μὴ ὑπὸ θορύβου τῶν διωκόντων ἀποτραπείη τῆς κατὰ δαίμονα ὁ δοῦ . καὶ ἡ μὲν ἀμφὶ τοὺς εἴκοσι καὶ τέτταρας
: ἐδέου , ἐδοῦ : καὶ τὸ προστακτικὸν δέου , δοῦ , καὶ μετὰ τῆς περί προθέσεως περιδοῦ , τουτέστι
7844713 αου
α . ωιϚ ΔΥ ση Μο α , μετὰ τοῦ αου , τουτέστι ΔΥ ιγ # Μο α , ποιεῖν
, αἴρω τὴν Μο α , καὶ τάσσω τὸν ὑπὸ αου καὶ γου ΔΥ δ ʂ δ , ὧν ὁ
7629837 ἀλοιω
, εἰ μὴ διάστασις γένοιτο τοῦ Ι : ποιῶ οἰῶ ἀλοιῶ ἀλλοιῶ ἑτεροιῶ . τὸ δὲ οἴω ὀΐω γίνεται .
. . . . ἀλοία : ἔτυπτε : παρὰ τὸ ἀλοιῶ δευτέρας συζυγίας τῶν περισπωμένων ὁ παρατατικὸς ἠλοίαον ἠλοίων ,
7625393 αἰνυμαι
ἐπὶ τῶν φονευόντων καὶ νικώντων λαμβάνεται . ἢ παρὰ τὸ αἴνυμαι , τὸ λαμβάνω , ἀπὸ τοῦ νικῶντας . .
σκαρθμὸς ὁ πούς αἰνύμενος ] λαμβάνων : αἰνύμενος ἐκ τοῦ αἴνυμαι , τὸ ἀφαιροῦμαι καὶ λαμβάνω μογέοντι ] τῷ νοσοῦντι
7537420 γου
λοιπὸν ʂ β # Μο γ ζον μέρος εἰσὶ τοῦ γου : αὐτὸς ἄρα ἔσται ʂ ιδ # Μο κα
ποιῇ ⃞ον . λοιπόν ἐστι καὶ τὸν ὑπὸ βου καὶ γου προσλαβόντα συναμφότερον καὶ ἔτι τὸν ὑπὸ γου καὶ αου
7451501 βου
λοιποῦ ὑπερέχωσι δοθέντι ἀριθμῷ , ὁ μὲν αος μετὰ τοῦ βου , τοῦ γου , Μο δ : ὁ δὲ
ἂν ἴση ἡ ὑπεροχή . ἀλλὰ Μο κε ἐκ τοῦ βου εἰσίν , αἱ δὲ Μο ι ἐκ τοῦ αου
7418817 εἰργω
ἐπικρατείᾳ , ἔχω , κρατῶ , φυλάσσω , τηρῶ , εἴργω . καὶ τὸ μὲν ἐρίζω σοι , παλαίω σοι
: συνεχόμενον . τὸ δὲ ἐεργμένον παράγεται μὲν ἀπὸ τοῦ εἴργω τὸ κωλύω , σημαίνει δ ' ὅμως καὶ τὸ
7387045 ἀνακοπτε
. . . . . δραχ . μʹ . ἰρίνῳ ἀνάκοπτε καὶ ὑπάλειφε τὸν ὀμφαλόν . Ἀλόης οὐγγ . γʹ
δὲ μιγνύων οἶνον κατὰ βραχὺ ὡς τὸ τρίτον τοῦ ἐλαίου ἀνάκοπτε ἐπιμελῶς . ποιεῖ καὶ πρὸς τοὺς ἐν δικαστηρίῳ ξεσθέντας
7283643 τετρασυλλαβως
ὡς Στράβων ἐν ια . παρὰ δ ' Ἀρριανῶι Σωφανηνὴ τετρασυλλάβως . . Τύρος : . . . . Ἀρριανὸς
: καὶ τοῦτο τῆς Λολλιανοῦ Μούσης : σὺ δὲ λέγε τετρασυλλάβως ἄνευ τοῦ ε ἐδέδισαν . Οὐθεὶς διὰ τοῦ θ
7257886 λειψαντα
καὶ συμβήσεται τὸν ἀπὸ τοῦ συγκειμένου ἐκ τῶν τριῶν κύβον λείψαντα ἕκαστον ποιεῖν κύβον . λοιπόν ἐστι τοὺς τρεῖς ἰσῶσαι
. Ἔστω δὴ Μο δ . Ἐπεὶ οὖν τὸν αον λείψαντα αὑτοῦ τὴν πλ . , καὶ τὸν βον λείψαντα
7200221 Σικελικως
ἕψω ; τί φής ; ἢ Σικελικῶς ὀπτὴν ποιήσω ; Σικελικῶς . ΒΩΚΕΣ . Ἀριστοτέλης ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ Ζωικῷ ἢ
τὴν βατίδα τεμάχη κατατεμὼν ἕψω ; τί φῄς ; ἢ Σικελικῶς ὀπτὴν ποιήσω ; Σικελικῶς . Παππία , βούλει δραμών
7161260 ἀργω
. τὸ δὲ ἀλγῶ ἔχει τὸ ἄλγος , καὶ τὸ ἀργῶ τὸ ἀργός , καὶ τὸ γεωργῶ τὸ γεωργός ,
, Αἴγισθος , ὁ αἶγα θηλάσας : καὶ ἀπὸ τοῦ ἀργῶ οὖν τοῦ σημαίνοντος τὸ φαίνω ἄργυφος , καὶ πλεονασμῷ
7143924 ἀγορω
: παρὰ τὸ ἀγείρω , ἐξ οὗ ἀγορά γίνεται : ἀγορῶ ῥῆμα , ἐξ οὗ ὄνομα θηλυκὸν ἄγορις , καὶ
πρόμαχος καὶ σύμμαχος ἐκ προθέσεων . Τὰ παρὰ τὸ „ ἀγορῶ „ μετὰ προθέσεως σύνθετα προπαροξύνεται : συνήγορος κατήγορος παρήγορος
7135145 ἀνιω
: νηυσὶν ἀκηχέδαται : παρὰ τὸ ἀχῶ ἀχάζω , ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω , ἤχακα , ὁ μέσος ἤχαδα , ὁ
σημαίνει τὸ πλανῶ , γίνεται δὲ παράγωγον ἀλάζω , ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω , βοῶ βοάζω , σκεδῶ σκεδάζω , πελῶ
7132298 φοινικια
. καὶ τραγημάτων τὰ πολλὰ φευγέτωσαν , οἷον κάρυα , φοινίκια . τῶν δὲ πιστακίων λαμβανέτωσαν καὶ σταφίδας ἐπάνω τῆς
