τὸ μὲν πρῶτον οὐκ ᾔδειν ὅστις ἦν , ἀλλ ' εἱστήκειν ἐκπεπληγμένος καὶ δεχόμενος τὰς προσβολὰς τῶν ἀσπασμάτων , ὡς
ἄγομαί τε ἐγγὺς αὐτοῦ καὶ ἀχθεὶς ἄντικρυς τοῦ θρόνου ἀδεῶς εἱστήκειν , ὃ δ ' ἠγανάκτει καὶ παραθεασάμενος ὧδ '
6663641 Χαρικλεους
Κριτίας , ὥστε καὶ ὅτε τῶν τριάκοντα ὢν νομοθέτης μετὰ Χαρικλέους ἐγένετο , ἀπεμνημόνευσεν αὐτῷ καὶ ἐν τοῖς νόμοις ἔγραψε
πάνυ τῶν ἑαυτοῦ μεμνημένον , τὸν δὲ Κλεινίαν ὑποδακρύοντα μνήμῃ Χαρικλέους , βουλόμενος αὐτοὺς τῆς λύπης ἀπαγαγεῖν , ἐμβάλλω λόγον
6647280 ἠμην
ἡγεμόνες ἐπῄνεσαν . . . . ἦν ] ἀντὶ τοῦ ἤμην . . μήπω συνήγορον ] μέλλει γὰρ ὕστερον καὶ
, καὶ ἐπλήθυνεν αὐτὸν ἐν ἀργυρίῳ καὶ χρυσίῳ : καὶ ἤμην μετ ' αὐτοῦ μῆνας τρεῖς καὶ ἡμέρας πέντε .
6623830 ἐγενομην
γὰρ εἶς βελτίων . ταῦτά μοι , ἐν Ῥόδῳ ἐπεὶ ἐγενόμην , πρὸς Λακύδην τὸν ξένον ὡμιλήθη . Σὺ μέν
ἕνεκα χάριν ἔχειν τῆι Τύχηι : πρῶτον μὲν ὅτι ἄνθρωπος ἐγενόμην καὶ οὐ θηρίον , εἶτα ὅτι ἀνὴρ καὶ οὐ
6523737 προσερχεται
. ὁ γὰρ ἐπιστάμενος αἰδεῖσθαι πρὸς ἑκάστην τῶν εἰρημένων ὑπεροχὴν προσέρχεται [ ] οὕτω διακείμενος οὐ διὰ τὸ ἡμαρτηκέναι τι
φιλοτιμίᾳ διαλλαγεὶς Ἀγαμέμνονι . τοιγαροῦν ὅτε τῶν πολεμούντων ἡ ταραχὴ προσέρχεται ταῖς ναυσί , σφοδρότερόν πως ὑποκινεῖ τὰς χορδὰς καὶ
6469986 ἀνεχομαι
. ἀδικούμενος ἀεί τε πλεονεκτοῦντα τὸν ἀδελφόν τι μου ὁρῶν ἀνέχομαι . νοῦν ἔχεις . ἀλλ ' , ὦγαθέ ,
, οὐδὲ γεωργοῦ ἀνέχομαι ἐμπιμπράντος τὰ λήϊα , οὐδὲ κυβερνήτου ἀνέχομαι ἀποδειλιῶντος πρὸς τὴν θάλατταν : πλεῖν σε δεῖ ,
6437690 ἠσθ
; πόσα τοι ἔτε ' ἐστί , φέριστε ; πηλίκος ἦσθ ' , ὅθ ' ὁ Μῆδος ἀφίκετο ; εἷς
Ἀγαμέμνων ἄναξ ; ἦλθες εἰς Ἄργος μεθ ' ἡμῶν κἀμὸς ἦσθ ' ἀεί ποτε . ὧδ ' ἔχει : καὶ
6280013 ἠχθομην
ὅτουπερ ἐπείσθην ὡς οὐκ ἂν ἀηδῶς ἐπιστολήν μου λάβοις , ἠχθόμην μὲν ἀκούων αὐτὸν οἴκοι τε καθῆσθαι καὶ διαμέλλειν :
τὸ ταύτην ἐλθεῖν . Ὥσπερ πᾶσι πράγμασι πλὴν ἑνὸς πέρυσιν ἠχθόμην σὺ δὲ οἶσθα τοῦτο τὸ ἕν , ὁπότε γὰρ
6268250 ἐχαρη
, οὕτω καὶ καθά . ἀλλὰ μὴν καὶ ὥστε λέων ἐχάρη φαμέν : τῇδε ἔχει καὶ τὸ ἅτε παρθένος .
ὑπερηνορεόντων . ” ὣς ἔφαθ ' , ἡ δ ' ἐχάρη καὶ ἀπὸ λέκτροιο θοροῦσα γρηῒ περιπλέχθη , βλεφάρων δ
6199459 κραζων
' ἴσως , ἄναξ , τὴν τοῦ προφήτου : Κύριε κράζων μέγα , ὁ κύριός μου , μὴ σιωπήσῃς ὅλως
τῆς σῆς φιλανθρωπίας . Ταῦτα λέγων ἔσει κάτω νεύων καὶ κράζων : Ἅγιε , Ἅγιε , Ἅγιε , κύριος ὁ
6174953 προσηλθεν
δέ , ἐπειδὴ μὴ παρηνώχλει τὰ δασέα , τὸ θ προσῆλθεν ἐν τῷ τέλει . τυπήτω . Δυϊκά . Τύπητον
ἐπεὶ δὲ χειμὼν ἦν καὶ οὐκ ἦσαν λείρια ἄνθη , προσῆλθεν ὁ τέττιξ τῷ μύρμηκι ζητῶν , ᾧ τραφήσεται .
