σκιρτῆσαι κατὰ γαῖαν , ἐν ὕδασι σῶμα καλύψαι , στοιχείοις διττοῖς μεμερισμένα δώματα ναίειν . εἰ δ ' ἐθέλεις καὶ
τὴν οὐσίαν , δύο δ ' ἐν αὑτῇ κοιλότητας ἐπὶ διττοῖς ὀρθίοις τρήμασιν ἐν τοῖς μεγαλοφωνοτάτοις ζῴοις ὑπὲρ τοῦ κλείεσθαι
5934652 μεταβαλλουσα
δῶχ ' υἱὸς ποινὴν Γανυμήδεος . ” τρωπῶσα τρέπουσα , μεταβάλλουσα τὴν φωνήν . τρώει τιτρώσκει . τρώκτης ἀποτρώγων ,
προβαίνουσα εὐτυχοίην ἀεί : ἄλλως : εὐχερῶς δὲ τὰ ἤθη μεταβάλλουσα τὸν ὀλίγον χρόνον , εὐτυχοίην τὸν βίον . τὸ
5728708 μετεβαλλεν
εἴς τε πῦρ καὶ εἰς λέοντα καὶ εἰς διαφόρους ἰδέας μετέβαλλεν ἑαυτῆς τὴν φύσιν μὴ βουλομένη γαμηθῆναι τῷ Πηλεῖ ,
: ἐγέλα τε γὰρ ἐφ ' οἷς οὐδεὶς ἕτερος καὶ μετέβαλλεν ἐς τὸ κλάειν αἰτίαν οὐκ ἔχον , διελέγετό τε
5415320 κεκοσμημενα
καὶ περιβόλους , ἐξ ἴσου τῇ τε φύσει καὶ τέχνῃ κεκοσμημένα , καὶ πάντα δὴ τὸν κόσμον τῶν ὅρμων ὡς
ἀσφαλέστερον δὲ πειρώμεθα περὶ τούτων εἰπεῖν τὰ σοφιστικὰ καὶ πάνυ κεκοσμημένα τῶν διαλεκτικῶν παρεληλυθότες . οὐ γὰρ ἐπιδείξεως ἕνεκα προὐστησάμεθα
5393135 φθεγγομενῳ
ἤνεγκεν ὄψιν : ὁ δὲ Βλήδας ἥσθη τε λίαν αὐτῷ φθεγγομένῳ οὐ μόνον γέλωτος ἄξια , εἰ μή γε καὶ
πράγμασι μυρί ' εἴργασται κακά , τηνικαῦθ ' ὡς καλὸν φθεγγομένῳ προσέχοιτε . μηδαμῶς : μηδὲν ὑμεῖς ἀβέλτερον πάθητε ,
5387860 ὀρθιοις
ἑκάτερα στρογγύλαις περόναις , τὰ μὲν εἰς τὸ προτείχισμα τοῖς ὀρθίοις καταπῆξι τοῖς τοὺς γιγγλύμους ἔχουσι , τὰ δὲ ἐπὶ
ἐκβῆναι . ἔνθα δὴ παρακελευσάμενοι ἀλλήλοις προσβάλλουσι πρὸς τὸν λόφον ὀρθίοις τοῖς λόχοις , οὐ κύκλῳ ἀλλὰ καταλιπόντες ἄφοδον τοῖς
5384611 Οἰβαραν
τῆς προδοσίας : ἐπανῄει τε εἰς Μηδίαν : τὸν δὲ Οἰβάραν ἵππῳ τε καὶ στολῇ Περσίδι καὶ θεραπείᾳ ἐτίμησεν ,
πραχθεῖσι καὶ ἔτι μᾶλλον ὀργισθεὶς , ὥστε μηκέτι προσίεσθαι τὸν Οἰβάραν , αὖθις μετέγνω καὶ προσίετο αὐτὸν , συμβούλῳ τε
5342250 ὀρθοφυη
ἐπέσκεπται . Ἡ δὲ λεύκη καὶ ἡ αἴγειρος μονοειδής , ὀρθοφυῆ δὲ ἄμφω , πλὴν μακρότερον πολὺ καὶ μανότερον καὶ
ὕστερον ἐπὶ πλεῖον ὥσπερ ἀναθεωροῦντας . Ἔστι δὲ τὰ μὲν ὀρθοφυῆ καὶ μακροστελέχη καθάπερ ἐλάτη πεύκη κυπάριττος , τὰ δὲ
5339853 νησιδια
σταδίους : ἡ δὲ Πόλα ἵδρυται μὲν ἐν κόλπῳ λιμενοειδεῖ νησίδια ἔχοντι εὔορμα καὶ εὔκαρπα , κτίσμα δ ' ἐστὶν
' αὕτη πρὸ τῆς Ἀντιπόλεως . ἄλλα δ ' ἐστὶ νησίδια οὐκ ἄξια μνήμης , τὰ μὲν πρὸ τῆς Μασσαλίας
5328351 φυλλαρια
αὐτὴ πίτυος . Τρίτη ἐστὶν ἄρρην καλουμένη , βοτάνιον ἔχον φυλλάρια λευκά , λεπτά , δασέα : καυλὸν λευκόν ,
ἄνθος μήλινον ὥσπερ ἀνθεμίδος : κεφάλιον περισχιδές : ἔχει δὲ φυλλάρια ἀστέρι ὅμοια , τὰ δὲ περὶ τὸν καυλὸν φύλλα
5263542 καρτερικως
πεντήκοντα ἡμέρας , εἰ τύχοι , εἶτα , εἰ ἤγαγε καρτερικῶς , ἐποίουν αὐτὸν ξεσθῆναι ἐπὶ δύο ἡμέρας , εἶτα
εὐπειθές . Τοῖς ἄρχουσιν ὑπάρχει διὰ φόβον : ὅθεν καὶ καρτερικῶς τούς τε πόνους καὶ τοὺς ὑπὲρ τῆς πατρίδος πολέμους
5254217 συκαμινος
τῇ τελειώσει ὁ πόνος καὶ ἡ ἀπέρασις . Ἡ δὲ συκάμινος ἐλαφρόν τινα καὶ ὑδατώδη καὶ μικρὸν ὡς πρὸς τὸ
φασίν . Ἡ μωρία μάλιστα ἀδελφὴ πονηρίας ἔφυ . Ἡ συκάμινος συκαμίνῳ ῥύπτεται : πρὸς τοὺς ἐν ἑαυτοῖς τὰ ὠφέλιμα
5244012 δυστην
κἀμὲ ποιεῖται δόμων . τί γὰρ τάδ ' , ὦ δύστην ' , ἐμὴν μοχθεῖς χάριν πόνους ἔχουσα , πρόσθεν
ἔκτανέν νιν ; πῶς ἐμὰς ἦλθ ' ἐς χέρας ; δύστην ' ἀλήθει ' , ὡς ἐν οὐ καιρῶι πάρει