πιεῖν : ἢ ἡδυόσμου κλῶνας γʹ . καὶ ῥοΐδιον καὶ φοινίκια πότισον . [ Πρὸς ἀδυναμίαν γονάτων . ] Φέρε
7127964 διδημι
ἑτὸς καὶ ἄφετος καὶ δίδωμι δοτὸς καὶ Ἡρόδοτος , οὕτως δίδημι δετὸς καὶ δετή , ἡ ἐκ δεδεμένων δᾴδων λαμπάς
ὀξύτονα ὄντα : οἷον , δετός : ἀπὸ γὰρ τοῦ δίδημι , ὃ δηλοῖ τὸ δεσμεύω : θετὸς ἀπὸ τοῦ
7119051 αὐτοδιον
γοῦν τοῦ Ὀδυσσέως εἶπε πρὸ τῆς παρὰ Φαίαξι θοίνης : αὐτόδιον δ ' ἄρα μιν ταμίη λούσασθαι ἄνωγεν . ἐπὶ
ἴωμεν αὐτόθεν ἀπέλθωμεν ἐξ αὐτῆς . οὕτως ἔχει καὶ τὸ αὐτόδιον δ ' ἄρα μιν , ἀντὶ τοῦ ἐξ αὐτῆς
7110549 ἐπουρισας
οἴκους λαβεῖν . ἀλλ ' οὔτι ταύτηι σὸν φρόνημ ' ἐπούρισας , ψυχὰς δὲ πολλὰς κἀγαθὰς ἀπώλεσας παίδων τ '
μετετράπη : ἐκφαυλίσαντα : πόλεμον : λείπει τὸ ὥστε : ἐπούρισας : ἔστησας ἐφώρμισας . ἢ ἐστήριξας , ἀπὸ τῶν
7104230 ἀειρω
ὑποστῶ , Ἀλλ ' ὁσίας μὲν χεῖρας ἐς αἰθέρα λαμπρὸν ἀείρω , Καὶ κακίης ἀμόλυντον ἔχω κατὰ πάντα λογισμόν .
: οὐ γὰρ ποιοῦσιν ὅτε φωνῆεν ἐπιφέρεται , ὡς ἑορτάζω ἀείρω ἀερτάζω . Ἰστέον δὲ ὅτι ὁ Ἀττικὸς παρακείμενος ἀποφεύγει
7093413 κολλικας
ἐγὼ μὲν ἄρτους , μᾶζαν , ἀθάρην , ἄλφιτα , κόλλικας , ὀβελίαν , μελιτοῦτταν , ἐπιχύτους , πτισάνην ,
ἐγὼ μὲν ἄρτους , μᾶζαν , ἀθάρην , ἄλφιτα , κόλλικας , ὀβελίαν , μελιτοῦτταν , ἐπιχύτους , πτισάνην ,
7078096 ἑψηματοϲ
τοῦ δένδρεοϲ τῆϲ ῥητίνηϲ καὶ ἁλῶν ἀντὶ νίτρου καὶ ὑϲϲώπου ἑψήματοϲ . καὶ ἢν ἐκ τῶνδε ϲμικρὸν ἀνέγρηται ὁ ἄνθρωποϲ
κωδυῶν δὲ ϲυντιθέμενον ἔλλειγμα , καὶ μάλιϲτα τὸ διὰ τοῦ ἑψήματοϲ , πινόμενον ὅϲον κοχλιαρίου ἢ ἑνὸϲ ἡμίϲεωϲ ποϲὸν εἰϲ
7076448 καϲιαϲ
ἐνίοτε δὲ καὶ προϲτίθεμεν τοῖϲ προειρημένοιϲ ϲχοίνου ἄνθουϲ # Ϛʹ καϲίαϲ # γ ξυλοβαλϲάμου # Ϛʹ νάρδου κελτικῆϲ # Ϛʹ
# Ϛʹ καὶ ἀναζέϲαϲ ἕψε ὥραϲ β , εἶτα ἐπίπαϲϲε καϲίαϲ λειοτάτηϲ # β νάρδου κελτικῆϲ # β βράθυοϲ ⋖
7064869 σιλουρον
καὶ ὑγρὰν σήπειν τῆς νυκτὸς τοὺς καρπούς . Τινὲς δὲ σίλουρον τὸν ἰχθὺν κατατεμόντες καίουσι κατὰ ἄνεμον , κατὰ πᾶν
. τί δ ' οὐχὶ καὶ σείουρον λέγομεν , ἀλλὰ σίλουρον ; ὠνόμασται γὰρ καὶ οὗτος ἀπὸ τοῦ σείειν συνεχῶς
7056962 δαξ
, μίξω , μίξ , ἐπίμιξ : ὡς δάκω δάξω δάξ : ἀλλάξω ἀλλὰξ ἐναλλάξ . ταῦτα ὡς ἐπιῤῥήματα ὀξύνεται
ἀποβολῇ τοῦ ω , ὡς ἀπὸ τοῦ δήκω δήξω δάξω δάξ , κλάζω ἀμύξ . . . . ἀμύσσω :
7052890 σκωριας
ἡσυχῆ φθεγγόμεναι . Βαλὼν εἰς λίτραν μίαν πορφύρας διοβόλου λίτραν σκωρίας σιδήρου εἰς οὔρου δραχμὰς ζʹ , ἐπίθες ἐπὶ πυρᾶς
ἄλλο . ψιμυθίου ⋖ αʹ . λιθαργύρου ⋖ γʹ . σκωρίας μολίβδου ἢ μολίβδου κεκαυμένου ⋖ γʹ . πάντα δὲ
7050957 ἀρεσκω
εὐφραινόμενος . [ ἢ ἐκ τοῦ ] ἁδῶ , τὸ ἀρέσκω , καὶ τοῦ λέσχη , τοῦτο δὲ παρὰ τὸ
θνήσω , θνήσκω : μνήσω , μνήσκω : ἀρέσω , ἀρέσκω : φαύσω , φαύσκω , καὶ πιφαύσκω : βρώσω
7048717 νεμεθω
: ἀπὸ τοῦ φθίνω φθινύθω , ὡς ἀπὸ τοῦ νέμω νεμέθω . . ΟΥΔΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΙΚΤΟΥΣΙ . Καὶ τοῦτο λίαν
εθω ποιοῦσι τὴν παραλήγουσαν , οἷον φλέγω φλεγέθω , νέμω νεμέθω , ὅθεν τὸ ἀγειρέθω καὶ ἀείρω ἀειρέθω γενόμενον κατὰ
7043578 ἑλισσω
] Βασιλεύειν τοῦ Διός . : Ἐλιννύω , ἀπὸ τοῦ ἑλίσσω καὶ τοῦ ἀνύω : εἰώθασι γὰρ οἱ μέλλοντες ἀνύσαι
δέ ἐστιν ἡ λεγομένη τοῦ κλήματος ψαλὶς , ἀπὸ τοῦ ἑλίσσω τὸ συστρέφω γινομένη : συνεστραμμένη γάρ ἐστι καὶ ἐπικαμπής
