[ ] [ , ἁνίκ ' ἀγανόφρων Κοίου θυγάτηρ λύετο τερπνᾶς ὠδῖνος : ἔλαμψαν δ ' ἀελίου δέμας ὅπως ?
ἐκάλεσε τὴν ἀκμὴν τοῦ σώματος διὰ τὸ ἐπίχαρι αὐτῆς . τερπνᾶς ἥβας : ὅτι ἐν ταύτῃ μάλιστα τὰ ἡδέα τοῖς
7259741 ἀεθˈλοις
ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ τέταται : ὃς δ ' ἀμφ ' ἀέθˈλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβˈρόν , εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον
Τελεσίκˈρατες , ἔμμεν , ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθˈλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις . ἐμὲ δ '
7159266 φιλτατῃ
. πολλὰ καὶ ἀγαθὰ δοίης , Ἀφροδίτη πάνδημε , τῇ φιλτάτῃ γυναικί : ἑταίρου γάρ , οὐχ ἑταίρας ἔργον διεπράξατο
ξαλειφθῆναί ποτε , τέκνοις τε , Γῇ τε μητρί , φιλτάτῃ τροφῷ : ἡ γὰρ νέους ἕρποντας εὐμενεῖ πέδῳ ,
7129522 παναοιδιμον
] ἠδὲ γυναῖξιν [ . ] [ λώιόν ἐστιν ἑὸν παναοίδιμον οὔνομα μέλψαι ] , [ ὅττι χάρις καὶ ]
? ? ? ? ? ἀειρομένοισι , λαμπετόοντα ? βίον παναοίδιμον ? ? [ ] ? εἰρήναισιν ? ? ?
7023771 δαφνας
, ὦ Λατοῦς παῖ . ἀλλ ' ἐκπαύσω γὰρ μόχθους δάφνας ὁλκοῖς , χρυσέων δ ' ἐκ τευχέων ῥίψω γαίας
, καὶ καθευδήσας ὁ Ἡσίοδος ὄναρ εἶδεν , ἐννέα γυναῖκας δάφνας αὐτὸν ψωμιζούσας : ἐδήλου δὲ τὸ ὄναρ πάντως ὡς
7016191 ἐσιδεσθαι
τοῦδ ' ἔτι θνητοῖς πάθος ἐξεύροις ἢ τέκνα θανόντ ' ἐσιδέσθαι ; φέρω φέρω , τάλαινα μᾶτερ , ἐκ πυρᾶς
Ὠκεανοῖο , ὃς δή τοι καλὸς μὲν ἀρίζηλός τ ' ἐσιδέσθαι ἀντέλλει , μήλοισι δ ' ἐν ἄσπετον ἧκεν ὀιζύν
6991771 εὐμενει
. Σπερχειὸς ] Θετταλίας ποταμός . ἄρδει ] πιαίνει . εὐμενεῖ ] † ἱλαρῷ , γλυκεῖ . πόλισμ ' ]
, Θαλία τε ἐρασίμολπε , ἰδοῖσα τόνδε κῶμον ἐπ ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα : Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ
6979953 φλεξον
οἰστρηλάτῳ δὲ δείματι δειλαίαν παράκοπον ὧδε τείρεις ; πυρί με φλέξον , ἢ χθονὶ κάλυψον , ἢ ποντίοις δάκεσι δὸς
, μανικὴν καὶ παρακεκομμένην τὸν νοῦν τείρεις ] δαμάζεις πυρὶ φλέξον ] ἤγουν κεραύνωσον χθονὶ κάλυψον ] τῇ γῇ :
6976485 ἀεισατε
γείναντο θεοῖς ἐπιείκελα τέκνα . [ νῦν δὲ γυναικῶν φῦλον ἀείσατε , ἡδυέπειαι Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες , κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο .
ἄναξ Ἄπολλον φείδεο κούρων φείδεο [ [ Παιᾶνα κλυτόμητιν ] ἀείσατε [ κοῦροι Λατοΐδαν Ἕκατον ] , ἰὲ Παιάν ,
6970067 Κικλησκω
εὐφήμους τελετὰς ὁσίας νεομύστοις εὐκάρπους καιρῶν γενέσεις ἐπάγουσαι ἀμεμφῶς . Κικλήσκω κούρην Καδμηίδα παμβασίλειαν , εὐειδῆ Σεμέλην , ἐρατοπλόκαμον ,
πρὸς σὸν χῶρον , ἄνασσα , καὶ εὐδύνατον Πλούτωνα . Κικλήσκω Διόνυσον ἐρίβρομον , εὐαστῆρα , πρωτόγονον , διφυῆ ,
6968118 θυμ
πτωχικοῦ βακτηρίου . Τουτὶ λαβὼν ἄπελθε λαΐνων σταθμῶν . Ὦ θύμ ' , ὁρᾷς γὰρ ὡς ἀπωθοῦμαι δόμων , πολλῶν
ὁρᾶν τινὰ δύνασθαι τὰ ἔνδον ὥσπερ ἀπὸ τῶν κιγκλίδων . θύμ ' ] θυμέ . γραμμὴ δ ' αὑτηΐ :
6954110 Λατω
“ τί κάλλιον ἀρχομένοισιν ἢ καταπαυομένοισιν , ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ καὶ θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν ἀεῖσαι ” ; ΓΘ ἀρχομένοισι
φοίνικα παρ ' ἁβροκόμαν , ἔνθα λοχεύματα σέμν ' ἐλοχεύσατο Λατὼ Δίοισί σε κάποις . οἴμοι , μέγας θησαυρὸς ὡς
6945255 Ῥειη
καὶ οὐρανῷ ἰσοφαρίζειν [ οὐλύμποιο ] ? νέον λάχεν υἱέα Ῥείη [ ἄνδρα φερεσσακέων ] ? κοσμήτορα [ ] ?
νηός Ἀργῴης : οὐ γάρ οἱ ἐέλπετο κῦμα περῆσαι . Ῥείη γὰρ κοτέεσκε δεδουπότος εἵνεκα λαοῦ : Ἀλλ ' ὅτε
6925634 ἐτευξαν
καὶ ἐναλλάγδην ὁρίων μοίρῃσι βεβῶτες , μολπῇσιν γλυκερῇσι μεμηλότας ἄνδρας ἔτευξαν , ἢ λιγυρῆς κιθάρης ἐπιίστορας ἠδὲ καὶ αὐλῶν .
