ἀγνωσίᾳ τοῦ θεοῦ , νήψατε , παύσασθε δὲ κραιπαλῶντες , θελγόμενοι ὕπνῳ ἀλόγῳ . Οἱ δὲ ἀκούσαντες παρεγένοντο ὁμοθυμαδόν .
ἀνθρωπίνης κρίσεως τὸ λίαν ἀκρατὲς καὶ ὀλισθηρὸν καταμέμφομαι , ὅτι θελγόμενοι καὶ καταγοητευόμενοι τὸ καθ ' ἕκαστον , ἂν ὀνόματος
5770114 ἐρωντες
, μάστιγας , χαλιναγωγεῖν οὐ δεδύνηνται . πόσας οἱ γυναικῶν ἐρῶντες κοσμίων ἐπάγουσι προσβολὰς ταῖς ἐρωμέναις , ἱκετείας , δάκρυα
, δῆλον ὡς κατεγίνωσκον ἂν αὑτῶν ἀμβλυώττοντες τὰ τηλικαῦτα καὶ ἐρῶντες ἀνεράστων καὶ ἀμόρφων πραγμάτων . Τί οὖν ὅτι καὶ
5721617 κλυοντες
μὲν πόλις εὐτυχῇ , οἱ ἐχθροὶ δὲ πάντες ἡττηθῶσιν . κλύοντες ] ἀκούοντες . λιτὰς ] παρακλήσεις . λιτὰς ]
ταῦτα ἀντιστροφή . ἀντιστροφὴ κώλων εʹ . ἡμέτερα : + κλύοντες θεοί : ἡ ἀντιστροφὴ αὕτη τῆς ἄνω ἐστὶ στροφῆς
5440788 ἐρχωνται
θεωροῦντας τὴν κίνησιν καὶ ὑπόληψιν ἑαυτῶν , ὅταν εἰς ὕπνον ἔρχωνται , καὶ τὴν ἔγερσιν , ὡς θεία τίς ἐστι
ὀργῆς , ἐπιθυμίας , λογισμοῦ : οἳ κἂν εἰς λόγους ἔρχωνται , μεταξὺ τῶν ἔργων τοιαυτὶ λέγουσιν ” Ἆσσον ἴθι
5237116 συναισθανονται
τῶν αἱρεθέντων ἀποπληρωτής . Τούτου οὖν τοῦ δαίμονος οὐ πάντες συναισθάνονται : δεῖ γὰρ πολλὴν τὴν ἐπιτηδειότητα εἶναι καὶ ἐπιστροφὴν
: αἱ δ ' ἄλλαι αἰσθήσεις διεγηγερμέναι τυγχάνουσι , καὶ συναισθάνονται πῶς εἰς τὸ φῶς οἱ θεοὶ ἐκφαίνονται , ὅσα
5166712 δειματα
ξυνεχῶς μαίνωνται , αὗται αἱ προφάσιες εἰσίν : ἢν δὲ δείματα καὶ φόβοι , ὑπὸ μεταστάσιος γίνεται τοῦ ἐγκεφάλου θερμαινομένου
ὄψεώς φησι τὸ Γοργείοισι . καὶ γὰρ τὰς Γοργόνας λέγουσι δείματα φέρειν τοῖς ἀνθρώποις . τὸ δὲ ὅλον : εἶδον
5111761 δαιμονες
γὰρ τοῦτο ἦν , διὰ τοῦ ὕδατος ἂν ἔβλαπτον οἱ δαίμονες τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων . ἐν ταύτῃ τῇ ὥρᾳ
καὶ μακρῶν ἐξ ἐτέων κτέανα ; ποῦ δὲ σαωτῆρες τότε δαίμονες ἔτραπον ὄμμα ; αἰαῖ τὴν Ἰάδων πολλὸν ἀοιδοτάτην .
5090976 ποθουντες
ἀντὶ μικρῶν καὶ πλούσιοι ἐκ πενήτων ἀναστρέφοντες ξύγγνωστοί εἰσιν ἐπιδεῖν ποθοῦντες . σὺ δὲ νῦν μὴ ἄγειν ἄκοντας : οὐδὲ
καὶ εἰς ἄλλους ἀφικνοῦνται ἄσμενοι , τά γ ' ἴχνη ποθοῦντες ἰδεῖν τῶν οὕτω διωνομασμένων ἔργων , καθάπερ καὶ τοὺς
5086538 ὀδυρονται
οἱ δὲ τούτῳ τῷ συμπτώματι περιπεσόντες τὸ μὲν πρῶτον μετρίως ὀδύρονται πρὸς κωφὴν ἐρημίαν , οὐ παντελῶς [ μὲν ]
ὥς τε γὰρ ἢ παῖδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῖκες ἀλλήλοισιν ὀδύρονται οἶκον δὲ νέεσθαι . ἦ μὴν καὶ πόνος ἐστὶν
5017202 γεννης
τ ' ἦσαν καὶ κουφότατοι βροτοὶ ἀστῶν καί τις Ἀρίστωνος γέννης ἄπο αἱμύλον ἕλκων τίς δ ' οὗτος κτίλος ὣς
νῦν δ ' ὤρθωσας στόματος γνώμην , τὸν τριπάχυντον δαίμονα γέννης τῆσδε κικλῄσκων . ἐκ τοῦ γὰρ ἔρως αἱματολοιχὸς νείρᾳ
4999047 δᾳδουχοι
στολῆς εὐπρέπειαν καὶ σεμνότητα , ἣν ζηλώσαντες οἱ ἱεροφάνται καὶ δᾳδοῦχοι ἀμφιέννυνται , ἀλλὰ καὶ πολλὰ σχήματα ὀρχηστικὰ αὐτὸς ἐξευρίσκων
' ὧν Ἀθήνησιν ἱεροφάνται μὲν τῆς Δήμητρος ἀπὸ Εὐμολπιδῶν , δᾳδοῦχοι δ ' ἀπὸ Κηρύκων . . . . ἐγένετο
4984724 ὁρωμαι
αὖ πόντον κατέχους ' αὖραι ; νέφος οὐράνιον τόδ ' ὁρῶμαι . * * * * Ὡς ἂν μᾶλλον τοῖς
αὖ πόντον κατέχους ' αὖραι ; νέφος οὐράνιον τόδ ' ὁρῶμαι . ὡς ἂν μᾶλλον τοῖς πηδαλίοις ἡ ναῦς ἡμῶν
4978136 μολπην
? ? [ ἱπταμένων ] , τόσσην δ ' ἀνεβάλλετο μολπήν [ ! ! ! ! ! ! ! !