6174640 εἰσερχομαι
δρόμημα τῆς Σελήνης ἐστὶ μοιρῶν ιβʹ ∠ ʹ ιεʹ . εἰσέρχομαι εἰς τὸ σελίδιον τῆς τρίτης ὥρας , ἔνθα παράκειται
, φράσον πρώτιστα ταῖς ὀρχηστρίσιν ταῖς ἔνδον οὔσαις αὐτὸς ὅτι εἰσέρχομαι . Ὁ παῖς , ἀκολούθει δεῦρο τὰ σκεύη φέρων
6171152 ἀπεκτονεν
τὰ παιδία πάντ ' εὐθὺς εἴρηχ ' , ὅτι μανεὶς ἀπέκτονεν τὴν μητέρ ' , ἀγανακτῶν δ ' Ἄδραστος εὐθέως
Μελέαγρος μὲν συγγενεῖς αὑτοῦ δύο διὰ δέρμ ' ὕειον μαχομένους ἀπέκτονεν . ὅταν δανείζῃ τις πονηρῷ χρήματα ἀνὴρ δικαίως τὸν
6164782 ξυνιεις
τ ' ἀριθμόν , καὶ μέτρα θαλάσσης , καὶ κωφοῦ ξυνιείς , καὶ μὴ λαλέοντος ἀκούων . Εἴθε ὤφελες τὰ
τοῦ Ἡρακλέους . ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ ξυνιείς : ἐπεὶ ῥητῶς οὐκ ἐξήγγειλεν ὁ Πίνδαρος ὅτι ἐνικᾶτο
6146070 φοιτων
ὃν ἐς τὴν θυσίαν ἑτοιμάσαντες φυλάσσουσιν , ἅπτεται τῶν σπερμάτων φοιτῶν ἐπὶ τὸν βωμόν . καλοῦσι δέ τινα τῶν ἱερέων
ἐπέγραψεν τῷ πίνακι : οἷος δ ' ἐννύχιος φαντάζετο πολλάκι φοιτῶν Παρρασίῳ δι ' ὕπνου , τοῖος ὅδ ' ἐστὶν
6125119 ἐπεπτωκει
δὲ ἀπὸ ὀνηλάτου , οὗ ὁ μὲν ὄνος εἰς πηλὸν ἐπεπτώκει : ὁ δὲ , δέον βοηθεῖν , ἐπεκαλεῖτο τὸν
μὲν ἠμύνοντο ἐς ἑκατέρους ἐπιστρεφόμενοι : ὡς δὲ τὸ πλεῖστον ἐπεπτώκει , Νικομήδης μὲν ἔφευγε μετὰ τῶν ὑπολοίπων ἐς Παφλαγονίαν
6114417 ἱκετευων
ἱκετηρίην ἤιε ἐς τοῦ Κλεομένεος , ἐσελθὼν δὲ ἔσω ἅτε ἱκετεύων ἐπακοῦσαι ἐκέλευε τὸν Κλεομένεα , ἀποπέμφαντα τὸ παιδίον :
Προμηθεὺς μάτην καλεῖσθαι : ἢ ἡ ἀποτυχία ἣν αὐτὸς ἀποτύχῃς ἱκετεύων τὸν Δία ὑπὲρ ἐμοῦ ἐμὴ λογισθήσεται . δόξω γὰρ
6095654 καταρατος
τε φωσφόρου λύχνου σέλας . τελέως μ ' ὑπῆλθεν ἡ κατάρατος μαστροπός , ἐπομνύουσα τὰν Κόραν , τὰν Ἄρτεμιν ,
γὰρ πηγὴν ἀνεύρηκα τοῦ μεγάλου τολμήματος , καὶ οὗτος ὁ κατάρατος ἄνθρωπος ἐπίσταται γυναῖκα μιαρὰν συμπράξασαν τῷ φόνῳ . ”
6080392 μειδιων
εὐθυμίαν δὲ καὶ αὐτὸν [ ἐκεῖνον ] θέλων προαγαγεῖν ἐπυνθάνετο μειδιῶν εἰ οὐκ αἰσχύνεται Λάμωνος υἱὸν φιλῶν , ἀλλὰ καὶ
νῦν καὶ αὖθις ἴσως προσᾴσομαι . Χαῖρε φίλον φάος χαρίεντι μειδιῶν προσώπῳ : μέλος γάρ τι λαβὼν ἐκ τῆς λύρας
6051955 ἀγανακτων
αὐτὸν τῶν φίλων καὶ μηδὲν ἐξαμαρτάνειν ἀξιούντων ἀπῄει πρὸς ἅπαντας ἀγανακτῶν . ἤδη δ ' αὐτῷ κατ ' οἰκίαν ὄντι
ἀκολουθῇ , φάσκοντα μαίνεσθαι . τὸ μὲν γὰρ πρῶτον ἄπεισιν ἀγανακτῶν καθ ' αὑτόν , ἔπειτα προσκρούων ἀεὶ καὶ λοιδορούμενος
6029212 ἀπολουμενος
χαριέντως δὲ καὶ παρ ' ὑπόνοιαν εἶπε τὸ “ ὡς ἀπολούμενος ” . οἱ γὰρ στρατευόμενοι τυρὸν καὶ ἄλφιτα ἑαυτοῖς
αὐτῷ θανάτου ποτὲ ἄξιον ἐργάσασθαι , προύφερέ τε ὡς ἀπεστέλλετο ἀπολούμενος . καὶ τῆς μὲν τῶν Ἑλλήνων δουλώσεως ὀλίγον ἑαυτῷ
6027944 σκυθρωπος
καιρίαν ἐστέναζεν : ἄμπελος δ ' ἦν κατηφής , καὶ σκυθρωπὸς οἶνος , καὶ βότρυς ὥσπερ δακρύων , καὶ Βάκχος
ὅθεν καὶ ἐκ θαλάσσης λαμβάνει τὰς πλείους τῶν ὁμοιώσεων . σκυθρωπὸς δὲ καὶ σύννους καὶ αὐστηρὸς ἐφαίνετο καὶ μισογέλως ,
5976538 ἀποδημει
: ἐπὶ τῶν καταχαριζομένων τὰ πατρῷα εἴωθε λέγεσθαι . Παρὼν ἀποδημεῖ : ἐπὶ τῶν αἴσθησιν ἑαυτοῖς μηδεμίαν παρεχόντων . Ἀριστοφάνης
μηδεμίαν παρεχόντων . Ἀριστοφάνης : ὁ νοῦς δέ σου παρὼν ἀποδημεῖ . Πατῆσαι : ἐνδιατρῖψαι , ἀφικέσθαι . Ἀριστοφάνης :
5957613 καθημενος
εἰς τοὐπτάνιον οὐκ εἰσέρχομαι . ἀλλὰ τί ; θεωρῶ πλησίον καθήμενος , πονοῦσιν ἕτεροι δ ' , οἷς λέγω τὰς
ἐξηγητὴς [ ἐν μέσῳ ] τῆς γῆς ἐπὶ τοῦ ὀμφαλοῦ καθήμενος ἐξηγεῖται . Καὶ καλῶς γ ' , ἔφη ,
5954326 παρειμι
