. . . πῦρ , ἕτερον μὲν ὑπ ' αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς , ἄλλο δ ' ἐνὶ προδόμῳ πρόσθεν θαλάμοιο
, πεπνυμένα εἰδώς , ἢ ὅ γε πρὸς τοῖχον πελάσας εὐερκέος αὐλῆς . μηδ ' αἰδοῖα γονῇ πεπαλαγμένος ἔνδοθι οἴκου
7367928 αἰθουσῃ
οὐδέ ποτ ' ἔσβη πῦρ , ἕτερον μὲν ὑπ ' αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς , ἄλλο δ ' ἐνὶ προδόμῳ ,
. . . . . . γ . ὑπ ' αἰθούσῃ ἐριδούπῳ . αἴθουσα . , Υ : αἱ αἴθουσαι
7356828 αἰθουσης
ποικίλη ἦν ἑκατέρωθεν τῆς οἰκίας . ἐκ πλαγίου δὲ τῆς αἰθούσης ὑψηλότεραι ἦσαν οἰκοδομαί , ὅ ἐστι : πύργοι ἦσαν
. καταστρέφει δὲ εἰς ἴσον τῷ ἠχηέσσης . “ καὶ αἰθούσης ἐριδούπου . ” ἔριζεν ἐξισοῦτο . ἐριθηλέας μεγάλως θάλλοντας
6759664 ἐριδουπῳ
θείοιο , τρητοῖς ' ἐν λεχέεσσιν , ὑπ ' αἰθούσῃ ἐριδούπῳ , πὰρ δ ' ἄρ ' ἐϋμμελίην Πεισίστρατον ,
ἕποντο νομῆες . καὶ τὰς μὲν κατέδησαν ὑπ ' αἰθούσῃ ἐριδούπῳ , αὐτὸς δ ' αὖτ ' Ὀδυσῆα προσηύδα κερτομίοισι
6678861 αἰθουσαι
ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἐφίζανον . αἱ δὲ αἴθουσαι οὐκ εἰσὶ θρόνοι ἢ καθέδραι , ἵνα λέγῃ ἐφίζανον
' αἰθούσῃ ἐριδούπῳ . αἴθουσα . , Υ : αἱ αἴθουσαι οὐκ εἰσὶ θρόνοι ἢ καθέδραι , ἀλλὰ στοαὶ καὶ
6642592 ἐκιον
καὶ πάντας ἀπέκτανε λέγων : ἐρυόμενοι οὗτοι πρὸς παλαίστραν οὐκ ἔκιον καὶ διὰ τοῦτο πάντες φονευέσθωσαν . τὸ δὲ ἑξῆς
μετεκίαθον τοπικῶς , οἷον ὀλίγῳ τόπῳ διεστῶτες μετ ' αὐτοὺς ἔκιον . . αὐτῶν . ὀλίγον : ἡ διπλῆ ὅτι
6595428 ὑποτροχους
τείχεσιν . Ἦσαν δὲ οἳ καὶ πύργους ξυλίνους τῷ τείχει ὑποτρόχους ἐπῆγον , ὡς ὅτε πελάσαιεν , ἐπιβολῇ γεφυρῶν τὴν
πύργον ἢ πύλην ἢ τεῖχος σεῖσαι , ποιήσομεν χελώνας κριοφόρους ὑποτρόχους ὑψηλάς , αἳ τὸ ἄρτημα τοῦ κριοῦ φέρουσιν ,
6519361 ὀεσσι
ἐν κνημοῖσι δίδη μόσχοιο λύγοισιν , ποιμαίνοντ ' ἐπ ' ὄεσσι λαβών , καὶ ἔλυσεν ἀποίνων . ὥ : ἡ
Ζ ἐπ ' ὄεσσι : ὅτι ἀντὶ τοῦ παρ ' ὄεσσι καὶ ὅτι ἐν τῷ τόπῳ τῶν ὀίων λέγει .
6509625 ἐσσευοντο
ὡς ἐσίδοντο δαϊκταμένην ἐνὶ χάρμῃ , πανσυδίῃ τρομέοντες ἐπὶ πτόλιν ἐσσεύοντο , ἄσπετ ' ἀκηχέμενοι μεγάλῳ περὶ πένθεϊ θυμόν .
ἕπονται . Αὐτοὶ δ ' αἶψ ' ἐκβάντες ἐς Ἴλιον ἐσσεύοντο ἄβρομοι , ἠύτε μῆλα ποτὶ σταθμὸν ἀίσσοντα ἐκ νομοῦ
6455021 ἀγκυρων
πείσματα σωτήρια . ἀγκυρουχίαις ] ταῖς ἀσφαλείαις καὶ κατοχαῖς τῶν ἀγκυρῶν . ποιμένες ] κυβερνῆται . πρὶν . . .
Κερκύρας μετεώρους : ἀντὶ τοῦ πελαγίους καὶ οὐκ ἐπ ' ἀγκυρῶν ἱσταμένας , ἀλλ ' ἀπεχούσας τῆς γῆς , ὡς
6418195 στιβαρῳ
, ἅς τ ' αἰζηὸς ἄφαρ ψυχῆς ἀπαμέρσῃ κόψας αὐχενίους στιβαρῷ βουπλῆγι τένοντας : ὣς αἳ Τυδείδαο πέσον παλάμῃσι δαμεῖσαι
Ὄλυμπον κῆρ ἀχέων ὀδύνῃσι πεπαρμένος : αὐτὰρ ὀϊστὸς ὤμῳ ἔνι στιβαρῷ ἠλήλατο , κῆδε δὲ θυμόν . τῷ δ '
6416480 παρενηνεον
κήρυκες μὲν ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν , σῖτον δὲ δμωαὶ παρενήνεον ἐν κανέοισι . καὶ Σώφρων ἐν γυναικείοις : τάλαινα
ὅτ ' εἴδατα θεῖα φέρουσαι χερσὶν ὑπ ' ἀμβροσίῃσι θοαὶ παρενήνεον Ὧραι χρυσείοις κανέοισι , Θέμις δ ' ἄρα καγχαλόωσα
6348355 Ἱππασιδην
ἐγγὺς ἰών , καὶ ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ , καὶ βάλεν Ἱππασίδην Ἀπισάονα ποιμένα λαῶν ἧπαρ ὑπὸ πραπίδων , εἶθαρ δ
Ἔνθ ' ἄρα Δηίφοβος κρατερὸν κτάνεν ἡνιοχῆα – ˘ ˘ Ἱππασίδην , ὃ δ ' ἀφ ' ἅρματος αἰψηροῖο ἤριπεν
6341447 πρυμνησι
ὀξέϊ χαλκῷ , νηὸς ἀπ ' ἰκριόφιν : τοὶ δὲ πρυμνήσι ' ἔλυσαν . οἱ μὲν ἀνώσαντες πλέον ἐς πόλιν
? [ ! ] ὀρούσας ? ἐπ ' οἶδμα γαληνείας πρυμνήσι ' ἀνάψαι τὸν ἁ τοῦ ποταμοῖο παρθένος Αἴγιν '
6301184 στεροπαι
ἐξελθεῖν . ἀκτήν : αἰγιαλόν . Ὀξεῖαι : ταχεῖαι . στεροπαί : ἀστραπαί . ῥιπαί : ὁρμαὶ , φοραί .
