ἡ γραμμὴ καὶ ποσόν ἐστι καὶ τῇ ἑαυτῆς φύσει πεπέρασται δίπηχυς οὖσα , φέρε εἰπεῖν , ἢ δεκάπηχυς . ὁμοίως
δίπηχύς ἐστιν , ἀλλ ' ἁπλῶς Σωκράτης λευκός τε καὶ δίπηχυς , κακῷ τὸ κακὸν ἰώμενος : πρότασιν γὰρ ἀνῄρει
5277036 λευκος
μόνον δέ , ἀλλὰ καὶ τοῖς τῷ γένει ἐνίοτε : λευκὸς γὰρ ἔσται καὶ λίθος καὶ ἄνθρωπος , καὶ ἄλλα
. καίτοι οὐκ ἔστι λευκὸς ἄνθρωπος ἀπόφασις οὖσα τῆς ἔστι λευκὸς ἄνθρωπος ὅμως ἀναιρεῖ τὴν ἔστιν ἄνθρωπος λευκός , διὰ
5159789 λαμβανετω
τρανότερα εἶναι τῆς νῦν προκειμένης πραγματείας , παρ ' ἐκείνου λαμβανέτω . τρανότερα δ ' ἐστὶ καὶ τὰ περὶ τῶν
οὐγ . ʹʹ βδελλίου . . . οὐγ . ʹʹ λαμβανέτω τούτων πρὸς τὴν δύναμιν ὁ κάμνων γρ . γʹ
5061009 ἀμφωτον
' ἔργον ποδῶν . δηλοῖ δὲ κατ ' Ἐπιμένην τὸ ἄμφωτον ποτήριον εἰς ὃ οἷόν τε τοὺς δακτύλους διείρειν ἑκατέρωθεν
ὁ ποιητής : ἦτοι ὃ καλὸν ἄλεισον ἀναιρήσεσθαι ἔμελλεν χρύσεον ἄμφωτον . Ἀντίμαχος δ ' ἐν εʹ Θηβαίδος : πᾶσιν
5029530 ἀρτοφορον
. πήρα δὲ τὸ ἰατρικὸν ἐγχειρίδιον , καὶ δέρμα τι ἀρτοφόρον ὃ ἐπὶ τῶν ὤμων φέρουσιν οἱ ποιμένες . πηδάλιον
ὀπτῶν πάντα γένη συνηθροισμένων , ἅπασί τε προσεδόθη καὶ ἀργυροῦν ἀρτοφόρον ἄρτων Καππαδοκίων , ὧν τὰ μὲν ἐφάγομεν , τὰ
5009836 νεφελωδες
τὸ ἄθροισμα . . . . ἅλωα : σημαίνει τὸ νεφελῶδες τὸ περὶ τὴν σελήνην καὶ τὸν ἥλιον . .
ἐστιν , ὅτι ἐπὶ τῶν οὔρων παρὰ φύσιν ἐστὶ τὸ νεφελῶδες πάχος ἐν τῇ ὑποστάσει θεωρούμενον καὶ τὸ ἐναιώρημα ,
4972893 βακχειακον
καταληκτικόν . τὸ ιαʹ ἰαμβικὸν δίμετρον ἀκατάληκτον . τὸ ιβʹ βακχειακόν . τὸ ιγʹ ἰαμβικὸν δίμετρον ὑπερκατάληκτον . ἡ ἐπῳδὸς
καταληκτικόν . τὸ ιαʹ ἰαμβικὸν δίμετρον ἀκατάληκτον . τὸ ιβʹ βακχειακόν . τὸ ιγʹ ἰαμβικὸν δίμετρον ὑπερκατάληκτον . ἡ ἐπῳδὸς
4959317 τετταρ
' ἐστὶ σοὶ μὲν ἑξήκοντ ' ἴσως , ταύτηι δὲ τέτταρ ' , ὁ δὲ φιλάργυρος γέρων ἀμφοῖν προσήκει ταὐτό
τε καὶ δὴ καὶ παρ ' Εὐβούλῳ : περδίκια λαβὲ τέτταρ ' ἢ καὶ πέντε , δασύποδας δὲ τρεῖς ,
4937552 κυμβια
τῆς Εὐβοίας , χλανίδας δ ' ἐπ ' ὄχου καὶ κυμβία καὶ κάδους ἔχων , ὧν ἐπελαμβάνοντο οἱ πεντηκοστολόγοι .
καὶ ὀξύνεται . Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Μειδίου ῥυτὰ καὶ κυμβία , φησί , καὶ φιάλας . Δίφιλος δ '
4928136 γρυψ
βόας ἁμάξῃ συνδέουσι καὶ βάρος ἐπιβάλλουσιν αὐτῇ , ὁ δὲ γρὺψ καὶ βοῦν σθένων ἁρπάσαι τοὺς ὄνυχας περιελίσσει . οὓς
' αὐτὸς ἐπιπετόμενος ἀπέλαυον ἁπάντων ἐς κόρον . καὶ ἐπεὶ γρὺψ ὑπόπτερον θηρίον ἢ φοῖνιξ ὄρνεον ἐν Ἰνδοῖς ἀθέατον τοῖς
4910209 καμηλοπαρδαλις
δορκάς , βούβαλος , τραγέλαφος , πύγαργος , ὄρυξ , καμηλοπάρδαλις . ἀεὶ γὰρ τῆς ἀριθμητικῆς θεωρίας περιεχόμενος , ἣν
, πάνθηρες ἑκκαίδεκα , λυγκία τέσσαρα , ἄρκηλοι τρεῖς , καμηλοπάρδαλις μία , ῥινόκερως Αἰθιοπικὸς εἷς . Ἑξῆς ἐπὶ τετρακύκλου
4900060 ἀριστολοχειας
αὐτὴν καὶ ξηράνας εἰς ὅλμον κόπτε συντόμως σὺν δυσὶ δραχμαῖς ἀριστολοχείας καὶ ἀπ ' αὐτοῦ τεσσάρων δραχμῶν ὁλκὸν στήσας ,
ἀνθύλλιοι ἀμφότεραι , ἀνθεμὶς ἡ καὶ χαμαίμηλον , ἀπαρίνη , ἀριστολοχείας ἡ ῥίζα , καὶ μᾶλλον ἡ στρογγύλη , ἄρκτιον
4844816 διαιρουμενα
τροχαιϊκόν . Ῥέει , ζέει , πλέει : Ἰακὰ ταῦτα διαιρούμενα . λέγε οὖν ῥεῖ , ζεῖ , πλεῖ .