εἰ δ ' ἐγὼ [ ] ι τι προσέχεσθεμ [ πάρειμι τοῦτον πά [ ] α [ ! ] ἐγώ
οὐδ ' ἀνάγκῃ πρὸς σὲ παρεγενόμην , ἀλλ ' αὐθαίρετος πάρειμι . ἀνάσχου δέ μου μικρὸν ἀκοῦσαι . ἀνήρ τις
5953071 μεθυων
ἧ μακάριόν σε καὶ περίβλεπτον ἅπασι πεποίηκεν . ἤδη δὲ μεθύων ὁ Μιθριδάτης τί δὲ ταῦτ ' ἔστιν , ὦ
ὅσα ἡ νεωτεροποιὸς ἐν αὐτῷ κακία πρότερον εἰργάζετο , ἃ μεθύων ἀδυνάτως καταλαβεῖν εἶχε . τίνι μέντοι καταρᾶται , σκεπτέον
5951869 ἐσιωπησε
, ἀλλὰ καὶ ὁ ἐκείνου . ὁ δὲ ᾐσχύνθη καὶ ἐσιώπησε . λέγει οὖν ὁ τῆς κόρης πατήρ , Ἐγὼ
ὁ πεπαιδευμένος ἔσται ἢ ὁ ἀπαίδευτος ; ” ἐπεὶ δὲ ἐσιώπησε , ” δοκεῖς μοι „ , εἶπε „ μειράκιον
5949798 ἐπιθυμοι
αἰσθόμενος νεκροὺς παρὰ τῷ δημίῳ κειμένους , ἅμα μὲν ἰδεῖν ἐπιθυμοῖ , ἅμα δὲ αὖ δυσχεραίνοι καὶ ἀποτρέποι ἑαυτόν ,
κακὸν γεγονὸς ἔτι ἄν τι τοῦ ἀγαθοῦ [ οὗ ] ἐπιθυμοῖ καὶ φίλον εἴη : ἀδύνατον γὰρ ἔφαμεν κακὸν ἀγαθῷ
5946597 ἐγελα
τὴν ἀποφράδα ὥς τι ξένον καὶ ἀλλότριον τῶν Ἑλλήνων ὄνομα ἐγέλα εὐθὺς καὶ τὸν ἄνδρα τοῦ πάλαι ἐκείνου γέλωτος ἠμύνετο
δὲ ὑφ ' ἡδονῆς μετέωρος ἑωρᾶτο , καὶ νῦν μὲν ἐγέλα τῷ προσώπῳ πάνυ ἀσελγῶς , πάλιν δὲ εὐθὺς ἐθρήνει
5921551 Λευκιππη
' αὐτοῦ παθών , ἀντῃσχύνετό με βλέπειν : καὶ ἡ Λευκίππη δὲ τὰ πολλὰ εἰς γῆν ἔβλεπε : καὶ ἦν
χλωρίς , ἀκαλανθίς , νῆσσα , πιπώ , δρακοντίς . Λευκίππη , Ἀρσίππη , Ἀλκαθόη , Μινύου θυγατέρες , εἰς
5916718 προσδραμων
, θεῶν ὁ διὰ ταύτην δεθεὶς Ἄρης , καὶ ἅμα προσδραμὼν λιπαρέσι τοῖς χείλεσιν ἐφ ' ὅσον ἦν δυνατὸν ἐκτείνων
, ἐν τῇ φυγῇ θεασάμενος ἱππέων Νομάδων πλῆθος συνεστώς , προσδραμὼν ἠξίου μὴ προλιπεῖν αὑτὸν καὶ πείσας ἐπῆγε τοῖς διώκουσιν
5901653 ἀντιβολων
[ ! ! ! ! ] ! α ⌋ κλαῶν ἀντιβολῶν ὄνος λύρας : [ συμπεριπατήσω ] ⌊ ⌋ καὐτὸς
Τίς ; Ὅστις ; Ἀριφράδης , ἄγειν παρ ' αὐτὸν ἀντιβολῶν . Ἀλλ ' , ὦ μέλε , τὸν ζωμὸν
5901332 ἀναιρουμενος
τῶν σῶν ἐντολῶν οὐκ ἠμέλησεν : οἵαν ἐκεῖνος ἀφῆκε φωνὴν ἀναιρούμενος : οἷον ὕπατον ἐφθέγξατο λόγον : οὐ γὰρ ἠγνόησε
ἀπροσδοκήτως ἐπὶ τοῖς ἁμαρτήμασι κολασθέντων . Ἴβυκος γὰρ ὑπὸ λῃστῶν ἀναιρούμενος καὶ γεράνους ἰδὼν ἐμαρτύρατο . Χρόνῳ δὲ οἱ λῃσταὶ
5895882 νευων
κατηφής , , : κατηφής : ὁ ὑπὸ αἰσχύνης κάτω νεύων τοὺς ὀφθαλμούς , ἤγουν ὁ αἰσχυνόμενος . παρὰ τὸ
Δηθύνων : βραδύνων . κίνησεν : ἔσεισεν . Σημαίνων : νεύων . Ῥαθαμίζεται : ἐκτρέχει , ῥέει , . Εἰλεῖται
5892875 προσκυνησας
θεοῖς . „ „ καὶ τίς ” εἶπεν ” ὁ προσκυνήσας ἐμέ ; „ „ ἐγὼ ” ἔφη ” ἐν
, βούλει ἀκοῦσαί μου : „ καὶ διῆλθε πάντας . προσκυνήσας οὖν ὁ Δάμις „ οὐκ ἀπιστῶ , ” ἔφη
5889177 ἐκαρτερησεν
: ἐγὼ δὲ χαριζομένη ταῖς Νύμφαις ἐκεῖνα διδάξω . Οὐκ ἐκαρτέρησεν ὁ Δάφνις ὑφ ' ἡδονῆς , ἀλλ ' ἅτε
στυγέουσα : μισοῦσα . Τόσα : πολλά . ταλάσσετο : ἐκαρτέρησεν , ἔτλη . μητίσασθαι : ἐπιβουλεύσασθαι . Ἐξέθλιψε :
5884640 ἀφικται
γὰρ δήπου καὶ εἰς ἐκείνας τὸ πολέμιον καθ ' ἡμῶν ἀφῖκται κήρυγμα : φιλοῦσι τοὺς Ἀπόλλωνός τε καὶ Ἑρμοῦ προστάτας
τὸ κλέος τῆς ἐν ἰητρικῇ σοφίης πεφοίτηκε καὶ ἐς ἡμέας ἀφῖκται . Τί δὲ χρέος , ἑταῖρε , δεῦρό σε
5884001 ἐσομαι
ἐάσατέ με σὺν αὐτῇ : μόνος ἐγὼ περιπτυξάμενος αὐτῇ δεσμὸς ἔσομαι : μαινέσθω κατ ' ἐμοῦ . τί γάρ με
τοὺς ἀδικοῦντας δεῖ τοῖς ἴσοις ἀμύνεσθαι καὶ προσθέντες ὅτι ὄφελος ἔσομαι πολλοῖς ἀνθρώποις σωθείς , ἀποθανὼν δ ' οὐδενί ,
5879805 ἀπῃειν
' αὐτῆς διὰ τίν ' αἰτίαν . . . . ἀπῄειν τῶν τόκων ἔχων τόκους . Ἀράβιον ἐξεύρηκα σύμβουλον .