ὀρεινῇ πεύκῃ οὕτως ὥστε πληρῶσαι καὶ τὸν αἰθέρα τὴν εὔφρονα μολπήν , ἤγουν τὴν εὐφραντικήν τὴν ὀρεσίτροφον τὰς ἕδρας τῶν
4959335 λυσσης
ὄρος : τιμωρίαν λαμβάνουσαι ὑπὲρ αἵματος καὶ φόνου : τῆς λύσσης τῆς καὶ μαίνεσθαι ποιούσης καὶ φοιτᾶν , ὅ ἐστι
φόνου : κατὰ κοινοῦ τὸ διαφθείρουσά με : ἤρξω δὲ λύσσης πότε : καὶ τοῦτο πονηρῶς . θέλων γὰρ ἐλέγξαι
4958704 παλινδρομουσιν
μὲν τὰ σύντροφα καὶ συνήθη τοῦ | θνητοῦ βίου ποθοῦσαι παλινδρομοῦσιν αὖθις , αἱ δὲ πολλὴν φλυαρίαν αὐτοῦ καταγνοῦσαι δεσμωτήριον
τῶν ὀφθαλμῶν κατ ' εὐθεῖαν ἐκπέμπονται καὶ κατὰ τὰ αὐτὰ παλινδρομοῦσιν ἐν ταῖς ἀνακλάσεσι , καὶ θυμὸς δὲ καὶ ἐπιθυμία
4941399 ἱμεροι
: καὶ ἐξαγγελλόμεναι ὀνόμασι ποικίλοις : ἔρωτες γὰρ καὶ πόθοι ἵμεροί τε ἔκλυτοι ὀργαί τε σύντονοι καὶ θυμοὶ βαρεῖς ἐπιθυμίαι
: καὶ ἐξαγγελλόμεναι ὀνόμασι ποικίλοις : ἔρωτες γὰρ καὶ πόθοι ἵμεροί τε ἔκλυτοι ὀργαί τε σύντονοι καὶ θυμοὶ βαρεῖς ἐπιθυμίαι
4932671 ἐρωτες
συνουσίας . οἷοι οὖν Διὸς καὶ Αἰγίνης περιεπόλησαν τὸ λέκτρον ἔρωτες : ὁ γὰρ Ζεὺς οὐ μόνον δι ' ἐπιθυμίαν
βάλλει . λευκᾶς καθύπερθε γαλάνας εὐπρόσωποι σφᾶς † παριῆσαν † ἔρωτες ναΐας κληΐδος χαραξιπόντου δαιμονίαν ἐς ὕβριν . εὐθὺς ἀνέπλησεν
4926816 μεμηνοτες
οἱ μεθυσθέντες ποιοῦσι σφαλλόμενοι καὶ πρὸς ὕβριν τρεπόμενοι καὶ ὅλως μεμηνότες ὑπὸ τοῦ ποτοῦ : τὸν γοῦν Ἰκάριον , ᾧ
, οἱ δ ' ἀνδροφόνῳ κολοσυρτῷ ἔζεον ἔνθα καὶ ἔνθα μεμηνότες οἷα λέοντες σώμασιν ἀρτιφάτοισι γεφυρώσαντες ἀγυιάς . Τρωιάδες δὲ
4919479 δακρυσι
ἄπλητον σεσαρυῖα εἱστήκει , πολλὴ δὲ κόνις κατενήνοθεν ὤμους , δάκρυσι μυδαλέη . παρὰ δ ' εὔπυργος πόλις ἀνδρῶν ,
ἀγὼν , [ ᾧ , τῷ ἀγῶνι , ] δάκρυα δάκρυσι συμμίσγει τις τῶν ἀλαστόρων , ὅς σε ἀναβακχεύει πορεύων
4901115 ἐνοησαν
αὐτὸν λοξὸν καὶ τὸν ζωδιακὸν ἐλαύνοντα δι ' ἐνιαυτοῦ , ἐνόησαν ὅτι οὐκ ἐπὶ ἔργου παραλλήλου ποιεῖται τὴν κίνησιν ,
, οἱ δ ' ἀντίοι ἠγερέθοντο : ἐς δ ' ἐνόησαν Ἄκαστον ὁμῶς Ἄργον τε πόληος νόσφι καταβλώσκοντας , ἐθάμβησαν
4891683 ἀτασθαλοι
ἤνεγκαν ὅσον ἡμέραν μίαν αὐλίζεσθαι ; θρασεῖς τινες ὄντες καὶ ἀτάσθαλοι καὶ μικρὸν ἐρώτων φροντίζοντες . ὡς ἔγωγε , εἴ
τοὺς μηδὲν ἠδικηκότας σινόμενοι , οὗτοι δὲ ἀλαζόνες εἰσὶ καὶ ἀτάσθαλοι , οὔτε θέμιν εἰδότες οὔτε μέλον αὐτοῖς εἰ τὸ
4888079 κρατεροι
' οὐ μὰν δείσουσι λιλαιόμενοι μέγα χάρμης . Εἰσὶν γὰρ κρατεροί τε καὶ ὄβριμοι ἀνέρες ἄλλοι , Τυδείδης Αἴας τε
καλὸν σῶμα περισταδόν , ἠΰτε θηρός , τοῦδε δάσαντο κύνες κρατεροί : † πέλας αρκενα πρώτη . . . μετὰ
4882555 οἰχονται
, καὶ ἄπαστος : „ οἱ δὲ δὴ ἄλλοι / οἴχονται μετὰ δεῖπνον , ὁ δ ' ἄκμηνος καὶ ἄπαστος
οὐκ ἔσθ ' ὅ τι ἐνθάδε ὑπολελείμμεθα , ἀλλ ' οἴχονται αὐτὰ φέροντες οἵπερ καὶ ταύτην τὴν ἐπιστολὴν φέρουσιν ,
4873571 ἀνακαλειται
ἐν ταῖς ἐπικλήσεσι τοῦ θεοῦ τὸν νικητὴν ἢ τὸν θριαμβευτὴν ἀνακαλεῖται ἢ τὸν Γερμανικὸν ἢ τὸν Σκυθικόν , ἀλλὰ τὸν
: πάνυ γὰρ ὀνίνηϲι : καὶ γὰρ καὶ τὰϲ πέψειϲ ἀνακαλεῖται ῥώμην τῇ γαϲτρὶ ἐντιθεὶϲ καὶ εἴ τιϲ πόνοϲ ἐγκαταλείπεται
4869026 θρηνον
ὥσπερ αὐτὸς ὢν Ὅμηρος ὁ φυτευσάμενος , εἶτα ὁρῶν κείμενον θρῆνον εἰς τὸ ἔρνος ᾄδει : ἐρῶ καὶ ἔραμαί σου
νῦν δὲ καταβέβλημαι . . ἥσω ] ἥσω καὶ πέμψω θρῆνον καὶ λίαν πανόδυρτον , σεβίζων καὶ σεβάζων τὰ λαοπαθῆ
4860016 Ἀτρειδαι
ἐλθών , ἀρίστου πατρὸς ἔχθιστος γεγώς . Ὄλοισθ ' , Ἀτρεῖδαι μὲν μάλιστ ' , ἔπειτα δὲ ὁ Λαρτίου παῖς
' ἂν φθάνοιτε κλῆιθρα συμπεραίνοντες μοχλοῖς , ὦ κατὰ στέγας Ἀτρεῖδαι . δεινὸν εὐτυχῶν ἀνὴρ πρὸς κακῶς πράσσοντας , ὡς
4836109 ποθοι
ὀργὴ καὶ τὰ εἴδη αὐτῆς , ἔρωτες σφοδροί , καὶ πόθοι , καὶ ἵμεροι , καὶ φιληδονίαι , καὶ φιλοπλουσίαι
ψυχᾷ : καὶ ἐξαγγελλόμεναι ὀνόμασι ποικίλοις : ἔρωτες γὰρ καὶ πόθοι ἵμεροί τε ἔκλυτοι ὀργαί τε σύντονοι καὶ θυμοὶ βαρεῖς
