παραστάται μάτην ἀδήλους ἐλπίδας καραδοκῶν ὦ δαῖμον ὅς μ ' εἴληχας , ὡς πονηρὸς εἶ . σιγῶ : σιωπὴ δ | ||
θεαὶ κληροῦχοι τῆσδε τῆς πόλεως καὶ Πόσειδον , ὃς ἀμφότερα εἴληχας , κινεῖν τε καὶ σώζειν , καὶ θεοὶ βασίλειοί |
] πρὸς Γέλωνα τὸν ἀδελφὸν ἐστασιακέναι τῆς ἀρχῆς ἕνεκα . καμάτων ἐπίλασιν : καμάτων φησὶ τῶν συνεχόντων τὸν Ἱέρωνα ἐκ | ||
? μνῆμα καὶ εὐτυχέων ? [ ] ? ? μαρτυρίη καμάτων , Αἰῶνος ? στόμασιν ? [ ] ? ? |
] βροτοὶ δὲ ? [ ] πολλὰ ? ? [ πέπασθε ] πλούτωι [ ] ? τε δοκεῖτ ? [ | ||
λεγέσθω . τί μάταν βροτοὶ δὲ [ ] πολλὰ [ πέπασθε ] , πλούτωι [ ] δὲ δοκεῖτ [ ' |
ὅλως μιάνασα τὸ πνεῦμα . πολιτευσαμένην οὖν αὐτὴν καλῶς καὶ ἁγνῶς καὶ συνκοπιάσασαν τῷ πνεύματι καὶ συνεργήσασαν ἐν παντὶ πράγματι | ||
πᾶσαν χάριν καὶ ἐπιτυχίαν ἐν πάσῃ πράξει : τοὺς γὰρ ἁγνῶς φοροῦντας αὔξει βίῳ καὶ λόγῳ καὶ πράξει καὶ πράγματι |
, χαίρει γὰρ αὐτῇ , ὁ δὲ σπουδαῖος ἐχθρός , καραδοκῶν ὅτε ἐπιθέμενος ἰσχύσει καθελεῖν αὐτὴν εἰσάπαν . καὶ μὴν | ||
χρὴ τὰ λοιπὰ τῇ πόλει καλῶς ἔχειν μάτην ἀδήλους ἐλπίδας καραδοκῶν ὦ δαῖμον ὅς μ ' εἴληχας , ὡς πονηρὸς |
ἀλωὰς ] ἀφαιρήσασθαι [ ] . μὴ φόρον εὐσεβίης [ βασιληίδος ] ὄφλω ἐκείνοις . ὀξέα τόνδ ' ἐδίδου κακογείτοσιν | ||
χρόνον ἄσπετον εἶναι . εἰ ὕπατον [ ] Κρονίδης ? βασιληίδος [ ] ? ἕζετο θῶκον , [ μᾶλλον ] |
καὶ τῆς ἀπὸ τοῦ φαρμάκου αὐτὸν ἐξείργειν συμφορᾶς , εἰ δίδοις ἔλαιον καθ ' ἑαυτὸ καὶ οἶνον εἰς κόρον , | ||
ἀπαλλαγήν . θ δίδου ] ἡμῖν . θ δίδου ] δίδοις καὶ παράσχοις . Ξ Ἄρης ] ὦ Ἀττικῶς . |
οὐρανόθι Ζεύς : καί ῥ ' ὃ μὲν αἶψ ' ἐτέλεσσεν , ὃ δ ' οὐκ ἤμελλε τελέσσειν . Δὴ | ||
ἵππιον , ὀρσοτρίαιναν εὐρυβίαν καλέων θεόν . ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνήρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον ἄποιν ' ἀρετᾶς . |
, οὐχ ὡς ἁβροβίων Ἀράβων γένος : οὐ γὰρ ἐν ὄλβῳ ἴσην μοῖραν ἅπασιν ἐπ ' ἀνδράσι θήκατο δαίμων . | ||
τε καὖθις οὐκ εὐδαιμονεῖ . ] τί δῆτ ' ἐν ὄλβῳ μὴ σαφεῖ βεβηκότες οὐ ζῶμεν ὡς ἥδιστα μὴ λυπούμενοι |
. οὔκουν δεινόν , εἰ γῆ μὲν κακὴ τυχοῦσα καιροῦ θεόθεν εὖ στάχυν φέρει , χρηστὴ δ ' ἁμαρτοῦς ' | ||
καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν . θεόθεν δὲ πνέοντ ' οὖρον ἀνάγκη τλῆναι καμάτοις ἀνοδύρτοις . |
ἡλίκα καὶ πόσα διὰ τὰς ἀμέτρους κατὰ τῶν ἡμαρτηκότων αἰκίας περιέστηκε κακὰ τὰς πόλεις : τὰ δὲ κατὰ θέσιν χρώματα | ||
οἱ μὲν τεθνᾶσι , πολλοὶ δὲ ἠτυχήκασιν ὥσπερ ἐγώ , περιέστηκε δὲ ἡ πόλις εἰς ἐρημίαν τῶν πολιτευομένων , ἀκούω |
θεῶν ὑπηρέτου . νέον νέοι κρατεῖτε καὶ δοκεῖτε δὴ ναίειν ἀπενθῆ πέργαμ ' : οὐκ ἐκ τῶνδ ' ἐγὼ δισσοὺς | ||
μία βροτοῖσίν ἐστιν εὐτυχίας ὁδός , θυμὸν εἴ τις ἔχων ἀπενθῆ δύναται διατελεῖν βίον : ὃς δὲ μυρία μὲν ἀμφιπολεῖ |
, μαινάδες : ὁ γὰρ ἄναξ ἄνω κάτω τιθεὶς ἔπεισι μέλαθρα τάδε Διὸς γόνος . βάρβαροι γυναῖκες , οὕτως ἐκπεπληγμέναι | ||
δ ' ὄμμα πανταχῆι στρέφων . Πυλάδη , δοκεῖ σοι μέλαθρα ταῦτ ' εἶναι θεᾶς , ἔνθ ' Ἀργόθεν ναῦν |