ἑτέρων μαλερῇσιν ὑπ ' αὐγαῖς δερκομένου ἑτέροιο , γονὴν δούλειον ἔτευξαν . ὁππότε δ ' ἂν κέντρων ἐρατὴ κλινθεῖσα Σελήνη
6925452 Δηοι
οὗτος ὁ καὶ περισσός . τὸ δὲ ἑξῆς : τῇ Δηοῖ γὰρ ἔτευξε θαλύσια ὁ Φρασίδαμος καὶ ὁ Ἀντιγένης .
Δηοῖ καὶ Κόρῃ , ὅτι ταύτην μὲν Πλούτων ἁρπάξειεν , Δηοῖ δὲ μιγείη Ζεύς : ἐν οἷς πολλὰ μὲν ἐπράττετο
6919467 λοιβαις
προύθηκεν ἄντροις , τὰν μὲν ἐκ τοῦ [ - νοις λοιβαῖς γεραίρει , τὰν δ ' ἐς ἄστυ [ σὺν
ἔπλετο Φοίβῳ . αὐτὰρ ἐπειδὴ τόνγε χορείῃ μέλψαν ἀοιδῇ , λοιβαῖς εὐαγέεσσιν ἐπώμοσαν ἦ μὲν ἀρήξειν ἀλλήλοις εἰσαιὲν ὁμοφροσύνῃσι νόοιο
6918943 κολποισι
καρπὸν ἔδουσι , καὶ ζώιων πάντων , ὁπός ' ἐν κόλποισι τιθηνεῖ γαῖα θεὰ μήτηρ καὶ πόντιος εἰνάλιος Ζεύς .
τραγικῇ τέχνῃ , σχῆμα τὸ σεμνότατον . * ἥδε χθὼν κόλποισι Φασηλίτην Θεοδέκτην κρύπτει , ὃν ηὔξησαν Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες .
6899047 δαμασσατο
ἀγαυοῦ Τυδέος υἱὲ ἦ μάλα ς ' οὐ βέλος ὠκὺ δαμάσσατο πικρὸς ὀϊστός : νῦν αὖτ ' ἐγχείῃ πειρήσομαι αἴ
δηλονότι . Θαρσαλέος : ὁ Ἀχιλλεύς . παρέδραμε : γράφεται δαμάσσατο . Δηϊδαμείης : παρακοῖτις , Ἀχιλλεύς . Πιμπληΐδι :
6899041 ἀμειδητους
ἡ Ἀμεινώ τῆς Ἀμεινῶς τῇ Ἀμεινῷ , . Ἀμείδητος : ἀμειδήτους : ᾧ ἐν ἀμειδήτους ἁγίας ηὐλίζετο νύκτας , τὰς
, ὀργιάσαι , στῆσαί τε χοροὺς ἄντροιο πάροιθεν ᾧ ἐν ἀμειδήτους ἁγίας ηὐλίζετο νύκτας : ἐξ οὗ Καλλίχορον ποταμὸν περιναιετάοντες
6887167 Δηλιασιν
ἔθος Ἐριχθόνιον συνίστησιν . μνημονεύει τοῦ ἔθους Κρατῖνος μὲν ἐν Δηλιάσιν , Φερεκράτης δὲ ἐν Ἐπιλήσμονι . Γ ] ἀντὶ
Εὐρώπῃ : ῥύζων ἅπαντας ἀπέδομαι τοὺς δακτύλους . καὶ Κρατῖνος Δηλιάσιν : † ἵνα σιωπῇ † τῆς τέχνης ῥάζωσι τὸν
6883775 ἀγγελε
. βλαβῶν . ἔλαβε . ἀφείλκυσεν εἰς ἑαυτὸν . ὦ ἄγγελε . λέξον . ναῶν ] ἀπὸ . αἳ ]
νῦν μὲν οὖν , ἔφη , σύ τε , ὦ ἄγγελε , ἀνάπαυσαι , ἐπεὶ καὶ πεπόνηκας , ἡμεῖς τε
6872821 Δαλου
ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν ' εὐρυβίαν , ὃν πρόγονον , καὶ τοξοφόρον Δάλου θεοδˈμάτας σκοπόν , αἰτέων λαοτˈρόφον τιμάν τιν ' ἑᾷ
[ ] ! φόρμιγγι ? ? [ Φοίβωι ] : Δάλου ? [ ] ε μεσόχθονος ? ? [ [
6849685 Βακχου
ἡδεῖ . ἰδίως δὲ τέταχεν . ἢ ἀντὶ τοῦ ἡδέως Βάκχου ] τοῦ οἴνου σιλφιόεσσαν δὲ λίτρην , ἀντὶ τοῦ
τάχιστα λέγων εὖ , οἵπερ καὶ ῥήιστης εἰσὶ διδασκαλίης . Βάκχου μέτρον ἄριστον ὃ μὴ πολὺ μηδ ' ἐλάχιστον :
6838927 ἐρνεσι
] , ὅπῃ πιτυώδεος [ ] ὕλης νείοθεν ἐρρίζωντο συνήλικες ἔρνεσι νύμφαι . τοῖα δ ' Ἁμαδρυάδων [ ] τις
Πυθῶνι κράτησεν ἀπὸ ταύτας αἷμα πάτˈρας χρυσαλακάτου ποτὲ Καλλίας ἁδών ἔρνεσι Λατοῦς , παρὰ Κασταλίαν τε Χαρίτων ἑσπέριος ὁμάδῳ φλέγεν
6835924 ἐναργεα
, γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμεϊᾶν . ἐναργέα τ ' ἔμ ' ὥτε μάντιν οὐ λανθάνει .