7038221 Σηκοανα
ζʹ , ἀκρωτήριον ἐπίσημον αʹ . Οἱ πάντες ἀπὸ τοῦ Σηκοάνα ποταμοῦ μέχρι τοῦ Ῥήνου ποταμοῦ , [ τουτέστι ]
καὶ Ἀμβιανοὶ καὶ Σουεσσίωνες καὶ Κάλετοι μέχρι τῆς ἐκβολῆς τοῦ Σηκοάνα ποταμοῦ . ἐμφερὴς δ ' ἐστὶ τῇ τῶν Μεναπίων
7037864 λιτου
ἰδίως δ ' ἐπ ' αὐτῶν παραληψόμεθα ἀντὶ ἐλαίου τοῦ λιτοῦ καὶ ἰρίνου τὸ μήλινον , κατασκευαζόμενον ἐκ μήλων κυδωνίων
πεπωκόϲιν : ἰδίωϲ δὲ ἐπ ' αὐτῶν παραληψόμεθα ἀντὶ τοῦ λιτοῦ ἐλαίου τὸ μήλινον . Λαγωοῦ θαλαττίου ποθέντοϲ παρακολουθεῖ γεῦϲιϲ
7034392 κεκαθαρμενης
τὴν τῶν καταμηνίων λῆξιν . Ἄλλος Ἀλυπότατος . Ἀλθαίας ῥίζης κεκαθαρμένης καὶ πεπλυμένης οὐγ . γʹ θλάσας ἀκριβῶς , ἕψε
* αὐγοειδέστατον φῶς μὴ ἰδόντες . ἐπειδὴ τοίνυν ἡ εὐγένεια κεκαθαρμένης διανοίας καθαρσίοις τελείοις κλῆρος οἰκεῖος , χρὴ μόνους λέγειν
7031650 λαληθρον
ἔγημε Γλαύκην τὴν θυγατέρα Κρέοντος τοῦ βασιλέως τῶν Κορινθίων . λάληθρον τὴν Ἀργὼ λέγει ὅτι ἡ τρόπις αὐτῆς ἐκ τῆς
κεραΐδα , τὴν γνωτοφόντιν καὶ τέκνων ἀλάστορα , εἰς τὴν λάληθρον κίσσαν ἡρματίξατο , φθογγὴν ἑδώλων Χαονιτικῶν ἄπο βροτησίαν ἱεῖσαν
7026147 παραχεας
ἔρχομαι . κἀγὼ δὲ παρακορήσων . σπονδὰς δ ' ἔπειτα παραχέας τὸν κότταβον παροίσω : τῇ παιδὶ τοὺς αὐλοὺς ἐχρῆν
δὲ πεπαίνει . σμύρνα καὶ ὀρίγανον ἴσα μίξας καὶ ὕδωρ παραχέας χρῶ . Ἄλλο . Ἰσχάδας ἑφθὰς τρίψας καὶ ῥητίνῃ
7020504 βλωψ
ο εἰς ω ῥώψ , ὡς βλέπω βλέψω βλὲψ καὶ βλώψ , ἐξ οὗ τὸ ” παραβλῶπες ” . .
ο εἰς ω , κλώψ : ὡς βλέπω βλὲψ βλὸψ βλώψ . ὅθεν παραβλῶπες τῶν ὀφθαλμῶν . Κονιορτός . παρὰ
7013398 λιπτω
χαρακτῆρος : πρόσκειται ἓν ἄφωνον , διὰ τὸ ἵπτω : λίπτω : νίπτω : πίπτω . Τὰ εἰς δω δισύλλαβα
Ξ μάχης ] πολέμου . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν . θ Ξ λελιμμένος ]
7010633 ἱημι
θητεύειν Εὐρυσθεῖ . Ἧλος . παρὰ τὸ ἥσω μέλλοντα . ἵημι ἥσω , ἧλος . Ἤϊα . τὰ εἰς ὁδὸν
τὰ γόνατα . Ὀϊστός . κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ο . ἵημι γὰρ ἐστὶ τὸ ῥῆμα , οὗ ῥηματικὸν ἱστὸς ,
6999918 γυψον
σύνεσιν . Τίτανος , ἡ ἄσβεστος : ἐνταῦθα δὲ τὸν γύψον λέγει , ὃν καλοῦμεν σκίῤῥον . Ἐλέφας ἐνταῦθα ,
Τινὲς μὲν γύψον μετὰ λευκοῦ ὠοῦ . Ἐπάνω δὲ τοῦ γύψον , ἤλεκτρος ἦν καὶ χρυσὸς ἡ λεγομένη μαρμάρῳ καὶ
6995140 πτυσσω
πετύσω καὶ συγκοπῇ πτύσσω : ἄλλο γὰρ οὐ σημαίνει τὸ πτύσσω , εἰ μὴ τὸ ἐπιπίπτειν ἕτερον πρὸς ἕτερον .
πανταχοῦ καὶ παρὰ πᾶσι σπειρόμενοι . Πυκνός . παρὰ τὸ πτύσσω , πτυκνὸς καὶ πυκνός . Πτερόν . πέτω πετερὸν
6986473 ἀφελοντεϲ
τοίνυν τομὴν εἰϲ τὸ κάτω τοῦ μαϲτοῦ δόντεϲ καὶ ὑποδείραντεϲ ἀφελόντεϲ τὴν πιμελὴν ῥαφαῖϲ ζυγώϲομεν . εἰ δὲ καὶ ἀπονένευκε
χοιράδοϲ ὄγκου πλεονάζοι τὸ τοῦ δέρματοϲ , μυρϲινοειδὲϲ αὐτοῦ μέροϲ ἀφελόντεϲ χρηϲώμεθα ταῖϲ ῥαφαῖϲ καὶ φάρμακον ἔναιμον ἐπιβάλωμεν . Τοῦ
6968092 περιδου
κρόμμυα ” . Γ αἰ λῇς ] εἰ θέλεις . περίδου ] συνθήκας ποίησον . θυμιτιδᾶν ] μετὰ θύμου τετριμμένων
τόνδε κόριν κηφῆνα ποιήσω . γρυμέα θυροκοπεῖν καὶ θυροκοπία νεκρόν περίδου πολιτοκοπεῖν στρηνιᾶν γαστὴρ ὅλον τὸ σῶμα , πανταχῇ βλέπων
6967105 κεδριδας
ἐλάφου κέρας κατακαῦσαι μοῖραν , ὠμηλύσιος δὲ δύο μοίρας καὶ κεδρίδας πέντε , τρίβειν ἐν ὕδατι , καὶ πίνειν .