τύπτουσι . κρεωκοποῦσι ] † κατατέμνουσι . δυστήνων ] τῶν ἀθλίων Περσῶν . ἐξαπέφθειραν ] † τελείως ἔφθειραν . βίον | ||
, καὶ τὰ ψεύδη μαρτυρεῖς , καὶ σφαγεὺς ἄδικος τῶν ἀθλίων παίδων γεγένησαι : τί καὶ νῦν δυστυχῶν παίδων δυστυχῆ |
εἰπεῖν τηλόσε . ἔκποθεν ἄτης : ἔκ τινος βλάβης . στυγεράς : μισητάς . Ὀρχομενοῖο : καὶ Ἑλλάνικός φησι τὸν | ||
εἰπεῖν τηλόσε . ἔκποθεν ἄτης : ἔκ τινος βλάβης . στυγεράς : μισητάς . Ὀρχομενοῖο : καὶ Ἑλλάνικός φησι τὸν |
μοῦνον ἁλίου φάος , χὤτι πεντήκοντ ' ἔτεα ζωὰν βαθύπλουτον τελεῖς . Ὅσια δρῶν εὔφραινε θυμόν : τοῦτο γὰρ κερδέων | ||
. τὰ δ ' ἱερὰ νύκτωρ ἢ μεθ ' ἡμέραν τελεῖς ; νύκτωρ τὰ πολλά : σεμνότητ ' ἔχει σκότος |
Θέτιδος Πηλῆι . Τεῆς δ ' ἐπελήσαο ἀρῆς ἦρα φέρων λαοῖσι κραταιοῦ Λαομέδοντος ᾧ πάρα βουκολέεσκες : ὃ δ ' | ||
: τερπόμενοι : μετὰ δέ σφιν ἐμέλπετο θεῖος ἀοιδός Δημόδοκος λαοῖσι τετιμένος . αὐτὰρ Ὀδυσσεύς . ἐδαίνυτο ἐμέλπετο ? ἦμος |
πεδίων ἔδοσαν , τόκα δ ' αὖτ ' ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν . ἦλθέ τοι Νεμέας ἐξ ἐρατῶν ἀέθλων παῖς ἐναγώνιος | ||
δουρί : καί νύ κέ μιν θανάτοιο κακαὶ περὶ Κῆρες ἔμαρψαν , εἰ μή οἱ στονόεντα θοῶς ἰήσατ ' ὄλεθρον |
θανεῖν αὐτὴν χρεών . ἆ ἆ : τί σὺ πρὸς μελάθροις ; τί σὺ τῆιδε πολεῖς , Φοῖβ ' ; | ||
θεὼ τῆσδέ τ ' ἀδελφὼ τῆς καπφθιμένης οὐκ ἠρκέσατον Κῆρας μελάθροις ; μοῖρά τ ' ἀνάγκη τ ' ἦγ ' |
ἰξευτῆρι ἄγρη νόσφι πόνοιο : πόνῳ δ ' ἅμα τέρψις ὀπηδεῖ μούνη , καὶ φόνος οὔτις : ἀναίμακτοι δὲ πέλονται | ||
δὲ γυναῖκας . ” καὶ παρθενοπίπας ὁ παρθένους περιβλεπόμενος . ὀπηδεῖ ἀκολουθεῖ . ὄπιδα ἐπιστροφὴν καὶ ἐντροπήν : “ οὐκ |
[ ] [ , ἁνίκ ' ἀγανόφρων Κοίου θυγάτηρ λύετο τερπνᾶς ὠδῖνος : ἔλαμψαν δ ' ἀελίου δέμας ὅπως ? | ||
ἐκάλεσε τὴν ἀκμὴν τοῦ σώματος διὰ τὸ ἐπίχαρι αὐτῆς . τερπνᾶς ἥβας : ὅτι ἐν ταύτῃ μάλιστα τὰ ἡδέα τοῖς |
] ? Πατρικίης γάμον εὔνοον ? ? ? ? ἔκδοτε Παύλῳ νοῦσον ἄτερ βιότοιο διαμπερὲς [ ! ] δεθων ? | ||
ἑλόντες ὑπὸ ζυγὸν ἐξεπεπόμφεσαν , ὡς ἐν χρονικαῖς συντάξεσι δοκεῖ Παύλῳ τῷ Κλαυδίῳ . τοὺς μὲν οὖν Τιγυρίους ὑποστράτηγος αὐτοῦ |
εὐκτεάνους , μόχθοισιν ἰαινομένους σφετέροισιν . εἰ δὲ μεσουρανέοι , πατρώια πάντ ' ἐκέδασσεν , δηθάκι δ ' οὐδ ' | ||
θεράποντα , / τὸν πολυθρήνητον Λίνον Αἴλινον : ἡ δὲ πατρώια / Φοιβείοις βέλεσιν γῆ κατέχει φθίμενον . καὶ Ἡσίοδος |
σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη θνατοῖσιν ὧν καὶ χρυσέα κλῂς ἐπὶ γλώσσᾳ βέβακε προσπόλων Εὐμολπιδᾶν : ἔνθ ' οἶμαι τὸν ἐγρεμάχαν Θησέα | ||
τέκεα πρίν ποτ ' ἦμεν . βέβακ ' ὄλβος , βέβακε Τροία τλάμων . ἐμῶν τ ' εὐγένεια παίδων . |
! ! ! ! ! ! ] Αβαδιος ἐπὶ χθονὶ παμβασιλῆος ἔπλετο δωρσιεω ? ? ? ! ! ! ! | ||
? ? ? ὔμμι ? ? γενέθλῃ . ἐν χθονὶ παμβασιλῆος ? ? ? ? ? ? ? ? ? |
ἑσπέρας τρεπομένων τῶν ὁμιλητῶν , ἀπήλλαττε μὲν αὐτοὺς τῶν ἡμερινῶν ταραχῶν καὶ ἐνηχημάτων διεκάθαιρέ τε συγκεκλυδασμένον τὸ νοητικόν , ἡσύχους | ||
πλείοσι | ταται τὸ πρὸς ταῖς ἄλλαις τὸ μέλος καὶ ταραχῶν εἶναι , ὡς ἐπὶ καὶ τῶν ζῴων καταπραϋνομένων : |
