ἡ γὰρ παρθένος ? [ ἐντὸς τῆς ] γυναικωνίτιδος [ ζῶσα ] οὐκ εὐπρεπεῖς ἐποίει [ τοὺς λόγους ] ?
ἔρημον , εἴτε χρῇ θανεῖν , εἴτ ' ἐν τοιαύτῃ ζῶσα τυμβεύειν στέγῃ . Ἡμεῖς γὰρ ἁγνοὶ τοὐπὶ τήνδε τὴν
7548334 θανουσα
Κυκλωπιᾶν πόνον χερῶν ; ἐθρέψαθ ' Ἑλλάδι με φάος : θανοῦσα δ ' οὐκ ἀναίνομαι . κλέος γὰρ οὔ σε
τίς ἡγεμών μοι ποδὸς ὁμαρτήσει τυφλοῦ ; ἥδ ' ἡ θανοῦσα ; ζῶσά γ ' ἂν σάφ ' οἶδ '
6307091 τεκνον
τέκνον . Ἀλλ ' ἦ παραφρονεῖς ; Κριβανίτας , ὦ τέκνον . Ὁ δὲ μεθύων ἤμει παρὰ τοὺς ἀρχηγέτας .
τὴν θυγατέρα Ὀμύρητος , καὶ αὐτῷ γίνεται ἐκ κοίτης θῆλυ τέκνον , ᾧ οὔνομα τίθεται Κρηθηΐδα . καὶ αὐτὸς μὲν
6150603 δυστυχης
περὶ τῆς Σικελίας , ἔσθ ' οὕτω τις ἄφρων ἢ δυστυχὴς ὅτῳ ταῦτα ἤδη ἀφικέσθαι παρέστη , ὥστε τὴν πόλιν
τράγον Πανὸς ἱερὸν κατέθυσέ τε καὶ σκευάσας ποικίλως ταύτην ὁ δυστυχὴς ἄρα τὴν δαῖτα ἄσατο , Αἰγυπτίων τε λεὼν πάμπολυν
6111188 χἠ
λέπαδνα τοὺς μασχαλιστῆράς φασι . . . . . . χἢ μὲν τῇδ ' ἐπυργοῦτο στολῇ : καὶ ἡ μέν
χλοεροῖσιν ἰαινόμενοι μελέεσσιν ἀλλήλοις ψιθύριζον . ἀνίστατο φώριος εὐνή . χἢ μὲν ἀνεγρομένη πάλιν ἔστιχε μᾶλα νομεύειν ὄμμασιν αἰδομένοις ,
6043382 ζῃ
γὰρ , φησὶ , τῷ δὲ προσδοκᾶν αὑτὴν ἀποθανεῖν οὐ ζῇ : ἕως οὗ συμβῇ , ὑπέρθου τὰ δάκρυα :
: κέντρον , τὸ βέλος τῆς τρυγόνος καὶ αὐτῆς : ζῇ γὰρ ἀποθανούσης καὶ ἀκαταπόνητον δύναμιν ἐνδύεται , ἔχει .
6021660 χαιρουσα
κεφαλῇ περιθεῖσα καθαπερεὶ κόσμον ὁμοῦ τε ᾄδει καὶ ἄπεισιν οἴκαδε χαίρουσα : οὐ μὴν δὲ ἀφιᾶσιν οἱ θηραταὶ , ἀλλὰ
οἱ μὲν πάντες ἰῷ κίον ἤματι κείνῳ . ” καγχαλόωσα χαίρουσα , διὰ τὸ ἐν χαλάσματι εἶναι τὴν ψυχήν ,
5871870 θνητος
, ὡς ὅσων ἂν πόλεων μὴ θεὸς ἀλλά τις ἄρχῃ θνητός , οὐκ ἔστιν κακῶν αὐτοῖς οὐδὲ πόνων ἀνάφυξις :
' , ἐγὼ δ ' ὔμμιν θεὸς ἄμβροτος , οὐκέτι θνητός καὶ ἤδη γάρ ποτ ' ἐγὼ γενόμην κόρη τε
5814296 τεκουσα
τὴν φήμην αἰδουμένη , / τὸν μὲν Σύρισκον ἀφαντοῖ , τεκοῦσα δὲ τὸ βρέφος / ἐν τοῖς ἀγροῖς ἐκτίθεται :
' ἐφώνει “ δυστυχὴς ἀποθνῄσκω : τὰ σπλάγχνα γάρ , τεκοῦσα , πάντα μου πίπτει . ” ἡ δ '
5788208 ἀθανατος
Ἡ γὰρ μερικὴ ἡμετέρα ἅτε κακυνομένη καὶ ἀμφισβήτησιν ἔσχεν εἰ ἀθάνατός ἐστιν . κθʹ Ἡνίκ ' ἂν πρὸς ἄκρῳ Δύο
ναί ἐρεῖ καὶ αὐτὴν προσθήσει τούτῳ τὴν κατάφασιν ναί , ἀθάνατός ἐστι λέγων , καὶ περὶ τοῦ τινὸς ἀνθρώπου ὅτι
5781615 ἀθλια
μ ' ἐθρέψαθ ' ἡδέως . ὦ τῆς ἀώρου θύγατερ ἀθλία τύχης . χαῖρ ' , ὦ τεκοῦσα , χαῖρε
δηλονότι : καὶ μὴ λαχοῦσα : καὶ λαχοῦσα τὸ ζῆν ἀθλία εἰμὶ διὰ τὸ μέλλειν τὸν παῖδά μου φονεύεσθαι καὶ
5724914 πηματων
, ἐκποδὼν ἔλα . ὦναξ Παιάν , ἀπότροπος γένοιό μοι πημάτων . θαρσεῖτε Νυκτὸς τήνδ ' ὁρῶντες ἔκγονον Λύσσαν ,
συμφορῶν γὰρ αἱ θεαὶ αἴτιαι . μὲν ] δέ . πημάτων ] συμφορῶν . σεσαγμένων ] σεσωρευμένων . λέγειν ]
5707726 θανατος
. . . πυρὸς θάνατος ἀέρι γένεσις , καὶ ἀέρος θάνατος ὕδατι γένεσις . . ὅτι γῆς θάνατος ὕδωρ γενέσθαι
τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι , πᾶσι μάλ ' ἑξείης : θάνατος δέ μοι ἐξ ἁλὸς αὐτῷ ἀβληχρὸς μάλα τοῖος ἐλεύσεται
5658203 ψυχη