4832568 ἐκφυγοντες
πόλιν ; ὦ τέκν ' , ἔοιγμεν ναυτίλοισιν οἵτινες χειμῶνος ἐκφυγόντες ἄγριον μένος ἐς χεῖρα γῆι συνῆψαν , εἶτα χερσόθεν
χαλινὰ αὑτῶν ὅπερ ἂν αὐτοῖς ὑποπέσηται ἢ εὕρωσι ἀπειπάμενοι ] ἐκφυγόντες ὀλοήν ] τὸν χαλεπόν ὀλοὴν γὰρ ἑρπηδόνα γυίων :
4824800 συγγονοι
: Ἥρωες , βροτοὶ μὲν ὄντες , θεῶν δὲ τυγχάνοντες σύγγονοι . : κεκραμένη ] Ἐξ ἡμιθέων ἡρώων , ἤγουν
ἀΐστωσεν ὕλαν . ἀλλ ' ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν , σέλας δ ' ἀμφέδˈραμεν λάβˈρον Ἁφαίστου ,
4790584 ἀντιοωσι
ναῦν φυλάξουσαι ἐκ τῶν πετρῶν , αἵτινες καλοῦνται Πλαγκταί . ἀντιόωσι δὲ ἀντὶ τοῦ ἔρχονται . ῥυσόμεναι : περιφυλάττουσαι καὶ
μιν ἐς ἄτην βήσομεν : οὐδ ' ἂν ὁμῶς περιναιέται ἀντιόωσι Κόλχοις ἦρα φέροιεν ὑπὲρ σέο , νόσφιν ἄνακτος ὅς
4790164 ἐπετερπετο
ὀρχούμενος ὥρᾳ καύματος ἐκελάδει διάτορον καὶ τῆς ἑαυτοῦ ἁρμονίας αἰσθανόμενος ἐπετέρπετο . ὁ δὲ μύρμηξ παρῆν τοῖς θερίζουσι καὶ περὶ
καὶ Πηλέος υἱός χειρὶ λύραν ἤρασσε , φρένας δ ' ἐπετέρπετο Χείρων . Ἀλλ ' ὅτε δή ῥ ' ἄθρησεν
4782944 ὑμνουσιν
κιθάρα . εὐφημεῖ : ἡσυχάζει , γαληνιᾷ . κλείουσιν : ὑμνοῦσιν . Λυκωρέος : τοῦ Ἀπόλλωνος . κινύρεται : κλαίει
μακαρίας καταστάσεως : ὃν οἱ θεῖοι ποιηταὶ μαθόντες ἐκ Μουσῶν ὑμνοῦσιν ἅμα καὶ ὀνομάζουσι πατέρα θεῶν καὶ ἀνθρώπων . κινδυνεύει
4768598 θνητοι
, ὅτι ἀπὸ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐγεννήθησαν θεοὶ καὶ ἄνθρωποι θνητοί . . ΧΡΥΣΕΟΝ ΜΕΝ . Πᾶς οὗτος ὁ περὶ
αἱ τιμαί : οἳ πενθοῦνται μὲν διὰ τὴν φύσιν ὡς θνητοί , ὑμνοῦνται δὲ ὡς ἀθάνατοι διὰ τὴν ἀρετήν .
4757049 ὀδυρομενοι
ἕκαστον τῶν τούτοις ὁμοίων . Ἔτι ἔλεον κινήσομεν τὴν ἐρημίαν ὀδυρόμενοι τὴν ἑαυτῶν , οἷον ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας τις κρίνεται
κάθησθε τὰ μὲν μὴ συμβῇ τρέμοντες , τῶν δὲ συμβαινόντων ὀδυρόμενοι καὶ πενθοῦντες καὶ στένοντες : εἶτα τοῖς θεοῖς ἐγκαλεῖτε
4747357 Ἐρινυς
δὲ πανδαμάτωρ λοξῷ ἴδεν οἷον ἔρεξεν ὄμματι νηλειὴς ὀλοφώϊον ἔργον Ἐρινύς . ἥρως δ ' Αἰσονίδης † ἐξάρματα τάμνε θανόντος
τε βαρείης , τήν οἱ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεὰ δασπλῆτις Ἐρινύς . ἀλλ ' ὁ μὲν ἔκφυγε κῆρα καὶ ἤλασε
4746475 βοην
ὁ πᾶς στόλος ἐπεξεχώρει , καὶ παρῆν ὁμοῦ κλύειν πολλὴν βοήν : Ὦ παῖδες Ἑλλήνων , ἴτε , ἐλευθεροῦτε πατρίδ
μᾶλλον : ἢ οὐκ ἠκούσατε Αἴαντος , οἵαν τήνδε θωύσσει βοήν ; Ἰώ μοί μοι . Ἁνὴρ ἔοικεν ἢ νοσεῖν
4739769 συναντομενοι
φῶτες , οἳ χρυσαμπύκων ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον κλυτᾷ φόρμιγγι συναντόμενοι , ῥίμφα παιδείους ἐτόξευον μελιγάρυας ὕμνους , ὅστις ἐὼν
: φιλονείκειαν . Ξυλόχοισιν : συνδένδροις τόποις . Ἀντόμενοι : συναντόμενοι , συναντηθέντες . τοῖς : τούτοις . ἀνάρσιος :
4737721 νεικεσσε
. ” ὣς ἔφατ ' , Ἀντίνοος δ ' ἔπεσιν νείκεσσε συβώτην : “ ὦ ἀρίγνωτε συβῶτα , τίη δὲ
ἐν Ἰλιάδι στίχους [ Ω . ] ἀθετοῦσι τοὺς ὃς νείκεσσε θεάς . δύναται δὲ καὶ καθ ' ὑπόκρισιν ἐρωτηματικῶς
4730593 γεροντες
: οὐ γάρ ποτ ' ἂν σὲ δεσπότην ἐκτήσατο . γέροντες , αἰνῶ : τῶν φίλων γὰρ οὕνεκα ὀργὰς δικαίας
, καὶ πάλαι , ὦ Κρίτων , ἄρα τηλικοίδε [ γέροντες ] ἄνδρες πρὸς ἀλλήλους σπουδῇ διαλεγόμενοι ἐλάθομεν ἡμᾶς αὐτοὺς
4718513 φρικωδη
πρὸϲ ἑρπετῶν δήγματα καὶ ϲπλῆναϲ ἐϲκιρρωμένουϲ καὶ ϲτομάχου ἀλγήματα καὶ φρικώδη . Ϲύμφυτον τὸ μὲν πετραῖον ἐξ ἐναντίων ϲύγκειται δυνάμεων
χθόνιος , ὡς βροντὴ Διός , βαρὺν βρόμον μεθῆκε , φρικώδη κλύειν : ὀρθὸν δὲ κρᾶτ ' ἔστησαν οὖς τ
4718460 βεβροτωμενα
βεβάμεν βεβηκέναι : “ ἀμφ ' αὐτῷ βεβάμεν . ” βεβροτωμένα ᾑματωμένα : βρότος γὰρ ὁ φόνος . βέλεμνα βέλη
, ἀλλὰ μόνον τοῦ ἀνθρώπου : βρότον αἱματόεντα : καὶ βεβροτωμένα τεύχε ' ἔχοντος , . , . * .
