| καλλιπρόσωπον . καλλίπρῳρον ] καλλιπρόσωπον . Ξ καλλίπρῳρον ] τὸ εὐειδές . Ξ καλλίπρῳρον ] ὡραῖον . καλλίπρῳρον ] καλλιπρόσωπον | ||
| θΞ βλάστημα ] ἤγουν ὁ Παρθενοπαῖος . καλλίπρῳρον ] τὸ εὐειδές , καλλιπρόσωπον . καλλίπρῳρον ] καλλιπρόσωπον . Ξ καλλίπρῳρον |
| . λέγεται λῶμα καὶ τὸ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου ἐπίβλημα ἐκ βύσσου καὶ πορφύρας καὶ κοκκίου . Λωτεῦντα : | ||
| οἰκεῖα τὰ παρηγορικὰ τῶν βοηθημάτων οἷον θερμοῦ κατάχυσις ὕδατος καὶ ἐπίβλημα ἐλαιοβρεχές . τὴν δὲ διαίρεσιν περίστασις παροῦσα εἰ μὴ |
| γένηται ὅπῃ ἔχει . πρὸς γὰρ τοῖς ἄλλοις καὶ τὸ ἐπίχαρι διαφερόντως ἔχει , καὶ ἄνω ποιεῖ τὴν ψυχὴν βλέπειν | ||
| γὰρ φῶς ἐν τῷ λόγῳ καὶ ἁβρὰ σεμνολογία καὶ τὸ ἐπίχαρι σὺν δεινότητι καὶ καθάπαξ ἡ ἰδέα τοῦ λόγου κρείττων |
| ὅτε δὴ λέγεται καθεύδειν ὁ Πὰν ἐκλελοιπὼς τὴν θήραν . ἐκάθευδε δ ' ἄρα πρότερον μὲν ἀνειμένος τε καὶ πρᾷος | ||
| [ ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι ] Ζηνόδοτος [ γράφει ] ἐκάθευδε . . γ . Α . . Ο . |
| ] γέννημα . θΞ βλάστημα ] ἤγουν ὁ Παρθενοπαῖος . καλλίπρῳρον ] τὸ εὐειδές , καλλιπρόσωπον . καλλίπρῳρον ] καλλιπρόσωπον | ||
| βλάστημα τὸ ἐκ τῆς ὀρεσκόου καὶ ὀριτρόφου μητρὸς , τὸ καλλίπρῳρον καὶ τὸ εὐειδὲς , τὸ τὴν πρῷραν ἐπανθοῦσαν ἔχον |
| : Ἡρόδοτος δὲ καὶ κίταριν . τὸ δὲ τῶν ἐφήβων φόρημα πέτασος : Φιλήμων ἐν Θυρωρῷ ἐγὼ γὰρ ἐς τὴν | ||
| ἐνδεδυμένην ; : ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ γὰρ γραῶν τὸ φόρημα ἦν . Κατάλογ . : Τροφοί . Ὑπόθεσ . |
| δὲ ἀχέτας ἀντὶ τοῦ πολυήχητος : ὃς πρὸς ἑσπέραν ἐστὶν αὐλούμενος τοῖς ποιμέσι διὰ τὴν τῶν ποιμνίων εἰσαγωγὴν καὶ πρὸς | ||
| Εἶτα δὲ ] [ μικρὸν ] ἐπύρεξεν ? [ , αὐλούμενος - ] [ ] δ ' ὑπὸ Θράιττης ἔγ |
| παλαιᾷ : κομισθέντα δὲ πρῶτος Διονυσοφάνης ἐπέβλεπε , καὶ ἰδὼν χλανίδιον ἁλουργές , πόρπην χρυσήλατον , ξιφίδιον ἐλεφαντόκωπον , μέγα | ||
| ἐνταῦθά τις . οὔκουν συνῆκας ; διαφανές [ ] τε χλανίδιον [ ] χρυσῆ τε μίτρα . πάντα [ καθ |
| πολλοῦ ὄντος : ἑλώδης γὰρ ὁ τόπος . ἱμονιοστρόφου : ἱμονιὰ γὰρ καλεῖται τὸ τῶν ἀντλημάτων σχοινίον , καὶ τὸ | ||
| λαλιά : καλιά : δεξιά : σποδιά : ῥοδονιά : ἱμονιὰ τὸ ἀντλητήριον : ὁρμιά : σεσημείωται διὰ τῆς ει |
| , προσήκει σοι ταύτην ἰδεῖν : ὥσπερ γὰρ ὁ πλούτῳ κομῶν καὶ περιουσίαν ἔχων τοῖς ἐξαιρέτοις τῶν κτημάτων ὡραΐζεται , | ||
| καὶ τὸ ἄδικον . οὐδὲ ἐφ ' ὧν τὸ μὴ κομῶν , καὶ τὸ φαλακρόν . οὐδαμῶς οὖν τὸ εἶναι |
| τοῦτον περιέσπασεν . καὶ Φαίδωνι δὲ τὴν τῆς δουλείας δίκην ἐφωράθη : καὶ τὸ καθόλου πᾶσι τοῖς Σωκράτους μαθηταῖς ἐπεφύκει | ||
| δὲ ὡμολογημένα καὶ μὴ ἔχοντα ἀντίῤῥησιν οὐ κρίνεται : οἷον ἐφωράθη τις φονεύων τινά : τὸ πρᾶγμα οὐκ ἔχει ποιότητα |
| Γοργὼ ἐδειροτόμησεν . Αἴθεις ἐν πέπλῳ : καὶ : αἴθης πέπλος : ἐπὶ τῶν στάσεις ἐγειρόντων καὶ ὑπεκκαιόντων : ἡ | ||
| ἀπορίᾳ χειρομάκτρων τυροποιούμενοι ἀποψᾶσθαι οἷς περίκεινται δέρμασι . γέρων ἐσφίγγετο πέπλος : παλαιός , ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἡλικιῶν . γέρων |
| Πατρεύς φησι : Ἰχθύος δὲ γίνεται καὶ Ἡσυχίας τῆς ἀδελφῆς Γαλήνη καὶ Μύραινα καὶ Ἠλακατῆνες . ΘΥΝΝΟΣ . τοῦτόν φησιν | ||