ἅμα πάντα τὰ μέρη . διὰ τοῦτο δὲ τὰ ἄτομα διαιρούμενα οὐ σώζει τὸ οἰκεῖον εἶδος , ἐπειδὴ ὡς ὅλον
4833821 μνα
καὶ μέγεθος μεγέθει , οὕτω καὶ ῥοπὴ ῥοπῇ : οἷον μνᾶ πρὸς μνᾶν καὶ πρὸς τάλαντον ἴση ῥηθείη καὶ ἄνισος
νήσων μία Ἄνδρος . . . . μνῶν ] ἡ μνᾶ ἐστι μέγιστον τῶν τοῦ ταλάντου μερῶν , ὡς εἰς
4825714 δενδρυφιον
κηροῦ νῦν μὲν ἱππάριον ἔπλασε , συγχέασα δὲ τοῦτο εἰς δενδρύφιον συνεχρήσατο τῇ ὕλῃ αὐτοῦ : εἶτα εἰς ἀνθρωπάριον :
αὐτῆς διὰ τοῦ υ ψιλοῦ : οἷον , ζωΰφιον : δενδρύφιον : ὀρνύφιον : ᾠΰφιον : τὰ γοῦν διὰ τοῦ
4802277 ἀσυνθετον
τρία ἐστὶ καὶ αὐτά : ἓν μὲν τὸ πρῶτον καὶ ἀσύνθετον , ἕτερον δὲ τὸ δεύτερον καὶ σύνθετον , καὶ
μὲν ἑαυτὸ σύνθετον καὶ δεύτερον πρὸς δὲ ἄλλο πρῶτον καὶ ἀσύνθετον . εἰ δοκεῖ τοίνυν ἐξηγησόμεθα αὐτά . ὁ ἀρτιάκις
4724814 κλινη
ἀμφότεραι τὸ εἶδος ἔχοιεν , καὶ εἴη ἂν ὃ ἔστιν κλίνη ἐκείνη ἀλλ ' οὐχ αἱ δύο . Ὀρθῶς ,
καὶ ἐλέφαντος , ἔτι δὲ θύας δεδημιουργημένας . ἡ δὲ κλίνη τοῦ θεοῦ τὸ μὲν μῆκος ὑπάρχει πηχῶν ἕξ ,
4724167 σακκος
ῥῖνα . τὸν σάκκον ] διὰ δύο κκ τὸ “ σάκκος ” . Γ γρυλλιξεῖτε : χοίρων φωνὴν μιμήσεσθε .
. σαλπικτής Ἀττικοί , σαλπιστής Ἕλληνες . σάκος Ἀττικοί , σάκκος διὰ δύο κκ Ἕλληνες . σκίμπους Ἀττικοί , κράβατος
4698896 κυαθος
δεῖ ἀρύεσθαι τὸν οἶνον , ἔστιν ἀρυστὴρ καὶ ἀρύστιχος καὶ κύαθος καὶ οἰνοχόη καὶ οἰνήρυσις καὶ ἔφηβος καὶ λεπαστή :
' οὐ προσεφέρετο εἰ μή τις αἰτήσειεν : ἐδίδοτο δὲ κύαθος εἷς πρὸ τοῦ δείπνου , αὐτῶι δὲ πολὺ πρώτωι
4673132 ὀβολου
, “ τὴν Ἀναξιμένους , ” ἔφη , “ διάλεξιν ὀβολοῦ τάριχος διαλέλυκεν . ” Ὀνειδιζόμενός ποτε ὅτι ἐν ἀγορᾷ
μικροτράπεζοι φυλλοτρῶγες δράσειαν ; ὅπου τέτταρα λήψει κρέα μίκρ ' ὀβολοῦ . παρὰ δ ' ἡμετέροις προγόνοισιν ὅλους βοῦς ὤπτων
4665718 μονοειδης
συλλαμβάνει ταῖς τῶν κινήσεων ἀναλήψεσιν ὡς ἡ ποικίλη καὶ οὐ μονοειδὴς μόχλευσις . στυφέσθω οὖν ἀφεψήματι κυπαρίσσου , σχίνου ,
ἐπεὶ καὶ ὁ τοῦ ει φθόγγος καὶ ὁ τοῦ ου μονοειδὴς καὶ ἀσύνθετος καὶ ἀμετάβολος ἐξ ἀρχῆς ἄχρι τέλους λαμβάνεται
4665202 μηλινον
τέγγειν ἐλαίῳ ῥοδίνῳ , ἐς δὲ τὼ ὦτε μύρσινον ἢ μήλινον . Ἢ λευκοὺς ἐρεβίνθους καὶ ἀσταφίδας ἑψήσας δίδου πίνειν
ὁ μὲν συρτὸς μέλας , τὸ δὲ περίβλημα γλαύκινον ἢ μήλινον . ἡ δὲ σατυρικὴ ἐσθὴς νεβρίς , αἰγῆ ,
4662766 πολυσχιδης
. ἀλλ ' ἐπειδὴ ἡ διαίρεσις τοῦ φυσιολογικοῦ καὶ θεολογικοῦ πολυσχιδής ἐστι καὶ μείζονος ἀκροάσεως δέεται , ταύτην ταῖς μείζοσι
Ἀριστοφάνους . Ἡ μυγαλῆ ἐστι μὲν καὶ αὐτὴ καρχαρόδους καὶ πολυσχιδής . ὀφθαλμοὺς δὲ ἔχει μικροὺς καὶ ἀμβλεῖς , μαστοὺς
4641115 ἀντιληψεων
εἴδη τῶν διπλῶν ταῦτα . Ἔφην δύνασθαι εἶναι πλείονα εἴδη ἀντιλήψεων : αὐτίκα τόδε τῶν προειρημένων διαφέρει : οἷον γραψάμενοί
καινοτομηθέντες , πλὴν δύο τῶν προτέρων . Εἰσὶ δὲ τῶν ἀντιλήψεων αἱ μὲν διπλαῖ , αἱ δὲ τριπλαῖ , αἱ
4640565 τετραπηχυς
, ὃ δὲ σάλπιγγα . μέσος δὲ τούτων ἐβάδιζεν ἀνὴρ τετράπηχυς ἐν τραγικῇ διαθέσει καὶ προσωπείῳ , φέρων χρυσοῦν Ἀμαλθείας
δὲ σάλπιγγα . μέσος δὲ τούτων ἐβάδιζεν ἀνὴρ μείζων ἢ τετράπηχυς ἐν τραγικῇ διαθέσει καὶ προσώπῳ , φέρων χρυσοῦν Ἀμαλθείας
4627486 χοεις
τοῖς ἀσθενῆ τὴν κεφαλὴν ἔχουσιν . σκευάζεται δὲ πρὸς πέντε χοεῖς αὐστηροῦ γλεύκους μέλιτος χοὸς ἐμβαλλομένου καὶ ἁλὸς κυάθου .