: διὸ παρ ' αὐτοῖς ἡ θεὸς τιμᾶται . βωμὸν ἐναργέα : ἤτοι τῇ κατασκευῇ πολυτελῆ τυγχάνοντα : ἢ τὸν
6830028 ἐραται
τοῦ πολέμου . , , , : ἀφρήτωρ ἀθέμιστοςὃς πολέμου ἔραται . λεξάσθων παρὰ τάφρον : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ
' αὔτως σοφίην ὁ σοφώτατος οὐκ ἀποφεύγει , ἀλλ ' ἔραται , θυμὸν δ ' οὐ δύναται τελέσαι . Ὦ
6829373 στοναχαι
, πλὴν ὅτι λείπει πόλιν Ἀργείων . καὶ τίνες ἄλλαι στοναχαὶ μείζους ἢ γῆς πατρίας ὅρον ἐκλείπειν ; ἀλλ '
δ ' ἐξέρρεε δάκρυ , καὶ νηοὶ δεύοντο λύθρῳ : στοναχαὶ δ ' ἐφέροντο ἔκποθεν ἀπροφάτοιο : περισσείοντο δὲ μακρὰ
6829010 Ματρος
' εἰλαπίνας θεοῖς βροτείωι τε γένει , Ζεὺς μειλίσσων στυγίους Ματρὸς ὀργὰς ἐνέπει : Βᾶτε , σεμναὶ Χάριτες , ἴτε
[ [ πρῶτος ] δὲ ἰάτρευσε [ ] [ [ Ματρὸς ] ὀρείας δεῖξαν [ [ πρῶτος ] δένδρα [
6823879 Φλεγυαο
ὃς μέγα χάρμα βροτοῖσιν ἐγείνατο μειχθεὶς ἐν φιλότητι Κορωνίδι τῇ Φλεγύαο Ἰὴ Παιᾶνα Ἀσκληπιὸν δαίμονα κλεινότατον , ἰὲ Παιάν .
, ὅτ ' ἄρ ' Ἴσχυς γῆμε Κορωνὶν Εἰλατίδης , Φλεγύαο Διογνήτοιο θύγατρα . . , : [ Ξενοκράτει Ἀκραγαντίνῳ
6821238 γαμηλια
, ἑκηβόλον ἔθνος ὀϊστῶν : καὶ γὰρ τοῖς πλέονές τε γαμήλια λέκτρα γυναῖκες κεκριμέναι μεθέπουσι καὶ εὐνάζονται ἅπασαι νύκτας ἀμειβόμεναι
λογίζεται . οὐδὲ παρθένον αἰτῶν οὐ σκοπῶν ἐστιν , ὅτι γαμήλια μέν τις δῶρα διδοὺς οὔπω δῆλον ποιεῖ τῷ πατρὶ
6819664 κἐς
: Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ . Θόρε κἐς ] πόληας ἁμῶν θόρε κἐς ποντοπόρος νᾶας , θόρε
ἐς [ ποίμνια , κἐς λάϊα ] καρπῶν θόρε , κἐς τελεσφόρος [ ἀγρός . Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε ,
6809425 λευγαλεοισι
' ἐνὶ κλισίῃ πίνοντέ τε δαινυμένω τε κήδεσιν ἀλλήλων τερπώμεθα λευγαλέοισι μνωομένω : μετὰ γάρ τε καὶ ἄλγεσι τέρπεται ἀνήρ
ἔτλην μέγα πένθος , ἐπεὶ θεὸν οὔ τι ἔοικε πένθεσι λευγαλέοισι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἀχεύειν . Τῶ σε καὶ ἀχνυμένην
6798980 Φοιβωι
Πυθὼ ἐς ἠγαθέην καί ῥ ' ἔφρασεν ἔργ ' ἀΐδηλα Φοίβωι ἀκερσεκόμηι , ὅτι Ἴσχυς γῆμε Κόρωνιν Εἰλατίδης , Φλεγύαο
' ; ὡς ἀπαντᾶι δάκρυά μοι τοῖς σοῖς λόγοις . Φοίβωι ξυνῆψ ' ἄκουσα δύστηνον γάμον . ὦ θύγατερ ,
6797550 παντοιης
ἁλιήων αὐτός , ἄναξ , πρώτιστος ἐμήσαο καὶ τέλος ἄγρης παντοίης ἀνέφηνας , ἐπ ' ἰχθύσι κῆρας ὑφαίνων . Πανὶ
ἀπ ' ἀνθρώπων ἐδάην , τοῖσιν τὰ μέμηλεν , αἰόλα παντοίης ἐρατῆς μυστήρια τέχνης , ἱμείρων τάδε πάντα Σεουήρου Διὸς
6796836 πατρωιαι
ὦ τεκοῦσα , καὶ σύ , σύγγονε , ἐν γῆι πατρώιαι , καὶ πόλιν θυμουμένην παρηγορεῖτον , ὡς τοσόνδε γοῦν
: . . . . δημιουργὸν γὰρ γενέσθαι τὸν Σωκράτην πατρώιαι τέχνηι χρώμενον τῆι λατυπικῆι Ἀριστόξενος ἱστορεῖ : καὶ Τίμαιος
6795095 Βρομιου
κότταβον ἐνθάδε σοι τρίτον ἑστάναι οἱ δυσέρωτες ἡμεῖς προστίθεμεν γυμνασίῳ Βρομίου κώρυκον . οἱ δὲ παρόντες ἐνείρετε χεῖρας ἅπαντες ἐς
? , σάτυρον ὑπὸ πίτυν , Ἄττιν ? ἡμιγύνην λυθέντα Βρομίου Θῆβαι / εἶδον ἀπολλύμενον [ γάμον ] ἔναιμον ?