* . ? Ἀπῄειν : δεῖ γινώσκειν , ὅτι τὸ ἀπῄειν καὶ τὸ ᾔομεν , οἷον : ᾔομεν , ὡς
5865913 θοἰματιον
ἐν τῷ προκολπίῳ . καὶ ἔνδον μένειν , ὅταν ἐκδῷ θοἰμάτιον ἐκπλῦναι . καὶ φίλου ἔρανον συλλέγοντος καὶ διειλεγμένου αὐτῷ
τὴν πλατεῖαν σοὶ μόνῳ ταύτην πεποίηκεν ὁ βασιλεύς ; Αἰγύπτιος θοἰμάτιον ἠρδάλωκέ μου . τοὺς ἐν τῇ πόλει μάρτυρας ἔχω
5859336 εἰρηχ
ἁπάσας αὖθις αὖ . Καὶ νὴ Δί ' οὐδέπω γε εἴρηχ ' ὅσα ξύνοιδ ' : ἐπεὶ βούλεσθε πλείον '
τις ὀρφῶς , μεμβράδας δὲ μὴ ' θέλῃ , εὐθέως εἴρηχ ' ὁ πωλῶν πλησίον τὰς μεμβράδας : “ οὗτος
5843633 κατηφης
οὖν ἂν εἴην μὴ κρύπτειν τὸ τῶν ὀμμάτων φάος μηδὲ κατηφὴς εἶναι , Ἀντία τ ' ὢν καὶ Θρασύκλου σύγγονος
κακόν . ἤδη δὲ ἔγνων κύνα , ἥτις οἴκοι μὲν κατηφὴς ἦν καὶ οὐδενὶ τῶν πλησιαζόντων ἔχαιρεν , ἐπὶ θήραν
5820348 ἀπορριψας
ἀοιδήν . τοῖα δὲ δειμαίνοντα προσέννεπε θέσκελος Ἑρμῆς : γαῦλον ἀπορρίψας καὶ πώεα καλὰ μεθήσας δεῦρο θεμιστεύσειας ἐπουνανίῃσι δικάζων :
ἀποσείσασθαι τὴν κόπρον βουλόμενος ὡς ἐξανέστη , ἔλαθε τὰ ὠὰ ἀπορρίψας . ἀπ ' ἐκείνου τέ φασι , περὶ ὃν
5816498 ἐλυπουμην
χαῖρε ” φησί . καὶ ὅς : „ μὴ γὰρ ἐλυπούμην „ ; καὶ ὁ Ξάνθος : ” ἀσπάζομαί σε
καὶ τὸ τέλος Ἰερουσαλήμ . Ἐγὼ δὲ μετὰ τῶν ἑταίρων ἐλυπούμην , καὶ τετρωμένοι κατὰ διάνοιαν ἐκρυβόμεθα : ἐζητούμεθα γὰρ
5799488 μαστροπος
ἄγουσι ; Πάνυ μὲν οὖν . Οὐκοῦν τούτων ὁ ἀγαθὸς μαστροπὸς τὰ συμφέροντα εἰς τὸ ἀρέσκειν διδάσκοι ἄν ; Πάνυ
φησί : Τελείως δ ' εὖ με ὑπῆλθεν ἡ κατάρατος μαστροπὸς ἐπομνύουσα τὰν Κόραν , τὰν Ἄρτεμιν , τὰν Φαραφάτταν
5781051 ἑστηκας
ἐκείνοις τε καὶ ἡμῖν , ἐξ ἴσου δὲ ἀμφοτέροις ἐκποδὼν ἕστηκας , μᾶλλον δὲ βοηθεῖς μὲν οὐδετέροις , τῇ δὲ
μὴ πολυπραγμόνει . „ ὁ γὰρ τόπος ἐν ᾧ σὺ ἕστηκας „ φησί ” γῆ ἁγία ἐστί ” . ποῖος
5773257 ἀκηκοως
πλείω δ ' ἔτι καὶ μείζω τότε διανοούμενος . Οὗτος ἀκηκοὼς τόν τε βίον καὶ τὰ ἤθη , οἷς χρῆται
ἕνεκα προφάσεως ἀποσταλεὶς εἰς τὴν Μακεδονίαν καὶ παρὰ τοῦ Φιλίππου ἀκηκοὼς ὡς βούλεται σπείσασθαι , οὕτως ἀπήγγειλε . γίνεται τῶν
5755703 δικελλαν
προσπίπτει τοῖς γόνασιν ἡμῶν γυνή , χοίνιξι παχείαις δεδεμένη , δίκελλαν κρατοῦσα , τὴν κεφαλὴν κεκαρμένη , ἐρρυπωμένη τὸ σῶμα
ὥστε τί οὐκ ἐπὶ τὴν πέτραν ταύτην ἀνελθὼν τὴν μὲν δίκελλαν ὀλίγον ἀναπαύω πάλαι πεπονηκυῖαν , αὐτὸς δὲ ὅτι πλείστους
5754264 Κελτος
Ἵππων ἢ Διαγόρας ἢ Σωσίας ἢ Ἐπίκουρος οὔτε Ἰνδὸς οὔτε Κελτὸς οὔτε Αἰγύπτιος . λέγουσι δὲ τῶν βαρβάρων οἱ προειρημένοι
ἢ Βοιωτὸς ἢ Ἴων , ἢ Σκύθης ἢ Θρᾷξ ἢ Κελτὸς ἢ ἀπὸ Ἰβηρίας ἢ Αἰγύπτιος . Δεῖ οὖν συνελθεῖν
5752084 ἐκπλαγεις
μύρου τε ὄζουσαν καὶ προσπαίζουσαν εὐφυῶς καὶ αἱμύλα φθεγγομένην , ἐκπλαγεὶς ταύτῃ συνέποιτο τῶν βοτρύων ἐπιλελησμένος : ὁ δὲ τῆς
ἐκ πολλοῦ ὑπὸ δειμάτων , εἰ δέ τις οἰκήσειεν εὐθὺς ἐκπλαγεὶς ἔφευγεν , ἐκδιωχθεὶς ὑπό τινος φοβεροῦ καὶ ταραχώδους φάσματος
5741873 καλουμαι
' . . . ἡμέρας ] ἀπὸ κοινοῦ τὸ ” καλοῦμαι “ . τοῦ χρήματος : λείπει χάριν : ἢ
καλοῦμαι ] καλῶ σε , προκαλοῦμαι , ἀπαιτῶ . τὸ καλοῦμαι παθητικῶς δικαστικὴ λέξις ἐστίν , ὡς δηλοῖ τὸ παρόν
5734123 Λευκιππην
ἐμοὶ δὲ ἡμέραι τὸ βραχὺ τοῦτο πολλαί . οὕτω μηκέτι Λευκίππην ἀπολέσειας , οὕτω μηκέτι μηδὲ ψευδῶς ἀποθάνοι . μὴ
μὲν οὖν ἐπὶ τὸ θηρίον τοὺς ὀφθαλμοὺς εἴχομεν , ἐπὶ Λευκίππην δὲ ὁ στρατηγός : καὶ εὐθὺς ἑαλώκει . βουλόμενος
5732309 κατακειμενος
οὕτω διάγοντες , ἐσωζόμην ἄρα ἐγὼ πολιορκούμενος ὑπὸ Λακεδαιμονίων , κατακείμενος καὶ καθεύδων ἐν τῷ τείχει ἐπὶ φρυγάνων καὶ καλάμης
μιμνησκόμενος θαλερὸν κατὰ δάκρυον εἶβεν , ἄλλοτ ' ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος , ἄλλοτε δ ' αὖτε ὕπτιος , ἄλλοτε δὲ
5724273 ἁνηρ
γε τὴν Μεγάλην πόλιν , τίς τε καὶ ἐκ τίνων ἁνὴρ καὶ ὡς ἄξιος τιμῆς Ἑλλήνων παισίν . ἀμφοτέροις γὰρ
Φίλιππον εὐμενῶς διδάξαι τε τὸν γενναῖον Σαλούτιον , τίς τε ἁνὴρ κἀκ τίνων , καὶ περὶ τῶν ἐν τῇ ψυχῇ
5721583 κατεπεσεν
, γευσαμένη δὲ ὥρας ἀνθρωπίνης ἔκαμε καὶ τῆς σπουδῆς ἐκείνης κατέπεσεν , ἐς δὲ θητείαν μετήχθη πικράν . λʹ .