ἀλφίτων μὲν ὡς τρία μάλιστα ἡμιμέδιμνα Ἀττικά , οἴνου δὲ χοεῖς ἕνδεκά τινας ἢ δώδεκα , παρὰ δὲ ταῦτα τυροῦ
4624548 θρυμματιδα
σκόροδον , ὁ δ ' ἐχίνους δύο , ὁ δὲ θρυμματίδα γλυκεῖαν , ὁ δὲ κόγχας δέκα , ὁ δ
τῶν μεγάλων ἡγήσεται ἔχων ἐχῖνον , ὠμοτάριχον , κάππαριν , θρυμματίδα , τέμαχος , βολβὸν ἐν ὑποτρίμματι . ὅτι δ
4620055 κεραμεουν
πτεροῖϲ , καὶ μᾶλλον ἐὰν ἐμβαλὼν αὐτὰϲ ζώϲαϲ εἰϲ ἀγγεῖον κεραμεοῦν , εἶτα περιτιθεὶϲ τῷ ϲτόματι τοῦ ἀγγείου ἀραιὸν ὀθόνιον
δὲ λαβόντες μέτρῳ τε καὶ σταθμῷ τὸ συνηγμένον εἰς ἄγγος κεραμεοῦν ἐνέβαλον , καὶ μίξαντες κατὰ λόγον τοῦ πλήθους μολίβδου
4614410 ἀργυρουν
' Ἀθηναίοις . εἰς τὸν καλαμίσκον : τὸν χαλκοῦν ἢ ἀργυροῦν , οἵους ἔχουσιν οἱ ἰατροί . Γ οὐδ '
. Ὅτι Βρέννος ὁ τῶν Γαλατῶν βασιλεὺς εἰς ναὸν ἐλθὼν ἀργυροῦν μὲν ἢ χρυσοῦν οὐδὲν εὗρεν ἀνάθημα , ἀγάλματα δὲ
4605048 μεδιμνος
ἀποκρίνασθαι ” μύριοί εἰσιν ἀριθμόν , ἀτὰρ μέτρον „ γε μέδιμνος : εἷς δὲ περισσεύει , τὸν ἐπενθέμεν οὔ κε
ἀπομάκτρα , σκυτάλη , περιστροφίς , μαγίς , χοῖνιξ , μέδιμνος ἡμιμέδιμνος , ἑκτεύς , καὶ παρ ' Ἀλκαίῳ τῷ
4604507 μαχαιριον
βασιλεὺς ὁδοιπορῶν , ἵνα μὴ ἀλύῃ , φιλύριον εἶχε καὶ μαχαίριον , ἵνα ξέῃ τοῦτο . καὶ τοῦτο εἰργάζοντο αἱ
. ὀξὺ γὰρ ἐκεῖ τὸ ταχέως ἐνεργοῦν , οἷον τὸ μαχαίριον , ὅτι ταχέως κεντεῖ , ἀμβλὺ δὲ τὸ βραδέως
4604257 δεκας
τις ἑνάς , ὥσπερ ἐν χορῷ , ἀλλ ' ἡ δεκὰς αὕτη τῶν ἀνθρώπων ἐν σοὶ τῷ ἀριθμοῦντι τὴν ὑπόστασιν
ὁ μὲν δʹ , ὁ δὲ θʹ . ἡ μέντοι δεκὰς πάντα περαίνει τὸν ἀριθμόν , ἐμπεριέχουσα πᾶσαν φύσιν ἐντὸς
4604098 κοσκινον
ᾧ κατακεραννύουσι τὸν σίδηρον , σάλακα δὲ τὸ τῶν μεταλλέων κόσκινον . ὁ δὲ τορεὺς φρεωρύχων ἐργαλεῖον . ἰατροῦ σκεύη
καὶ οὐκ ἄλλῳ τινί . κόσκινον δέ , ἐπειδὴ τὸ κόσκινον πρῶτον ὑπάρχον σκεῦος ἀρτοποιΐας ἐκ σχοίνου γίνεται : δηλοῦσιν
4601679 διαιρετος
εἴς τι μεταβεβληκὸς ἐν χρόνῳ μεταβέβληκεν , ὁ δὲ χρόνος διαιρετός . εἰ γὰρ ἐν τῷ νῦν , ἐν μὲν
κινεῖται διάστημα . εἰ τοίνυν καὶ οὗτος ὁ χρόνος εἴη διαιρετός , ἐν ᾧ κινεῖταί τι κατὰ ἀμεροῦς καὶ ἐλαχίστου
4600551 λευκον
τὸν Σπαρτιάτην γραπτὸν κύρβιν ἐν διπλῷ ξύλῳ . τὸν γὰρ λευκὸν ἱμάντα βουληθεὶς εἰπεῖν , ἐξ οὗ ἡ ἀργυρᾶ λήκυθος
ἐν Δαιταλεῦσι : τί δαί ; κυνίδιον [ λεπρὸν ] λευκὸν ἐπρίω τῇ θεᾷ εἰς τὰς τριόδους ; ἠρία :
4593189 ὀνυχιτης
τὸ ἐοικὸς ἐρίοις καμήλων ὑπόλευκον ὑπάρχον , ἢ ὡς λίθος ὀνυχίτης , ὅστις τῷ μὲν σχήματι ἔοικεν ὄνυχι , τῇ
ἀλλὰ καὶ μελαίνας καὶ ὑπολευκιζούσας καὶ ἑτέρας λευκοτέρας . Λίθος ὀνυχίτης : οὗτος ἐν τῇ Ἰνδικῇ γίνεται λευκὰς ζώνας πλείστας
4591998 ἀκαταλληλα
εἰς πρόσωπα οὐ μερισθέντα οὐδ ' εἰς ἀριθμούς , οὐκέτι ἀκατάλληλα παρὰ τὴν τούτων ἀνωμαλίαν ἐστίν . ἔστιν εἰς τὸ
ἐνταῦθα : ἡ παροιμία τάττεται ἐπὶ τῶν λεγόντων ἀσύμφωνα καὶ ἀκατάλληλα . ὁμοία τῇ : Ἐγὼ σκόροδά σοι λέγω ,
4590449 ψυκτηρ
ψυχροποσίαν παρεσκευασμένον . Ψυκτῆρα Πλάτων Συμποσίῳ . ἔστι δὲ ὁ ψυκτὴρ σκεῦος , ἐν ᾧ διανίζουσι τὰ ποτήρια , μεστὸν
Διονυσιακὸν ἔκπωμα , ὥσπερ καὶ ὁ κοτυλίσκος . ὁ δὲ ψυκτὴρ πολυθρύλητος , ὃν καὶ δῖνον ἐκάλουν , ἐν ᾧ
4580716 ψυκτηριδιον
, τἀκπώματα ἦγεν δύο δραχμάς , κυμβίον δὲ τέτταρας , ψυκτηρίδιον δὲ δέκ ' ὀβολούς , Φιλιππίδου λεπτότερον . Ὁ
' ἀνὰ χοίνικα μάττει . Ἄλεξις δ ' ἐν Ἱππίσκῳ ψυκτηρίδιον καλεῖ διὰ τούτων : ἀπήντων τῷ ξένῳ εἰς τὴν
4579773 ἀργυρους
φησὶ τὸν Κρόνον , τοὺς κατὰ τὸν καθαρὸν λόγον ζῶντας ἀργυροὺς λέγων , ὥσπερ τοὺς κατὰ νοῦν μόνον χρυσοῦς .