6788077 τηλεθαοντα
. Καὶ τότ ' ἄρ ' Ἀτρέος υἷες ἐς ἄγκεα τηλεθάοντα Ἴδης ὑψικόμοιο θοοὺς προέηκαν ἱκέσθαι ἀνέρας . Οἳ δ
' ἕρκος ἐλήλαται ἀμφοτέρωθεν . ἔνθα δὲ δένδρεα μακρὰ πεφύκασι τηλεθάοντα , ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι συκέαι τε
6777874 ὁρκι
ἐν θαλάμοις καλὸν ἑλισσομένης , Ἀσσησοῦ βασιλῆος ἐλεύσεται ἔκγονος Ἀνθεύς ὅρκι ' ὁμηρείης πίστ ' ἐπιβωσάμενος , πρωθήβης , ἔαρος
ἐπεστενάχοντο δ ' ἑταῖροι : φίλε κασίγνητε θάνατόν νύ τοι ὅρκι ' ἔταμνον οἶον προστήσας πρὸ Ἀχαιῶν Τρωσὶ μάχεσθαι ,
6773332 βροτειων
ἀγχονῶν , δεσμῶν . βρέτας : εἴδωλον . βροτοσσόων : βροτείων λόγων . γεγῶσα : γεγονυῖα . γῆρυν : φωνήν
[ Θεοῦ μὲν οὐδεὶς ἐκτὸς εὐτυχεῖ βροτός . Φεῦ τῶν βροτείων ὡς ἀνώμαλοι τύχαι : οἱ μὲν γὰρ εὖ πράσσουσι
6773125 θυσιῃσι
τοῦτον τὸν ἱρὸν φυλάσσουσι οἱ βασιλέες ἐς τὰ μάλιστα καὶ θυσίῃσι μεγάλῃσι ἱλασκόμενοι μετέρχονται ἀνὰ πᾶν ἔτος . Ὃς δ
μαλακοῖσιν ἅτε βρέφος ἀλδήσασκε , καὶ θεὸν ὣς λιπαρῇσιν ἀρεσσάμενος θυσίῃσι λᾶαν ὑπερμενέεσσιν ἀοιδαῖς ἔμπνοον ἔρδεν . ἐν καθαρῷ δὲ
6768606 σπηλυγγι
μεσάτῳ μέσου ἤματος ἀγρώσσοιεν , εὖτέ τις ἐν δρυμοῖσιν ὑπὸ σπήλυγγι λιασθείς , κάρφεα λεξάμενός τε καὶ ὠκύμορον φλόγα νήσας
ἄνθεσιν εἴαρος ὥρῃ , οἵη δ ' αὖτε θέρευς γλυκερὴ σπήλυγγι χαμεύνη , οἵη δ ' ἐν σκοπέλοισιν ἐπακτήρεσσι πάσασθαι
6766112 Ὑβρις
ἡ ψῆφος νικᾷ . Τῶν ἀχαρίστων αἱ δωρεαὶ ἀνατρέπονται . Ὕβρις ὕβριν ἔτικτε καὶ ψόγος ψόγον . Ὑγρὰ νύξ :
σκέλισμα βλέπε . Τὰ μεγάλα κέρδη μεγάλας ζημίας προξενοῦσιν . Ὕβρις ἔρωτα λύει . Ὕδωρ ἱστάμενον ὄζει . Φαγέτω με
6764697 Ὑπνος
ἀγκὰς ἄκοιτιν : βῆ δὲ θέειν ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν νήδυμος Ὕπνος ἀγγελίην ἐρέων γαιηόχῳ ἐννοσιγαίῳ : ἀγχοῦ δ ' ἱστάμενος
ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία . Ὕπνος δὲ πεῖναν τὴν κατ ' ἔσχατον δαμᾷ . Ὑπὲρ
6763731 ἐραι
. Μ : μόνος θεῶν . . Θάνατος οὐ δώρων ἐρᾶι Αἰσχύλος φησί . . . . : . .
. . Αἰσχύλος : μόνος θεῶν γὰρ Θάνατος οὐ δώρων ἐρᾶι . Μ : μόνος θεῶν . . Θάνατος οὐ
6761643 στερομαι
μοι , χρονίαν ς ' ἐσιδὼν τῶν σῶν εὐθὺς φίλτρων στέρομαι καὶ ς ' ἀπολείψω σοῦ λειπόμενος . πόσις ἔστ
πόσις ἡμῶν προδότης γέγονεν ; στέρομαι δ ' οἴκων , στέρομαι παίδων , φροῦδαι δ ' ἐλπίδες , ἃς διαθέσθαι
6755606 Αἰγλη
τῆς Ἰαλύσου . καὶ πρότερον μὲν ἐκαλεῖτο Μεταποντίς , εἶτα Αἴγλη . τὸ ἐθνικὸν Συμαῖος , ὡς Κυμαῖος Δυμαῖος .
ἔμπεδον αὔτως ἐξέφανεν , θάμβος περιώσιον . ἔκφατο δ ' Αἴγλη μειλιχίοις ἐπέεσσιν ἀμειβομένη χατέοντας : “ Ἦ ἄρα δὴ
6754501 ρζʹ
Κρόνῳ ροʹ , Διὶ ξηʹ , Ἄρεϊ πεʹ , Ἡλίῳ ρζʹ ιβʹ , ἑαυτῇ μεʹ , Ἑρμῇ ριγʹ ιβʹ ,
τῆς ἑτέρας περίμετρον ἔχει σταδίων ͵αχʹ , μίλια δὲ [ ρζʹ ] , ἡ δὲ μείζων ͵ε : ταύτης δὲ
6753492 κρεσσων
τόδε Φωκυλίδου : πόλις ἐν σκοπέλῳ κατὰ κόσμον οἰκεῦσα σμικρὴ κρέσσων Νίνου ἀφραινούσης . ἀλλ ' οὐ πρὸς ὅλην Ἰλιάδα
Εὐνίκα δὲ μόνα τὸν βουκόλον οὐκ ἐφίλασεν , ἁ Κυβέλας κρέσσων καὶ Κύπριδος ἠδὲ Σελάνας . μηκέτι μηδ ' ἅ
6750897 Σεληναιην
Σκορπίου αἰθερίοιο , φέροιό κεν ἐσθλὸν ὄνειαρ εἰδώλῳ ἐνὶ τῷδε Σεληναίην ἐσαθρήσας . εἰ δέ κεν οἰκείηνδε λιλαίεαι ἀπονέεσθαι ,
δυστυχέας , καμάτου τε κακοῦ διαδέκτορας αἰεί . ἢν δὲ Σεληναίην ἑλικάστερον αἰθροβολήσῃ ἀκτῖσι χρυσέῃσι φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη , ἢ κοινῶς
6750553 ΖΒΑ
ΘΛ μείζονές εἰσιν . καὶ τὸ ἀπὸ συναμφοτέρου ἄρα τῆς ΖΒΑ ὡς μιᾶς μεῖζόν ἐστιν τοῦ ἀπὸ ΘΛ . ἀλλὰ
λόγος ἐστὶ δοθείς : καὶ συνθέντι τοῦ ΓΕΒΖΑ πρὸς τὸ ΖΒΑ λόγος ἐστὶ δοθείς . τοῦ δὲ ΖΑΒ πρὸς τὸ
6747432 παμβασιληος
! ! ! ! ! ! ] Αβαδιος ἐπὶ χθονὶ παμβασιλῆος ἔπλετο δωρσιεω ? ? ? ! ! ! !
? ? ? ὔμμι ? ? γενέθλῃ . ἐν χθονὶ παμβασιλῆος ? ? ? ? ? ? ? ? ?