. . οὐρανοῦ καὶ σελήνης γῆν ἀμειψαμένη [ . ἡ ψυχή ] καὶ τὸν ἐπὶ γῆς βίον , ἂν μικρὸν
Κλυταιμνήστρας τάφον : ὡσεὶ ἔλεγεν : ἓν σῶμα καὶ μία ψυχή ἐσμεν . πᾶν γὰρ τὸ καθ ' ἡμᾶς ἓν
5651879 ἀκουουσα
δὲ αὐτὴν παρεσκεύαζον θᾶττον ἢ βάδην κινεῖσθαι , μὴ θρηνούσης ἀκούουσα τῆς μητρὸς χαλεπῶς ἐνέγκῃ τὴν τελευτήν , καὶ πρὸς
, ἵνα μὴ τὸ κάλλος εἴπω , διότι μὴ ἀνέχῃ ἀκούουσα , οὐκ ἂν παραβάλλοιμι θεῶν εἰκόσι γυναῖκα φαιδρὰν καὶ
5627550 ση
καὶ τὸ πλῆθος δὲ τῶν ἱππέων ἵππον λέγουσι . . ση : ὅτι οἱ δισχίλιοι δαρεικοὶ γίνονται ἀργυρίου τάλαντα δέκα
εὐθεῖα φερέσθω κατὰ τῆς ΑΔΒ εὐθείας ἑλκομένη διὰ τοῦ Ε ση - μείου οὕτως ὥστε διὰ παντὸς φέρεσθαι τὸ Δ
5598301 ἀγαπητος
ἐπιόντι , ξὺν νῷ ἑλομένῳ , συντόνως ζῶντι κεῖται βίος ἀγαπητός , οὐ κακός . μήτε ὁ ἄρχων αἱρέσεως ἀμελείτω
ἱερὸν ἐξ ἱερῶν ὠδίνων τέλεον εὐθὺς καὶ ὁλόκληρον , ὁ ἀγαπητός , ὁ πολύευκτος , ὁ σεβαστὸς ἐκ τοῦ λίκνου
5596213 ἁγνη
θεοὶ ῥεῖα ζώοντες , ἕως μιν ἐν Ὀρτυγίῃ χρυσόθρονος Ἄρτεμις ἁγνὴ οἷς ' ἀγανοῖσι βέλεσσιν ἐποιχομένη κατέπεφνεν . ὣς δ
πρὸ τοῦ ἱεροῦ ὦ μεγίστη θεῶν , μέχρι μὲν νῦν ἁγνὴ μένω νομιζομένη σή , καὶ γάμον ἄχραντον Ἁβροκόμῃ τηρῶ
5595685 τλημων
ἀγαθὸς ποητὴς καὶ ποθεινὸς τοῖς φίλοις . Ποῖ γῆς ὁ τλήμων ; Ἐς μακάρων εὐωχίαν . Ὁ δὲ Ξενοκλέης ;
τρυφῆσαι καί τι τερφθῆναι βίου ἀπεστερήθην φιλτάτης μητρὸς τροφῆς . τλήμων δὲ χἠ τεκοῦσά μ ' : ὡς ταὐτὸν πάθος
5595563 νοσος
ἐὰν δὲ ἀπὸ τῆς ☍ ἐπὶ τὸ μεῖζον τραπῇ ἡ νόσος καὶ κατὰ τὴν κοιλίαν λεπταὶ ἀνενεχθῶσι , ἀπαραβάτως ἀναιροῦνται
λεύκανσις , εὔνοια δὲ θάττων οὐκ ἔστιν , ὥσπερ οὐδὲ νόσος ἢ μελανία , οὐκ ἂν εἴη ἡ εὔνοια φίλησις
5587838 χαρα
καὶ ἐν ψυχικῇ μὲν δυνάμει γίνεται , ὅταν λύπη , χαρά , φόβος , δειλία , ἔκλυσις , ὀργὴ γένηται
τῷ δὲ κατ ' εὐμοιρίαν φύσεως ἐπ ' ἀρετὴν φθάσαντι χαρά : χαρτὸν γὰρ ἡ εὐφυΐα καὶ τὰ φύσεως δῶρα
5587651 δυστηνος
διῆλθ ' Ἀχαιοὺς πάντας ὡς οἴχῃ θανών . Ἁγὼ κλύων δύστηνος ἐκποδὼν μὲν ὢν ὑπεστέναζον , νῦν δ ' ὁρῶν
. λέγοντος δὲ τοῦ γήμαντος αὐτὴν σωφρονεῖ παρ ' ἐμοί δύστηνος εἶ ἔφη εἰ [ γυναῖκα ] δοκεῖς παρ '
5580178 θανειν
, πρός τι χωρίον Λίβυσσαν καλούμενον τῇ κλήσει , δοκῶν θανεῖν εἰς Λίβυσσαν πατρίδα τὴν οἰκείαν . ἦν γὰρ Ἀννίβᾳ
μέγας γὰρ ἁγὼν καὶ βλέπω δύο ῥοπάς : ἢ γὰρ θανεῖν δεῖ μ ' , ἢν ἁλῶ τεχνωμένη , ἢ
5564672 ποθουσα
γὰρ κεκλήσῃ γυνή . κἀκείνη περιβλέψασα πάντας ἀπῄει δακρύουσα , ποθοῦσα τὸν Ζαριάδρην ἰδεῖν : ἐπεστάλκει γὰρ αὐτῷ ὅτι μέλλουσιν
οὐδὲν κέρδος ἐν τοῖς κακοῖς ἡ σιωπή : ἡ γὰρ ποθοῦσα : ἡ γὰρ καρδία ἐπιζητοῦσα πάντα ἀκούειν δαπανᾶται :
5556185 μητηρ
φρονήσειν Χαιρέαν , ὅταν πλουτῇ μὲν αὐτός , ἡ δὲ μήτηρ γάμον πολυτάλαντον ἐξεύρῃ αὐτῷ ; μνησθήσεται ἔτι , οἴει
δὲ ὁ τοῦ ἀνδρὸς πατὴρ τῇ νύμφῃ καὶ ἑκυρὰ ἡ μήτηρ , οἷον τῇ Ἑλένῃ , φησίν , ὁ Πρίαμος
5547541 παθουσα
τοὺς τύπους , οὐκ ἄν ποτε προεῖτο , τί μὴ παθοῦσα . καὶ νῦν μὲν ἐξεταζομένη ἐκ τοῦ προχείρου δίδωσιν
ἀπηλευθερωμένης καὶ προῖκα ἐς γάμον ἐπιλαβούσης , ἡ τοσάδε εὖ παθοῦσα προύδωκε ζηλοτυπίᾳ τῆς μεθ ' ἑαυτὴν τῷ Φουλβίῳ γεγαμημένης