ἐξελθεῖν . ἀκτήν : αἰγιαλόν . Ὀξεῖαι : ταχεῖαι . στεροπαί : ἀστραπαί . ῥιπαί : ὁρμαὶ , φοραί .
6265810 ἠλιβατου
διηγεῖσθαι : πάντων δὲ πίστιν ἔργον παρασχεῖν . Κύματος γὰρ ἠλιβάτου περὶ τὴν νῆσον αἰρομένου , καὶ τῶν ἀνθρώπων ἀπαντῆσαι
πολυκμήτων ἀπὸ γόμφων λυσάμενοι σκεδάσωσι διὰ ξύλα μακρὰ καὶ ὕλην ἠλιβάτου σχεδίης , πάντῃ δ ' ἀναπλήθεται εὐρὺς αἰγιαλός ,
6260788 ἀγχονηϲ
ἀθρόωϲ ἀπὸ κεφαλῆϲ καταρρευϲάντων . τοὺϲ μὲν οὖν ἀπ ' ἀγχόνηϲ εἰϲ τοῦτο ἐμπεϲόνταϲ φλεβοτομεῖν ἀπ ' ἀγκῶνοϲ : εἰ
, ὥϲτε διαμένειν ἐξελθόνταϲ . τοὺϲ μὲν οὖν ὑπ ' ἀγχόνηϲ ἐκπιεϲθένταϲ ἀπ ' ἀγκῶνοϲ φλεβοτομεῖν : εἰ δὲ ἄλλωϲ
6230056 αἰητον
παρὰ τὸ χωρίζω χωρίσω χωρίς . . Σ : πέλωρ αἴητον : . . . ἐγὼ δὲ ἐπιζητῶ τὸ „
οὖσα . αἴητον Σ . . , = . : αἴητον : . . . ἤγουν τὸ μέγα μεθ '
6225379 ῥοαων
τρήρωνες ὑπὸ ζαθέῳ τράφον ἄντρῳ ἀμβροσίην φορέουσαι ἀπ ' Ὠκεανοῖο ῥοάων : νέκταρ δ ' ἐκ πέτρης μέγας αἰετὸς αἰὲν
ἔοικεν : οὐδὲ σέ γ ' ἠριγένεια παρ ' Ὠκεανοῖο ῥοάων λήσει ἀνερχομένη χρυσόθρονος , ἡνίκ ' ἀγινεῖς αἶγας μνηστήρεσσι
6221225 ὀφρυσι
διάκλυζε . Τὰς δὲ φθειριάσεις τὰς ἐν τοῖς βλεφάροις καὶ ὀφρύσι θεραπεύει σὺν μέλιτι ἢ οἴνῳ καταχριόμενα σανδαράχη , σταφὶς
βίαιον δηλοῖ . εἰ δὲ καὶ τὸ μέτωπον ἅμα ταῖς ὀφρύσι σπᾷ εἰς τὸ μέσον , κερδαλεώτατον ἄνδρα σημαίνει .
6164761 περγαμων
– – × – ˘χει ] ! ! ? ? περγάμων κατ˘ ? [ – – × – ˘ν –
ἔστιν ἁ τάλαινα Τροία . ἐμάθετ ' , ἐκλύετε ; περγάμων γε κτύπον . ἔνοσις ἅπασαν ἔνοσις ἐπικλύζει πόλιν .
6152408 ἀγκυλης
φασί . Βακχυλίδης ἐν Ἐρωτικοῖς : εὖτε τὴν ἀπ ' ἀγκύλης ἵησι τοῖσδε τοῖς νεανίαις , λευκὸν ἀντείνασα πῆχυν .
συμποτικῶν μέρος , ῥητέον κότταβοι κοτταβεῖον ἀποκοτταβίζειν , ἀπ ' ἀγκύλης βάλλειν . καὶ τὸ μὲν κοτταβεῖον ἐκρέματο ἐκ τοῦ
6151505 ἐσχαρῃ
υἱέας ἐγρήσσοντες : αὐτὸς δ ' ἐν μέσσοισι παρ ' ἐσχάρῃ ἧσθ ' ὁ γεραιός , πείρατα ναυτιλίης ἐνέπων ἄνυσίν
τῷ ἡ μὲν ἐπ ' ἐσχάρῃ ἀντὶ τοῦ παρ ' ἐσχάρῃ . . . . . Ἰλίου ἱρῆς : ἡ
6137546 κερκιδ
ἔνθεν , ὡς δὴ παρὰ φίλωι Τρώων κόραι θάκους ἔχουσαι κερκίδ ' Ἠδωνῆς χερὸς ἤινουν , ὑπ ' αὐγὰς τούσδε
δ ' ἔνδον ἀοιδιάους ' ὀπὶ καλῇ ἱστὸν ἐποιχομένη χρυσείῃ κερκίδ ' ὕφαινε , καὶ καλὸν ἀοιδιάει . πεποίηκε καὶ
6135521 θρωσκουσι
. εὖτε γὰρ ἀμφιχανόντες ἔσω μάρψωσιν ὀδόντων , αἵδε θαμὰ θρώσκουσι καὶ ἐς μεσάτην ὑπερῴην ὀξὺ κέρας χρίμπτουσι , τό
ἔπεσεν λινέοισι λόχοις : τοὶ δ ' ἐγγὺς ἐόντες ἀκρόλινοι θρώσκουσι καὶ ἐγκονέοντες ὕπερθε σπαρτόδετον τανύουσι περίδρομον : ἄλλο δ
6133281 ὀχθων
καὶ φίλοι τῇ ἀναιδείᾳ : ὄχθοις ἱεροῖς : πρὸ τῶν ὄχθων τῶν περὶ τὴν πόλιν ἐν ᾗ . πόλει ,
μούνους : Ἀθηναίους γὰρ τραπομένους ἐς τὸ πεδίον ὑπὸ τῶν ὄχθων οὐ κατώρα . Πέρσας δὲ ὁρῶντες ὁρμημένους διώκειν τοὺς
6115606 θεινομεναι
ἐειδόμενοι σκοπέλοισιν ἠλιβάτων ὀρέων : μέγα δ ' ἔβραχον ἀμφοτέρωθε θεινόμεναι μελίῃσι τότ ' ἀσπίδες . Ὀψὲ δὲ μακρὴ Πηλιὰς
δὲ πάντῃ κρημνοὶ ὑπεκλονέοντο Καφηρέος : αἳ δ ' ἀλεγεινὸν θεινόμεναι ῥηγμῖνες ἐπέβραχον οἴδματι λάβρῳ χωομένοιο ἄνακτος . Ἀπέσχισε δ
