' , ἀπ ' Οὐλύμπου δὲ βαλὼν ψολόεντι κεραυνῷ ἔκτανε Λητοΐδην † φίλον † σὺν θυμὸν ὀρίνων
6738997 ἐρυκε
, εἰ μὴ ἄρ ' ἀντίθεος Πελίης ἀέκοντά μ ' ἔρυκε . Νῦν δέ με γῆρας ἔπεισι πολύστονον : ἀλλ
δὴ δηρὸν ἐγὼ πολέμοιο πέπαυμαι : μὴ δέ μ ' ἔρυκε μάχης φιλέουσά περ : οὐδέ με πείσεις . Τὸν
6728923 θημωνα
τὰ ἄχυρα , “ ὡς δ ' ἄνεμος ζαὴς ἠΐων θημῶνα τινάξει : ” ὁτὲ δὲ τὰ τῶν ἀνθρώπων ἐφόδια
δ ' αὐτόν . ὡς δ ' ἄνεμος ζαὴς ᾔων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων , τὰ μὲν ἄρ τε διεσκέδας '
6721777 προσεφωνεεν
ἠρήσαντο παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι . ἡ δ ' αὖ Τηλέμαχον προσεφώνεεν , ὃν φίλον υἱόν : “ Τηλέμαχ ' ,
' ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο , αἶψα δ ' ἑὸν πατέρα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα : “ ἴσχεο , μηδέ τι τοῦτον
6712170 μορφωσας
ἐφράσατ ' : οὐδ ' ἐνόησεν ἅπαντ ' ὀνομαστὶ καλέσσαι μορφώσας : οὐ γάρ κ ' ἐδυνήσατο πάντων οἰόθι κεκριμένων
οὐκ ὄντων ἀνθρώπων τέως ἐννοήσας αὐτοὺς ἀνέπλασεν , τοιαῦτα ζῷα μορφώσας καὶ διακοσμήσας ὡς εὐκίνητά τε εἴη καὶ ὀφθῆναι χαρίεντα
6706391 ζαης
. λύης λύεντος , ἀπὸ τοῦ λυήεις . καὶ τὸ ζαής ὡς σύνθετον ὀξύνεται . Τὰ εἰς ΒΗΣ δισύλλαβα παραληγόμενα
κορεσθῶμεν : “ ἐπεί κ ' ἐῶμεν πολέμοιο . ” ζαής μεγαλόπνους : “ ὡς δ ' ἄνεμος ζαὴς νέφεα
6696852 τινασσετο
παράμειβον : ὑπὸ πνοιῇ δὲ κάλωες ὅπλα τε νήια πάντα τινάσσετο νισσομένοισιν . ἠῶθεν δ ' , ἀνέμοιο διὰ κνέφας
βλοσυρῇσιν ὑπ ' ὀφρύσιν , ἀμφὶ δὲ πήληξ σμερδαλέον κροτάφοισι τινάσσετο μαρναμένοιο Ἕκτορος : αὐτὸς γάρ οἱ ἀπ ' αἰθέρος
6692651 Ἐννοσιγαιου
: ἐν δὲ πύλῃσι πέσον μεμαῶτες ἐρύσσαι ἔργον ἀπειρέσιον κρατερόφρονος Ἐννοσιγαίου . Τρῶες δ ' οὐ λήθοντο μάχης μάλα περ
τοιοῦτον . τέρας : σημεῖον . Ἐννοσιγαίῳ : ὑπὸ τοῦ Ἐννοσιγαίου : ἀντίπτωσις . Τίκτεσθαι : γίνεσθαι , γεννᾶσθαι .
6687406 τρηχυ
: ἄκρος , ὑψηλός , ἰσχυρός ὑψηλός * τρηχύν : τρηχύ . * πρηών : ἔξοχον ἐξοχή * ἐέργει :
τὸ δέρμα μαλθαζούϲηϲ : ξηρὸν δὲ τόδε καὶ ῥυϲὸν καὶ τρηχύ , [ καὶ ] ἐπὶ δὲ μᾶλλον ἐν τοῖϲι
6687103 περιβρεμεται
διὰ τὸ μέλος εὐφραῖνον . καὶ ἐν τοῖς ἑξῆς οὗ περιβρέμεται Θρηϊκία χελιδών . Θ . . . 〚 ἃ
τε σκολιή τε καὶ ἄσχετος , ἧχι θάλασσα συρομένη μακρῇσι περιβρέμεται σπιλάδεσσιν , Ἀονίῳ τμηθεῖσα πολυγλώχινι σιδήρῳ . πρὸς δὲ
6685836 ὑψικαρηνον
: [ ὡς ] στέφος ? ? ? ? [ ὑψικάρηνον ] ? ? [ ] ? ? ? ?
ἀστράπτουσι [ τεῆς ] περικαλλέος μορφῆς [ ὡς στέφος ] ὑψικάρηνον [ ] ? ! λαυτακαταφ ? ! ! ?