Ἡρόδοτος τετάρτῃ „ νέμεται τὸ Ταυρικὸν ἔθνος μέχρι Χερσονήσου τῆς τρηχείης καλεομένης „ . τὸ ἐθνικὸν ταύτης Χερρονησίτης . δʹ | ||
ἔμεν , ὡς εἰ πατρίδ ' ἱκοίατο καὶ πόλιν αὐτὴν τρηχείης Ἰθάκης , ἵνα τ ' ἔτραφον ἠδ ' ἐγένοντο |
εἰπέ , τὸ δ ' εὖ νικάτω . τόσον περ εὔφρων ἁ καλά , δρόσοις ἀέπτοις μαλερῶν λεόντων πάντων τ | ||
πάντας δεξιούμενος . εἰς τὸν μετὰ ταῦτα οὖν χρόνον θεὸς εὔφρων αὐτῷ γένοιτο . ἄλλως : εὐχαῖς : τοῦ νικηφόρου |
, ἑκηβόλον ἔθνος ὀϊστῶν : καὶ γὰρ τοῖς πλέονές τε γαμήλια λέκτρα γυναῖκες κεκριμέναι μεθέπουσι καὶ εὐνάζονται ἅπασαι νύκτας ἀμειβόμεναι | ||
λογίζεται . οὐδὲ παρθένον αἰτῶν οὐ σκοπῶν ἐστιν , ὅτι γαμήλια μέν τις δῶρα διδοὺς οὔπω δῆλον ποιεῖ τῷ πατρὶ |
καὶ ἤδη μετέχομεν , εἴπερ ἡμῖν τοιοῦτοι τρεῖς ἢ τέσσαρες ἐγένεσθε ἐν Ἀθήναις φίλοι ὁποῖος Ἀριστείδης ἐχθρὸς εἷς , μᾶλλον | ||
εἶ ἐστίν ἐσμέν ἐστέ εἰσίν , ἐγενόμην ἐγένου ἐγένετο ἐγενόμεθα ἐγένεσθε ἐγένοντο , ἤμην ἦς ἦν ἦμεν ἦτε ἦσαν , |
νῦν μευ , Ἰθακήσιοι , ὅττι κεν εἴπω . ὑμετέρῃ κακότητι , φίλοι , τάδε ἔργα γένοντο : οὐ γὰρ | ||
μὴ λύσιν ἐν τρισὶν ἕξει ἤμασι τοῖς πρώτοις τετρύσεται ἐν κακότητι . Καρκίνος αὖτ ' ἐπὶ δηρὸν ἀεικείῃ μιν ἐρύξει |
φάρμακα μοῦνος ἔχει καὶ γάρ τις μελέοιο κορεσσάμενος κλαυθμοῖο κήδεα δειλαίων εἷλεν ἀπὸ πραπίδων . Οὐ μέ τις ἐξ ὀρέων | ||
πολλάκις οἳ δὲ ὑπερήδονται , καὶ αἵ γε μητέρες τῶν δειλαίων γάννυνται καὶ σεμναὶ περιίασιν , οἷα δήπου τεκοῦσαι θεῷ |
μιγῆναι τῇ θυγατρὶ Πελοπίᾳ καὶ τὸν ἐξ αὐτῆς γενόμενον δεινὰ κατεργάσεσθαι τοὺς Ἀτρείδας : ἐπειδὴ κακῆς πράξεως ὑπεμνήσθη , διὰ | ||
βασιλέα Δαρεῖον ἐξηπατηκώς : ὃς Σαρδὼ νῆσον τὴν μεγίστην ὑποδεξάμενος κατεργάσεσθαι ὑπέδυνε τῶν Ἰώνων τὴν ἡγεμονίην τοῦ πρὸς Δαρεῖον πολέμου |
, τοῖς δ ' ἐκεῖ ἐπαμύνας ἀναλόγως , ἐν τῇ ὑμετέρῃ ᾔει , καὶ ἱκανὰ ἃ νῦν ἐγὼ ἐπαγορεύω τὰ | ||
δὴ νῦν μευ , Ἰθακήσιοι , ὅττι κεν εἴπω . ὑμετέρῃ κακότητι , φίλοι , τάδε ἔργα γένοντο : οὐ |
μηδ ' ὅπλων ἄρχοντα : νοῦν χρὴ τὸν στρατηλάτην ἔχειν πόλεος : ὡς ἀρκῶν ἀνὴρ πᾶς , ξύνεσιν ἢν ἔχων | ||
ἀπ ' ἀρχῆς πραγμάτων κοινωνὸς ἦν . αἰδοῦ σὺ πρύμναν πόλεος ὧδ ' ἐστεμμένην . πέφρικα λεύσσων τάσδ ' ἕδρας |
δαίμονές τ ' ἀντήλιοι , εἴ που πάλαι , φαιδροῖσι τοισίδ ' ὄμμασι δέξασθε κόσμῳ βασιλέα πολλῷ χρόνῳ . ἥκει | ||
: ἐμοὶ γὰρ τοῦτο πρόσκειται , ξένε , μηδένα πελάζειν τοισίδ ' Ἑλλήνων δόμοις . ἆ , μὴ πρόσειε χεῖρα |
τινα αἴσθῃ καταγέλαστον καὶ τοῦ παντὸς ἡμαρτηκότα , τούτῳ καὶ εὐμενὴς εἶ καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἄγασθαι οὐκ ὀκνεῖς τὴν σοφίαν | ||
προσέβαλλεν ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκεν , ὅπως μὴ δῆλος εἴη εὐμενὴς αὐτοῖς ὤν . ἐπεὶ δ ' οὐδὲν ἀπὸ τῆς |
: παρὰ τὸ θεὸς καὶ τὸ κλύω τὸ ἀκούω . θωπεία ἡ κολακεία : καὶ θῶπες , οἱ κόλακες : | ||
, μισθαρνία μισθοφορία , θήρα , κολακεία , θεραπεία , θωπεία , παράκρουσις , παρα - γωγή , παρατροπή , |