6114737 Μεσηνιοις
ἡγοῖντο τοῦ μένειν λυσιτελέστερον . Τυρταῖος , Λακεδαιμονίων μελλόντων παρατάττεσθαι Μεσηνίοις καὶ βεβουλευμένων νικᾶν ἢ ἀποθανεῖν ἐν τῇ μάχῃ ,
περιελθὼν τό τε ἄστυ ἔρημον εἷλε καὶ κατόπιν ἐμβάλλει τοῖς Μεσηνίοις , οἱ περὶ Πολύδωρον κατὰ πρόσωπον . ἀμφίβολοι γενόμενοι
6113817 ἀμυντωρ
κρατερὴν ὑσμίνην . τῷ δ ' ἐπὶ Πουλυδάμας ἐγχέσπαλος ἦλθεν ἀμύντωρ Πανθοΐδης , βάλε δὲ Προθοήνορα δεξιὸν ὦμον υἱὸν Ἀρηϊλύκοιο
. Ἕκτορος : αὐτὸς γάρ οἱ ἀπ ' αἰθέρος ἦλθεν ἀμύντωρ Ζεύς , ὅς μιν πλεόνεσσι μετ ' ἀνδράσι μοῦνον
6098105 ἀστεροεντι
τελείη . καί : ἑπτὰ δὲ πάντα τέτυκται ἐν οὐρανῷ ἀστερόεντι , ἐν κύκλοισι φανέντ ' ἐπιτελλομένοις ἐνιαυτοῖς . Τὰ
τελείη . καί : ἑπτὰ δὲ πάντα τέτυκτο ἐν οὐρανῷ ἀστερόεντι , ἐν κύκλοισι φανέντα ἐπιτελλομένοις ἐνιαυτοῖς . ἀλλὰ καὶ
6081507 ἐπειρων
κεκακωμένην : κακῶς πάσχουσαν , δεδυστυχηκυῖαν . ἐπειρῶντο : γράφεται ἐπείρων . τὴν Μεσσήνην δηλονότι . κατεδίωξαν : ἤγουν διώξαντες
καὶ προσβάλλοντες οἱ μὲν Ἀθηναῖοι κατὰ τὸν λιμένα ταῖς ναυσὶν ἐπείρων , ὁ δὲ πεζὸς πρὸς τὴν πόλιν . ἐπεκδρομὴν
6069296 ἀϋσαντων
χαλεπαίνων , ὅσση ἄρα Τρώων καὶ Ἀχαιῶν ἔπλετο φωνὴ δεινὸν ἀϋσάντων , ὅτ ' ἐπ ' ἀλλήλοισιν ὄρουσαν . Αἴαντος
δὲ μέγ ' ἴαχον , ἀμφὶ δὲ νῆες σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ ' Ἀχαιῶν μῦθον ἀγασσαμένοι Διομήδεος ἱπποδάμοιο . διαφέρει
6068848 Εὐρυσθηος
' ἑὸν φίλον υἱὸν ὁρῷτο ἔργον ἀεικὲς ἔχοντα ὑπ ' Εὐρυσθῆος ἀέθλων . ὣς καὶ ἐγών , ὅτε δ '
, ὅ οἱ μάλα πολλάκις υἱὸν τειρόμενον σώεσκον ὑπ ' Εὐρυσθῆος ἀέθλων . ἤτοι ὃ μὲν κλαίεσκε πρὸς οὐρανόν ,
6065126 ἀγχιμολον
: ἀναχαλάσας , ἀνακουφίσας , ἀναβαστάσας . . . . ἀγχίμολον : ἐγγύς , πλησίον : παρὰ τὸ ἄγχι καὶ
ἀγχίαλον βʹ : τὸ παράλιον . καὶ κύριον ὄνομα . ἀγχίμολον βʹ : τὸ σύνεγγυς . καὶ τὸ μετ '
6054168 πτορθοισι
ἱροῖς Αἰσονίδαο , πέριξ δέ μιν ἐστεφάνωντο σμερδαλέοι δρυΐνοισι μετὰ πτόρθοισι δράκοντες , στράπτε δ ' ἀπειρέσιον δαΐδων σέλας :
' ἐκκριδὸν οἶος ἀπ ' ἄλλων , λαθρίδιος πυκινοῖσιν ὑπὸ πτόρθοισι δεδυκώς , δίκτυα παπταίνων ἔλαθεν θηροσκόπος ἀνήρ : ὣς
6052577 περικυκλωσαντες
ποιήσασθαι διὰ τοῦ Ἐλωρίου πεδίου , πρὸς τῷ Ἀσινάρῳ ποταμῷ περικυκλώσαντες ἀπέκτειναν μὲν μυρίους ὀκτακιϲχιλίουϲ , ἐζώγρηϲαν δὲ ἑπτακισχιλίους ,
καὶ πήματα κεύθων . ὡς δ ' ὁπότε σταλίκεσσι λίνον περικυκλώσαντες θηρσὶν ὀριπλανέεσσι λόχον πολυωπὸν ἔπηξαν ἀνέρες ἀγρευτῆρες : ὁ
6049870 δεθεντες
μέντοι καὶ τὰ νῶτά τινες προσθέντες ἀλλήλοις ἀνθέλκουσιν ἑνὶ δεσμῷ δεθέντες . ἡ δὲ ἐφεντίνδα , ὡς ἔστιν εἰκάζειν ,
τοῖς στρατιώταις τοῦ δῆσαι πάντας τοὺς παρόντας . οὕτω Σαρνούσιοι δεθέντες ἐς Μακεδονίαν ἤχθησαν πλείους μυρίων . Φίλιππος διωκόμενος ὑπὸ
6047321 ἐκειντο
ὕδατι . Κιρραῖοι πιόντες διαφθείρονται τὰς γαστέρας καὶ πάντες ἐκλυθέντες ἔκειντο : Ἀμφικτύονες ἀπονητὶ τὴν πόλιν ἔλαβον κειμένων τῶν πολεμίων
καὶ πρὸ ποδῶν ἕτερον οἴκημα τρίκλινον , οὗ τάλαντα τρισχίλια ἔκειντο ἀργυρίου , καὶ προσηγορεύετο βασιλικὸν ὑποπόδιον . ἦν δ