6676014 σμερδαλεη
, χεῖρες χερσὶ βροτῶν ἴκελαι , πόδες αὖτε πόδεσσι , σμερδαλέη βρυχή , δολερὸν κέαρ , ἄγριον ἦτορ , καὶ
δύσετο πάντα θυμὸν ἀδελφειοῖο χολούμενος : ἐν δέ οἱ ἀλκὴ σμερδαλέη στέρνοισιν ἀέξετο μαιμώωντι ἐς πόλεμον στονόεντα , μέλαν δέ
6659232 ἀελιω
δὲ φίλημ ' ἁβροσύναν , καί μοι τὸ λαμπρὸν ἔρος ἀελίω καὶ τὸ καλὸν λέλογχε , φανερὸν ποιοῦσα πᾶσιν ὡς
! ! ] ' Ἀχέροντα μεγ ? [ ζάβαις [ ἀελίω ] κόθαρον φάος [ ὄψεσθ ' , ἀλλ '
6648548 ἀθρησειε
ἔμπαλιν ὄμματ ' ἔνεικε , καλυψαμένη ὀθόνῃσιν , μὴ φόνον ἀθρήσειε κασιγνήτοιο τυπέντος : τὸν δ ' ὅγε , βουτύπος
φρένες ἐντός . ἤτοι ὅτ ' ἐς πεδίον τὸ Τρωϊκὸν ἀθρήσειε , θαύμαζεν πυρὰ πολλὰ τὰ καίετο Ἰλιόθι πρὸ αὐλῶν
6647178 δειμαινω
πη ἐπ ' ἀλατείᾳ ἐγκύρσωντί τοι τοὶ τήνω φίλοι , δειμαίνω μή τι δεινὸν πάθῃς . Καὶ οὗτος μὲν ὧδε
συμφορὰς ἐκτήσατο . ὦ γέρον , ἐγώ τοι πρὸς σὲ δειμαίνω λέγειν [ ὅπου σε μέλλω σήν τε λυπήσειν φρένα
6639841 Ἀχαϊκος
ὅτι πρὸς τὸ δεύτερον πρῶτον : ὁ γὰρ Ταλθύβιός ἐστιν Ἀχαϊκός . . . . νὺξ δ ' ἤδη τελέθει
] πέμπουσιν δέ με δισσοί τ ' Ἀτρεῖδαι καὶ λεὼς Ἀχαϊκός . τάχα οὖν αὐτὴν ἄφοβον καθιστὰς ἐν προοιμίοις οὐ
6637319 θηρητηρ
εὖτε λέοντος ἀγρόται ἐν ξυλόχοισι τεθηπότες , ὅν τε βάλῃσι θηρητήρ , ὃ δ ' ἄρ ' οὔ τι πεπαρμένος
αἰγονόμοις χαίρων ἀνὰ πίδακας ἠδέ τε βούταις , εὔσκοπε , θηρητήρ , Ἠχοῦς φίλε , σύγχορε νυμφῶν , παντοφυής ,
6631344 παραδειξας
δή ἐν τοῖς στρατηγικοῖσιν ἐξετάζεται μαθήμασιν . τίς δή τι παραδείξας ἐμοί τὰ δέοντ ' ἀπελθὼν αὐτὸς ἡσυχίαν ἄγε .
φόβος δὲ αὐτὸν οὗτος εὐπαιδίας ἐδίδαξε τέχνην . καὶ εἰκόνας παραδείξας εὐπρεπεῖς εἰς αὐτὰς βλέπειν εἴθισε τὴν γυναῖκα : καὶ
6620214 προσειποι
, πολλάκις ἂν στὰς ἀντίπους ταὐτὸν αὐτοῦ κάτω καὶ ἄνω προσείποι . τὸ μὲν γὰρ ὅλον , καθάπερ εἴρηται νυνδή
τοῦτο λέγει τὸ ὦ τί ἂν εἰπών σέ τις ὀρθῶς προσείποι ; καὶ μὴν εἰ τὸ κωλῦσαι τὴν τῶν Ἑλλήνων
6620105 ἀηθεα
γέννηι τε κρήσει τε καὶ εἴδεσιν ἐκμάκτοισι , πάντηι συγγίνεσθαι ἀήθεα καὶ μάλα λυγρά Νείκεος ἐννεσίηισιν , ὅτι σφίσι γένναν
μοι , κελάδοντος ἀπορνύμεναι ποταμοῖο , ἐξ ὀρέων πόθεν ἦλθεν ἀήθεα πόντον ἐλαύνων ἀγνώσσων ἁλὸς ἔργα ; τί δὲ χρέος
6618505 σιδηρομητορα
τὰ ἐκ πετρῶν ἐστεγασμένα , ἐλθεῖν εἰς τὴν γῆν τὴν σιδηρομήτορα , τὴν γεννῶσαν τὸν σίδηρον . λέγει δὲ τὴν
