| ἀερῶδές ἐστι τὸ ἐν ἡμῖν κινητικόν , καὶ τούτων πάντων διεγερτικὸν τὸ πῦρ . ὥσπερ οὖν ὁ ἐκ τῆς πρώτης | ||
| δὲ τῇ χρήϲει ὄξει διαλύων ὑπόχριε τοὺϲ μυκτῆραϲ . Ἄλλο διεγερτικὸν ἐπιληπτικῶν . ἡ χρῆϲιϲ ἐν τοῖϲ παροξυϲμοῖϲ , ποιεῖ |
| ὀνίαν , τὸν δὲ αἴολον . τὸν δὲ σπάρον Ἱκέσιος εὐχυλότερόν φησι μαινίδος καὶ ἄλλων δὲ πλειόνων τροφιμώτερον . σπάρον | ||
| ἐν πρώτῳ Ὑγιεινῶν ἀσταφυλῖνον καλεῖ . τὸ δὲ καρτὸν καλούμενον εὐχυλότερόν ἐστι τοῦ σταφυλίνου καὶ μᾶλλον θερμαντικώτερον , οὐρητικώτερον , |
| τὰ τέσσαρα πρὸς τὰ τρία . τὸ διὰ πέντε φθόγγων μελῳδούμενον φθόγγων ἐστὶ πέντε , διαστημάτων τεσσάρων , τόνων τριῶν | ||
| τὰ τρία πρὸς τὰ δύο . τὸ διὰ πασῶν φθόγγων μελῳδούμενον φθόγγων ἐστὶν ὀκτώ , διαστημάτων ἑπτά , τόνων ἕξ |
| τῶν μύρων ταῖϲ ψυχροτέραιϲ τῶν κεφαλῶν μᾶλλον ἁρμόδια ἢ ταῖϲ μέϲωϲ θερμαῖϲ ἐν χειμῶνι , ταῖϲ γὰρ θερμοτέραιϲ οὐκ ἐπιτήδεια | ||
| μέρη τοῦ νάπυοϲ πρὸϲ ἓν τῶν ἰϲχάδων , εἰ δὲ μέϲωϲ , ἴϲον ἑκατέρου , εἰ δὲ πραοτέρωϲ , τρίτον |
| λέγομεν , ὅτι οὐδέν τι κατ ' αὐτὸ ἕτερον οὕτως ἀναλωτικὸν καὶ πυρῶδες , τῶν εἰς τὴν ἡμετέραν ἰόντων αἴσθησιν | ||
| δὲ τῶν ἄστρων πρὸς τὸ ἐπιτευκτικόν . τὸ μὲν γὰρ ἀναλωτικὸν τῶν ἐμπιπτόντων , τὸ δὲ ὀξείας καὶ ἐξόχους ἔχον |
| εἰσι , λευκοτέρη τῆς ἄλλης ἐστίν : ἐκεῖ γὰρ τὸ λευκότατον ὑγρόν ἐστιν . Ἔχει δὲ καὶ τόδε ὧδε : | ||
| καὶ τακέντων , διηθήσας λείου ἐν θυείᾳ ἐπιμελῶς , ὡς λευκότατον γενέσθαι , καὶ χρῶ . Ἄκοπον τὸ δεκάμοιρον . |
| ἡδύνας ἁλσὶν ἢ γάρῳ καὶ μετ ' αὐτῶν ἐλαίῳ , διαχωρητικὸν γίνεται τὸ πόμα . δὶς δ ' ἑψηθέντων , | ||
| ἐστι διὰ τὸ ὑπόψυχρον καὶ ἄπεπτον εἶναι : καὶ οὔτε διαχωρητικὸν , οὔτε διουρητικόν : προσβλάπτει δέ τι καὶ διὰ |
| , πελειὰς δ ' ἔλαττον , καὶ ὅτι ἡ πελειὰς τιθασὸν γίνεται , περιστερὰ δὲ καὶ μέλαν καὶ μικρὸν καὶ | ||
| μὴ ἔχων , ὅτι αὐτῷ παραθείη , ὥρμησεν ἐπὶ τὸν τιθασὸν πέρδικα καὶ τοῦτον θύειν ἔμελλε . τοῦ δὲ αἰτιωμένου |
| μετὰ μόνης τῆς λιβανωτίδος αὐτὸ ποιοῦσιν . Ἡρᾶ πρὸς ἰσχιαδικοὺς παρηγορικὸν λίαν . Πίσσης ξηρᾶς μέρη βʹ , θείου ἀπύρου | ||
| μάλιϲτα ψυδράκια . Ἄλλο πρὸϲ τὰϲ μεγίϲταϲ καὶ φλεγμονώδειϲ ὀδύναϲ παρηγορικὸν ἀνώδυνον καὶ ἀποθεραπεῦον . τοῦ ἀϲτέροϲ κολλυρίου ἢ τῶν |
| πρὸς τὸ πραθῆναι . αὐτὸς δ ' ὡραῖον : τὸν ὥριμον , τὸν δυνάμενον πλούσιόν σε ποιῆσαι καὶ θρέψαι . | ||
| τὸ ἥμερον † μέν , ἄωρον δὲ , σῦκον τὸ ὥριμον , ἰσχὰς δὲ τὸ ξηρανθέν . τὸν δ ' |
| ἐπὶ τῶν τοιούτων φύσεων δίδοσθαι τὸ μελίκρατον , ὅπως μήτε διψῶδες εἴη μήτε χολοποιόν . ὥσπερ δὲ τοῖς πικροχόλοις , | ||
| : καθ ' ὅσον δ ' οὔτε κακοστόμαχόν ἐστιν οὔτε διψῶδες , ἀποκεχώρηκεν αὐτοῦ . Μελισσόφυλλον πρασίῳ μὲν παραπλήσιόν ἐστι |
| ὁρᾶτε . οὐδένα πώποτ ' ἴσως ὑμῶν ἔχις ἔδακεν οὐδὲ φαλάγγιον , μηδὲ δάκοι : ἀλλ ' ὅμως ἅπαντα τὰ | ||
| λεληθότως ἄγειν . . Ἐχόμενον δὲ δὴ τούτων ἐστὶν ἄλλο φαλάγγιον , καὶ καλοῦσιν αὐτὸ μυρμήκιον διότι ἐστὶ παρεοικὸς τῷ |
| : τὸ ἄγριον μάραθον , ὃ καλοῦσιν διὰ τὸ μέγεθος ἱππομάραθον . . * κεδρίσιν : τῷ καρπῷ τῆς κέδρου | ||