6043425 ἐλαταις
τῆς ὀσμῆς αἰσθόμενοι παρῆσαν οἱ Κένταυροι , πέτραις ὡπλισμένοι καὶ ἐλάταις , ἐπὶ τὸ τοῦ Φόλου σπήλαιον . τοὺς μὲν
ὕστατον εἰς τὴν γῆν ὑπὸ τῶν Κενταύρων καταδῦναι , ταῖς ἐλάταις τυπτόμενον , ὀρθόν τε καὶ ζῶντα : καὶ Λήδαν
6042853 νευσε
φόβηθεν . ἡ δ ' ἄρ ' ἐπ ' ὀφρύσι νεῦσε : νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεύς , ἐκ δ '
' Ὁμήρῳ „ ἦ καὶ κυανέῃσιν ἐπ ' ” ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων , ” τοῦ προφήτου τὸν Δία ὑποκριναμένου :
6042218 ἐπερρωσαντο
Ὀλμειοῦ ζαθέοιο ἀκροτάτῳ Ἑλικῶνι χοροὺς ἐνεποιήσαντο , καλοὺς ἱμερόεντας , ἐπερρώσαντο δὲ ποσσίν . ἔνθεν ἀπορνύμεναι κεκαλυμμέναι ἠέρι πολλῷ ἐννύχιαι
Εὐβοίας . ἀαγές : ἀκαμπές . ῥαιστήρ : σφύρα . ἐπερρώσαντο περὶ σθένεϊ σφριγόωσαι : ἀκμάζουσαι ῥωμαλεώτεραι τῇ δυνάμει ἐγένοντο
6033650 ἐκαθημην
. καί ποτε θέρος μὲν ἦν καὶ μεσημβρία , καὶ ἐκαθήμην ὑφ ' ᾧπερ εἰώθειν κίονι , τῷ Δημοσθένει προσκείμενος
ἀγοραίων δέ τινα μεταστήσας ἄλλοσε τῆς συνοικίας καταβὰς αὐτὸς ἐκεῖσε ἐκαθήμην ψαύων τῆς ἀγορᾶς , καὶ ἔδρασέ τι τὸ χωρίον
6031641 πεπηγυιας
παλαιοῖς . λαύρα : ἡ ἀμάρα . λέμφους : τὰς πεπηγυίας μύξας . λεπτὰ πλοῖα : τὰ μικρά . Θουκυδίδης
περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας ὀρθὰς εἶχον πεπηγυίας , ἀναξυρίδας δὲ ἐνεδεδύκεσαν , τόξα δὲ ἐπιχώρια καὶ
6020973 ἀντεστρατοπεδευε
, ἔχοντα τῶν προτέρων ἔτι μυρίους . ὁ δὲ Σύλλας ἀντεστρατοπέδευε μὲν Ἀρχελάῳ περὶ Ὀρχομενόν , ὡς δὲ εἶδε τῆς
ἐπ ' αὐτὸν ἤδη τὸν Κορνιφίκιον ἐς Ἰτύκην ᾔει καὶ ἀντεστρατοπέδευε μετὰ πλειόνων ὄντι . Λαίλιον δὲ τοῦ Κορνιφικίου μετὰ
6013993 ἱεμενων
οἱ ἅρμα πεσόντος λυγρὸν ἐπισσώτροισι δέμας διελίσσετ ' ὀπίσσω ἵππων ἱεμένων : θάνατος δέ μιν αἰνὸς ἐδάμνα ἐσσυμένως μάστιγα καὶ
' αὐτῷ ἦλθε κακόν , τό οἱ οὔ τις ἐρύκακεν ἱεμένων περ . τὸν δ ' υἱὸς Τελαμῶνος ἐπαΐξας δι
5997079 ὡρμουν
. καὶ αὐτοῖς τοῦ χωρίου μηνοειδοῦς ὄντος ἐφ ' ᾧ ὥρμουν , ὁ μὲν πεζὸς ἑκατέρωθεν προσβεβοηθηκὼς τῶν τε Κορινθίων
μὲν σῖτον ἐν τῇ γῇ ᾑροῦντο , αἱ δὲ μετέωροι ὥρμουν . σίτου ἐκβολή : Θουκυδίδης , ὅταν ὁ στάχυς
5989754 πωλια
ω εἰς α . καὶ ἀκρίδες : ἀκρίδες λέγονται τὰ πωλία τὰ καθήμενα εἰς τὰ ἄκρα τῶν δένδρων καταχρηστικῶς :
οὖν εἰκοστῇ ἡμέρᾳ περιαιρῶν τὸ κέλυφος , καὶ ψωμίσας τὰ πωλία ἔμβαλε εἰς κόφινον ἔχοντα ὀρνίθων πτερά . τῇ δὲ
5985095 ἁρμασιν
εἶχε τὸ τεῖχος ποδῶν ἑκατόν , τὸ δὲ πλάτος τρισὶν ἅρμασιν ἱππάσιμον ἦν : οἱ δὲ σύμπαντες πύργοι τὸν μὲν
αὖθ ' ἑτέρωθεν ἀπὸ κρατερῆς ὑσμίνης χωρήσαντες ἔλυσαν ὑφ ' ἅρμασιν ὠκέας ἵππους , ἐς δ ' ἀγορὴν ἀγέροντο πάρος
5984784 ὀλολυγῃ
συνεπελάβοντο δὲ καὶ γυναῖκες τοῦ ἔργου οὐχ ὅσον κραυγῇ καὶ ὀλολυγῇ καὶ λίθοις ἀπὸ τοῦ στέγους , τοῦτο δὴ τὸ
ἐπικλαιόντων καὶ οἰκείων καὶ μάλιστα τῶν μητέρων , αἳ σὺν ὀλολυγῇ μανιώδει τῶν τέκνων ἐξήπτοντο καὶ νεῶν τῶν φερουσῶν αὐτὰ
5971736 ὡδοιπορουν
. ἐκείνῃ δὲ τῇ ἡμέρᾳ κατά τινα συντυχίαν ἔμποροί τινες ὡδοιπόρουν τῶν ἔθος ἐχόντων ἀπ ' Ἀραβίας εἰς Αἴγυπτον κομίζειν