φησὶ τὸν Κρόνον , τοὺς κατὰ τὸν καθαρὸν λόγον ζῶντας ἀργυροὺς λέγων , ὥσπερ τοὺς κατὰ νοῦν μόνον χρυσοῦς .
4576789 ὑπομηκης
καὶ Ἀπολλώνιος δέ φησιν ὁ Τύριος ὅτι ἰσχνὸς ἦν , ὑπομήκης , μελάγχρωςὅθεν τις αὐτὸν εἶπεν Αἰγυπτίαν κληματίδα , καθά
παλαιστιαίων δὲ τῶν διαπηγμάτων , ἐγένετο συμπηγία τοῦ τονίου τετράγωνος ὑπομήκης . ἐξέσται δὲ τῷ βουλομένῳ καὶ τὰ πλευρὰ κολοβώτερα
4573700 χαλκεια
ὕδωρ ἐς τὸ ἓν χαλκεῖον , καὶ κενεὰ ἔσται τὰ χαλκεῖα πάλιν ὥσπερ καὶ ἐδέξατο . Οὕτω δὴ καὶ ἐν
ἔργων ἀνθεκτέον . πὰρ δ ' ἴθι χάλκειον : τὰ χαλκεῖα παρὰ τοῖς παλαιοῖς ἄθυρα ἦν καὶ ὁ βουλόμενος εἰσῄει
4571820 ἐμφερης
ποτε εἶδον : κατὰ ἔχιν ἐστὶ τὸν μικρότατον , τέφρᾳ ἐμφερής , στίγμασιν οὐ συνεχέσι πεποικιλμένος : κεφαλὴ δέ ἐστιν
ἑτέρῳ μέρει αὑτοῦ βατράχῳ , τῷ δὲ λοιπῷ γεώδει τινὶ ἐμφερής , ὡς καὶ ἐκλιπόντι τῷ ποταμῷ συνεκλείπειν . Ἄνοιξιν
4565434 εἰδητικη
δὲ μερισμός τις αὐτῆς καὶ ἡ συνάγουσα τὸν μερισμὸν ὁλότης εἰδητική τε καὶ αὕτη φύσις ὅλου καὶ μερῶν : ἐπὶ
καὶ ἐν τῷ εἰδητικῷ κόσμῳ , τὸ μὲν ὡς οὐσία εἰδητική , μονοειδής τις αὕτη συναίρεσις τῶν εἰδῶν , τὸ
4564299 τἀκπωματα
Ὑπέρβολος τἀκπώματα κατεδήδοκεν . Ἀτὰρ ὁ Μεγάκλεες ὑσθάτου Παάπιδος Ὑπέρβολος τἀκπώματα κατεδήδοκεν . . . . καὶ παρὰ Λεύκωνι ἐν
ἐκνενιτρωμένα θεῖναι : κύαθος δ ' ἦν ἀργυροῦς , [ τἀκπώματα ] ἦγεν δύο δραχμάς , κυμβίον δὲ τέτταρας ,
4555977 τραγημα
, οἶνον λεπτὸν καὶ εὐώδη δοτέον . παραιτητέον δὲ πᾶν τράγημα , πᾶν κνισόν , πᾶν βρωμῶδες , πᾶν παχὺ
με ἐπιλείποι τὴν ἡμέραν . καὶ Δίφιλος ἐν Τελεσίᾳ : τράγημα , μυρτίδες , πλακοῦς , ἀμύγδαλα . ἐγὼ δὲ
4555601 διπουν
: ξύνεσιν δ ' ἔχον ? ? [ τέτραπον ἠδὲ δίπουν ] τι τρίπουν ? [ [ ] νῆ τρισὶ
ἄνθρωπος , τοῦτο καὶ δίπουν , οὐκ εἴ τι δὲ δίπουν , τοῦτο καὶ ἄνθρωπος . πάλιν εἴ τι φαλακρόν
4555363 κοτυλη
ʂ ὁ ξέϲτηϲ # ιηʹ # κʹ # κζʹ ἡ κοτύλη # θʹ # ιʹ # ιγʹ ʂ τὸ μέγα
δὲ ϲταθμὸν ἔχει τὸ κοχλιάριον καὶ ἡ κοτύλη . ἡ κοτύλη ταὐτὸν δὲ εἰπεῖν ὡϲ τὸ τρυβλίον . ] Τὸ
4547419 ἐχινος
ποιηταὶ καλεῖν φιλοῦσιν αὐτήν : πονηρὸν δὲ καὶ ὁ χερσαῖος ἐχῖνός ἐστι . καὶ ὃ μὲν ἑαυτὸν συνειλήσας κεῖται ,
ἀναίμου τε ὄντος καὶ τόσον γόνον ᾠοτοκοῦντος , ὡς ὁ ἐχῖνός τε ᾠὰ πέντε γεννᾷ , ἓν δὲ τὸ ὄστρεον
4543508 σικυον
τέκνον γενέσθαι . Ἔχει δὲ οὕτως , ὥσπερ εἴ τις σίκυον ἤδη ἀπηνθηκότα , ἐόντα δὲ νεογνὸν καὶ προσεόντα τῷ
αὐτῶν ἢ τὰ ἐνδύματα αὐτῶν ζητῶν , εἴ που εὕροι σίκυον ἤ τι τῶν ἑξῆς . σίκυον ] ἀπὸ εὐθείας
4528907 συγκατασκευαζομενος
μὲν ἔχοντες πρόσωπον , δύο δὲ πράγματα , ὥσπερ ὁ συγκατασκευαζόμενος . Μαρκελλίνου . Τῶν στοχασμῶν οἱ μὲν ἁπλοῖ ,
τοῦ τεθνεῶτος κινήσει . Τρίτος δὲ τῶν συνεζευγμένων ἐστὶν ὁ συγκατασκευαζόμενος , ὃς ὠνόμασται μὲν οὕτως ἀπὸ τοῦ δύο ἐγκλήματα
4527923 ῥυτα
ὀνυχίτιδος λεγομένης εὑρέθη χρυσοκόλλητα καὶ φιάλαι καὶ ψυκτῆρες πολλοὶ καὶ ῥυτὰ καὶ κλίναι καὶ θρόνοι κατάκοσμοι καὶ ἵππων χαλινοὶ καὶ
ποτήρια παντοδαπὰ μικρὰ κθʹ , [ ἄλλα ποτήρια μικρά ] ῥυτὰ καὶ βατιάκαι Λυκιουργεῖς ἐπίχρυσοι καὶ θυμιατήρια καὶ τρυβλία .