αὐτόκτιστα ἄντρα καὶ πετρηρεφῆ , ἐλθεῖν εἰς τὴν γῆν τὴν σιδηρομήτορα ; λέγει δὲ τὴν Σκυθίαν : οἱ γὰρ Χάλυβες
6615156 λυσεν
[ ! ] ! νει ? [ ] [ ] λυσεν συ ? ? [ ] [ αληθως ] μετ
[ ! ] ! νει ? [ ] [ ] λυσεν συ ? ? [ ] [ αληθως ] μετ
6611768 κἠγων
' αὐταῖς ὑπακούσω . δῆλον ὅτ ' ἐν τᾷ γᾷ κἠγών τις φαίνομαι ἦμεν . Οὕτω τοι Πολύφαμος ἐποίμαινεν τὸν
, ἁδὺ δὲ χἀ σῦριγξ χὠ βουκόλος , ἁδὺ δὲ κἠγών . ἔστι δέ μοι παρ ' ὕδωρ ψυχρὸν στιβάς
6611608 βεβιηκεν
τῶν κέν τις ἐποιχόμενος καλέσειεν : ἀλλὰ μάλα μεγάλη χρειὼ βεβίηκεν Ἀχαιούς . νῦν γὰρ δὴ πάντεσσιν ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται
μέγα φέρτατ ' Ἀχαιῶν μὴ νεμέσα : τοῖον γὰρ ἄχος βεβίηκεν Ἀχαιούς . οἳ μὲν γὰρ δὴ πάντες , ὅσοι
6601667 πασᾳ
ἵζοι κρατὸς ἀτερπής : εὐμενὴς δ ' ὁ Λύκειος ἔστω πάσᾳ νεολαίᾳ . καρποτελῆ δέ τοι Ζεὺς ἐπικραινέτω φέρματι γᾶν
. δ ' ] γὰρ . ἁμάρτια ] ἁμαρτήματα . πάσᾳ ] η . γᾷ ] η . τᾷδε ]
6598825 πορσυνε
οἷον κατὰ μνήμην ἔχε καὶ τίμα . διὰ γὰρ τοῦ πόρσυνε καὶ τόδε ἀκουστέον . ἐκείνου δὲ τοῦ ἔπους μέμνηται
Πότμον : μοῖραν . ἕτερος : ἕτερος δ ' ἑτέρῳ πόρσυνε καὶ ηὐτρέπισεν ἑαυτὸν ἐδωδὴν , τουτέστι τρώγεται ὑπ '
6598481 ἐπιωγαι
: τῶν ἰχθύων , στενοχωροῦνται . ἠϊόνων : αἰγιαλῶν . ἐπιωγαί : καταδύσεις , καὶ διανοίξεις . Εἱλουμένων : συστρεφομένων
καὶ εὐΰδροις ποταμοῖσιν ἀρδόμενος , μαλακαὶ δὲ πολυψάμαθοί τ ' ἐπιωγαί : ἐν δέ οἱ εὐφυέες τε νομαὶ καὶ ἀκύμονες
6597596 εὐανθει
. πολλῶν ταμίας ἐσσί : πολλοὶ μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί . εὐανθεῖ δ ' ἐν ὀργᾷ παρμένων , εἴπερ τι φιλεῖς
τὸ ἀκριβὲς καὶ τὸ ἀληθὲς ἔαρος ὄψει καὶ λειμῶνι δὲ εὐανθεῖ καλῶς ἂν ἔχοι παραβαλεῖν : πλὴν παρ ' ὅσον
6597347 φηγινος
φηγός ἡ δρῦς , καὶ φήγινος ὁ δρύϊνος : “ φήγινος ἄξων . ” ὁ δὲ Ἀπίων ἐτυμολογῶν παρὰ τὸ
ἐξ Ἰλιάδος ἐκεῖνα , παρατρέψαντα ὀλίγον μέγα δ ' ἔβραχε φήγινος ἄξων βριθοσύνῃ : δεινὸν γὰρ ἄγεν βροτὸν ἄνδρα τ
6597043 ἀμφιβοητον
, ἀδίκων [ ] κρίσιν , ἀλλὰ θέμιστας . ζωγράφον ἀμφιβόητον ἐπίγνοον εἰκόνα πῆξαι ἀτρεκέως ποθέω πολυήρατον εἶδος ὑφαίνειν ,
ἀρεταῖς ἅμα εἰκόνι καὶ σέο νύμφης . ζωγράφον [ ] ἀμφιβόητον ? [ ] ἐπίπνοον εἰκόνα πῆξαι ἀτρεκέως ποθέω πολυήρατον
6595862 λευγαλεῃσιν
' ἄρά σφισι θάμβος ἐπήλυθεν , εὖτ ' ἐσίδοντο ἀνέρα λευγαλέῃσιν ἐπιστενάχοντ ' ὀδύνῃσι κεκλιμένον στυφελοῖο κατ ' οὔδεος .
' ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσας , ὡς ἴδε δυσμενέων ὑπὸ χείρεσι λευγαλέῃσιν αἰθόμενον πτολίεθρον ἀπολλυμένους θ ' ἅμα λαοὺς πανσυδίῃ καὶ
6592989 ὀβριμα
οὖν ὡς ἐγχωρίαν θεὸν ἐπικαλεῖται αὐτὴν ὁ εὐνοῦχος : ὀβρίμα ὀβρίμα : ὀβρίμαν αὐτήν φησιν , ἐπεὶ λέουσιν ὀχεῖται :
τοὐπὶ τῶιδε συμφορᾶς ἐγίγνετο ; Ἰδαία μᾶτερ μᾶτερ , ὀβρίμα ὀβρίμα Ἀνταία , φονίων παθέων ἀνόμων τε κακῶν ἅπερ ἔδρακον
6590692 τανυσσας
πένθος ἀποκταμένου ἑτάροιο , καὶ βάλεν ὠκὺν ὀιστὸν Ἀγήνορος ἄντα τανύσσας : ἀλλά οἱ οὔ τι τύχησεν ἀλευαμένου μάλα τυτθόν
νομῆες . ὦκα δ ' ὑπὸ φλιὴν προδόμῳ ἔνι τόξα τανύσσας , ἰοδόκης ἀβλῆτα πολύστονον ἐξέλετ ' ἰόν . ἐκ
6581469 ἐβραχε
Πήδασον οὔτασεν ἵππον ἔγχεϊ δεξιὸν ὦμον : ὃ δ ' ἔβραχε θυμὸν ἀΐσθων , κὰδ δ ' ἔπες ' ἐν
οἱ ποιηταὶ τὸ χνοιαί . παρὰ τὸ μέγα δ ' ἔβραχε φήγινος ἄξων . χνόαι δὲ τὰ ἀκραξόνια , περὶ
6581278 ἠγγειλεν
πλὴν εἰ τέθνηκεν . οὔκουν ἔδωκεν , ὡς ἥκων Εὐτρόπιος ἤγγειλεν ἀλγεῖν αὐτῷ τὸν θεῖον λέγων ὡς οὐ λαβόντα ἐπιστολὴν
δόγμα , καὶ ἐγεγόνειν ῥᾴων . ἔπειτ ' ἄλλος τις ἤγγειλεν ὅμοια καὶ τρίτος καὶ μυρίοι : τὰ γὰρ μεγάλα
6575908 νησοισι
τὸν Ἀγαμέμνονα , ὅν φησιν Ὅμηρος [ Β ] πολλῇσιν νήσοισι καὶ Ἄργει παντὶ ἀνάσσειν . ἁλιήρει δὲ τῇ ἐν
καὶ ἐν τοῦ σκήπτρου ἅμα τῇ παραδόσει εἴρηκεν αὐτὸν πολλῇσι νήσοισι καὶ Ἄργεϊ παντὶ ἀνάσσειν : οὐκ ἂν οὖν νήσων
6575113 ἀτασθαλιῃσι
οἷα δὲ καὶ Δανάη πόντῳ ἔνι πήματ ' ἀνέτλη πατρὸς ἀτασθαλίῃσι : νέον γε μὲν οὐδ ' ἀποτηλοῦ ὑβριστὴς Ἔχετος
θ ' αἷμα λαφύξαι , οἷά με πήματ ' ἔοργας ἀτασθαλίῃσι πιθήσας . Σχέτλιε , ποῦ νύ τοί ἐστιν ἐυστέφανος
6573397 Καρμηλος
καὶ Ἄκη πόλις , ἔξω πἠ πόλις Τυρίων [ : Κάρμηλος ] ὄρος ἱερὸν Διός : Ἄραδος πόλις Σιδονίων .
. ἔστι καὶ Κάρμανα νῆσος ἢ ἀπὸ τῶν Καρμανῶν . Κάρμηλος , ὄρος δυσχείμερον . τὸ ἐθνικὸν Καρμήλιος , ὡς
6565247 ἐπικαλων
, πάντα μὲν οὐκ ἂν εἴποιμι οὐδ ' ἂν ὑμῖν ἐπικαλῶν , ὅ τι ἐλέγετε κατ ' ἐμοῦ , ταὐτὰ
πίστιν δοῦναι ἥνπερ ὁ νόμος κελεύει , ἐάν τις τεθνεῶτι ἐπικαλῶν δικάζηται τῷ κληρονόμῳ , μὴ δοκεῖν μοι μήτε ὁμολογῆσαι
6562434 πελωρα
τῇ φροντίδι : τὰ γὰρ μεγάλα φροντίδος εἰσὶν ἄξια . πελώρα : μέγιστα , ἢ τὰ πέλας ὄρη κατὰ τὸ
τῇ φροντίδι : τὰ γὰρ μεγάλα φροντίδος εἰσὶν ἄξια . πελώρα : μέγιστα , ἢ τὰ πέλας ὄρη κατὰ τὸ
6559278 κατειδως
Θηρικλῆς ποτε ἔτευξε κοίλης λαγόνος εὐρύνας βάθος ; ἦ που κατειδὼς τὴν γυναικείαν φύσιν ὡς οὐχὶ μικροῖς ἥδεται ποτηρίοις .
ἀρίστου βίου κατέστρεφεν . . Ὁ τὰ πέρατα τοῦ βίου κατειδὼς οἶδεν , ὡς εὐπόριστόν ἐστι τὸ τὸ ἀλγοῦν κατ
6552601 ἁλιπλαγκτοιο
γεγάασιν : ὑπάρχουσι , καί εἰσι , καὶ γεγόνασιν . ἁλιπλάγκτοιο : ἀπὸ , τῆς πλανωμένης ἐν τῇ θαλάσσῃ .