5238261 καινοισι
διάφορος ὁ Φιλόξενος . πρώτιστα μὲν γὰρ ὀνόμασιν ἰδίοισι καὶ καινοῖσι χρῆται πανταχοῦ . ἔπειτα τὰ μέλη μεταβολαῖς καὶ χρώμασιν
διάφορος ὁ Φιλόξενος . πρώτιστα μὲν γὰρ ὀνόμασιν ἰδίοισι καὶ καινοῖσι χρῆται πανταχοῦ : ἔπειτα τὰ μέλη μεταβολαῖς καὶ χρώμασιν
5212876 Δεκατος
οἷς τοὺς αὐτοὺς χρόνους συμβαίνει αὐτοῖς ἀναγράφειν . , : Δέκατος δὲ συνηθροίσθη ἔκ τε τῆς Κεφαλίωνος Ἐρατοῦς , διαλαμβανούσης
ἐπαινέτην ἐπιδείκνυμι , ἐν δὲ τῷ δικαστηρίῳ κατηγόρῳ κέχρημαι . Δέκατος δ ' αὐτὸς πρεσβεύσας , μόνος τὰς εὐθύνας δίδωμι
5200134 σημει
ὁμοίαν συμφωνίαν . τὸν μέγιστον : ἤγουν τὸν ἰσχυρότατον . σημεί - ωσαι ὅρκος Λακεδαιμονίων καὶ Ἀθηναίων ὅπῃ ἂν δοκῇ
ὁμοίαν συμφωνίαν . τὸν μέγιστον : ἤγουν τὸν ἰσχυρότατον . σημεί - ωσαι ὅρκος Λακεδαιμονίων καὶ Ἀθηναίων ὅπῃ ἂν δοκῇ
5199304 χρησθ
ἂν κακῶν ὅσωνπερ καὶ οὗτος . οὐ γὰρ εἰ φαύλοις χρῆσθ ' ὑμεῖς εἰς τὰ κοινὰ πολλάκις ἀνθρώποις , καὶ
αὐτῷ γεγονυῖα , ἵν ' εἰ μέν ἐστι τοιαύτη , χρῆσθ ' αὐτῇ καὶ πιστεύητε , εἰ δὲ μή ,
5193160 ἠστραπτεν
Ἀχιλλεὺς τῆς λύρας : καὶ τὰ μὲν πεδία τοῖς ὅπλοις ἤστραπτεν , ὁ δὲ κατὰ τὴν σκηνὴν τὴν ἑαυτοῦ κιθάραν
δένδρον ἦν αὐτῷ χρυσοῦν ἡ σκιά . ὥστε νύκτωρ μὲν ἤστραπτεν ἀργύρῳ καὶ χρυσῷ , μεθ ' ἡμέραν δὲ νύκτα
5187347 τυφῳ
τῆς γῆς συστροφὴ , πρὶν ἐκπυρωθῆναι τὸν ἀέρα . μεγάλῳ τυφῷ : Μεγάλῳ καύσωνι . πᾷ τᾶν Ἀσανᾶν : Ἀντὶ
ὦ Ζεῦ . Εἴθ ' αὐτὴν ὥσπερ τοὺς θωμοὺς μεγάλῳ τυφῷ καὶ πρηστῆρι ξυστρέψας καὶ ξυγγογγύλας οἴχοιο φέρων , εἶτα
5174359 ταριχειαν
κωβιός , ἠλακατῆνες . εἰσὶ δὲ κητώδεις , ἐπιτήδειοι εἰς ταριχείαν . Μένανδρος Κόλακί φησι : κωβιός , ἠλακατῆνες ,
δὲ Σινώπην προϊοῦσα ὡραιοτέρα πρός τε τὴν θήραν καὶ τὴν ταριχείαν ἐστίν : ἐπειδὰν δὲ ἤδη συνάψῃ ταῖς Κυανέαις καὶ
5169105 ἀπετειχιζε
ὁ Καῖσαρ αὐτίκα μετὰ σπουδῆς ἅπαντι τῷ στρατῷ τὴν Περυσίαν ἀπετείχιζε χάρακι καὶ τάφρῳ , πεντήκοντα καὶ ἓξ σταδίους περιιὼν
ὑψηλοῦ . ὁ δὲ Καῖσαρ ἐς μὲν τὸ φανερὸν πάντας ἀπετείχιζε , λάθρᾳ δὲ τοὺς εὐτολμοτάτους ἔπεμπε ζητεῖν ἄνοδον ἐς
5160107 Ἐλεγχε
τινὰς ἐπὶ τοῦ νώτου ἐπιχρύσους ἔχοντα . ὁρᾷς , ὦ Ἔλεγχε ; Ὁ τὸν Ἀριστοτέλη προσποιούμενος οὗτός ἐστιν . Ἦλθεν
ἀνασπάσωμεν . καὶ σύ , ὦ Ἔλεγχε , ἀνάσπα : Ἔλεγχε , συνεπιλαβοῦ τῆς ὁρμιᾶς . Ἄνω ἐστί . φέρ
5138445 μελετασθαι
τέκνον , καὶ σοὶ , καθάπερ τοῖς ἀνδράσι , δεῖ μελετᾶσθαι τὰ κυνηγέσια : τί δὲ καὶ τὸ τυχεῖν κρηναίων
γάρ : προβλήματα σημαίνει τὰ ἀσύστατα , ἅπερ τῷ μὴ μελετᾶσθαι οὔτε τρόπον οὔτε εἶδος ἔχει : ἐχρῆν οὖν εἰπεῖν
5117256 σπιθαμιαια
τῶν ἄνωθεν μερῶν , κλωνία δὲ πέντε ἢ ἕξ , σπιθαμιαῖα , ἄνθη λευκά , καρπὸν δὲ μέλανα , μικρόν
πυροῖς , μακρότερα δὲ καὶ λεπτότερα καὶ πολλά : κλωνία σπιθαμιαῖα , περίπλεα φύλλων ἀπὸ τῆς γῆς , πέντε ἢ
5116104 Ἐγκρατεια
, καθὼς καὶ γεγεννημέναι εἰσίν . ἐκ τῆς Πίστεως γεννᾶται Ἐγκράτεια , ἐκ τῆς Ἐγκρατείας Ἁπλότης , ἐκ τῆς Ἁπλότητος
τὰ δεινὰ καὶ ἐμπειρία πολέμου : ἕξις ἐμμενητικὴ νόμου . Ἐγκράτεια δύναμις ὑπομενητικὴ λύπης : ἀκολούθησις τῷ ὀρθῷ λογισμῷ :
5111119 ἀκανθωδη
λεπτοκαρύου μᾶλλον , καὶ πολὺ πλέον σὺν ἰσχάσιν . τὰ ἀκανθώδη πάντα μετρίως ἐστὶν εὐστόμαχα , τουτέστι σκόλυμος , ἀτρακτυλίς
: οὐ γὰρ ἐπετειόκαυλόν ἐστι . τὰ μὲν οὖν ὅλως ἀκανθώδη τοιαύτην τινὰ ἔχει φύσιν . Τῶν δὲ φυλλακάνθων τὸ