] ἐρημωθέντα καταστρυφθέντα ] ὑπὸ τῶν πολεμίων μετ ' ἤχου κατέπεσεν δέδουπε ] ἐδούπησεν , ἤχησεν δέδουπε ] ἔπεσεν τοῖο
5717246 ἀναπηδησας
λαβόντας , ἀβίωτον ἡγησάμενος εἶναι εἴ τινος ἀπολειφθήσεται δωροδοκίας , ἀναπηδήσας ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ , οὐδενὸς ἀνθρώπων λέγοντος οὔθ '
ἄλλοθεν : Χαιρεφῶν δέ , ἅτε καὶ μανικὸς ὤν , ἀναπηδήσας ἐκ μέσων ἔθει πρός με , καί μου λαβόμενος
5705873 ἐτρεχε
ὃς κληθείς ποτε εἰς ἑστίασιν δωδεκάποδος ὄρθριος πρὸς τὴν σελήνην ἔτρεχε τὴν σκιὰν ἰδὼν ὡς ὑστερίζων καὶ παρῆν ἅμ '
ὃς κληθείς ποτε εἰς ἑστίασιν δωδεκάποδος ὄρθριος πρὸς τὴν σελήνην ἔτρεχε τὴν σκιὰν ἰδὼν ὡς ὑστερίζων καὶ παρῆν ἅμ '
5698487 ἀνεκραγεν
ἐπιτονωτάτην ἐπίτασιν τῆς βασάνου προσποιηθεὶς ἐνδιδόναι τὴν ψυχὴν ταῖς ἀλγηδόσιν ἀνέκραγεν : ἄνετε : ἐρῶ γὰρ πᾶσαν ἀλήθειαν . ὡς
ποιῶν ψωμοὺς ὡς πλίνθους καταπίνειν . ὁ Ξάνθος γευσάμενος πάλιν ἀνέκραγεν “ τὸν πλακουντάριόν τις καλείτω . ” εἰσῆλθεν .
5696642 γυμνος
ὑπὸ τῶν συμπαιζόντων , μετὰ ταῦτα τῆς συμφωνίας προκαλουμένης ἀνεπήδα γυμνὸς καὶ τοῖς μίμοις προσπαίζων ὠρχεῖτο τῶν ὀρχήσεων τὰς γέλωτα
ἤ τινα εὔφημον , τῶν ἀπὸ γλώττης μόνον συνευχομένων , γυμνὸς ἄτερ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος , οὐδ ' ἔχον
5688730 Εὐσεβιος
θεῶν καὶ ἡμιθέων καὶ νεκύων καὶ θνητῶν , ὧν καὶ Εὐσέβιος ὁ Παμφίλου μνησθεὶς ἐν τοῖς Χρονικοῖς αὐτοῦ φησὶν οὕτως
καὶ κτῶ δόξαν τῇ περὶ πάντα ἀρετῇ . Ἀγροίκιος καὶ Εὐσέβιος τῶν ἐμοὶ πεπλησιακότων ἐστόν : γενομένω δὲ τὼ νεανίσκω
5688298 ἀνεβοησεν
προσέταξεν ἀποκτεῖναι , ὁ δὲ Χαρίδημος ἀπαγόμενος ἐπὶ τὸν θάνατον ἀνεβόησεν μεταμελήσειν ταῦτα ταχὺ τῷ βασιλεῖ καὶ τῆς ἀδίκου τιμωρίας
καὶ παρωνυχίδας ποιήσας καὶ διὰ τοῦτο ὑπὸ τοῦ ὀνυχιζομένου ἀπωσθεὶς ἀνεβόησεν : Ἐπιστάτα , τί οὐκ ἀφίησί με μαθεῖν ;
5684655 διελεγομην
μικρῷ πρόσθεν ὑπέμνησα , ὅτε περὶ τῆς ὑποστάσεως τοῦ σώματος διελεγόμην : ὅτι δὲ οὐδὲ ὁ τρόπος τῆς κράσεως ὅσον
ἔσονται . πρός τε οὖν τοὺς ἄλλους σχεδόν τι ταῦτα διελεγόμην ἀρχαῖα καὶ φαῦλα , καὶ ἐπειδὴ οὐκ εἴων ἐν
5683303 ἰχθυοπωλης
ὥσπερ οἱ θεοί . πάλιν : Ἀριστόνικος τίθησι νόμον , ἰχθυοπώλης ὅστις ἂν πωλῶν ἰχθῦν ὑποτιμήσας ἀποδῶτ ' ἐλάττονος ἧς
Ὥσπερ καὶ ὁ Σωφρονίσκου Σωκράτης ὁ λιθοξόος , καὶ ὁ ἰχθυοπώλης Δημάδης , καὶ ὁ τῆς τυμπανιστρίας Αἰσχίνης , Σίμων
5675936 ἀθλητης
Ὀλύμπιος ἢ αἰθέριος ὁ θεὸς ἀλλὰ χθόνιος . Ἔδοξέ τις ἀθλητὴς τὰ αἰδοῖα ἀποτεμὼν καὶ ἅμα τὴν κεφαλὴν δήσας ἐστεφανῶσθαι
καὶ ἔσομαι μετὰ σοῦ „ , ἴσον τῷ γέγονας μὲν ἀθλητὴς τέλειος καὶ βραβείων καὶ στεφάνων ἠξιώθης ἀγωνοθετούσης ἀρετῆς καὶ
5667262 ἀδημονων
Ὡς δὲ καὶ ταύτης διήμαρτε τῆς πείρας ὁ Ταρκύνιος , ἀδημονῶν ἐπὶ τῷ μηδεμίαν αὐτῷ βοήθειαν παρὰ τῆς βουλῆς ,
ὅτιπερ οὐκ ἐᾷ ὁ μάντις περᾶν . θ ἀλύων ] ἀδημονῶν . Ξ ὑπερκόμποις ] ταῖς ἀλαζονικαῖς . ὑπερκόμποις ]
5666296 ἀπολωλα
, κρατῆρά τ ' αἴρου καὶ τὸν ἥδιστον κέρα . ἀπόλωλα : πέπλων μ ' ὤλεσαν περιπτυχαί . κακός σε
ἐπὶ τῇ λίμνῃ ἑστώς ; Ὅτι , ὦ Μένιππε , ἀπόλωλα ὑπὸ τοῦ δίψους . Οὕτως ἀργὸς εἶ , ὡς
5665072 ἐκρουσε