5503471 γυνη
ἀτρεκέως ταῦτα : περὶ δὲ τῆς λειότητος , εἰ ἑτέρη γυνὴ ψαύσειε τῶν μητρέων κενεῶν ἐουσέων , οὐ γὰρ ἄλλως
ἔχει δὲ οὕτως : “ σὲ δ ' ἄλλη τις γυνὴ κεκτήσεται , σώφρων μὲν οὐκ ἂν μᾶλλον , εὐτυχὴς
5500724 ζῃς
αἴτια , κἂν πρὸς ἄλλην χώραν προσπαθῇς . τί οὖν ζῇς ; ἵνα λύπας ἄλλας ἐπ ' ἄλλαις περιβάλῃ ,
ὑμῖν ἡ πόλις πεπαίδευται , καίτοι χρῆν ἐν ᾗ σὺ ζῇς καὶ πολιτεύῃ , ἀλλ ' ὅτι τὸν μηδὲν ἐκεῖ
5478306 κορη
μοι δραχμῆς . οὐ φιλοτάριχος οὐδαμῶς εἰμ ' , ὦ κόρη . οἷα δ ' ἡ χώρα φέρει διαφέροντα πάσης
Ἄρτεμιν . ἐλάμβανε δὲ τὴν ἱερωσύνην τῆς θεοῦ τότε ἔτι κόρη παρθένος . Ἀριστοκράτης δέ , ὥς οἱ πειρῶντι τὴν
5477258 ἀτεκνος
λαμβάνων κατέπινεν . καὶ οὕτως ἐπὶ πολλῶν τούτου γινομένου , ἄτεκνος ἔμενεν ἡ Ῥέα . ὅτε οὖν ἐγέννησε τὸν Δία
προτέρας Ἀρσινόης γενηθέντας αὐτῷ παῖδας : αὐτὴ γὰρ ἡ Φιλάδελφος ἄτεκνος ἀπέθανεν . ὧδε καὶ ἀθανάτων : φέρει σύγκρισιν ἀπὸ
5477236 ἐπισταμενη
ἄλλην τὴν πρωτίστην αἰτίαν καταντήσεις . οὕτως ἡ τὸ εἶδος ἐπισταμένη μόνη καὶ ὁρίζεται καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις , τουτέστι
, ἐρωτῶσιν , ἆρα ὡς ἀγνοοῦσα διαλαμβάνει , ἢ ὡς ἐπισταμένη ; καὶ εἰ μὲν ὡς ἀγνοοῦσα , οὐ προσδεκτέον
5436906 Δικη
ἐπιφέρει γραμμάτων ἡ γυνὴ αὕτη λέγει : ἐγώ εἰμι ἡ Δίκη , ἤτοι ἡ δικαιοσύνη , καὶ κατάγω καὶ εἰσάξω
νιν : ἀλλά νιν καὶ αὐτὸν τὸν Πολυνείκην οὐχὶ ἡ Δίκη λόγου ἄξιον ἔκρινεν οὔτε φυγόντα μητρόθεν σκότον , ἤγουν
5436897 ἐμη
Ἑλληνικοῖς γάμοις τὴν προτέραν ἁμαρτίαν καλύψαι . τουτέστιν : ἡ ἐμὴ μέχρι γήρως συμβίωσις ἀδοξίαν σοι προσετρίβετο . οἷον :
Λήδαι Θεστιάδι τρεῖς παρθένοι , Φοίβη Κλυταιμήστρα τ ' , ἐμὴ ξυνάορος , Ἑλένη τε : ταύτης οἱ τὰ πρῶτ
5434648 θνῃσκειν
' οὔτε συλλύειν τινά , πάντων δ ' ἄτιμον κἄφιλον θνῄσκειν χρόνῳ κακῶς ταριχευθέντα παμφθάρτῳ μόρῳ . τοιοῖσδε χρησμοῖς ἆρα
. Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην . Καλὸν τὸ θνῄσκειν οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει . Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς
5433292 δειλαια
, ἰὼ δαῖμον . Θρῴσκει δ ' αὖ , θρῴσκει δειλαία διολοῦς ' ἡμᾶς ἀποτίβατος ἀγρία νόσος . Ὦ Παλλὰς
ἔτεκες , ὦ κυανεᾶν λιποῦσα Συμπληγάδων πετρᾶν ἀξενωτάταν ἐσβολάν . δειλαία , τί σοι φρενοβαρὴς χόλος προσπίτνει καὶ ζαμενὴς φόνου
5431260 ὁρωσα
τῆς ἐν τῷδε . οὕτως γὰρ μᾶλλον ἡ ἡμετέρα ψυχὴ ὁρῶσα ἄλλους οἷον ἐλεγχομένους ἢ ἐπαινουμένους ἀναγκάζεται συγκατατίθεσθαι τοῖς ἐλέγχοις
ἀκούσασα προήχθη μηδὲν προαδικηθεῖσα τὸν πρὸς Ἰνδοὺς ἐξενεγκεῖν πόλεμον . ὁρῶσα δ ' αὑτὴν μεγάλων καθ ' ὑπερβολὴν προσδεομένην δυνάμεων
5420207 ἁβρα
] ! ων ποσὶν α [ [ ] ! ορος ἁβρὰ β [ [ ] αρμαν [ [ ] ωναι
[ [ αὐλητῆρος ] ? ? ἀειδο [ [ ] ἁβρὰ παντῶς [ ] ? [ [ ] ! ος
5418904 τελευτησω
ὁ βίος ταχέως ἐπιλείψῃ , ἀντὶ τοῦ , ἐὰν μὴ τελευτήσω , ἀλλὰ ζῶ , σὺν τῷ ταχεῖ τεθρίππῳ παραγεγονὼς
φρονεῖν οὐδ ' εὐφραίνεσθαι ἐκπεπταμένως . νῦν δ ' ἢν τελευτήσω , καταλείπω μὲν ὑμᾶς , ὦ παῖδες , ζῶντας
5418349 ἐνθυμησις