5110563 στρωμνης
καὶ κωδίου καὶ δυεῖν προσκεφαλαίων . τοιαύτης δὲ τῆς σκληροτάτης στρωμνῆς ὑπαρχούσης , ἔξεστι λογίζεσθαι τὴν κατὰ τὸν λοιπὸν βίον
περιέργου τροφῆς ἢ περιέργου τε καὶ τρυφερᾶς ἐσθῆτός τε καὶ στρωμνῆς ἢ περιέργου τε καὶ πολυτελοῦς καὶ ποικίλης οἰκήσεως ἐπίκτητον
5102237 γεννητος
ὤν , πρὶν εἰς ἄνδρας δυνατὸς εἶναι τελεῖν , εἴτε γεννητὸς ὢν εἴτε ποιητός , γραφέτω καὶ περὶ τῆς τοιαύτης
πῶς ἂν ἔγωγε , ὦ θεσπέσιε καὶ Ὀλύμπιε Μένιππε , γεννητὸς αὐτὸς καὶ ἐπίγειος ὢν ἀπιστεῖν δυναίμην ὑπερνεφέλῳ ἀνδρὶ καὶ
5099571 σκολιωτερα
μᾶλλον εἰς βάθος καὶ πάχος , δι ' ὃ καὶ σκολιώτερα καὶ ὀζωδέστερα καὶ τὸ ὅλον στερεώτερα καὶ πυκνότερα φύεται
ἀπορίᾳ πίστεως ἄλλης ἑκατέρῳ διδόμενοι ἐν τῷ παραχρῆμα ἴσχυον . σκολιώτερα δὲ τούτων ἐστὶ καὶ ἃ μετὰ ταῦτα τίθησιν :
5097106 διαφυσιν
, ὡς εἴρηται , ἐπίφυσις ἐκεῖ , ἥτις ἔχει καὶ διάφυσιν ἤτοι τινὰ κατάφυσιν , ὅπερ ἐστὶ , , .
, ὡς εἴρηται , ἐπίφυσις ἐκεῖ , ἥτις ἔχει καὶ διάφυσιν : διάφυσιν δὲ καλεῖ τὴν κατάφυσιν . , ,
5084892 πυκνωσαι
τὸν σῖτον ἀντὶ κοπρίου τέταχεν . στενυγρῶσαι : ἀποστεγνῶσαι καὶ πυκνῶσαι τόπον τινά , ἐν ᾧ ἡ ὑγρασία ἐστί .
τρίτη μοῖρα τῶν λουτρῶν ψῦξαι μὲν τὸ σύμπαν σῶμα καὶ πυκνῶσαι τὸ δέρμα καὶ ῥῶσαι τὰς δυνάμεις : τὸ δὲ
5084472 εὐφημουμενος
τῷ Ὀλυμπιακῷ ἀγῶνι . τῷ αὐτοῦ ἀλείπτῃ . ὁ νῦν εὐφημούμενος . διὰ γὰρ αὐτὸν καὶ οὗτος ἐνίκα . *
δανειστοῦ γνωρίσας ἀπέδωκε τὸ χρέος ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τῷδε εὐφημούμενος πᾶσιν ἠφίει τοῖς ἑαυτοῦ χρήσταις τὰ ὀφλήματα . προϊὼν
5082908 παρελαυνων
ἐκ τῆς βοηθείας : ὁ δὲ Ξενοφῶν ἐπεὶ κατέβη , παρελαύνων τὰς τάξεις ἡνίκα ἀπὸ τῆς βοηθείας ἀπήντησαν οἱ Ἕλληνες
ἴλας καὶ κατὰ τάξεις : εἶτα δὲ τοὺς Ἕλληνας , παρελαύνων ἐφ ' ἅρματος καὶ ἡ Κίλισσα ἐφ ' ἁρμαμάξης
5078940 χρωτιζεται
καὶ νεωτερίζει ἀντὶ τοῦ “ καινά τινα ποιεῖ ” . χρωτίζεται ] χρωματίζει , ὁμοίαν ποιεῖ , δοκιμάζει , καλλωπίζεται
καὶ χοριάμβου καὶ μιᾶς συλλαβῆς : τὸ ζʹ “ πράγμασι χρωτίζεται ” ὅμοιον ἐκ χοριάμβου καὶ ἀμφιμάκρου δίμετρον ἀκατάληκτον :
5078103 οἰκειοτεροις
ἀλλὰ καὶ διαφώνους ἑτέρας παραδεδόσθαι συμβέβηκε , περὶ ὧν ἐν οἰκειοτέροις μνησθησόμεθα καιροῖς . . , . ] [ Οἱ
ἐπιτηδεύειν , ὡς εἴρηται , καὶ διὰ τὸ βούλεσθαι αὐτὸν οἰκειοτέροις ὀνόμασι χρῆσθαι . ἐκάλεσε δὲ τὸ καθόλου καθ '
5077559 στενοτερα
λευκὴν ἔνδοθεν . Ἄλκμαρ φύλλα μὲν ἔχει ὅμοια ἀρνογλώσσῳ , στενότερα δὲ καὶ ἐπὶ γῆν κλώμενα : καυλὸς δὲ λεπτός
ἐσχισμένα τὴν περιφέρειαν . Σπαργάνιον φύλλα ἔχει ἐοικότα ξιφίῳ , στενότερα , ἐπ ' ἄκρων δὲ τοῦ καυλοῦ ὡσεὶ σφαιρία
5071265 πλωτηρας
σκάφει . σὲ καὶ παρεῖναι δεῖ μάλιστα τούς τε σοὺς πλωτῆρας οἵπερ ἔφυγον ἐκ ναυαγίας . καὶ μὴν ἐάνπερ ναῦν
, ὥσπερ τις κυβερνήτης χρηστός , ὃς πάντας ἀφεὶς τοὺς πλωτῆρας ἀπόνως ἐπὶ τῆς ὁλκάδος φέρεσθαι , μόνος ἐπὶ τῶν
5069533 Βασανος
τῶν κατ ' ἀρχὰς ἠρεμούντων , ὕστερον δὲ ταρασσόντων . Βάσανος λίθος : ἐπὶ τῶν ἐξεταζομένων ἐν λόγοις , παρόσον
τὴν παρθενίαν αἰτήσασθαι καὶ τὰς ἀπαρχὰς παρὰ τῶν ἀνθρώπων . Βάσανος λίθος : ἐπὶ τῶν ἐξεταζομένων ἐν λόγοις , παρόσον
5068051 κοσμησω
. νέοις πίναξιν ] καινοῖς ἀναθήμασι τὰ ἀγάλματα τῶν θεῶν κοσμήσω . λέγει δὲ ὅτι μετεωρήσω ἐμαυτὴν τῆι ἀγχόνηι .