ὄλπην : λήκυθον ἔοικε τὴν ὄλπην ξύλινον ἀγγεῖον εἶναι ἰγδίον κεδρίδας : τὸν καρπὸν τῆς κέδρου : ἔχουσι γὰρ αὗται
6964952 ἀποφαγων
: Θρᾷξ εὐγενὴς εἶ πρὸς ἅλας ὠνημένος . Ἁλῶν μέδιμνον ἀποφαγών : ἐπὶ τῶν ἀχαρίστων . Ἄλλοι κάμον , ἄλλοι
μὲν ἑαυτοὺς τρέφειν , ἄλλους δὲ ἐπαγγελλομένων . Ἁλῶν μέδιμνον ἀποφαγών : ἐπὶ τῶν ἀχαρίστων . Ἅμαξα τὸν βοῦν ἕλκει
6963875 δελεαζε
μετὰ ἀλφίτου καὶ ἐλαίου καὶ ὕδατος ποίει μαζία , καὶ δελέαζε : ἐκ δὲ τοῦ αὐτοῦ διαμασσώμενον ἐμπύτιζε εἰς τὸ
πολύπους καὶ σηπίας . κγʹ . χέλυας καὶ ὀστρακώδη οὕτως δελέαζε . κδʹ . δέλη πρὸς πάντα ἰχθὺν ἐν παντὶ
6955035 λιγνυϲ
γένηται ἀνελόμενοϲ ἀπόθου , ὡϲ εἴρηται . ἐκλαμβάνεται δὲ καὶ λιγνὺϲ ἐκ τῆϲ ῥητίνηϲ , ὥϲπερ ἐπὶ τοῦ λιβάνου προείρηται
φλεγμονῶν , ϲταλτικὴν καρκινωμάτων . τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον ϲκευάζεται λιγνὺϲ καὶ ἐκ τῆϲ ϲμύρνηϲ καὶ ἐκ τοῦ ϲτύρακοϲ .
6951260 ἐνειλιξας
ἀμπέλιον τρίβειν χλωρὸν , καὶ μέλιτι μίσγων , ἐς εἴριον ἐνειλίξας , προστιθέναι τὸν αὐτὸν τρόπον . Ἢ τῆς κυπαρίσσου
ὀβολὸν , τρίψας , ἐν μέλιτι μίξας , ἐς εἴριον ἐνειλίξας , πρόσθες πρὸς τὸ στόμα τῆς μήτρης , νυκτὸς
6936173 δευσον
. ἀστεῖον ὁ σιλουρισμός . ἂν Βυζαντίους , ἀψινθίῳ σφιν δεῦσον ὅσα γ ' ἂν παρατιθῇς , κάθαλα ποιήσας πάντα
θερμίνου ἀλεύρου ἀρτεμισίας ἀβροτόνου πηγάνου ἡδυόσμου καὶ ἀψινθίας τοὺς ζωμοὺς δεῦσον μετὰ τῶν ξηρῶν καὶ ἐπίδευσον . Ἄλλο . χολῇ
6935055 Κινησιου
τοῖς τὰ τοιαῦτα ἅπερ οὗτος ἐξημαρτηκόσιν . περὶ μὲν οὖν Κινησίου ταῦτα ὁ ῥήτωρ εἴρηκεν . λεπτότερος δ ' ἦν
? ] ] ! [ σκηνὴ μέν * τοῦ χοροκτόνου Κινησίου . , . . . . Μυῖα φύλλιδι χαίρειν
6933154 ἀδω
, τότε ὁ μέλλων διὰ τοῦ ς ἐκφέρεται , οἷον ἄδω ᾄσω , πείθω πείσω , ἀνύτω ἀνύσω , ἀκούω
, δῆρις . Δαύω , τὸ κοιμῶμαι . ἐκ τοῦ ἄδω ἐστὶ , καὶ ἐν ὑπερθέσει τοῦ δ , δεύω
6932056 πλεονασμω
: ἐξ οὗ καὶ σειρὰ , ἡ πλοκή : καὶ πλεονασμῶ τοῦ σ , εἴρσω : καὶ ἐξ αὐτοῦ ,
ἀπὸ τοῦ ἀϊσσης : παράγωγον αἰσύω : αἰσυτήρ : καὶ πλεονασμῶ τοῦ η αἰσυητήρ . ἀΐσυλος , ὁ ἄδικος καὶ
6931626 πεπλυμενη
καὶ τρίχαϲ ξανθίζει μετὰ ϲχινίνου ἐλαίου νύκτα ὅλην ϲυγχρεϲθεῖϲα . πεπλυμένη δὲ ταῖϲ τῶν ὀφθαλμῶν ῥυπτικαῖϲ μίγνυται δυνάμεϲιν . ἡ
, ἡ καδμία τρὶς κεκαυμένη καὶ ἐσβεσμένη ῥοδίνῳ , ἔπειτα πεπλυμένη καὶ ἀκριβέστατα ἐξηραμένη : ἀπεχέσθω δὲ κατὰ τὸν καιρὸν
6924322 ὀροβινου
χρηϲτέον καὶ καταπλάϲμαϲι διὰ γύρεωϲ καὶ ἐλαίου καὶ ῥητίνηϲ ἢ ὀροβίνου ἀλεύρου μετὰ μέλιτοϲ ἢ καρδαμώμου ἢ περιϲτερᾶϲ κόπρου μετὰ
ἀγρίου ῥίζαν ἑψήσας ἐν μελικράτῳ καὶ λειοτριβήσας κατάπλασσε μετ ' ὀροβίνου ἀλεύρου . Ἄλλο εἰς ὄρχεων φλεγμονάς . Ἠριγέροντα χλωρὸν
6921793 λειωθεν
ἄλλο . τῆς σηπίας τὸ ὄστρακον καυθὲν μετὰ μέλιτος καὶ λειωθὲν ἐπιτίθετι . ἄλλο . ἐκ κόπρου τῆς σαύρας ποιήσας