προσεκύνησε τὸν οὐδὸν καὶ τοὺς καθημένους ἐπιφθεγξάμενος , Χαίρετε θεοὶ σωτῆρες , ὑπερβολὴν οὐδεμίαν ἀπολιπὼν κολακείας ἀνάνδρου καὶ γυναικισμοῦ . | ||
σώιζοντες - ] [ αὑτοὺς ] καὶ τῶν ἄλλων [ σωτῆρες ] γίνονται [ ] [ ] [ ] τροις |
ἐν αὐτοῖς ἀνθήματα . . ἄλλοι δὲ οὕτως φασί : μέλεσθε καὶ φροντίζετε , ὦ θεοὶ , περὶ τῶν πολιτῶν | ||
. χωρεῖτ ' , ὀπαδοί , καὶ παρελθόντες δόμους σίτων μέλεσθε : τερπνὸν ἐκ κυναγίας τράπεζα πλήρης : καὶ καταψήχειν |
μὴ βούλεται , τοῦτο . Εἰ δὲ μηδ ' οἱ γάμοι μηδ ' Ἀρίστων ὁ χρηστὸς γαμῶν ἐπανήγαγέ σε , | ||
, εὐφημίαι , μοῦσα πᾶσα : δι ' αὐτῆς συγκροτοῦνται γάμοι , πόλεις ἀνορθοῦνται , ἄνθρωποι διασώζονται . καὶ συνελόντι |
ὡς δὴ τοῦ δημιουργοῦ ἰδέαν οὖσαν τὸ ἀγαθόν , ὅστις πέφανται ἡμῖν ἀγαθὸς μετουσίᾳ τοῦ πρώτου τε καὶ μόνου . | ||
κρατερὰς ὑσμίνας . αἰδομένων δ ' ἀνδρῶν πλέονες σόοι ἠὲ πέφανται : φευγόντων δ ' οὔτ ' ἂρ κλέος ὄρνυται |
φέρον : ἀμφὶ δὲ νύκτα θοῦρος Ἄρης ἐκάλυψε μάχῃ Τρώεσσιν ἀρήγων πάντος ' ἐποιχόμενος : τοῦ δ ' ἐκραίαινεν ἐφετμὰς | ||
, ἤτοι ὃ μὲν Τρώεσσιν , ὃ δ ' Ἀργείοισιν ἀρήγων . ἐκλύσθη δὲ θάλασσα ποτὶ κλισίας τε νέας τε |
ξύμφωνον χρείαν καὶ ξύμμετρον ἀπενείματο . πλουτοδότι βασίλεια θεῶν , Ἑρμοῦθι ἄνασσα , παντοκράτειρα , τύχη Ἀγαθή , μεγαλώνυμε Ἶσι | ||
σοῦ τε τρυφῆς . Σῶν ] δώρων κἀμοὶ μετάδος , Ἑρμοῦθι ἄνασσα , σῶι ἱκέτηι ὄλβον καὶ ἅμα εὐτεκνίην . |
χρυσοῖο δικασπόλον , ᾧ ὕπο πολλοί ἰθείας ἀνὰ ἄστυ διεκρίνοντο θέμιστας : τῷ δὲ καὶ ἑξείης πολεμήια τεύχεα δύντες Φαιήκων | ||
ἁλιπλάγκτοιο πορείης Φαίηκες : τοῖσιν δ ' ἄρ ' ἐφημοσύναισι θέμιστας Ἀλκίνοος κραίνεσκε δικαιότατος βασιλήων . Πείσματα δ ' ἁψάμενοι |
Δευκαλίωνες , οὐ Πελοπηιάδαι τε καὶ Ἄργεος ἄκρα Πελασγοί . ἵλαος , ὦ φίλ ' Ἄδωνι , καὶ ἐς νέωτ | ||
τέρμα δρόμου ἵππων φυτεῦσαι . καί νυν ἐς ταύταν ἑορτὰν ἵλαος ἀντιθέοισιν νίσεται σὺν βαθυζώνοιο διδύμοις παισὶ Λήδας . τοῖς |
. . . . φέρε τὸν τρίτον Φίλας Ἀφροδίτης . χαίρετ ' , ἄνδρες συμπόται , ὅσων ἀγαθῶν τὴν κύλικα | ||
διάγοντες . χαίρετε , χαίρετ ' ἐν αἰσιμίαισι πλούτου . χαίρετ ' ἀστικὸς λεώς , ἴκταρ ἥμενοι Διός , παρθένου |
ῥύονται καὶ πόθον ὀξυβελῆ στικτοὶ σκάροι , οὐδ ' ἐνὶ μόχθοις ἀλλήλους λείπουσιν , ἀλεξητῆρι δὲ θυμῷ πολλάκι μὲν πληγέντος | ||
οἱ μεταλλεύοντες μόνοι ἀλλὰ καὶ οἱ τὰ μεταλλευθέντα συναγείροντες μυρίοις μόχθοις θηρεύωσι τὴν περίβλεπτον ταύτην πολυκτησίαν . δείγματος μὲν οὖν |
: σφίγγα δυσαμερίαν πρύτανιν κύνα πέμπει σὺν χερὶ καὶ δορὶ πράκτορι θούριος ὄρνις , ἤγουν ἡ πολεμοῦσα Θηβαίοις τύχη . | ||
ὁμόφρονα περὶ τὰ τακτικά . λέγει δὲ τοὺς Ἀτρείδας . πράκτορι ] τῶι δίκην εἰσπραξομένωι . ὅ τ ' ἐξόπιν |
' ὄργια ματρός τε σᾶς † μανείσαι πραπίδι παρακόπωι τε λήματι στέλλεται , τἀνίκατον ὡς κρατήσων βίαι . † γνώμαν | ||
ἄνδρες τοί ποτ ' ἔναιον ὑπὸ κροτάφοις ' Ἑλικῶνος , λήματι τῶν αὐχεῖ Θεσπιὰς εὐρύχορος . τῇ χθονίῃ μυστικὰ Δήμητρί |
ἄρα τί μ ' ὀλέκεις ; Ὦ κακάγγελτά μοι προπέμψας ἄχη , τίνα θροεῖς λόγον ; Αἰαῖ , ὀλωλότ ' | ||