ὑπὸ Θράιττης ἔγ γε ικον [ ] μέλει [ ] ἔκρουσε ? ? δακτύλων ? [ ] ἐνδιδοὺς [ ]
ἐπακτὸς ὅρκος . Ἐξαίφνης τοῦ συνακολουθοῦντος οἰκέτου λίθον τις λαβὼν ἔκρουσε τὸν λυχνοῦχον . . . Λυσίας ἐν τοῖς ὀρφανικοῖς
5663391 κινηθεις
ἐλεεινὸς δὲ καὶ ὁ τῆς αἰχμαλώτου θρῆνος ἐπ ' αὐτῷ κινηθείς : εἴθε δορὶ πληγεῖσα τὸ σῶμα μετὰ τῶν ἄλλων
: μέν . * ζητῶν , προθυμούμενος : * * κινηθείς . * ἔλαβε : τὸ ἕλε πρὸς τὸ ἵππον
5662976 Μακαριος
γὰρ θέλει δίδοσθαι ὁ πατὴρ ἐκ τῶν ἰδίων χαρισμάτων . Μακάριος ὁ διδοὺς κατὰ τὴν ἐντολήν : ἀθῷος γάρ ἐστιν
, καὶ αὐτόπτης γενόμενος θεάσασθαι καὶ θεασάμενος μακάριος γενέσθαι . Μακάριος ὡς ἀληθῶς , ὦ πάτερ , ὁ τοῦτον θεασάμενος
5660264 Λεωνας
μὴ τῇ τροφίμῃ σου μητρυιὰν ἐπαγάγηται . ” τούτων ὁ Λεωνᾶς ἤκουσεν ἀσμένως καὶ “ θεός μοί τις ” εἶπεν
δὲ ὄψις αὑτὴν συνίστησιν . “ ἀπίωμεν οὖν ” ἔφη Λεωνᾶς , “ καὶ δεῖξον αὐτήν . ” ὁ δὲ
5658137 κακοδαιμων
ταῖς μυίαις ποιεῖν βοῦν τοῖς ἀκλήτοις προκατακόπτειν πανταχοῦ . Οἴμοι κακοδαίμων , τὸν τράχηλον ὡς ἔχω . Σφαῖραν λαβών τῷ
πάνυ ἀνεκτόν . τάδε μέντοι ἐκ τοῦ κακο σύνθετα . κακοδαίμων , κακοῦργος , κακολόγος κακήγορος , κακοπράγμων ὡς Ὑπερείδης
5653781 μεθυσθεις
τὰ γέλοια λεγόντων . πιὼν δὲ τὴν νύκτα πᾶσαν καὶ μεθυσθεὶς πολὺ καὶ πατάξας ἀφεὶς ἅπαντας τοὺς ἄλλους ἀπαλλάττεσθαι ἤδη
τὰ ἄλλα ὀνόματα παρ ' ἡμῖν ἀγαπώμενα μεταφέροντες , τὸ μεθυσθεὶς ἐπὶ τοῦ νέκταρος καὶ ἐπὶ δαῖτα καὶ ἑστίασιν καὶ
5651525 ἀπερχομαι
] ὅλους ἐποίει δηλονότι ἀγορητάς . ἄνειμι ] ἀνέρχομαι , ἀπέρχομαι , ἀπελεύσομαι , μετελεύσομαι , ἀνελεύσομαι . ἐντεῦθεν ]
γὰρ ἄν με ἔπεμπον πάλιν πρὸς ὑμᾶς . νῦν δὲ ἀπέρχομαι πρὸς μὲν Λακεδαιμονίους ὑφ ' ὑμῶν διαβεβλημένος , Σεύθῃ
5648182 ἐχαιρες
ἐπὶ ταῖς σαῖς εὐπραξίαις ἡδονή . σὺ μὲν γὰρ ἐργαζόμενος ἔχαιρες καὶ κρύπτων τὰ πεδία τοῖς ἀπὸ τῶν ἐναντίων νεκροῖς
. ὡσαύτως καὶ Εὐριπίδης : Ἀνάσχου πάσχων : δρῶν γὰρ ἔχαιρες . νόμου τὸν ἐχθρὸν δρᾶν , ὅπου λάβῃς ,
5646312 γεγονα
συμβᾶσάν μοι συμφοράν , καὶ τῇ πατρῴᾳ γῇ κακῶν αἴτιος γέγονα , ἀνθ ' ὧν τοσοῦτον πλῆθος ἀπώλεσα ἐν Ἑλλάδι
τὸ δ ' ἡμέτερον , ἓξ μὲν καὶ ἑβδομήκοντα ἔτη γέγονα , τὸ λειπόμενον δὲ οὐ πολύ . καὶ ὁ
5645598 ἐφωραθη
τοῦτον περιέσπασεν . καὶ Φαίδωνι δὲ τὴν τῆς δουλείας δίκην ἐφωράθη : καὶ τὸ καθόλου πᾶσι τοῖς Σωκράτους μαθηταῖς ἐπεφύκει
δὲ ὡμολογημένα καὶ μὴ ἔχοντα ἀντίῤῥησιν οὐ κρίνεται : οἷον ἐφωράθη τις φονεύων τινά : τὸ πρᾶγμα οὐκ ἔχει ποιότητα
5643865 δεδοικεν
πορεύσομαι δὴ εἰς τὸν ἀγρὸν τῆς κληρονομίας ἡμῶν , ἀλλὰ δέδοικεν ἡ ψυχή μου , ὅτι χωρίζῃ ἀπ ' ἐμοῦ
νόμον βαίνειν ἐπιχειρεῖ καὶ παιδοσπορεῖν , καὶ ὕβρει προσομιλῶν οὐ δέδοικεν οὐδ ' αἰσχύνεται παρὰ φύσιν ἡδονὴν διώκων : ὁ
5641091 ὠργισθη
συλλαβὼν δεσμίους εἰς Ῥώμην ἀπήγαγεν : ἐφ ' οἷς οὕτως ὠργίσθη καὶ ἠγανάκτησεν ἥ τε βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ,
ἐν στόματι ῥομφαίας . Καὶ ἤκουσεν ὁ πατήρ , καὶ ὠργίσθη , καὶ ἐλυπήθη , ὅτι κατεδέξαντο τὴν περιτομὴν καὶ
5639684 κοιμηθεις
δὴ τρόπον ὁ νοῦς ἐγρηγορὼς μὲν ἐπισκιάζει ταῖς αἰσθήσεσι , κοιμηθεὶς δὲ αὐτὰς ἐξέλαμψε . τούτων εἰρημένων ἐφαρμοστέον τὰς λέξεις