4716384 χαιρετε
πρὸς τοὺς τρίποδας τοὺς ἐν Διονύσου τουτουσὶ , πάντως δὲ χαίρετε αὐτοὺς προσορῶντες . ἆρ ' οὖν ποτ ' ἂν
οὕτω τελευτῆσαι . Καὶ ἔστιν ἡμῶν εἰς αὐτὸν οὕτω : χαίρετε , καὶ μέμνησθε τὰ δόγματα : τοῦτ ' Ἐπίκουρος
4711728 ἀκουομεν
τοιούτων εἰδώλων , οὐ πανταχόθεν ὁρῶμεν , ὥσπερ δὴ καὶ ἀκούομεν καὶ ὀσφραινόμεθα ; πῶς δὲ καὶ οὐ σύγχυσις τῶν
ἧς οὐδεὶς ἐξυλίσατο , δι ' οὗ τὴν πολύξυλον πάντως ἀκούομεν : οἱ δὲ πολυξύλῳ , ἐπεὶ τὸ α δηλοῖ
4702837 κιθαρας
γυναικὶ τῇ καὶ τοῦ γένους ἀξίᾳ . Τῆς Ὀρφέως ἀπόζεις κιθάρας ἐν τῷ λέγειν : ὁ Ὀρφεὺς γέγονε μουσικὸς Θρᾷξ
διὰ τοὺς τῶν χορευτῶν πόδας : ἀκούουσι γὰρ ἐκεῖνοι τῆς κιθάρας : τουτέστιν , ὁποῖόν ἐστι τὸ μέλος αὐτῆς ,
4696288 χολον
ἄκνηστιν κεῖτ ' ἄπνοος : ἐν δὲ λιπόντων ὕδρης Λερναίης χόλον αἵματι πικρὸν ὀιστῶν , μυῖαι πυθομένοισιν ἐφ ' ἕλκεσι
ἀλλ ' ἔτι καὶ νῦν παύε ' , ἔα δὲ χόλον θυμαλγέα : σοὶ δ ' Ἀγαμέμνων ἄξια δῶρα δίδωσι
4686120 ἐυσθενεος
πάντα δ ' ἔνερθεν ἅ περ θέμις ἐκρύψαντο αἰδόμενοι Πηλῆος ἐυσθενέος παράκοιτιν ἄλλάς τ ' εἰναλίας Νηρηίδας , ὅσσαι ἅμ
ἔρεξα καὶ ἔτλην εἵνεκα λαῶν . Ὣς εἰπὼν πάις ἐσθλὸς ἐυσθενέος Τελαμῶνος Ἑκτόρεον ξίφος ὦσε δι ' αὐχένος : ἐκ
4684807 ἐνθεοι
πρὸς ἄλλον ἀπ ' ἄλλου μεταστῶ λόγον . αἱ γὰρ ἔνθεοι διὰ λόγων ἐπωιδαὶ ἐπαγωγοὶ ἡδονῆς , ἀπαγωγοὶ λύπης γίνονται
μαντεῖα : τῆς μαντικῆς : τιμῶν , αὔξων : † ἔνθεοι γὰρ καὶ μανικοὶ γενόμενοι οἱ μάντεις μαντεύονται : †
4679795 ὀλλυμενης
ἤγουν τῆς πληθύος τοῦ λαοῦ , τουτέστι τῶν πολιτῶν , ὀλλυμένης καὶ φθειρομένης , τῆς μιξοθρόου , ἤτοι τῆς θροῦν
χεῖρα κάμῃ καὶ θυμόν , ὑποβρυχίης δ ' ἄρα νηὸς ὀλλυμένης ἀπάνευθε λιπὼν οἰήια μοῦνος τυτθὸν ἐπὶ σκάφος εἶσι ,
4661338 ἡρωες
ὄφρα κενώσειεν θανάτωι βάρος . οἱ δ ' ἐνὶ Τροίηι ἥρωες κτείνοντο , Διὸς δ ' ἐτελείετο βουλή . εἵματα
ἡμῶν ὄντες , τουτέστιν αἱ θεῖαι ψυχαὶ ἤτοι δαίμονες ἢ ἥρωες ἢ θεοὶ οἱ ὑπὲρ κεφαλῆς ἡμῶν ὄντες καὶ ὑπὲρ
4658011 κειντο
καί οἱ ἐπειγομένη θαμινὰς ἐκέδασσε φάλαγγας αἵ οἱ ὑπὸ τρόπι κεῖντο μιᾶς σχοίνοιο ταθεῖσαι . Ἐν δ ' ἄρ '
' ἀλλοδαπῶν ἐπικούρων : τῶν οἳ μὲν θανάτῳ δεδμημένοι ὀκρυόεντι κεῖντο κατὰ πτολίεθρον ἐν αἵματι , τοὶ δ ' ἐφύπερθε
4653730 δειλαιοις
: οἱ Δρύοπες οἱ τὴν Ἀσίνην κατοικοῦντες : Καλλίμαχος : δειλαιοῖς Ἀσινεῦσιν ἐπὶ τριπτῆρος † ἁπάσας . εἴρηται , ὅτι
: οἱ Δρύοπες οἱ τὴν Ἀσίνην κατοικοῦντες : Καλλίμαχος : δειλαιοῖς Ἀσινεῦσιν ἐπὶ τριπτῆρος † ἁπάσας . εἴρηται , ὅτι
4653728 ποθον
δέ ποτε τοῦ Διὸς πρὸς τὴν Ἥραν καὶ λέγοντος πλείονα πόθον ἔχειν ἐν τῇ συνουσίᾳ τὰς γυναῖκας ἤπερ τοὺς ἄνδρας
λόγων καθ ' ἡδονήν ἐστι καὶ ἡ ἄκανθα πρὸς μείζονα πόθον τῆς φιλίας ἐκκαίουσα . Εἰ ταῦτα γλώττης ἀργοτέρας ,
4652738 προπαροιθεν
καὶ Ἡσίοδός φησι : τῆς δ ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν . σμςʹ Τοῦ λέγειν καὶ πράττειν Καλῶς τὸ
, , ἢ εὐχερῶς ἐπιβουλεύσει . ἐγὼ δ ' εἶμι προπάροιθεν . † ) πρότερον χρονικῶς , ὅμοιον τῷ „
4647910 δελφινες
γηρᾶσαν , καθάπερ φύσις ἡ θεῶν : ἐν δὲ νήχουσι δελφῖνες , συμπαθήσουσι γὰρ καὶ τοῖς εἰς πέλαγος ἐμπίπτουσιν οὗτοι
ἄρα : οὕτω τὸ ψεῦδος ἐκείνοις ἔχθιστόν ἐστι . Οἱ δελφῖνες , τὸ μὲν φιλόμουσον αὐτῶν καὶ περὶ τὴν ᾠδὴν
4644585 ἀρρηκτῳ