δὲ παρακέλευσμα σῶν ἀέρι φερόμενον οἴχεται . δυοῖν δ ' ἄχη , ματρί τ ' ἔλιπεν , σέ τ ' |
πλειότερον κάματον τελέει καὶ ἀεικέα νοῦσον . θηλυτέρῃσι δὲ πάντα κακώτερα φαίνεται ἄστρα , ὅσσα διαστείχῃσιν ἀγαυὴ Θειαντίνη : καὶ | ||
. Οἵην χρύσειοι πατέρες γενεὴν ἐλίποντο χειροτέρην : ὑμεῖς δὲ κακώτερα τέκνα τεκεῖσθε . Καὶ δή που πόλεμοι , καὶ |
Μεσσηνίοις πολίτης εἴη , ἔχρησεν ἡ Πυθία : ὦ μέγα χάρμα βροτοῖς βλαστὼν Ἀσκληπιὲ πᾶσιν , ὃν Φλεγυηὶς ἔτικτεν ἐμοὶ | ||
ἵκανεν , ἄλγος μὲν μνησθέντι ποδώκεος ἀμφ ' Ἀχιλῆος , χάρμα δ ' ἄρ ' , οὕνεκά οἱ κρατερὸν παῖδ |
, χρησιμωτάτηι θεῶν , προσευχόμεσθα τήνδε διασῶσαι πόλιν . ὦ πολύμοχθος Ἄρης , τί ποθ ' αἵματι καὶ θανάτωι κατέχηι | ||
, ἀφ ' ἧς δὴ πάντα γίγνεται κακά . ὦ πολύμοχθος βιοτὴ θνητοῖς , ὡς ἐπὶ παντὶ σφαλερὰ κεῖσαι , |
ἀνθρώποις λαθεῖν δυνάμενον . καὶ δαίμων τις καλεῖται ἐπεξιὼν τοὺς ἄλαστα εἰργασμένους καὶ αὐτὸς ὁ πράξας τι τοιοῦτον , μάλιστα | ||
ἐς Κρότωνα , ἐνθάδε εἰρηνεῖς . οἱ δὲ Αἰακέος παῖδες ἄλαστα κακὰ ἔρδουσι καὶ Μιλησίους οὐκ ἐπιλείπουσι αἰσυμνῆται . δεινὸς |
, οὐκ ὀρθῶς σεωυτοῦ προέστηκας ἐς τὸ ἄγαν φαῦλον προάγων σεωυτόν : σὲ γὰρ ἐχρῆν ἐν θρόνῳ σεμνῷ σεμνὸν θωκέοντα | ||
κατὰ τὰ φρονήματα . Σύ νυν ὧδε ποιήσας ὀρθώσεις μὲν σεωυτόν , σώσεις δὲ καὶ ἐμέ : ἐμοὶ γὰρ βασιλεὺς |
, καὶ χρησμῳδίας , ξυλλήβδην ἅπαντα , οὐκ ἂν εἴποις ἀντάξια εἶναι τῆς ἀρετῆς : εἶτα ἐκεῖνα μὲν ἡγῇ θείᾳ | ||
ὥστ ' ἐμοὶ μὲν οὐδὲ σύμπαντα τὰ ἐξ ἀνθρώπων χρήματα ἀντάξια τῆς συνεχείας ταύ - της εἶναι δοκεῖ : πεποίηκε |
ἐλευθερίας ὥς φησι Δωρόθεος ἐν ἔπεσιν : δουλοσύνη κρείσσων καὶ ἐλευθερίης κε γένοιτο . καὶ τὸ ἡμισφαίριον δὲ τό τε | ||
καὶ τότε μοι δαίνυσθε καὶ ἐς χορὸν ὀτρύνεσθε στησάμενοι κρητῆρας ἐλευθερίης ἐρατεινῆς . ἡ μὲν ἔφη : τῇ δ ' |
κῦδος ὀπηδεῖ [ ] , ἁρμονίη χαρίεσσα , γάμοις γέρας ἐγγυάλιξε . νύμφα φίλη , μέγα χαῖρε διαμπερές : ἄξιον | ||
ἐσάωσε καλύψας ἠέρι πολλῇ . ἔνθα Ζεὺς Πυλίοισι μέγα κράτος ἐγγυάλιξε : τόφρα γὰρ οὖν ἑπόμεσθα διὰ σπιδέος πεδίοιο κτείνοντές |
Χρησμός : Πῖν ' οἶνον τρυγίαν , ἐπεὶ οὐκ Ἀνθηδόνα ναίεις , οὐδ ' ἱερὰν Ὑπέραν , ὅθι γ ' | ||
δηλοῖ , ἣν ἐδωρήσατο τῇ περσεφόνῃ ὁ ζεύς : ἥτις ναίεις καὶ οἰκεῖς ἐπὶ τοῦ μηλοβότου ἀκράγαντος , τοῦ ὁμωνύμου |
δεῦρο φέρουσα παρὰ Διὸς αἰγιόχοιο ” καὶ “ ἦ μάλα λυγρῆς πεύσεται ἀγγελίης . ” ποτὲ δὲ ἀντὶ τοῦ ἄγγελος | ||
Ζεῦ πάνδωρε κελαινεφὲς ἀργικέραυνε , ἀνθρώπους ῥύου μὲν ἀπειροσύνης ἀπὸ λυγρῆς , ἣν σύ , πάτερ , σκέδασον ψυχῆς ἄπο |
ἐν βλάβῃ . ὡς γὰρ ἄνθρωποι πάσχουσι καὶ τὰ αὐτῶν πήματα , οὐ θεῖά τινα , ἀλλ ' ἀνθρώπινα κέκληνται | ||
καὶ γὰρ εἰδυίαισιν ἂν ὑμῖν λέγοιμι : τἀν βροτοῖς δὲ πήματα ἀκούσαθ ' , ὥς σφας νηπίους ὄντας τὸ πρὶν |
ἀνδρῶν δαιτυμόνων ναυάγιον , οἷά τε πολλὰ πνεῦμα Διωνύσοιο πρὸς ὕβριος ἔκβαλεν ἀκτάς . πέτρην κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ . | ||
πρῶτον , ἀνιηρὴ δὲ τελευτᾶι : οὐ γὰρ δὴν θνητοῖς ὕβριος ἔργα πέλει , ἀλλὰ Ζεὺς πάντων ἐφορᾶι τέλος , |