ὅσσα πάθον Μινύαισιν ὁμοῦ ποτὶ Σύρτιν ἀήταις ἢ πῶς ἐξεσάωθεν ἁλιπλάγκτοιο πορείης : ὅσσα τ ' ἄρ ' ἐν Κρήτῃ
6546037 στειχων
γε πάσχοντες κακῶς . μὴ ταῦτα : λείπων ἱερὰ καὶ στείχων πάτραν τί δή με δρᾶσαι νουθετούμενον χρεών ; καθαρὸς
ναυστάθμων δαίεται ; νικᾶις , ἐπειδὴ πᾶσιν ἁνδάνει τάδε . στείχων δὲ κοίμα συμμάχους : τάχ ' ἂν στρατὸς κινοῖτ
6545400 ἐτητυμος
οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ ἐτὸς ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη
ἄνδρα σαώσαι . . . κείνῳ δ ' οὐκέτι νόστος ἐτήτυμος , ἀλλά οἱ ἤδη φράσσαντ ' ἀθάνατοι θάνατον καὶ
6541149 ἀρηρει
: εἵλετο δ ' ἄλκιμον ἔγχος , ὅ οἱ παλάμηφιν ἀρήρει . ὣς δ ' αὔτως Μενέλαος ἀρήϊος ἔντε '
μέσος ἦρα καὶ Ἀττικῶς ἄρηρα , ὁ ὑπερσυντέλικος ἠρήρει καὶ ἀρήρει ποιητικῶς . . . . ἀρητήρ : ὁ ἱερεύς
6537293 καταντα
ἀτὰρ μῆκός γε γενέσθην ἐννεόργυιοι . πολλὰ δ ' ἄναντα κάταντα κατὰ στίχας ἦλθ ' ὁ μάγειρος , σείων ὀψοφόρους
τὰ μὲν παραδραμών , τὰ δὲ βάδην ἄναντα πολλὰ καὶ κάταντα τοιαύτη γάρ , ὡς οἶσθα , ἡ πόλιςπεριελθὼν ἵδρωκάς
6534126 χερμαδιῳ
μακρῷ λαιμόν , ὃ δ ' ἀλγινόεντος ἀνὰ κροτάφοιο θέμεθλα χερμαδίῳ στονόεντι μάλα κρατερῆς ἀπὸ χειρὸς βλήμενος ἐκπνείεσκε , μέλας
ἔπι πρυμνῇσιν Ἀχαιῶν οὓς ἑτάρους ὀλέκοντα βοὴν ἀγαθὸς βάλεν Αἴας χερμαδίῳ πρὸς στῆθος , ἔπαυσε δὲ θούριδος ἀλκῆς ; καὶ
6534086 γηρυν
. βροτοσσόων : βροτείων λόγων . γεγῶσα : γεγονυῖα . γῆρυν : φωνήν . γενάρχην : τὸν τοῦ γένους ἀρχηγὸν
οὐ ταύρου κρατερὸν μύκημα φέβονται , πορδαλίων δ ' οὐ γῆρυν ἀμειδέα πεφρίκασιν , οὐδ ' αὐτοῦ φεύγουσι μέγα βρύχημα
6533233 ἀρηϊος
ἔτι δ ' ἔλπετο νίκην , τόφρα δέ οἱ Μενέλαος ἀρήϊος ἦλθεν ἀμύντωρ , στῆ δ ' εὐρὰξ σὺν δουρὶ
: Τρῶες δὲ διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος . ἤτοι τὸν Μενέλαος ἀρήϊος ἔξαγ ' ὁμίλου χειρὸς ἔχων , εἷος θεράπων σχεδὸν
6530242 ἐλεησει
κατὰ τοὺς Δελφοὺς , ἔνθα γῆς ὀμφαλὸς λέγεται . τίς ἐλεήσει αὐτὸν , ὦ Ζεῦ : τί : οὗτος γὰρ
: ” τίς σε , ὦ τέκνον , τῶν θεῶν ἐλεήσει ; τίνος γὰρ κρέας ὑπὸ σοῦ γε οὐκ ἐκλάπη
6530052 ὠρα
οἴνῳ : τὸ γὰρ ἄστρον περιτέλλεται : ἀ δ ' ὤρα χαλέπα : ⌊ πάντα δὲ δίψαις ' ὐπὰ καύματος
σφετεράων . παρὰ τὸ ὀαρίζω τὸ συνουσιάζω ὀάρης , συναλοιφῇ ὤρα : ἀμυνέμεναι † ὤρεσιν . ἔστιν οὖν ὑπέρθεσις ὤαρ
6529826 περικλυτον
, ἐμὴν ἐς πατρίδα γαῖαν : ἄντρον δ ' εἰσεπέρησα περικλυτὸν , ἔνθα με μήτηρ γείνατ ' ἐνὶ λέκτροις μεγαλήτορος
Πληιὰς εὖτ ' ἀκάμαντος ἐς Ὠκεανοῖο ῥέεθρα δύεθ ' ὑποπτώσσουσα περικλυτὸν Ὠρίωνα ἠέρα συγκλονέουσα , μέμηνε δὲ χείματι πόντος :