ἕκαστα , πάντα δ ' ἐν ἀλλήλοισιν ὁμοφροσύνης ὑπὸ δεσμῷ ἀρρήκτῳ συνέδησας , ἀναγκαίῃ δ ' ἐπέρεισας ἀστεμφῆ πάγκοινον ὑπὸ
λαμπρότερον μήτε λυσιτελέ - στερον χρήσασθαι . βίᾳ μὲν γὰρ ἀρρήκτῳ οὐδὲν αὐτὸν ἐξέφυγε τῶν ἐγχειρισθέντων , δικαιοσύνης δὲ ὑπερβολῇ
4638769 πληγεντες
πίπτει κεραυνὸς εἰς τὸ στρατόπεδον : καὶ οἱ μέν τινες πληγέντες , οἱ δὲ καὶ ἐμβροντηθέντες ἀπέθανον . ἐκ δὲ
μείζονος δυνάμεως τοῖς πολεμίοις ἐνεποίησεν . οἱ μὲν δὴ φόβῳ πληγέντες ἔφευγον . τοῦ δὲ Πανὸς τὸ στρατήγημα τιμῶντες τὴν
4634017 ἀναφαινουσι
ἀλλ ' οἷον αἵ τε φωναὶ κατὰ τὰς ἀνακλάσεις ἀμαυροτέραν ἀναφαίνουσι τὴν ἠχὼ τοῦ φθέγματος . . . , ὣς
τοιούτου , θεοὶ δὲ τὰ τοιαῦτα δι ' ἀνδρῶν σοφῶν ἀναφαίνουσι . γέρανοι μὲν οὖν οὐ μεταποιοῦνται γραμμάτων , ἀλλὰ
4628714 ἐπειγονται
ὁ χερσαῖος . Φασὶ τοὺς σκόμβρους βλέποντας ἑτέρους σκόμβρους κεκρατημένους ἐπείγονται ἔσωθεν τοῦ λίνου ἐπεισελθεῖν καὶ αὐτοὶ , καὶ οἱ
ὡρικὴν νεανίαι θεασάμενοι , οἰστροῦνταί τε καὶ μεταθέουσι , καὶ ἐπείγονται φθάσαι ἄλλος ἄλλον καὶ γενέσθαι πλησίον καὶ παραψαῦσαι ,
4625351 ἐδημιουργησαν
σύγκρατον ἤδη τὸ τῆς φύσεως κάλλος τῇ πολυμορφίᾳ τῶν γεννηθέντων ἐδημιούργησαν . ἔχετε οὖν , ὦ παῖδες , καὶ τὸν
μέσηι καὶ νέαι κωμωιδίαι ἐπίτηδες τὰ προσωπεῖα πρὸς τὸ γελοιότερον ἐδημιούργησαν , δεδοικότες τοὺς Μακεδόνας καὶ τοὺς ἐπηρτημένους ἐξ ἐκείνων
4614211 ἐνεχονται
, ὥσπερ καὶ λέγεται . εἰ δὲ μὴ ἐπὶ πολὺ ἐνέχονται προσκαρτερεῖν τῇ εὐκρατοποσίᾳ φάσκοντες ἀσθενῶς ἔχειν καὶ τὸ στόμα
Ἔξαλοι : ἐκτὸς τῆς ἁλὸς , ἐκτὸς τῆς θαλάσσης . ἐνέχονται : δεσμοῦνται . Μηρίνθῳ : σχοίνῳ . πολυδινέϊ :
4612330 Τιρυνθιον
κρίβανος ἄρτων . Οὐκ οἶσθά μ ' ὄντα πρὸς θεῶν Τιρύνθιον Ἀργεῖον , οἳ μεθύοντες ἀεὶ τὰς μάχας πάσας μάχονται
αἴγειος στυφελοὶ πάγοι σχόμενος περὶ δουρί τελεσφόρος οἶκος Τέττιγος ἕδρανον Τιρύνθιον Ἄργος τρητὸν ἔλαιον τρηχὺ νόημα Τριτῆες γενεήν φιλητῶν γένος
4607142 ἀργαλεης
' ἐμὴν πηγὴν μισάμπελον , ἔνθα Μελάμπους ῥυσάμενος λύσσης Προίτιδας ἀργαλέης πάντα καθαρμὸν ἔβαψεν ἀπόκρυφον , εὖτ ' ἄρ '
πολύδακρυ μετὰ ξείνοισιν ἕπεσθαι , ἧχι πολεῖς ὀλέκονται ὑπ ' ἀργαλέης ὑσμίνης , καί περ ἐπιστάμενοι πόλεμον καὶ ἀεικέα χάρμην
4603341 κυνες
ἀπὸ τῶν γονέων ἀρχόμενοι , πάσχουσιν ὅπερ καὶ οἱ νεώνητοι κύνες , οἳ οὐ μόνον τοὺς ἄλλους ὑλακτοῦσιν , ἀλλὰ
Ἐ . ἀπορροὰς ἀπολείπει καί φησιν , ὅτι ἀνιχνεύουσι οἱ κύνες κέρματα θηρείων μελέων . ἀδύνατον δὲ τοῦτό γ '
4601117 θεσαν
τοι κλαύσας καὶ ὀδυρόμενος μεθέηκεν : τλητὸν γὰρ Μοῖραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν . ἐν ἄλλοις δέ φησιν ἀλλὰ χρὴ τὸν
κρητῆρι θέσαν . Περὶ δέ σφισι σῆμα ἐσσυμένως τεύξαντο , θέσαν δ ' ἄρα δοιὼ ὕπερθε στήλας αἵ περ ἔασι
4595634 εἰσοροωντος
βριθόμενα σταχύεσσι , γέγηθε δὲ θυμὸς ἐπ ' ἔργῳ ἀνέρος εἰσορόωντος , ὅ τις κλυτὸν οὖδας ἔχῃσιν : ὣς οἵ
στομάτεσσι περισταδὸν ἰύζοντες σαίνουσιν , τοῦ δ ' ἦτορ ἰαίνεται εἰσορόωντος : ὣς ἄρα Τρώιοι υἷες ἐγήθεον , εὖτ '
4591459 ἐσθλοι
σέβοντα δαίμονας θαρσεῖν χρεών : ἐς τέλος γὰρ οἱ μὲν ἐσθλοὶ τυγχάνουσιν ἀξίων , οἱ κακοὶ δ ' , ὥσπερ
ἀρετὴν ἀσκεῖσθαι ὑπ ' ἀνθρώπων ὡς μηδὲν πλέον ἔχωσιν οἱ ἐσθλοὶ γενόμενοι τῶν πονηρῶν , ἀλλ ' οἵ τε τῶν
4590126 γινωσκουσιν