| ἡ Μοῖρα τῆς Νεφέλης πολλῷ δυνατωτέρα . Εἶδες , ὦ Γαλήνη , χθὲς οἷα ἐποίησεν ἡ Ἔρις παρὰ τὸ δεῖπνον |
| , τὰ δέ γε τῆς στολῆς λευκὸν χιτῶνα ἔζωσται λεοντῆν ἐξηρτημένος καὶ κρηπῖδα ἐνῆπται , ἀκοντίῳ τε ἐπερείσας ἑαυτὸν ἕστηκε | ||
| ] τῶν ἀδελφῶν . οὑφ ' ἡμῖν ] ἐξημμένος , ἐξηρτημένος καὶ ἐνιστάμενος . ἰὼ ἰὼ ] φεῦ . κακὰ |
| τε καλούμενα Μοσχικὰ , διατείνοντα παρὰ τὸ ὑπερκείμενον μέρος τοῦ Καππαδοκικοῦ Πόντου , καὶ ὁ Παρυάρδης , οὗ τὰ πέρατα | ||
| ἁλμυρὸν ὕδωρ πρὸς ἀντιπάθειαν αὐτῆς . ἅλμην δὲ κελεύει πιεῖν Καππαδοκικοῦ ἁλός ναιομένην δέ , ἤτοι πατουμένην , ὁδευομένην ἢ |
| ὅλμον καὶ ὕπερον περιφέρειν ; ἄνθρωπε , ἄσκησον , εἰ γοργὸς εἶ , λοιδορούμενος ἀνέχεσθαι , ἀτιμασθεὶς μὴ ἀχθεσθῆναι . | ||
| τοῦ μᾶλλον , ὃ δὴ πάλιν ἀνάλυσιν ἔχει εἰς τὸ γοργὸς μᾶλλον . παρὰ τοὺς ἵππους ἐμπεριεκτικόν τι ἀποτελεῖται , |
| : παρακειμένου τοῦ κεκραγμὸς εἰπεῖν ἐρεῖ τις ἀμαθῶς κραυγασμός . Κορυδαλός : Εὐβούλου τοῦ κωμῳδοποιοῦ δρᾶμα ἐπιγράφεται οὕτως : σὺ | ||
| : παρακειμένου τοῦ κεκραγμὸς εἰπεῖν ἐρεῖ τις ἀμαθῶς κραυγασμός . Κορυδαλός : Εὐβούλου τοῦ κωμῳδοποιοῦ δρᾶμα ἐπιγράφεται οὕτως : σὺ |
| μᾶλλον δὲ οὐδὲ πρὸς τὸν δάκτυλον . τί σὺ λέγεις Λάμια ; οὐκ ἀληθῆ ταῦτα ; οὐ δίκαιά φημι ; | ||
| ὑπομένει . τί ποιήσω , πρὸς τῶν θεῶν ἱκετεύω σε Λάμια . νὴ τὰ μυστήρια , νὴ τὴν τούτων τῶν |
| καὶ Σοφοκλῆς : συὸς μέγιστον χρῆμ ' ἐπ ' Οἰνέως γύαις ἀνῆκε Λητοῦς παῖς ἑκηβόλος θεά . Ταῦτά σοι ἀπὸ | ||
| παῖ τοῦ κρηνῶν πατρὸς Ὠκεανοῦ , μέγα πρεσβεύων Ἄργους τε γύαις Ἥρας τε πάγοις καὶ Τυρσηνοῖσι Πελασγοῖς ῥεῖ γὰρ ἀπ |
| Πολυποίτην φησίν : ὦ ξένε : καλῶς ἑτέρῳ ἕτερον περίκειται φρύαγμα , Λαΐῳ μὲν διὰ τὸ τῆς ἀρχῆς ἀξίωμα , | ||
| τὴν ῥῖν ' ἔχουσαν πήχεως . εἶτ ' ἐστὶ τὸ φρύαγμα πῶς ὑποστατόν ; μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον καὶ |
| τὸ φῶς ὥσπερ πρηστῆρα . σχῆμα δὲ αὐτοῦ οἳ μὲν δισκοειδές , Ἡράκλειτος δὲ σκαφοειδές , Στωϊκοὶ δὲ σφαιροειδὲς εἶναι | ||
| . σχῆμα δὲ αὐτῆς οἳ μὲν σφαιροειδές , οἳ δὲ δισκοειδές . κατὰ μῆνα δὲ ἐκλείπει , ὡς μὲν Ἡράκλειτός |
| κώδωσι καὶ ἀνθίνοις πλέγμασιν . ἡ δ ' ἐπωμίς , ἐκπρεπέστατον ἔργον καὶ τεχνικώτατον , ἐπιστήμῃ τελειοτάτῃ κατεσκευάζετο τοῖς προειρημένοις | ||
| ὡρῶν σώματ ' εὐανθῆ ῥόδα εἶχον , τιθήνημ ' ἔαρος ἐκπρεπέστατον ΟΙΝΕΥΣ περὶ παρθένων τινῶν διηγούμενος ὧν ἐθεᾶτο ἔκειτο δ |
| χοροῖσι συμπαίζει τε καὶ κλῇδας γάμου φυλάττει . Ἑρμῆν τε νόμιον ἄντομαι καὶ Πᾶνα καὶ Νύμφας φίλας ἐπιγελάσαι προθύμως ταῖς | ||
| τοῦτον δὲ διὰ τὸ κτηνοτροφίαν καὶ κυνηγεσίαν εὑρηκέναι ἀγρέα καὶ νόμιον ὠνόμαζον . φαίνεται δὲ ὅτι καὶ τὴν ἐλαιουργίαν καὶ |
| τάχα ἂν ἐπέτυχεν ἀναιρεθείς , εἰ μὴ τῶν ὁμοδούλων τις ἐνέφηνε τὴν ἐνέδραν . ἀναιρεθέντος δὲ ὧδε τοῦ δεσπότου , | ||
| φαίνονται δὲ οἱ Βυζάντιοι λεπτῷ κεχρῆσθαι νομίσματι : τοῦτο γὰρ ἐνέφηνε διὰ τοῦ σιδηροῦν τοῦτο εἰπεῖν , ἢ ὅτι καὶ |
| : οἷον φωνῆς λόγον σημαινούσης τὰ μὲν καὶ τοῦ λόγου μετέσχε μετὰ τῆς κατὰ φωνὴν ἠχῆς , τὰ δὲ τῆς | ||