| , σιλφίου , σέσελι , ἄνθος ἀνεμώνης , ἀβρότονον , ἱππομάραθον , ἐρύσιμον , ψευδοδίκταμνον , ἑλίχρυσον , ἀρτεμισία , |
| ὄρχειϲ προϲϲτέλλειν . τῆϲ ἐλαιακόνηϲ δὲ τὸ ἀπότριμμα ῥυπτικὸν ὑπάρχον ἀλωπεκίαιϲ ἁρμόττει . τὸν ἱερακίτην δὲ καὶ Ἰνδικὸν λίθον φαϲὶ | ||
| ϲκορπιϲτικὸν γίνεται . τὸ δὲ τῆϲ ἔχεωϲ λεῖον ἐπιτιθέμενον ταῖϲ ἀλωπεκίαιϲ θαυμαϲτῶϲ ἐπιφύει τὰϲ τρίχαϲ . Δέρματα καϲϲυμάτων παλαιῶν κεκαυμένα |
| τὴν χρόαν τῷ λωτίνῳ . Ἄλλο δέ τι δένδρον ἡ κοκκυμηλέα , μέγα μὲν τῷ μεγέθει καὶ τὴν φύσιν τοῦ | ||
| κοκκυμηλέα καὶ σποδιάς : τοῦτο δ ' ἐστὶν ὥσπερ ἀγρία κοκκυμηλέα . Ἀραρὼς δὲ κοκκύμηλον καλεῖ τὸ δένδρον , κοκκύμηλον |
| Χροιῇ : τὴν ὄψιν , τῇ ὄψει . αἰθαλόεσσα : σποδοειδὴς , στακτώδης , μέλαινα , στακτοειδὴς , αἰθαλώδης . | ||
| ἐπιτεταμένως , ἡ δὲ σποδοειδής : ἀρίστη δ ' ἡ σποδοειδὴς οὖσα καὶ μαλακὴ ἄγαν πρός τε χαλκωμάτιον ἑλκυσθεῖσα γραμμὴν |
| ἀξιωματικὰ καὶ πολὺ τὸ αὐστηρὸν ἔχει τραχύνει τε ἀλύπως καὶ πικραίνει μετρίως τὰς ἀκοὰς ἀναβέβληταί τε τοῖς χρόνοις καὶ διαβέβηκεν | ||
| , ὁ ἰοβόλος : ἀλλοπαθὲς τὸ σχῆμα , ἐπειδὴ ἄλλως πικραίνει ὁ ὄφις . ἔχις : ὄφις . τάχα : |
| τοι καὶ Βίης ἥκειν ἐς Πριήνην : σὺ δὲ εἰ προσηνέστερόν τοι τὸ Πριηνέων ἄστυ κεῖθι οἰκέειν , καὶ αὐτοὶ | ||
| τοι καὶ Βίης ἥκειν ἐς Πριήνην : σὺ δὲ εἰ προσηνέστερόν τοι τὸ Πριηνέων ἄστυ , κεῖθι οἰκέειν , καὶ |
| ὕδνα μύκητεϲ βολβοὶ γογγυλίδεϲ . αἱρεῖϲθαι δὲ τὰ εὐκοίλια εὔπεπτα ψαφαρὰ ἀπίμελα ἄβρομα εὐϲτόμαχα οὐρητικά . φειϲτέον δὲ καὶ μέλιτοϲ | ||
| αὐτὴ πελάγιοϲ οὖϲα ϲκληροτέρα τε τῶν ἄλλων ἰχθύων ἐϲτὶ καὶ ψαφαρὰ καὶ εὔπεπτοϲ καὶ τρόφιμοϲ καὶ ἡδεῖα καὶ ἀλιπήϲ . |
| ῥίζα εὐώδης τέ ἐστι καὶ θερμαντική . Κίσθος ἢ κίσθαρος στυπτικὸς θάμνος . τὰ μὲν φύλλα καὶ οἱ μικροὶ βλαστοὶ | ||
| καὶ φορούμενος δὲ τὸ αὐτὸ ποιεῖ . Ἀγήρατος λίθος ἐστὶ στυπτικὸς καὶ διαφορητικός . γαργαρεῶνας φλεγμαίνοντας ὠφελεῖ . καυθεὶς δὲ |
| ἡ γαλῆ δέ , φαίης ἂν αὐτὴν εἶναι τὸν καλούμενον ἥπατον . ἰχθὺς δὲ ἔστιν αὕτη βραχύς , καὶ τὼ | ||
| λοχαγός φησιν : καὶ λεβίαν λαβέ , Μόσχε , τὸν ἥπατον ἐν περικλύστῳ Δήλῳ καὶ Τήνῳ . ΗΛΑΚΑΤΗΝΕΣ . Μνησίμαχος |
| φέρων πάρειμι ; κήρυκας , κτένας , βολβοὺς μέγαν τε πουλύπουν ἰχθῦς θ ' ἁδρούς . ἡ δὲ πηλαμὺς πολύτροφος | ||
| : παρὰ τὸ ποὺς γὰρ γέγονεν . τὴν δὲ αἰτιατικὴν πουλύπουν φασίν , ὡς Ἀλκίνουν καὶ Οἰδίπουν . καὶ τρίπουν |
| ὁ καρπὸϲ λεπτομερεϲτέραϲ πώϲ ἐϲτιν οὐϲίαϲ , ὑπόπικρόν τι καὶ ἀρωματίζον ἐχούϲηϲ . ἐκφράττει τοιγαροῦν καὶ διακαθαίρει μάλιϲτα μὲν τὰ | ||
| δὲ τὸ φυτὸν θαμνῶδες , κυτίσῳ ἐοικὸς καὶ τερμίνθῳ , ἀρωματίζον : οὗ τὸν φλοιὸν ἐπισχίσαντες ὑπολαμβάνουσιν ἀγγείοις τὸν ὀπὸν |
| πυώδεα , ἔστι δ ' ὅτε καὶ μέλανα , καὶ ῥηΐτερον ἔσται , καὶ μελεδανθεῖσα ὑγιαίνεται . Γίνεται δὲ καὶ | ||
| τόκου . Κυέουσα ἡ γυνὴ , ἢν μὴ λαγνεύηται , ῥηΐτερον ἀπολυθήσεται τοῦ τόκου . Ἡ τὰ δίδυμα κυέουσα τίκτει |
| σισύρνα δέρμα ἄτριχον πολλοῖς τισι , μᾶλλον δὲ μονασταῖς μοναχοῖς φορούμενον ὡς ἱμάτιον . σισύρα δὲ μαλλωτὰ ἐπιβλήματα στρωμναῖς χρησιμεύοντα | ||