6524066 ἀγχιπτολις
. ἐγχίπολις ἡ διὰ τοῦ ἔγχους πορθοῦσα τὰς πόλεις . ἀγχίπτολις ] + ἥτις ἐστὶ πλησίον τῆς πόλεως . πύλαισι
Ὄγκα Παλλάς : πρῶτα μὲν ἡ Ἀθηνᾶ ἥτε καὶ ἥτις ἀγχίπτολις πύλαισι γείτων , ἤτοι ἡ πλησίον τῶν τῆς πόλεως
6523836 κατεκτα
ὀλλῦναι . Ὅμηρος : ξυνὸς Ἐνυάλιος , καί τε κτανέοντα κατέκτα . Μαντική . μαντική τις ἐστίν : οἷον ζητητικὴ
πλειόνων ἐξηγεῖται λέγων : ξυνὸς Ἐνυάλιος , καί τε κτανέοντα κατέκτα . Νεμεσηταὶ γὰρ αἱ πολέμων ἐπ ' ἀμφότερα ῥοπαί
6522055 Φαλαννα
Ἠπειρωτικόν * . Γοννοῦσσα πόλις Περραιβίας . . . . Φάλαννα πόλις Περραιβίας ἀπὸ Φαλάννης τῆς Τυροῦς θυγατρός . ×
δὲ τινὲς τὴν ἀκρόπολιν τῶν Φαλανναίων εἰρήκασιν : ἡ δὲ Φάλαννα Περραιβικὴ πόλις πρὸς τῷ Πηνειῷ πλησίον τῶν Τεμπῶν .
6521040 ἐτετυκτο
δέμας φοῖνιξ ἦν , ἐν δὲ μετώπῳ λευκὸν σῆμ ' ἐτέτυκτο : ” καὶ τὸ φοινικὸν ἄνθος , “ ὡς
γείνατ ' ἀρήιον ἐν Δαναοῖσι Τυδέα : τοῦ δ ' ἐτέτυκτο πάις σθεναρὸς Διομήδης . Τοὔνεκα Θερσίταο περὶ κταμένοιο χαλέφθη
6520846 παλλεν
αἰθερίοιο φυὴν ἔχεν οἰωνοῖο , ἶσα δ ' ἐυξέστοις ὠκύπτερα πάλλεν ἐρετμοῖς . δηρὸν δ ' οὐ μετέπειτα πολύστονον ἄιον
ἔνι πηχύνουσα : Λαμπετίη δ ' ἐπὶ βουσὶν ὀρειχάλκοιο φαεινοῦ πάλλεν ὀπηδεύουσα καλαύροπα . τὰς δὲ καὶ αὐτοί βοσκομένας ποταμοῖο
6519859 ἐνδεξια
ἐνδέξια χωρὶς τοῦ ι , ὡς τὸ [ π ] ἐνδέξια φῶτα ἕκαστον : σύντονα δ ' ἕλκετε : ἀντὶ
' ἐν νηυσὶ μελαίνῃσιν πεσέεσθαι . Ζεὺς δέ σφι Κρονίδης ἐνδέξια σήματα φαίνων ἀστράπτει : Ἕκτωρ δὲ μέγα σθένεϊ βλεμεαίνων
6511306 κεμας
παρὰ τὸ ἀλέγειν . τρέσσε δ ' ἠύτε τις : κεμάς ἐστιν ἡ νέα ἔλαφος . διαφορὰν δέ φασιν εἶναι
κραυγῆς , κυνηγεῖ . “ κελαδεινὴ Ἄρτεμις ἀγροτέρη . ” κεμάς . τῶν ἅπαξ εἰρημένων . οἱ μὲν ἐλάφου γένος
6502336 Ἀδην
ὅτι προτιμητέον τοὺς οἰκείους εἰς βοήθειαν ἐν καιρῷ περιστάσεως . Ἄδην : τὸ ἅλις : Πλάτων πολλαχοῦ κέχρηται : ἢ
: ὣς τῆμος Πριάμοιο πάις περικωκύεσκε δυσμενέων ἐν χερσίν . Ἄδην δέ οἱ ἔκχυτο δάκρυ : ὡς δ ' ὁπότε
6498835 ἑστηκει
ἔστι τῆς καθ ' Ὅμηρον Ἰάδος τὰ τοιαῦτα . . ἑστήκει γὰρ ἐπὶ πρύμνῃ μεγακήτεϊ νηί : ἡ διπλῆ ὅτι
θ ' ἵπποισι καὶ ἅρμασι κολλητοῖσι : πὰρ δέ οἱ ἑστήκει Σθένελος Καπανήϊος υἱός . καὶ τὸν μὲν νείκεσσεν ἰδὼν
6497807 ἀρνεσσιν
' ἡγεμόνες Δαναῶν ἕλον ἄνδρα ἕκαστος . ὡς δὲ λύκοι ἄρνεσσιν ἐπέχραον ἢ ἐρίφοισι σίνται ὑπ ' ἐκ μήλων αἱρεύμενοι
ἅμα θυμικῶς καὶ ἰταμῶς πρασσομένην λύκοις εἴκασεν ὡς δὲ λύκοι ἄρνεσσιν ἐπέχραον ἢ ἐρίφοισι . τὸ δὲ ἄλκιμον καὶ ἄτρεπτον
6497300 ὑπερωϊον