. Ἑρμηνεία . Πηδήματα σ | χης σ . Χωρικοῦ ἐνθύμησις , ἐνιαυτοῦ ζήτημα . Ἑρμηνεία . Νοῦς ἀπαίδευτος οὐδὲν
τῶν ἔργων βουλή : Ἐπιμηθεὺς δὲ ἡ μετὰ τὸ πρᾶξαι ἐνθύμησις , ἤγουν ἡ μετὰ τὸ κακῶς ἐκβῆναι τοῦ πράγματος
5375874 ξενη
τοῦ βίου , ὦ φίλε Σώκρατες , ἔφη ἡ Μαντινικὴ ξένη , εἴπερ που ἄλλοθι , βιωτὸν ἀνθρώπῳ , θεωμένῳ
πίναξ τις ἔμπροσθεν τοῦ νεώ , ἐν ᾧ ἦν γραφὴ ξένη τις καὶ μύθους ἔχουσα ἰδίους , οὓς οὐκ ἠδυνάμεθα
5369370 γενησῃ
συμφέρει σοι γ οὐ φυγαδευθήσῃ . μὴ φοβοῦ δ οὐ γενήσῃ βιοπράγος τὸ σύνολον ε ἀγοράσεις ὃ ἐνθυμῇ καὶ μεταμεληθήσῃ
συνεχόμενος ἀπολυθήσεται ἄρτι ε ἀπαλλαγήσῃ τῆς φίλης καὶ μεταμεληθήσῃ Ϛ γενήσῃ ἐπίσκοπος ὅταν γηράσῃς ζ καταληφθήσῃ ἐπὶ μοιχείᾳ καὶ ζημιωθήσῃ
5360915 φιλη
οὖν τοῦ τιμιωτέρου οὕτω καλείσθωσαν , ὡς τὸ Τεῦκρε , φίλη κεφαλή . Ἐπειδὴ ἔγνωμεν τὰ σημαινόμενα τῶν διαφορῶν ,
δωροδοκῆσαι λέγεται . πόλις δὲ Λέσβου τῆς νήσου Μιτυλήνη , φίλη μὲν Ἀθηναίοις καὶ σύμμαχος , ὕστερον δὲ νεωτερίσασαν καὶ
5352746 μεριμνα
: Χαρᾶς γὰρ ἣν δίδωσιν ἐν πέμπτῳ τόπῳ Ἔστι τέλος μέριμνα καὶ λύπης βάρος . Ἕκτος δὲ δηλοῖ ποικιλοτρόπους νόσους
σχολάζει τοῖς πόνοις . ἀσχολία δὲ ἡ φροντὶς καὶ ἡ μέριμνα . μεθῆκε τόδε τὸ πρᾶγμα , ὃ ταῖς χερσὶ
5350955 θαλλουσα
ἐκ τοῦ λιμοῦ βλάβην , καὶ τοὺς παῖδας ἥδουσα καὶ θάλλουσα . κουφίζουσαν δὲ ἄρουραν ἀντὶ τοῦ κεκουφισμένην , ἁπαλήν
μου : ἐν δὲ τῇ ἀμπέλῳ τρεῖς πυθμένες καὶ αὐτὴ θάλλουσα ἀνενηνοχυῖα βλαστούς : πέπειροι βότρυες σταφυλῆς . καὶ τὸ
5349160 κρατουσα
. Οὕτω συμβουλευσαμένη ἡ Ἀθηνᾶ ἀνέβη εἰς τὸν δίφρον , κρατοῦσα ἐν ταῖς χερσὶ νίκην καὶ δόξαν , τουτέστι ,
δύναται . εἰ δ ' ἐπὶ πλέον ἡ θερμασία φαίνοιτο κρατοῦσα , καὶ τὴν τῶν ψυχόντων δύναμιν ἐπιτείνειν σε χρὴ
5338982 πεπρωμενον
Κρονίδη ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες . ἄνδρα θνητὸν ἐόντα πάλαι πεπρωμένον αἴσῃ ἂψ ἐθέλεις θανάτοιο δυσηχέος ἐξαναλῦσαι ; ἔρδ '
Προμηθεύς φησι , διὰ τί φοβοίμην ἐγὼ , ᾧ οὐ πεπρωμένον ἐστὶν ἀποθανεῖν ; . ταρβεῖς ] εἰς φόβον πίπτεις
5338392 μητερ
δ ' Ἕλληνας ἄρχειν εἰκός , ἀλλ ' οὐ βαρβάρους μῆτερ , Ἑλλήνων : τὸ μὲν γὰρ δοῦλον , οἱ
σκωλήκων ; συνάρμοσον δέ μου βλέφαρα τῇ σῇ χερί , μῆτερ . ἂν δὲ μὴ συναρμόσῃ σου , ἀλλὰ βλέπων
5326231 λεγουσα
οὐκ ἔστι . συναληθεύουσιν : ἡ μὲν γὰρ ἀπόφασις ἡ λέγουσα ἄνθρωπος δίκαιος οὐκ ἔστιν ἐπὶ παιδίων ἀληθεύει , ἐπὶ
: πανούργως κολακεύουσα . διφῶσα : ζητοῦσα , πολυπραγμονοῦσα καὶ λέγουσα : δεῖξόν μοι τὸν οἶκόν σου . * ὃς
5325894 ἡδ
' ξομῇ τὸ μὴ εἰδέναι ; Δέδρακα τοὔργον , εἴπερ ἥδ ' ὁμορροθεῖ , καὶ ξυμμετίσχω καὶ φέρω τῆς αἰτίας
, ὠσὶν δ ' ἐνίει ποθέουσιν : ἀμφοῖν γὰρ φιλίας ἥδ ' ἀρχή : τῇδε καθέξεις αὐτόν , προσβάλλων ἀκοαῖς
5321877 οἰμοι
ἡδόμεσθ ' ἀγῶνι δυστυχεῖ δόμοις δισσῶν ἀδελφῶν μόρον ἀκούοντες σέθεν οἴμοι τὸ πᾶν δῆτ ' ἐσφάλημεν ἐλπίδων ται μέγα τείσασθε
τοῦ ἀπό τινος ἐσθίειν , ὡς Ἕρμιππος ἐν Στρατιώταις : οἴμοι τάλας , δάκνει , δάκνει , ἀπεσθίει μου τὴν
5317306 δυστυχη
' : “ ἐν μιᾶι γὰρ ἡμέραι τὸν εὐτυχῆ τίθησι δυστυχῆ θεός . ” εὖ πάντα ταῦτα , Σμικρίνη .