| ποιοῦσι . τὸ δὲ στόμα αὐτοῦ σὺν τῇ γλώσσῃ αὐτοῦ φορούμενον ποιεῖ πρὸς ὁδοιπορίας νυκτερινάς . ἀπελαύνει γὰρ δαίμονας καὶ |
| ἐπιμελείας καὶ πόῤῥω τοῦ τῆς τέχνης ἤδη προεληλυθότος ἐστίν . Ἐχόμενον δὲ τούτων ἐστὶ καὶ κατὰ στρατιὴν γινομένων τρωμάτων χειρουργίη | ||
| εἰρῆσθαι οὕτως ὡς μηδέπω τῶν καθ ' ἕκαστα τεθεωρημένων . Ἐχόμενον δ ' ἂν εἴη τῶν εἰρημένων τὸ καθόλου λεγόμενον |
| , καὶ εἰ δή τι τοιοῦτον ἕτερον ἢ δένδρον ἢ φρυγανῶδες , ὥσπερ δοκεῖ τό τε πήγανον καὶ ἡ ἰωνία | ||
| , ἢ πάπυρον , ἢ χόρτον , ἢ ἕτερόν τι φρυγανῶδες ὁμοίως δὲ ἀλείψαντες ἐλαίῳ , καὶ ἀπομάξαντες , ἐμβάλλουσιν |
| τὰ μὲν πλεῖστα αὐτῶν ἐστὶ ῥυπαρὰ , ὀχθώδη δὲ , λευκανθίζοντα καὶ εἰδεχθῆ τὰ δοκοῦντα κεκαθάρται , πελία τε , | ||
| τὸ ὑελοειδές : πάντα δὲ ταῦτα ὑγρά , διαυγῆ καὶ λευκανθίζοντα ὑπάρχει . πρὸς τούτοις δηλονότι ὁ πρῶτος χιτὼν λευκός |
| καὶ στύψεως μετέχουσα , καὶ διὰ τὴν τοιαύτην κρᾶσιν ἰσχυρῶς ξηραντικόν ἐστι τὸ φάρμακον ἄνευ δήξεως . καὶ ὁ χυλὸς | ||
| τήν τε ἰδέαν καὶ τὴν δύναμιν , ὀλιγότροφόν τε καὶ ξηραντικόν . ἵϲτηϲί γέ τοι τὰ κατὰ γαϲτέρα ῥεύματα , |
| . ἀργέστας : οἱονεὶ τοὺς ἀνέμους . ἀχύνετον δὲ τὸ πολύχυτον : τὸ γὰρ α ἐπιτατικόν ἐστιν . ἐκτίθεσθαι οὖν | ||
| τοὺς ἀργέστας , οἱονεὶ τοὺς ἀνέμους . ἀχύνετον δὲ τὸ πολύχυτον , τὸ γὰρ α ἐπιτατικόν ἐστιν . ἐκτίθεσθαι οὖν |
| ἡμίονοι . λάβραξ . Ἀριστοτέλης φησὶν ὅτι μονήρεις εἰσὶ καὶ σαρκοφάγοι . γλῶσσαν δ ' ἔχουσιν ὀστώδη καὶ προσπεφυκυῖαν , | ||
| ἃς οἱ ποδαγρικοὶ τοὺς πόδας ἐντιθέντες ὠφελοῦνται , καὶ σοροὶ σαρκοφάγοι γίνονται . ἰσχναίνει καὶ τὰ πολύσαρκα καὶ παχέα σώματα |
| λευκὰς καὶ ἑτέρας ζώνας ξανθιζούσας . Λίθος πολύζωνος . Οὗτος στιβαρός ἐστι , πυκνός , στερεός , ὑπόχρους , ἔχων | ||
| ἢ καὶ ὡς ὑποστρόγγυλος , τὴν δὲ φύσιν τραχύς , στιβαρός , μελανόχροος καὶ πυκνός . Καὶ πάντοθεν δὲ αὐτὸν |
| ὑπόψυχρον καὶ ἄπεπτον εἶναι : καὶ οὔτε διαχωρητικὸν , οὔτε διουρητικόν : προσβλάπτει δέ τι καὶ διὰ τόδε , ὅτι | ||
| πιεῖν . ἄλλο . ὕσσωπον καὶ γλυκεῖ τράγου οὖρον ποτιζόμενον διουρητικόν ἐστιν . ὁμοίως ἐὰν αἴγειον ἔχῃς . [ Ἐπίθεμα |
| ταχινόν : ἢ ὄρθριοι καὶ ἐγειρόμενοι , ἢ ὄρθριον καὶ πρωϊνόν . τέκεσς ' : ἀηδόνος : Πρόκνη καὶ Φιλομήλη | ||
| λειανθὲν τῆς θριδακίνης μέλαν Ψυχρῷ νάματι συγκερασθὲν εἰς πόμα Τὸ πρωϊνόν τε καὶ τὸ πρὸς τὴν ἑσπέραν Συνουσίαν παύει τε |
| , παρ ' Ἀττικοῖς . Ἔριον , καὶ εἶρος . ἰοδνεφὲς ὡς ἔχουσα , τὸ μέλαν . πα - ρὰ | ||
| φέρουσα νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον : αὐτὰρ ἐν αὐτῷ ἠλακάτη τετάνυστο ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχουσα . ἔοικε δὲ καὶ αὐτὴ τὴν ἑαυτῆς |
| ἰσχνὰ ᾖ ἐν ἡμέρῃ γονίμῳ , τὴν ἐπιοῦσαν λύσις . Ὕδρωψ ἢν οἴδημα ἔχων ἐν τοῖσι σκέλεσι , βήσση , | ||
| ἀνορεκτοῦσι , παρέπεται δὲ αὐτοῖς καὶ πυρετός . σπʹ . Ὕδρωψ ἀσκίτης ἐστὶν ἐφ ' οὗ κοιλία καὶ ὄσχεον καὶ |
| πόντος , καθ ' ὃν πεπόνηται τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος περιπλέον . τοῦ πόνου οὖν ὁ πόντος . Φιλόξενος . | ||