ἐγεγένηντο . Ἄραντες δ ' ἀπὸ θαλάττης μέχρι μέν τινος ὡδοιπόρουν μηκέτι τὸν ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν ὀρρωδοῦντες φόβον . ἐπιλιπόντος
5970121 ὠκυποδες
ἤριπε δ ' ἐξ ὀχέων , ὑπερώησαν δέ οἱ ἵπποι ὠκύποδες : τοῦ δ ' αὖθι λύθη ψυχή τε μένος
ἠνεμόεσσαν : ἡ διπλῆ ὅτι θηλυκῶς τὴν Ἴλιον . . ὠκύποδες φέρον ἅρμα : ἡ διπλῆ ὅτι κοινότερον κατακέχρηται τῷ
5969568 ἀνδροφονοιο
αἳ δ ' ἅμα πᾶσαι θύσθλα χαμαὶ κατέχευαν ὑπ ' ἀνδροφόνοιο Λυκούργου θεινόμεναι βουπλῆγι : Διώνυσος δὲ φοβηθεὶς δύσεθ '
τοῦ ὁμοίως τέτακται . . οὐδ ' ἔτι φασίν Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο μένος καὶ χεῖρας ἀάπτους σχήσεσθ ' , ἀλλ '
5962497 αἰπολιοισι
ἐκίχανεν υἱὸς Δολίοιο Μελανθεὺς αἶγας ἄγων , αἳ πᾶσι μετέπρεπον αἰπολίοισι , δεῖπνον μνηστήρεσσι : δύω δ ' ἅμ '
ἐνὶ ξυλόχοις κεχαρισμένα δῶρα φέρουσιν ἐν γλυκεροῖς ταλάροισι παρ ' αἰπολίοισι νομῆες . Ἀλλ ' ἄγε δὴ ταύρων ζηλήμονα πάγχυ
5962288 ἡσται
Σώπατρος λέγων φησί : δισσαῖς γὰρ ἐν μέσαισιν ἰχθύων φοραῖς ἧσται , τὸν Αἴτνης ἐς μέσον λεύσσων σκοπόν . καὶ
ἐντὸς ὀξάλμην ἔχων . δισσαῖς γὰρ ἐν μέσαισιν ἰχθύων φοραῖς ἧσται , τὸν Αἴτνης ἐς μέσον λεύσσων σκοπόν . βαυκαλὶς
5951887 ᾐοσιν
ἀμετρήτοισιν ἄλην πελάγεσσιν ἔχουσι , τηλοῦ ἀπὸ τραφερῆς οὐδ ' ᾐόσιν εἰσὶν ἑταῖροι , θύννοι μὲν θύνοντες , ἐν ἰχθύσιν
φόνοιο . Ὡς δ ' ὁπότ ' ἰχθυόεντος ἐπ ' ᾐόσιν Ἑλλησπόντου δίκτυον ἐξερύωσι πολύκμητοι ἁλιῆες κολπωθὲν ποτὶ γαῖαν ,
5951773 εἱσαν
χολωσάμενοι Καδμεῖοι κέντορες ἵππων ἂψ ἄρ ' ἀνερχομένῳ πυκινὸν λόχον εἷσαν ἄγοντες κούρους πεντήκοντα : δύω δ ' ἡγήτορες ἦσαν
μουσικός . Ὅμηρος [ Ω ] : παρὰ δ ' εἷσαν ἀοιδοὺς θρήνων ἐξάρχους : συγγενικά : ἀντὶ τοῦ :
5942305 καππες
δ ' ὀστέον ἔγχος , ὃ δὲ πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ κάππες ' : ἀτὰρ Μενέλαος ἀρήϊος οὖτα Θόαντα στέρνον γυμνωθέντα
πρόσθε ποδῶν : ὃ δ ' ἄρ ' ἀρνευτῆρι ἐοικὼς κάππες ' ἀπ ' εὐεργέος δίφρου , λίπε δ '
5939551 σπηλυγγος
φοβεῖται : αὐτίκα δὴ ῥωχμὸν καταδύεται εὐρέος αἴης ἠὲ κατὰ σπήλυγγος ἀφεγγέος , εἰσόκεν ἄζης ἠέλιος παύσαιτο καὶ οὐλομένου κυνὸς
μάστιξιν θαμινῇσι δι ' ἠέρος αἰθύσσοντες : αὐτὰρ ὅ γε σπήλυγγος ὑπεκπροθορὼν ἀλίαστος βρυχᾶται πετάσας φόνιον χάος ἀντία φωτῶν ,
5935191 ἐνεδρᾳ
Φούλβιος μὲν δὴ Φλάκκος , εὐσταθῶς καὶ εὐμηχάνως αἰφνιδίῳ συνενεχθεὶς ἐνέδρᾳ , περιῆν τοῦ Ἀννίβου καὶ τὸν στρατὸν περιέσωζεν αἰεὶ
ἀναμείνας , πάντων ἔτι σιωπώντων ὑπ ' ἐκπλήξεως ἐπὶ τῇ ἐνέδρᾳ καὶ τῷ χρόνῳ δεδαπανημένῳ , οὐδ ' ἐνθυμηθῆναί τι
5928487 ἀθρησωσιν
δόξειε λιταζομένους ἀγορεύειν . ἀλλ ' ὅτε τευ κραδίην παναμείλιχον ἀθρήσωσιν , αἰδὼς ὦ πόσση , πόσσος πόθος ἐστὶ τοκήων
πέλει πτελέῃσι κατάσκιον αἰπεινῇσιν , αἵ ῥ ' ὁπότ ' ἀθρήσωσιν ἀνερχόμεναι δαπέδοιο Ἴλιον , αὐτίκα τῇσι θοῶς αὐαίνεται ἄκρα
5927723 ἐκτοθεν
τῶν Περσῶν ἀρχῆς . . . λίμνας ] θαλάσσης . ἔκτοθεν ] καὶ αἱ ἔξω τῆς θαλάσσης , ὅσαι εἰσὶ