| οὐκ ἂν εἴη παρὰ ταύτας ἑτέρα : οὐ γὰρ ἂν μετέσχε τῆς κρείττονος ζωῆς τῆς λογικῆς ὑπερβὰς τὴν χείρονα αἴσθησιν |
| μυγαλὴ ἀπὸ τοῦ ἁλίσκειν τοὺς μύας . λέγεται ἀσκαλαβώτης καὶ γαλεώτης ἢ μῦς ἢ ἡ κοινῶς λεγομένη νυμφίτζα , ἀπὸ | ||
| τοῦ κωμικοῦ ἀστεῖον : ἐν γὰρ τῷ εἰπεῖν “ νύκτωρ γαλεώτης κατέχεσεν ” ἐπέφερε “ δεῖπνον ἡμῖν οὐκ ἦν ἑσπέρας |
| ἀχνύμενοι : μετὰ δέ σφι πατὴρ κίε δάκρυα λείβων , ποινὴ δ ' οὔ τις παιδὸς ἐγίγνετο τεθνηῶτος . Τοῦ | ||
| ἀχνύμενοι . μετὰ δέ σφι πατὴρ κίε δάκρυα λείβων . ποινὴ δ ' οὔ τις παιδὸς ἐγίγνετο τεθνηῶτος . ἀθετοῦνται |
| Ποιμὴν καθέστηκ ' αἰπόλος καὶ βουκόλος . Χαῖρε χρυσόκερω βαβάκτα κήλων , Πάν , Πελασγικὸν Ἄργος ἐμβατεύων . Ὡς δὲ | ||
| . . . . , . . . . : κήλων : παρὰ τὸν κήσω μέλλοντα δηλοῦντα τὸ καύσω . |
| ἐπὶ ἀμβροσίας ἔταξεν . ΓΘ ἀρυβάλλῳ ] ἀγγείῳ . Γ κατασπένδειν ] καταχέειν : καὶ τοῦτο οὐ μόνον ἐπὶ ὑγροῦ | ||
| ' ἔχειν ἐν ἑτοίμῳ πρὸς τὰ ἀβούλητα , καὶ τὸ κατασπένδειν αὑτοὺς οἷς ἂν προσθῶνται , ὥστε ἀποθνήσκειν αὐτοὺς ὑπὲρ |
| Ἀχιλλεὺς τῆς λύρας : καὶ τὰ μὲν πεδία τοῖς ὅπλοις ἤστραπτεν , ὁ δὲ κατὰ τὴν σκηνὴν τὴν ἑαυτοῦ κιθάραν | ||
| δένδρον ἦν αὐτῷ χρυσοῦν ἡ σκιά . ὥστε νύκτωρ μὲν ἤστραπτεν ἀργύρῳ καὶ χρυσῷ , μεθ ' ἡμέραν δὲ νύκτα |
| , μέχρις οὗ ἀπίκοιτο ἐς Ναύκρατιν . Οὕτω μὲν δὴ Ναύκρατις ἐτετίμητο . Ἀμφικτυόνων δὲ μισθωσάντων τὸν ἐν Δελφοῖσι νῦν | ||
| Ναυκράτεως καὶ αὐτὴ ἑταίρα καλή . φιλεῖ γάρ πως ἡ Ναύκρατις , ὡς ὁ Ἡρόδοτός φησιν , ἐπαφροδίτους ἔχειν τὰς |
| Ἐπιδαύρῳ . ἔστι δὲ καὶ ὄρος ὑπερκείμενον τῆς πόλεως τὸ Δίνδυμον , ἀφ ' οὗ ἡ Δινδυμηνή , καθάπερ ἀπὸ | ||
| , τιμῶντας ὡς ἥρωα . . . . , : Δίνδυμον δὲ , ὄρος Κυζίκου , ἱερὸν τῆς Ῥέας : |
| γενεᾶς ἰσόθεος φώς . κυάνεον δ ' ὄμμασι λεύσσων φονίου δέργμα δράκοντος , πολύχειρ καὶ πολυναύτης , Σύριόν θ ' | ||
| . . . κυάνεον ] σκοτεινὸν , φοβερόν . . δέργμα ] βλέμμα . . Σύριον ] Περσικόν . διώκων |
| τὰς ἐν ποσὶ στάσεις καὶ αὐξανόμενοι ἐπιτείνουσι . παιδίον δὲ παῖζον ἰδεῖν κύβοις ἢ ἀστραγάλοις ἢ ψήφοις οὐ πονηρόν : | ||
| καὶ κοττύφου . εὑρεθῆναί τε τὸ παιδίον μετὰ περιστερῶν ἐννέα παῖζον ἐπὶ τῆς κλίνης , εὐωχουμένην δὲ παρὰ τοῖς τοῦ |
| οὐδὲ τοῖσιν εὐόργοις ἔπος . εὕδοντι δ ' αἱρεῖ κύρτος πύγαργος Δήμητρος ἁγνῆς καὶ Κόρης τὴν πανήγυριν σέβων . χρυσοέθειρ | ||
| ἐξόπιν ] ὁ ἐκ τοῦ ὄπισθεν λευκός , ἤτοι ὁ πύγαργος . ἴκταρ ] ἐγγύς . μελάθρων ] τῶν οἴκων |
| πλεῖστα ἔπαθε καὶ ὑπέστη παρὰ τοῖς κρουνοῖς καὶ ῥεύμασι τῆς Πειρήνης πρὸ τοῦ κομίσαι αὐτῷ τὴν Ἀθηνᾶν χρυσόδετον χαλινὸν παραστᾶσαν | ||
| χαλινῶσαι καὶ ζεῦξαι τὸν Πήγασον βουλόμενος παρὰ τοῖς κρουνοῖς τῆς Πειρήνης [ ὅ ἐστι τῇ Πειρήνῃ ] . υἱὸς δὲ |
| Θεμιστοῦς γενέσθαι παῖδας , Σχοινέα , Ἐρύθριον , Λεύκωνα , Πτῷον : νεωτάτους δὲ Φρίξον καὶ Ἕλλην : οὓς διὰ | ||
| ἀνώροφον στέγην εἱρκτῆς ἁλιβδύσασα λυγαίας δέμας , ἡ τὸν Θοραῖον Πτῷον Ὡρίτην θεὸν λίπτοντ ' ἀλέκτρων ἐκβαλοῦσα δεμνίων , ὡς |
| οἰνοχόας ⌈ εἴρηκεν Γ [ φασίν ] , ἀπὸ τοῦ ἀρύειν : ⌈ ἔνθεν Γ [ ὅθεν ] καὶ ἀρύταινα | ||
| τὸ νεωστὶ ὕδωρ κομισθέν : ἔγκειται γὰρ τῇ λέξει τὸ ἀρύειν . πρόσφατον δὲ τὸ κρέας : πεποίηται γὰρ ἀπὸ |
