τοῦ θερμοῦ τοῦ χυλοῦ τῆς ἀρτεμισίας . Εἰ μέντοι οὐκ εὐπορεῖς βοτανῶν ἀπὸ τῶν τοιούτων κλιμάτων , διὰ δὲ χρείαν
ὦ Ἴων , περὶ μὲν Ὁμήρου ὅταν τις μνησθῇ , εὐπορεῖς , περὶ δὲ τῶν ἄλλων ἀπορεῖς : τούτου δ
6625457 κολαζοντος
ἔφη , τὴν πατρίδα πολίτου καὶ τοὺς κακῶς αὐτῇ βουλομένους κολάζοντος , ἐάν τε ἀλλότριοι τύχωσιν αὐτῆς ὄντες , ἐάν
τῆς νομοθεσίας οὔσης , καὶ τοῦ φόβου τοὺς νεωτέρους νομοθέτας κολάζοντος , οὐδεὶς ἐτόλμα περὶ νόμων διορθώσεως φωνὴν προΐεσθαι :
6458996 πτωχων
. Ἕτερον τοίνυν ἀκούσατε . τοῦ λιμοῦ τὴν πόλιν ἡμῖν πτωχῶν ἐμπεπληκότος , ὧν οἱ μὲν ἐκ τῶν ἀγρῶν ἀνέστησαν
σύας τ ' ἀπερύκων , μηδὲ σύ γε ξείνων καὶ πτωχῶν κοίρανος εἶναι λυγρὸς ἐών , μή πού τι κακὸν
6199336 ἀποτευξῃ
πράττειν ἐπιμελῶς , ἅπερ εἴρηται , καὶ οὕτω μὲν οὐκ ἀποτεύξῃ τοῦ τὴν χολέραν θεραπεύειν : ὀξυτάτη γὰρ , εἰ
τί πράξεις ἐν Ῥώμῃ , φησίν , πότερον κατορθώσεις ἢ ἀποτεύξῃ , θεώρημα πρὸς τοῦτο οὐκ ἔχω : εἰ δὲ
6162726 ἀποδρω
θορυβεῖ γοῦν ἔνδοθεν . Οἴμοι δείλαιος . Φέρ ' αὐτὸν ἀποδρῶ : καὶ γὰρ ὥσπερ ᾐσθόμην καὐτὸς θυείας φθέγμα πολεμιστηρίας
εἴη ὅτῳ μαστιγώσεις με , ὡς βουλεύομαί γε ὅπως σε ἀποδρῶ λαβὼν τοὺς ἡλικιώτας ἐπὶ θήραν . καὶ ὁ Ἀστυάγης
6078594 διελεγχεται
καταλαμβάνοντες , φωτὸς συνεργοῦντος , ᾧ πάντα αὐγάζεταί τε καὶ διελέγχεται , ὦτα δ ' , ὡς ἔφη τις οὐκ
ἐπὶ τρίτου οὐ τίθεται : ὑπὸ γὰρ συζύγου τοῦ οἷ διελέγχεται . καὶ σαφὲς ὅτι καὶ τὸ οἷ οὐκ ἐπὶ
6040354 ἀτυχουντων
ἐστι τοῦτο ; ῥοπὴ πρὸς τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἔλεος τῶν ἀτυχούντων οὐ κενὸς , ἀλλὰ διαρκὴς εἰς σωτηρίαν . τοῦτο
ἄνδρες Ἀθηναῖοι , δημοκρατουμένους αὐτοὺς τοιαῦτα φρονοῦντας φαίνεσθαι περὶ τῶν ἀτυχούντων δήμων , οἷάπερ ἂν τοὺς ἄλλους ἀξιώσαιτε φρονεῖν περὶ
6020652 ἐχαιρες
ἐπὶ ταῖς σαῖς εὐπραξίαις ἡδονή . σὺ μὲν γὰρ ἐργαζόμενος ἔχαιρες καὶ κρύπτων τὰ πεδία τοῖς ἀπὸ τῶν ἐναντίων νεκροῖς
. ὡσαύτως καὶ Εὐριπίδης : Ἀνάσχου πάσχων : δρῶν γὰρ ἔχαιρες . νόμου τὸν ἐχθρὸν δρᾶν , ὅπου λάβῃς ,
6010815 κεστρεως
: πᾶσαν εὐδαιμονίαν , ἢ πάσας πόλεις ὑποτελεῖς . Περὶ κεστρέως . Περὶ μορμύλου . Περὶ ξιφίου . Περὶ συνόδων
Ἀναξίλας Μάτωνα τὸν σοφιστὴν ἐπὶ γαστριμαργίᾳ διαβάλλων φησί : τοῦ κεστρέως κατεδήδοκεν τὸ κρανίον ἀναρπάσας Μάτων , ἐγὼ δ '
6006224 ἀθυμεις
πλανᾷ καὶ πεπλανημένος φέρῃ κακὸς ] ἀμαθής ὡς ] ὥσπερ ἀθυμεῖς ] δυσχεραίνεις καὶ ὀλιγοψυχεῖς οὐκ ἔχεις ] ἤγουν οὐ
παρ ' ] ἀνδρὸς ? ἆθλα ἀπεστερημένος [ ; λίαν ἀθυμεῖς ] ? , Δηίφοβε . τί γάρ με δεῖ
5995240 τυφογερων
τῶν λόγων ταραχθεὶς ἀηδίᾳ . ἐμέσω ] ἰδιωτικῶς ξεράσω . τυφογέρων ] ματαιογέρων , ἀλαζὼν γέρων : ἢ κατάξηρος ,
[ ἵνα ] ἐμέσω ⌈ δηλονότι : βλασφημεῖ γάρ . τυφογέρων ] μάταιος ⌈ γέρων / . κἀνάρμοστος ] ἀηδής
5990687 ἀφαιρου
, ὅστις εἶ , μὴ πρὸς χάριν ἄκου ' , ἀφαιροῦ δὲ κολάκων παρρησίαν . . . Ζήνων δὲ ἔφη
ἔπειτα θύρσον τόνδε παράδος ἐκ χεροῖν . αὐτός μ ' ἀφαιροῦ : τόνδε Διονύσωι φορῶ . εἱρκταῖσί τ ' ἔνδον
5990496 ἐκχειτε
, ὡς Ἀριστοφάνης ἐν Ἥρωσιν μήτ ' ἀπόνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μηδὲ λούτριον . ἡ δὲ νέα κωμωιδία καὶ λουτῆρας
ἂν καταπέσῃ τῆς τραπέζης ἐντός . Μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . Κἀπὸ τῆς Διϊτρέφους τραπέζης . Οὐκ
5979322 τιτθιων
. Οἶμαι . Τί δῆθ ' , ὅταν ξυνὼν τῶν τιτθίων ἔχωμαι ; Εὐδαιμονέστερος φανεῖ τῶν Καρκίνου στροβίλων . Οὔκουν
βδελυρὲ : Μισητὲ , ἀναίσχυντε . . εἰ ἡψάμην τῶν τιτθίων . . τὴν Ἑκάτην οὗτος ὡς σώφρων ὄμνυσιν .