σώματος . Ἄναρχα δὲ καὶ μισάλληλα ὄντα , οὐδὲ τάξιν γινώσκουσιν , οὐδὲ τὴν κατὰ συστάδην μάχην ἐπιτηδέουσι μάχεσθαι ,
οὗτοι γὰρ πολλὰ βοηθήματα γινώσκουσι , τὴν δὲ αἰτίαν οὐ γινώσκουσιν . ἐμπειρία οὖν ἐστι μνήμη καὶ τήρησις ἄλογος ἀνθρωπίνη
4589359 ἀλεγεινην
πάτρηνδε νέεσθαι : ἤδη γὰρ χρειὼ τῆς εἵνεκα τήνδ ' ἀλεγεινήν ναυτιλίην ἔτλημεν , ὀιζύι μοχθίζοντες , εὐπαλέως κούρης ὑπὸ
Νέστορος υἱὸς δάκρυα θερμὰ χέων , φάτο δ ' ἀγγελίην ἀλεγεινήν : ὤ μοι Πηλέος υἱὲ δαΐφρονος ἦ μάλα λυγρῆς
4589198 ἐφθεγγοντο
γὰρ καὶ οἱ λυρικοὶ πρὸς ἑκάτερον μέρος τοῦ δήμου ὁρῶντες ἐφθέγγοντο τὰ ποιήματα καὶ τέλει τοῦ δράματος μέλλοντος παύεσθαι τὸν
δαΐδων σέλας : ἀμφὶ δὲ τήνγε ὀξείῃ ὑλακῇ χθόνιοι κύνες ἐφθέγγοντο . πίσεα δ ' ἔτρεμε πάντα κατὰ στίβον :
4588737 ὀλοφυρεται
Βρισηίδος ἐρωτικὸς γὰρ ἁνήρ , εἰς οἶκτον δὲ κάμπτων οἷς ὀλοφύρεται τῶν Ἑλλήνων τὰ πάθη , ἐρυθριᾶν δὲ ποιῶν οἷς
ἔπειτα Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ : τίπτε τὰρ ὧδ ' Ἀχιλεὺς ὀλοφύρεται υἷας Ἀχαιῶν , ὅσσοι δὴ βέλεσιν βεβλήαται ; οὐδέ
4586277 θεαται
τὴν ἐκδοχὴν αὐτοῦ ἐξεκέχυτο : συνέτρεχον δὲ πολλοὶ καὶ ἄλλοι θεαταὶ τὸ παράδοξον τῆς τύχης θαυμάζοντες , εἰ ὁ παρέγγραφος
Ἀριστοφάνης Θεσμοφοριαζούσαις ποῦ δ ' οὐχὶ διαβέβληκεν ὅπουπερ ἔμνβραχυ εἰσὶν θεαταὶ καὶ τραγῳδικοὶ χοροί ; Κρατῖνος Ὥραις ἔδει παρέχειν ὅτι
4579855 δευετο
' Ἐνυώ . Πάντῃ δ ' αἷμα κελαινὸν ὑπέρρεε , δεύετο δὲ χθὼν Τρώων ὀλλυμένων ἠδ ' ἀλλοδαπῶν ἐπικούρων :
πέρι τεύχη βλημένου ἐν κονίῃσι , περὶ μελέεσσι δὲ θώρηξ δεύετο φοινήεντι λύθρῳ . Ὃ δὲ λοίγιον ἔγχος ἐκ χροὸς
4576935 μανιας
: ὃς δ ' ἂν ἄνευ , φησὶν , ἐνθέου μανίας τῶν Μουσῶν ἐκ τέχνης ἐλπίσῃ γενέσθαι ἔνθους ποιητὴς ,
τὴν μητρυιάν : ἀσύστατον γὰρ ἂν ἦν τὸ ζήτημα τῆς μανίας ὁμολογουμένης , ἀλλ ' ἐν δόξῃ μανίας ὅπερ ἀμφίβολον
4573194 ἐπισκοποι
ἀπ ' αὐτοῦ εὐμαρέως . ἕκτοι δέ εἰσιν Ἰνδοῖσιν οἱ ἐπίσκοποι καλεόμενοι . οὗτοι ἐφορῶσι τὰ γινόμενα κατά τε τὴν
' αὐτοῦ εὐμαρέως . . Ἕκτοι δέ εἰσιν Ἰνδοῖσιν οἱ ἐπίσκοποι καλεόμενοι . Οὗτοι ἐφορῶσι τὰ γινόμενα κατά τε τὴν
4570081 μορον
πρὸς τὸ φόνῳ , ὥσπερ ἐστὶ καὶ τὸ “ ξύλινον μόρον , ἣν παγίδα καλέουσιν . ” ἢ μὴ σύναπτε
] † ἀκόρεστοι γὰρ περὶ τὸ θρηνεῖν αἱ Περσίδες . μόρον ] τὸν θάνατον . τῶν οἰχομένων ] τῶν φθαρέντων
4567494 βροτοι
[ ] λεγέσθω : τί ? μάταν ? [ ] βροτοὶ δὲ ? [ ] πολλὰ ? ? [ πέπασθε
ἐννέπετε , σφέτερον πατέρ ' ὑμνείουσαι . ὅν τε διὰ βροτοὶ ἄνδρες ὁμῶς ἄφατοί τε φατοί τε , ῥητοί τ
4567158 ὁμηλικες
προσφθέγγομαι . ἴτ ' , ὦ νέοι μοι τῆσδε γῆς ὁμήλικες , προσείπαθ ' ἡμᾶς καὶ προπέμψατε χθονός : ὡς
ὅτι μάλιστα ἀκροποδητὶ ἐπεγείρῃ ἑαυτόν : ἀλλ ' εἰ μέλλουσιν ὁμήλικες φανεῖσθαι , ὁ μείζων ἐκεῖνος ἐπικύψει καὶ ταπεινότερον ἀποφανεῖ
4566554 τεθνηκοτες
. Διονύσιος πόλιν ἑλὼν , ἧς τῶν πολιτῶν οἱ μὲν τεθνηκότες , οἱ δὲ πεφευγότες ἦσανἦν δὲ μείζων ἢ ὥστε
Ζῶντες μὲν πρὸς ὀλίγον οἱ ἄνθρωποι ἐπιπλάστῳ σεμνυνόμεθα κόσμῳ : τεθνηκότες δὲ ἀφῃρήμεθα ἃ οὐκ ἔστιν ἡμέτερα . ὑπερόρα τοίνυν
4565132 ἀταρβεες
τῶν δ ' ὁπότε σκύμνους νεοθηλέας ἐν ξυλόχοισι λάθρη συλήσωσιν ἀταρβέες ἀγρευτῆρες , αἱ δ ' ἄρ ' ἔπειτ '
θυμὸν παρθέμενοι στονόεντος ἀφειδήσωσιν ὀλέθρου , ὡς νῦν Τρώιοι υἷες ἀταρβέες ἀμφιμάχονται ἄστυ περὶ σφέτερον , μέγα δέ σφισι μαίνεται