ἡ βαρεῖα εἰς περισπωμένην συνέρχεται , οἷον Ἀχελώϊος Ἀχελῷος , ὑπερώϊον ὑπερῷον . περὶ δὲ τοῦ αἰζήϊος λέγει ὁ Τεχνικός
Ἄρηος οὓς τέκεν Ἀστυόχη δόμῳ Ἄκτορος Ἀζεΐδαο , παρθένος αἰδοίη ὑπερώϊον εἰσαναβᾶσα Ἄρηϊ κρατερῷ : ὃ δέ οἱ παρελέξατο λάθρῃ
6496852 οὐρανιωνων
ἀντὶ τοῦ ὅτι . οὐρανός ὁ κατηστερισμένος πᾶς τόπος . οὐρανιώνων τῶν ὑπὸ τὴν Οὐρανοῦ ἀρχὴν τεταγμένων . οὔλιος ἀστήρ
γυμνώσας καὶ γαστέρα σήματα φαίνει , ὅττι γένος περίφοιτον ἀειφανὲς οὐρανιώνων οὔτε πολυρραφέος μεθέπει σπείρημα χιτῶνος οὔτε χαμαιγενέων ἐπιδεύεται :
6492600 ἐξημαρτανες
: ἄλλως : λέγοι ἄν τις καὶ ἐρωτήσειεν πῶς ταῦτα ἐξημάρτανες δεδοικυῖα τὸν ἄνδρα , ἵν ' ᾖ τὸ ὡς
ἐκεῖν ' ἐπήινεσα , ὅτ ' ἐς γυναῖκα Τρωιάδ ' ἐξημάρτανες , οὔτ ' αὖ τὸ νῦν σου δεῖμ '
6491963 ὀϊστευσας
Ὀδυσσεῦ . οὐδέ κεν ἐκ νηὸς γλαφυρῆς αἰζήϊος ἀνὴρ τόξῳ ὀϊστεύσας κοῖλον σπέος εἰσαφίκοιτο . ἔνθα δ ' ἐνὶ Σκύλλη
τόξον οἶδα ἐΰξοον ἀμφαφάασθαι : πρῶτός κ ' ἄνδρα βάλοιμι ὀϊστεύσας ἐν ὁμίλῳ ἀνδρῶν δυσμενέων , εἰ καὶ μάλα πολλοὶ
6489383 Μωσαι
ἐκεῖνο γὰρ γίνεται τοῖς μηδὲν πρᾶγμα εὐλόγως κρίνουσιν . βουκολικαὶ Μῶσαι : ὁ λόγος ἐκ τοῦ νομέως . ἐπιστροφὴ τὸ
Πανί , ὁ δὲ ποιμὴν ταῖς Μούσαις . τὸ δὲ Μῶσαι Δωρικόν . οἴιδα : τὸ μικρὸν πρόβατον λέγουσι .
6487189 μαργοσυνην
περιθέει : δολεροὶ τὸ ἦθος : οἱ δὲ πάντη ἀνεστηκότες μαργοσύνην κατηγοροῦσι . προπετεῖς ὀφθαλμοὶ αἱματώδεις οἰνοφλύγων καὶ γαστριμάργων .
συγκλείεσθαι ὑπορρέοιεν καὶ εἰς τὸ ἄνω χωροῖεν , μαχλοσύνην καὶ μαργοσύνην κατηγοροῦσιν . εἰ δὲ ὀρθοὶ ὄντες συγκλείοιντο , εἰ
6477930 δακρυοεσσαν
, † ἀσπίδα ῥίψας ποταμοῦ καλλιρόου παρ ' ὄχθας , δακρυόεσσάν τ ' ἐφίλησεν αἰχμήν οἰνοχόει δ ' ἀμφίπολος μελιχρὸν
' ὑπ ' αὐτῶν . τρίμετρα δὲ οἷον τὸ Ἀνακρέοντος δακρυόεσσάν τ ' ἐφίλησεν αἰχμάν : τετράμετρα δέ , ἃ
6476443 διαχεων
ἔκτεινε : ⌈ νεανικῶς . [ παλαιστρικῶς , Γ ] διαχέων σεαυτὸν ὑγρῶς . Γ * φαίνεται ⌈ δέ ,
τι πρὸς φιλοσοφίαν ὁ οἶνος ἑλκυστικὸν παραθερμαίνων τὴν ψυχὴν καὶ διαχέων . διόπερ οὐδὲ πρότερον ἠρώτων οἵτινες εἶεν ἀλλ '
6476314 ἐννοητεον
τὸ ἐν τοῖς πάθεσι μέσον καὶ ἐν ταῖς ἕξεσιν . ἐννοητέον δέ , ὅτι οὐ περὶ δυοῖν παθῶν εἰσιν ,
περὶ ταῦτα καὶ ἐν τούτοις ἀπορητέον τε καὶ ὅπη δυνατὸν ἐννοητέον περὶ τῶν τηλικούτων . Ἓν δὴ πρὸ πάντων ἐκεῖνο
6475387 δειπνισσας
εἰρησομένων μετενεχθέντες . ἔκτα σὺν οὐλομένῃ ἀλόχῳ οἰκόνδε καλέσσας ‖ δειπνίσσας . * ) ὅτι τῇ ἐπιβουλῇ κἀκείνη συνέγνω :
τὸν δ ' οὐκ εἰδότ ' ὄλεθρον ἀνήγαγε καὶ κατέπεφνε δειπνίσσας , ὥς τίς τε κατέκτανε βοῦν ἐπὶ φάτνῃ .