Λαΐου καταχέουσι καὶ τοῦ Τηλέφου τοῦ συνελθόντος τῇ μητρὶ τὴν δυστυχῆ σύνοδον , τοῦ μὴ πειραθέντος μὲν τῆς ὁμιλίας ,
5315838 ζωη
τοῦτο ἀθάνατον καὶ ἄπαυστον ἐν τοῖς οὖσίν ἐστιν , οἷον ζωή τις ὑπάρχουσα πᾶσι τοῖς ὑπὸ φύσεως συνεστῶσιν . καὶ
ταῦτα πάσχουσιν : φιλοψυχοῦσι μέν , ὅτι † τοῦτο ἢ ζωή ἐστιν ἢ ψυχή : ταύτης οὖν φείδονται καὶ ποθοῦσιν
5311255 μαντευεται
ἐντυγχάνω ἀνθρώποις , ἀλλὰ μόνος νόσῳ . τάχα καὶ ψυχὴ μαντεύεται ἀπόλυσιν ἑαυτῆς ἤδη ποτὲ ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου τούτου ,
δὲ καταφιλεῖν δοκεῖν νοσοῦντι μὲν ἄτοπον : ὄλεθρον γὰρ αὐτῷ μαντεύεται : ἐρρωμένῳ δὲ παραγγέλλει λόγοις σπου - δαίοις [
5295170 παρθενος
. . ὡς ὄφελεν καὶ Φρίξον , ὅτ ' ὤλετο παρθένος Ἕλλη , κῦμα μέλαν κριῶι ἅμ ' ἐπικλύσαι :
εὔδαιμον γένος κυοφορεῖν , Ἰσαάκ . ἡ δ ' ἀεὶ παρθένος ὑπὸ ἀνδρός , ᾗ φησι , συνόλως οὐ γινώσκεται
5295100 δεσποινα
ἕσπεο : σὺν δὲ τύχᾳ ναίεις Μεταπόντιον , ὦ χρυσέα δέσποινα λαῶν : ἄλσος τέ τοι ἱμερόεν Κάσαν παρ '
ἀνδρὶ πρεσβύτῃ τέκνα δίδωσιν ὅστις οὐκέθ ' ὡραῖος γαμεῖ : δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή . ὦ γῆρας , οἷον
5291380 Πολυξενη
οὐδαμόθεν ὁρῶ φιλίαν γενησομένην . εἴτε γὰρ αὐτῷ ποτε συγκαθεύδουσα Πολυξένη λάβοι τι τοιοῦτον εἰς νοῦν : τοὺς ἐμοὺς οὗτος
συνοικῆσαι τῷ πάντων ἐχθίστῳ . ἔστι δὲ ταύτης καὶ ἡ Πολυξένη τῆς γνώμης . ὡς γὰρ ἐκ τῶν βασιλείων ἕτοιμος
5277756 ζων
. ἐπεξιὼν δὲ ὁ Ἄδμητος ἔχων καὶ λοχαγοὺς νύκτωρ συνελήφθη ζῶν : ἠπείλει δὲ Ἄκαστος ἀποκτεῖναι αὐτόν . πυθομένη δὲ
ἔλεγε , τοῦ πατρός , ὡς δι ' ἐκεῖνον μὲν ζῶν , διὰ τοῦτον δὲ καλῶς ζῶν , ὕστερον ὑποπτότερον
5276838 δομοις
μὰ τὴν ἄνασσαν , οὐκ ἂν ἔν γ ' ἐμοῖς δόμοις βλέπους ' ἂν αὐγὰς τἄμ ' ἐκαρποῦτ ' ἂν
συνεβούλευσας ἐξιλεώσασθαι οὐρανίους καὶ καταχθονίους δαίμονας . . παιδὶ καὶ δόμοις ἐμοῖσι ] τῇ ἡμῶν ἀρχῇ . τήνδ ' ἐκύρωσας
5276823 γαμος
γαμηλίων τε καὶ γενεθλίων οὕτως ὀνομαζομένων : καὶ ὅτι ὁ γάμος αἴτιος τοῦ τε ὀνομασθῆναι τούτους τοὺς θεοὺς καὶ τιμᾶσθαι
τὴν κοινωνίαν . ἀμέλει καὶ ταύτῃ χωρεῖ τοῖς πολλοῖς ὁ γάμος . οὐ γὰρ ἐπὶ παίδων γενέσει καὶ βίου κοινωνίᾳ
5267324 τικτει
λεοντῆ παρδαλῆ μοσχῆ κυνῆ . Οὐχὶ παρὰ πολλοῖς ἡ χάρις τίκτει χάριν . Ἡ πόλις ἐβούλεθ ' , ᾗ νόμων
θυγατέρα καὶ Ἀρσάκαν υἱόν , ὃς ὕστερον μετωνομάσθη Ἀρτοξέρξης . τίκτει δὲ αὐτῶι ἕτερον υἱὸν βασιλεύουσα , καὶ τίθεται τὸ
5265385 τουδ
ἀσύλητον γένος . οἶκον πρὸς ἄλλον νύν τιν ' ἀντὶ τοῦδ ' ἴθι . οὔκ , ἀλλ ' ἔσω πάρειμι
πρὸς ἧπαρ ὦσαι δίστομον ξίφος τόδε τύμβου ' πὶ νώτοις τοῦδ ' , ἵν ' αἵματος ῥοαὶ τάφου καταστάζωσι :
5260279 τεκνου
ἀνδρὸς θάνατον τεκνόποινος , ἤτοι ποινὴν καὶ τιμωρίαν εἰσπράττουσα τοῦ τέκνου αὐτῆς , τουτέστι τῆς Ἰφιγενείας . οὐ δεισήνορα ]
θ ' ὑπειδόμην τὴν σὴν ἃ πείσηι τ ' ἐκπεπνευκότος τέκνου , ἥκω δ ' ἀρήξων συμφοραῖσι ταῖσι σαῖς ,
5258142 μελλουσα
. ταύτης ἐρασθεὶς Ἀπόλλων ἐδίωκεν αὐτήν . ἡ δὲ συλλαμβάνεσθαι μέλλουσα ηὔξατο τῇ μητρὶ αὐτῆς Γῇ , ἡ δὲ χανοῦσα