πᾶσαν ὀδύνην ἄκρως . τὸ δὲ κέλυφος αὐτοῦ καυθὲν καὶ λειωθὲν ἐμφυσᾶται πρὸς αἱμορραγίαν μυκτήρων . σμηχόμενον δὲ ὀδόντας λαμπρύνει
6918080 Κρητικου
τῶν μιγμάτων : πηγάνου ἀγρίου ϲπέρματοϲ # θ , ὑϲϲώπου Κρητικοῦ # θ , μαράθρου ϲπέρματοϲ , νάρδου Κελτικῆϲ ,
φλεγμονὴ μετριωτέρα γένηται : τοιαῦτα δέ ἐϲτι τὰ διὰ γλυκέοϲ Κρητικοῦ καὶ τραγακάνθηϲ καὶ κόμμεωϲ καὶ ἀμύλου καὶ τῶν λιπαρῶν
6915267 ἐλω
καλῶ καλίζω καλιστής καὶ καλιστρῶ , καὶ ὡς ἀπὸ τοῦ ἐλῶ ἐλάζω ἐλαστής καὶ ἐλαστρῶ , οἷον : δινεύοντες ἐλάστρεον
ἅπτεται χροός καὶ μὴν ὑβρίζοντ ' αὐτίκ ' ἐκ βάθρων ἐλῶ , ῥυτῆρι κρούων γλουτὸν ὑπτίου ποδός ἑωθινὸς γάρ ,
6913928 ἐτυφθην
εἰς ς ὀξύτονον ποιεῖ τὴν μετοχήν , ἐτετύφειν τετυφώς , ἐτύφθην τυφθείς , ἐτίθην τιθείς . Δυϊκά . Τιθέντε ,
παθητικοῦ , κανονίζεται δὲ ἀπὸ τοῦ αʹ παθητικοῦ ἀορίστου τοῦ ἐτύφθην : ἐὰν γὰρ ἐκβάλῃς τὸ ε καὶ τρέψῃς τὸ
6905754 δετη
. οὕτως Φιλόξενος . . . . . δετή : δετή : ἡ λαμπάς . „ καιόμεναί τε δεταί „
συγκοπὴν γνήσιος . οὕτως Φιλόξενος . . . . . δετή : δετή : ἡ λαμπάς . „ καιόμεναί τε
6890271 Ἐλατηριου
Ἢ ἄννησον καὶ μελάνθιον διεὶς οἴνῳ , δίδου πιεῖν . Ἐλατηρίου πόσιας τέσσαρας μίξαι στέατι μηλείῳ , ἀφελομένη δὲ διανιζέσθω
ἰϲχάδων λιπαρῶν # β , χολῆϲ ταυρείαϲ # α . Ἐλατηρίου , λαθυρίδων , χαλβάνηϲ , κυκλαμίνου , ἐλλεβόρου μέλανοϲ
6884345 ῥοφησον
: ἢ ἀρσενικὸν σχιστὸν ἀντὶ ἅλατος εἰς ὠὸν ῥυτὸν καὶ ῥόφησον νῆστις : ἢ ἀρσενικὸν συντρίψας μετ ' οἴνου χλιαροῦ
εἴρηται καὶ ἔνθεσις , ἡ τροφή , καὶ ” ἐνθοῦ ῥόφησον ” παρ ' Ἀριστοφάνει καὶ ἀλλαχοῦ παρὰ τῷ αὐτῷ
6881004 μυοχοδων
διμήνου ἐπιμένων καὶ φαλακρώϲειϲ ἰάϲῃ . Ὀριβαϲίου πρὸϲ ἀλωπεκίαϲ . μυοχόδων # α ὄνθουϲ καμήλου ε κεκαυμένουϲ κριθῆϲ κεκαυμένηϲ δράκα
ἕως οὗ ἐρυθρὸν γένηται . ἄλλο . κριθῶν κεκαυμένων καὶ μυοχόδων ἴσον μετὰ ὄξους κατάχριε . ἁπάντων δὲ τῶν εἰρημένων
6880608 μελαγχρης
: τὸ γοῦν μεθέηκεν Ἰακὸν καὶ παλαιόν . μελάγχρως καὶ μελαγχρής : ἀμφότερα Ἀττικά , μᾶλλον δὲ διὰ τοῦ η
ἐφετίνδα ἡμίλουτοι θεόθυτα θηλάστριαν ἰωνόκυσος καλαμώμενον κύαθος λαυροστάται λεπάσται μάσμα μελαγχρής μεσόκοπον μετεκβολή μηνυτήν μικρολογήσομαι μίξοφρυν μναρόν οἰνωμένοι ὅμαιμος παναγάθη
6880043 ἰχθυοκολληϲ
προϲφάτου # ε τραγακάνθηϲ # α ϲ κόμμεωϲ # γ ἰχθυοκόλληϲ # α ὄξουϲ τὸ ἀρκοῦν . λῦε τὴν ἰχθυόκολλαν
Ἄλλο . ἐλέφαντοϲ ῥινήματοϲ ⋖ η , λιβάνου ἄρρενοϲ , ἰχθυοκόλληϲ τὸ ἴϲον : χρῶ , καθὰ προείρηται . Ἴρεωϲ
6879673 ὑελουν
καὶ ἐπιβάλλειν τὰ ξηρὰ καὶ ἀναλαβόντα μέλιτι καλλίϲτῳ ἀποτίθεϲθαι εἰϲ ὑελοῦν ἢ μολιβοῦν ἀγγεῖον . Οὗτοϲ ὁ τρόποϲ κοινόϲ ἐϲτι
τῶν ἀρχαίων , ἵνα μὴ κολληθῇ ὁ ἀρσένικος εἰς τὸ ὑελοῦν κυθρίδιον , ὅπερ ὑελοῦν κυθρίδιον ἀσύμποτον Ἀφρικανὸς ἐκάλεσεν .