νηός . ἀλλ ' ὅτε δὴ ἴδε χῶρον ὅτις πάτου ἔκτοθεν ἦεν ἀνθρώπων καθαρῇσιν ὑπεύδιος εἱαμενῇσιν , ἔνθ ' ἤτοι
5910557 ἱπποκομων
τῇ Εἰρήνῃ εὕρηται ἀντὶ τοῦ ἕως : λέγει δὲ ὁ ἱπποκομῶν τὸν κάνθαρον ἐρεῖ δὲ , μὴ παύσαιο μηδέποτ '
τῇ Εἰρήνῃ εὕρηται ἀντὶ τοῦ ἕως : λέγει δὲ ὁ ἱπποκομῶν τὸν κάνθαρον ἐρεῖ δὲ , μὴ παύσαιο μηδέποτ '
5904161 αἰθρης
κόλπων τ ' ἠερίων . . . . . . αἴθρης μέρος ἠελίου τε καὶ μήνης ὀχετῶν ἠδ ' ἠέρος
καλούμενος ὀρθὸν Ὁρίζων , ὃς δὲ Μεσημβρινὸς ὑψοῦ ἄκρης κυρτούμενος αἴθρης . ἀμφότεροι δ ' ἄρα τοίγε πόλων ἔντοσθεν ἐόντες
5903467 φεβοντο
. . . . , . . ὑπ ' Ἀργείοισι φέβοντο : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τοῦ ὑπ ' Ἀργείων
τὼ χείρεσσι πεποιθότες ἠδὲ βίηφι μίμνον ἐπερχόμενον μέγαν Ἄσιον οὐδὲ φέβοντο . οἳ δ ' ἰθὺς πρὸς τεῖχος ἐΰδμητον βόας
5903246 ἐπισσωτρων
' ἱππείων ὁπλέων ῥαθάμιγγες ἔβαλλον αἵ τ ' ἀπ ' ἐπισσώτρων : ὃ δὲ ἵετο κῦδος ἀρέσθαι Πηλεΐδης , λύθρῳ
τε ἵπποις ὠκυπόδεσσιν ἐπέτρεχον : οὐδέ τι πολλὴ γίγνετ ' ἐπισσώτρων ἁρματροχιὴ κατόπισθεν ἐν λεπτῇ κονίῃ : τὼ δὲ σπεύδοντε
5896507 ἠνεμοεσσας
ἄκριας τὰς τῶν ὀρῶν ἄκρας : “ δι ' ἄκριας ἠνεμοέσσας . ” ἀκερσεκόμης ἐπίθετον Ἀπόλλωνος : “ Φοῖβος ἀκερσεκόμης
δὲ τὰς πέτρας ὁ Ποιητὴς καλεῖ : δι ' ἄκριας ἠνεμοέσσας . καὶ ἐστὶν ἀκρὸς ἀκρόεις , καὶ πλεονασμῷ τοῦ
5893047 στειβον
? ! ? ! ! ! [ ἀργυροδίνεω ] ἠέριαι στεῖβον ? ? ? [ ἐέρσην ] ? ? ἄνθεα
στεῖβον ἐπάτουν , ἀφ ' οὗ καὶ στιβεύς : “ στεῖβον δ ' ἐν βόθροισι . ” στέφανος . ἐπὶ
5891254 ἐλυγιχθης
λιγυξεῖν : ἆρ ' οὐκ αὐτὸς Ἔρωτος ὑπ ' ἀργαλέω ἐλυγίχθης ; σφόνδυλος : ἴσως αἰσχρόν τι πεποίηκεν . πῖθ
ἡ ἡδυτάτη καί φησι : βοῦτα , ὑπ ' ἀργαλέου ἐλυγίχθης Ἔρωτος καὶ ἐκάμφθης ; οἷον Εὔπολις : λυγίζεται καὶ
5891200 Γραιας
. Καὶ πρῶτον μὲν ἡγεῖτο αὐτῷ πρὸς τὰς τοῦ Φόρκου Γραίας , Πεμφρηδὼ καὶ Ἐντὼ καὶ Ἰαινὼ , Ἀθηνᾶς φρασάσης
καὶ παραχάραττε μὴ τὴν ἀλήθειαν , ἀλλὰ τὸ νόμισμα . Γραίας ἐρείκης ἅψαντες πυρί : ἐπὶ τῶν ἀχρήστως καὶ ὀξέως
5887785 ἐκυρουτο
χρήμασι τῶν δημάρχων ὑπ ' Ἀντωνίου καὶ κατασιωπώντων ὁ νόμος ἐκυροῦτο , καὶ ὁ στρατὸς Ἀντωνίῳ μετ ' αἰτίας εὐπρεποῦς
. τί οὖν ἄν τις ἐσθίοι ; καὶ μετὰ τοῦτο ἐκυροῦτο ἡ ἀσιτία καὶ ὁ ἱερεὺς ἐδόκει μου τὰ χείλη
5884804 Ἀναυρου
τεὴν κατὰ βάξιν Ἰήσων , χειμερίοιο ῥέεθρα κιὼν διὰ ποσσὶν Ἀναύρου , ἄλλο μὲν ἐξεσάωσεν ὑπ ' ἰλύος ἄλλο δ
εἴρηται παρὰ τὴν βάσιν . ἄλλως : ὅτι ἐκ τοῦ Ἀναύρου ποταμοῦ μόγις τὸ δεξιὸν πέδιλον ἔσωσεν , ἱστορεῖ καὶ
5882745 πλεκτας
χὠ μέν τις ἐς θάλασσαν ὡρμήθη ποσίν , ἄλλος δὲ πλεκτὰς ἐξανῆπτεν ἀγκύλας . κἀγὼ μὲν εὐθὺς πρὸς σὲ δεῦρ
οἳ πλεκτὰς στέγας ] οἵτινες οἱ Σκύθαι ναίουσι καὶ κατοικοῦσι πλεκτὰς στέγας , πεδάρσιοι δηλονότι , καὶ ἀπὸ τῆς γῆς
5880843 ἐφεποντο
ἤιε Μέμνων Ἄρεϊ μαιμώωντι πανείκελος , ἀμφὶ δὲ λαοὶ προφρονέως ἐφέποντο παρεσσύμενοι βασιλῆι . Αἶψα δ ' ἄρ ' ἀμφοτέρων
νισομένων προθέῃσι δαημοσύνῃσι νομῆος : ὣς ἄρα τῇ γ ' ἐφέποντο βίῃ μέγα μαιμώωντες Τρῶες ἐυσθενέες καὶ Ἀμαζόνες ὀβριμόθυμοι .