διὰ Τεμπέων . οἱ δὲ , ὅτι ἐπί τινος πέτρας κοιμηθεὶς ἀπεσπερμάτισε , καὶ τὸν θορὸν δεξαμένη ἡ γῆ ἀνέδωκεν
5639194 διεβαλλετο
αὐτόχρημ ' ἐν Χάοσιν ” . ἐπειδὴ καὶ εἰς μαλακίαν διεβάλλετο Γέρης καὶ Θεόδωρος , καὶ ὅτι ἐκ δούλων .
, δέον οὕτως εἰπεῖν , ἐπειδὴ ὁ Σωκράτης ὡς παιδεραστὴς διεβάλλετο καὶ τούτου χάριν εἰς τὰς παλαίστρας ἐφοίτα , ⌈
5635834 καθεδειται
ἄνθρωπος οὔτε πεζὸν οὔτε δίπουν , οὔτε διαλέξεταί ποτε οὔτε καθεδεῖται . ἀλλὰ κατὰ τὸν δεύτερον ; ἀλλ ' ἀδύνατον
' ἕξουσιν αὐτοί , τοῖς δ ' ἀγαθοῖς ἐφεδρεύων ἕτερος καθεδεῖται . οὔκουν προοῖντ ' ἂν αὑτοὺς εἰς τοῦτο ,
5634949 δυσχεραινων
οὐχ ὑπομένω , ἀλλ ' ὥσπερ ἐκ συμποσίου ἀπαλλάττομαι οὐθὲν δυσχεραίνων , οὕτω καὶ ἐκ τοῦ βίου , ὅταν [
κατὰ τὰς μαντείας , μὴ εἰδὼς ὅστις οὗτός ἐστι . δυσχεραίνων δὲ ἐπὶ τούτῳ καθ ' ἑαυτὸν ὁ θεράπων μόλις
5633992 ἀναβοησας
σύ μοι λειτουργιῶν ἀτέλειαν δέδωκας δοὺς τὸν Ἀθήνησι θρόνον „ ἀναβοήσας ὁ αὐτοκράτωρ „ οὔτε σὺ ” εἶπεν ” ἀτελὴς
θεραπεύειν , ἀλλὰ καὶ ὅσους εἶδεν μόνον , εἰς μέσους ἀναβοήσας τοὺς πενθοῦντας , ὡς μετὰ ταῦτα ἐγένετο φανερόν “
5632979 ἀποθανουμενος
Ὦ Κλειτόμαχε , “ ἔφη , ” ἐγὼ μέντοι ἔρχομαι ἀποθανούμενος νυνί , διότι Σωκράτει οὐκ ἤθελον πείθεσθαι . “
τε καὶ χιλίους ὑφελόμενος στατῆρας ᾤχετο , ὡς εἰκός , ἀποθανούμενος μέλλοντός μοι δέξεσθαι τοῦ ἄρχοντος λόγον , καὶ ἐπεδεικνύμην
5632668 ἐτραπετο
τε πολλοὺς καὶ δακρύοντας , εἰς ἱκεσίας καὶ δεήσεις αὐτῶν ἐτράπετο , μὴ περιιδεῖν μήτ ' αὐτὸν ἀτιμώρητον γενόμενον μήτε
τῆς ἀπορίας οὔτε παντάπασιν ἐπὶ τὸ ἡδὺ τίθεσθαι τὸ ἀγαθὸν ἐτράπετο , ὀρθῶς ποιῶν , οὔτε τὸν νοῦν ἀνήδονον ὄντα
5629772 ἠνειχετο
. ἠνέγκατο : ἀντὶ τοῦ ἤνεγκεν . . , . ἠνείχετο καὶ ἠνώχλει καὶ ἠκηκόει καὶ ἠντεβόλει : κοινὸν τῶν
τύραννον θεὸν καὶ μέγαν καὶ αὐτὸς ἐδυναστεύετο : οὐ γὰρ ἠνείχετο χαλκὸς εἶναι τὰ πάντα , ἀλλ ' ὅσος ἦν
5627078 ὑβρισεν
δεῖ πρός γε τήνδε φροντίδος , ἥτις τοιαῦτα τὴν τεκοῦσαν ὕβρισεν , καὶ ταῦτα τηλικοῦτος ; ἆρά σοι δοκεῖ χωρεῖν
βαρέως , αἰκιστικῶς , ἀφειδῶς , προχείρως , προπετῶς . ὕβρισεν ἐξύβρισεν , ἠσέλγησεν , ἐπαρῴνησεν , ᾐκίσατο , ἐτύπτησε
5626423 καταπεσων
κατελθὼν τὸ μὲν πρῶτον ἀπέτυχε τῶν ὁλκάδων ἐγγύς που τούτων καταπεσὼν ἐν τῇ θαλάσσῃ . ἐπισκευάσαντες δὲ καὶ αὖθις αὐτὴν
τὴν θύραν ἄνοιξον τήνδ ' : εἰ δὲ μή , καταπεσὼν κείσομαι . ἀλλ ' ἐν τῷ σῷ βούλομαι κόλπῳ
5617403 ὁρατ
ἔχοις ἀεί . Ὦ φίλταται γυναῖκες , ὦ πολίτιδες , ὁρᾶτ ' Ὀρέστην τόνδε , μηχαναῖσι μὲν θανόντα , νῦν
καὶ δίωκέ νιν ὅπου κυρήσας τούσδ ' ἀπαγγελεῖς λόγους . ὁρᾶτ ' ἄπιστον ὡς γυναικεῖον γένος : μέτεστι χὐμῖν τῶν
5611302 καὐτος
εἴ πως ἐκκομίσαις τὸ τοῦ Λύκου . πάρεστι τουτί , καὐτὸς ἅναξ οὑτοσί . ὦ δέσποθ ' ἥρως , ὡς
. ] τὸ δὲ ὅμοιον ἐν Ἰλιάδι ” ἔπειτα δὲ καὐτὸς οἰήσεαι „ . . . . . κέν ἀντὶ
5609637 γεγονας
πρὸς τοὺς τῶν ἀντιπάλων ἡγεμόνας ἀποβλέπειν εἴ ποτε ἐκείνων βελτίων γέγονας , σκοποῦντα καὶ ἀσκοῦντα πρὸς ἐκείνους . Λέγεις δὲ
γάρ με λάβῃς ἀγνοοῦντα , τίς εἶ σὺ καὶ τίνων γέγονας , μαίνεσθαί με μᾶλλον ἢ τὸν Ὀρέστην λέγειν .