6876362 ἐτυφθη
ἐκποδὼν μεθίστασθαι , μὴ πειθόμενος παρὰ τοῦ ἡνιοχοῦντος τῷ πατρὶ ἐτύφθη : ὀργισθεὶς δὲ καὶ τὸν ἡνίοχον καὶ τὸν Λάϊον
τῷ : ὗς ἐν βορβόρῳ ὑλισπᾶται . Ὑφάντου πταίσματος ὑπήτης ἐτύφθη : ὅτι πολλάκις ἄλλοι μὲν πταίουσιν , ἄλλοι δὲ
6875991 ἀμελγω
. , . . . . Ἀπεμόρξατο : ἀπὸ τοῦ ἀμέλγω ἀμελξάμην ἀμέλξατο , καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰς τὸ
τοῦ σημαίνοντος τὸ ἐκπιάζω , μεταθέσει τοῦ ρ εἰς λ ἀμέλγω , καὶ ἀμολγός ὁ ἐκπιάζων τὰ πρόβατα . λοιπόν
6875802 ἀσκου
, τὸ ζῆν τὸ σαυτοῦ στεφάνοις παρηγόρει . ζῶν γὰρ ἀσκοῦ σαυτῷ στεφάνων καὶ μύρα : χρήσῃ γὰρ αὐτοῖς αἰσθόμενος
ὃν τρόπον δ ' ἄν τις χρήσαιτο τῇ διὰ τοῦ ἀσκοῦ ἐνθέσει , τὸ ὑποτεταγμένον ὑπόδειγμα περιέχει . Ἐχομένως δὲ
6875494 θαλαϲϲιου
κβʹ . Περὶ δράκοντοϲ θαλαϲϲίου . κγʹ . Περὶ ϲκορπίου θαλαϲϲίου . κδʹ . Ϲκευὴ χελώνηϲ θαλαττίαϲ αἵματοϲ . κεʹ
# γ , πηγάνου χλωροῦ φύλλων # β , ὕδατοϲ θαλαϲϲίου # α ∠ ʹ , κυμίνου ⋖ δ ,
6874496 ἀκονην
τὰς ἀμπέλους , ἐὰν αὐτὰς τὰς κανθαρίδας βρέξας ἐπιχρίσῃς τὴν ἀκόνην , ἐφ ' ἧς ἀκονᾶν μέλλεις τὰ δρέπανα .
οὐδέποτ ' ὀρθόν : ἐπὶ τῶν ἀδιορθώτων . Ξυρὸς εἰς ἀκόνην . Ξὺν τῷ θεῷ πᾶς καὶ γελᾷ κὠδύρεται :
6871758 κοτυλαϲ
ϲταθμῷ δὲ ⋖ ξʹ . Ὁ ξέϲτηϲ μέτρῳ μὲν ἔχει κοτύλαϲ βʹ , ϲταθμῷ δὲ ⋖ ρκʹ . καλεῖται δὲ
ηʹ . Ὁ χοῦϲ ἔχει ξέϲταϲ Ϛʹ . Ὁ ξέϲτηϲ κοτύλαϲ βʹ , αἳ καὶ [ τρίβανα ἢ ] τρυβλία
6866347 μιαρε
ἐπὶ τῶν πονηρῶν : καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Ἀμφιαράῳ , Ὦ μιαρὲ , καὶ Φρυνώνδα , καὶ πονηρὲ σύ . λέγεται
ὁ καρτερός . Ὦ βδελυρὲ κἀναίσχυντε καὶ τολμηρὲ σὺ καὶ μιαρὲ καὶ παμμίαρε καὶ μιαρώτατε , ὃς τὸν κύν '
6866268 στρωτηρος
καὶ ἔπειτα ὑπερενεγκεῖν τὴν χεῖρα σὺν τῷ ξύλῳ ὑπὲρ τοῦ στρωτῆρος , ὡς ἡ μὲν χεὶρ ἐπὶ θάτερα ἔῃ ,
τὸ στῆθος τοῦ ἀνθρώπου ἱμάτιον ἐπικαθίσαι ἐπὶ τὸ προέχον τοῦ στρωτῆρος , εἶτα προσβάλλειν τὸ στῆθος πρὸς τὸν στύλον πλατέῃ
6865280 φλεγεθω
τοῦ ἕω , τὸ πέμπω , ἑέθω , ὡς φλέγω φλεγέθω , καὶ τροπῇ τῶν δύο εε εἰς η ἥθω
διὰ τοῦ ΕΘΩ βαρύνεται : σχέθω ἔθω ἐρέθω ἀερέθω φαέθω φλεγέθω . τὸ δὲ τηλεθῶ περισπᾶται . Τὰ διὰ τοῦ
6862400 χορειου
εἰ δὲ βούλει , ἰαμβικὸν τρίμετρον βραχυκατάληκτον τοῦ δευτέρου ποδὸς χορείου , τοῦ δὲ τρίτου δακτύλου . τὸ ναʹ ἀντισπαστικὸν
ἰωνικὸν ἀπ ' ἐλάττονος δίμετρον καταληκτικόν , ἐξ ἰωνικοῦ καὶ χορείου ἢ ἀναπαίστου διὰ τὴν ἀδιάφορον : τὸ εʹ ὅμοιον
6851395 ἀνατρεχω
. Εἰ δὲ ἐγὼ διὰ τοῦ ὕμνου εἰς τὸ κλέος ἀνατρέχω τοῦ Μελησίου τὸ ἐξ ἀγενείων , ἤγουν τὸ ἐκ
αὕτη ἡ ἐποχὴ διὰ τὸ ὑπὲρ τὴν γένεσιν εὑρεθῆναι , ἀνατρέχω εἰς τὴν ἀνωτέραν , ἥτις ἐστὶ τρίτη Φαωθὶ ιʹ
6848891 δηϊου
καὶ δ ' αὖθ ' ἡ κυνάμυια ἄγει βροτολοιγὸν Ἄρηα δηΐου ἐκ πολέμοιο κατὰ κλόνον : ἀλλὰ μέτελθε . Ὣς
καὶ δ ' αὐτὸς ὃν θυμὸν ὀνήσεται αἴ κε φύγῃσι δηΐου ἐκ πολέμοιο καὶ αἰνῆς δηϊοτῆτος . Ὣς ἔφαθ '
6847016 Λολλιανου
ἐκεῖνος [ ] ἀνθρώπων [ ] εδοκει ? . [ Λολλιανοῦ ] Φοινεικικῶν ? [ ] [ ] στερ [
πολιτικῶν προσειπὼν λόγων καὶ ῥητορικῆς ὄφελος . ὁ ἀνὴρ οὗτος Λολλιανοῦ μὲν ἀκροατής , Ἡρώδου δὲ οὐκ ἀνήκοος . ἐβίω
6845576 λεπω
. Σαπρός . παρὰ τὸ σήπω , ὡς παρὰ τὸ λέπω λεπρός . Σκληρός . παρὰ τὸ σκλῶ μονοσύλλαβον ,