ἄστροισι θεὰ πλήθουσα Σελήνη δέρκηται † τότε δ ' ἠελίῳ μέλλουσα συνάπτειν † , πασιθέην , ἣν πάντες ἐδωρήσαντο ἄνακτες
5252673 ἑκουσα
περικαλλοῦς καὶ περιμαχήτου ἡδονῆς ἐστι τὰ μεγάλα μυστήρια : ἅπερ ἑκοῦσα ἀπεκρύψατο δέει τοῦ μὴ γνόντα σε ἀποστραφῆναι τὴν εἰς
: κοὐδέποθ ' ἑκοῦσα τἀνδρὶ τὠμῷ πείσομαι . κοὐδέποθ ' ἑκοῦσα τἀνδρὶ τὠμῷ πείσομαι . Ἐὰν δέ μ ' ἄκουσαν
5252295 τιτθη
μητρὸς αὐτῶν γενομένη . ὑπὲρ μὲν οἴνου μηδὲ γρῦ , τίτθη , λέγε : ἂν τἄλλα δ ' ᾖς ἄμεμπτος
Δωδωναῖε „ . καὶ Κρατῖνος Ἀρχιλόχοις ” Δωδωναίῳ κυνὶ βωλοκόπῳ τίτθη γεράνῳ προσεοικώς ” . καὶ τὸ θηλυκὸν Δωδωνίς ἀπὸ
5251661 θρασεια
γόμφοισιν ἐμπρίων † μιμούμενος † λυμεῶνι σώματος θαλάσσαι : ἤδη θρασεῖα καὶ πάρος λάβρον αὐχέν ' ἔσχες ἐμ πέδαι καταζευχθεῖσα
. ἡ δὲ ἑρμηνεία καὶ πάνυ πως ἁρμόζει , εἰ θρασεῖα εἴη καὶ τετολμημένη , καὶ ἥ τε λέξις πολλὴν
5243599 ἀκουσασα
, εἰ πεύσῃ τὰ σιωπώμενα κακά : ὀλῇ : ἀπολῇ ἀκούσασα τὸ πάθος . οὕτως γὰρ δεινόν ἐστιν ὡς καὶ
γύναι , θεασαμένη τὴν Ἀφροδίτην εἰκόνα βλέπειν σεαυτῆς . ” ἀκούσασα δὲ ἡ Καλλιρόη δακρύων ἐπλήσθη καὶ λέγει πρὸς ἑαυτὴν
5218717 χρηστη
. . ἐγχέλειον : παρατέθεικε τῷ πατρί . τευθὶς ἦν χρηστή , πατρίδιον : πῶς ἔχεις πρὸς κάραβον ; ψυχρός
φόνου : ἐνταῦθα γὰρ μία μὲν ὑπόληψις περὶ τὴν γυναῖκα χρηστή , ὅτι τῆς νίκης αἰτία , ἣν χρὴ βεβαιῶσαι
5213409 ποθων
τῆς ὀφιώδους , τουτέστι τῆς ὁμοίωσίν τινα ὄφεως ἐχούσης , ποθῶν ζεῦξαι , ἀντὶ τοῦ ὑπαγαγεῖν , τῷ χαλινῷ ὑποτάξαι
δ ' Ὀθρωνὸν οἰκήσει λύκος , τηλοῦ πατρῷα ῥεῖθρα Κοσκύνθου ποθῶν . ὃς ἐν θαλάσσῃ χοιράδων βεβὼς ἔπι ῥήτρας πολίταις
5207749 Καλλιροη
πόσων δὲ δακρύων ὁμοῦ καὶ φιλημάτων ; πρώτη μὲν ἤρξατο Καλλιρόη διηγεῖσθαι , πῶς ἀνέζησεν ἐν τῷ τάφῳ , πῶς
εὐγενῶν . ἀλλὰ ταχεῖαν ἐποίησεν ὁ θεὸς τὴν μεταβολήν : Καλλιρόη γὰρ εἰσδραμοῦσα περιεπλάκη τῇ Στατείρᾳ . ” χαῖρε “
5205920 ἐλεεινος
ἐξώρμησεν : ὁ δ ' εὐθὺς ἐπιγνοὺς ἐκεῖνον ἱκέτης ἦν ἐλεεινός , διαβεβαιούμενος ὡς ἀγνοίᾳ μᾶλλον ἢ κακουργίᾳ κατ '
μνημονευτικός . , μνημονικός . σχέτλιος ] βραδύς . , ἐλεεινός , δυστυχής . , ἄθλιος . ] ἔχεις ἀπὸ
5203370 γενῃ
' , ὦ οὗτος , σοί γε , κἂν θύλαξ γένῃ , οὐ προσελεύσομαι . ” ὁ λόγος δηλοῖ ,
ἐσίγησεν . “ ἀλλὰ δέομαί σου , Διονύσιε , μὴ γένῃ τοῖς τυμβωρύχοις ὅμοιος μηδὲ ἀποστερήσῃς με πατρίδος καὶ συγγενῶν
5200532 ἐρως
. ἔρως γὰρ ἔσχεν : ἀλλ ' οὔ σφιν : ἔρως γὰρ καὶ ἐπιθυμία , φησί , τῶν ἐκείνης γάμων
ταῖς ψυχαῖς καὶ ἀκρασία καὶ πρὸς τὰ τυχόντα τῶν ἀφροδισίων ἔρως καὶ φλεγμονῆς ἀπάτη καὶ τοῦ προπετοῦς ἀβλεψία . τὴν
5199739 ἐρωτος
εἰπεῖν ἄνδρας καὶ γυναῖκας ἐν τῷ χρόνῳ : ὑπὸ τοῦ ἔρωτος : ἀντὶ τοῦ : διαστείλασα καὶ διεξελθοῦσα τὰς Συμπληγάδας
πῦρ : ὄφελον εἶχον τὴν αὐτὴν φύσιν τῷ κοινῷ τοῦ ἔρωτος πυρί , ἵνα σοι περιχυθεῖσα κατέφλεξα : νῦν δὲ
5196152 νοσει
καὶ τὰς ἐπιμενούσας εἶναι μικράς . ἔνια δὲ καὶ ῥιγώσαντα νοσεῖ , καθάπερ ἡ ἄμπελος : ἀμβλοῦνται γὰρ οἱ ὀφθαλμοὶ
, οἷον ἐὰν εἴπω οὐχ ὑγιαίνει Ἄνυτος , δῆλον ὅτι νοσεῖ . ἐπὶ δὲ τῶν μὴ οὕτως ὄντων ῥημάτων πάντα
5194025 ταλαινα