5876316 ἐφεστηκεσαν
τὰς προβοσκίδας αὐτῶν καὶ τὰ πρόσωπα τὰς πληγὰς φέρειν . ἐφεστήκεσαν δὲ ταῖς ἁμάξαις τετρακύκλοις ὑπαρχούσαις καὶ τῶν ψιλῶν συχνοὶ
θεόν : τούς τε γὰρ στρατιώτας ἅπαντας , οἳ ταύταις ἐφεστήκεσαν ἀλήκτως ταῖς κολάσεσιν , μείζονι βίᾳ φυγεῖν ἀπηνάγκασεν ,
5875544 μαχοντο
μὲν ἐτράπεον , τοὶ δ ' ἤρυον . οἳ δὲ μάχοντο πύξ τε καὶ ἑλκηδόν : τοὶ δ ' ὠκύποδας
Τρώων ἡγεμόνεσσι δέος πέλεν , ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ἐκ θυμοῖο μάχοντο καὶ ἀνέρας αἰὲν ἔρυκον χαζομένους : πολέες δὲ καὶ
5872958 ποταμω
[ . . . . . . . ] Κωραλίω ποτάμω πὰρ ὄχθαις ἀσυννέτημμι τὼν ἀνέμων στάσιν , τὸ μὲν
[ . . . . . . . ] Κωραλίω ποτάμω πὰρ ὄχθαις ἀσυννέτημμι τὼν ἀνέμων στάσιν , τὸ μὲν
5872169 Ἀρκαδιης
[ ] φίλος [ γόνος ] , ἧς ἀπὸ λέκτρων Ἀρκαδίης [ ] ἐφύτευσε ? [ ] Λυκάονα ποιμένα γαίης
τε τῆς Ἀρκαδίης εἴκοσι καὶ ἑκατὸν καὶ ἐκ τῆς λοιπῆς Ἀρκαδίης χίλιοι : τοσοῦτοι μὲν Ἀρκάδων : ἀπὸ δὲ Κορίνθου
5869092 καρτερᾳ
ἡμέρᾳ , λαβεῖν τὴν αἰχμαλωσίαν : καὶ προσάξαντες αὐτοῖς ἐν καρτερᾷ μάχῃ περιεγενόμεθα , ὅτι ἦσαν πλῆθος δυνατοὶ ἐν αὐτοῖς
ἐφόδου , καὶ τὸν βασιλέα τῶν Καινινιτῶν , ὑπαντήσαντα σὺν καρτερᾷ χειρὶ , μαχόμενος αὐτοχειρίᾳ κτείνει , καὶ τὰ ὅπλα
5867750 Μιλητοιο
Κτεῖνε γὰρ Ἰτυμονῆα καὶ Ἱππασίδην Ἀγέλαον οἵ ῥ ' ἀπὸ Μιλήτοιο φέρον Δαναοῖσιν ὁμοκλὴν Νάστῃ ὑπ ' ἀντιθέῳ καὶ ὑπ
δύο παῖδε Ποσειδάωνος ἵκοντο , ἤτοι ὁ μὲν πτολίεθρον ἀγαυοῦ Μιλήτοιο νοσφισθεὶς Ἐργῖνος , ὁ δ ' Ἰμβρασίης ἕδος Ἥρης
5867438 ἐπισχεδον
Χειρότερος : μικρότερος , ἀσθενέστερος , μικρὸς , ἀσθενής . ἐπισχεδόν : πλησίον . ἀντιβολήσῃ : συναντήσῃ , ἐπέλθῃ .
ἰξύας , ἠύτε κοῦραι , ἔσταν ὑπὲρ κεφαλῆς μάλ ' ἐπισχεδόν , ἂν δ ' ἐκάλυψαν πέπλον ἐρυσσάμεναι κούφῃ χερί
5861700 Ἰτυμονηα
Φλογίον τε , Οἰνεΐδης δ ' ἐπὶ τοῖσιν ἕλε θρασὺν Ἰτυμονῆα ἠδὲ καὶ Ἀρτακέα , πρόμον ἀνδρῶν : οὓς ἔτι
δ ' ἅμα πάντες ὑπέτρεσαν ὄβριμον ἄνδρα . Κτεῖνε γὰρ Ἰτυμονῆα καὶ Ἱππασίδην Ἀγέλαον οἵ ῥ ' ἀπὸ Μιλήτοιο φέρον
5853845 ἰφθιμῳ
Μειδίου . καὶ Ὅμηρος ” κρατὶ δ ' ἐπ ' ἰφθίμῳ “ κυνέην θέτο . ” καὶ Αἰσχίνης κατὰ Τιμάρχου
' ἐθέλῃσθα , παρέσσεται εὔστοχος ἄγρη . Ἄλλοι δ ' ἰφθίμῳ τε βίῃ καὶ κάρτεϊ γυίων πειθόμενοι μέγαν ἆθλον ἐπ
5852475 δωδεκαπηχυς
ἣ περιεῖχε τὴν ἐξ Ἰνδῶν κάθοδον Διονύσου , Διόνυσος ἦν δωδεκάπηχυς ἐπ ' ἐλέφαντος κατακείμενος , ἠμφιεσμένος προφυρίδα καὶ στέφανον
τῶν φύλλων ἔχει . μεγέθει δὲ μέγα , καὶ γὰρ δωδεκάπηχυς ἐξ αὐτῆς ἐρέψιμος ὕλη τέμνεται . διττὸν δὲ τὸ
5849778 εὐποιητον
ἀμφιλύκῃ , ὅθ ' ἑωθινὸν ἀγροιῶται ἱστοβοῆος ἔνερθεν ὑπ ' εὐποίητον ἐχέτλην γειοτόμον δαμάλῃσιν ἐπιθύνουσιν ἄροτρον : ἢ πάλιν ἑσπερίῃσιν
νῆϊν ἔτι χρυσέας Κύπριδος θελξιμβρότου . Λευκώλενε Καλλιόπα , στᾶσον εὐποίητον ἅρμα αὐτοῦ : Δία τε Κρονίδαν ὕμνησον Ὀλύμπιον ἀρχαγὸν
5848533 ἐπεχραον
' ἐφ ' ἱππήεσσιν ὄρουσαν ἱππῆες , πεζοῖσι δ ' ἐπέχραον ἔθνεα πεζῶν , ἅρμασι δ ' ἅρμαθ ' ἵκοντο
ὀδόντας ὧς Ζήτης Κάλαΐς τε μάλα σχεδὸν ἀίσσοντες τάων ἀκροτάτῃσιν ἐπέχραον ἤλιθα χερσίν . καί νύ κε δή σφ '
5838944 ἐσχαροφιν
γέροντος , ὦκα δὲ κεκλόμενοι Μαντήιον Ἀπόλλωνα ῥέζον ἐπ ' ἐσχαρόφιν , νέον ἤματος ἀνομένοιο : κουρότεροι δ ' ἑτάρων
Ἀλκινόοιο , χειρὸς ἑλὼν Ὀδυσῆα δαΐφρονα ποικιλομήτην ὦρσεν ἀπ ' ἐσχαρόφιν καὶ ἐπὶ θρόνου εἷσε φαεινοῦ , υἱὸν ἀναστήσας ἀγαπήνορα
5838445 σφιγγες
γὰρ ἀγριότητα ἐμφαίνει : γίνονται δέ , φησί , καὶ σφίγγες καὶ κυνοκέφαλοι καὶ κῆβοι λέοντος μὲν πρόσωπον ἔχοντες τὸ
. κεφ . νβʹ . περὶ σφιγγός . ὅτι αἱ σφίγγες ταχεῖαί εἰσιν ὡς ἐπὶ ὀρνέων . ὅτι τὸν οἶνον