τὴν νύμφην , ἵνα σοι πάλιν χαρίσωμαι , Σαπφικῇ μελῳδίᾳ κοσμήσω : σοὶ χά - ριεν μὲν εἶδος καὶ ὄμματα
5066232 σοφιηι
: ἔκγονε Μιλήτου , τρίποδος πέρι Φοῖβον ἐρωτᾶις ; τίς σοφίηι πάντων πρῶτος , τούτου τρίποδ ' αὐδῶ . διδοῦσιν
θύρηισιν ἀείδουσιν ἢ ἤν πηι πεπνυμένην ἀείδωσιν οὐ τιθέμενοι ἐν σοφίηι , γνώμην δ ' ἔχουσι μωρίης . . ,
5062565 πεποικιλμενη
τούτου μονόλιθος ἦν ὀροφή , φάτναις διαγεγλυμμένη καὶ γραφαῖς διαφόροις πεποικιλμένη . εἶχε δὲ τῆς πατρίδος τῆς ἑκάστου τῶν βασιλέων
ποικίλον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον , οὕτω καὶ αὕτη πᾶσιν ἤθεσιν πεποικιλμένη καλλίστη ἂν φαίνοιτο . καὶ ἴσως μέν , ἦν
5062366 αὐχει
καθίσταται θεῷ , φεύγει τὸν διασκεδαστὴν τρόπον Φαραώ , ὃς αὐχεῖ λέγων μὴ εἰδέναι τὸν κύριον : ” ἀνεχώρησε ”
δεύτερος . κεκέρασται μὲν τὰ πτερὰ χρυσῷ καὶ πορφύρᾳ : αὐχεῖ δὲ τὸν Ἥλιον δεσπότην , καὶ ἡ κεφαλὴ μαρτυρεῖ
5039694 μικροτεροις
περίπλουν ἀπὸ Κανῆς καὶ τῆς Εὐδαίμονος Ἀραβίας οἱ μὲν * μικροτέροις πλοίοις περικολπίζοντες ἔπλεον , πρῶτος δὲ Ἵππαλος κυβερνήτης ,
' ἂν τοὺς ὁμοίους μὲν κατὰ τὸ ὄνομα , ἐπὶ μικροτέροις δὲ ἐγκαλουμένους τιμωρίας τυχόντας ἀποδείξωμεν : καθόλου γὰρ τὰς
5038106 ὑφαινεται
ἐπιφύσεις ἔχει ἐριώδεις καὶ χνοώδεις , ἐξ οὗ νήθεται καὶ ὑφαίνεται χειρεκμαγεῖα . στρέφουσι δὲ ἐξ αὐτοῦ καὶ ἐλλύχνια ,
εἶναι τοῦ τε ἐδωδίμου τοῦ ἐντὸς καὶ τοῦ ἔξω : ὑφαίνεται δὲ ἐξ αὐτοῦ καὶ πόδεια καὶ ἄλλα ἱμάτια :
5028871 κηπειας
πολυτελεῖς ταῖς κατασκευαῖς ὑπάρχουσιν ἐν αὐτῆι , καὶ κατὰ τὰς κηπείας κατεσκευασμένα κωθωνιστήρια τὴν διάθεσιν ἀνθηρὰν ἔχοντα , ἐν οἷς
τυροποιεῖν διὰ τὴν ἀπειρίαν , ἀπείρους δ ' εἶναι καὶ κηπείας καὶ ἄλλων γεωργικῶν . δυναστεῖαι δ ' εἰσὶ παρ
5024745 ἐπικλινως
πρὸς τὸ σεμνότερόν τε καὶ αὐστηρότερον σχεδὸν ἐκ πρώτης ἡλικίας ἐπικλινῶς εἶχεν . ἐπεὶ δὲ ὁ μὲν ἐτελεύτησε , Γάιος
ὠσφραίνετο , τῶν δὲ ἥπτετο : καὶ πρὸς ἃ μὲν ἐπικλινῶς εἶχεν , ἡδονὰς ἐργαζόμενα , τῶν δὲ ἀπεστρέφετο ,
5023517 ἀρθητε
] ὑψώθητε : σύναπτε ⌈ δὲ / ⌈ τὸ ” ἄρθητε “ πρὸς τὸ ” μετέωροι “ . τῷ φροντιστῇ
αἱ ἐν τῷ βροντᾶν καὶ τοὺς κεραυνοὺς ἡμῖν ἐμφαίνουσαι . ἄρθητε ] μετεωρίσθητε . . φάνητε ὦ ] συνίζησις .
5019247 ἐπαινουμενα
τὸν ἔπαινον συντελεῖν καὶ αὐτήν , τὰ δὲ τῷ ὄντι ἐπαινούμενα καὶ ὑπὸ τῶν ἀκουόντων εὐφημούμενα ἐκεῖνα εἶναι . ὥστε
θαυμαζόμενα ὑφάσματα καὶ τὰ παρὰ Ῥωμαίοις μεταλλευόμενα ἢ διὰ τέχνην ἐπαινούμενα μηκέτι μόλις καὶ σπανίζοντα λανθάνοντά τε δι ' ἐμπόρων
5017643 Θρᾳτταις
. οὕτω δ ' ἂν καὶ ὁ Κρατῖνος ἐν ταῖς Θρᾴτταις εἰρηκὼς εἴη τὸν χρυσὸν χρυσία : ὅτι τοὺς κόρακας
Ὀρφεῦ , καὶ νῦν μὲν θηρία θέλγεις καὶ δένδρα , Θρᾴτταις δὲ γυναιξὶν ἐκμελὴς δόξεις καὶ διασπάσονται σῶμα , ᾧ
5015003 Ῥαβενναν
ἀλλήλοις οὔτε σὺν προθυμίᾳ χωροῦντες , ὁ μὲν αὐτῶν ἐς Ῥάβενναν , ὁ δ ' ἐς Ἀρίμινον , ὁ δὲ
. ἄγων δὴ οὖν τοὺς ξύμπαντας ἄνδρας ἐς τετρακοσίους ἐπὶ Ῥάβενναν ᾔει . . Ἐν τούτῳ δὲ Ἀλίγερνος ὁ Φρεδιγέρνου
5014806 πεπυκασμενα
ἐρεπτόμενοι ἐλεόθρεπτόν τε σέλινον ἕστασαν : ἅρματα δ ' εὖ πεπυκασμένα κεῖτο ἀνάκτων ἐν κλισίῃς : οἳ δ ' ἀρχὸν
κύαμον δέ τις ἐν πυρὶ φρυξεῖ . χἀ στιβὰς ἐσσεῖται πεπυκασμένα ἔστ ' ἐπὶ πᾶχυν κνύζᾳ τ ' ἀσφοδέλῳ τε
5010909 στειραις
δ ' ἔτι δυσγαμίην καὶ δυστεκνίην μάλ ' ὀπάζει , στείραις ἠδ ' ἀτόκοισι συνάπτων δυσκλέα λέκτρα : δηθάκι καὶ
γῆν ἀροῦσιν : οὗτοι δὲ τίνες ἂν εἶεν ἢ οἱ στείραις συνερχόμενοι γυναιξί ; θήρᾳ γὰρ αὐτὸ μόνον ἡδονῆς ἀκράτορος
5009625 ἀποσμηχειν
ἐπιφανείας ἐν ὀνείροις διδαχθῆναι . Ὅσα τῶν σμηκτικῶν πέφυκεν οὐλὰς ἀποσμήχειν , ταῦτα καὶ τύλους ἀποσμήχειν οἶδε καὶ οὐλὰς παχείας
, γίνεται ἡ κόπρος αὐτοῦ ῥυπτική , ὥστε καὶ ἐφήλεις ἀποσμήχειν , καὶ φακοὺς καὶ ψύδρακας ὄψεως . τοῦτο ἐσθιόμενον
5008912 κηδευματα
. . . . προστάττει . γρ . προστάττει . κηδεύματα . γαμικὰ συναλλάγματα . φαμεν . . . .