6747431 ματιῃ
μέγεθος ἐγγὺς ἂν ἔλθῃ . ματίῃ ματαιότητι : “ ἡμετέρῃ ματίῃ . ” μαχλοσύνη ἀκολασία , καταφέρεια . μεγαλίζομαι μεγαλύνομαι
τείρετο δ ' ἀνδρῶν θυμὸς ὑπ ' εἰρεσίης ἀλεγεινῆς ἡμετέρῃ ματίῃ , ἐπεὶ οὐκέτι φαίνετο πομπή . ἑξῆμαρ μὲν ὁμῶς
6743429 στητας
πῆμα Πάρις θέτο Σιμιχίδας : ψυχὰν ᾇ , βροτοβάμων , στήτας οἶστρε Σαέττας , κλωποπάτωρ , ἀπάτωρ , λαρνακόγυιε ,
πᾶμα Πάρις θέτο Σιμιχίδας . ψυχὰν ᾇ , βροτοβάμων , στήτας οἶστρε Σαέττας , κλωποπάτωρ , ἀπάτωρ , λαρνακόγυιε ,
6743250 μαλθακᾳ
ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον : νεοθαλὴς δ ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ : θαρσαλέα δὲ παρὰ κˈρατῆρα φωνὰ
καθεδρῶν . Κατέσταν ] Ἐγένοντο . Πραῢν δ ' Ἰάσων μαλθακᾷ φωνᾷ ] Πρὸς τῇ ὑφειμένῃ φωνῇ μιγνύων καὶ λόγον
6740433 μεθεισα
τόδε ψυχὴν διέφθαρκ ' : οἴχομαι δὲ καὶ βίου χάριν μεθεῖσα κατθανεῖν χρήιζω , φίλαι . ἐν ὧι γὰρ ἦν
Ὑφ ' ἡδονῆς τοι , φιλτάτη , διώκομαι τὸ κόσμιον μεθεῖσα σὺν τάχει μολεῖν : φέρω γὰρ ἡδονάς τε κἀνάπαυλαν
6735226 τεθνειωτι
γῆρας , οὔτε ποιητάων ἀδαήμων οὔτε θεάτρων , ᾧ καὶ τεθνειῶτι λαλεῖν πόρε Περσεφόνεια . πολλοὶ δὲ παρῳδῶν ποιηταὶ γεγόνασιν
γῆρας , οὔτε ποιητάων ἀδαήμων οὔτε θεάτρων , ᾧ καὶ τεθνειῶτι λαλεῖν πόρε Φερσεφόνεια . σὺ δὲ καὶ ζῶν ,
6734947 μογοστοκος
γε πάντα , γέρων , κατὰ μοῖραν ἔειπες . ” μογοστόκος ἡ μογοῦσα καὶ πονοῦσα περὶ τοὺς τόκους . μόθος
. καὶ χροιὴ πέπλου μαντεύεται , ὅττι μενοινὴ μυρία μοχθήσασα μογοστόκος ἔμφρονι ῥιπῆι καὶ φρένα φοινίσσουσα πολυσπερέεσσι μερίμναις , ἤθεα
6727789 χαριτεσσιν
πόρε τ ' ἀγˈλαΐαν καὶ τόθι κˈλειναῖς τ ' Ἐρεχθειδᾶν χαρίτεσσιν ἀραρώς ταῖς λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις , οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφˈρον
ἐφυδατίη . τὸν δὲ σχεδὸν εἰσενόησεν κάλλεϊ καὶ γλυκερῇσιν ἐρευθόμενον χαρίτεσσιν , πρὸς γάρ οἱ διχόμηνις ἀπ ' αἰθέρος αὐγάζουσα
6727499 δισσους
γ ' ὄντα καὶ γυναικὸς ἄζυγα ; οὔκ , ἀλλὰ δισσοὺς συνκατέκτεινεν [ ] κόρους . ἦ πᾶς ' ὄλωλε
ἀρετᾶς ὅσοισιν μέτα , καὶ θανόντες εἰς αὐγὰς πάλιν ἁλίου δισσοὺς ἂν ἔβαν διαύλους , ἁ δυσγένεια δ ' ἁπλοῦν
6724266 χρυσαμπυκες
εἴργασται κακόν ; Εὐφρόνιος παρὰ Ξενοκλεῖ εἶναί φησι τὸ ” χρυσάμπυκες “ , † † ἐξ οὗ παραπεποιῆσθαι . ὦ
[ ! ! ! ! ! ! ! ] οι χρυσάμπυκες [ ] [ ! ! ! Ἑλικῶνα ] ?
6718989 ὀτοβον
⋮ – ˘ – × – ˘ × . . ὄτοβον ] ? ὠ [ [ ] πνευμα ? [
τὸν τῶν χνοῶν κτύπον . . τῶν καρουχῶν . . ὄτοβον ] κτύπον . ἁρμάτων ] τῶν πολεμίων . .
6716081 εὐιον
τὸν Διόνυσον ᾄδειν ἔοικεν ἐν κορυφαῖς τοῦ Κιθαιρῶνος ὑποσκιρτῶν τι εὔιον . ὁ Κιθαιρὼν δὲ ὀλοφύρεται ἐν εἴδει ἀνθρώπου τὰ
ζάεντος φαμὶ ἰοπλοκάμων Μοισᾶν εὖ λαχεῖν . μισέω μνάμονα συμπόταν εὔιον ὀρσιγύναικα μαινομέναις Διόνυσον ἀνθέοντα τιμαῖς ὅτε Τυνδαριδᾶν ἀδελφῶν ἅλιον
6715521 Δηω
Δηώ : γῆ : σωματοποιεῖ τὴν γῆν ὡς θεάν . Δηὼ ὁ θεὸς παρὰ τὸ δαίω τὸ καίω , δηὼ
, ἁρπαγείσης ὑπὸ τοῦ Πλούτωνος , ἡ μήτηρ αὐτῆς ἡ Δηὼ νῆστις περιήρχετο ζητοῦσα αὐτήν , καὶ δὴ περιερχομένη καὶ
6713614 αἰανη
τὰ παναίολ ' ] τὰ ποικίλα τῷ θρήνῳ . . αἰανῆ ] ἀχλύος γέμοντα . βάγματα ] φωνήματα . .
πέμποντος . παναίολ ' ] τὰ ποικίλα τῷ θρήνῳ . αἰανῆ ] σκοτεινά , ἀχλύος γέμοντα . δύσθροα ] δύσφημα
6711575 ἀνδροκμητας
εἶτα παράγραφος . στροφὴ ἑτέρα κώλων ιβʹ . ἡμέτερα + ἀνδροκμήτας : στροφὴ ἑτέρα κώλων χοριαμβικῶν ιβʹ . ἐπὶ τῶι
αὕτη τῆς ἄνω ἐστὶ στροφῆς , ἧς ἡ ἀρχὴ ” ἀνδροκμήτας “ : κώλων γάρ ἐστι καὶ αὕτη ιβʹ .