ὕβριος , οὐ κατὰ κόσμον ἔρχεται , ἀλλ ' ἀδίκοις ἔργμασι πειθόμενος οὐκ ἐθέλων ἕπεται , ταχέως δ ' ἀναμίσγεται | ||
τῶν ἀγαθῶν ἐσθλὸν ἔχοιμι νόον . Μήτε τινὰ ξείνων δηλεύμενος ἔργμασι λυγροῖς μήτε τιν ' ἐνδήμων , ἀλλὰ δίκαιος ἐών |
αὐτίκα θυμὸν ῥηιδίως κατέπαυσεν ἀνιηροῖο χόλοιο , ἔκπαγλον τὸ πάροιθε χολούμενος , ὅσς ' ἐπεπόνθει . Οἳ δέ μιν αἶψ | ||
ἀνθρώποις κατὰ ἤθεα . τοὺς μὲν ἔπειτα Ζεὺς Κρονίδης ἔκρυψε χολούμενος , οὕνεκα τιμὰς οὐκ ἔδιδον μακάρεσσι θεοῖς οἳ Ὄλυμπον |
πάσης Ἑλλάδος καὶ ξυμμάχων βίον διώικης ' ὄντα πρὶν πεφυρμένον θηρσίν θ ' ὅμοιον . πρῶτα μὲν τὸν πάνσοφον ἀριθμὸν | ||
ὃς τριτάτης ἔλαχες μοίρης βαθὺ χεῦμα θαλάσσης , κύμασι τερπόμενος θηρσίν θ ' ἅμα , πόντιε δαῖμον : ἕδρανα γῆς |
τοῦ Ἅιδου , ὅθεν καὶ τὸ ὄνομα εἴληπται ἀπὸ τῶν στεναγμάτων τῶν ἐν αὐτῇ . οὕτως Ἡρωδιανός . . . | ||
κατὰ χθονὸς νεκρῶν ἀπύσατ ' ἀπύσατ ' ἀντίφων ' ἐμῶν στεναγμάτων κλύουσαι . ὦ παῖδες , ὦ πικρὸν φίλων προσηγόρημα |
– × – – ] ἄμουσον ἀκτῆς | [ – ˘ν – × – ] ? μέλος : ἔπειτα παν | ||
] λ ! [ . . . . × – ˘ν ] ! σε χῶρος Ἡρακλεῖ μίγα × – ˘χθον |
ὃς δέ κ ' ἀνὴρ οἴνοιο κορεσσάμενος καὶ ἐδωδῆς ἀνδράσι δυσμενέεσσι πανημέριος πολεμίζῃ , θαρσαλέον νύ τοι ἦτορ ἐνὶ φρεσίν | ||
νοήμασιν οἶκον ἔχητον ἀνὴρ ἠδὲ γυνή : πόλλ ' ἄλγεα δυσμενέεσσι , χάρματα δ ' εὐμενέτησι : μάλιστα δέ τ |
οἱ ἄδειαν δοῖεν , μηνύσειν καὶ περὶ τῶν μυστηρίων , συνεργὸς ὤν , τοὺς ἄλλους τοὺς ποιοῦντας μεθ ' ἑαυτοῦ | ||
: τὸ σύν κατὰ κοινοῦ , τουτέστιν : ὁ δὲ συνεργὸς συμπράσσων τῷ Ὀρέστῃ , ὁ πονηρὸς ἀνὴρ Φωκεὺς , |
ἡ δὲ κύων θήλεια , τίκτεται Λακωνικὸς κύων , ὥσπερ συγγινομένων κυνὸς καὶ τίγριδος τίκτεται ὁ Ἰνδικὸς κύων . κεφ | ||
καὶ ἀκριβοῦς ἐξετάσεως , θαυμαζόμενός τε καὶ στεργόμενος ὑπὸ τῶν συγγινομένων ἱερέων καὶ προφητῶν καὶ ἐκδιδασκόμενος ἐπιμελέστατα περὶ ἑκάστου , |
οὗτος ὁ καὶ περισσός . τὸ δὲ ἑξῆς : τῇ Δηοῖ γὰρ ἔτευξε θαλύσια ὁ Φρασίδαμος καὶ ὁ Ἀντιγένης . | ||
Δηοῖ καὶ Κόρῃ , ὅτι ταύτην μὲν Πλούτων ἁρπάξειεν , Δηοῖ δὲ μιγείη Ζεύς : ἐν οἷς πολλὰ μὲν ἐπράττετο |
βοᾶι βαρβάρωι στενακτὰν ἰαχὰν μελομέναν νεκροῖς δάκρυσι θρηνήσω . σχεδὸν τύχα , πέλας φόνος : κρινεῖ ξίφος τὸ μέλλον . | ||
μεταρρίπτει θεός . τῶν ἐν Θερμοπύλαις θανόντων εὐκλεὴς μὲν ἁ τύχα , καλὸς δ ' ὁ πότμος , βωμὸς δ |
θόρυβος ὅδε ; τί τάδε τὰ χορεύματα ; τίς ὕβρις ἔμολεν ἐπὶ Διονυσιάδα πολυπάταγα θυμέλαν ; ἐμὸς ἐμὸς ὁ Βρόμιος | ||
θόρυβος ὅδε ; τί τάδε τὰ χορεύματα ; τίς ὕβρις ἔμολεν ἐπὶ Διονυσιάδα πολυπάταγα θυμέλαν ; ἐμὸς ἐμὸς ὁ Βρόμιος |
. τὸν ἐσόμενον οὖν τοῦ Πηλέως σύγγαμβρον . ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι : ἶλαι αἱ τάξεις καὶ αἱ συστροφαὶ τῶν | ||
! [ – ⚕ – ⚕ – ] μμασιν ? εὔφρονες [ ] [ – × φῶς δεκ˘ ? [ |
ἀνατεινάμενοι τὰς μάστιγας ἐφώρμησαν , οἱ δὲ τὸ συνειδὸς τῆς δουλείας οὐ φέροντες αὐτίκα φεύγοντες ᾤχοντο . Πέρσαι περὶ Μυκάλην | ||
κακὸν ὑπ ' αὐτῶν πάθωσιν . ἀλλὰ ταῦτα μὲν οἶμαι δουλείας ἔργα εἰκότως ἂν νομίζοιτο : αἱ δὲ τιμαὶ ἔμοιγε |