4562796 Νηρηιδες
φασί , Μοῦσαι μὲν οὐδ ' ἀφίκοντό ποτε ἐνταῦθα , Νηρηίδες δὲ ἔτι φοιτῶσι . „ μετὰ ταῦτα δὲ ἠρόμην
Ἑλένη καὶ γάμον ἐδαίσαντο σφῶν Ποσειδῶν τε αὐτὸς καὶ Ἀμφιτρίτη Νηρηίδες τε ξύμπασαι καὶ ὁπόσοι ποταμοὶ καὶ δαίμονες ἔρχονται τὴν
4560858 καθελκουσιν
δεσμῶν τῆς ὕλης , δαίμονες δ ' εἰς τὴν φύσιν καθέλκουσιν : ἥρωες δὲ κατάγουσιν εἰς τὴν ἐπιμέλειαν τῶν αἰσθητῶν
ἀποπίπτουσι καὶ διότι τούτων ἀποτυγχάνοντες ἐπὶ τὰ ἀνθρώπινα αὐτὰ πάθη καθέλκουσιν . Ἐχρῆν δέ γε καὶ τῶν ὡσαύτως δρωμένων πρὸς
4554073 θηρες
πάλαι γενέσθαι τροφούς τε καὶ φύλακας . Οἱ γὰρ νῦν θῆρες γυναῖκες ἀρχῆθεν ἐτύγχανον , θρέπτειραι τοῦ Βάκχου θεοῦ ,
, καὶ † ἀνδράσι νήπιος ἐών † πιλναμένης , καὶ θῆρες ἀνὰ δρυμὰ πρηΰνονται . τινὲς ἀνέγνωσαν δρυμά ὡς ἀπὸ
4553137 περισταδον
: [ καὶ ] ἐξισουμένους . κείρω : κτείνω . περισταδόν : κύκλῳ περιεστῶτας . νῦν ἐπὶ τόπου τὸ πάρος
τὸ ἔρυμα τοῦ τείχεος συγχώσαντες , οἱ δὲ περιελθόντες πάντοθεν περισταδόν . Λακεδαιμονίων δὲ καὶ Θεσπιέων τοιούτων γενομένων ὅμως λέγεται
4547711 ἀριστηων
λαιψηροῖσι πόδεσσιν , ὑπὲρ Παγασηΐδας ἀκτάς . Ἔνθα δ ' ἀριστήων Μινυῶν λόχος ἠγερέθοντο στεῖνον δὴ ψαμάθους ὁμάδῳ , ῥηγμῖνα
ἐπεὶ μάλα δεξιὰ Φοῖβος ἔχρη , ἀτὰρ μετέπειτά γ ' ἀριστήων ἐπαρωγῇ . ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν αὖθι μετ '
4543993 μελιῃ
: μόνῃ γάρ , ὡς τὸ εἰκός , τῇ Πηλιώτιδι μελίῃ τοῦτο ἐδέδοτο . Λεπτὸν θηρίον ὁ κεράστης . ἔστι
ἄφαρ δέ οἱ ἦτορ ἔλυσεν . Ἣ δ ' ἔπεσεν μελίῃ ἐναλίγκιος , ἥν τ ' ἐν ὄρεσσι δουροτόμοι τέμνουσιν
4542507 θανοντες
. Ἡμέραν ἡσύχιμον τὴν τοῦ θανάτου , ἐπεὶ ἐν ταύτῃ θανόντες ἡσυχάζομεν . . Ἡμέραν ἡσυχίας τὸν θάνατον λέγει ,
φησι καὶ Θεόκριτος : Ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν , ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες . . ΑΡΡΗΚΤΟΙΣΙ ΔΟΜΟΙΣΙ . Μεταφορικῶς εἶπεν , ἀντὶ
4542260 ἰδον
οὐ μὴ ἴδῃς καὶ τὸ „ οὐ γάρ πω τοίουτους ἴδον ἀνέρας οὐδὲ ἴδωμαι „ . Ἄλλο πολλοῖς εἰρημένον :
σφίσι πάγχυ τέλος βιότοιο βάλοντο . Ἄμφω δ ' ὡς ἴδον ἦμαρ ὁμῶς , καὶ κάτθανον ἄμφω χερσὶ Νεοπτολέμοιο θρασύφρονος
4540580 Ἀηται
: οἳ δ ' ἐπέτοντο Ἠοῦς ὄβριμον υἷα θοοὶ φορέοντες Ἀῆται τυτθὸν ὑπὲρ γαίης δνοφερῇ κεκαλυμμένον ὄρφνῃ . Οὐδὲ μὲν
γίνετο τέφρη . Οἳ δὲ μέγ ' ἐκτελέσαντες ἀτειρέες ἔργον Ἀῆται εἰς ἑὸν ἄντρον ἕκαστος ὁμοῦ νεφέεσσι φέροντο . Μυρμιδόνες
4539435 ἐφανθη
κελάδωι ἐμὰν πόλιν , ἐμὰ τείχη , σπαρτῶν ἵνα γένος ἐφάνθη , χαλκασπίδων λόχος , ὃς γᾶν τέκνων τέκνοις μεταμείβει
ὁ καθ ' ἡμᾶς . αἰὼν ] ὁ χρόνος . ἐφάνθη ] ἐφάνη . γεραιοῖς ] τοῖς . ἤγουν ἡμῖν
4539398 ἱλασκοντο
ἄρα πᾶσιν ἐπαρξάμενοι δεπάεσσιν : οἳ δὲ πανημέριοι μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο καλὸν ἀείδοντες παιήονα κοῦροι Ἀχαιῶν μέλποντες ἑκάεργον : ὃ
δι ' ἧς προσηνέγκατο θυσίας : ἀμέλει πανημέριοι μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο . Ἦμος δ ' ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας
4538665 ἀθανατοι
' οὐκέτι νόστος ἐτήτυμος , ἀλλά οἱ ἤδη φράσσαντ ' ἀθάνατοι θάνατον καὶ κῆρα μέλαιναν . νῦν δ ' ἐθέλω
ἐπὶ τοὺς πλησίον , καὶ ἄπαυστοι θυμοί , καὶ ὀργαὶ ἀθάνατοι , καὶ τιμωρίας ἔρως , καὶ ἀμαθία δίκης .