φερόμενον : τὸν δ ' ἐναντίως πεφυκότα ἐπὶ τἀναντία χρὴ κηδεύματα πορεύεσθαι . καὶ κατὰ παντὸς εἷς ἔστω μῦθος γάμου
5003413 φορτιοις
, ἡμεῖς δέ γ ' , ἔφη , ἐν μεγάλοις φορτίοις καὶ βαδίζειν καὶ τρέχειν ἠναγκαζόμεθα , ὥστε νῦν ἐμοὶ
λῃστρικὴν ναυτιλλομένην ἡμῖν ἐπιοῦσαν βουλευομένην αὐτοῖς ἀν - δράσι καὶ φορτίοις ἑλεῖν μου τὸ σκάφος , εἶτα πάντων ὑπὸ δέους
5000011 διειλημμενην
Οὐδ ' ὁπωστιοῦν , ἔφη . Ἀλλὰ [ καὶ ] διειλημμένην γε οἶμαι ὑπὸ τοῦ σωματοειδοῦς , ὃ αὐτῇ ἡ
δὲ τὴν πομπὴν πέμπουσιν ἕπονται τελείαν ἐξ ἀγέλης βοῦν ἄγοντες διειλημμένην δεσμοῖς τε καὶ ὑβρίζουσαν ἔτι ὑπὸ ἀγριότητος . ἐλάσαντες
4998090 θλιβομενα
, ὅπως μὴ δουποίη τὰ ὅπλα , μήτε τῷ παραστάτῃ θλιβόμενα μήτε τῷ φέροντι διὰ τὸν συνωθισμὸν περικτυπούμενα . [
, κρύπτεται δὲ κατὰ μόνην τὴν ἐπιφάνειαν , καὶ τὰ θλιβόμενα τὸ αὐτὸ μέγεθος ἔχοντα κατ ' ἀλήθειαν , ἐλάττω
4994911 πρωιαιτερον
κατεπείγεται ἡ φύσις στενοχωρουμένη ὑπὸ τοῦ πλήθους καὶ κινουμένη συντόνως πρωιαίτερον πυοποιεῖ αὐτήν . παρὰ δὲ τὸ πεπονθὸς διάφορον μόριον
παρὰ δὲ τὴν θέσιν , ὅσα πλησιάζει κυρίοις μορίοις , πρωιαίτερον πυοποιεῖ τοὺς ὄγκους , τυχὸν τὰ παρακείμενα μόρια τῷ
4994481 κουφιζουσαν
λιμοῦ βλάβην , καὶ τοὺς παῖδας ἥδουσα καὶ θάλλουσα . κουφίζουσαν δὲ ἄρουραν ἀντὶ τοῦ κεκουφισμένην , ἁπαλήν , .
Ἡσίοδος ἐν Ἔργοις καὶ Ἡμέραις : νειὸν δὲ σπείρειν ἔτι κουφίζουσαν ἄρουραν : νειὸς ἀλεξιάρη παίδων εὐκηλήτειρα . εὔχεσθαι Διὶ
4993348 μισθωσεων
δὲ πενταετῆ μισθοῦν χρόνον : τὸ δὲ προσιὸν ἐκ τῶν μισθώσεων ἀργύριον εἰς τοὺς ὀψωνιασμοὺς τῶν στρατευομένων ἀναλοῦσθαι καὶ εἰς
ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , ὅσα χρήματ ' ἔχων ἐκ τῶν μισθώσεων καὶ ἐκ τῶν χρεῶν ὡς ἀπορῶν καὶ πάντ '
4990971 Ποτνιει
Ἐπὶ Μένωνος τραγῳδῶν Αἰσχύλος ἐνίκα Φινεῖ , Πέρσαις , Γλαύκῳ Ποτνιεῖ , Προμηθεῖ . Τοῦ Ξέρξου πατὴρ μὲν ἦν Δαρεῖος
ἀνθρώπους . ἐπὶ Μένωνος τραγῳδῶν Αἰσχύλος ἐνίκα Φινεῖ Πέρσαις Γλαύκῳ Ποτνιεῖ Προμηθεῖ . τοῦ Ξέρξου πατὴρ μὲν ἦν Δαρεῖος ὁ
4988960 ὀπτηθεντα
, τρέφει δὲ μᾶλλον : φάρυγγα τραχύνει καὶ στόμα . ὀπτηθέντα δὲ ἀλυπότερα γίνεται : διαχωρεῖ δὲ μάλιστα τῶν καρύων
βούληταί τις ὑπάγειν , ἕψοντα διδόναι : μετρίως δὲ ἐχούσης ὀπτηθέντα γίνεται τρόφιμα . πρὸς δὲ τὰς οὐρήσεις ἀμφοτέρως σκευασθέντα
4988583 φυουσα
ἐπιδείκνυσι τὴν αὑτῆς φύσιν : ἡ γὰρ τὰ ἄγρια καλὰ φύουσα δύναται θεραπευομένη καὶ τὰ ἥμερα καλὰ ἐκφέρειν . φύσιν
πεποιημένων ἡ λέξις . φυσίζωος ἡ τὰ πρὸς τὸ ζῆν φύουσα . φυταλίη κῆπος . φῦλον ἀντὶ τοῦ γένος :
4985388 ἐγχυμα
ἕτερον πλῆθος , ὃ καλεῖσθαι πρός τινων ἔφην κατὰ τὸ ἔγχυμα . τὴν ποιότητα δ ' ἐφ ' ἑκατέρου τοῦ
. Ἅπαντα δ ' οὖν ταῦτα μίξει τινὶ καὶ ἀλλοιώσει ἔγχυμα φαίνεται καὶ ὀσμώδη . Καὶ γὰρ ἡ τέφρα διὰ
4984262 διηνθισμενον
εἰς τὰ ἄνω ἐκδαίροντας τὰς αἶγας . ἀνθεμόεντα ἀναθηματικὸν ἢ διηνθισμένον ποικίλως . ἀνδροκμήτῳ ἤτοι ὑπ ' ἀνδρῶν μετὰ κακοπαθείας
τοὺς ἀλεκτρυόνας τοὺς μεγίστους , ποικίλον γε μὴν καὶ πολυχροίᾳ διηνθισμένον . καὶ πέτεταί γε ὕπτια ὡς ἀκούω ὑποτεῖναν τῷ
4976759 Κυκλωψιν
οἷον λέβητι λέβησι Αἴασι , δυνάμει δέ , οἷον κόραξι Κύκλωψιν . ἐπεὶ οὖν τὸ καλοῖς οὐδετέρων οὐδέποτε λήγει εἰς
νῦν δ ' οὐδ ' ἀφύην κινεῖν δοκεῖς . Καλλίας Κύκλωψιν : πρὸς τῆς ἀφύης τῆς ἡδίστης . Ἀριστώνυμος Ἡλίῳ