ἵζοι κρατὸς ἀτερπής : εὐμενὴς δ ' ὁ Λύκειος ἔστω πάσᾳ νεολαίᾳ . καρποτελῆ δέ τοι Ζεὺς ἐπικραινέτω φέρματι γᾶν | ||
. δ ' ] γὰρ . ἁμάρτια ] ἁμαρτήματα . πάσᾳ ] η . γᾷ ] η . τᾷδε ] |
. ὤιμωξε δ ' εὐθὺς καὶ περιπτύξας χέρας κυνεῖ προσαυδῶν τοιάδ ' . Ὦ δύστηνε παῖ , τίς ς ' | ||
νῦν δύ ' οὖσαι μίμνομεν μιᾶς ὑπὸ χλαίνης ὑπαγκάλισμα : τοιάδ ' Ἡρακλῆς , ὁ πιστὸς ἡμῖν κἀγαθὸς καλούμενος , |
ὡς καὶ τό τῆς δ ' ἦν τρεῖς κεφαλαί . κακῇ δήσαντες ἐν αἴσῃ : ἐν κακῇ μοίρᾳ . οἱ | ||
γῆν Μαριανδυνῶν : δὴ γάρ σφεας ἐξεσάωσεν αὐτῇσιν νήεσσι , κακῇ χρίμψαντας ἀέλλῃ . τῇ ῥ ' οἵγ ' αὐτίκα |
μείω , ἡ δὲ τοῦ σώματος ῥώμη φυσικὴ ἀμείνων , περιγενήσεται μὲν ὁ ἄνθρωπος οὕτως , μέτρια δὲ προσέσται τῶν | ||
ἀνωμαλήσει καὶ ἀπραγήσει , ὕστερον δὲ εὖ πράξει καὶ ἐχθρῶν περιγενήσεται . ἐν δὲ Ἄρεως τόποις ἐπὶ νυκτερινῆς γενέσεως ψῦξιν |
λαβεῖν , πᾶν ὁμοῦ τὸ ἄρσεν γένος ἀνεῖλον . ἐπὶ ληιάδεσσι : ταῖς αἰχμαλώτοις . ἔρον : ἀντὶ τοῦ ἔρωτα | ||
ἄδην περὶ παιδὸς ἑοῖο ἦγον δήιοι ἄνδρες ἅμ ' ἄλλαις ληιάδεσσι κούρην Ἠετίωνος ἀμύμονος αἰνὰ γοῶσαν . Ἣ δ ' |
τὰ ὑποπίπτοντα . ἀμβολαδίς : ἐκ διαδοχῆς . ἐτάλασσαν : ἔτλησαν . ἀκηδέες : ἄφοβοι . καλιστρεῖ : καλεῖ . | ||
συνοχῇσι γένονθ ' , οἱ δ ' αὖ καὶ δεσμὸν ἔτλησαν , αὐτοί τε μάχλοι τε καὶ ἐς φιλότητ ' |
ξεῖν ' , ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις , ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι . Ἀκμᾶς ἑστακυῖαν ἐπὶ ξυροῦ Ἑλλάδα πᾶσαν | ||
σημείων εἶναι ἐν τῇσι δυσεντερίῃσιν ἐπιγένηται : εἰ δέ τι κείνων ἐπιφαίνοιτο , τῷ τε ἐμβρύῳ ὄλεθρον σημαίνει καὶ τῇ |
τύχης , δηλοῖ συζευχθήσεσθαι τοῦτον γυναικὶ σώφρονι καὶ πλουσίᾳ , κειμήλια ἐχούσῃ διάφορα : καὶ μύροις ἀλειφθήσεται εὐωδέσι καὶ ἀνδράσι | ||
, Ὅταν καλῇ καιρός σε τἀληθῆ λέγειν . Καὶ τὰ κειμήλια εἰς πρόβατον . Ἑρμηνεία . Δάκνει πάντως τοῦ σοφοῦ |
παρὰ θῖνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης : ὅτι Ζηνόδοτος διὰ τοῦ χ ἀχέων . . κλῦθί μευ ἀργυρότοξ ' , ὃς Χρύσην | ||
δὲ τάφοιο θηρείου λαιμοῖο μυχοὺς πλήσαντο τυχόντες : δειμαίνω τοίων ἀχέων τροφόν : ἀλλά , θάλασσα , χαῖρέ μοι ἐκ |
, ἡ δὲ τῇ θυγατρί : οὐ γὰρ θέμις ἐν μουσοπόλων οἰκίᾳ θρῆνον εἶναι οὐκ ἄμμι πρέποι τάδε . Ἡ | ||
: ἀλλὰ μάταν ἀχόρευτος ἅδε ματαιολόγων φάμα προσέπταθ ' Ἑλλάδα μουσοπόλων σοφᾶς ἐπίφθονον βροτοῖς τέχνας ὄνειδος . μετὰ ταῦτα δὲ |
κελαινῆς νασμόν , ἔνθα Τερμιεὺς ὁρκωμότους ἔτευξεν ἀφθίτοις ἕδρας , λοιβῆς ἀφύσσων χρυσέαις πέλλαις γάνος , μέλλων Γίγαντας κἀπὶ Τιτῆνας | ||
, οὐ παύσεσθε τούσδε τοὺς γάμους ἀνυμεναιοῦντες ; ὦ πρῷρα λοιβῆς Ἑστία , κλύεις τάδε ; × – μακέλλῃ Ζηνὸς |
' ἀναπτυχαί : πῶς ποτε ἐκφύγω τὰς παρούσας τύχας : ἀρωγός : φανείη δηλονότι : τοῦτο γὰρ ἀπὸ κοινοῦ : | ||
ἐν συνθέσει ἀποφήλιος , καὶ τροπῇ ἀποφώλιος , ὡς ἀρήγω ἀρωγός καὶ ῥήσσω ῥωγμός . : ῥωχμὸς ἔην γαίης , |
ἀνδράσι τοῖσι μεταῦτις [ . ὃν δέ κε φίλτατον ἔσχε ἀνάκτων ἡ βασίλεια [ οὗτος καὶ Ἀσίας τε καὶ Εὐρώπης | ||