ἐνεκόλαπτον τοῖς λίθοις οἱ παλαιοί : γλάπτω γλαφυρὸς , ὡς λέπω λεπυρός : ἐπὶ δὲ τοῦ ἡδέος , ἀπὸ τοῦ
6844402 ἀρυβαλλος
νομίσματι . ΓΘ ἀρυβάλλῳ : πλεκτόν τι βαλλάντιόν ἐστιν ὁ ἀρύβαλλος , ὅπερ ἑλκόμενον κλείεται καὶ ἀνοίγεται , παρὰ τὸ
λεύσομαι . γυναῖκας ναυτίδας ὀρνιθίων λεκάνην ἄλυπος ἄνεχε ἀνθήλιος ἀπωνηθήσεται ἀρύβαλλος αὐτόχειρα δουλοπρέπεια κατᾶραι κένταυρον κυνάριον λάβδα λοπάδα μεθύστρια πρωτόπειρον
6844227 βαλϲαμου
λαγωοῦ , καρκίνου ποταμίου , χαλβάνηϲ , ὀποῦ μήκωνοϲ , βαλϲάμου : πάντων ἴϲα βαλὼν εἰϲ ὅλμον , κόψαϲ καὶ
λεῖα ϲὺν γλήχωνι μεθ ' ὕδατοϲ πινόμενα ἄμωμόν τε καὶ βαλϲάμου καρπὸϲ ϲὺν οἴνῳ . πολὺν μέντοι χρόνον , εἴ
6843312 ὑπερκαταληκτος
ἑφθημιμερὲς ἐκ παιῶνος δʹ καὶ βακχείου : τὸ γʹ τρίμετρος ὑπερκατάληκτος ἐκ διιάμβου , παιῶνος αʹ , ἐπιτρίτου γʹ καὶ
οἶμαί σοι δὲ ταῦτα μεταμελήσειν , ὃς μόνος ἐστὶ τρίμετρος ὑπερκατάληκτος . τί δῆτα ; πότερον : σύστημα κατὰ περικοπὴν
6841325 πιϲϲαν
. Πράϲου φύλλα κόψαϲ ἐπιτίθει ἢ ϲπόγγον καινὸν βάψαϲ εἰϲ πίϲϲαν ὠμὴν κατάκαυϲον καὶ λεάναϲ χρῶ : χρήϲιμον ϲφόδρα ἐϲτί
ἀνὰ # α : ὄξει ἐπίχριε . Ἄλλο . ἀφρικανὴν πίϲϲαν ϲὺν ὄξει ἑψήϲαϲ τακερωθεῖϲαν ἐπίχριε . Ἄλλο πρὸϲ λειχῆναϲ
6841270 ἐτυπτου
καὶ κράσει τοῦ εο εἰς τὴν ου δίφθογγον , ἐτύπτετο ἐτύπτου . ἐτύπτετο : πᾶν πρῶτον πρόσωπον εἰς μην λῆγον
: ἔτυπτε τύπτε , ἐνόει νόει , ἐβόα βόα , ἐτύπτου τύπτου . τὸ δὲ λαβοῦ καὶ πιθοῦ παρὰ Ἀττικοῖς
6841215 ϲτακτηϲ
. Τερεβινθίνηϲ ⋖ κ , νάρδου ⋖ ιϚ , ϲμύρνηϲ ϲτακτῆϲ ⋖ Ϛ , καρδαμώμου , βολβῶν ἀνὰ ⋖ Ϛ
ὧν ἁπλούϲτερον μέν ἐϲτιν τὸ λαμβάνον ἀϲβέϲτου καὶ ϲάπωνοϲ καὶ ϲτακτῆϲ κονίαϲ , ποικιλώτερον δὲ καὶ φυλάττεϲθαι δυνάμενον ἀποθέϲει τοῦτο
6838964 τυπω
διδασκῆσαι γὰρ ἀπὸ τοῦ διδασκῶ περισπωμένου , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ τυπῶ τυπήσω , ἀπὸ δὲ τοῦ διδάσκω διδάξω : οὕτω
μέσος μέλλων δεύτερος ἀπὸ τοῦ ἐνεργητικοῦ δευτέρου μέλλοντος ; τοῦ τυπῶ γίνεται , τροπῇ τοῦ ω μεγάλου εἰς τὴν ου
6838303 ἀρνω
: καὶ αἰνύμενος καὶ ἀπαινύμενος . παρὰ τὸ αἰρῶ † ἀρνῶ , ὡς περῶ περνῶ , ἀφ ' οὗ :
: λύγη γὰρ ἡ σκοτία : ἀναίνετο , παρὰ τὸ ἀρνῶ ἀρνοῦμαι : ἢ παρὰ τὸ ναὶ ἐπίρρημα , ναίω
6833990 περιστερεωνος
βʹ , ὀποβαλσάμου δρ . βʹ , τῆς ῥίζης τοῦ περιστερεῶνος κεκομμένης καὶ σεσησμένης δρ . Ϛʹ , χολῆς αἰγείας
, ὀποβαλσάμου δρ . βʹ ⌋ , τῆς ῥίζης τοῦ περιστερεῶνος κεκομμένης καὶ σεσημένης δρ . Ϛʹ , χολῆς ὑαίνης
6833777 κροταφου
λοβὸν ὠτὸς ἐπὶ ἰνίον , εἶτα λοξὴν κατὰ τοῦ ἑτέρου κροτάφου καὶ τοῦ βρέγματος ὑπὸ τὸν ἕτερον λοβὸν ἐπὶ ἰνίον
ἀναλύεται χωρὶϲ φανερᾶϲ αἰτίαϲ . νυγματώδειϲ δὲ διαδρομαὶ γίγνονται μέχρι κροτάφου καὶ παρέπεται αὐτοῖϲ ῥευματιϲμὸϲ ὑγροῦ ϲυμμέτρωϲ δριμέοϲ καὶ λεπτοῦ
6827583 ἀμβαρος
πρωτείου γοε . κρόκου τριχίνου γράμματα β . μόσχου , ἄμβαρος ἀνὰ γράμματα β . Κόστου λιαζʹ . ἤτοι λίτρ
καρποβαλσάμου , ἀρναβῶ , ἀμώμου , ἀλόης ἀνὰ γοβ . ἄμβαρος γοα . μαστίχης , μόσχου , ἀνὰ γράμματα στ
6825678 δδ
, ὃ δηλοῖ τὸ δαψιλῶς , τινὲς μὲν διὰ δύο δδ ἐκφέρουσιν , ἄλλοι δὲ δι ' ἑνός . ἀδηφάγος
” . οἱ Μεγαρεῖς δὲ τρέπουσι τὸ ζ εἰς δύο δδ . Γ ἀκούετον δή , ποτέχετ ' ἐμὶν τὴν
6824989 ὀλω