| ἡ Κύμη περὶ τὴν Μιτυλήνην ἐστίν : καλεῖται δὲ νῦν Φρικωνίς . Ἡ δὲ ἑτέρα Κύμη , ὅθεν ἦν Αἰόλος | ||
| , ὡς Ἑλλάνικος ἐν ἱερειῶν Ἥρας βʹ . καλεῖται καὶ Φρικωνίς ἡ Λάρισα καὶ Φρικωνῖτις . ἔδει οὖν Φρικιεύς καὶ |
| ἐξ ὑποστάσιος διασπώμενον , καὶ τὸ ἐκ τροφιώδεος ὑπόστασιν ἴσχον ὑποπέλιον ἰλυώδεα : ἆρα ἐκ τοιούτων ὑποχόνδριον ὀδυνῶνται , δοκέω | ||
| μέσην τὴν ἀπὸ τοῦ βουβῶνος , ὡς πυρὸς ἀγρίου σύστρεμμα ὑποπέλιον ἔχον ἔρευθος : ἐς νύκτα , καρδίης ἄλγος , |
| καρπογονίαν ἐπέδωκε , καὶ εἰσέτι σταχυοφορεῖ καὶ τοῖς ἑαυτοῦ βρίθει βλαστήμασιν , Ἡρακλέος αὐτὴν οὕτω φιλεργήσαντος . Ἐκεῖ καὶ Μέμνονος | ||
| ὕβρει χρώμενος πλείονι τῆς ἀμπέλου παρέτρωγε καὶ διελυμαίνετο προσιὼν τοῖς βλαστήμασιν . ἡ δὲ πρὸς αὐτὸν εἶπεν : „ μένει |
| τὸ τῶν Κόλχων ἔθνος . ὅτι δὲ τοῦτο τὸ γένος Αἰγυπτιακόν ἐστι σημεῖον εἶναι τὸ περιτέμνεσθαι τοὺς ἀνθρώπους παραπλησίως τοῖς | ||
| τὸ τῶν Κόλχων ἔθνος . ὅτι δὲ τοῦτο τὸ γένος Αἰγυπτιακόν ἐστι σημεῖον εἶναι τὸ περιτέμνεσθαι τοὺς ἀνθρώπους παραπλησίως τοῖς |
| νυκτὶ νεώτερον Ἰφικλῆα . κροκωτόν : ἤτοι ἀπὸ τῆς χρόας κροκοειδὲς , ἢ ἀπὸ τῆς κρόκης ὑφαντόν . διηγήσομαι οὖν | ||
| , αἱ δὲ μικραὶ λαγωούς : καὶ αἱ μὲν μεγάλαι κροκοειδὲς ἔχουσι τὸ δέρμα , αἱ δὲ μικραὶ πυρρόν . |
| τοῦ κάθημαι . κλέμμα μὲν Φιλίππου ] παραμυθεῖται τὰς συμφορὰς κλέμμα λέγων , ἀλλ ' οὐ κατόρθωμα . δωροδόκημα ] | ||
| κλέμμα . Ἥλιος καὶ Σελήνη ἅμα ὡροσκοποῦντες οὐ μόνον τὸ κλέμμα μηνύουσιν ἀλλὰ καὶ τὸν κλέπτην . Ἥλιος καὶ Σελήνη |
| τετληόσιν , οἳ δ ' ἐνὶ σηκῷ ἀμφί σε λεπταλέοι γοερὸν περιμηκήσωνται ; τῶν μὲν ἀκηχεμένας ἐπιτέλλεο μητέρας αἶψα λούειν | ||
| καὶ τὴν Ἠχὼ λόγος ἀντηχεῖν , ὁπότε φθέγγοιτο , καὶ γοερὸν μὲν στενάζοντι γοερὸν ἀντιπέμπειν μέλος , εὐπαθοῦντι δὲ ἀνταποδιδόναι |
| ἀποκυηθείς : τῷ γὰρ | εὐχαρίστῳ μισθὸς αὐτὸ τὸ εὐχαριστεῖν αὐταρκέστατος . οἱ μὲν οὖν τῶν δένδρων καρποὶ γεννήματα λέγονται | ||
| οὕτως αὐτοῦ τελευτήσαντος . , , : Καὶ δὴ καὶ αὐταρκέστατος ἦν . Ἀλεξάνδρου γοῦν ποτὲ συχνὸν ἀργύριον ἀποστείλαντος αὐτῷ |
| ἢν τρωθῇ ἡ ἀρτηρίη , βὴξ ἔχει , καὶ αἷμα βήσσεται , καὶ λανθάνει ἡ φάρυγξ πιμπλαμένη τοῦ αἵματος , | ||
| ὅταν πλευμᾷ , τὸ σίαλον παχὺ , ὑπόχλωρον , γλυκὺ βήσσεται , καὶ βρυγμὸς , καὶ ὀδύνη ἐς τὸ στέρνον |
| τῆς μάχης οἱ μὲν ἄνδρες διέστησαν , τὰ δὲ θηρία ἐξεφαίνετο : καὶ οἱ Κελτίβηρες αὐτοί τε καὶ οἱ ἵπποι | ||
| οὔτε θηρὸς οὔτε του κυνῶν ἐλθόντος , οὐ σπάσαντος , ἐξεφαίνετο . Λόγοι δ ' ἐν ἀλλήλοισιν ἐρρόθουν κακοί , |
| μὲν ἔπαινος ἢ κρότος πολὺς οὐκ ἂν ἀπαντήσειεν αὐτῷ , μειδίαμα δὲ παρὰ τῶν ἀκουόντων καὶ τὸ ἐπισεῖσαι τὴν χεῖρα | ||
| Σωσάνδρα δὲ καὶ Κάλαμις αἰδοῖ κοσμήσουσιν αὐτήν , καὶ τὸ μειδίαμα σεμνὸν καὶ λεληθὸς ὥσπερ τὸ ἐκείνης ἔσται : καὶ |
| , κοντοί , καὶ τοῦ δόρατος τὸ ἱστάμενον σαυρωτήρ στύραξ στυράκιον , καὶ τὸ προῦχον σιδήριον λόγχη αἰχμή ἐπιδορατίς , | ||
| ʃ στυράκιόν ἐστιν ὁ καλούμενος σαυρωτὴρ τῶν δοράτων ʃ τὸ στυράκιον λαβών τις , φησί , τῶν Πλαταιέων ἐν τῷ |
| Παυσανίας δόξας τε κατ ' ἐπιβουλήν τινα εἰσεληλυθέναι ἐπαράμενος τὸ ξιφίδιον ἐπερόνησε τὴν κόρην καὶ ἀπέκτεινε . καὶ διὰ τοῦτο | ||