6707964 ταπησι
ἁπαλαῖσι κοίταις τελεῖν τὰν Ἀφροδίταν . Διὰ νυκτὸς ἐγκαθεύδων ἁλιπορφύροις τάπησι γεγανυμένος Λυαίωι ἐδόκουν ἄκροισι ταρσῶν δρόμον ὠκὺν ἐκτανύειν μετὰ
Πρὸς τοῖς εἰρημένοις . καταδαρθεῖν : Ὑπνῶσαι . . ἤτοι τάπησι . οὕτως γὰρ Ἀττικοί . . ἐν τάπησιν :
6706180 καρποισι
' ἐπὶ ἔργα χέρας φέρον : ἀμφὶ δ ' ἀλωαὶ καρποῖσι βρίθοντο : μέλαινα δὲ γαῖα τεθήλει . Αἰπύτατον δ
δονοῦνται , τὰ βροτῶν δ ' ἔλαμψεν ἔργα , † καρποῖσι γαῖα προκύπτει , καρπὸς ἐλαίας † προκύπτει : †
6699213 εὐφρονες
. τὸν ἐσόμενον οὖν τοῦ Πηλέως σύγγαμβρον . ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι : ἶλαι αἱ τάξεις καὶ αἱ συστροφαὶ τῶν
! [ – ⚕ – ⚕ – ] μμασιν ? εὔφρονες [ ] [ – × φῶς δεκ˘ ? [
6698944 πυρφορῳ
οὐδαμινὸν λεπτὸν ἄστατον . πυρφόρῳ ἴυγγι τόξων νῦν ἀντὶ τοῦ πυρφόρῳ βέλει : λέγει δὲ τῷ ἔρωτι . ἴυγξ δὲ
. ἐγὼ γὰρ οὐκ ἂν ἀποσταίην τῆς ἀνθρώπου θεῷ μυσταγωγοῦντι πυρφόρῳ καὶ τοξοφόρῳ πειθόμενος . καὶ ἄλλως ἡμῖν τὸ ἐρᾶν
6694072 εἰαριναι
, ἡδυπνοοι , ψιθυραί , † θανάτου ἀνάπαυσιν ἔχουσαι , εἰαριναί , λειμωνιάδες , πεποθημέναι ὅρμοις , σύρουσαι ναυσὶ τρυφερον
, ἐπιβάλλοντα , οἱονεὶ τὰ ἥμερα ἐπήβολα ] ἐπιτυχῆ ὧραι εἰαριναί : ἤγουν τὸ ἔαρ ἐνεψιήματα δὲ τὰ παίγνια :
6691131 ἐφεηκε
: ὃς δ ' ἐπαερθεὶς δειλαίῃ τρήρωνι φόνον στονόεντ ' ἐφέηκε . Τῶ νῦν μή τι βίῃ πειρώμεθα Τρώιον ἄστυ
, ἐπεὶ μένος Αἰνείαο ὄβριμον ἀμφοτέρῃσιν ἀρηρότα χείρεσι λᾶαν ἐμμεμαὼς ἐφέηκε , δάμασσε δὲ τλήμονι πότμῳ ἀνέρας οὓς κατέμαρψεν ὑπ
6688521 θαλαμονδε
μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον . βῆ δ ' αὖτις θάλαμόνδε Μελάνθιος , αἰπόλος αἰγῶν , οἴσων τεύχεα καλά :
μῦθον ἀνώιστον , διὰ δ ' ἔσσυτο θαμβήσασα ἐκ θαλάμου θάλαμόνδε διαμπερές , ᾧ ἔνι κούρη κέκλιτ ' , ἀκηχεμένη
6685296 μελαθροισιν
σκοτεινῆς , ἤγουν ἀμαυρούσης αὐτούς . μελάθροισιν ] ἐν . μελάθροισιν ] ἐν οἴκοις . ἄτας ] βλάβης , φθορᾶς
' ἔταν , ἄμαχον ἀπόλεμον ἀνίερον , Θράσος , μελαίνα μελάθροισιν Ἄτα , εἰδομένα τοκεῦσιν . Δίκα δὲ λάμπει μὲν
6684599 δυσαμμορος
τόφρα πάσαιτο , ἤδη καὶ δεσμοὺς ἀνελύετο φωριαμοῖο ἐξελέειν μεμαυῖα δυσάμμορος : ἀλλά οἱ ἄφνω δεῖμ ' ὀλοὸν στυγεροῖο κατὰ
εἴκελος αἰψηροῖσι πετήσεαι οἰωνοῖσιν . ὤμοι ἐγὼ μέγα δή τι δυσάμμορος , ἥ ῥά τε δῶμα πατρὸς ἀποπρολιποῦσα καὶ ἑσπομένη
6683189 καλλιπλοκαμοιο
Διώνυσον Σεμέλη τέκε χάρμα βροτοῖσιν : οὐδ ' ὅτε Δήμητρος καλλιπλοκάμοιο ἀνάσσης , οὐδ ' ὁπότε Λητοῦς ἐρικυδέος , οὐδὲ
ἴδον αἰνὰ πέλωρα . ἔσταν δ ' ἐν προθύροισι θεᾶς καλλιπλοκάμοιο , Κίρκης δ ' ἔνδον ἄκουον ἀειδούσης ὀπὶ καλῇ
6678638 χθονιᾳ
ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾷ ῥανθεισᾶν κώμων ὑπὸ χεύμασιν , ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί , σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν ἔνδικόν
„ ἀνθυποφέρει γὰρ τῇ μὲν τραχείᾳ λείαν , τῇ δὲ χθονίᾳ τὴν οὐρανίαν , ἀντὶ τοῦ λαμπράν . Χλιδή .