| πόντος , καθ ' ὃν πεπόνηται τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος περιπλέον . τοῦ πόνου οὖν ὁ πόντος . Φιλόξενος . |
| οἷον γαργαρεῶνοϲ ἐπιϲτάζοντοϲ ἢ κεφαλῆϲ , καί , εἰ νοϲήμαϲιν ἑτέροιϲ ϲυμπίπ - τοιεν , καὶ τούτων , ὡϲ οἷόν | ||
| ψυχρόν : πλείϲτοιϲ γὰρ ἐντεῦθεν ϲυνέβη παρέγχυϲιν ὑδερικὴν γενέϲθαι , ἑτέροιϲ δὲ εἰϲ διάπυρον τὸν πνεύμονα ἡ ἐκ τοῦ ὕδατοϲ |
| εἰ λεῖον καὶ ὁμαλὸν καὶ συνεχὲς ἑαυτῷ . τὸ γὰρ ἰνῶδες καὶ διαφύσεις ἔχον ἐρυθρὰς ἢ σαρκοειδεῖς ἄπεπτον . πήξεως | ||
| τοῦ ἡλίου θεωρῆται . ἐὰν μὲν γάρ τι φαίνηται διατρέχον ἰνῶδες καὶ ὕφαιμον , γόνιμόν ἐστι τὸ ἐνόν . ἐὰν |
| αἴρειν τὸ πλεῖϲτον τοῦ λευκώματοϲ , ποιεῖ καὶ πρὸϲ πᾶϲαν ἀμβλυωπίαν καὶ πρὸϲ πᾶϲαν ϲφαλερὰν καὶ χρονίαν ὀφθαλμίαν ἄκρωϲ . | ||
| . Ἡ δὲ κόπρος αὐτοῦ σὺν μέλιτι ἢ γάλακτι γυναικείῳ ἀμβλυωπίαν καὶ λευκώματα ἰᾶται . ὁμοίως καὶ τὸ αἷμα . |
| , σατύριον , σέλινον , καὶ μᾶλλον τὸ σπέρμα , ἱπποσέλινον , ὀρεοσέλινον , σέσελι , σησαμοειδοῦς τοῦ λευκοῦ τὸ | ||
| , φησίν , ὅμοιόν ἐστι μεγάλῳ σελίνῳ , ὅθεν καὶ ἱπποσέλινον καλεῖται . σμυρνεῖον δέ , ἐπειδὴ ἐμφερές ἐστι σμύρνῃ |
| ἀνάθημα ἐν τῷ ἱερῷ : καὶ ἀνέθηκεν ἡ Βερονίκη . Κόμων οὖν τις ἦν ἀστρονόμος ἐπὶ τῶν αὐτῆς χρόνων , | ||
| ἐς Ἰθώμην ὑπὸ τοῦ Διός , τοῦτο δὲ ἐν Εὐεσπερίταις Κόμων συγγενέσθαι νεκρᾷ τῇ μητρὶ ἐδόκει , συγγενομένου δὲ αὖθίς |
| . συγγνώμην ] συγχώρησιν , συμπάθειαν . , ἄφεσιν . παρανοήσαντος ] γρ . παρανομήσαντος . ἐμοῦ παρανοήσαντος ] ἐνταῦθα | ||
| παρανομήσαντος . ἐμοῦ παρανοήσαντος ] ἐνταῦθα διδασκάλου τοῦ Σωκράτους . παρανοήσαντος ] μωροῦ φανέντος . ἀδολεσχίᾳ ] ὀλιγωρίᾳ . , |
| μέρους μεῖζον λέγουσαν , τὸ δὲ ὄγδοον οὐ κοινῆς ἐννοίας ἀνατρεπτικόν , ἀλλὰ τοῦ δεδειγμένου διὰ τοῦ ἑβδόμου θεωρήματος : | ||
| καὶ ἄτοπόν ἐστι καὶ τῆς ὑποθέσεως τῶν πρεσβευόντων αὐτὰ λίαν ἀνατρεπτικόν : οὐκέτι γὰρ ἔσται γενικώτατον τὸ ἓν καὶ τὸ |
| καὶ πρὸς τὰς ἐν μαστοῖς κακοηθευομένας σκληρίας καὶ παρωτίδας καὶ φύγεθλα : ταύτης οὔτε ἂν ξηραντικωτέραν οὔτ ' ἀνωδυνωτέραν εὕροις | ||
| καὶ πρὸς τὰ κακοήθη πάντα , χοιράδας , παρωτίδας , φύγεθλα , λειχῆνας , ἥλους , μελανίας , σύριγγας , |
| πήχεις , μετρική , συνεχές . σταθμοῦ . σταθμοί , στατική , ῥοπή : ὥστε ἐκ τῶν κατὰ Πλάτωνα τρίτον | ||
| αὖ ἡ στατικὴ τοῦ βαρυτέρου τε καὶ κουφοτέρου σταθμοῦ ἐστιν στατική : ἕτερον δέ ἐστιν τὸ βαρύ τε καὶ κοῦφον |
| τό τε κύμινον καὶ τὸ ἄνησον καὶ γληχοῦς κόμην καὶ ἀρκευθίδων καρπὸν ἑκάστῳ πεπέρεως μίσγουσαν . κάλλιον δὲ χρῆσθαι τῷδε | ||
| ξηρά . ἀντὶ ἀριστολοχίας στρογγύλης , ἀριστολοχία μακρά . ἀντὶ ἀρκευθίδων , κύπερος . ἀντὶ ἅρμαλα , καρδάμωμον Βαβυλώνιον . |
| πηγνύειν , παραπλήϲιον δέ ἐϲτιν ἀπαρίνῃ , ξηραντικόν τε καὶ ὑπόδριμυ : τὸ δὲ ἄνθοϲ αὐτοῦ πρὸϲ αἱμορραγίαν ἁρμόζει καὶ | ||
| , ἔχον σπερμάτιον περιφερές , διπλοῦν , ὅμοιον ἀσπιδισκίοις , ὑπόδριμυ , ἀρωματίζον . Τραγορίγανος θαμνίσκος ἐστὶν ἑρπύλλῳ ἀγρίῳ ἐμφερῆ |