5608979 ἀπων
φυγών . ἐκράτει τοίνυν ὁ μὲν παρών , σὺ δὲ ἀπών . δῆλον τοίνυν ὅτι μέλει τοῖς θεοῖς τῶν ἐν
οὐδὲν καινόν , εἰ ᾧ παρὼν ἔχαιρες , τούτῳ γράφεις ἀπών . ἀναμιμνήσκου γάρ , ὅπως ἑσπέρας ἡδίων ἐγίγνου προσιόντος
5604224 ὀβολοστατης
χρήμασι περιουσίαν . ὁ μὲν γὰρ ἢ ἀνελεύθερος καὶ δουλοπρεπὴς ὀβολοστάτης καὶ τοκογλύφος , βαρυδαίμων ἀνήρ , ἀναφανεῖται ἢ ἔμπαλιν
τὸ γένος ὤν . περιτυχὼν δ ' ἡμῖν ὁδὶ κηρυττομένοις ὀβολοστάτης ὢν ἐπρίατο , ἄνθρωπος ἀνυπέρβλητος εἰς πονηρίαν , τοιοῦτος
5603424 ἀφικομην
ἄν . ὅτε γὰρ κατ ' ἀρχὰς εἰς Συρακούσας ἐγὼ ἀφικόμην , σχεδὸν ἔτη τετταράκοντα γεγονώς , Δίων εἶχε τὴν
τὸ μειράκιον , ἵνα μὴ τούτῳ μαχοίμην , ἐπειδὴ δὲ ἀφικόμην πάλιν , ἦγον αὐτὸν ἐπὶ τὴν οἰκίαν τὴν Σίμωνος
5598262 ἐστεργε
οὐ κτησάμενος : ἀλλ ' ἐπὶ πηγὴν ἑαυτὸν ἐπαφεὶς , ἔστεργε μὲν τὴν σκιὰν ὡς ἐρώμενος : ἑαυτοῦ δὲ λαβόμενος
εὐσύνετον καὶ βραχυλόγον , αὐτά τε ἀποκρινόμενον τὰ καιριώτατα , ἔστεργε καὶ ὑπερησπάζετο . Ἐκ τούτου πλεῖν ἔδει ἐπὶ Καρχηδόνος
5594716 μυσταξ
λεπτός : λεπτὸς ἐγένου , ὦ Αἰσχίνη , καὶ ὁ μύσταξ οὗτος πολὺς ὢν ἐκ τῶν φροντίδων οὐκ ἔτυχεν ἐπιμελείας
μεταλήψει τῆς τροφῆς . αἱ δὲ τρίχες τοῦ ἄνω χείλους μύσταξ καλοῦνται ἐκ τοῦ μεστοῦσθαι τριχῶν . Πώγων δέ ,
5592785 εἰμι
γάρ με δόξαι πτωχὸν εἶναι τήμερον , εἶναι μὲν ὅσπερ εἰμί , φαίνεσθαι δὲ μή : τοὺς μὲν θεατὰς εἰδέναι
οὖν οὐκ ἐρεῖ παρῆλθον τόδε , νῦν δὲ ἐν ἄλλῳ εἰμί ; Εἰ δὲ καὶ ἐφορᾷ τὰ ἀνθρώπων , πῶς
5587328 λαλων
καὶ φιλαργύρους , εἰς μισθοφορὰν καταστήσας . περὶ μὲν δὴ λάλων , ὦ Πλάτων , καὶ ἀργῶν καὶ δειλῶν αὐτόθεν
Ἄλλοισι μὲν γλῶσσα , ἄλλοισι δὲ γομφίοι : ἐπὶ τῶν λάλων καὶ φάγων . Ἀνδρὸς γέροντος σταφὶς τὸ κρανίον :
5581632 ἀρτιως
φέρω : κεῖται γὰρ παρὰ τοῖς ποσὶ τῆς Ὑγιείας , ἀρτίως γε θείσης Τύχης ταύτης , ἐπειδὴ τάχιστα ἀνεῴχθη τὸ
, καὶ τὴν μαρτυρίαν ἀνάγνωθι . Ὁ μὲν τοίνυν ἐπιδακρύσας ἀρτίως ἐνταυθοῖ Δημοσθένης μνησθεὶς Κερσοβλέπτου , φαίνεται τῆς συμμαχίας ἐκκλῄων
5580107 ἀπαλλαττεται
, ἐν τετραπλασίαις περιόδοις χρόνου καθαιρόμενον , τεταρταίους πυρετοὺς ποιῆσαν ἀπαλλάττεται μόλις . Καὶ τὰ μὲν περὶ τὸ σῶμα νοσήματα
τὸν μὲν ἀποστέλλει παρὰ τὸν φύσαντα , αὐτὸς δὲ φυγὰς ἀπαλλάττεται , ὡς ἂν μὴ ἐνοχλοῖεν θαυμάζοντες ἄνθρωποι . Οὕτω
5574608 βλεπων
ἐς γῆν δ ' Ἀτρεῖδαι πᾶς στρατός τ ' ἔστη βλέπων . ἱερεὺς δὲ φάσγανον λαβὼν ἐπεύξατο λαιμόν τ '
πηγὴν οὐκ ἀγνοοῦμεν : ἣν ἐλεεῖν ἄμεινον ἢ μισεῖν . βλέπων δὲ εἴς τε τὴν φύσιν τοῦ σοῦ παιδὸς καὶ

Back