5826813 Δημαρχος
, ἣν ἐξ Ἀλεξάνδρου μὲν Κάλας ὄνομα κατέχειν , ἔπειτα Δήμαρχος ἐπετέτραπτο . τὰ μὲν κατὰ τὴν Ἀσίαν ὧδε ἐνεμήθη
οἱ εἰς Δῆλον ἐξελθόντες θεωροί : Λυκοῦργος κατὰ Μενεσαίχμου . Δήμαρχος : Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Μόσχου . ἄρχων τις
5822792 ἰχθυβολοισι
αἰεὶ κυμαίνουσαν ἐπὶ φρεσὶ λύσσαν ἔχοντες : πολλάκι δ ' ἰχθυβόλοισι καὶ ἐς λίνον ἀΐξαντες κύρτοις τ ' ἐμπελάσαντες ἐδηλήσανθ
ἁλίας . ἐπ ' : ἐν . δείπνοισιν ὑπ ' ἰχθυβόλοισι : ἐν τοῖς ἰχθυηροῖς δείπνοις . ἰχθυβόλοισι : ἀγρευομένοις
5818357 Ἐφυρης
ἡ Σαρωνικὴ , καὶ ἡ μὲν Κορινθία ἐξ ἐναντίας τῆς Ἐφύρης , ὃ ἔστι τῆς Κορίνθου πόλεως πρὸς δύσιν ἐστὶν
' ἐφόρει γυάλοισιν ἀρηρότα : τόν ποτε Φυλεύς ἤγαγεν ἐξ Ἐφύρης , ποταμοῦ ἀπὸ Σελλήεντος ὅς οἱ καὶ τότε παιδὸς
5817314 Δαρδανιων
γε πολὺ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι λαοὶ θωρήσσοντο μεμαότες ἐγχείῃσι . Δαρδανίων αὖτ ' ἦρχεν ἐῢς πάϊς Ἀγχίσαο Αἰνείας , τὸν
Ἕκτωρ . „ εἶθ ' οἱ ὑπὸ τῷ Αἰνείᾳ ” Δαρδανίων αὖτ ' „ ἦρχεν ἐὺς πάις Ἀγχίσαο ” καὶ
5807687 ἀφρακτοις
' ἔνοπλοι δύο ἢ τρεῖς γυναῖκες : ἐν δὲ ταῖς ἀφράκτοις θήραις ἀπ ' ἐλέφαντος : αἱ δὲ γυναῖκες αἱ
ὑμῖν , ἵνα σκοπῆτε καὶ τηρῆτε μὴ καὶ προσπέσῃ ὑμῖν ἀφράκτοις πρᾶγμα δεινὸν καὶ μέγα . Τί δ ' ἐστίν
5806535 ὠκειαων
: αὐτὰρ τοὺς ἄλλους κελόμην ἐρίηρας ἑταίρους σπερχομένους νηῶν ἐπιβαινέμεν ὠκειάων , μή πώς τις λωτοῖο φαγὼν νόστοιο λάθηται .
τούτω κε λάβοιμεν , ἐελποίμην κεν Ἀχαιοὺς αὐτονυχὶ νηῶν ἐπιβησέμεν ὠκειάων . Ὣς ἔφατ ' εὐχόμενος , νεμέσησε δὲ πότνια
5803808 ἀμφιβαλοντες
ἐπ ' ἀέθλοις . ἀλλ ' ἄγε δὴ σειρῇσι περίπλοκον ἀμφιβαλόντες ἕλκετ ' ἐς ἀκρόπολιν μεγάλην χρυσήνιον ἵππον : ἄμμι
: οἳ δ ' ὥς θ ' ἡμίονοι κρατερὸν μένος ἀμφιβαλόντες ἕλκως ' ἐξ ὄρεος κατὰ παιπαλόεσσαν ἀταρπὸν ἢ δοκὸν
5803757 ἀργιοδοντες
. βῆ δ ' ἴμεναι κείων , ὅθι περ σύες ἀργιόδοντες πέτρῃ ὕπο γλαφυρῇ εὗδον , βορέω ὑπ ' ἰωγῇ
ἀργαλέοιο κυδοιμοῦ φεῦγον : τοὶ δ ' ἐφέποντο κύνες ὣς ἀργιόδοντες κεμμάσιν ἀγροτέρῃσι κατ ' ἄγκεα μακρὰ καὶ ὕλην .
5803688 ἠιον
ἔχεν οὐκέτι χάρμης ἀνέρας , ἀλλὰ φόβοιο : καὶ ἄλλυδις ἤιον ἄλλοι , οἳ μὲν ἀπορρίψαντες ἐπὶ χθόνα τεύχε '
Τρωσὶν ἐπεσσεύοντο ποτὶ πτόλιν , οἳ δὲ καὶ αὐτοὶ τείχεος ἤιον ἐκτός : ἐπεί σφεας ἦγεν ἀνάγκη . Ἐν γὰρ
5799337 ἰαχον
οὕτως ἀποδίδοται : ὣς ἔφατο , Ἀργεῖοι δὲ μέγ ' ἴαχον μῦθον ἐπαινήσαντες . ἔνιοι δὲ καὶ ἐν ταῖς συλλαβαῖς
, οἷον ὣς ἔφατ ' . Ἀργεῖοι δὲ μέγ ' ἴαχον , ἀμφὶ δὲ νῆες σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ '
5798340 ἱμαντων
σειραῖς . εἴρηται δὲ παρὰ τὴν εἴλησιν τῶν σχοινίων ἢ ἱμάντων . ἰλύσω ἰλύϊ περικαλύψω . ἱμάσθλην μάστιγα , ἀπὸ
“ στεναχούσης ” τῆς στοᾶς εἴρηκεν . τροπωτήρων : τῶν ἱμάντων τῶν συνδεόντων πρὸς τὸν πάτταλον , λέγω δὴ τὸν
5798204 ἐνηλατα
ἐκάλεσεν : σύριγγες : αἱ χοινικίδες , αἱ πλῆμναι : ἐνήλατα : τὰ ἐμβαλλόμενα ταῖς χοινικίσιν : ἐνήλατα : οἱ
ἢ ξύλων εὐτελῶν πεποιημένη κλίνη . ἀλλὰ γὰρ ἐλεφαντόποδες τὰ ἐνήλατα καὶ κλιντῆρες ὀστράκοις πολυτελέσι καὶ ποικίλαις χελώναις ἐνδεδεμέναις μετὰ
5796106 ἰκριοφιν
ἀργαλέῳ ἔχετ ' ἄσθματι κῆρ ἀπινύσσων . ” ἀπ ' ἰκριόφιν ἀπὸ τοῦ ἰκρίου . λέγει δὲ ἴκριον καὶ τὴν
δ ' ἄρ ' ἀρνευτῆρι ἐοικὼς κάππες ' ἀπ ' ἰκριόφιν , λίπε δ ' ὀστέα θυμὸς ἀγήνωρ . Ζεὺς
5789464 ἠριπε
δόρυ πῆξεν ὤμων μεσσηγύς , διὰ δὲ στήθεσφιν ἔλασσεν : ἤριπε δ ' ἐξ ὀχέων , ἀράβησε δὲ τεύχε '
δ ' ἀν ' ὀδόντας ὑπὸ γλῶσσαν τάμε χαλκός : ἤριπε δ ' ἐν κονίῃ , ψυχρὸν δ ' ἕλε

Back