4535282 ἀγηρατον
πεζῶν . οἱ δὲ τὸ ἄριστον τῆς Μακεδονικῆς συντάξεως . ἀγήρατον ἀρρενικῶς εἶπε Σοφοκλῆς , θηλυκῶς δὲ Ξενοφῶν . καὶ
γηροβοσκὸν εἴρηκε , καὶ Ἄλεξις γηροβοσκεῖα , Ξενοφῶν δὲ τὴν ἀγήρατον δόξαν , Ὑπερείδης δὲ τὸν ἀγήρατον χρόνον , Σοφοκλῆς
4533423 ἐλαφριζουσα
. καὶ στέφος ἀσκήσασα γαμήλιον ἤλυθε Πειθώ , τοξευτῆρος Ἔρωτος ἐλαφρίζουσα φαρέτρην . καὶ βριαρὴν τρυφάλειαν ἀπὸ κροτάφοιο μεθεῖσα ἐς
Παλλάδος ἐννεσίῃσιν : ἀνηέρθη δὲ μάλ ' ὦκα δούρατ ' ἐλαφρίζουσα , θοὴ δ ' ὠλίσθανε πόντῳ : καί οἱ
4532307 ἀφρονες
. τέκνα πόνοι , πήρωσις ἄπαις βίος . αἱ νεότητες ἄφρονες , αἱ πολιαὶ δ ' ἔμπαλιν ἀδρανέες . ἦν
λέγοντες ἢ ἀπαγγέλλοντες οὐ μόνον οὐ πείθουσιν , ἀλλὰ καὶ ἄφρονες δοκοῦσιν εἶναι : ὅμως δὲ οὐ καταφοβηθεὶς ἐπισχήσω κινδυνευούσης
4532298 ἐγειρουσι
λωνται , ποιεῖν . Ὅταν μὲν ἐπισπεύδωσι τὰς ὠδεῖνας , ἐγείρουσι διδοῦσαι ? φαρμάκια τὰ συνταχύνοντα , [ ὅταν ]
αἱ καλούμεναι πίστεις καὶ τόποι πίστεων καὶ ἀφορμαὶ πολλὴν ἀφθονίαν ἐγείρουσι λόγων . Ἐπειδὴ δὲ εἴρηται καὶ περὶ τούτων ἀποχρώντως
4531789 ἀοιδην
μεθύσκεσθαι , ἐς ὃ ἐς ὄρχησίν τε ἀνίστασθαι καὶ ἐς ἀοιδὴν ἀπικνέεσθαι . Τούτων μὲν αὕτη λέγεται δίαιτα εἶναι .
αὐτὸν ποιητάς , ἐπεὶ καὶ αὐτός πού φησι τὴν γὰρ ἀοιδὴν μᾶλλον ἐπικλείους ' ἄνθρωποι ἥτις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται ,
4527518 παραδεξαμενοι
Ὅμηρε , αἰνετὸν ὕμνων φύσιν [ ἡρῴων ] λογάσιν μερόπων παραδεξάμενοι μεγαλύνουσιν , τήν τ ' ἀπὸ Μουσῶν ἄφθιτον αὐδήν
χῶρος τῆς Μυσίης , Λέσβου ἀντίος . Πακτύην μέν νυν παραδεξάμενοι οἱ Πέρσαι εἶχον ἐν φυλακῇ , θέλοντες Κύρῳ ἀποδέξαι
4525069 ῥηγνυμενοι
ὡς ἀκουστοῦ τὸ μὴ ἀκοῦον παθεῖν ἀδύνατον , οἱ δὲ ῥηγνύμενοι λίθοι καὶ τὰ διιστάμενα φυτὰ ὑπὸ τῶν βροντῶν οὐ
ὃ καὶ ἀκοῦσαι καὶ ἰδεῖν ἄπιστον . οἱ δὲ παραδυναστεύοντες ῥηγνύμενοι τῷ φθόνῳ πρὸς βασιλείαν ἄρτι φιλοσοφεῖν μεταμανθάνουσαν , τὸν
4507939 στεγαι
ἦσαν ἐκ χιόνος , καὶ ἐδάφη χιονικά , καὶ αἱ στέγαι ὡς διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἀστραπαί , καὶ μεταξὺ αὐτῶν
ἐξωρμήκει : συνενήνεκτό τε εἰς ταυτὸν νεκροὶ , βωμοὶ , στέγαι , κόνις , αἷμα , ἔπιπλα , ὄροφοι ,
4505787 ἐυπλοκαμου
, οὕνεκα πασέων ληιάδων προφέρεσκον ἐυφροσύνῃ τε καὶ ἔργοις νόσφιν ἐυπλοκάμου Βρισηίδος , ἅς ποτ ' Ἀχιλλεὺς ληίσατ ' ἐκ
κακίω . ξείνια δυσμενέσιν λυγρὰ χαριζόμενοι , πολλὰ δ ' ἐυπλοκάμου πολιῆς ἁλὸς ἐν πελάγεσσι θεσσάμενοι γλυκερὸν νόστον ˘˘˘ –
4499293 ὠδυροντο
ἑῇσι . θυγατέρες δ ' ἀνὰ δώματ ' ἰδὲ νυοὶ ὠδύροντο τῶν μιμνησκόμεναι οἳ δὴ πολέες τε καὶ ἐσθλοὶ χερσὶν
ἀδελφοὺς ἐπεζήτουν , πλεῖστοι δὲ παῖδες ὀρφανοὶ πατέρων γεγονότες ἔρημοι ὠδύροντο τόν τε τῶν γεγεννηκότων θάνατον καὶ τὴν ἰδίαν ἐρημίαν

Back