ἐς δεινὸν ἤλθομεν κακὸν πάντες , σύ θ ' ἡ τάλαινα σύγγονοί τε σαὶ ἐγώ θ ' ὁ τλήμων :
. . κύμινδις . οὐ φέρει με τοῦ δοχῆος ἡ τάλαινα καρδία . ἃ δὴ λέγει νοῦς , τῷ νοεῖν
5189961 μαλερους
ἤγουν χωρὶς πέρατος . Πευκεδανούς : πυρόεντας , πικρούς . μαλερούς : καυστικούς . οἰστρήεντας : λυσσωμένους . Ἀναλθέας :
, ἄγριε δαῖμον , ἔχεις πυρόεντας ὀϊστούς , πευκεδανούς , μαλερούς , φθισόφρονας , οἰστρήεντας , τηκεδόνα πνείοντας , ἀναλθέας
5188472 γεγηθεν
οὔτε ἐπὶ τῇ ἀπουσίᾳ τούτου ταράττεται οὔτε ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ γέγηθεν , μένει δὲ καθ ' ἑκάτερον ἀτάραχος . ὥστ
, φθόνον ἠλλοτριωκὼς ἀφ ' αὑτοῦ καὶ τὴν φύσιν ἵλεως γέγηθεν οὐ μετρίως | καί φησι : μὴ γὰρ οὐ
5186822 φροντις
ἁπλῶς ἵνα γενικώτερον αὐτὰ διαστειλώμεθα , οὕτως εἴπωμεν : ἡ φροντὶς ἢ διὰ τὰ κρείττονα γίνεται [ ἢ διὰ τῶν
ἐπειδὴ κόραι ἦσαν καὶ οὐ χοῖροι . ἡ δὲ τούτων φροντὶς καὶ δαπάνη πολλή ἐστι . Γ Μεγαρικά τις μηχανά
5180687 φρουδος
διόπων στρατιᾶς οἷα πεπόνθαμεν , οἷά τις ἡμᾶς δράσας ἀφανῆ φροῦδος , φανερὸν Θρηιξὶν πένθος τολυπεύσας ; κακὸν κυρεῖν τι
υἱὸν ἡ δύστηνος ὧδ ' ὀλωλότα , ἀλλ ' ἐγγελῶσα φροῦδος ; Ὢ τάλαιν ' ἐγώ : Ὀρέστα φίλταθ '
5177706 βιωναι
. οἳ δὲ δὴ ἂν δόξωσι διαφερόντως πρὸς τὸ ὁσίως βιῶναι , οὗτοί εἰσιν οἱ τῶνδε μὲν τῶν τόπων τῶν
διαστολάς , ἀλλὰ τὸ ἐκ τοῦ ἀπολέσθαι ἕνα χρόνον ἠὲ βιῶναι περὶ ἓν μέρος , πρὸς ἕτερον δὲ τὸ ἢ
5174889 κακη
] , σιγᾶν . γυνὴ γὰρ τἄλλα μὲν φόβου πλέα κακή τ ' ἐς ἀλκὴν καὶ σίδηρον εἰσορᾶν : ὅταν
. Ξ φίλου ] ἐνταῦθα τὸ πατρός . ἐχθρά ] κακή . ἐχθρά ] ἡ μισητή . Ξ γράφεται τελεῖ
5173513 θανων
θανεῖν μέλει , πλὴν εἴ τι τέρψω τοὺς ἐμοὺς ἐχθροὺς θανών : ὑμᾶς δὲ κλαίω καὶ κατοικτίρω , τέκνα ,
, ὅς τις ἔτι ζωὸς κατερύκεται εὐρέϊ πόντῳ [ ἠὲ θανών : ἐθέλω δὲ καὶ ἀχνύμενός περ ἀκοῦσαι . ]
5173451 τεξεται
οὖν τις στέψῃ μετ ' αὐτοῦ γυναῖκα δυστοκοῦσαν , πάραυτα τέξεται ἀπόνως . ἐὰν δὲ ἐν ταῖς καθάρσεσι δυσκολαίνει τις
χαρήσῃ Ϛ οὐ δεῖ σε δανείσασθαι ἄρτι . περίμεινον ζ τέξεται ταχυθάνατον θῆλυ η κινηθήσῃ τοῦ τόπου σου ταχὺ ἐπὶ
5168872 ποθος
ἔργοισιν εἰς βλάβην φέρον , οὔτοι βίου μοι τοῦ μακραίωνος πόθος , φέροντι τήνδε βάξιν . Οὐ γὰρ εἰς ἁπλοῦν
πῶς ἐπολεμήσατε ; . ἔρως μέν ἐστιν ἐπιβολὴ φιλοποιΐας , πόθος δ ' ἀπόντος , ἵμερος δ ' ἔρως σπανίζων
5161778 παρηιδα
Αὖλιν , ἔνθ ' ὑπερτείνας πυρᾶς λευκὴν διήμης ' Ἰφιγόνης παρηίδα . κεἰ μὲν πόλεως ἅλωσιν ἐξιώμενος ἢ δῶμ '
κόμας σίδηρον ἐμβαλοῦς ' ἀπέθρισας χλωροῖς τε τέγγεις δάκρυσι σὴν παρηίδα κλαίουσα ; πότερον ἐννύχοις πεπεισμένη στένεις ὀνείροις ἢ φάτιν
5153883 ὀφθησομαι
. καὶ ἐν Δαιταλεῦσιν : ἀπόλωλα : τίλλων τὸν λαγὼν ὀφθήσομαι . Ξενοφῶν δ ' ἐν Κυνηγετικῷ χωρὶς τοῦ ν
” ὁ σός , ὦ Βροῦτε , δαίμων κακός : ὀφθήσομαι δέ σοι καὶ ἐν Φιλίπποις . “ καὶ ὀφθῆναί
5151545 φροντιδων
καὶ κίνησιν χυμῶν καὶ νωχελίαν ἐν ταῖς πράξεσιν καὶ πλῆθος φροντίδων καὶ φυγὴν ἐκ τῆς οἰκίας αὐτοῦ : ἴσως δὲ
μετὰ τὸ σχολάσαι ἂν τὴν ψυχὴν ἀπὸ τῶν τοῦ σώματος φροντίδων αὕτη παρενοχλοῦσα οὐκ ἐᾷ καθαρὰς τὰς νοήσεις ποιεῖσθαι .