| , τὸν δὲ ταχέως ἀναστάντα ἐπικλεῖσαί τε τὴν θύραν καὶ ξιφίδιον σπασάμενον ἀναδόντα αὐτῷ τοὺς αὐλοὺς κελεύειν αὐλεῖν : εἶτα |
| , προπαροξύνεται : Λάτυμνος Λύκαμνος Ἐπίδαμνος Αἴσυμνος . τὸ μέντοι ἐρεμνός ἔχει θηλυκὸν τὸ ἐρεμνή , ὥσπερ καὶ τὸ ἐρυμνός | ||
| οὖν † ὁ ἀποπνέων τὸ πῦρ † , ὡς ἐρέφω ἐρεμνός , στίλβω στιλπνός : ἔνθεν πολλάκις φησὶ ” πυρὸς |
| , πλησιάζει δὲ μᾶλλον τοῖς χείροσιν αὐτῶν καὶ τοῖς μήπω διηρθρωμένον ἔχουσι τὸ εἶδος ἅτε ἀμυδροτέραν ἔχουσι δύναμιν καὶ οὐ | ||
| τε ὑπάρχον καὶ τοῖς μεγέθεσι τοῖς καθ ' ἕκαστον φθόγγον διηρθρωμένον καὶ διεστὼς , ὥσπερ κατὰ σωρείαν καὶ οὐ κατ |
| , καὶ τὰ ἐμβαλλόμενα πρὸς τὸ ἀλεσθῆναι τὰ σπέρματα . Μύξα . παρὰ τὸ ἐκ μυκτῆρος ἐκκρίνεσθαι . Μάγειρος . | ||
| αὐξάνεται . γλαγόεσσα : γαλακτώδης , ἀφρώδης , λευκή . Μύξα : ἀφρὸς , λίπος , ἀφρώδης . ἵμερος : |
| . παρὰ τὸ σκλῶ μονοσύλλαβον , ὅ ἐστι ἀπὸ τοῦ σκέλλω . Στεῖρα . παρὰ τὸ στῶ , οὗ παράγωγον | ||
| . . . ἀσκελές : τὸ σκληρόν : παρὰ τὸ σκέλλω ξηραίνεσθαι . . . . ἀσκωλιάζειν : ἐφ ' |
| Λυγιζόμενος , στρεφόμενος , καμπτόμενος , ἀπὸ τῶν λύγων : λύγος δὲ φυτὸν ἱμαντῶδες : δίδη μόσχοισι λύγοισιν : ἐν | ||
| πλευροῖσι χαμευνάς , ἐγγύθι πὰρ προμάλου δέμνιον ἐνδαπίης , καὶ λύγος , ἀρχαῖον Καρῶν στέφος . ἀλλὰ φερέσθω οἶνος καὶ |
| τοῦτό γέ ἐστι παρὰ τοῖς Ἕλλησιν , ἀλλὰ νεωστὶ εὑρέθη πεμφθὲν ἐκ τῶν βαρβάρων . ἐκεῖνοι γὰρ ἀπεστερημένοι τῆς παιδείας | ||
| . Ἀπέστω δὲ καὶ τῶν λαμβανόντων μεμψιμοιρία , καὶ τὸ πεμφθὲν ὁποῖον ἂν ᾖ , μέγα δοκείτω . οἴνου ἀμφορεὺς |
| ἁλύσεσι καὶ ἀκροφύσιον ἀπὸ τῆς κεραίας σιδηροῦν ἐς αὐτὸν νεῦον καθεῖτο , καὶ ἐσεσιδήρωτο ἐπὶ μέγα καὶ τοῦ ἄλλου ξύλου | ||
| τῆς προσόψεως , καὶ ἀντὶ τῆς κόμης τοὺς δράκοντας βοστρυχηδὸν καθεῖτο εἰλουμένους περὶ τὸν αὐχένα καὶ ἐπὶ τῶν ὤμων ἐνίους |
| τὴν ἀξίωσιν , καὶ ἐνδυόμενον αὐτὸν κροκωτὸν , καὶ ὑποδούμενον Σικυώνια , διατελεῖν ὀρχούμενον . : Ὁ μὲν οὖν Δημοχάρης | ||
| οὔτε κατὰ τὴν ἀξίωσιν , καὶ ἐνδυόμενον κροκωτὸν καὶ ὑποδούμενον Σικυώνια διατελεῖν ὀρχούμενον . Ἀγαθαρχίδης δέ φησιν ὅτι οἱ ἑστιῶντες |
| , καθὰ ὁ οἶνος πλεῖστος μεταλαμβανόμενος σκοτοῖ τὸν λογισμόν . Μῶμός ἐστι κυρίως ᾠδὴ λεγομένη παρά τινος κατὰ νύκτα ἀπερχομένου | ||
| , καθὰ ὁ οἶνος πλεῖστος μεταλαμβανόμενος σκοτοῖ τὸν λογισμόν . Μῶμός ἐστι κυρίως ᾠδὴ λεγομένη παρά τινος κατὰ νύκτα ἀπερχομένου |
| ὅ γε πρὶν θανέειν ἀναδύεται , ἀλλ ' ἐπὶ παισὶν ἡμιθανὴς προβέβηκε , μέλει δέ οἱ οὔτι μόροιο τόσσον , | ||
| : χάριν παίδων . παίδων : παισίν . Ἡμιδαμής : ἡμιθανὴς , ἡμίκοπος . ἡμιδαής : ἡμίτμητος , ἡμιμέριστος , |
| καὶ φοβερός , ἀντίον πᾶσι βλέπων . ἆρ ' οὖν ἀρρενωπόν τι καὶ σεμνὸν εἶδος τῷ τοιούτῳ δαίμονι πρέπει ἢ | ||
| σῶφρον , ὑγιαῖνον , σεμνόν , ἀνδρῶδες , ἀνδρεῖον , ἀρρενωπόν , ἀπειλητικόν : καὶ τἀναντία βλέμμα ὑγρόν , ἄνανδρον |
| λύεις : παροιμία ἐπὶ τῶν δύσλυτόν τι λύειν ἐπιχειρούντων . Λόγιον γὰρ τοῖς Φρυξὶν ἐκπεπτώκει περὶ τῆς κομισάσης τὸν Μίδαν | ||
| τὸν τελευταῖον Ἱπποκλείδην ἐβασίλευσεν ἀντ ' αὐτοῦ τρόπῳ τοιῷδε . Λόγιον ἦν τοῖς Βακχιάδαις ὑπὸ τοῦ Κυψέλου τοῦ Ἀετίωνος καταλυθεῖσιν |