4513104 χρωματικα
ἣν ἃ μέν ἐστι τῶν διαστημάτων διατονικά , ἃ δὲ χρωματικά , ἃ δὲ ἐναρμόνια . ἡ δὲ τοῦ συμφώνου
δὲ διάφωνα , καὶ ἃ μὲν ἐναρμόνια , ἃ δὲ χρωματικά , ἃ δὲ διατονικά , καὶ ἃ μὲν ῥητά
4510890 κυμβιον
ἕκτῳ περὶ τοῦ Κύκλου τὸ αὐτὸ οἴεται εἶναι κισσύβιον καὶ κυμβίον . φησὶ γὰρ ὡς Ὀδυσσεὺς πληρώσας κυμβίον ἀκράτου ὤρεξε
δὴ τὸν χόα αὐτῷ σύ , Κῶμε , καὶ τὸ κυμβίον φέρων . Εὐριπίδης τις τήμερον γενήσεται . Τῶν ζωγράφων
4508624 μονοφυες
τοῦ Πλάτωνος μεταπέφρακεν . Πλάτων δὲ τὸ ἕν , τὸ μονοφυές , τὸ μοναδικόν , τὸ ὄντως ὄν , τἀγαθόν
δ ' Ἄρκτων ὄρος : ὑπέρκειται δ ' ἄλλο Δίνδυμον μονοφυές , ἱερὸν ἔχον τῆς Δινδυμήνης μητρὸς θεῶν , ἵδρυμα
4506126 γαλακτοειδες
διὰ τὴν πάροδον τοῦ ἡλίου καὶ τὸ τῆς δρόσου μῖγμα γαλακτοειδὲς ἀποτελεῖν χρῶμα . Ἀναξαγόρας τὴν σκιὰν τῆς γῆς κατὰ
. Παρμενίδης τὸ τοῦ πυκνοῦ καὶ τὸ τοῦ ἀραιοῦ μῖγμα γαλακτοειδὲς ἀποτελέσαι χρῶμα . Ἀναξαγόρας τὴν σκιὰν τῆς γῆς κατὰ
4500379 τριπουν
διὰ παντὸς δὲ αὐτοῦ ἄλλο ὄρυγμα εἰκοσίπηχυ βάθος ὀρώρυκται , τρίπουν δὲ τὸ εὖρος , δι ' οὗ τὸ ὕδωρ
αἰτιατικὴν πουλύπουν φασίν , ὡς Ἀλκίνουν καὶ Οἰδίπουν . καὶ τρίπουν δὲ λέβητα Αἰσχύλον εἰρηκέναι ἐν Ἀθάμαντι ἀπὸ ἁπλοῦ τοῦ
4500152 μυστρα
. τὸ δὲ ὀξύβαφον κυάθους γʹ . Ὁ κύαθος ἔχει μύστρα μικρὰ βʹ . Τὸ κοχλιάριον δὲ μύστρου τὸ ʂ
πρότερον λαμβανέτω τῶν μὲν καρκίνων μύστρα τρία , γεντιανῆς δὲ μύστρα Ϛ , καὶ οἶνον ἄκρατον ἀναλόγως . πληρωθείσης δὲ
4500105 κωθων
μὴ λίαν κατάδηλον εἶναι τὸ πόμα : εἶτα ἄμβωνας ὁ κώθων ἔχων ὑπολείπει τὸ οὐ καθαρὸν ἐν αὑτῷ . καὶ
ὑποδήματα ἄριστα Λακωνικὰ καὶ ἱμάτια φορεῖν ἥδιστα καὶ χρησιμώτατα : κώθων Λακω - νικὸς ἔκπωμα ἐπιτηδειότατον εἰς στρατείαν καὶ εὐφορώτατον
4499882 ἀκαυστον
ἐκπίπτον , ποῦ εὑρίσκεται καὶ ποῦ οἰκονομεῖται , καὶ πῶς ἄκαυστον ἔχει φύσιν , παρ ' ἐμοὶ εὑρήσεις καὶ Ἀγαθοδαίμονι
τῷ Ὁμήρῳ εἴθισται . Κωκυτῷ : θρήνῳ , ἤως τὸν ἄκαυστον . προΐησιν : προδίδωσιν , ἀφίησιν . ὁμῶς :
4491399 μεταλαμβανομενον
διὰ τοῦτο ἴσως προστεθείκαμεν . ὅτι γὰρ μὴ πᾶν τὸ μεταλαμβανόμενον διὰ κατηγορικοῦ δείκνυται συλλογισμοῦ , ἀλλ ' ἔστι πολλάκις
τὸ ἔνθεν εἰς τὸ α μετετίθετο , καὶ ἦν κοινότερον μεταλαμβανόμενον τὸ ἔνθα , ἐμερίζετο μὲν τῇ συνεκδρομῇ τῶν εἰς
4491086 χοιρους
τῶν νώτων πεπληρωμένους ὁπλιτῶν καὶ μάχονται . ὅτι φοβοῦνται τοὺς χοίρους καὶ τοὺς μύας . κεφ . κϚʹ . περὶ
, ὑποκοριστικῶς . ἀγλῖθας ] τὰς κεφαλὰς τῶν σκορόδων . χοίρους ἐγώνγα μυστικάς : διὰ τὸ ἐν τοῖς μυστηρίοις τῆς
4479118 τριπηχυ
, πῶς ἔτι τὸ ποιητικόν ; Ἐπεὶ καὶ τὸ μεῖζον τρίπηχυ ὂν καθ ' αὑτὸ καὶ μεῖζον καὶ ἔλαττον ἐν
πλάτει δὲ δίπηχυ : τρίπηχυ γὰρ λέγειν αὐτὸ καὶ οὐ τρίπηχυ κατ ' ἄλλο καὶ ἄλλο ἀληθές . ὡσαύτως δὲ
4477190 ὀβολος
ἐπεγράφοντο . καὶ ἐκαλεῖτο οὕτως , ὅτι ἐπὶ τῇ δραχμῇ ὀβολὸς ἦν , τῆς δραχμῆς λογιζομένης πρὸς ἕξ . ἐλάμβανε
: κωδύας πεφωγμένης ἡμιώβολον , στύρακος τὸ ἴσον , λιβάνου ὀβολὸς αʹ , σικύου σπέρματος κόκκοι κʹ , σελίνου σπέρματος
4469060 ἀτομον
μέρει , ὥστε ἢ τοῦ πρώτου πρῶτον ἢ τὸ πρῶτον ἄτομον καὶ ἀμερές . φανερὸν τοίνυν , ὅτι καὶ τὸ
ἀναμφισβήτητον καὶ ἀληθές ἐστιν , ὅτι τόδε τι σημαίνει : ἄτομον γὰρ καὶ ἓν ἀριθμῷ τὸ δηλούμενον : ἐπὶ δὲ
4467145 προσθετον
μίξασα ἐπιδησάσθω ἐπὶ τὸν ὀμφαλὸν καὶ τὴν γαστέρα . Ἄλλο προσθετόν : τοῦ κισσοῦ τοῦ λευκοῦ τὸν καρπὸν καὶ κέδρου
καὶ πίσσαν ἡδυντὴν , τρίβειν λεῖα καὶ τιθέναι . Ἕτερον προσθετόν : ἐκλέψας κόκκους τριήκοντα , τὸ ἰνδικὸν , ὃ
4466839 ὀνειον
ὅλον λέγουσι . . . Θ . βολίτινον δὲ , ὄνειον . βόλιτος γὰρ κυρίως τὸ τῶν ὄνων ἀποπάτημα .