4975888 δελεατα
, τὸ ῥυπᾶν καὶ σκυθρωπάζειν αὐστηρῶς τε καὶ αὐχμηρῶς ἀποζῆν δελέατα προτιθέντες , ὡς δὴ κοσμιότητος καὶ σωφροσύνης καὶ καρτερίας
μεγάλων λυπημάτων ἐθέλουσι παραγίγνεσθαι : τιμαὶ γὰρ καὶ ἆθλα , δελέατα ἃ ὁ θεὸς ἔδωκεν ἀνθρώποις , μεγάλων πόνων καὶ
4975074 οἰκοδομουμενος
τί γὰρ οὐκ ἂν ποιήσειεν ἐκεῖνος ὁ τὴν οἰκίαν σπουδῇ οἰκοδομούμενος καὶ τοὺς ἐργάτας ἐπισπέρχων , εἰ μάθοι ὅτι ἡ
πύργον ἔτι οἰκοδομούμενον ; ὡς ἐὰν οὖν συντελεσθῇ ὁ πύργος οἰκοδομούμενος , ἔχει τέλος . ἀλλὰ ταχὺ ἐποικοδομηθήσεται . μηκέτι
4974969 πανουργευεσθαι
] ἐν δόλῳ , ἀπάτῃ . πανουργίᾳ ] εἰς τὸ πανουργεύεσθαι . ὄλωλεν ] ἐφθάρη . θεοπτύστῳ ] θεομισήτῳ .
πλοῖον συνεισβὰς καὶ συνελθὼν ναύταις θερμοῖς καὶ σπουδαίοις εἰς τὸ πανουργεύεσθαι ὄλωλε σὺν τῷ τοῖς θεοῖς μισητῷ γένει τῶν ἀσεβῶν
4972531 ἀκνηστις
εἶδος βοτάνης , παρὰ τὸ πολὺ κνῆσαι , ἢ ἐγκνήθεσθαι ἄκνηστις δὲ οἱονεὶ πολύκνηστις , ὥσπερ καὶ τὸ ἄξυλος ὕλη
Συριακοῦ , ὁ δὲ Θεόφραστος βέλτιον ὀπὸν πανάκους . * ἄκνηστις : εἶδος βοτάνης , παρὰ τὸ πολὺ κνῆσαι ,
4972185 ἐφιλοσοφησε
ἢ τὸν ἥλιον αἰσχύνης κτήσασθαι μάρτυρα . καὶ ἃ μὲν ἐφιλοσόφησε , τάδε : πάρεστι δὲ ἰδεῖν ὡς καλῶς .
δόγματα ἐπὶ τῶν κινδύνων , οὐδ ' ἐπὶ τῆς ἐξουσίας ἐφιλοσόφησε μόνον , ἀλλ ' ὡς περὶ ἀριθμῶν ἢ μέτρων
4972058 πεφυτευμενη
λύχνον . ἔχω γὰρ ἐπιτήδειον ἄνδρ ' αὐτῇ πάνυ . πεφυτευμένη δ ' αὕτη ' στὶν ἢ ψιλὴ μόνον ;
ἐγὼ καὶ τοῦτο σημανέω : ἡμῖν οὔτε ἄστεα οὔτε γῆ πεφυτευμένη ἔστι , τῶν πέρι δείσαντες μὴ ἁλῷ ἢ καρῇ
4971720 ἀπειργασμενος
κλῖναι πολυτελεῖς ; ἔτι δὲ καὶ κοῖλος ἄργυρος καὶ χρυσὸς ἀπειργασμένος καὶ ἐκπώματα καὶ κρατῆρες , ὧν τοὺς μὲν λιθοκολλήτους
, ὅπως ὅτι κάλλιστον εἴη κατὰ φύσιν ἄριστόν τε ἔργον ἀπειργασμένος . οὕτως οὖν δὴ κατὰ λόγον τὸν εἰκότα δεῖ
4969463 στρωτηρα
Ἕτερος τρόπος ἐμβολῆς : ἢν ἐς τὸ ἔσω ὠλισθήκῃ , στρωτῆρα χρὴ διαδῆσαι μεταξὺ δύο στύλων , ὕψος ἔχοντα σύμμετρον
σεσάπρισται : σέσηπται , ἔφθαρται . συνθεῖν : συντρέχειν . στρωτῆρα : δοκίδα . | σαρκάζειν : οἱ μὲν σαρκοῦν
4966448 ἀνακειμενος
ἔκτισεν , ὅθεν ἐστὶν ὁ Καλλίμαχος . κόραξ : ὡς ἀνακείμενος τῷ Ἀπόλλωνι ὁ κόραξ . ἡμετέροις βασιλεῦσι : τῷ
ἑταῖρός φησιν : ἀνάκεισο . Φιλιππίδης : καὶ δειπνῶν ἀεὶ ἀνακείμενος παρ ' αὐτόν . καὶ ἐπάγει : πότερον ἀνδριάντας
4964591 ἰϲχυραιϲ
καὶ τῶν ὁμοίων ϲκευαζόμενα νεύρων τε πείϲεϲιν ἁρμόττει καὶ ψύξεϲιν ἰϲχυραῖϲ καὶ δυϲεκθερμάντοιϲ : τὰ δὲ μαλακτικὰ ϲκληρίαιϲ τε καὶ
τῆϲ διαίτηϲ τμητικὸν ἔϲτω . Τὰϲ δ ' ἐπὶ ταῖϲ ἰϲχυραῖϲ ψύξεϲιν ἐκλύϲειϲ ὁμοίωϲ τοῖϲ βουλίμοιϲ ἰᾶϲθαι παντὶ τρόπῳ θερμαίνονταϲ
4962776 ὁμοτροπον
καὶ δέχεται τὰ προσπίπτοντα . Οὐ γὰρ δύναται τὸ μὴ ὁμότροπον ἐν τοῖσιν ἀσυμφό - ροισι χωρίοισιν ἐμμένειν : πλανᾶται
τὸν ἐφευρετὰν χορείας , τὸν ὅλας ποθοῦντα μολπάς , τὸν ὁμότροπον Ἐρώτων , τὸν ἐρώμενον Κυθήρης : δι ' ὃν
4959005 φρουρουμενη
. χωρεῖτε , λόγχηι [ δ ' ἥδ ' ἴτω φρουρουμένη ] : λάζυσθε τὴν πανοῦργον [ , ὡς ]
οὐ κρυπτόμενον οὐδὲ ἐπαινούμενον ὑγιάζεται , οὕτως οὐδὲ ψυχὴ κακῶς φρουρουμένη θεραπεύεται . . . . . Δημοσθένους . Οὔτε
4958193 πεπομφει
βασάνων κατεμήνυσαν τὴν ἀλήθειαν ὅτι Μιθριδάτης ὁ Καρίας ὕπαρχος δῶρα πεπόμφει Διονυσίῳ , καὶ τὰς ἐπιστολὰς ἐπεδείκνυσαν . ὁ δὲ