6677962 ὑμνευσαι
. ταῦτα δὲ λέγει διὰ τὸν Ἰάσονα : τὰν ἐμὰν ὑμνεῦσαι ἀπιστοσύναν : ὅτι ἐπὶ κακοῦ τὸ ὑμνεῦσαι . Μοῦσαι
πέτρην ; τύνη , Μουσάων ἀρχώμεθα , ταὶ Διὶ πατρὶ ὑμνεῦσαι τέρπουσι μέγαν νόον ἐντὸς Ὀλύμπου , εἴρουσαι τά τ
6674256 Περσεφονειαν
ἐπεβοᾶτο καὶ Ποινὰς καὶ Ἐρινύας καὶ νυχίαν Ἑκάτην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν , παραμιγνὺς ἅμα βαρβαρικά τινα καὶ ἄσημα ὀνόματα καὶ
, καὶ οὐ μάχεται τὸ κικλήσκους ' Ἀίδην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν . . πέμπον δὲ θεῶν ἱερῆας ἀρίστους : ὅτι
6669897 αἰδοιην
στονόεντας ἀέθλους , παῖδα Διὸς μεγάλοιο καὶ Ἥρης χρυσοπεδίλου , αἰδοίην θέτ ' ἄκοιτιν ἐν Οὐλύμπῳ νιφόεντι : ὄλβιος ,
Ἀπόλλωνα καὶ Ἄρτεμιν ἰοχέαιραν ἠδὲ Ποσειδάωνα γαιήοχον ἐννοσίγαιον καὶ Θέμιν αἰδοίην ἑλικοβλέφαρόν τ ' Ἀφροδίτην Ἥβην τε χρυσοστέφανον καλήν τε
6669776 ἱμεροεσσαν
γάρ : Χαίρετε , τέκνα Διός , δότε δ ' ἱμερόεσσαν ἀοιδήν . κλείετε δ ' ἀθανάτων μακάρων γένος αἰὲν
τάτ ' ἐμοὶ δωρήσατο Μοῖρα δεδάσθαι ἄστρων ἰδμοσύνην τε καὶ ἱμερόεσσαν ἀοιδήν . Ἠέλιος μὲν ἔην Διδύμοις , τῷ δ
6667794 φυγεειν
πυρὸς κλινθεὶς ὁπλίσσατο δόρπον ἀμορβός . ἐν δὲ θέρει χρειὼ φυγέειν φλογόεσσαν ἐνιπὴν ἄζαν τ ' ἠελίου : κέλομαι δ
πλευσεῖται πορευσεῖται ῥευσεῖται . οὕτω γοῦν καὶ „ ἄρκιον ἐσσεῖται φυγέειν „ . Δίων μέντοι ἔσσειται προπαροξυτόνως φησὶ λέγων ὅτι
6661389 Ἠλεκτρυωνης
φρεσὶ μήδετο θέσκελα ἔργα : αὐτῆι μὲν γὰρ νυκτὶ τανισφύρου Ἠλεκτρυώνης εὐνῆι καὶ φιλότητι μίγη , τέλεσεν δ ' ἄρ
φιλότητος ἐφιμέρου : οὐδέ οἱ ἦεν πρὶν λεχέων ἐπιβῆναι ἐυσφύρου Ἠλεκτρυώνης , πρίν γε φόνον τείσαιτο κασιγνήτων μεγαθύμων ἧς ἀλόχου
6657528 Εὐνομια
πολίων : ἐφ ' ὧν πᾶσα πόλις ἀσφαλῶς βέβηκεν . Εὐνομία , Δίκη , Εἰρήνη ἀδελφαὶ ἐκ Θέμιδος . ἐθέλοντι
ὁ τῆς εὐνομίας ταμίας , οὗ πάρεδρος Δίκη τε καὶ Εὐνομία : ᾧ παραστατοῦσιν αἱ Χάριτες , Εὐφροσύνη καὶ Ἀγλαΐα
6656373 πολυωνυμε
ῥοίζοισι τινασσομένη κατὰ χεῦμα . ἀλλά , μάκαιρα θεά , πολυώνυμε , παμβασίλεια , ἔλθοις εὐμενέουσα καλῶι γήθοντι προσώπωι .
' , ἐπιλήνιε Βάκχε , διμάτωρ , σπέρμα πολύμνηστον , πολυώνυμε , λύσιε δαῖμον , κρυψίγονον μακάρων ἱερὸν θάλος ,
6655462 μαινομεναι
. οἱ γὰρ γόοι τῶν βακχῶν μετὰ ἡδονῆς γίνονται : μαινόμεναι γὰρ οὐ λυποῦνται . καί φησιν ἡ Ἑκάβη :
: μανίᾳ ἔρωτος . μεμαυῖαι : προθυμούμεναι , ὁρμῶσαι , μαινόμεναι . ἐπαΐγδην : ὁρμητικῶς : ἀΐσσειν γὰρ τὸ ὁρμᾷν
6650845 ἑλουσα
πᾶσαι Ἀθήνῃ χεῖρας ἀνέσχον : ἣ δ ' ἄρα πέπλον ἑλοῦσα Θεανὼ καλλιπάρῃος θῆκεν Ἀθηναίης ἐπὶ γούνασιν ἠϋκόμοιο , εὐχομένη
νόστον ὀπάσσαι . ὧς δὲ καὶ Ὑψιπύλη ἠρήσατο , χεῖρας ἑλοῦσα Αἰσονίδεω , τὰ δέ οἱ ῥέε δάκρυα χήτει ἰόντος
6650515 γενοιμεθ
Ἀλλ ' εἴπερ ἔστι τῇδε θἠμέρᾳ , τάχ ' ἂν γενοίμεθ ' αὐτοῦ σὺν θεῷ σωτήριοι . Τοσαῦθ ' ὁ
πεπραγμένα τούτοις δεινότερα , ἀλλ ' ἡμεῖς οὐχ οἷοί τε γενοίμεθ ' ἂν πάντας ἐξευρεῖν τοὺς ἠδικημένους . Ὃ τοίνυν
6648214 Βρομιον
βλέφαρον Κύκλωπος , ὡς πίηι κακῶς . κἀγὼ τὸν φιλοκισσοφόρον Βρόμιον ποθεινὸν εἰσιδεῖν θέλω , Κύκλωπος λιπὼν ἐρημίαν : ἆρ
, Φοῖβόν τ ' οὐ καταισχύνεις λόγοις , τιμῶν τε Βρόμιον σωφρονεῖς , μέγαν θεόν . ὦ παῖ , καλῶς
6646784 πολυολβε
τε καὶ Εὐνομίης βαθυκόλπου , Ἀγλαΐη Θαλίη τε καὶ Εὐφροσύνη πολύολβε , χαρμοσύνης γενέτειραι , ἐράσμιαι , εὔφρονες , ἁγναί
καὶ Ζηνὸς ἄνακτος , Εὐνομίη τε Δίκη τε καὶ Εἰρήνη πολύολβε , εἰαριναί , λειμωνιάδες , πολυάνθεμοι , ἁγναί ,
6638876 ἀφροντιστος
συστολὴν ἀκή , . , . * . Ἀκηδής : ἀφρόντιστος , ἀνελεήμων , κηδεμόνα μὴ ἔχων , . ,
ἡ ὀξύτης τὴν ὀξύτητα . . . . ἀκηδής : ἀφρόντιστος , ἀνελεήμων , κηδεμόνα μὴ ἔχων : παρὰ τὸ
6635951 γεραεσσιν
καὶ στέφεσιν κύδηναν , ἀγακληεῖς τ ' ἐνὶ λαοῖς ἐξαίτοις γεράεσσιν ἀέθλων εἵνεκ ' ἔθηκαν . εἰ δ ' ἔτι
ναέτας στενάχουσα πεσόντας , μηναμένους ὑπὲρ αἶσαν ἐπ ' Ἀλφειοῦ γεράεσσιν . Σαυνῖται δ ' ἐπὶ τοῖσι μέσην χθόνα ναιετάουσι
6635343 πανδοκουσα
ὑποδεχομένη . πάντα πόνον τῆς παιδικῆς ἡλικίας ὑποδεχομένη . . πανδοκοῦσα παιδίας ὄτλον ] δεχομένη παιδεύσεως κακοπάθειαν , πόνον .