μέλανα καὶ κάκοδμα κάρτα , ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε καὶ ὡς ὄνειον οὖρον , καὶ ἢν ὑπέλθῃ , δοκέει οἱ ῥηΐτερον
4465732 ἐπιτριτεταρτος
πρόβασις κατὰ τὴν ὀνομασίαν τοιαύτη τις ᾖ : ἐπιδίτριτος , ἐπιτριτέταρτος , ἐπιτετράπεμπτος , εἶτα ἐπιπένθεκτος καὶ παραπλησίως ἐπὶ τῶν
εἶπον , τὸ δ καὶ τὸ γ . καὶ πάλιν ἐπιτριτέταρτος , τρίτον καὶ τέταρτον : καὶ ἐφεξῆς . λέγει
4463634 ἀρτεμισιαν
μετὰ δὲ τὰ μαλακὰ εἴδη καὶ τὰ ἰσχυρότερα προσάγειν , ἀρτεμισίαν , κόνυζαν , καλαμίνθην , γλήχωνα , ἀμάρακον ,
χρῖσον καὶ θέρμανον καὶ δὸς ῥοφῆσαι νήστει . ἄλλο . ἀρτεμισίαν ἑψήσας μετὰ μελικράτου δὸς πιεῖν . ἄλλο . ὁ
4460144 κηριον
νοϲήματοϲ καὶ ῥώμην τῆϲ τοῦ κάμνοντοϲ δυνάμεωϲ . καὶ τὸ κηρίον δὲ κόλποϲ ὂν ϲυριγγώδηϲ μελιτώδει περιρρεόμενοϲ ὑγραϲίᾳ τῇ τῶν
καὶ πλείονος ἀντιτυπίας μετέχουσιν . ἕτερον δὲ παρὰ ταῦτα τὸ κηρίον οὕτω καλούμενον πέφυκεν , ὄγκος τις ὢν περὶ τὸ
4459593 μηλον
. ” τοῦ δὲ ἀγῶνος τὸ ἆθλον εἴσῃ ἀναγνοὺς τὸ μῆλον . Φέρ ' ἴδω τί καὶ βούλεται . “
πεπόνων ; τοιοῦτ ' ἔχει τὸ μέτωπον . Νίκανδρος : μῆλον ὃ κόκκυγος καλέουσι . Κλέαρχος δ ' ὁ περιπατητικός
4456520 περιεκτικον
. καὶ εἰ μὲν ἕκαστον τούτων πρὶν τῆς συνόδου νοεῖται περιεκτικὸν τῆς σωματότητος , ἔσται τούτων ἕκαστον σῶμα καὶ οὐ
κερασφόρον ἐστίν . Τὸ γὰρ κερασφόρον οὐκ ἔστιν ἓν ὄνομα περιεκτικὸν τῶν μὴ ἀμφωδόντων ἀλλὰ λόγοςλόγος δέ ἐστιν ὁ ἐκ
4451140 ὑπερτελες
, πρὸς ἄλλο δὲ πρῶτον : πάλιν δὲ τὸ μὲν ὑπερτελές , τὸ δὲ ἀτελές , τὸ δὲ τέλειον :
, πρὸς ἄλλο δὲ πρῶτον : πάλιν δὲ τὸ μὲν ὑπερτελές , τὸ δὲ ἀτελές , τὸ δὲ τέλειον :
4449815 τραγελαφος
χρόνου , καθ ' ὃν ἦν ἢ ἔσται , οἷον τραγέλαφος ἦν χθὲς ἢ πέρυσιν ἢ ἔσται αὔριον ἢ εἰς
ἔστιν αὐτὸ χωρὶς εἰπεῖν . οὐ γὰρ ἐπειδὴ λέγωμεν ὁ τραγέλαφος δοξαστόν ἐστιν , ἤδη δυνάμεθα εἰπεῖν ὅτι τὸ μὴ
4445460 πολυσημαντον
καὶ ἡ ἑτέρα πλεοναχῶς λέγεται , οἷον εἰ ἡ σωφροσύνη πολυσήμαντόν ἐστιν , καὶ ἡ ἀκολασία πολυσήμαντον ἔσται : καὶ
. σταθμοῖσι : μάνδραις , μανδρίοις , σηκοῖς : σταθμὸς πολυσήμαντόν ἐστιν : σταθμὸς γὰρ ὁ ζυγὸς , σταθμὸς ἡ
4443168 φαιον
ἰώδης , οἷά εἰσι τὰ τῶν ἰκτερικῶν οὖρα : ἢ φαιὸν , χρῶμα ἐκ λευκοῦ καὶ μέλανος κραθὲν , ὡς
πύον ἀείσε καὶ μή ποτε μὲν λευκόν , ποτὲ δὲ φαιὸν ἢ τρυγῶδες καὶ τὰ τοιαῦτα . Καὶ ὁμαλόν :
4433738 ὑποθημα
τοῖς ἀρτοποιοῖς , ἦ που δὲ καὶ ὅλμος καὶ τὸ ὑπόθημα τοῦ ὅλμου ὑφόλμιον , ὡς Ἀριστοφάνης ἐν Ἀναγύρῳ .