γὰρ τρεῖς υἱοὺς καὶ δύο θυγατέρας ὁρῶν τὰ πράγματα κακούμενα πεπόμφει εἰς Νίνον , δοὺς αὐτοῖς τρισχίλια χρυσίου τάλαντα :
4957260 μαναι
ἔχουσι φύσιας ᾗσιν ἐξαμβλέεται , οὖσαι πνευματώδεες , πυκιναὶ , μαναὶ , μεγάλαι , σμικραὶ , καὶ ἀλλὰ ὅσα ἔοικεν
ἄλογον ἀποκαυθῆναι : τῆς μὲν γὰρ μετέωροι , τῆς δὲ μαναὶ αἱ ῥίζαι , ὥστε καὶ ἄνωθεν τὸ ψύχος διϊκνεῖσθαι
4957176 ἀνειμενην
τὴν λαμβδοειδῆ . τὸ δὲ θῆλυ μίαν ἔχει ῥαφὴν κυκλοτέρως ἀνειμένην . Πόθεν μέτωπον ; οἷον ὑπέρωπον , τὸ ὑπεράνω
πολίταις ἢ τοῖς Ἕλλησι νομιστέον ; καὶ μὴν οὐδ ' ἀνειμένην γε τὴν ἐλευθερίαν ἐποίησαν αὐτοῖς : οἵ γε πρὸς
4956584 εὐκοσμιαν
τόκου τὴν μητέρα σεμνῦναι . καὶ δικαιότερος ἐπαινέτης ὁ τὴν εὐκοσμίαν τῶν παίδων εἰς τοὺς τεκόντας ἀνάγων τοῦ καλλωπίζοντος ἀρεταῖς
διὰ μυρίων ἑτέρων ἐπὶ πασώντος λειούμενοι , ἔτι σκευῶν τινων εὐκοσμίαν παραθάπτουσιν , καὶ αὐτῶν ῥιπιζομένων τῶν εἰδῶν , ἐκμύζωσι
4951210 κλητηρι
Λυσίστρατος : “ ἔοικας , ὦ πρεσβῦτα , νεοπλούτῳ τρυγὶ κλητῆρί τ ' εἰς ἀχυρὸν ἀποδεδρακότι . ” ὁ δ
, ὅπου καὶ τὸ Πλάτωνος παράκειται ἐξ Ἀδώνιδος . Γ κλητῆρί ] γέροντι δικαστῇ . ἀποδεδρακότι ] ὄνῳ φυγόντι .
4945741 Λιμνη
Διὸς Διόνυσον ἐν Λίμναις : 〚 Λείπει παῖδα . 〛 Λίμνη τόπος ἱερὸς Διονύσου , ἐν ᾧ καὶ οἶκος καὶ
' ὄχεα φλόγεα ποσὶ βήσετο : τὸν ἀμφὶ Λίμνας : Λίμνη τόπος Τροιζῆνος [ Ἀττικῆς ] , ἔνθα Λιμνᾶτις Ἄρτεμις
4945588 ὠιδαις
: στυγίους δὲ βροτῶν οὐδεὶς λύπας ηὕρετο μούσηι καὶ πολυχόρδοις ὠιδαῖς παύειν , ἐξ ὧν θάνατοι δειναί τε τύχαι σφάλλουσι
? [ ] [ ] ἕρπει δ ' ἐκ μυχάδων ὠιδαῖς α ? [ ] αὔλει μοι . ψηφίζει τις
4943184 ἀφαυαινεται
καὶ ὅσα ἀκμάζον τὸ ἔαρ ἤνεγκε πάντα [ ξηραίνεται ] ἀφαυαίνεται ξηροῖς πνεύμασι τοῦ ἀέρος αὐχμώδη καταστάντα τοῖς ἀφ '
σκαπάνῃ τιτρωσκομένων χείρω γίνεται , πολλάκις δὲ καὶ νοσεῖ καὶ ἀφαυαίνεται , τὸν αὐτὸν τρόπον οἴεσθαι χρὴ καὶ ἀπὸ τῶν
4940915 περδεσθαι
. παρέπεται δὲ καὶ τοῖς τρυφῶσι καὶ πολλὰ ἐσθίουσι τὸ πέρδεσθαι . ἢ ὡς εὐρύπρωκτον αὐτὸν , ἢ ὡς τοῦτο
οὐρὰν ἐστραμμένον , καὶ τὸν ὄνον ἀλγεῖν ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ πέρδεσθαι . Δημόκριτος δέ φησι , τὸν πληγέντα ὑπὸ σκορπίου
4939992 σχιδακηδον
καὶ ἄλιθος , ἔτι δ ' οὐ πεπιεσμένη βωληδὸν ἢ σχιδακηδόν , ἀλλ ' ἐξαμμένη κατὰ μονάδας πολιαῖς θριξὶν ἐμφερῶς
. Περὶ δὲ τοῖς ἄλλοις τόποις κατάγματα γίνεται τὰ μὲν σχιδακηδόν , ὅσα ἀπ ' εὐθείας σχίζεται , τὰ δὲ
4938210 ὁρμειν
ἄν τις ἕτερος τιμώμενος . ὅπως οὖν ἐπὶ δυοῖν ἀγκύραιν ὁρμεῖν ἔχῃ , μὴ σαυτὸν δίδου μόνον , ἀλλὰ καὶ
; πρῶτον μὲν ἄτοπον ἐπὶ ταῖς ἑτέρων σπουδαῖς ἢ τύχαις ὁρμεῖν , καὶ μάλιστα ὅτε περὶ ἀναστάσεως καὶ ἀνδραποδισμοῦ καὶ
4935362 ἰδιοισι
βουλευτῶν ἐπὶ τὸν πλεῖστον τοῦ χρόνου ἐᾶν ἐπὶ τοῖς αὑτῶν ἰδίοισι μένοντας εὐθημονεῖσθαι τὰ κατὰ τὰς αὑτῶν οἰκήσεις , τὸ
τῶν ποιητῶν διάφορος ὁ Φιλόξενος . πρώτιστα μὲν γὰρ ὀνόμασιν ἰδίοισι καὶ καινοῖσι χρῆται πανταχοῦ . ἔπειτα τὰ μέλη μεταβολαῖς
4934249 ἀποκαταστῃ
. ὅτε δέ ἐστιν ὁ Κρόνος κύριος τοῦ ἔτους καὶ ἀποκαταστῇ εἰς τὸν κατὰ πῆξιν αὐτοῦ τόπον καὶ διαμετρήσει τοῦτον
καὶ τῶν μελῳδιῶν . Εἰ δὲ ἐπὶ τὸν οἰκεῖον τόπον ἀποκαταστῇ καὶ ἔχει λόγον εἰς τὸ ἔτος καὶ ὑπάρχει ἐπίκεντρος
4928738 ἐμπορφυρον
τῆς στρογγύλης καὶ τὰ κλωνία λεπτὰ ὡς σπιθαμῆς : ἄνθος ἐμπόρφυρον , δυσῶδες , ὅπερ ἐξανθῆσαν ἀπίῳ παραπλήσιον γίνεται .