ἡ ] αὕτη . νέους ] ὑμᾶς ὄντας . . πανδοκοῦσα ] ὑπομείνασα καὶ προσδεχομένη ἅπασαν παιδεύσεως κακοπάθειαν . .
6633448 βρυουσα
, † νυχία , πανδερκής , φιλάγρυπνε , καλοῖς ἄστροισι βρύουσα , ἡσυχίηι χαίρουσα καὶ εὐφρόνηι ὀλβιομοίρωι , λαμπετίη ,
τελεσφόρε , παντολέτειρα , αὐξιθαλής , φερέκαρπε , καλαῖς ὥραισι βρύουσα , ἕδρανον ἀθανάτου κόσμου , πολυποίκιλε κούρη , ἣ
6631518 ὀτρυνεσκον
δ ' ἐλεαίρεσκον μάκαρες θεοὶ εἰσορόωντες , κλέψαι δ ' ὀτρύνεσκον ἐΰσκοπον Ἀργειφόντην . ἔνθ ' ἄλλοις μὲν πᾶσιν ἑήνδανεν
ἀργαλέως μαίνοντο . Φόβος δ ' ἑτέρωθε καὶ Ἄρης λαοὺς ὀτρύνεσκον : ἐφέσπετο δέ σφισι Δεῖμος φοινήεντι λύθρῳ πεπαλαγμένος ,
6630985 ἰαυων
μαζοῖο τίθητι ; ζαλωτὸς μὲν ἐμὶν ὁ τὸν ἄτροπον ὕπνον ἰαύων Ἐνδυμίων : ζαλῶ δέ , φίλα γύναι , Ἰασίωνα
ὑπὸ τρίποδι μεγάλῳ , ἰαίνετο δ ' ὕδωρ . ” ἰαύων κοιμώμενος . ἰάψῃ διαφθείρῃ , καὶ προΐαψε προδιέφθειρεν :
6630872 μεμαοτας
: Πιτθέα : Πέλοπα τὸν νεώτερον . ἡγεμόνας . ἀρεταῖσι μεμαότας : ἐπιθυμοῦντας τῆς ἀρετῆς καὶ ταύτης ἀντεχομένους . νῦν
Οἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον : ἔτεκε λαγέτας ἓξ ἀρεταῖσι μεμαότας υἱούς . νῦν δ ' ἐν αἱμακουρίαις ἀγˈλααῖσι μέμικται
6630323 Μεθη
ἀντ ' αὐτῶν ἀράμενος φέρει . γέγραπται δὲ ἐνταῦθα καὶ Μέθη , Παυσίου καὶ τοῦτο ἔργον , ἐξ ὑαλίνης φιάλης
εἰσὶν ἐπηγγελμέναι . καί μοι ταύτας ἀνάδος τῶν γραφῶν . Μέθη κατὰ τῆς Ἀκαδημείας περὶ Πολέμωνος ἀνδραποδισμοῦ . Ἑπτὰ κλήρωσον
6626812 πολια
ἡλικίαν τοῖς βρέφεσι συμβαίνει πονηρά , ἄρσεσι μὲν πώγων καὶ πολιά , θηλείαις δὲ γάμοι καὶ τοκετοὶ καὶ τὰ ἄλλα
μόνον τοῦ ἀνθρώπου , ὥσπερ καὶ τὸ γελᾶν . πόθεν πολιά ; παρὰ τὸ λευκὴ εἶναι : τὸ δὲ λευκόν
6626797 Ἰφινοη
. . Δανάη , Προίτωι δὲ ἐκ Σθενεβοίας Λυσίππη καὶ Ἰφινόη καὶ Ἰφιάνασσα . αὗται δὲ ὡς ἐτελειώθησαν , ἐμάνησαν
μοι , Ἰφινόη : τὸ ἑξῆς : ὄρσο μοι , Ἰφινόη , τοῦδ ' ἀνέρος ἀντιόωσα , ὅστις στόλου ἡγεμονεύει
6626184 θηευμενος
ἀμφιπόλῳ προϊὼν ἐκ τοῦ αὐλίου τὰ ἄστρα ἐθηεῖτο , καὶ θηεύμενος ἐς τὸ κρημνῶδες ἐκβὰς καταπίπτει . Μιλησίοισι μέν νυν
δ ' ἀκρήτους χέε λοιβάς Αἰσονίδης . γήθει δὲ σέλας θηεύμενος Ἴδμων πάντοσε λαμπόμενον θυέων ἄπο , τοῖό τε λιγνύν
6625270 ἐρατης
' ὅστις Μουσέων τε καὶ ἀγλαὰ δῶρ ' Ἀφροδίτης συμμίσγων ἐρατῆς μνήσκεται εὐφροσύνης . ὅτι ἐποιοῦντο καὶ οἱ ἑπτὰ σοφοὶ
? ! ? ! [ ! ! ] ? Πατρικίης ἐρατῆς ὁμοῦ Παύλου [ ] ἁρμονίης ἀλύτοιο δίδου σφίσιν ευανην

Back