ἐγγυθήκη λέγοντος , εἶτα λέβητες ἐπ ' ἐγγυθήκαις , λεβήτων ὑπόθημα ἦν χαλκοῦν , καὶ Πολέμων ἐγγυθήκη καὶ ἐπ '
4432006 ἀρσενικον
σχήματα ἀριθμοὶ πτώσεις . Γένη μὲν οὖν εἰσι τρία , ἀρσενικὸν θηλυκὸν καὶ οὐδέτερον : καὶ ἀρσενικὸν μὲν οὖν ἐστιν
σποδιὰν προσμιγνύουσι τούτῳ . Ἡ τοῦ χάρτου σποδιὰ καὶ τὸ ἀρσενικὸν καὶ ἄσβεστος κονία : ταῦτα ἴσα συμμίγνυται ὁτῳοῦν τῶν
4423398 μναν
τοῖς δεομένοις , ᾧ μὲν πέντε δραχμάς , ᾧ δὲ μνᾶν , ᾧ δὲ ἡμιτάλαντον : εἰ δέ τις φιλόσοφος
ὁ δὲ Ῥουτίλιος παρὰ τῶν ἁλιευόντων αὑτοῦ δούλων τριωβόλου τὴν μνᾶν τοῦ ὄψου καὶ μάλιστα τοῦ θυριανοῦ καλουμένου : μέρος
4413631 ἰβις
δὲ ἢν ζητῇς τὸν θεόν , ἢ πίθηκός ἐστιν ἢ ἶβις ἢ τράγος ἢ αἴλουρος . τοιαύτας πολλὰς ἰδεῖν ἔνεστιν
ὄψεις : καὶ Ἀπόλλων μὲν ἐγένετο ἱέραξ , Ἑρμῆς δὲ ἶβις , Ἄρης δὲ λεπιδωτὸς ἰχθύς , Ἄρτεμις δὲ αἴλουρος
4410961 προσωπις
δ ' ὁ προσωποποιός : καὶ ἔστιν εἰπεῖν πρόσωπον προσωπεῖον προσωπίς , μορμολυκεῖον , γοργόνειον . καὶ τὰ ὑποδήματα κόθορνοι
καὶ προσωπεῖον τὸ μορμολυκεῖον : τὸ δ ' αὐτὸ καὶ προσωπίς . ἡ δὲ νέα κωμῳδία καὶ προσωποποιὸν εἴρηκεν ὃν
4409677 σταθμος
ἐπιπροΐαλλε μάλα σπεύδοντι ἐοικώς . Ἐν δὲ καὶ Αὐγείαο μέγας σταθμὸς ἀντιθέοιο τεχνήεις ἤσκητο κατ ' ἀκαμάτοιο βοείης : τῷ
σταθμὸς τάλαντα Βαβυλώνια ογʹ , μναῖ νβʹ . ποτηρίων λιθοκολλήτων σταθμὸς τάλαντα Βαβυλώνια νϚʹ , μναῖ λδʹ . ἔθος δ
4407284 δικελλα
, ᾧ γε οὐδὲ ὁ βασιλεὺς Περσῶν ἴσος . Ὦ δίκελλα καὶ φιλτάτη διφθέρα , ὑμᾶς μὲν τῷ Πανὶ τούτῳ
καὶ ἰδού , ἀκωλύτως λαλῶ : βοῦς , ὄνος , δίκελλα . νὴ τοὺς θεοὺς , συνῆκα πόθεν μοι τἀγαθὸν
4406667 πηχεων
, εἰ πρὸς τοὺς ἄλλους ἔχεις ἀντικρίνοιντο : εἶναι γὰρ πήχεων καὶ πεντεκαίδεκα : τάς γε μὴν χελώνας εἶναι τοσαύτας
δ ' ὁ πῆχυς ἢ ὁ ποῦς , τὸ ιϚ πήχεων ἢ ποδῶν ἐστι ῥητόν . Ἔστω τὸ ΑΓ ποδῶν
4405975 παλαιστων
ἐν τῷ κυλίειν τὴν κόπρον . ὁμοῦ μὲν ὡς τῶν παλαιστῶν ἀδηφαγούντων , ὁμοῦ δὲ τῷ ἐπιφερομένῳ οἰκείως τῶν παλαιστῶν
κονίσαι , τουτέστι νικῆσαι : κονιορτοῦνται γὰρ οἱ νικώμενοι τῶν παλαιστῶν . οὕτω Μεθόδιος . . . . ἀκοῦμαι καὶ
4405892 ξεστης
Φιλόξενος ἐν τῇ Περὶ Ῥωμαίων διαλέκτου . . , : ξέστης : Ῥωμαϊκόν ἐστι τὸ ὄνομα : τὸν γὰρ παρ
αἱματίου ; τῷ γὰρ ὄντι πτῶμα ὁ τοιοῦτός ἐστι καὶ ξέστης αἱματίου , πλέον δ ' οὐδέν . εἰ δ
4400879 ἡρακλειον
πάνακες δέ : πολλὰ γὰρ πανάκη εἰσί , τὸ μὲν ἡράκλειον , τὸ δὲ κενταύρειον , ὃ καὶ χειρώνιον καλεῖται
ἀσκληπίειον γράφει : ἔστιν δὲ καὶ πάνακες χειρώνιον καὶ ἕτερον ἡράκλειον , οὗ τῶν ῥιζῶν καὶ τῶν καυλῶν ὁ χυλὸς
4400482 ἀβακιον
μὲν γάρ , ἐφ ' οὗ τὰ πράγματα παρατιθέασιν : ἀβάκιον δέ , ἐφ ' οὗ ψηφίζουσιν . . ἀβέβηλος
καθάπερ καὶ μὴ ἀρκούσης αὐτῇ τῆς φαντασίας καὶ ἐπὶ τὸ ἀβάκιον ἔρχεται κἀκεῖ καταγράφει τὸ θεώ - ρημα καὶ οὐ
4399890 ταριχος
δὲ ταχέως ἀργυρίου χλῆδον λαβών σκυτίνῃ πότ ' ἐν χύτρᾳ τάριχος ἐλεφάντινον ἧψε ποντιὰς χελώνη πευκίνοισι κύμασιν , καρκίνοι ποδήνεμοί
τοὺς ἀκροατάς : ἀγανακτοῦντος δέ τὴν Ἀναξιμένους ἔφη διάλεξιν ὀβολοῦ τάριχος διαλέλυκεν . . . : Ἕρμιππος δέ φησι Θεόκριτον