| Παρὰ τὸ ἀλλ ' ἴομεν πλυνέουσαι . : Λέρνης ] Πηγὴ τοῦ Ἄργους , ἔνθα ἦν Ἴναχος . : Λειμὼν | ||
| ἂν εἰργάζετο , αἰσθητὸν δὲ ἐν ἰδέαις οὐδέν . „ Πηγὴ δὲ ἀνέβαινεν ἐκ τῆς γῆς καὶ ἐπότιζε πᾶν τὸ |
| τι τοῦθ ' ἡγούμενον . ξεναγὸς οὗτος , ὅστις ἂν θώρακ ' ἔχῃ φολιδωτὸν ἢ δράκοντα σεσιδηρωμένον , ἐφάνη Βριάρεως | ||
| πάντα τοῦθ ' ἡγούμενον . ξεναγὸς οὗτος , ὅστις ἂν θώρακ ' ἔχῃ φολιδωτὸν ἢ δράκοντα σεσιδηρωμένον , ἐφάνη Βριάρεως |
| Σατυρίωντοῦτο γὰρ ὁ γελωτοποιὸς ἐκαλεῖτοσυστὰς ἐπαγκρατίαζε . καὶ τὸ πρᾶγμα ὑπερήδιστον ἦν , φιλόσοφος ἀνὴρ γελωτοποιῷ ἀνταιρόμενος καὶ παίων καὶ | ||
| τοῦ ἐπαίνου καὶ τοῦτο γένοιτο ἄν . Καὶ τὸ πρᾶγμα ὑπερήδιστον , οἶμαι , οἴκων ὁ κάλλιστος ἐς ὑποδοχὴν λόγων |
| βρέτας καὶ ἄγαλμα διαφέρει . ξόανον μὲν γάρ ἐστι τὸ ἐξεσμένον λίθινον ἢ ἐλεφάντινον , βρέτας δὲ τὸ βροτοῖς ὅμοιον | ||
| δρύπτω , τὸ ξαίνω , * * * τὸ ἀμφοτέρωθεν ἐξεσμένον , . , . * . . Ἀμφιδέδηε : |
| τραυλίσαντι ] ⌈ παρακεκομμένα [ παρακεκομμένως / ] εἰπόντι . τραυλός ἐστιν ὁ τὸ ῥῶ αὔων καὶ λέγων λῶ : | ||
| βαρύνεται , οἷον : φαῦλος δοῦλος οὖλος . τὸ δὲ τραυλός ὀξύνεται καὶ τὸ δειλός . Τὰ εἰς δύο ΛΛ |
| ἔτυχεν ἀξιωμάτων οὐ τῶν τυχόντων . καὶ εἰς κλέος ὁ Γέσιος μέγα ἀνέβη , οὐ μόνον ἰατρικῆς εἵνεκα παρασκευῆς , | ||
| ἀπαίρει ἔτι διακρατούμενον ἐν τῷ σώματι . , . . Γέσιος ὁ δὲ ἀποσταλεὶς βασιλικὸς Ἀγάπιον καὶ τοὺς ἄλλους φιλοσόφους |
| ? [ ! ] [ ! ] ? [ [ καλύμμασιν ] ? [ [ ] ενοις ? υ ? | ||
| πλατὺ στέγαστρον ἁγνῆς παρθένου Δηοῦς κόρης , λεπτοσυνθέτοις τρυφῶντα μυρίοις καλύμμασιν , ἢ σαφῶς πλακοῦντα φράζω σοι ; πλακοῦντα βούλομαι |
| εἰς ΝΗ δισύλλαβα τῷ Υ μακρῷ παραληγόμενα βαρύνεται : μύνη Βύνη Φρύνη . τὸ δὲ γυνή ὀξύνεται τὸ Υ βραχὺ | ||
| δύω Δύνη , ἡ καταδύσασα εἰς θάλασσαν , καὶ τροπῇ Βύνη . . . . βυρσοδέψης : ὁ αὐτὸς † |
| ὑψιπόρων πτερύγων ἀνεκούφισε ταρσὰ συνάπτων , καὶ νοερὰς κροτάφων πυρόεις ἔστεψεν ἐθείρας : ἄλλο δὲ χερσὶν ἄειρε πάλιν στέφος ὑψόθι | ||
| νοῦς : καὶ ἡ Νεμέα δέ ποτε νικήσαντα τὸν Καλλίαν ἔστεψεν , ἥτις Νεμέα ἐστὶν ὑπὸ τοῖς συμφύτοις καὶ ἀρχαίοις |
| καταλείποντες ἐπιτηδεύματα καὶ τοῖς μηδὲν προσήκουσιν ἐπιχειροῦντες εἰκότως δυστυχοῦσιν . κάμηλος θεασαμένη ταῦρον ἐπὶ τοῖς κέρασιν ἀγαλλόμενον φθονήσασα αὐτῷ ἠβουλήθη | ||
| τὸν Κιθαιρῶνα . οὐκ ἂν γοῦν ποτε τῇ τεκούσῃ ὁμιλήσειε κάμηλος . ὁ δέ τοι νομεὺς τῆς ἀγέλης κατακαλύψας τὸν |
| βολῆς τρωθῆναι : βεβολῆσθαι δὲ τὸ τὴν βουλὴν πεπηρῶσθαι : οὐτᾶσθαι δὲ τὸ ἐκ χειρὸς τρωθῆναι . βιοῦν καὶ ζῆν | ||
| ὠτειλὴ μὲν γάρ ἐστι τὸ πρόσφατον τραῦμα , παρὰ τὸ οὐτᾶσθαι : οὐλὴ δὲ ἡ ὑγιασμένη σὰρξ ἐκ τραύματος παλαιοῦ |
| , ἔτι δὲ δηκτικός , οἷόν ἐστιν ὁ ἐκ Φιλαδελφίας κομιζόμενος τῆς ἐν Λυδίᾳ : ὁ δ ' Αἰγύπτιος ἐν | ||
| μνησικακοῦσα θεραπεύσειν οὐκ ἔφη . Ἀλέξανδρος μὲν οὖν εἰς Τροίαν κομιζόμενος ἐτελεύτα , Οἰνώνη δὲ μετανοήσασα τὰ πρὸς θεραπείαν φάρμακα |
| : οὗτος δὲ “ τοὺς λόφους ” εἴρηκεν . ἆρα κομπολακύθου ; : ματαιοκόμπου καὶ κομπώδους ἐν τῷ καυχᾶσθαι . | ||