| ὄξουϲ κεκαυμένη ἀνεμώνη ἡ τὸ φοινικοῦν ἄνθοϲ ἔχουϲα ϲκόροδον τέφρα ϲυκίνη μάλιϲτα νίτρον ὀπτὸν χαλκὸϲ κεκαυμένοϲ ϲτυπτηρία κηρύκων ὄϲτρακα κεκαυμένα | ||
| καὶ τὸ ἔλαιον ἐν μελικράτῳ καὶ ϲύκων ἀφέψημα καὶ κονία ϲυκίνη ἢ κληματίνη ϲὺν οἴνῳ πολλῷ καὶ ὀρίγανοϲ ἢ θύμοϲ |
| βασιλέως . παρὰ τῶν Ἑσπερίδων ᾤμην γε , νὴ τὸν Φωσφόρον , τρία μόνον . ὀλίγον ἐστὶ πανταχοῦ τὸ καλὸν | ||
| . καὶ δοκεῖ πρῶτος πεφωρακέναι τὸν αὐτὸν εἶναι Ἕσπερον καὶ Φωσφόρον , ὥς φησι Φαβωρῖνος ἐν πέμπτῳ Ἀπομνημονευμάτων : οἱ |
| ἁρμονικῷ . Εἴρηται δὲ παρὰ Πλάτωνος κατὰ τὸ τῆς φιλοσοφίας τριμερές , ἐν Τιμαίῳ μὲν φυσικῶς , προσθήσω δὲ καὶ | ||
| . διόπερ καὶ ἐξ ἀντιθέσεως αὐτὸ λαμβάνει , καὶ ἔστι τριμερές : τὸ μὲν γὰρ πρὸς τὴν πόλιν , τὸ |
| δασυτρίχων . τούτων ] τῶν παρεστώτων ⌈ ἐνταῦθα . τὸν Ξενοφάντου ] ⌈ υἱόν , ὃν [ υἱόν . τοῦτον | ||
| οἷόνπερ τὸν Ξενοφάντου : Ἱερώνυμον λέγει τὸν διθυραμβοποιόν , ὃς Ξενοφάντου μὲν ἦν παῖς , περὶ δὲ παῖδας ἄγαν ἐπτόητο |
| καὶ λεκίθῳ ὠῶν ἑφθῶν , καὶ γίνεται εἰς τὰ αὐτὰ ἐπίπλασμα ἐπιτήδειον . λίνου δὲ σπέρματι ἀληλεσμένῳ καὶ ἄρτῳ δ | ||
| καὶ ἄρτῳ δ ' ἢ ψυλλίῳ συμφυραθέντα καὶ συνεργασθέντα ἄριστον ἐπίπλασμα γίνεται ἐρυσιπέλατι . εἰ δέ τις βούλοιτο τὸν χυλὸν |
| ὑποκρύπτεται καὶ δυσέξαπτον καὶ καπνῶδες γίνεται , ὡς ἐπὶ τῶν ὑγροτέρων ξύλων τὸ πῦρ ἐστὶν ἰδεῖν . Οἱ δὲ σφυγμοὶ | ||
| τε τῶν ἰσοκρατῶν χρηστέον ἐπί τε τῶν θερμοτέρων μᾶλλον ἤπερ ὑγροτέρων : εἴ που δὲ τὸ ὑγρὸν ἐπικρατέστερον ᾖ , |
| μέτρου . δοκεῖ δέ μοι παρὰ τοῖς θεοῖς ὕμνος χρυσίου προκεκρίσθαι , εἰ δὴ καὶ ἀνὴρ ἀγαθὸς τήνδε ἂν θεῖτο | ||
| . δικαίως ἐπαινεῖσθαί φησι τὴν ἀνδρείαν καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν προκεκρίσθαι ἐνταῦθα διὰ τὸ πλείω τὰ λυπηρὰ τῶν ἡδέων ἔχειν |
| μηδὲν ἐξείπῃς ἔπος : κλῇθρον γὰρ οὐδὲν ὧδ ' ἂν εὐπαγὲς λάβοις γλώσσης , κρυφαῖον οὐδὲν οὗ διέρχεται ὅπου γὰρ | ||
| κοίλην τε φαρέτρην ἰῶν ἐμπλείην νεόμην , ἑτέρηφι δὲ βάκτρον εὐπαγὲς αὐτόφλοιον ἐπηρεφέος κοτίνοιο ἔμμητρον , τὸ μὲν αὐτὸς ὑπὸ |
| ποτόν , εἶτα καθαρθένταϲ λούϲομεν καὶ τροφὴν εὐϲτόμαχον προϲοίϲομεν . χρονιζούϲηϲ δὲ τῆϲ καθάρϲεωϲ διδόναι χρὴ μελίκρατον θερμὸν καταρροφεῖν ἐναφηψημένου | ||
| δίδου μέλιτοϲ ἑφθοῦ ὀλίγον ἐκλείχειν . εἰ δὲ ταῦτα νικηθείη χρονιζούϲηϲ τῆϲ νόϲου , ξυρήϲαϲ τὴν κεφαλὴν ἐπιτίθει τὸ διὰ |
| , τὰ δὲ ὑπὸ τὴν γαστέρα κόκκῳ γνησιωτάτῳ καὶ καλλίστῳ προσείκασται , κεφαλὴ δὲ καὶ δέρη λευκὰ ἄμφω . φθέγγεται | ||
| αὐτῆς θαλάττης θρέμμα . ἔχει δὲ πτερύγια , καὶ χρυσῷ προσείκασται ὅσα γε ἰδεῖν τὰ παρ ' ἑκάτερα , καὶ |
| δ ' ἄρα τοῦ βασιλεὺς Πλεισθενίδας ἐφάνη . κρύψαι δὲ ῥύγχος ἄκρον γᾶς ὑπένερθεν [ Θεστιάδαι ] : [ ] | ||
| ἀλεκτρυόνες οἱ συνεστραμμένοι τοῖς ὄγκοις , φοινικόλοφοί τε , καὶ ῥύγχος βραχὺ ἔχοντες , εὐχάροποί τε ταῖς ὄψεσι , καὶ |
| χειρουργίᾳ , ὥϲπερ καὶ τὰ λοιπὰ περὶ τὸ ἄλλο ϲῶμα ἀθερώματα , διαιρουμένηϲ τῆϲ ἐπιφανείαϲ καὶ ὑποδερομένου καὶ κομιζομένου τοῦ | ||
| : δεῖ οὖν τούτου πρότερον τὰϲ μελικηρίδαϲ τε καὶ τὰ ἀθερώματα ἢ καὶ χοιράδαϲ γυμνοῦν διὰ τῶν καυϲτικῶν φαρμάκων : |