5952991 σμικροτατων
οὐ τοῦ ὄρνιθος τοῦ μεγάλου μνημονεύει , ἀλλά τινος τῶν σμικροτάτων . λέγει γὰρ οὕτως : τέτραξ τὸ μέγεθος ἴσος
ἢ στεργομένων μέμνησο ἐπιλέγειν , ὁποῖόν ἐστιν , ἀπὸ τῶν σμικροτάτων ἀρξάμενος : ἂν χύτραν στέργῃς , ὅτι χύτραν στέργω
5942302 βουλευσομαι
πάντα προνοεῖσθαί με δεῖ . ἀλλ ' ἐκποδὼν ἄπειμι καὶ βουλεύσομαι τοῦτ ' αὔθ ' , ὅπως δεῖ διαφυγεῖν με
πολλοῦ ἀξίαν : εἰ δ ' ἐχθρὸς εἴης , οὐδὲ βουλεύσομαι . “ ὧδε μὲν ὁ Πομπώνιος ἀπεκρίνατο : καὶ
5910990 ἀντιβολουντων
εἰ μὴ διὰ τὴν προτέραν ἀπόφυξιν . τουτὶ περὶ τῶν ἀντιβολούντων ἔστω τὸ μνημόσυνόν μοι . εἶτ ' εἰσελθὼν ἀντιβοληθεὶς
. Λέγοντος δέ , ὦ ἄνδρες , Χαρμίδου ταῦτα , ἀντιβολούντων δὲ τῶν ἄλλων καὶ ἱκετεύοντος ἑνὸς ἑκάστου , ἐνεθυμήθην
5899889 Χρωμεθα
πρὸς πάσας τὰς ἐμβροχὰς οἱ ἐξ ὀθονίων καθαρῶν ἐπιτήδειοι . Χρώμεθα δὲ καταντλήσει μὲν ὑπὲρ διαβροχῆς σωμάτων , ἤτοι μιμούμενοι
δὲ δεῖ εἶναι τὸ ἐγχυματιζόμενον ἢ ὀλίγον παχύτερον ἐλαίου . Χρώμεθα καταχρίσμασιν ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος , ἐφ ' ὧν
5882854 παυσῃ
οὐκ ἂν ἐπιτρέψαις ; καὶ ὃς εἶπεν : Οὐ γὰρ παύσῃ σὺ Κλεινίου μεμνημένος ; Ἂν δὲ μὴ ὀνομάζω ,
' ἐγώ , τούτῳ . Οὐκ αὖ , ἔφη , παύσῃ παραφθεγγόμενος ; Ἀλλ ' ὅπως μή τι ἡμᾶς σφήλῃ
5879848 φλυαρου
ἢ λήρους καθολικῶς εὐτελῆ τινα ἐκ τοῦ λήρου , τοῦ φλυάρου καὶ περιττοῦ . λήρους ] οἱ μέν φασι τοὺς
παρὼν δείξεις ἐάν τις αὐτὰ βούληται σκοπεῖν . ὄχλος εἶ φλυάρου μεστός , ὦ πόνηρε σύ , δίκαια τὸν κλάοντα
5870888 μιαρε
ἐπὶ τῶν πονηρῶν : καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Ἀμφιαράῳ , Ὦ μιαρὲ , καὶ Φρυνώνδα , καὶ πονηρὲ σύ . λέγεται
ὁ καρτερός . Ὦ βδελυρὲ κἀναίσχυντε καὶ τολμηρὲ σὺ καὶ μιαρὲ καὶ παμμίαρε καὶ μιαρώτατε , ὃς τὸν κύν '
5868662 μεταπεισθηναι
, ἔνθεν ὁ δημότης Αἰγιλιεύς . Αἰδέσασθαι : ἀντὶ τοῦ μεταπεισθῆναι Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Δημοσθένους ἐπιτροπῆς , εἰ γνήσιος
προπηλακιζόμενοι πολλάκις ὑπὸ τῶν Περσικῶν βασιλέων καὶ σατραπῶν οὐ δύνανται μεταπεισθῆναι τῆι διανοίαι , ἀλλὰ γεγυμνωμένως περὶ τούτων καὶ αἰκίαις
5864698 ἀλγηδοναϲ
. Ἱπποκράτηϲ δὲ καὶ ἀναιρετικὰϲ ἱϲτορεῖ γίγνεϲθαι τὰϲ ἐπὶ τούτων ἀλγηδόναϲ . μετρίαϲ μὲν οὔϲηϲ τῆϲ ὀδύνηϲ καὶ ἐν ἀρχῇ
οἴνῳ καὶ διακλυζομένου τοῦ ἀφεψήματοϲ θερμοῦ ὀδόνταϲ κρατύνει καὶ τὰϲ ἀλγηδόναϲ αὐτῶν παύει . Λειμώνιον ἢ κυνόγλωϲϲον . Τούτου τὸν
5860274 καταμηλων
διὰ τῆς μήλης . Γ κημὸν ] χάβον . Γ καταμηλῶν ] καθιεὶς τοῦ λαιμοῦ . Γ κημὸς ἐκαλεῖτο ὁ
ἀναγκάζω πάλιν ἐξεμεῖν ἅττ ' ἂν κεκλόφωσί μου , κημὸν καταμηλῶν . Ἄπαγ ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών . Σύ γ
5859734 Λαμπρος
σοι φροντίζειν ὅπως τοῦ ἄρχειν ἀπαλλαγεὶς ἐπιμελήσῃ τῆς οἰκίας . Λαμπρὸς ἡμῖν ἀπὸ τῆς πρεσβείας ὁ σὲ δὴ μάλιστα Σπεκτάτος
: καὶ τότε πάσης ἐγένοντο Ῥωμαῖοι τῆς Σικελίας δεσπόται . Λαμπρὸς οὖν ἐπὶ τούτοις ἐπανῆλθεν ὁ Λεβῖνος . Τούτων ἐν
5859396 νηφοντι
ῥᾷστα κρατήσετε ὀλίγων τε ὄντων καὶ μηδὲ ὑπὸ γενναίῳ καὶ νήφοντι ἀνδρὶ στρατηγουμένων ; τίς γὰρ αὐτοῦ τὸ ἁβροδίαιτον οὐκ
, τὸ πρόσαντες καὶ ἀντιβαῖνον λέλυται , νηστείᾳ τε καὶ νήφοντι λογισμῷ τὸ τεθηλὸς ἐν ἥπατι πνεῦμα ὑπομαράναντι μὴ εἰρημένῳ
5854933 σπατιλη
ἡ ἐκ θυμάτων μαντεῖα σεσημείωνται ὀξυνόμενα : σεσημείωται καὶ τὸ σπατίλη τὸ ἀπόξυσμα τῶν δερμάτων , καὶ τῆς γαστρὸς ἡ
ἢν δὲ καὶ ἐπιδειπνήσωσιν , ὀξυρεγμιώδεας : ἐνίοισι δὲ καὶ σπατίλη γένοιτο ἂν , ὅτι παρὰ τὸ ἐωθὸς ἠχθοφόρηκεν ἡ
5853701 ἰατταται
τατταταί θρῆνοί εἰσι τραγῳδῶν . Τὸ ἰατατάξ τῶν κακῶν καὶ ἰατταταί σχετλιασμοῦ : τὸ ὑπαπαί ἐπιφώνημά ἐστι ναυτικόν : τὸ
] ἀπὸ χοριάμβου εἰς ἰάμβου βάσιν . τετρασύλλαβος χορίαμβος . ἰατταταί ἰατταταί : καταπονούμενος ὑπὸ τῶν κόρεων στενάζει ὁ Στρεψιάδης
5852855 ἀλληλοφαγιας
εὐεργεσίαν τοῦ κοινοῦ βίου . πρῶτον μὲν γὰρ παῦσαι τῆς ἀλληλοφαγίας τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος , εὑρούσης μὲν Ἴσιδος τόν
θηριώδους καὶ παρασπόνδου βίου ἡμᾶς γὰρ ἀπολύσασα καὶ τῆς δυσχεροῦς ἀλληλοφαγίας ἤγαγ ' εἰς τάξιν τινὰ καὶ τουτονὶ περιῆψεν ὃν
5852794 βωμολοχος
κἀνάρμοστος ] ἀηδής . ※ . καταπύγων ] πόρνος . βωμολόχος ] ἀσεβής , φλύαρος . οἱ ἐν τοῖς βωμοῖς
κωμάζων , πᾶσαν ἀκολασίαν ὑπομένων . ἦν δὲ καὶ φύσει βωμολόχος καὶ καθ ' ἑκάστην ἡμέραν μεθυσκόμενος καὶ χαίρων τῶν
5850206 νωδος
οὐκ ἔχω δὲ οὐδὲ μικρὰν φροντίδα χειμῶνος , ὥσπερ οὐδὲ νωδὸς ἀνὴρ καρύων καὶ καρυδίων παρόντος αὐτῷ ἀμύλοιο ἤτοι πλακοῦντος
, ἀποστῆσαί με ἔχει τῆς οἰκονομίας : ὅτε γὰρ ἔτι νωδὸς ἦν διένευέν μοι ὅτι ἐὰν ἔλθῃ ὁ δεσπότης μου
5834216 ὑακινθων
εὐδαίμονος Ἀραβίας . οἷον γὰρ ἀπὸ ῥόδων καὶ ναρκίσσων καὶ ὑακίνθων καὶ κρίνων καὶ ἴων , ἔτι δὲ μυρρίνης καὶ
καὶ μῆλον ἐγκεῖσθαι τῇ κάλυκι κυάνεον μέν , ὥσπερ τῶν ὑακίνθων αἱ κάλυκες , πάντων δὲ ἥδιστον , ὁπόσα ἐξ
5825401 ἐχρω
αὐτὸ χωρίον : πάντως γὰρ οὐδ ' ὅτε ἦν σοι ἐχρῶ αὐτῷ , ὅθεν μηδὲ νῦν νόμιζε στέρεσθαι μηδενός .
καὶ τί σοι ὄνομα . εἶτα εἰ μὲν χαλκεὺς ὢν ἐχρῶ τῇ σφύρᾳ ἄλλως , ἐπιλελησμένος ἂν ἦς τοῦ χαλκέως
5814956 ἀπορεις
ἕως ἂν εἴπῃς . Ἐπειδὴ δὲ σιγᾷς , ὅτι μὲν ἀπορεῖς , συγγνώμην ἔχω σοι , ἃ δὲ τότ '
ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ , θαυμάζεις , ὦ Σώκρατες , καὶ ἀπορεῖς εἰ διδακτόν ἐστιν ἀρετή ; ἀλλ ' οὐ χρὴ
5814558 ἡδιστου
, ἐπαίνου σεαυτῆς , ἀνήκοος εἶ , καὶ τοῦ πάντων ἡδίστου θεάματος ἀθέατος : οὐδὲν γὰρ πώποτε σεαυτῆς ἔργον καλὸν
, ἐπαίνου σεαυτῆς , ἀνήκοος εἶ , καὶ τοῦ πάντων ἡδίστου θεάματος ἀθέατος : οὐδὲν γὰρ πώποτε σεαυτῆς ἔργον καλὸν
5809581 ἀσαλης
τροπῇ τοῦ η εἰς α ἄσασθαι . . . . ἀσαλής : ἡ ἄφροντις , ἡ μηδενὸς φροντίζουσα : σάλη
δὲ παρὰ τὴν σάλην , ἣ σημαίνει τὴν φροντίδα . ἀσαλής : ὁ ἀμέριμνος . οὕτως Ἡρωδιανὸς καὶ Ἀπολλόδωρος .
5803975 κερδαινοντων
αὐτὸς Γ : ὡς τῶν μάντεων ἐξαπατώντων καὶ οὐ δεόντως κερδαινόντων καὶ λαμβανόντων τὰ κώδια . Γ ἐκβολβιῶ : ἐξορύξω
ἴδιον ἔμετον . Κἂν ἐπὶ νεκροῦ κερδαίνειν : ἐπὶ τῶν κερδαινόντων ἐκ πενήτων καὶ τεθνεώτων . Κατὰ ῥοῦν φέρεται .
5802572 καταφρονει
παρ ' αὐτῶν τιμάς . καὶ ὁ μὲν δικαίως αὐτῶν καταφρονεῖ : δοξάζει γὰρ ἀληθῶς ὅτι κρείττων ἐστὶ τῶν ἄλλων
Κυαξάρῃ : νῦν δὲ ὡς ᾔσθετο τοὺς πολεμίους ἐπιόντας , καταφρονεῖ καὶ οὔτε τὸ στράτευμα πέμπει ἡμῖν οὔτε τὸν δασμὸν
5799882 ταμιων
ὑπατικοί : αἱ δὲ τῶν δημάρχων τε καὶ ἀγορανόμων καὶ ταμιῶν καὶ εἴ τινες ἦσαν ἄλλαι πάτριοι Ῥωμαίοις ἀρχαὶ κατελύθησαν
βουλὴν οὐδ ' αὐτὸς ἠξίωσε τὸ συνεισενεχθὲν διάφορον ἀποδιδόντων τῶν ταμιῶν ἀπολαβεῖν , ἀλλ ' ἐχαρίσατο τοῖς παισὶ τοῦ ἀνδρὸς
5794725 Μηδενι
πρὸς τοὺς οἰκειοτάτους , διενεχθεὶς δὲ διαλλαχθείην ὡς τάχιστα . Μηδενὶ ἐπιβουλεύσαιμι , ἐπιβουλευόμενος δὲ ἄνευ ἀνάγκης τοῦ τι ἀντιδρᾶσαι
, ἐὰν μετρίῳ τιμήματι περιπέσω καὶ μὴ θανάτῳ ζημιῶμαι . Μηδενὶ δὴ τρόπῳ καθ ' ὑμῶν αὐτῶν γέλωτα τῷ σοφιστῇ
5778668 εὐθανατως
, ῥεμβόμενος ἐχθροὺς ηὗρ ' , ἐπεβουλεύθη ποθέν , οὐκ εὐθανάτως ἀπῆλθεν ἐλθὼν εἰς χρόνον . παύσασθε νοῦν λέγοντες :
δουλοπρεπέστατα δυσβράκανον δυσθαλής δωδεκέται ἐθέλεχθρον ἐλλοπίδας ἐναύεσθαι ἐπιλησμονή ἐρρῶσθαι εὐζωρότερον εὐθανάτως εὐπινής ἐφετίνδα ἡμίλουτοι θεόθυτα θηλάστριαν ἰωνόκυσος καλαμώμενον κύαθος λαυροστάται
5777094 ἀπολωλ
γ ' , ὦ πότνια δέσποιν ' Ἀθηναία , ποιῶν ἀπόλωλ ' ἐκεῖνος κἀν δέοντι τῇ πόλει , εἰ πρίν
„ ἀβίωτος ὁ βίος , οὐκ ἔτ ' ὄψομαι , ἀπόλωλ ' , „ ἐν ἑαυτῷ τοῦτ ' ἐὰν σκοπῇ
5776324 ὀλεκῃ
τίνος πταίσματος ὀλέκῃ καὶ μετὰ φθορᾶς δίδως ποινάς ; . ὀλέκῃ ] πάσχεις . σήμηνον ὅπη ] εἰπὲ ποῦ .
οὕτως , εἰ δὲ βαρύνεται , οὕτω : τίνος πταίσματος ὀλέκῃ καὶ μετὰ φθορᾶς δίδως ποινάς ἀμπλακίας ] ἁμαρτίας ποινὰς
5771496 ὀπωρωνης
καὶ τὸ οἰκογενὴς οὐκ ἀδόκιμον . Ὀπωροπώλης οἱ ἀγοραῖοι , ὀπωρώνης οἱ Ἀθηναῖοι καὶ Δημοσθένης . Νεοττοὶ καὶ νεόττιον λέγε
, ἐτριταγωνίστεις , σῦκα καὶ βότρυς καὶ ἐλάας συλλέγων ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων , πλείω λαμβάνων ἀπὸ τούτων
5766787 παρασυρεις
: ἀπάτη , ὅταν λάθῃ τὶς ὑπό τινος ἐπί τι παρασυρείς : πλάνη δὲ , ὅταν ἀφ ' ἑαυτοῦ τὶς
: ἀπάτη , ὅταν λάθῃ τὶς ὑπό τινος ἐπί τι παρασυρείς : πλάνη δὲ , ὅταν ἀφ ' ἑαυτοῦ τὶς
5764707 νουθετει
: ὃς γὰρ οἷς ὁ δῆμος ἅπας τοὺς ἐνοχλοῦντας ἑαυτὸν νουθετεῖ θορύβοις μηδεπώποθ ' ὑπεῖξε μηδὲ διετράπη , ταχύ γ
καὶ πονηρῶν κολάσεως , ἀλλ ' ὅτι καὶ ἡ κόλασις νουθετεῖ καὶ σωφρονίζει πολλάκις μὲν καὶ τοὺς ἁμαρτάνοντας , εἰ
5760414 κακηγορος
φιλαίτιος , ὀνειδιστικός : καὶ πάλιν φιλόψογος , φιλολοίδορος , κακήγορος . τὰ δ ' ἐπιρρήματα φιλεγκλημόνως , μεμψιμοίρως ,
ἐκ τοῦ κακο σύνθετα . κακοδαίμων , κακοῦργος , κακολόγος κακήγορος , κακοπράγμων ὡς Ὑπερείδης , κακόβιος , κακόβουλος ,
5757283 οἰμωζε
ἢ ὡς ἐν κωμῳδίᾳ , ὡς καλόν τι ἀκούσας τὸ οἴμωζε , ἀποκαλύπτεται φανερὸν αὐτὸν δεικνύς . ἀπὸ γὰρ ὀλέσεις
: Ἐπεὶ μεταξὺ γῆς καὶ οὐρανοῦ ἐστιν ὁ ἀήρ . οἴμωζε παρ ' ἐμὲ : Παίζων τοῦτό φησιν , ἐπειδὴ
5754468 φιλουντος
] προδότης ἦν οὗτος . φιλαίτιον ] Ἰσοκράτης ἐπὶ τοῦ φιλοῦντος ἄλλους αἰτιᾶσθαι , νῦν δὲ ἐπὶ τοῦ εἰωθότος αἰτίας
. Ὅπου βία πάρεστιν , οὐδὲν ἰσχύει νόμος . Ὀργὴ φιλοῦντος μικρὸν ἰσχύει χρόνον . Οὐπώποτ ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν
5753894 μελαναιγις
. . . . . ] ἐπέρχεσθαι τοὺς ἁμαρτάνοντας . μελαναιγὶς ] ἡ τὴν μέλαιναν καὶ φοβερὰν αἰγίδα ἔχουσα .
μέλαιναν καὶ φοβερὰν αἰγίδα ἔχουσα . μελαναιγὶς ] θανατηρά . μελαναιγὶς ] μέλαιναν αἰγίδα φοροῦσα . θ μελαναιγὶς ] ἡ
5753695 κιναιδοις
τοῖς λείοις χαίρουσιν . οὐκ ἀπάγξῃ ; καὶ εἰ τοῖς κιναίδοις ἔχαιρον , ἐγένου ἂν κίναιδος ; τοῦτό σοι τὸ
ἔπασχον ἐκ τοῦ κωμήτου ὅσα συνήθη καὶ φίλα τοιούτοις ἀνοσίοις κιναίδοις ἦν . ἐγὼ δὲ ὑπεραλγήσας ἐπὶ τῇ ἐμαυτοῦ μεταβολῇ
5753230 προσφεροντος
γε νῦν ὅστις ἂν ἔχοι προενεγκεῖν ὅτι χρηστὴν αὐτοῦ συμβουλὴν προσφέροντος παρακήκοας , ἀλλ ' ἢ κατὰ σαυτὸν προλαβὼν τὸ
προσώπου ζαρώματα . . ἆ ἆ : Ὡς τοῦ νεανίσκου προσφέροντος τὴν δᾷδα αὐτῇ , τοῦτο λέγει : ἔστι δὲ
5749965 φθειρου
βʹ : ὀχυρώματα . καὶ στηρίγματα . ἔρρε βʹ : φθείρου . ἢ ἐπὶ κακῷ ἔρχου . ἐρύσαι βʹ :
ταράσσειν : τάραξον * ἀπόερσον : ῥῖψον ἄφελε ἀπόρριψον , φθείρου διάφθειρε * ἐνιτέτροφεν : ἔγκειται ἔνεστι τεθραμμένον ἐν ταῖς
5749802 γαστριμαργων
γεγηρακότας τοὺς γονεῖς τροφεῖν . Ἄπληστος πίθος : ἐπὶ τῶν γαστριμάργων . Ἄνθρωπος ἀνθρώπου δαιμόνιον : ἐπὶ τῶν ἀπροσδοκήτως ὑπ
μανίαν τῶν ἀνδρῶν κατηγοροῦσιν . προπήδησις ὀφθαλμῶν αἱματωδῶν οἰνοφλύγων καὶ γαστριμάργων ἀνδρῶν σημεῖον . εἰ δὲ γλαυκοί εἰσιν οὗτοι ,
5744256 εὐδαιμονιζεις
καὶ κατακοπέντα , ἀλλὰ τὸν ἀπλῆγα ἡττηθέντα : οὐδὲ κύνα εὐδαιμονίζεις τὸν μήτε διώκοντα μήτε πονοῦντα , ἀλλ ' ὅταν
πλούτου ὃν ἐλάβομεν . σὺ δὲ μόνον ἐν Ἀθήναις μένων εὐδαιμονίζεις τὰς Θεοφράστου θέσεις ἀκούων , θύμα καὶ εὔζωμα καὶ
5743509 ἀρξωμαι
δὴ μώνα ἐοῖσα πόθεν τὸν ἔρωτα δακρύσω ; ἐκ τίνος ἄρξωμαι ; τίς μοι κακὸν ἄγαγε τοῦτο ; ἦνθ '
καὶ τὴν ἀλήθειαν . αὐτίκα ἵν ' ἀπὸ τῶν τελευταίων ἄρξωμαι , εἰ μὲν ἃ φανταζόμεθα εἰς τὰ αὑτῶν σώματα
5737209 τρυσιβιου
φροντίζοντες δυσχεραίνουσιν ἐν στρωμναῖς κείμενοι . φειδωλοῦ ] ἐστενωμένης . τρυσιβίου ] κεκολασμένης περὶ τὴν ζωήν . ⌈ θρύμβη [
] δυσκόλως κοιμωμένης . τρυσιβίου ] καταπονούσης τὸν βίον . τρυσιβίου ] δαμαζούσης τὸν βίον . θυμβρεπιδείπνου : τὰς θύμβρας
5727814 ἐπιληπτος
καὶ φενακίζει καὶ τοὺς ἐπιλήπτους φησὶν ἰᾶσθαι , αὐτὸς ὢν ἐπίληπτος πάσῃ πονηρίᾳ . οὗτος οὖν αὐτὸν ἐξαιρήσεται , ὁ
“ πῶς ” ἀπὸ κοινοῦ . τοῦ ὁρᾶν ] στίχος ἐπίληπτος ἁπαξάπαντα ] ἀττικῶς κατακεκλῃσμένα ] ἀττικῶς τὴν πρόνοιαν ]
5722085 πεποιθεν
ἀλλήλων δίχα . οὗτος δ ' ἀνὴρ ἄριστος ὅστις ἐλπίσιν πέποιθεν αἰεί : τὸ δ ' ἀπορεῖν ἀνδρὸς κακοῦ .
[ ! ! ] ! [ ὅπου γὰρ ὧδεχ [ πέποιθεν ἀλκ [ ! ! ] ! [ θυμὸν καθημχθ
5720070 ὁμοσπονδος
οἴνου σπονδή , σπεῖσαι ἀποσπεῖσαι ἐπισπεῖσαι , ἀπόσπονδος ἄσπονδος ἔνσπονδος ὁμόσπονδος ἡμίσπονδος ἐνσπονδότατος ἀσπονδότατος , σπονδῶν καὶ κρατήρων μετασχών ,
τὸν φόνον εἰς Ἀθήνας ἀφικόμενος , ὡς μὴ γένοιτο σφίσιν ὁμόσπονδος ἀπεκτονὼς τὴν μητέρα , ἐμηχανήσατο τοιόνδε τι Πανδίων :
5716913 σκωπτομενος
τε ξυνιέναι ὀξύτερος ᾖ καὶ ἀμείνων μνημονεύς . Ὁ αὐτὸς σκωπτόμενος ὑπό τινος ὅτι διὰ σμικρολογίας τοῦτο ποιεῖ εἶπεν :
νόμοις τῆς πατρίδος . Βίας ἔν τινι πότῳ σιωπῶν καὶ σκωπτόμενος εἰς ἀβελτερίαν ὑπό τινος ἀδολέσχου : Καί τίς ἂν
5710762 μαριλης
, ἀνάγκη τοῦτον συναπολαύειν τοῦ κακοῦ , καὶ συναναπίμπλασθαι τῆς μαρίλης . Ἀθλητῇ μὲν οὖν ἀνδρὸς προσφερομένου ἀθλητοῦ , ἐκ
τὴν ἀτοπίαν τῶν δημοτῶν . Ὑπὸ τοῦ δέους δὲ τῆς μαρίλης μοι συχνὴν ὁ λάρκος ἐνετίλησεν ὥσπερ σηπία . Δεινὸν
5709833 Μηδεποτε
γενναῖος ὤν . Μέτρῳ δὲ πάντα μανθάνων δίκῃ ποίει . Μηδέποτε καυχῶ πλοῦτον ἐν δόμοις ἔχων . Μήτηρ ἁπάντων γαῖα
πράγμασιν , εὐθὺς προσάπτει τῇ τύχῃ τὴν αἰτίαν . } Μηδέποτε μέμφου τὴν τύχην εἰδὼς ὅτι καιρῷ πονηρῷ καὶ τὰ
5708781 ἀποτρεψεις
τὰ κελεύει . ἀλκῆς δ ' οὔ μ ' ἐπέεσσιν ἀποτρέψεις μεμαῶτα πρὶν χαλκῷ μαχέσασθαι ἐναντίον : ἀλλ ' ἄγε
δίκασον καὶ παρηγόρησον τοὺς ἀθλίους , τῶν δὲ δακρύων οὕτως ἀποτρέψεις . οὐ τὰ ἴδια τῶν κοινῶν , ἀλλὰ τὰ
5702380 νεοκοτα
στροφὴ κώλων δʹ . ἄνια ] ἀνίατα , λυπηρά . νεόκοτα ] † ἐκ νέας ὀργῆς δαίμονος ἐπελθόντα . δάϊ
καὶ ἀνιαρά . . ἄνια ] τὰ λυπηρά . . νεόκοτα ] νεωστὶ μηνυθέντα κακὰ ὑπό τινος τῶν δαιμόνων .
5700368 ἁμαρτωλος
ἀπὸ ] τοῦ ἀγαπητοῦ αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν , καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου , οὔτε ἀπὸ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ
ἀποφώλια εἰδώς : ἀποφώλια δὲ τὰ ἀπαίδευτα . πῶς οὖν ἁμαρτωλὸς εἶ καὶ οὐκ ἀπαίδευτος ; ἀλλὰ λέγει πάνυ ἥμαρτες
5697899 συνεβουλευσας
διδῶσιν οἱ θεοί , χαίρων ἐπάνιθι . Ἀγαθῷ οὐ κακῶς συνεβούλευσας , ὅθεν σὺ μὲν εὗρες τὸ δέον , ὁ
παντὸς ὄντος , ἐν οἷς σύ γ ' ἂν αὐτῷ συνεβούλευσας καὶ ἱκετηρίαν θεῖναι , φθειρομένης μὲν τῆς χώρας ὑπὸ
5688305 πασχεις
ὦ ξυνασχαλᾷ ] συλλυπεῖται μόχθοις ] δυστυχίαις τάδε ] ἃ πάσχεις ἔχρῃζον ] ἤθελον ἠλγύνθην κέαρ ] ἐλυπήθην , ἔπαθον
πόλεμον δεύτερον . Ἆρα καὶ σύ , Χλόη , τοιαῦτα πάσχεις ; ἆρα μέμνησαι τοῦ πεδίου τοῦδε καὶ τῶν Νυμφῶν
5684999 ἐπιβουλως
δὴ οὖν ὑμῖν τῆσδε τῆς ὁρμῆς , εἰ μήτε ἑαυτοῖς ἐπιβούλως καὶ ἐς τὸν ἄρχοντα ἐναντίως πράσσετε , καὶ εἴσω
ἐντὸς τοῦ ἱματίου . ἀπόλοιο δῆτ ' ὦ Πλάτων οὕτως ἐπιβούλως ψυχαῖς ἀφελέσι τὸν λόγον προενεγκών . πότερον οὖν κτλ
5682148 ἐθεραπευθη
καὶ ἐπὶ τούτου μεγίστην ἐνέργειαν ἔδειξεν ὁ λίθος οὗτος . ἐθεραπεύθη γὰρ καὶ οὗτος μὴ πάνυ τι προσδοκησάντων ἡμῶν .
μὲν ἀνεῖλεν , αὐτὸς δ ' εἰς τὴν κεφαλὴν τρωθεὶς ἐθεραπεύθη . καὶ στρατεύει ἐπὶ τοὺς ὑπολειπομένους τῶν ἀποστατῶν ,
5679601 διαστελλομενης
λέγω τὸ μὲν μέσον σημεῖον κατὰ τὴν σύμπτωσιν τῆς ἀρτηρίας διαστελλομένης οὑτωσοῦν ἐπὶ τὰ ἔξω ῥεῖν καὶ πάλιν ἀπὸ τῶν
τῆς ἀποθεραπείας τρόπος οὐκ ἔναιμος , ἀλλὰ συσσαρκωτικὸς ἐπαγέσθω , διαστελλομένης σφόδρα τῆς διαιρέσεως ἢ τῶν διαιρέσεων πρὸς τὸ μὴ
5676677 Κληματιου
ὃν ᾤμην γράφων ἐνοχλήσειν : ὅθεν οὐκ ἠξίουν γράφειν . Κληματίου δὲ ἐξελθόντος αὐτῷ τῷ φιλεῖν καὶ τὸ γράφειν προστίθημι
σοι καὶ ἐμαυτὸν ἐγγράφων οὐκ ἀδικεῖν οἶμαι ἄλλως τε καὶ Κληματίου κελεύοντος καὶ ὑπισχνουμένου μὴ μεταμελήσειν μοι τῶν γραμμάτων .
5660169 Σαυτον
πεπεῖσθαι τῷ πατρὶ σύστειλον εἰς μικρὸν αὐτῷ τὴν ἀπόστασιν . Σαυτὸν ἀνάμνησον τῶν ὑποσχέσεων , ἃς ἐποιοῦ πρὸς ἡμᾶς περὶ
λοιπὸν βίον εὐδαιμονέστατα διατελέσαιμι : ὁ δέ μοι ἀπεκρίνατο , Σαυτὸν γιγνώσκων εὐδαίμων , Κροῖσε , περάσεις . ἐγὼ δ
5655747 τλημον
ἀνταποδίδως ταύτην τὴν τιμωρίαν ; τίνος ἕνεκα τιμωρῇ ; . τλῆμον ] ἄθλιε διὰ τὰ παρόντα . τοῦ δίκην πάσχεις
πέσῃ . ἐπιξενοῦμαι ταῦτα δ ' ὡς θανουμένη . ὦ τλῆμον , οἰκτίρω σε θεσφάτου μόρου . ἅπαξ ἔτ '
5654857 λουτριον
ταῦτ ' ἀεί . μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . κἀπὸ τῆς Διειτρέφους τραπέζης οἴμοι κακοδαίμων τῆς τόθ
Ἀριστοφάνης ἐν Ἥρωσιν μήτ ' ἀπόνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μηδὲ λούτριον . ἡ δὲ νέα κωμωιδία καὶ λουτῆρας λέγει .
5654464 τυγχανετω
ἑταίρων δυνάμεις ὠφελείας φέροιεν . τά τε οὖν αὐτοῦ σωτηρίας τυγχανέτω καὶ τὰ τῆς ἀδελφῆς Στρατωνίδος ἀπὸ τῆς αὐτῆς ἀνάγκης
ὑπηρέτας . ἔγγραφε δὴ τὸν ἄνδρα μεθ ' ἡδονῆς καὶ τυγχανέτω χρηστοῦ τινος διὰ τὸν θεῖον καὶ τῷ δοῦναι χάριν
5653509 λυσανιας
, πρόβολος ἐμός , σωτὴρ δόμοις , ἐχθροῖς βλάβη , λυσανίας πατρῴων μεγάλων κακῶν : ὃν κάλεσον τρέχων ἔνδοθεν ὡς
δίκην πύργου . ἀνιαρός ] ⌈ γρ . βλάβη . λυσανίας ] λυτὴρ τῶν θλίψεων . ἐνταῦθα παίζει τὸν Εὐριπίδην
5647226 ἀποκτενεις
τοὺς μὲν σαυτῷ ὁμοίους , τοὺς ἀνδρείους καὶ ἀνοήτους , ἀποκτενεῖς ῥᾳδίως : ὑπὸ δὲ ἀνδρὸς φρονίμου καὶ πολεμικοῦ ἀποθανῇ
τὸν ἀριθμὸν γενόμενον . Τάχα δὲ καὶ αὐτὸν τὸν ἀετὸν ἀποκτενεῖς καὶ οὐκέτι πολλοὺς ὑμῶν ἄρνας καὶ ἐρίφους ἁρπάσει .
5646516 δοκιμασιας
. θʹ . ποία καλλίων γῆ . ιʹ . περὶ δοκιμασίας γῆς . ιαʹ . ἄλλο περὶ δοκιμασίας γῆς .
, ὡς δὲ Λυσίας ἐν τῷ κατὰ . . . δοκιμασίας ἐπιλόγῳ , δισχιλίους φʹ . γεγόνασι μέντοι πλείους αἱρέσει
5641983 σιγησεται
δὲ Ἑρμῆς μετά τινος ἀγαθοποιοῦ ὡροσκοπῇ χρήματα λαβὼν ὁ ἐνάγων σιγήσεται , ἐὰν δὲ τὸν ὡροσκόπον ὁ Κρόνος βλάπτῃ ζημιωθήσεται
δὲ Ἑρμῆς μετά τινος ἀγαθοποιοῦ ὡροσκοπῇ χρήματα λαβὼν ὁ ἐνάγων σιγήσεται , ἐὰν δὲ τὸν ὡροσκόπον ὁ Κρόνος βλάπτῃ ζημιωθήσεται
5641969 Νεανισκος
εἶπεν : Ἀκούσατε , ὦ ἄνδρες , διηγήματος τερπνοῦ : Νεανίσκος ποτὲ ὄνον ἐμισθώσατο Ἀθήνηθεν Μέγαράδε : μεσημβρίας δὲ καταλαβούσης
οὕτως ἀνέλθω . βιαζόμενος οὖν πάλιν τὰ στρώματα κατετίλησεν . Νεανίσκος πρὸς τὴν γυναῖκα οὖσαν ἀσελγῆ εἶπε : Κυρία ,
5640964 ἀναλων
τῶν σαυτοῦ , παλαιὰν ναῦν ἔχοντ ' , εἰς ἣν ἀναλῶν οὐκ ἐφέξεις οὐδὲ ναυπηγούμενος : διαμηχανήσομαί θ ' ὅπως
' ἂν τούτου δέῃ κοινῶς λάμβανε , καὶ πρὸς τὸ ἀναλῶν , καὶ τὸ φειδόμενος . . ὡς ἰδεῖν σε
5637755 αἰσχροκερδης
ἀγερμός , βωμολοχία , θητεία . Φιλάργυρος , φιλόχρυσος , αἰσχροκερδής , φιλοχρήματος , φιλοκερδής , φιλοχρηματιστής , χρηματιστικός ,
καταχθέντας , ἀπάνθρωπος , ἐπαχθής , ἄπληστος , ἄμετρος , αἰσχροκερδής , βίαιος , ἀποπνίγων , πιέζων , λωποδυτῶν ,
5632561 Ξενον
αὐτοῦ , καλὸς ἔτι ὤν , ὑπολειφθεὶς καὶ προσδραμών , Ξένον σε , ἔφη , ὦ Ἀγησίλαε , ποιοῦμαι .
πολλοὺς τρόπους . Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε , μὴ καθυστέρει . Ξένον ἀδικήσεις μηδέποτε καιρὸν λαβών . Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν
5631488 πανουργων
τὸν Αἰγόκερων ὑπὲρ τὰς οεʹ . εἰ δέ τις τῶν πανούργων τὸν ὡροσκόπον καὶ ἐν τούτῳ τῷ κύκλῳ † ἀντὶ
. . τὰ τοιαῦτα ῥήματα ] οἱονεὶ τὰ περὶ τῶν πανούργων λεγόμενα . ἐν μέρει δέ , ὅ ἐστι χωρὶς
5630799 ἀμπλακιας
πέτρᾳ προσηλοῦσθαι τοῦτό φησιν χειμαζόμενον ] δαμαζόμενον , πάσχοντα Τίνος ἀμπλακίας : ἕνεκα τίνος κολάσεως , πταίσματος , ὀλέκῃ καὶ
μοι , ἰὼ τλήμων . τί δέ σοι παῖδες πατρὸς ἀμπλακίας μετέχουσι ; τί τούσδ ' ἔχθεις ; οἴμοι ,
5629460 κυνικου
ἐπιδῆσαι θέλομεν γένυν ἤτοι τραύματος χάριν ἢ ἐξαρθρήματος ἢ τοῦ κυνικοῦ καλουμένου σπασμοῦ ἤ τινος ἄλλου . ἀρχὴ κατ '
ἔπειτα δὲ καὶ δι ' ἑαυτῶν . ἐπὶ δὲ τοῦ κυνικοῦ σπασμοῦ ἰδιαίτερον βοηθοῦνται ὑπό τε πταρμικῶν καὶ ἀποφλεγματισμῶν τῶν
5627111 ἀναπεπλησται
ὁ ἀγοραῖος , ὁ παρὰ τὴν Ποικίλην : πίττης γοῦν ἀναπέπλησται ὁσημέραι ἐκματτόμενος ὑπὸ τῶν ἀνδριαντοποιῶν . τί , ὦ
γέροντα Ζηνόθεμιν λέγων , ἐπήκουον γάρὅπως ἐμφορεῖται τῶν ὄψων καὶ ἀναπέπλησται ζωμοῦ τὸ ἱμάτιον καὶ ὅσα τῷ παιδὶ κατόπιν ἑστῶτι
5624867 οἰνηρους
οὐ ποιῶ σε τῆς ἐμῆς ὁδοῦ μήποτε κρωσσοὺς μήτ ' οἰνηροὺς μήθ ' ὑδατηροὺς λείπειν ἀφνεοῖσι δόμοισι ξυμφορά ὄξους σπανίζειν
ἢ ἄλλο τι ὧν εἰώθασι ποιέειν : ἐπάνω δὲ τοὺς οἰνηροὺς σπλῆνας ἢ εἴρια ῥυπαρὰ ἐπιδέουσιν , ἢ ἄλλο τι
5622900 ἀντλεις
ἥρπασεν . ἐπὶ τῶν κακὰ σφίσιν αὐτοῖς ἐπαγομένων . Κοσκίνῳ ἀντλεῖς : ἐπὶ τῶν ἀνηνύτως καὶ μάτην πονούντων . Κοινὰ
Καὶ Ἡρόδοτος δὲ Κολοφώνιον καλεῖ τὸν ἄριστον χρυσόν . Χαμαὶ ἀντλεῖς , Πλίνθον πλύνεις , Φακὸν κόπτεις : αὗται πᾶσαι
5620622 καταγελᾳς
τὰ πρήγματα ὑμέων καὶ αὐτοὶ ὑμέες . Πῶς λέγεις ; καταγελᾷς ἡμῶν ἁπάντων καὶ παρ ' οὐδὲν τίθεσαι τὰ ἡμέτερα
ἐκπλήττωνται καθάπερ ἐπὶ τοῖς ἀσαφέσι τῶν χρησμῶν . ὁρᾷς ; καταγελᾷς μου καὶ σὺ ἐν τῷ μέρει . Οὐ τοσοῦτον
5620173 μισολογος
θεοὺς ἐράων , ἢ ψεῦδος ὀμόσσῃς ; ἀλλ ' οὔτε μισολόγος οὕτως οὐδείς , ὡς τούτων γε εἵνεκα τὴν τῶν
καὶ μὴ ἔστιν ἡ ἀσοφία , πανοῦργος , ἀμαθής , μισολόγος , ἄνους , ἀνόητος , ἀλόγιστος , εἰ καὶ
5612392 παραινετικη
δικαστηρίου εἰς ἕτερον δικαστήριον μετάβασις . Ἔξω βελῶν καθῆσθαι : παραινετικὴ ἡ παροιμία . Εὐμεταβολώτερος κοθόρνου : ἐπὶ τῶν πᾶσιν
βάλῃ ψῆφον ἀντὶ τῆς λευκῆς . Ἔξω βελῶν καθῆσθαι : παραινετικὴ ἡ παροιμία . Ἐξηκεστίδης ἐγένου : ἐπὶ τῶν ὁδοῦ
5611901 ἐληφθης
Πολέμων ἄνασσα Παλλάς , σθεναρῶν βελῶν κρατοῦσα , ῥοδέοις ὅπλοις ἐλήφθης , ἐδάης μάχην Κυθήρης . Ἐδόκεις κρατεῖν , Ἀθήνη
. ἥμαρτες , ἠράσθης , ἐμοίχευσάς τι , κᾆτ ' ἐλήφθης . ἀπόλωλας : ἀδύνατος γὰρ εἶ λέγειν . ἐμοὶ
5611060 ἀπιστειτε
αὐτὸ ἔξω ζητεῖτε ; ἐν σώματι οὐκ ἔστιν . εἰ ἀπιστεῖτε , ἴδετε Μύρωνα , ἴδετε Ὀφέλλιον . ἐν κτήσει
, ἦ μὴν οὐκ ἐγερεῖσθαι τὸ τεῖχος . εἰ δὲ ἀπιστεῖτε , τοὺς ἀρίστους ἐκπέμψατε κατασκόπους ἐμὲ κατασχόντες . οἱ
5598199 πιπρασκων
, οἱ δὲ σπινθῆρες φέψαλοι . ὁ δὲ τοὺς ἄνθρακας πιπράσκων ἀνθρακοπώλης : λέγει γοῦν Φιλύλλιος ἐν Πόλεσιν ἀνθρακοπώλης ,
καὶ τὰ μὴ πιπρασκόμενα , ὡς ἄπρατος ἀνὴρ ὁ μὴ πιπράσκων ἑαυτόν . καὶ ὁ μὲν τόπος ὅπου πιπράσκουσι ,
5598186 καταβοη
πράγματα ἀδοξία κακοδοξία , δύσκλεια , δυσφημία , ἀγνωσία , καταβοὴ ὡς Θουκυδίδης . καὶ τὰ ἐπιρρήματα ἀδόξως , ἀκλεῶς
ὑποψία τε ἡμᾶς κατείληφεν , ὡς ἡ περὶ τῆς ἐξόδου καταβοὴ καὶ ἀγανάκτησις οὐκ ἀπὸ τῆς αὐτῆς προαιρέσεως παρὰ πάντων
5598122 ποιῃς
καὶ σὺ τοῦτο συγχωρήσαις ἄν , ὡς ἐπειδάν τι ὅσιον ποιῇς , βελτίω τινὰ τῶν θεῶν ἀπεργάζῃ ; Μὰ Δί
, μὴ αἰσχρὸς φανῇς , ἐὰν πρότερος τὸν ἀδελφὸν εὖ ποιῇς ; καὶ μὴν πλείστου γε δοκεῖ ἀνὴρ ἐπαίνου ἄξιος
5595933 θηγω
λευκῇ μυθιάζομαι ῥήσει , καὶ τῶν ἰάμβων τοὺς ὀδόντας οὐ θήγω , ἀλλ ' εὖ πυρώσας , εὖ δὲ κέντρα
θήγω : τὸ ἀκονῶ . παρὰ τὸ θοῶ θοήγω καὶ θήγω , τουτέστι θοὸν καὶ ὀξὺ ποιῶ . Ὅμηρος :
5593762 μετρεις
ἄλυποι . Σὺ δὲ τὰς ἡδονὰς αὐτοῦ πόνους καλεῖς : μετρεῖς γὰρ τὰ Διογένους τῇ σαυτοῦ φύσει , πονηρῷ μέτρῳ
τίνων ; δεῖξόν μοι πρῶτον , τί τηρεῖς , τί μετρεῖς ἢ τί ἱστάνεις : εἶθ ' οὕτως ἐπιδείκνυε τὸν
5591254 ἀυτω
προοιμίοις οὐ καλοῖς , οὐκ εὐσχήμοσιν : ὦ τάλας δισσῶς ἀυτῶ : τὸ ὦ τάλας δεύτερον βοῶ διὰ τὸ μεγάλα
ἀρῆξαι διαπεπραγμένῳ : τί γάρ ; ἰοὺ ἰού . κωφοῖς ἀυτῶ καὶ καθεύδουσιν μάτην ἄκραντα βάζω . ποῦ Κλυταιμήστρα ;

Back