καὶ τἄλλα ὀξύνεται . καὶ τὸ ὀλοός ὀξύνεται ἀπὸ τοῦ ὀλῶ . Τὰ εἰς ΟΣ ὑπερδισύλλαβα παραληγόμενα Υ συνεσταλμένῳ προπαροξύνεται
καὶ ἀργεστής ἐπιθετικὰ ὀξύνονται . Ἔτι βαρύνονται τὰ παρὰ τὸ ὀλῶ : πανώλης ἐξώλης προώλης . Τὰ εἰς ΗΣ ἐπίθετα
6824495 ῥησσω
ἄξω , ὁ μέσος παρακείμενος ἦγα καὶ Ἀττικῶς ἔαγα : ῥήσσω , ὁ μέλλων ῥήξω , ὁ μέσος παρακείμενος ἔρρηγα
τοῦ η εἰς ω , ῥωγός . παρὰ δὲ τὸ ῥήσσω , καὶ ῥωγάδες . Ῥυμός . παρὰ τὸ ἐρύω
6821372 ϲυκου
, κομιζέϲθω πρᾴωϲ αὐτὸν ἐνδιαλύουϲα , αὖθίϲ τε καταπλαϲτέον διὰ ϲύκου καὶ νίτρου καὶ ἀψινθίου . ἐπιθέματα δὲ μαλακτικὰ τὸ
. Ἄλλο . καρδάμου ϲπέρματοϲ ὅϲον ἐξαρκεῖ καὶ νίτρου βραχὺ ϲύκου λιπαροῦ ϲαρκίῳ χωρὶϲ τῶν κεγχραμίδων ἀναλαβὼν ποίει βαλάνια ἁρμόδια
6821334 ῥαβδουχον
ἀγανακτήσας ὁ Ἰκίλλιος καὶ οἱ συνάρχοντες αὐτοῦ , συνέλαβον τὸν ῥαβδοῦχον καὶ ἀπῆγον ὡς ῥίψοντες κατὰ τῆς πέτρας . οἱ
τῶν ἐν ποσὶ πατάξαντος , ἕτερος ἐκ τοῦ στρατοῦ τὸν ῥαβδοῦχον ἐπάταξε . καὶ Κίννα κελεύσαντος αὐτὸν συλλαβεῖν βοὴ παρὰ
6821255 ἀρκειου
πάντα κόπτε καὶ ϲῆθε λεπτῷ κοϲκίνῳ , εἶτα ἐπιβαλὼν ϲτέατοϲ ἀρκείου λι . δ καὶ φώκηϲ τὸ ἴϲον ἀνάκοπτε καὶ
οἴνου . ἡ κεφαλὴ δὲ αὐτοῦ καιομένη καὶ μετὰ ϲτέατοϲ ἀρκείου ἐπιχριομένη οὐ μόνον ἐϲτὶν ἀλωπεκιῶν ἴαμα ἀλλὰ καὶ ἐξ
6820896 αὐτεξουσιως
οὐκ ἔστιν ἐκεῖ λαβεῖν τὸ μὴ αὐτεξουσίως . Ὅλον οὖν αὐτεξουσίως ἐν αὐτῷ . Τί οὖν αὐτοῦ , ὃ μὴ
σχηματισμῶν ὁποῖος τυγχάνει καταλήψεται , καὶ ἂν μὲν ἀνατολικὸς τύχῃ αὐτεξουσίως ἀφεθήσεται καὶ τὴν ἐλευθερίαν καρπώσεται , ἐὰν δὲ δυτικὸς
6818651 μελανθιου
Καστόριον μετὰ ἀνίσου πότιζε . ἄλλο . κύμινον τρίψας καὶ μελανθίου μέρος ʹʹ . μετὰ ὀξυμέλιτος πότιζε . [ λστʹ
, ἐλελισφάκου , καλαμίνθης ἀνὰ γοα . πυρέθρου γοβ . μελανθίου , κασίας ἀνὰ γοα . τὰ ξηρὰ λειώδη καὶ
6818243 ἀποκαταστησον
Ἐπὶ δόρυ ἐπίστρεφε , ἀποκατάστησον . Ἐπὶ δόρυ περίσπα , ἀποκατάστησον . Ἐπὶ δόρυ ἐκπερίσπα , ἀποκατάστησον . Ἐπ '
εὔοσμον ἐξικνούμεθα : καταλαμβανόμεθα ὑφέσθαι : παραχωρεῖν ἀποπρίω : ἀγοράσας ἀποκατάστησον διακναίσῃ : διαφθείρῃ συχνοί : πολλοί ἀμῶν : θερίζων
6817157 ἐβισκου
. Ε . Ἀντὶ ἐβένου , λώτινον ξύλον . ἀντὶ ἐβίσκου ῥίζης , ῥίζα παπύρου ἢ φύλλα μορέας . ἀντὶ
πτισάνης ἀνὰ # λ , μελιλώτου # β , ἀναδενδρομαλάχης ἐβίσκου # β . τούτων ἑψηθεισῶν ἐν ὕδατι ἀπὸ τοῦ
6815648 ἐνελιξας
Τὸ ἀμπέλιον τρίβων χλωρὸν ἐν μέλιτι , καὶ ἐς εἰρίον ἐνελίξας , προστιθέναι τὸν αὐτὸν τρόπον . Τῆς κυπαρίσσου τὸν
ὀβολὸν , τρίψας , ἐν μέλιτι μίξας , ἐς εἰρίον ἐνελίξας , πρόσθες πρὸς τὸ στόμα τῆς μήτρης , τῆς
6814355 ἠγορασα
ὅς ' ἐστὶν ἀπ ' ὀβελίσκων ὀπτανά . τρίγλας καλὰς ἠγόρασα καὶ κίχλας καλάς : ἔρριψα ταύτας ἐπὶ τὸν ἄνθραχ
ὅτι ἀπὸ σῶν δουλεύομαι παιδισκαρίων : ἴδε κἀγὼ σοὶ παῖδα ἠγόρασα , καὶ ὄψει κάλλος οἷον οὐδέποτε ἐθεάσω . “
6814129 οὐγγ
κωλικοῖς καὶ ὑδερικοῖς καλῶς δίδοται . Καρδαμώμου ἐξηντερισμένου . . οὐγγ . δʹ ἐν ἄλλῳ . . . . .
κόμμεως . . . . . . . . . οὐγγ . Ϛʹ ἐν ἄλλῳ . . . . .
6813392 ῥοφεετω
καὶ ὀρνιθίοισι καὶ κολοκύνθῃ καὶ τεύτλοισι : ζωμὸν δὲ μὴ ῥοφεέτω , μηδὲ βάπτεσθαι : ἰχθύσι δὲ χρήσθω σκορπίοισι καὶ
τὸν ἐρυθρὸν ἢ τὸν ἐκ τῆς συκαμίνου , ψυχρὸν δὲ ῥοφεέτω , καὶ καταστήσεται . Ἢν δὲ πνὶξ προσπέσῃ ἐξαπίνης

Back