| δὲ σφόδρα συμπεπτωκυῖα ᾖ , κένωμα οὐκ ἔχει . , βούλιμον , , , , , , , , : | ||
| μὴν οὐδὲ φαγέδαινα . καί τινες ἐνόμισαν φαγέδαιναν λέγειν τὸν βούλιμον , τὴν κυνώδη ὄρεξιν , τὸ δὲ ἀληθὲς , |
| : Διὸς δέ τοι ἄγγελός εἰμι . τὸ δὲ ΕΙ ἀνέγκλιτον . τὸ δὲ . . . . ΕΣΤΙΝ ἐγκλίνεται | ||
| , εἴγε ἀμετάθετοι αἱ περισπώμεναι , κἂν ἐγκλιτικὸν ἐπιφέρηται κἂν ἀνέγκλιτον . ὡς ἂν οὖν ἡνωμένου τοῦ σχήματος ἡ ὀξεῖα |
| ποτήριον Ἴων ἐκάλεσεν . ἔστι δέ τι καὶ ὁ κότυλος Διονυσιακὸν ἔκπωμα , ὥσπερ καὶ ὁ κοτυλίσκος . ὁ δὲ | ||
| τοῦ στεφάνου πεποίηκεν ὁ ῥήτωρ : Αἰσχίνου γὰρ παραθεμένου τὸν Διονυσιακὸν νόμον καὶ διὰ τούτου παράνομον τὴν ἀνάῤῥησιν τὴν ἐν |
| ὠχοῦ , ἐπῄρου , καὶ ταχέως ἐπίστευες πρὶν δοκιμάσαι : ὀρταλίζειν δὲ λέγεται ἐπὶ τῶν ἀρχομένων ἀναπτερύσσεσθαι ὀρνίθων . ΓΘ | ||
| καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς ὀρταλίζω . δηλοῖ δὲ τὸ ὀρταλίζειν τὸ ἀναρρίπτειν τὰ νήπια τῶν παιδίων , οἷον ὀρούειν |
| Καὶ κατέλαβεν αὐτὸν γῆν ἐν θυΐᾳ τρίβοντα δοίδυκι λιθίνῳ . Δοίδυξ δὲ ἔστιν ὁ τριβεύς , ὃν Ἀριστοφάνης καλεῖ ἀλετρίβανον | ||
| : φθαρέντος γὰρ τοῦ λιμώττοντος καὶ ὁ λιμὸς ἀπόλλυται . Δοίδυξ αὔξει : ἐπὶ τῶν μὴ αὐξανομένων : ὁ γὰρ |
| νυκτὶ νεώτερον Ἰφικλῆα . κροκωτόν : ἤτοι ἀπὸ τῆς χρόας κροκοειδὲς , ἢ ἀπὸ τῆς κρόκης ὑφαντόν . διηγήσομαι οὖν | ||
| , αἱ δὲ μικραὶ λαγωούς : καὶ αἱ μὲν μεγάλαι κροκοειδὲς ἔχουσι τὸ δέρμα , αἱ δὲ μικραὶ πυρρόν . |
| λέοντα ] τὸν Ἀλέξανδρον λέγει . σίνιν ] βλαπτικόν , φθορέα . ἀγάλακτον ] μήπω κεκορεσμένον γάλακτος : βρέφος γὰρ | ||
| τὸν ἐπιόντα . καὶ αὐτὴν ὁ πατὴρ ὑπολαβὼν εἶναι τὸν φθορέα πατάξας μαχαίρᾳ καταβάλλει . τῆς δὲ περιωδύνου γενομένης καὶ |
| ] μυδῶντα : Γράφεται καὶ μυδῶντα καὶ μαδῶντα . καὶ μυδῶντα μὲν ἀντὶ τοῦ δυσώδη ἀποπέμποντα : μαδῶντα δὲ ἀντὶ | ||
| μετὰ συριγμοῦ . τὸν δὲ νεκρὸν εὑρεθῆναι σαπρόν τε καὶ μυδῶντα : καὶ τοὺς Λίβυας τοὺς ἡγεμόνας τῆς ὁδοῦ οὐκ |
| ' ἡμῶν ἐργολάβον . πελιτνόν ἐν τῷ τ Ἀττικοί , πέλιον ἢ πελιδνόν Ἕλληνες . ποιοίη Ἀττικοί , ποιῴη Ἕλληνες | ||
| ἀμφότεροι . Διαχωρημάτων ὑδατωδῶν , ἢν ἐς αἰθρίην τεθῇ , πέλιον ἄνωθεν λεπτὸν , κάρτα εἴκελον ἰσατώδει , κάτωθεν γίνεται |
| τῆς δυνάμεως χρονιώτερον ἐχρῆν εἶναι . Τὸ γὰρ σήσαμον ἐπεὶ μονόρριζον καὶ βαθύρριζον ἄνω πᾶσαν ἀφίησι τὴν δύναμιν : ἀλλ | ||
| οὐχ ὥσπερ ὁ φέως καὶ ἱππόφεως ἀνάκανθα τοῖς φύλλοις : μονόρριζον δὲ καὶ ἐπίγειον καὶ χαμαίκαυλον : βλαστάνει δὲ καὶ |
| τραπέζια , τὰ δὲ σκαληνὰ τραπέζια . τὸ ἄρα τετράπλευρον ἑπταχῶς ἡμῖν ὑποστήσεται : τὸ μὲν γάρ ἐστι τετράγωνον , | ||
| εἰκότως τὰ τοιαῦτα εἶπε τῶν πρός τι , εἰ καὶ ἑπταχῶς διαιροῦμεν ἐν Κατηγορίαις , ἐπειδὴ κυρίως ταῦτα ὑπάρχουσιν . |
| δέον εἰπεῖν ἄραντα . αἱμῳδεῖν Ἀττικώτερον . λέγεται δὲ καὶ αἱμωδιᾶν . ἄξιον τριχός . Ἀριστοφάνης ἐπὶ τοῦ εὐτελοῦς καὶ | ||
| δέον εἰπεῖν ἄραντα . αἱμῳδεῖν Ἀττικώτερον . λέγεται δὲ καὶ αἱμωδιᾶν . ἄξιον τριχός . Ἀριστοφάνης ἐπὶ τοῦ εὐτελοῦς καὶ |