5133886 μαστευει
. αὐτὰρ ὁ γινώσκων θεόθεν τόπερ ἔλλαχε δῶρον , πάντῃ μαστεύει δνοφερὸν ποταμοῖο ῥέεθρον : κεῖθεν καρκινάδας δὲ φίλαις γενύεσσι
τὰ πρὸς τροφὴν τοῖς κυηθεῖσιν . ἢ ὅτι φυσικῶς αὐτὰ μαστεύει τὰ γεννηθέντα ἡ μήτηρ . Μετάφρενον . ὅτι ἐξόπισθεν
5129980 ὀδυρομενη
γε τοὺς ἐλεεινὰ κατήσθιε τετριγῶτας : μήτηρ δ ' ἀμφεποτᾶτο ὀδυρομένη φίλα τέκνα : τὴν δ ' ἐλελιξάμενος πτέρυγος λάβεν
θάνατον πόροι Ἄρτεμις ἁγνὴ αὐτίκα νῦν , ἵνα μηκέτ ' ὀδυρομένη κατὰ θυμὸν αἰῶνα φθινύθω , πόσιος ποθέουσα φίλοιο παντοίην
5128202 δεσποτα
, ἀφύην , ἑψητόν . Ναστὸς τὸ μέγεθος τηλικοῦτος , δέσποτα , λευκός : τὸ πάχος γὰρ ὑπερέκυπτε τοῦ κανοῦ
. Ἡράκλεις καὶ κέντρ ' ἔχουσιν . οὐχ ὁρᾶις ὦ δέσποτα ; οἷς γ ' ἀπώλεσαν Φίλιππον ἐν δίκηι τὸν
5120231 ταλαιν
λόγοις . φθέγξαι τι , δεῦρ ' ἄθρησον . ὦ τάλαιν ' ἐγώ , γυναῖκες , ἄλλως τούσδε μοχθοῦμεν πόνους
δάμαρ νιν ἐξέπεμπε δωμάτων ἄλαις : πίτνει δ ' ἁ τάλαιν ' ἐς ἅλμαν φόνωι τέκνων δυσσεβεῖ , ἀκτῆς ὑπερτείνασα
5114307 ἀμφιπολει
τῆς πολλὴν ἐχούσης δύναμιν . ἢ οὕτως : ἱκετεύω , ἀμφιπόλει , ἤγουν περιπόλει , περίεπε , ἐπισκοπῆς ἀξίου τὴν
. Λίσσομαι , παῖ Ζηνὸς Ἐλευθερίου , Ἱμέραν εὐρυσθενέ ' ἀμφιπόλει , σώτειρα Τύχα . τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται
5113098 Ἐρως
λύχνων ἁφάς . εἶτ ' οὐ μέγιστός ἐστι τῶν θεῶν Ἔρως καὶ τιμιώτατός γε τῶν πάντων πολύ ; οὐδεὶς γὰρ
οὐδ ' ἐπὶ σοὶ μούνῳ κατεθήξατο τόξα καὶ ἰοὺς πικρὸς Ἔρως . τί ζῶν ἐν σποδιῇ τίθεσαι ; πίνωμεν Βάκχου
5111750 χαιρεις
δοῦναι χάριν ἐμοί . ἀλλὰ δός , ἑταίρων φίλτατε , χαίρεις γὰρ ἀκούων τοῦτο μᾶλλον ἢ τὸ τῆς ἀρχῆς ὄνομα
ἄνδρα τύραννον . Ἀλλ ' εὐπαράγωγος εἶ , θωπευόμενός τε χαίρεις κἀξαπατώμενος , πρὸς τόν τε λέγοντ ' ἀεὶ κέχηνας
5107996 οἰχεται
' ἐρῶ λοπάδος ἑψητῶν . Οἴμοι κακοδαίμων ὁ λύχνος ἡμῖν οἴχεται . Καὶ πῶς ἀπορραίσας λυχνοῦχον κἄλαθες ; Ἀλλ '
καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ ' ἐπίτειλον , ἄναξ . οἴχεται τιμὰ φίλων τατωμένῳ φωτί : παῦροι δ ' ἐν
5102040 λαβουσα
κώμη ἔρημος περὶ τὴν Μυκαληττόν , ἀπὸ τοῦ Ἀμφιαράου ἅρματος λαβοῦσα τοὔνομα , ἑτέρα οὖσα τοῦ Ἅρματος τοῦ κατὰ τὴν
τῷ Πλούτῳ τὰς χύτρας , αἷς τὸν θεὸν ἱδρυσόμεθα , λαβοῦσα ἐπὶ τῆς κεφαλῆς φέρε . Γ χύτραισιν Γ ὥσπερ
5096721 τληναι
περὶ ταῦτα εἱμαρμένην ἣν ἂν σὺ ἐπικλώσῃς δεῖ ἀνα - τλῆναι ἐλεγχόμενον . οὐ μέντοι περαιτέρω γε ὧν προτίθεσαι οἷός
ὑπομένω , γίνεται τλάς καὶ ἄτλας , ὁ μὴ δυνάμενος τλῆναι : ἐξ αὐτοῦ ἀτάλλων , ὁ ἀπαθὴς καὶ μὴ
5094606 γηροτροφος
μηδὲν ἑαυτῷ ἄδικον συνειδότι ἡδεῖα ἐλπὶς ἀεὶ πάρεστι καὶ ἀγαθὴ γηροτρόφος , ὡς καὶ Πίνδαρος λέγει . χαριέντως γάρ τοι
καὶ ὁσίως τὸν βίον διαγάγῃ , γλυκεῖά οἱ καρδίαν ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ ἐλπὶς ἃ μάλιστα θνατῶν πολύστροφον γνώμαν κυβερνᾷ .
5089594 δεδοικυια
πρῶτα περιβλέπει δεῦρο καὶ ἐκεῖσε καὶ ἑλίττει τὸ ὄμμα , δεδοικυῖα μή τις αὐτὴν θεάσηται : εἶτα μέντοι νικωμένη ὑπὸ
ἡ Ἑκάβη : περὶ τοῦ φαντάσματος οὗ εἶδε περὶ ἐμοῦ δεδοικυῖα : λίαν ἐν δυστυχίᾳ ἐξετάζῃ : ἀντισηκώσας δέ σε
5083677 ἀηδης
πληττόμενος , βλαπτόμενος , ἀπὸ τῆς ἄτης . Ἀπηχής : ἀηδής . Ἀνασιμῶσαι : τὸ ἀναλῶσαι καὶ δαπανῆσαι . Ἀρχαιρεσιάζειν
καὶ ὑπὲρ αὑτοῦ δὲ λέγειν , ὡς ἡδύς ἐστι καὶ ἀηδής , ἀμφότερα δὲ οὐκ ἔχοντα οὐ ῥᾴδιον ἄνθρωπον λαβεῖν

Back