4387808 τετραπουν
δὴ δεῖν τότε εὐθὺς τὸ πεζὸν τῷ δίποδι πρὸς τὸ τετράπουν γένος διανεῖμαι , κατιδόντα δὲ τἀνθρώπινον ἔτι μόνῳ τῷ
, ἵνα μὴ βλάβης γένωνται πρόξενα . Λύκος ζῷόν ἐστι τετράπουν , ἄγριον καὶ πονηρόν . Τοῦ οὖν αἵματος αὐτοῦ
4385288 ὀνομασειεν
πιστότης ἐν τοῖς δεινοῖς , ἥν τις δικαιοσύνην ἂν τελέαν ὀνομάσειεν . ἣν δ ' αὖ Τύρταιος ἐπῄνεσεν μάλιστα ,
: ἣν δὴ καὶ μόνην ἐπαληθεύων ἄν τις τοῖς πράγμασιν ὀνομάσειεν τροφὴν ὡς ἀποβάλλουσαν πᾶν ὁπόσον ἀλλότριον καὶ βλαβερὸν εἰς
4384673 πυραμις
πυραμίς , τοῦ δὲ ΕΘΠΟ παραλληλεπιπέδου ἕκτον μέρος ἡ ΔΕΖΘ πυραμίς : ἴση ἄρα ἡ ΑΒΓΗ πυραμὶς τῇ ΔΕΖΘ πυραμίδι
γραμμή , τὰ δὲ γ τρίγωνον , τὰ δὲ δ πυραμίς : ταῦτα δὲ πάντα ἐστὶ πρῶτα καὶ ἀρχαὶ τῶν
4377003 φαλαινα
προσδέξασθαι τριῶν ἡμερῶν σῖτον , καίτοι βορωτάτη θηρίων οὖσα , φάλαινα δὲ ἐς τοὺς χηραμοὺς τῆς φάρυγγος ἀναλαμβάνει τοὺς σκύμνους
ἐστι , καὶ οὐ μετὰ μακρὸν ἀποθνήσκει . καὶ ἡ φάλαινα δὲ τῆς θαλάττης πρόεισι καὶ ἀλεαίνεται τῇ ἀκτῖνι .
4373238 φαλακρος
δημόσια σφετερισαμένου καὶ πλουτήσαντος . ὁ αὐτὸς δὲ καὶ ὡς φαλακρὸς κωμῳδεῖται . σίμβλον δέ φασι : σίμβλοι κυρίως εἰσὶν
γένειον βαθὺ καθειμένος ὀλίγον τράγου διαφέρων ἐστίν , ὁ δὲ φαλακρὸς γέρων , σιμὸς τὴν ῥῖνα , ἐπὶ ὄνου τὰ
4354336 κλωνια
ἀλλὰ καὶ τάχιστα ἀποκάεται : λεπτὰ γὰρ καὶ αὐτὰ τὰ κλωνία καὶ ἁπαλὰ τῇ φύσει καὶ ὅλον τὸ δένδρον οὐ
ὀρθόν , ἐπὶ τῆς κορυφῆς ἔχον τρία ἢ τέτταρα νέα κλωνία ἀσινῆ , διεστηκότα ἀπ ' ἀλλήλων . οὕτω δὲ
4354139 γενικον
φυτικὴν τῆς ψυχῆς ἕξιν , ᾗ εὐθὺς καὶ τὸ αἰσθητικὸν γενικὸν παρέσπαρται . ὅτι Νέμεσιν καλοῦσι τὴν πεντάδα : νέμει
τοῦ χρόνου , διῆκον μέντοι δι ' ὅλου , ὡσπερεὶ γενικὸν ὄνομα . . Ἐὰν οὖν ὡς πρὸς τὸ ἐγκείμενον
4354029 τομον
' οὓς Ἀμμεμένης ἔτη ιϚʹ . Μέχρι τοῦδε τὸν πρῶτον τόμον καταγήοχεν ὁ Μανεθῶ . Ὁμοῦ βασιλεῖς ρϘβʹ , ἔτη
Ἀμφιδρομίων ὄντων , ἐν οἷς νομίζεται ὀπτᾶν τε τυροῦ Χερρονησίτου τόμον ἕψειν τ ' ἐλαίῳ ῥάφανον ἠγλαισμένην πνίγειν τε παχέων
4353238 χερσαιος
. Καὶ ὀδαξῶν τὸν δεξιὸν . . . ἐχῖνος ὁ χερσαῖος σημαντικόν : ποιεῖται δὲ δύο ὀπὰς ὅπου ἂν οἰκῇ
δὲ νησίον νησιώτης καὶ νησιῶτις θηλυκῶς . καὶ νησαῖος ὡς χερσαῖος . τὸ κτητικὸν νησιωτικός . ἔστι καὶ Νῆσος πόλις
4353118 νηστις
πλεκταῖσι καὶ σπειράμασιν δεινῆς ἐχίδνης . τοὺς δ ' ἀπωρφανισμένους νῆστις πιέζει λιμός : οὐ γὰρ ἐντελεῖς θήραν πατρῴαν προσφέρειν
ἀπ ' αὐτῶν ἰκμάδα σπᾷ τὸ σῶμα : ἢν δὲ νῆστις ἐσθίῃ , πλείω . Ὅσα τῶν σιτίων ἢ φῦσαν
4352778 ἐβιασω
χρώμενος ἐνταῦθα μετὰ καὶ τῆς προφάσεως τοῦ ῥητοῦ , ὅτι ἐβιάσω καὶ δεινόν τι πέπραχας καὶ παράνομον καὶ τυραννίδι μᾶλλον
θηριώδη βίον καὶ χώραν δυσχείμερον καὶ σπανίζουσαν ἡμέρων καρπῶν , ἐβιάσω δὲ παρὰ φύσιν ἀγαγεῖν δύναμιν εἰς τόπους τοιούτους ἐν
4350712 καρχαροδους
παρ ' αὐτὸ πάντα διὰ τοῦ ο : τριόδους : καρχαρόδους . Ὄλβος παρὰ γὰρ τὸ ὅλος , καὶ πλεονασμῷ
τοὺς κακούργους ἐποίησαν . Ὁ λύκος ἔστι μὲν καὶ αὐτὸς καρχαρόδους καὶ τῶν πολυσχιδῶν , βαδίζει δὲ κατὰ διάμετρον .

Back