| καὶ διαστήσας ἀπόνιπτε ὕδατι ψυχρῷ . Τούτῳ συνεχῶς σμηχόμενον τὸ ῥυσσὸν σῶμα παρατείνεται , ὃ καὶ ἔχει οὕτως : ἰσχάδας | ||
| ῥικνῆεν δὲ τὸ διερρωγός , τὸ παλαιόν : ἢ τὸ ῥυσσὸν ἢ τὸ τρομερόν . * ῥικνῆεν : γηραιόν * |
| οὕτωϲ : ζιγγιβέρεωϲ πετροϲελίνου ἐπιθύμου ϲιλφίου ἄμεωϲ ϲελίνου ϲπέρματοϲ κυμίνου λιβυϲτικοῦ πεπέρεωϲ ἀνὰ ⋖ δ ϲκαμμωνίαϲ # γϲ ἁλῶν ἀμμωνιακῶν | ||
| ἀφέψημα δαμαϲώνιον ἀδίαντον ϲελίνου ϲπέρμα μαράθρου δαύκου πετροϲελίνου ἄμεωϲ ἀνίϲου λιβυϲτικοῦ ἀϲάρου ἀφέψημα μήου φοῦ ϲχοίνου ἄνθοϲ ϲεϲέλεωϲ ἀκόρου ῥίζα |
| ' ἐρυθρόχρων ἐσθίειν ἔτι τρίγλην οὐδὲ τρυγόνος οὐδὲ δεινοῦ φυὴν μελανούρου . Ναυσικράτης δ ' ὁ κωμῳδιοποιὸς ἐπαινεῖ τὰς Αἰξωνικὰς | ||
| ἐσθίειν ἔτι τρίγλην , οὐδὲ τρυγόνος , οὐδὲ δεινοῦ φυὴν μελανούρου . Οὐ σῖτον ἄρασθ ' , οὐχ ὕπνου λαχεῖν |
| ἑψήϲει , ἐπιτηδειότατον ἔϲται πρὸϲ τοὺϲ ἐν ϲπληνὶ καὶ ἥπατι ϲκίρρουϲ . εἰ δὲ καὶ θύμον καὶ γλήχωνα ἢ ἀψίνθιον | ||
| τῶν ἄρθρων καὶ τὰ πλέον τοῦ μέτρου κεχαλαϲμένα καὶ πρὸϲ ϲκίρρουϲ , μάλιϲτα τοῦ ϲπληνὸϲ καὶ τοῦ ἥπατοϲ . προϲλαβὸν |
| . . . οὐγγ . δʹ ὕδωρ ὄμβριον . θαυμαστῶς ἀποκρούει καὶ λεπτύνει φλεγμονάς . Καδμίας . . . . | ||
| . . οὐγγ . ιβʹ ὕδωρ ὄμβριον . πάνυ καλῶς ἀποκρούει καὶ παρηγορεῖ παχυτέρα ἡ χρῖσις . εἰρηκότες ἤδη , |
| Διονυσίων . τοῦτο αἱματοδεκτικὸν ἀγγεῖον , ὃ εἶπεν ὁ ποιητὴς ἄμνιον . τοῦτο ἅμα εἰπὼν ἐκχέει τὸν οἶνον ὁ κηδεστὴς | ||
| χρεία δ ' οὐ σμικρὰ καὶ ἥδε τοῦ κατὰ τὸν ἄμνιον ὑγροῦ : κουφίζει γὰρ καὶ ἀνέχει καθάπερ ἐννῆχον ἑαυτῷ |
| μύρτων μελάνων ἀνὰ ⋖ δʹ ᾠοῦ ὀπτοῦ τὸ ἥμισυ τοῦ πυῤῥοῦ : δίδου ἑνώσας ⋖ αʹ μετὰ γλυκέος . Πολλοῦ | ||
| ἐξαίρετον τὸ μίγμα , ὡς εἶναι δύο χρωμάτων τοῦ τε πυῤῥοῦ καὶ τοῦ ἐρυθροῦ , ὅθεν καὶ στίλβον αὐτὸ κέκληκεν |
| φασὶ δὲ οἱ ἀστρολόγοι , εἴ ποτε παραρρυείη τι τῶν ταινιῶν ἡ τοῦ ἡλίου φορά , τέρας εἶναι τότε τὸ | ||
| ἔπειτα οὐκ ἀνέδησα . καὶ ἅμ ' αὐτὸν λαβόντα τῶν ταινιῶν ἀναδεῖν τὸν Σωκράτη καὶ κατακλίνεσθαι . Ἐπειδὴ δὲ κατεκλίνη |
| ἐπικαλούμενος Ἴαμβος ἐν τῷ περὶ διαλέκτων γράφει : ἀκήκοα ἁλίεως Ἐρετρικοῦ τὸν ἱερὸν ἰχθῦν καὶ ἄλλων πολλῶν ἁλιέων καλούντων τὸν | ||
| τῶν ἑπτὰ δὲ τοὺς πλείστους Περσαῖός φησι Πασιφῶντος εἶναι τοῦ Ἐρετρικοῦ , εἰς τοὺς Αἰσχίνου δὲ κατατάξαι . ̈ . |
| τῆς θαλάσσης ἱκανῶς ψύχει καὶ ξηραίνει καὶ στύφει μετρίως . Χαλβάνη μαλακτικῆς τε καὶ διαφορητικῆς ὑπάρχει δυνάμεως , ξηραίνουσα μὲν | ||
| δευτέραν ἀπόϲταϲιν . ἔχει δέ τι καὶ ϲτῦφον μετρίωϲ . Χαλβάνη ὀπόϲ ἐϲτι ναρθηκώδουϲ φυτοῦ , μαλακτικῆϲ καὶ διαφορητικῆϲ οὖϲα |
| ποταμῶν τὰ πράγματ ' εἶναί μοι δοκεῖ . οὐκ ἔϲτιν οὐδεὶϲ ἀποδεδειγμένοϲ τόποϲ , ὃϲ ἢ πονηροὺϲ πάνταϲ ἢ χρηϲτοὺϲ | ||
| ὡϲ χνοώδηϲ γενέϲθαι καταϲτέλλει τὰ ὑπερϲαρκοῦντα . χρῆται μὲν οὖν οὐδεὶϲ αὐτῷ καθ ' αὑτόν . ἐγὼ δὲ ἐφ ' |
| δεινοί . φοβεροὶ γάρ εἰσι τοῖς ὁρῶσι . τὸ δὲ ἁλμυρώδεες , οὐ φαίνεται ἐν βιβλίοις , εἰ μήπω εἴπωμεν | ||
| εὐθέως καὶ διὰ παντὸς βληχροὶ , ξηροὶ , οἱ δὲ ἁλμυρώδεες , οἱ δὲ πεμφιγώδεες ἰδεῖν δεινοὶ , οἱ δὲ |