, μή μοι ὀπίσσω νεικείῃ : χαλεπαὶ δέ τ ' ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαί : ἀλλ ' ἄγε νῦν ἴομεν : |
] Τῷ μέλει καὶ τῇ ᾠδῇ . Κῆλα δὲ ] Ἤγουν : τὰ θελκτήρια γάρ . Δαιμόνων θέλγει ] Οὐ | ||
δωρικῶς ἡ γῆ . Οὐδ ' ἀπίθησέ νιν ] * Ἤγουν εἰς ἀπείθειαν καὶ ἀνηκοΐαν ἐνέβαλεν αὐτόν , τὸν Εὔφημον |
ἐλπομένη καὶ ἔτ ' ἄλλα κακώτερα θηήσασθαι , παῖδας μὲν κταμένους , κεραϊζομένην δὲ πόληα καὶ πυρὶ δαιομένην Δαναῶν ὑπὸ | ||
ἧς νύ μοι οὔ τι μέμβλεται ὡς ὑμέων , ὁπότε κταμένους ἐσίδωμαι ἐν πολέμῳ . Κείνη δ ' ἀλαπαδνοτάτῳ σὺν |
μὲν οὖν εἰς ἀκοὰς ἦλθε τὰς ἡμετέρας , ἀρχαιολογούμενα παρὰ θεσπεσίοις ἀνδράσιν , οἳ τὰ Μωυσέως οὐ παρέργως διηρεύνησαν . | ||
δὴ ἐξέδωκα Προδίκωι , πολλοὺς δὲ ἄλλοις σοφοῖς τε καὶ θεσπεσίοις ἀνδράσι . . ἐπεὶ καὶ τοῦτό γέ μοι δοκεῖ |
ὄντως . ἦν ] ὑπῆρχε . . ὃς πρῶτος ἐν γνώμᾳ ] καὶ καταρχὰς ἐνόησε τοῦτο . . ὡς τὸ | ||
, ὅτι πλείσταισι βˈροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις , εὐσεβεῖ γνώμᾳ φυλάσσοντες μακάρων τελετάς . εἰ δ ' ἀριστεύει μὲν |
' ἔχω : διὰ σάρκα δ ' ἐμὰν ἔλεος ἔλεος ἔμολε ματέρος δειλαίας . δίδυμα τέκεα πότερος ἄρα πότερον αἱμάξει | ||
κακῶν καὶ κτεάνων τριβᾶς ὑπὸ δυοῖν μιαστόροιν δυσοίμου τύχας . ἔμολε δ ' ᾧ μέλει κρυπταδίου μάχας δολιόφρων ποινά : |
περὶ παρθένου βουλεύοντα πᾶσι κατὰ νόον ποιέειν , τοῖσι μὲν ὑμέων ἀπελαυνομένοισι τοῦδε τοῦ γάμου τάλαντον ἀργυρίου ἑκάστῳ δωρεὴν δίδωμι | ||
ὀΐω ἂψ ἀπονοστήσειν , εἰ καὶ μάλα πολλὰ πέπονθας . ὑμέων δ ' ἀνδρὶ ἑκάστῳ ἐφιέμενος τάδε εἴρω , ὅσσοι |
τοῖς ἄλλοις εἰωθότων , ἀλλ ' ἔρως ὁ οὐράνιος καὶ ἀκήρατος καὶ θεῖος ὄντως , ἐξ οὗ πᾶσαν ἀρετὴν φύεσθαι | ||
διαχωρέει : ἡ δὲ ἰκμὰς ἀπ ' αὐτῶν ἰσχυρὴ καὶ ἀκήρατος προσγινομένη ἰσχύν τε παρέχει τῷ σώματι πολλὴν καὶ αὔξην |
ἐκεῖνος τὸν πόλεμον καὶ τὰς ἐπ ' αὐτῷ συννοίας καὶ κατηφείας σκεδάσας εἰρήνην ἐπικηρυκεύσηται βίου , φαιδρὸς καὶ γεγηθὼς τὴν | ||
θαλερῶν αἰζηῶν . ” κατωμαδόν κατὰ τῶν ὤμων . κατηφόνες κατηφείας ἄξια πράττοντες , παρὰ τὸ φῶ , οὗ παραγωγὸν |
δυσχίμου πλημυρίδος , πλόκαμον ἰδούσῃ τόνδε : πῶς γὰρ ἐλπίσω ἀστῶν τιν ' ἄλλον τῆσδε δεσπόζειν φόβης ; ἀλλ ' | ||
παῖδα δ ' οὔτ ' ἐμὴν κτενῶ οὔτ ' ἄλλον ἀστῶν τῶν ἐμῶν ἀναγκάσω ἄκονθ ' : ἑκὼν δὲ τίς |
θυάδος ἀντὶ τοῦ τῆς ἁρπαγείσης Ἑλένης μόνῃ τῇ Αἴθρᾳ ζυγὸν δούλειον ἀμφήρεισαν οἱ τῶν Ἀθηναίων πορθηταί . ὁ δὲ νοῦς | ||
πέμπε τὸν ἱκανὸν ἀπείργειν ἀπὸ τῆς πόλεως τῆς ἡμετέρας τὸν δούλειον ζυγὸν , τουτέστι τὸν δυνάμενον μὴ ἐᾶσαι ἡμᾶς γενέσθαι |
. . πελαζόμεθα ] τῷ σῷ βωμῷ πλησιάζομεν . . Λύκει ' ἄναξ , λύκειος γενοῦ ] Λύκειόν φασι τὸν | ||
γενοῦ , οἷον ἐπὶ τοῦ πολέμου . παρήχησιν ἐνταῦθα ποιεῖ Λύκει ' ἄναξ λύκειος γενοῦ εἰπών , ἤτοι πολέμιος αὐτοῖς |
ἰχθύων λέγει . [ εὔχομαί σε , ἐπεύχομαί σοι , κατεύχομαί σου . . ] τοκῆες δ ' ἄπαιδες : | ||
μέγα . ἐλθεῖν δ ' Ὀρέστην δεῦρο σὺν τύχῃ τινὶ κατεύχομαί σοι , καὶ σὺ κλῦθί μου , πάτερ : |