| ' ἐξήγειρεν ἐκ τῆς ἀσπίδος : πτίλον δὲ τὸ μέγα κομπολακύθου κλάσας πρὸς ταῖς πέτραισι δεινὸν ἐξηύδα μέλος : Ὦ |
| ἔφην : “ ὅταν μὲν οὖν τὰς αἶγας ἐκ τοῦ φελλέως , ὥσπερ ὁ πατήρ σου , διφθέραν ἐνημμένος ” | ||
| εὑρόνθ ' ὡρικὴν ὑληφόρον , τὴν Στρυμοδώρου Θρᾷτταν ἐκ τοῦ φελλέως , μέσην λαβόντ ' , ἄραντα , καταβαλόντα καταγιγαρτίσαι |
| ἐνέδρᾳ , περιῆν τοῦ Ἀννίβου καὶ τὸν στρατὸν περιέσωζεν αἰεὶ πεφρικότα τὰς Ἀννίβου μηχανάς : ὁ δ ' Ἀννίβας , | ||
| δὲ κόκκυγα ἰδόντα καταπετασθῆναι καὶ καθεσθῆναι ἐπὶ τὰ γόνατα αὐτῆς πεφρικότα καὶ ῥιγῶντα ὑπὸ τοῦ χειμῶνος . τὴν δὲ Ἥραν |
| δέ φησι τὸ ποτήριον κεκομίσθαι . γράφεται δὲ Αἰτωλικόν . αἰπολικόν : διὰ τῶν αἰπόλων δηλοῖ καὶ τοὺς ποιμένας καὶ | ||
| καταφερῆ καὶ συνουσιαστικόν , ὅθεν παρὰ Καλλιμάχῳ τὸ πᾶν τρύπανον αἰπολικόν . . . . , : κωμικὴ λέξις ὁ |
| οἱονεὶ βέλη ἐκπέμπει , καὶ στοχῶς βάλλει πολλάκις τὰ νῶτα φρίξασα : καὶ ἐκεῖναί γε πηδῶσιν , ὥσπερ ἔκ τινος | ||
| βέλη ἐκπέμπει , καὶ εὐστόχως βάλλει πολλάκις , τὰ νῶτα φρίξασα : καὶ ἐκεῖναί γε πηδῶσιν , ὥσπερ οὖν ἔκ |
| . . ἐκ δὲ τῶν σκευῶν . . . καὶ κρεάγρα . . . καὶ ἐξαυστήρ . . . . | ||
| , ἀνιμῶσα τὰ ζεστὰ διὰ τὸ τὰς χεῖρας καίεσθαι . κρεάγρα δὲ εἴρηται ἀπὸ τοῦ τὰ κρέα τὰ ἐπὶ τοῖς |
| ' ὅσον πρόεισιν , ἐπὶ μήκιστον ἡβᾷ καὶ ἐπακμάζει τὸ ἀειθαλὲς εἶδος φαιδρυνομένη καὶ ταῖς συνεχέσιν ἐπιμελείαις καινουμένη . κἀν | ||
| διὰ ταὐτό . Δάφνη δὲ γυναῖκα σημαίνει εὔπορον διὰ τὸ ἀειθαλὲς καὶ εὔμορφον διὰ τὸ χάριεν καὶ ἀποδημίαν καὶ φυγὴν |
| γὰρ ὑγρῶς κάμπτων τὰ γόνατα ἀκοπώτερον καὶ ἀπταιστότερον βαδίζει . ἐπαινέσαις δ ' ἂν βλέμμα ἵππου γοργόν , ἰταμόν , | ||
| σοι διὰ τῶν ἀθλητῶν τιμᾶν , εἰ τοὺς μὲν σπεύδοντας ἐπαινέσαις , τοῖς δὲ ῥᾳθυμοῦσιν ἐπιτιμήσαις , πᾶσι δὲ ποιήσαις |
| πυκναὶ ὑγιαίνουσιν , οὗτοι ἐξ αἵματος ῥύσιος ἐμπυΐσκονται . Τὸ φρικῶδες καὶ τὸ δύσπνοον ἐν τοῖσι πόνοισι , σημεῖα φθινώδεα | ||
| : οὗτινος ταύρου βοῶντος πᾶσα ἡ γῆ φωνῆς ἐπληρώθη : φρικῶδες : ἰσχυρόν : κρεῖσσον θέαμα : οἷον : ὑπὲρ |
| ἤθεσι τῶν Ἰώνων . διόπερ ὑπολαμβάνω οὐχ ἁρμονίαν εἶναι τὴν Ἰαστί , τρόπον δέ τινα θαυμαστὸν σχήματος ἁρμονίας . καταφρονητέον | ||
| θρηνῳδίας . ὅθεν καὶ τὸ περιφερόμενον αὐλεῖ Μαριανδυνοῖς καλάμοις κρούων Ἰαστί . . . ἥσω καὶ πέμψω θρῆνον καὶ λίαν |
| τε χιτῶνά τε ἕννυτ ' Ὀδυσσεύς , αὐτὴ δ ' ἀργύφεον φᾶρος μέγα ἕννυτο νύμφη , λεπτὸν καὶ χαρίεν , | ||
| αἳ κατὰ βένθος ἁλὸς Νηρηΐδες ἦσαν . τῶν δὲ καὶ ἀργύφεον πλῆτο σπέος : αἳ δ ' ἅμα πᾶσαι στήθεα |
| ἄνθρωποι . ἐπιβρίσαντες : δεσμήσαντες . Οὐρήων : ἡμιόνων . ταλαεργόν : ἐργοπόνον , ἀχθοφόρον : γράφεται τίνων ταλαεργῶν . | ||
| ἄνθρωποι . ἐπιβρίσαντες : δεσμήσαντες . Οὐρήων : ἡμιόνων . ταλαεργόν : ἐργοπόνον , ἀχθοφόρον : γράφεται τίνων ταλαεργῶν . |
| ὡς ἀγοραῖον Ἀριστοφάνης ἔφη . Βαβυλωνίων δ ' ἐστὶν ὁ καυνάκης . ἡ δὲ μανδύη ὅμοιόν τι τῷ καλουμένῳ φαινόλῃ | ||
| , ὕφασμα μαλλοὺς ἔχον ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους . “ καυνάκης ἐστὶ περσικὸν ἱμάτιον ἔχον ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους μαλλούς |