| δηλοῖ ἐν παντὶ βίῳ . Σπλὴν ἁλλόμενος ἀρρωστίαν δηλοῖ . Ἧπαρ ἁλλόμενον δυσθυμίαν σημαίνει Ἰσχίου δὲ τὸ δεξιὸν μέρος ἁλλόμενον | ||
| ἢ ἀνὰ ϲάρκα τὸ πάθοϲ τελευτᾷ . Περὶ ἥπατοϲ . Ἧπαρ ϲπληνὶ ἐϲ γένεϲιν μὲν ἰϲόρροπον : δεξιὰ γὰρ ἠδὲ |
| , ῥάβδους τετραγώνους καὶ ὑπολεύκους ἔχων , φύλλα δὲ μηλέᾳ κυδωνίᾳ ἐοικότα , ἐπιμηκέστερα δὲ καὶ μικρότερα καὶ τραχέα λεληθότως | ||
| , ἀκάνθας ἀγκιστροειδεῖς ἔχων ὡς βάτος , φύλλα δὲ στρογγύλα κυδωνίᾳ ὅμοια , καρπὸν δ ' οἷον ἐλαίας , ὃς |
| τὴν μὲν πλήρη , τὴν δὲ μαλακὴν καὶ ῥυσήν . Ὄρχις ἕτερος , ὃν σεραπιάδα ἔνιοι ἐκάλεσαν : τὰ δὲ | ||
| ψυχρᾶς καὶ ξηρᾶς ἐστι κράσεως κατὰ τὴν πρώτην τάξιν . Ὄρχις , οἱ δὲ κυνὸς ὄρχις : ταύτης ἡ ῥίζα |
| λοπάδα νεανικήν τὸ τρῖμμ ' ἐπιπολῆς εὐρύθμως διειμένον ὄξει , σιραίῳ χρωματίσας καὶ σιλφίῳ πυκνῷ πατάξας . Σηπίας τόσας δραχμῆς | ||
| σφοδρῶν τι φαρμάκων , οἷόν ἐστι τὸ Ἄνδρωνος , ἀνιέντες σιραίῳ ἄχρι γλοιώδους συστάσεως . παυσαμένης δὲ τῆς φλογώσεως , |
| ἧστό τε καὶ τὸν ἔτερπε λόγοις : ἔδει γὰρ τῷ ὀδυνωμένῳ παραμυθίας . τὸν δὲ Μαχάονα τρωθέντα οὐ μεγάλην οὐδὲ | ||
| μιγνὺς τετηκότα κηρὸν προσάγων πολλάκις ἐχρησάμην ἐπὶ γόνατι κατὰ ψῦξιν ὀδυνωμένῳ καὶ ἐπ ' ἄλλων μορίων , καὶ ἀνώδυνοι ταχέως |
| ἀνέμῳ διαλέγει ἄλλη συνωρίς ἁμαξιαῖα χρήματα ἀμήρυτοι λόγοι ἀνασπᾶν γνωμίδιον ἀνδρόγυνον ἄθυρμα ἀνέμους γεωργεῖν ἄνθρωπος φιλοπραγματίας ἀνωφρυασμένος ἄνθρωπος ἄπλυτον πώγωνα | ||
| . εἰ δὲ ὀξὺ καὶ μαλακὸν καὶ εὐκαμπὲς φθέγγοιτο , ἀνδρόγυνον ἐπισημαίνει εἶναι τὸν τοιοῦτον . ὅσοι δὲ κοῖλον καὶ |
| , νάρδου στάχυς πινομένη καὶ ἔξωθεν ἐπιτιθεμένη , ἶρις , πιστακίου ὁ καρπός , πράσιον , ἀμύγδαλα . δρακοντίου ἡ | ||
| παλαιὰ , ἀλλὰ προβραχέντα καὶ λεπισθέντα . Ἐγχωρεῖ δὲ καὶ πιστακίου μεταλαμβάνειν : ἄμεινον μὲν χλωροῦ : εἰ δὲ μὴ |
| εἰς ἔριν προκαλουμένων . Κακοῦ κόρακος κακὸν ᾠόν : ὅτι ἄβρωτόν ἐστι αὐτὸ τὸ ζῷον , ἀλλὰ δὴ καὶ τὸ | ||
| . Ἰσότης φιλότης . Κακοῦ κόρακος κακὸν ᾠόν : ὅτι ἄβρωτόν ἐστιν αὐτὸ τὸ ζῷον , ἀλλὰ δὴ καὶ τὸ |
| δὲ ὑπὸ τοῦ γου καὶ τοῦ αου τῶν τριῶν εἶναι επλ . . Ἐπεὶ οὖν ὁ ὑπὸ δύο ὁποιωνοῦν πρὸς | ||
| Μο κε . καὶ μένει ὁ μείζων τοῦ ἐλάσσονος ὢν επλ . , ἡ δὲ ὑπεροχὴ γίνεται Μο κ . |
| εἰϲιν μυελοί τε ϲύμπαντεϲ καὶ μᾶλλον ὁ ἐλάφειόϲ τε καὶ μόϲχειοϲ , ϲτεάτων δὲ τό τε λεόντειον καὶ τὸ τῆϲ | ||
| πτύελον Ἰταλικόν . ἀντὶ μυελοῦ ἐλαφείου ϲτέαρ ἐλάφου ἢ μυελὸϲ μόϲχειοϲ . ἀντὶ μηλοκυδωνίων μελίλωτα . ἀντὶ μίϲυοϲ Κυπρίου ὤχρα |
| ἐν οἴνῳ καὶ διακλύζεσθαι . Ἢ χηνὸς ἔλαιον καὶ ῥητίνην τῆξαι , καὶ κλύσαι . Ἢ βούτυρον καὶ κέδρινον ἔλαιον | ||
| τοῦ τῶν κωδυῶν ἀφεψήματος . κηροῦ δὲ Τυρρηνικοῦ ⋖ β τῆξαι δεῖ σὺν ἴσῳ ῥοδίνῳ καὶ καταχέαι τῶν ἐν τῇ |
| καὶ ἀμαρυγάς : σημαίνει τὰς τῶν ὀφθαλμῶν ἐκλάμψεις : Ἡσίοδος Γυναικῶν καταλόγῳ : Χαρίτων ἀμαρύγματ ' ἔχουσα . σημαίνει δὲ | ||
| . Ἐνταῦθα κεῖνται αἱ τῶν Ἀραβιτῶν κῶμαι . Ἀπὸ δὲ Γυναικῶν λιμένος εἰς Κοίαμβα στάδιοι υʹ . [ Ἀπὸ δὲ |
| : μονόσι . κόχλων : φερεοίκων . Βῶν : γράφεται βωκῶν : βώξ . Πάνθηρας : τ ' οