| καὶ χωρὶς ψεύδους ἐπὶ τὸ πλεῖστον πόλιν οὐκ ἔστιν εὑρεῖν εὐνομουμένην : ἄλλοι δὲ οὕτως ὁρίζονται : ῥητορική ἐστι δύναμις | ||
| δεινὰ πεπονθότων μνησθήσομαι . Κατιδὼν γὰρ οἰκίαν πλουσίαν καὶ οὐκ εὐνομουμένην , ἧς ἡγεμὼν μὲν ἦν γυνὴ μέγα φρονοῦσα καὶ |
| , οὐ τῷ ἔργῳ . Πονηρῶν νῦν βούλεται μὲν ὁ μοχθηρὸς ἀδικεῖν , οὐ μὴν δυνατός : βουλόμενος δέ , | ||
| τε καὶ ἄριστός ἐστιν ὁ καθαρότατος , νοσερὸς δὲ καὶ μοχθηρὸς ὁ ἐξ ἀναθυμιάσεως ἐπιθολούμενος λιμνῶν ἢ ἑλῶν ἢ βαράθρου |
| δ ' οὔ : καίτοι λέγεται ἡ προαίρεσις ὄρεξις εἶναι βουλευτική , ὡς ὕστερον διασαφηνισθήσεται . οὐκ ἀγνοητέον οὖν , | ||
| φιλία , ἐπειδὴ μετὰ προαιρέσεως , ἡ δὲ προαίρεσις ὄρεξις βουλευτική , εἴη ἂν ἕξις ἡ φιλία ἔν τε τῷ |
| , ἄνανδρος , ἐπιδεὴς καταδεής , συνεσταλμένος , κατεπτηχώς , ἀγεννής , εὐλαβής , περίφοβος , φιλόψυχος φιλοσώματος , ἄτολμος | ||
| ἐστι . Καὶ ἡ εἰς ἄτοπον ἀπαγωγὴ ἰδέα λύσεων οὐκ ἀγεννής , ὅταν λέγωμεν ὅτι κατὰ τοῦτον τὸν λόγον πολλῶν |
| ' ἴσον . γεγραμμένων δὲ τῶν νόμων ὅ τ ' ἀσθενὴς ὁ πλούσιός τε τὴν δίκην ἴσην ἔχει , ἔστιν | ||
| σφαλερώτερος : καὶ ὁ μὲν θρασὺς ἰταμώτερος , ὁ δὲ ἀσθενὴς θρασύτερος , ὁ δὲ φιλήδονος ἀκολαστότερος . Γεωργῶν ἀνήρ |
| μιασμοῖς τῆς γῆς συνεχόμενος μᾶλλον οἰκοδομεῖ , αὐτὸς δὲ οὐ μιαίνεται . Ὑπονοῶ δὲ καὶ πράξεις ἐν ὑμῖν οὐ καλὰς | ||
| τοιούτων πορθήσεως ὑπαινίττεται . χραίνεται ] μολύνεται . χραίνεται ] μιαίνεται . χραίνεται ] μελαίνεται . θ πόλισμ ' ἅπαν |
| , ὥσπερ γε καὶ τὸ θερμὸν θερμαῖνον καὶ τὸ ψυχρὸν ψῦχον : εἴτε γὰρ αἷμα μοχθηρὸν εἴη τὸ ὠθούμενον , | ||
| καὶ τὸ ἴαμα : τὸ μὲν ὄξοϲ οὐκ ἀγεννῶϲ μὲν ψῦχον καὶ πάντη ῥαδίωϲ διεξερχόμενον τῇ λεπτομερίᾳ , τὸ δὲ |
| τῶν ἀδυνάτων . Ἄχρι κόρου : ὅτι ἄχρι κόρου ἐκεῖνος ἀναίσθητός ἐστι : καί : οὗτος ἄχρι κόρου φενακίζει . | ||
| . ὁ δὲ θεὸς οὐχ , ὥσπερ ἐνίοις δόξει , ἀναίσθητός ἐστι καὶ ἀνόητος : ὑπὸ γὰρ δεισιδαιμονίας βλασφημοῦσι : |
| δὲ αὐξηθεὶς καταλύσει τοὺς ἄλλους βασιλεῖς , δι ' οὓς σώζεται Χερρόνησος . ὡς δ ' ἂν καὶ ἐξ αὐτῶν | ||
| τὴν μάχαιραν , ὑπὸ τῶν Κενταύρων καταληφθεὶς ἔμελλεν ἀπόλλυσθαι , σώζεται δὲ ὑπὸ Χείρωνος : οὗτος καὶ τὴν μάχαιραν αὐτοῦ |
| οὐ πάνυ χαλεπὸν , τοῦ δὲ μὴ ἀδικεῖσθαι κτήσασθαι δύναμιν παγχάλεπον : καὶ οὐκ ἔστιν αὐτὸ τελέως ἔχειν ἄλλως ἢ | ||
| ἐκ προσώπου μεταναστῆναι βασιλέως θνητοῦ χαλεπόν ἐστι , πῶς οὐ παγχάλεπον τὴν θεοῦ φαντασίαν καταλιπόντα οἴχεσθαι , μηκέτι εἰς ὄψιν |
| ' ἑνὸς μ γράφεται : ἄμαθος γὰρ λέγεται παρὰ τὸ ἀμαθὴς * καὶ * ἀμέτρητος εἶναι καὶ ἐν συγκοπῇ ἄμος | ||
| καὶ οὐκ εὐτελὴς ὤν , ἠλίθιος δὲ μᾶλλον , οἷον ἀμαθὴς καὶ ἀνόητος , ὃς εἰ παιδευθείη καλὸς ἂν εἴη |
| καὶ διὰ τοῦτο ἐνέργεια ἡ ἡδονή , ὅτι εἶδός ἐστι παρακολουθοῦν τῇ εὐδαιμονίᾳ : διὰ δὲ τοῦτό φησι προσδεῖσθαι τὸν | ||
| κινήσεως , οἱ δὲ μέτρον , οἱ δ ' ὅλως παρακολουθοῦν αὐτῇ : καὶ ἢ πάσης ἢ τῆς τεταγμένης . |
| ζῶσιν . Ἀλλὰ τούτῳ ἀντὶ τῶν πατρῴων περίεστι βδελυρία , συκοφαντία , θράσος , τρυφή , δειλία , ἀναίδεια , | ||
| τὰς ὁμολογίας καὶ τὰς πίστεις : ἀκολουθεῖ δὲ τῇ ἀδικίᾳ συκοφαντία : ἀλαζονεία : ἀφιλανθρωπία : [ προσποίησις : ] |
| ' ἐ [ ἴσως ἰταμὸς εἶ : τότε λογισμόν [ εὔψυχος αρως [ ! ! ] ζῆς [ ὄνειδος αὕτη | ||
| θαρραλέος , εὐθαρσής , ἄφοβος , ἀδεής , ἀνέκπληκτος , εὔψυχος : τὸ δ ' ἴτης κοινὸν ἐφ ' ἑκατέρου |
| τρόπος νοητέος , ὅσπερ ἐστὶ κατὰ τὰς τοποθεσίας τῶν ἀστέρων χρηματιστικὸς παραχρῆμα κατὰ τὴν τῶν ζῳδίων φύσιν . Συγκρίνειν δὲ | ||
| ἥδιστος , τὸν ἑαυτοῦ ἕκαστος μάλιστα ἐγκωμιάσεται ; ὅ τε χρηματιστικὸς πρὸς τὸ κερδαίνειν τὴν τοῦ τιμᾶσθαι ἡδονὴν ἢ τὴν |
| καὶ λιτῷ σχήματι , ἐπιτετήδευται δὲ ὑπὲρ κόσμου καὶ οὐδὲ ἄπεστιν αὐτοῦ τὸ ἑτέρῳ φασὶ τύφῳ . τὰ δὲ Ἡλίου | ||
| , ὅτι Ἂν προσθῇς : καὶ τῆς οὐσίας τὸ ἥμισυ ἄπεστιν , ἀληθῆ ἐρεῖς . καὶ δίκην νικήσας καὶ λαβὼν |
| ἄπιστος ] ἀπειθὴς ἀφηνιαστὴς γόης εἴρων κέρκωψ δυσυπονόητος δυσώνυμος δυσεύρετος δυσέφικτος ἐξώλης κακόνους ἀσύμμετρος ἀκαιρολόγος μακρήγορος ἀδολέσχης ἀερόμυθος κόλαξ νωθὴς | ||
| ἀπὸ τῆς αὐξήσεως , μέγεθος περιτιθεὶς τῇ ὑποθέσει , ὅτι δυσέφικτος , καὶ ὅτι καθῆκας ἑαυτὸν εἰς ἀγῶνα οὐ ῥᾴδιον |
| μᾶλλον πέφυκε τἀνθρώπῳ . Ὁ δ ' αὖ οὐ πάνυ πονηρὸς καθέστηκεν ἀπὸ τῆς τῶν χρωμάτων τεκμαιρομένων ἡμῶν οἰκειότητος . | ||
| ἔλυσε τοὺς νόμους : εἰ δ ' ἐκβαλεῖν ἀπάτην ἣν πονηρὸς ἄνθρωπος ἐνέθηκέ σοι , μένει μὲν Ἱεροκλῆς ἐν τῷ |
| σωφροσύνην ἢ ὑγίειαν , καὶ ἐνεργεῖ κατὰ ταύτην ἀνεμποδίστως , εὐφραίνεται . ἡ δὲ σωφρο - σύνη καὶ ὑγίεια , | ||
| ἄλλον . Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι , ὅσον ὁ θεὸς εὐφραίνεται ἐπὶ τῷ δικαίῳ , τοσοῦτον πάλιν ἄχθεται ἐπὶ τῷ |
| τὶς ἄνθρωπος πᾶν ζῷον ἀληθεύει τὶς ἄνθρωπος οὐ πᾶν ζῷον ἀληθεύει τὶς ἄνθρωπος τὶ ζῷον ψεύδεται τὶς ἄνθρωπος οὐδὲν ζῷον | ||
| : καὶ γὰρ ἐνδεχομένη γνῶσίς ἐστιν , ἥτις οὐκ ἀεὶ ἀληθεύει : ψεύδεται δὲ ἡ γνῶσις , ὅταν τὸ γινωσκόμενον |
| ; ἵνα σαφῶς σου μανθάνω . Χαλεπόν γ ' ἀκροατὴς ἀσύνετος καθήμενος : ὑπὸ γὰρ ἀνοίας οὐχ ἑαυτὸν μέμφεται . | ||
| εἰσιν αἱ ἐπισκέψεις καὶ αἱ δεύτεραι γνῶμαι : λογίζομαι : ἀσύνετος : οὐ γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον |
| πεπρᾶσθαι . Ἐγώνγα καὐτός φαμι . Τίς δ ' οὕτως ἄνους ὃς ὑμέ κα πρίαιτο , φανερὰν ζαμίαν ; Ἀλλ | ||
| τοιούτων πλευρῶν λέγεται , οὕτω καὶ ὁ ἄφρων καὶ ὁ ἄνους οὐ κατὰ στέρησιν φρενῶν καὶ νοῦ , ἀλλὰ τοιούτων |
| πολλῇ , ἔχον τὴν εὐθηνίαν ἐν ἑαυτῷ . ἐὰν δὲ ὀξυχολία τις προσέλθῃ , εὐθὺς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον , | ||
| πνεῦμα τὸ ἅγιον καὶ ἐκτρίβει αὐτό . εἶτα πάλιν ἡ ὀξυχολία ὅταν κολληθῇ τῷ ἀνθρώπῳ περὶ πράγματός τινος , καὶ |
| ἐν τῇ θαλάσσῃ , τὴν ἀψευδέα καὶ ἀληθῆ : οὐ διαψεύδεται γὰρ τὴν ἑαυτοῦ ἐνέργειαν , ἀεὶ γὰρ τὰς ἀναθυμιάσεις | ||
| ἐναντία λέγει καὶ ὅμως μέντοι οὐκ ἐλέγχεται , ὅτι οὐδὲ διαψεύδεται διὰ τοῦτο προσέθετο τὸ καὶ ὀνόματος μὴ συνωνύμου ἀλλὰ |
| ἐκβάλλει . τῷ ἀποτυγχάνοντι κοινὸν ἔγκλημα ἡ ἄνοια καὶ ἡ ἀφροσύνη . ὁ νοῦς : πρῶτον μὲν τὸ πειρᾶσθαι ἀγῶνος | ||
| φρόνησις ὑγεία γάρ τις αὕτη διανοίας , τὸ δὲ φθεῖρον ἀφροσύνη νόσον ἀνίατον κατασκήπτουσα . τοῦτο δὲ „ νόμιμον αἰώνιον |
| ἀπὸ τῶν φαινομένων ἢ καὶ παρατρεχόντων σημείων τεκμάρσεως ἀκριβὴς ἦν ἐξεταστής . Ἱλάριος ὁ ἐκ Φρυγίας : ἐπὶ Ἰοβιανοῦ βασιλέως | ||
| , προδεδομένα δὲ παρὰ τῆς αὐτῶν ἀμελείας . κριτής , ἐξεταστής . οὐκ ἐχόντων ] διὰ τὴν ἡμῶν ῥαθυμίαν . |
| οὐχ ὅπως τῇ θηριώδει καὶ ἀλόγῳ ἡδονῇ ἐπιτρέψας ἐνταῦθα τετραμμένος ζήσει , ἀλλ ' οὐδὲ πρὸς ὑγίειαν βλέπων , οὐδὲ | ||
| οὐκ ἀπολύεσαι τῆς συνοχῆς ζ γίνῃ μοναχός η ὁ ἀσθενῶν ζήσει θ σώζῃ τῆς συκοφαντίας ι κληρονομεῖς τὴν γυναῖκα α |
| λῇς μοι ἀεῖσαι : θέλεις συγκριθῆναί μοι ταῖς ᾠδαῖς ; ἀξιωματικὸς ὁ λόγος . ὅσον θέλω : ἐφ ' ὅσον | ||
| τύραννον ἐοικέναι Θρασυβούλῳ τῷ Λύκου , Ἄλλως . ὁ μὲν ἀξιωματικὸς καὶ αὐθάδης , ὁ δὲ μαινόμενος καὶ , ὡς |
| : τὸ δὲ πέρας , οὐ πόλιν ὅλην φυλὴν δὲ μαλακὸς ἀνατρέπει : ἐπεὶ κατὰ μέρος τὰς πόλεις , ὦ | ||
| καὶ τὸ τυρῶδες τοῦ γάλακτος ἐμπλαστικόν ἐστι , καὶ ὁ μαλακὸς καὶ νεοπαγὴς τυρός . καὶ ἡ τοῦ ὑὸς πιμελή |
| : ἢ ταῦτα μὲν οἱ εἴλωτες αὐτῷ ἔχουσιν καὶ ὁ ἀνδραποδώδης ὅμιλος καὶ οἱ περίοικοι Λακεδαιμονίων , τὸ δὲ καθαρῶς | ||
| ἀνδραποδίσασθαι καὶ ἀνδραποδισάμενος , καὶ ἀνδραποδίσαντες παρὰ Θουκυδίδῃ , καὶ ἀνδραποδώδης παρὰ Ξενοφῶντι , καὶ ἀνδραποδωδῶς παρὰ Πλάτωνι , καὶ |
| γάρ , πολὺς καὶ τολμηρός ἐστιν ἅνθρωπος , καὶ οὕτως κακοῦργος , ὥστε περὶ ὧν ἂν μὴ ἔχῃ μαρτυρίας παρασχέσθαι | ||
| φησὶ τὴν ἀπροσδοκήτως πάντας ἀμυνομένην : τινὲς οὕτως : οἰμωζέτω κακοῦργος ὢν μετὰ ἡσύχου προνοίας : τοῖς σχήμασι ταπεινοὶ ἕζοντο |
| οὕτως ἔσται ὁ ἀκρατὴς σπουδαῖος , ὅπερ ἐστὶ ψεῦδος : ψεκτὸν γὰρ δοκεῖ πᾶσιν ἡ ἀκρασία . ἔτι ὁ δυνάμενος | ||
| ἤκουσας , ὅτι τὸ αἰσχρὸν ψεκτόν ἐστιν , τὸ δὲ ψεκτὸν ἄξιόν ἐστι τοῦ ψέγεσθαι ; † τίνα ἐπὶ τῷ |
| παμπόλλου πρόσεισι τὸ θηρίον ἐκεῖνο , καὶ τῶν μὲν ἄλλων ἀπέχεται , συλλαμβάνει δὲ τὸν τρώσαντα πρὸ ἐνιαυτοῦ , καὶ | ||
| τιμωρία . Πείθεται Ψάμμις καὶ τὴν θεὸν προσεκύνει καὶ Ἀνθίας ἀπέχεται . Ἡ δὲ ἔτι παρὰ Ψάμμιδι ἦν φρουρουμένη , |
| ἀδικηθέντι , φονέα δὲ τὸν μὴ αἴτιον ψηφισθῆναι ἁμαρτία καὶ ἀσέβειά ἐστιν εἴς τε τοὺς θεοὺς καὶ εἰς τοὺς νόμους | ||
| ὄντων ; Πῶς δ ' ἂν καὶ πρὸς τὸ θεῖον ἀσέβειά τις εἴη τοιούτου ὄντος τοῦ ποιουμένου ; Οἷον εἴ |
| ἀπόρου σχήματος καὶ ματαία ἡ σκέψις διότι οὔτε ἀλαζὼν οὔτε ἀνόητος ἀρετή , οἷοι δὴ καὶ τυφλοὶ πόνοι πάντες οἱ | ||
| Ὑπέρβολος ὁ λυχνοποιὸς καὶ Διοκλῆς ὁ λωποδύτης καὶ Μελιτίδης ὁ ἀνόητος . Καὶ τί σοι λέγομεν τὸν Ἀπόλλω ; ὁρᾷς |
| ὕπαρχον βεβαίως σοι μελησάτω πάλιν , ὅπως μὴ τῷ χειμῶνι διαφθαρείη . δοῖεν δὲ οἱ θεοὶ καὶ τἀπὶ τούτοις τεθῆναι | ||
| ἠφάνισται , οὕτω καὶ ὁ Δέλφις ἐν φλογὶ τοῦ ἔρωτος διαφθαρείη τὸ σῶμα . σάρκ ' ἀμαθυνεῖ : ἄμαθον ποιήσει |
| πως τὰ τῆς ἐλλείψεως ἐγένετο . ὃν γὰρ τρόπον οὐκ ἀπίθανος ἀφορμὴ ἐγένετο τῆς ἐν τρίτοις συνθέσεως , λέγω κατὰ | ||
| τὴν ὑμετέραν ὀργὴν ἐκκαλέσασθαι βεβούληται . Καὶ κατηγόρηκε δωροδοκίας , ἀπίθανος ὢν πρὸς τὴν ὑποψίαν ταύτην : τὸν γὰρ ἐπὶ |
| νοσημάτων ἐγένετο θεραπεία , ἴσως τις εἶχεν εἰπεῖν , ὅτι ἄχρηστός μοί ἐστιν ἡ θεραπεία , μὴ προηγησαμένης διαγνώσεως . | ||
| καρποῦται ἀφόβως τὰ ἑαυτοῦ . οὐ μάν : οὐ μὴν ἄχρηστός ἐστιν αὐτῷ ὁ χρυσὸς σεσωρευμένος , καθάπερ ἐπὶ τῶν |
| φωνὴ μόνον ἀνωφελής , καὶ πρὸς ἔπαινον καὶ πρὸς ὀργὴν εὐχερής . τοῦτ ' ἔστι τὸ μετ ' ἐνδόξου προπηλακισμοῦ | ||
| Θήβας χρυσαρμάτους καὶ εὐαρμάτους καὶ λευκίππους καὶ κυανάμπυκας : τέλεον εὐχερής τις ὤν . καὶ γὰρ καὶ ἄλλας πλείους λιπαρὰς |
| τοῦ ὕδατός ἐστί τινα πρότερον ἐξ ὧν γέγονεν , ὕλη ἄμορφος καὶ ἀνείδεος . . . . . . . | ||
| σώματος μαρανθῶσιν οἱ λόγοι καί σοι φανῶ δι ' ἀμφοτέρων ἄμορφος . Ἀδικεῖς καὶ σαυτὸν κἀμὲ σιωπῶν , ἐμὲ μὲν |
| . πῶς οὖν δυνήσηι ; μῶν ἄπειρος εἶ ξένου ; ἄπειρος : οὔπω Βιστόνων ἦλθον χθόνα . οὐκ ἔστιν ἵππων | ||
| νωθής , βραδύς , μισοστρατιώτης , ἀνεπιστήμων , ὀκνηρός , ἄπειρος , ἀμαθὴς τῶν στρατιωτικῶν , ὑπνώδης , μέθυσος , |
| Αἰγυπτιακῶν ἔργων „ : ἐπεὶ ζῶν γε ὁ βασιλεὺς καὶ φιλήδονος τρόπος ἐν ἡμῖν γεγηθέναι τὴν ψυχὴν ἀναπείθει ἐφ ' | ||
| νομίζων τὰς εὐεργεσίας ] . οὐδεὶς γὰρ οὕτω μαλακὸς οὐδὲ φιλήδονος ὃς οὐχ ἥδεται τῇ αὑτοῦ πράξει , κἂν τύχῃ |
| φθόγγων καὶ καθ ' ἕνα πύθῃ σεαυτοῦ , εἰ τούτου ἥττων εἶ : διατραπήσῃ γάρ : ἐπὶ δὲ ὀρχήσεως τὸ | ||
| ἀπὸ βαλβίδων περὶ τῆς ἀρχῆς ἀποδείξω τῆς ἡμετέρας ὡς οὐδεμιᾶς ἥττων ἐστὶν βασιλείας . τί γὰρ εὔδαιμον καὶ μακαριστὸν μᾶλλον |
| ἡγεῖτο εἶναι , ὡς μὴ αἰσχύνοιτο καὶ αὐτὸς λαμβάνων : γόης , ὦ Διόγενες , ἅνθρωπος καὶ τεχνίτης . πλὴν | ||
| . ὀνόματα δὲ ἀπὸ τῶν εἰρημένων ἀπατεών , φέναξ , γόης , ἐπίβουλος : τὰ δ ' ἀπὸ τῶν ἄλλων |
| , καὶ βλακεύματα αἱ εὐήθειαι . βλάξ : μαλακός , χαῦνος , ἐκλελυμένος ἢ μωρός . βουνός : λόφος . | ||
| καὶ εἰκόνες καὶ τὰ τοιαῦτα , ὧν ἀξιοῖ τυγχάνειν ὁ χαῦνος ἑαυτόν , οὐδ ' αὐτῶν ἀνάξιος ὤν : ὁ |
| σὺν τῷ καιρῷ , γνωριστικὸς τῶν ἐχθρῶν , ἀνατρεπτικός , εὔτρεπτος , πειθαρχικός , εὔτακτος , εὔκολος , κεκολασμένος τὴν | ||
| ἔσται ὁ οἶνος : ἐὰν δὲ λεπτὸν καὶ ἀσθενές , εὔτρεπτος . οἱ δὲ ἐν τῷ γλεύκει αὐστηροὶ οἶνοι , |
| λύκον προσίεντο καὶ ὑπέμενον , νομίσαντες πρόβατον : ἡ γὰρ ἄγνοια τοιαῦτα ἐργάζεται τοὺς οὐκ εἰδότας καὶ ἀναγκάζει τἀναντία φεύγειν | ||
| ' ὧν ὁ πολὺς καὶ βαθὺς ζόφος , ὃν κατέχεεν ἄγνοια τῶν πραγμάτων , ἀνασκίδναται . τοῦτο τῆς ψυχῆς τὸ |
| ἀπολιπεῖν Αἰδῶ καὶ Νέμεσιν . τούτων γὰρ ἀπόπτωσίς ἐστιν ἡ ἀναίδεια καὶ ὁ φθόνος : ἀλλ ' οὗτος μέν , | ||
| ἢ ἀναλέγεσθαι : ἐκ τοῦ πέμπω . . . . ἀναίδεια : παρὰ τὸ ἀναιδής ἀναίδεια : τὸ δὲ ἀναιδής |
| αἱ ἡδοναί : καὶ ἡ μὲν ἐπαινεῖται , ἡ δὲ ἐπονείδιστός ἐστιν . ὅτι γὰρ καὶ ὁ φίλος ἡδύς ἐστιν | ||
| αἱ ἡδοναί : καὶ ἡ μὲν ἐπαινεῖται , ἡ δὲ ἐπονείδιστός ἐστιν . ὅτι γὰρ καὶ ὁ φίλος ἡδύς ἐστιν |
| λέληθεν , οὐδ ' ὑμῶν πολλούς , ὅτι Σωκράτης ὁ τραπεζίτης ἐκεῖνος , παρὰ τῶν κυρίων ἀπαλλαγεὶς ὥσπερ ὁ τούτου | ||
| ἦν ἀγαθῶν . ἐπειδὴ δ ' ὁ πατὴρ ὁ ἡμέτερος τραπεζίτης ὢν ἐκτήσατ ' αὐτὸν καὶ γράμματ ' ἐπαίδευσεν καὶ |
| . ὁ δὲ ἐπὶ τοῦ τρίτου γεννώμενος ἔσται σχέτλιος , εὐσχήμων , πλουσιόψυχος , πολύφιλος καὶ ἐν δημοσίαις ἀσχολίαις : | ||
| σοφίαν . , . . τετράγωνος σεμνὸς δὲ ἦν καὶ εὐσχήμων τὰ πάντα καὶ τετράγωνος ἄνευ ψόγου τεταγμένος , ὡς |
| δημοσίᾳ ; ἢ αὕτη μέν σε οὐκ ἄλλου του χάριν ὁμότιμον ἐποιήσατο καὶ παρακαλεῖ ἐξ ἁπάσης γῆς καὶ θαλάσσης καὶ | ||
| μήτ ' ἐπιθυμίᾳ τοῦ σχήματος πρὶν ἢ κάλλιον ἀποδεῖξαι τὸν ὁμότιμον . πάντως δὲ καὶ Ξάνθος , ἀθάνατος ἵππος , |
| τὸ μέντοι μυθῶ καὶ ἀπειθῶ περισπῶνται , ὅτι μῦθος καὶ ἀπειθής . Τὰ εἰς ΘΩ δισύλλαβα ἔχοντα τὴν πρὸ τέλους | ||
| ἄρχεσθαι ὑπό τινος . ἀναρχίαν ] ἤγουν ἄναρχος δοκοῦσα καὶ ἀπειθής . δεινὸν τὸ κοινόν : χαλεπὴ καὶ βίαιος ἡ |
| , πονηρὸς δὲ ἄνθρωπος . οὗτος πάμπολυ τῆς ἐμῆς γνώμης διημαρτηκὼς ᾤετο χαριεῖσθαί μοι , εἰ καινήν τινα κόλασιν ἐπινοήσειεν | ||
| θαυμάζηται . ἀλλὰ καὶ τῆς ἰδέας ὅλης . . . διημαρτηκὼς ] ἰστέον ὅτι εἰ καὶ δεῖ ψεύδεσθαι ἐν τοῖς |
| τίς ὁ λέγων καὶ ποδαπός . οὐ γὰρ ἐκεῖνο μόνον σκοπεῖς , εἴτε οὕτως εἴτε ἄλλως ἔχει ; Ὀρθῶς ἐπέπληξας | ||
| δ ' ἀναγκαζόμενος χρῆσθαι οὐ μῶρος οἴει εἶναι εἰ μὴ σκοπεῖς ὅπως μὴ ἰδιώτης ἔσει τούτου τοῦ ἔργου , ἄλλως |
| καταβεβληκότι τὴν ἀρχὴν Ἡρακλεῖ , οὐδὲν δὲ ἧττον καὶ τρίτον σεμνύνεται Θήρωνι νενικηκότι . . τεθρίππου ἅρματος . δίκαιον ξένον | ||
| μορφὴν ἀναλαμβάνει καὶ δι ' οἰνοχοΐαν τοῦ Γανυμήδους τὴν παιδεραστίαν σεμνύνεται ; τί μοι σέβειν θεοὺς δωρολήπτας καὶ ὀργιζομένους ἂν |
| ἦν δὲ ἀλήθεια καὶ ἀρετὴ τὰ ταύτην ὠφελοῦντα μόνα . ἀνεξαπάτητος δὲ ἔσῃ , εἰ τὴν οὐσίαν τὴν σαυτοῦ γνούς | ||
| ἀκούοντας διὰ θορύβου . Τοιγαροῦν ἀπάγων τοῦς ἄλλους αὐτὸς ἔμενεν ἀνεξαπάτητος , ὃ μὴ προσῆν τῷ Ἀρκεσιλάῳ . Ἐκεῖνος μέν |
| νοῦν δὲ ταπεινόν , ὡς ἔχει τὰ τοῦ Λυκόφρονος : ταπεινὸς δὲ ὁ νοῦν μὲν ἔχων ὑψηλόν , λέξεις δὲ | ||
| ἤθη πρὸς ἀπόνοιαν ἀποθηριοῦται : πᾶς γὰρ ὁ τῇ τύχῃ ταπεινὸς τοῦ μὲν καλοῦ καὶ τῆς δόξης ἑκουσίως ἐκχωρεῖ τοῖς |
| ἥλιον , σελήνην , σῦκα καὶ μῆλα . ἔδοξε γοῦν ἠλίθιος ταῦτα ἐξισῶν ἡλίῳ . Ἡ ἀφύη πῦρ : ἐπὶ | ||
| καὶ πάντα τὰ συμβεβηκότα τοῖς μορίοις τοῦ λόγου πολυπραγμονῶν ; ἠλίθιος μέντἂν εἴη εἰς τοσαύτην σκευωρίαν καὶ φλυαρίαν ὁ τηλικοῦτος |
| ἄλλως : ἐμοὶ λόγος , φησὶ , λεπτὸς μὲν , ἐπίφθονος δὲ , τουτέστι : φθονηθησόμενος μὲν , δυνάμενος δὲ | ||
| λευκοῦ ζεύγους , ἐξυπτιάζων , περίβλεπτος ἅπασι τοῖς ὁρῶσι καὶ ἐπίφθονος . καὶ προέθεον πολλοὶ καὶ παρίππευον καὶ εἵποντο πλείους |
| ἡ τρὺξ καὶ ὁ ῥύπος τοῦ ἐλαίου . ἀλαζών ] ἀναιδής , κενόδοξος . , ὑπερήφανος . ἀλαζών . . | ||
| : κυνώπιδος , ἀναιδοῦς : κύνειρον ἁπαλόν : κυνοθρασὺς , ἀναιδής : σεσημείωται τὸ κοῖλον , ἐξ οὗ καὶ τὸ |
| σεωυτοῦ μὴ προορᾷς , ἀλλ ' ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ περιοπτέον , γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον . Σύ νυν | ||
| , τούς γε δεξιωτέρους καὶ παρὰ τὴν ἀξίαν ἀτυχοῦντας οὐ περιοπτέον . ὧν εἷς Ἀριστοφάνης . πολλὰ γὰρ αὐτῷ τὰ |
| ἐὰν δὲ μηδέτερος τῶν φωστήρων βλέπῃ τὸν ὡροσκόπον ξένος καὶ ἀλλοδαπός ἐστιν ὁ κλέπτης . Τὴν δὲ τοῦ κλέπτου μορφὴν | ||
| τε φίλοι καὶ μώνυχες ἵπποι καὶ κύνες ἀγρευταὶ καὶ ξένος ἀλλοδαπός ; ἶσόν τοι πλουτέουσιν , ὅτωι πολὺς ἄργυρός ἐστι |
| τὴν νίκην προςαγορεύομαι : καὶ δύσνους ὁ τὴν ἐλευθερίαν προξενήσας ὀνομάζομαι : καίτοι προςῆκον ἦν χρωμένους αὐτῷ παρὰ τοὺς νόμους | ||
| , ἡ ἀμαθία , ἡ ἀναισχυντία πρῶτον μὲν οὐκέτι Ποθεινὸς ὀνομάζομαι , ἀλλ ' ἤδη τοῖς Διὸς καὶ Λήδας παισὶν |
| εὔνοος καὶ τὸ συγκριτικὸν εὐνοώτερος , τὸ δὲ συνῃρημένον σχῆμα εὐνούστερος καὶ οὐχὶ εὐνούτερος . ῥητέον οὖν ὅτι ὅσα μὲν | ||
| δύναται πολλάκις ὁ ἕτερος παρασχόμενος μαρτυρίαν , ὡς περὶ αὐτὸν εὐνούστερος ἦν ὁ πατὴρ , διαφοράν τινα ἐμποιεῖν : ὁ |
| ὅμως τι εὐπαράγωγον ἐπεδείκνυτο . , ; , . . εὔκολος Ὀδύσσεια ὁ δὲ ἁπλοῦς ἦν καὶ μάλα εὔκολος , | ||
| ] φιλόδικος . Γ ἀκράχολος ] μανιώδης , εἰς ὀργὴν εὔκολος . Γ κυαμοτρώξ ] ὅτι κυάμοις ἐχρῶντο οἱ δικασταὶ |
| πόλιν . Ὁ δὲ πρεσβεύων ἦν ἀνὴρ ἀγαθός τε καὶ κόσμιος , ἀσκητικοῖς διαλάμπων κατορθώμασιν : ἦν δὲ ὁ καθηγούμενος | ||
| πυρρὸς τὴν χροιάν , τὴν φωνὴν ὀξύς . Ὁ δὲ κόσμιος βαρὺ φθέγγεται , βραχὺ μέν , τὰ δὲ βλέφαρα |
| ' οὗτος ἁνὴρ τοῦτ ' ἐτόλμησεν λέγειν , εἰ μὴ ξυνωμότης τις ἦν . ἀλλ ' ἐκ τούτων ὥρα τινά | ||
| Γ λύκους ⌈ καλεῖ [ λέγει Γ ] . Γ ξυνωμότης : προδότης . ⌈ τοῦτο δὲ Γ ὡς ἐπὶ |
| καταπέμψαι δι ' ἔλεον τοῦ γένους ἡμῶν , ἵνα μὴ ἀτυχήσῃ τῆς ἀμείνονος μοίρας , συμβολικῶς τὴν ἱερὰν σκηνὴν καὶ | ||
| τὴν κρείττω πέψιν , ὅσον ἂν δόξαν μὴ προσληπτέον , ἀτυχήσῃ τῆς κατὰ φύσιν μεταβολῆς τῷ μὴ κρατεῖσθαι ἤτοι διὰ |
| ὁ δὲ τὸν ἀριστέα ἀνελὼν κατὰ νόμον τοῦτο ἔπραξε . Κοινωνεῖ ἡ ἀντίληψις πρὸς ἀντίστασιν : ἔν τε γὰρ ἀντιλήψει | ||
| ὅπερ , ὡς ἔφαμεν , οἰκεῖόν ἐστι τοῦ πράγματος . Κοινωνεῖ δὲ σφόδρα τοῦτο τῷ ἀπόρῳ : ὥσπερ τοῦ ἀπόρου |
| τελεία , ποτὲ δὲ τούτων | [ ποτὲ ] καὶ ἄτακτος ἀπόκρισις καὶ παραποδισμὸς πρὸς τοὺς περιπάτους ὡς ἀλλοτρίου τινὸς | ||
| , ὅπερ μᾶλλον λέγεσθαι δοκεῖ ὑπ ' αὐτοῦ , ἡ ἄτακτος κίνησις τῶν ὄντων ἐστὶν ἡ ὕλη , πρῶτον μὲν |
| ἀπὸ τοῦ μετεώρου κατακούσατέ μου μηδ ' ἐπιτωθάζοντες τὴν ὑμετέραν ἀλογιστίαν ἐπὶ τὸν κήρυκα τῆς ἀληθείας μετάγετε . πάθος οὐκ | ||
| Ἀπολλόδωρος . Καὶ γὰρ ἀσαλέαν ὁ Σώφρων τὴν ἀμεριμνίαν καὶ ἀλογιστίαν καλεῖ . : Δατητής . . . . Ἀπολλόδωρος |
| τὸ γινώσκειν τὰς οὐσίας καὶ τὰ ἀξιώματα : ὁμοίως γὰρ ἐπαΐει καὶ γινώσκει καὶ γεωμετρία καὶ αἱ ἄλλαι ἐπιστῆμαι , | ||
| κἂν πιθανωτέρους τούτων λόγους ἀρτικροτήσῃς , ὦ Σώκρατες . οὐκ ἐπαΐει γὰρ ὁ νοῦς ἀποπλανώμενος εἰς εὐεπείας λόγων , οὐδὲ |
| . Ἄλλαι γάρ εἰσιν ἐγγύθεν καὶ πόρρωθεν καὶ νοσούντων καὶ ἐρρωμένων καὶ τεχνιτῶν καὶ ἀτέχνων καὶ φρονίμων καὶ ἀφρόνων . | ||
| καὶ εὐπραξίαν τοῖς ἐρρωμένοις σημαῖνον καὶ τοῖς νοσοῦσιν ὑγεῖαν : ἐρρωμένων γὰρ τὸ λούεσθαι μὴ πρὸς ἀνάγκην γε ὄντων . |
| τῶν χρηστῶν ἔχει τιν ' ἐπιμέλειαν καὶ θεός . εὔπιστον ἀτυχῶν ἐστιν ἄνθρωπος φύσει . τὸν πλησίον γὰρ οἴεται μᾶλλον | ||
| νομίζω τοῖς βεβιωμένοις αὐτῷ πρέπουσαν ἀποδώσειν χάριν , ἀλλ ' ἀτυχῶν ἔτι καὶ τῆς πατρίδος ἐστερημένος ὅμως ἀρκέσαι πειράσομαι . |
| ἐξ ὧν καὶ πενία , ἀκληρία , ἀπορία , ἀχρημοσύνη ἀχρηματία , ἀκτημοσύνη , σπάνις , ἔνδεια ἔκδεια , ἐπίλειψις | ||
| , παρατρέφεσθαι , παραδειπνεῖν , καὶ τὰ πράγματα πενία , ἀχρηματία , ἀχρημοσύνη , ἀκτημοσύνη , ἔνδεια , ἀπορία , |
| , πλούσιος μὲν σφόδρα , ὡς κακόβιος δέ τις καὶ φιλοχρήματος καὶ σκνιφὸς κωμῳδεῖται , ὅστις ἕνεκα τῆς φειδωλίας οὐδένα | ||
| , πάσας δὲ ἐν τῷ ὀργάνῳ , οὕτως καὶ ὁ φιλοχρήματος οὐδὲν τῶν πέλας ἕνεκα οἰκονομεῖ , ἕλκει δὲ ἐφ |
| ὁ ἐσθίων ἀνθράκων καὶ γῆς : ἐξ ἔθους δὲ γίνεται θηριώδης ὁ ταῖς παρὰ φύσιν ἡδοναῖς ἐκ προοιμίων τοῦ βίου | ||
| , φαύλως ἠγμένος , ἀπρόθυμος , ἀπαίδευτος , ἄτακτος , θηριώδης , δύσφορος , ἀκάθεκτος , ἀκόλαστος τὴν γνάθον , |
| ; ὡς ἔμεγε ἀλγεῖν εἴπερ οὖν ἀνθρώπων πιστότερος καὶ εὐνούστερος ἐλήλεγκται κύων . Πολύποδος ἐς οὖς ἐμὸν καὶ ἐκεῖνο ἧκεν | ||
| τὸν διὰ Κασπίων πυλῶν μεσημβρινὸν εἶναι διάστημα τετρακισχιλίων ὀκτακοσίων . ἐλήλεγκται γὰρ ὑφ ' ἡμῶν ἐκ τῶν μὴ συγχωρουμένων ὑπ |
| ἀσεβής , δυσσεβής , ἀθέμιτος , μισόθεος , θεομισής , ὀλίγωρος θεῶν , νεωτεριστὴς περὶ τὸ θεῖον , ἐναγής , | ||
| μηδενὸς φροντιζόντων : ὤρα γὰρ ἡ φροντίς , ἔνθεν καὶ ὀλίγωρος . ἢ τὸν ἀώριον γενόμενον τῆς νυκτός . οἱ |
| αὐτά . ἀπόλλυνται δὲ αὗται , γυνὴ τὴν ἐπιμήνιον κάθαρσιν καθαιρομένη εἰ διέλθοι μέση τῶν λαχάνων . Εἶεν δ ' | ||
| πουλὺν χρόνον , καὶ οὐδεὶς οὐδὲν ἠδύνατο ὠφελῆσαι , οὔτε καθαιρομένη τὴν κεφαλήν : ῥηΐστη δὲ ἐγένετο , ὁκότε τὰ |
| ἵππους : ἡ διπλῆ , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει κρατερωνύχεσι . βίαιος δ ' ἡ συναλοιφή . τὸ δὲ ἑξῆς ἐστίν | ||
| ἐστιν , ἀντίθεσις , μετάληψις , πρός τι , ὅρος βίαιος , ἡ θέσις , ἑτέρα μετάληψις , ἀντίληψις , |
| , καὶ τὸ μὲν τραχὺ καὶ στρυφνὸν καὶ λιθῶδες καὶ εἰσάπαν ἄγονον , τὸ δὲ λεῖον καὶ μαλακὸν καὶ γονιμώτατον | ||
| λόγου θεὸν ἰδεῖν αὐταρκεστάτη δωρεά , διότι τὴν ψυχὴν ἀφώτιστον εἰσάπαν οὐκ ἔσχον , ἀλλ ' ἐπειδὴ τὸ ἄκρατον ἐκεῖνο |
| ἐγνωκότων , αὐτός , εἴτε συμφέρειν Ῥωμαίοις ἡγούμενος , εἴτε ἄκρος ὢν ὀργὴν καὶ φιλόνεικος ἐς τὰ λαμβανόμενα , εἴθ | ||
| : ” δι ' ἄκριας ἠνεμοέσσας ” . καὶ ἔστιν ἄκρος ἀκρόεις καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι * * * ὀκριόεις |
| φῂς τὸν Ἀχιλλέα ψεύδεσθαι , ὃς ἦν οὕτω γόης καὶ ἐπίβουλος πρὸς τῇ ἀλαζονείᾳ , ὡς πεποίηκεν Ὅμηρος , ὥστε | ||
| , πρόσοδον τὴν πολιτείαν πεποιημένος : ὕπουλος , δολερός , ἐπίβουλος , κακοήθης , ἀπατεών , ἐπιβουλεύων , ἐπηρεάζων , |
| ' οἷς ἂν πλημμελήσῃ καὶ τὸ τιμᾶσθαι δι ' αὐτὰ προσλάβῃ , πῶς δοκεῖτε αὔθαδες ἔσται καὶ ὑπερήφανον ; μὴ | ||
| γ Μο αὐτὸν προσλαβόντα ποιεῖν ⃞ον : ἀλλ ' ἐὰν προσλάβῃ Μο γ , γίνεται ΔΥ α Μο α : |
| ἡ μὲν καθόλου καταφατικὴ ὑπάρχουσα , ἡ δὲ ἐν μέρει στερητικὴ ἀναγκαία , οὐκ ἔσται τὸ συμπέρασμα ἀναγκαῖον ἀλλ ' | ||
| τὸ δὲ ἄδικον ἀοριστία καὶ στέρησις τοῦ εἴδους , διὸ στερητικὴ πρότασις ἡ λέγουσα Σωκράτης ἄδικός ἐστι : λέγω γὰρ |
| ἐξ ἀντικειμένων διεζευγμένον , καὶ τὴν ἐπιφορὰν τοῖς τοιούτοις λήμμασι συνεισάγεσθαι , καθὼς ἀνώτερον παρεμυθησάμεθα . Καὶ δὴ ταῦτα μέν | ||
| πᾶς ἄνθρωπος πτερωτός , διὰ τὸ δοκεῖν τῷ οὐ πᾶς συνεισάγεσθαι τὸ ἀλλὰ τὶς μὲν τὶς δὲ οὔ , ὅπερ |
| ἐμοὶ μέν , ὅτι τοὺς πολεμίους κακῶς ἐποίησα , δειλίαν ὀνειδίζεις : σὺ δὲ ὅτι φανερῶς ἐμόχθεις καὶ μάτην , | ||
| πατὴρ ἐφῆκεν ἐλλοῖς ἰχθύσιν διαφθοράν . Τοιοῦτος ὢν τοιῷδ ' ὀνειδίζεις σποράν ; ὃς ἐκ πατρὸς μέν εἰμι Τελαμῶνος γεγώς |
| , ἢ ἀξύνετός ἐστιν ἢ ἰδίᾳ τι αὐτῷ διαφέρει : ἀξύνετος μέν , εἰ ἄλλῳ τινὶ ἡγεῖται περὶ τοῦ μέλλοντος | ||
| , εἰ καὶ τὴν ἀλογιστίαν οὐ προσετέον , ἄφρων , ἀξύνετος , ἀσύνετος , ἀκρατής , ἀσελγής , ἀκόλαστος , |
| δηλονότι γίνωσκε σαυτόν ] ὡς ἐλάττων Διὸς εἶ μεθάρμοσον ] μετάβαλε οὓς ἔχεις νῦν καὶ κτῆσαι νέους Ἐκ μεταφορᾶς τῆς | ||
| ἀκούσαιμι . . ἔκστρεψον ] μετάλλαξον . ἔκστρεψον : ἤγουν μετάβαλε : ἡ δὲ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν παλαιὰ ἱμάτια ἐνδεδυμένων |
| Ὅτι δ ' οὐκ ἔστιν ὀρθῶς ἡγεῖσθαι , ἐὰν μὴ φρόνιμος ᾖ , τοῦτο ὅμοιοί ἐσμεν οὐκ ὀρθῶς ὡμολογηκόσιν . | ||
| ἡ μὲν τρυγὼν ἐκ φύσεώς ἐστι σώφρων ἡ δὲ ἀλώπηξ φρόνιμος ὁ δὲ λέων ἀνδρεῖος ὁ δὲ πελαργὸς δίκαιος : |
| ἡμῖν οἰκιστὴς θαυμαστός : δίκαιος εἶ , οὐδὲ ἡ πόλις ἀμοιρεῖ τοῦ πλεονεκτήματος : φιλανθρωπίαν τιμᾷς , καὶ ἡ πόλις | ||
| . . . τῶν ἐκτὸς ἡ μὲν παρωκεανῖτις ἡ πρόσβορρος ἀμοιρεῖ διὰ τὰ ψύχη , ἡ δ ' ἄλλη τὸ |
| δεῖν εἶναι ; Τιθῶμεν , ἔφη . Φιλόσοφος δὴ καὶ θυμοειδὴς καὶ ταχὺς καὶ ἰσχυρὸς ἡμῖν τὴν φύσιν ἔσται ὁ | ||
| ἑαυτῆς ζητοῦσα καὶ ἑαυτὴν γινώσκουσα : ἡ μέντοι αἰσθητικὴ καὶ θυμοειδὴς καὶ ἐπιθυμητικὴ οὐ κινεῖται κύκλῳ , ἀλλ ' εὐθεῖαί |
| δυσέφικτος ἐξώλης κακόνους ἀσύμμετρος ἀκαιρολόγος μακρήγορος ἀδολέσχης ἀερόμυθος κόλαξ νωθὴς ἀπερίσκεπτος ἀπροόρατος ἀπρονόητος ὀλίγωρος ἀπαράσκευος ἀπειρόκαλος | πλημμελὴς σφαλλόμενος διαπίπτων | ||
| ὑπνώδης , μέθυσος , ἀκρατής , τοὺς καιροὺς παριείς , ἀπερίσκεπτος , ἀπροόρατος , ἀπρονόητος , ἄβουλος , κακόβουλος , |
| , καὶ εἰς τοὐναντίον περϊίστανται , καὶ εὐχῆς ἔργον ἡ ἐπιτυχία , οὐ γνώμης οὐδὲ τέχνης . Ἕκαστος δὴ τῶν | ||
| τῆς μαγνησίας . Εὐποΐα καὶ εὐτυχία τοῦ κτισαμένου , καὶ ἐπιτυχία καμάτου καὶ μακροχρονία βίου . . . . , |
| τοῦτο μαρτυρεῖ , ὅτι οὐ περιέχεται : οὐ γὰρ ὁ ἐπιτάττων χρῆσθαι γραμματικῇ ἤδη καὶ γραμματικός ἐστιν , οὐδὲ ὁ | ||
| . Ἔμοιγε δοκεῖ . Ψυχὴν ἄρα ἡμᾶς κελεύει γνωρίσαι ὁ ἐπιτάττων γνῶναι ἑαυτόν . Ἔοικεν . Ὅστις ἄρα τῶν τοῦ |
| : μισόδημος μισόπολις , μισολόγος , μισοπόνηρος , μίσεργος , μισάνθρωπος μισόθεος , μισογύνης μισότεκνος , μίσιππος , μισόθηρος , | ||
| ἀγνώμων , ἀνεπιεικής , μικρόψυχος , ἀσεβής , δυσσεβής , μισάνθρωπος , μικρόφρων , ὀλιγόφρων , ἢ κατὰ Ξενοφῶντα μικροπρεπής |
| καὶ ἀσινής , καὶ ἔτι πρὸς τὴν κοιλίαν ἀγαθός : ἡδίων δ ' ὁ ἀπύρηνος . ποιοῦσι δὲ καὶ οἶνον | ||
| βραχὺς ἐκεῖνος χρόνος καὶ πολλῶν ἐτῶν ἀντάξιος καὶ πάσης ἑορτῆς ἡδίων . ἀλλ ' , οἶμαι , πολλοῖς ἂν ἄνθρωπος |
| „ καὶ κατέστησεν αὐτοὺς ἐς ἔννοιαν ὧν πείσονται , καὶ ταυτὸ τοῖς ἑτέροις φοβήσονται . Ἄξιον δὲ καὶ τούτου ἐπιμνησθῆναι | ||
| ᾗ φασιν , Αἰγύπτιοι σοφοί . τοῦτο δὲ ὑμεῖς κατὰ ταυτὸ γνόντες οὐ ταυτὸν ἐποιήσατε , ἀλλὰ τοσούτῳ κάλλιον καὶ |
| φερόντων . Ἐν νυκτὶ λαμπρός , ἐν φάει δ ' ἀνωφελής . Ἐν τῷ σκάφει τῷ δ ' ἔνεστιν ἀγύρτης | ||
| εἰς ἐμέ . πέπονθα δεινά . τότε γὰρ ἦσθ ' ἀνωφελής . ἔχεις με . σαυτὸν σύ γ ' ἔλαβες |