| προβασκάνιον μετὰ τῆς προ : ἀδόκιμον γάρ . Νοίδιον καὶ βοίδιον ἀρχαῖα καὶ δόκιμα , οὐχὶ νούδιον καὶ βούδιον . | ||
| διδοὺς , παρ ' ἑαυτῷ πάλιν εὕρισκε . Τὸ βασιλικὸν βοίδιον : ἐπὶ Πτολεμαίου τοῦ νέου βοῦς ἔτεκεν ἓξ βοίδια |
| τὸν σπόρον εὔσταχυν ἐνεγκόντων καὶ ἀναθρεψαμένων | εὐκρασίαις πνευμάτων , ἀπαίρει πᾶσαν τὴν οἰκίαν ἐπαγόμενος . ἦν δ ' αὐτῷ | ||
| οὗ ἦν ἐρῶν Ἀλέξανδρος αὐτὸς καὶ Δηίφοβος , καὶ φοβηθεὶς ἀπαίρει μετὰ τοῦ Μενελάου εἰς τὴν Σπάρτην καὶ συμφαγὼν αὐτῷ |
| ἄντροις ἄλυχνος , ὥστε θήρ , μόνος . στλεγγιδοποιός , στλεγγίς , ἀποστλεγγίσασθαι , ἀπεστλεγγισμένος . ἔστι δὲ καὶ ἕτερόν | ||
| ἑστιῶνται . στίγων : ὁ στιγματίας . Ἀριστοφάνης Βαβυλωνίοις . στλεγγίς : ἡ ξύστρα , καὶ στλεγγιζόμενος : ἀποξυόμενος . |
| τῶν οὖν ἀναξίως τι βασταζόντων λαμβάνεται . Ὁμοία , Γαλῇ κροκωτόν : καὶ , Πίθηκος ἐν πορφύρᾳ . Ὄνου πόκοι | ||
| : ὁμοία ἡ παροιμία αὕτη τῇ : Οὐ πρέπει γαλῇ κροκωτόν . Ἐπειδὴ γαλῆ κατὰ πρόνοιαν Ἀφροδίτης γυνὴ γενομένη ἐν |
| κρύπτῃ . ἐπὶ τῶν μὴ δυναμένων λαθεῖν . Εἴληφεν ἡ παγὶς τὸν μῦν : ἐπὶ τῶν ἀξίως ἁλισκομένων . Ἕλκων | ||
| , οὐ μνησικακήσεις . Οὐκ ἔσῃ διγνώμων οὐδὲ δίγλωσσος : παγὶς γὰρ θανάτου ἡ διγλωσσία . Οὐκ ἔσται ὁ λόγος |
| Αἰσχίνα . ὥστ ' εἴ τοι κατὰ δεξιὸν ὦμον ἀρέσκει λῶπος ἄκρον περονᾶσθαι , ἐπ ' ἀμφοτέροις δὲ βεβακώς τολμασεῖς | ||
| ] ! ! ! ! ! ! ! ] ο λῶπος [ ! ! ! ] κον [ πεποιῆσθαι ] |
| ὅτι πολὺ διαφέρουσι . , : Ἠλιθιώτερος Πραξίλλης Ἀδώνιδος . Πράξιλλα Σικυωνία μελοποιὸς ἐγένετο , ὥς φησι Πολέμων . Αὕτη | ||
| γὰρ ἐμὲ ὁ Ἀπόλλων φιλεῖ . τὰ δὲ Κάρνεα : Πράξιλλα μὲν ἀπὸ Κάρνου φησὶν ὠνομάσθαι τοῦ Διὸς καὶ Εὐρώπης |
| , οὐ μὴν ἐγχρίπτεσθαι . οὐκοῦν ἐπεὶ τῆς ἐπιβουλῆς τοῦ Σκύθου σοφώτερα ἦν τὰ ζῷα , ἐπηλύγασεν ἱματίοις τὸν καὶ | ||
| | . . . . . . ] εἰς τοῦ Σκύθου τὴν γνώμην ἀνήγετο τέως ἐρῶντα αὐτὸν καὶ ἐκάλει | |
| Ἶρον ἐνίκησας τὸν ἀλίτην . ” ἀλύσκανε ἐξέκλινε : “ Τερπιάδης δέ τ ' ἀοιδὸς ἀλύσκανε κῆρα μέλαιναν . ” | ||
| εἰς ταὐτὸν τῷ κακοκοίμητον . . . . , . Τερπιάδης δέ τ ' ἀοιδός . † ) Τέρπιος παῖς |
| , χρυσοδέτοις περόναις ἐπίσαμον : μηδὲ τὸ παρθένιον πτερόν , οὔρειον τέρας , ἐλθεῖν πένθεα γαίας Σφίγγ ' ἀπομουσοτάταισι σὺν | ||
| παρθένιον , πρὸς δὲ τὸν ἀετὸν τὸ πτερόν : γράφεται οὔρειον : οὔρειον τέρας ἐλθεῖν : ὀρεινὸν ἄγριον . ἢ |
| ὑπαγόμενος δὲ κατὰ μικρὸν αὐτοὺς προσωτέρω τῆς πόλεως ἐπὶ φυλακτήριον Ῥωμαικὸν ἄγει καὶ τοῖς ἐκδραμοῦσι παραδίδωσιν , ὑφ ' ὧν | ||
| περιλαβὼν ταῖς χερσὶν ἀμφοτέραις μέσον αἴρεταί τε καὶ πρὸς τὸ Ῥωμαικὸν ἀποφέρεται στρατόπεδον . . Τοῦτον τὸν ἄνδρα οἱ χιλίαρχοι |
| μέλεσι . Πιτυρίασις οὖν καὶ φαλάκρωσις , ὀφίασίς τε καὶ ἀλωπεκία , πάθη μὲν κεφαλῆς , διάφορα δὲ ἐκ διαφόρων | ||
| . περὶ δὲ τὸ τετριχωμένον τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ γενείου ἀλωπεκία , ὀφίασις , μαδαρότης , φαλάκρωσις . τρίχες δὲ |
| . κἀκεῖνος δὲ οὐκ ἦν ἵπποςοὐ γάρ ἐστιν ὅπου τις ἐπτερωμένον ἵππον εὑρήσειἀλλὰ πλοίῳ ἐμβὰς οὗ πτερὰ τυγχάνει τὰ λαίφη | ||
| κατ ' ὄναρ λαμπάδα τεκεῖν . τινὲς δὲ ἤκουσαν γρυνὸν ἐπτερωμένον τὴν ναῦν διὰ τὰς κώπας ἤτοι τὰ πτερά , |