γάρ ἐϲτι καὶ χολῆϲ γεννητικόϲ , ἀλλὰ τῷ ἔχοντι ἄνθοϲ ἐμπόρφυρον μὲν φύϲει , λευκὸν δέ τι ἔχον ἔμπλεων .
4928583 διερπων
ἀστικῶν διατριβῶν καὶ τῶν ἐν τοῖς δωματίοις προαιρούμενος ἐκεῖνος . διέρπων δὲ ὁ χρόνος τὸν μὲν ἀπέφηνε νεανίαν , τὸν
προστρίβεται τῇ γῇ καὶ ὑποψοφεῖ , οἷα εἰς χύσιν καλάμης διέρπων , τουτέστιν ὡς εἰς καλάμους διέρπων , ἤγουν βαδίζων
4924877 ἐκτεταμενην
ὀλίγον παρατροπὰϲ καὶ μετρία κατάταϲιϲ ἀποκαθίϲτηϲι , τῶν μὲν ὑπηρετῶν ἐκτεταμένην τὴν χεῖρα κατά τε τὸν βραχίονα καὶ τὸν πῆχυν
, ποικίλη τὴν τρίχωσιν , δολιχόδειρος , γλῶσσαν ἐπὶ πολὺ ἐκτεταμένην ἔχουσα πυκνῶς περιστρεφομένην καὶ σείουσα τὸ οὐραῖον . Ταύτην
4924493 ξυμμετρον
, ὡς Ἀρριανός φησιν , ὅσον τοσῶιδε μήκει ἐς κουφότητα ξύμμετρον . κατὰ δὲ τοῦ τοσούτου ἀνδρὸς νικηφόρος γέγονεν εἰς
ἐκ τῆς εὐρυχωρίας ἐς τὰ στενόπορα , ἵνα σφίσι μὲν ξύμμετρον τὸ χωρίον ἀναπτύξαι τὴν φάλαγγα , τοῖς δὲ ἀχρεῖον
4921356 θρεπτικῳ
καὶ τὰ παρ ' ἑκατέροις ἑνί , τῷ τριγώνῳ καὶ θρεπτικῷ . τά τε γὰρ ἄλλα σχήματα , ὥσπερ τῷ
, οἷον ἡ ἐπὶ τῷ θρεπτικῷ ἡδονὴ τὴν ἐπὶ τῷ θρεπτικῷ λύπην , ἀλλὰ καὶ ἑτέρα τις , ἐὰν ᾖ
4917431 Ἁπασιν
βίῳ : ἄγει τὸ θεῖον τοὺς κακοὺς πρὸς τἀγαθά . Ἅπασιν ἡμῖν ἡ συνείδησις θεός . Ἀνώμαλοι πλάστιγγες ἀστάτου τύχης
ἢ καὶ τοῖς ἄλλοις ἔσοιντο σπονδαί . οἱ δέ , Ἅπασιν , ἔφασαν , μέχρι ἂν βασιλεῖ τὰ παρ '
4910237 ῥυτα
ὀνυχίτιδος λεγομένης εὑρέθη χρυσοκόλλητα καὶ φιάλαι καὶ ψυκτῆρες πολλοὶ καὶ ῥυτὰ καὶ κλίναι καὶ θρόνοι κατάκοσμοι καὶ ἵππων χαλινοὶ καὶ
ποτήρια παντοδαπὰ μικρὰ κθʹ , [ ἄλλα ποτήρια μικρά ] ῥυτὰ καὶ βατιάκαι Λυκιουργεῖς ἐπίχρυσοι καὶ θυμιατήρια καὶ τρυβλία .
4907614 στυλων
καὶ διακοπὴν εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου , πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων καταφερομένων : οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην
εἰς τὸ ἔσω ὀλίσθῃ : στρωτῆρα χρὴ διαδῆσαι μεταξὺ δύο στύλων ὕψος ἔχοντα σύμμετρον . προσεχέτω [ ] δὲ τοῦ
4899040 Τυρσηνιαν
λόγου ὅτι ἴσως μετετέθη ἀπ ' Εὐρυτάνων καὶ Ἠπείρου εἰς Τυρσηνίαν . καὶ τοῦτο μὲν τῷ Τζέτζῃ ὡς ἐχόμενον πιθανότητος
. τούτους ὑπὸ Ἀχαιῶν οἱ Ῥωμαῖοι προκατεγνῶσθαι νομίζοντες ἔς τε Τυρσηνίαν καὶ ἐς τὰς ἐκεῖ διέπεμψαν πόλεις , καὶ Ἀχαιῶν
4898306 περιποιησεως
ἀναλίσκουσι τὰ περικτηθέντα . ὁμοίως καὶ ἐὰν ὁ κύριος τῆς περιποιήσεως ἐναντίος αὐτῷ γένηται , τῷ βίῳ πολυδαπάνους : ὁμοίως
ἢ ἄτεκνοι . ἐὰν ὁ κύριος τῆς τύχης ἢ τῆς περιποιήσεως μὴ τύχωσιν ἐν ἰδίοις οἴκοις ἢ ὑψώμασι ἢ τριγώνοις

Back