6473613 ἀμαρυγματα
εἴκελον . ἀντία δ ' αἰεί βάλλεν ἐπ ' Αἰσονίδην ἀμαρύγματα , καί οἱ ἄηντο στηθέων ἐκ πυκιναὶ καμάτῳ φρένες
πῆξαι ἀτρεκέως ? ἐθέλω πολυήρατον εἶδος ὑφαίνειν χάρματι λαμπετόοντ ' ἀμαρύγματα [ ] [ ] οἷα Σελήνη . ἀκλινέως ἐνίκησας
6470250 συμβεβηκασι
ὁ μουσικὸς Σωκράτης ἑτέρῳ τινὶ συμβέβηκεν , ἐπειδὴ ταῦτα οὕτω συμβεβήκασι , τὸ λευκὸν καὶ τὸ μουσικόν : ταῦτα μὲν
ἢ τοῦτον λευκόν , τὸ μὲν ὅτι ἄμφω τῷ αὐτῷ συμβεβήκασι , καὶ τὸ μουσικὸν καὶ τὸ λευκὸν τῷ ἀνθρώπῳ
6467548 ἀλγινοεσσα
Ὀδυσσέα , μυρία πόντου ἄλγεα μετρήσαντα πολυκμήτοισιν ἀέθλοις , τρυγὼν ἀλγινόεσσα μιῇ κατενήρατο ῥιπῇ . Θύννῳ δὲ ξιφίῃ τε συνέμπορον
ἄλλῳ τεῦχε φόνον : κεχάροντο δὲ Κῆρες καὶ Μόρος , ἀλγινόεσσα δ ' Ἔρις μέγα μαιμώωσα ἤυσεν μάλα μακρόν ,
6467171 ἀπιγμενος
αὐτὸς ἄγγελος Κροίσῳ ἐληλύθεε . Ἐνθαῦτα Κροῖσος ἐς ἀπορίην πολλὴν ἀπιγμένος , ὥς οἱ παρὰ δόξαν ἔσχε τὰ πρήγματα ἢ
συνελέχθη . ὁ δὲ Δ . οὗτος ὧδε ἐκ Κρότωνος ἀπιγμένος Πολυκράτει ὡμίλησε . πατρὶ συνείχετο ἐν τῆι Κρότωνι ὀργὴν
6466437 κικλησκουσι
' Ἀφροδίτην [ ἀφρογενέα τε θεὰν καὶ ἐυστέφανον Κυθέρειαν ] κικλήσκουσι θεοί τε καὶ ἀνέρες , οὕνεκ ' ἐν ἀφρῷ
θεοί , ἄνδρες δὲ Σκάμανδρον . καὶ πάλιν : Χαλκίδα κικλήσκουσι θεοί , ἄνδρες δὲ Κύμινδιν . διαπαίζει οὖν αὐτοὺς
6463810 τιναξας
: κατέκλυσε γὰρ αὐτὸν δαίμων τις ὡσεὶ λαῖφος ἀκάτου θοᾶς τινάξας κατέκλυσε τοῖς ὀλεθρίοις καὶ λάβροις κύμασι τοῦ πόντου :
λέοντος : τὴν δ ' ὅγε , χαλκοβαρεῖ ῥοπάλῳ δαπέδοιο τινάξας νειόθεν , ἀμφοτέρῃσι περὶ στύπος ἔλλαβε χερσίν ἠνορέῃ πίσυνος
6461347 μεμαως
τέ μιν ὤλεσεν ἀλκή : ὣς ἐπὶ Κεβριόνῃ Πατρόκλεες ἆλσο μεμαώς . Ἕκτωρ δ ' αὖθ ' ἑτέρωθεν ἀφ '
' ἔσχε καὶ ἀσπίδα πάντος ' ἐΐσην , τὸν κτάμεναι μεμαώς , ὅς τις τοῦ γ ' ἄντιος ἔλθοι ,
6459168 διετμαγεν
περὶ θυμοβόροιο , οἱ δ ' αὖτ ' ἐν φιλότητι διέτμαγεν ἀρθμηθέντες , οὐ ζωστῆρα ξίφους ἀνταλλαξάμενοι , ἀλλὰ ταύτην
δ ' ἐλέλιξεν Ὄλυμπον . Τώ γ ' ὣς βουλεύσαντε διέτμαγεν : ἣ μὲν ἔπειτα εἰς ἅλα ἆλτο βαθεῖαν ἀπ

Back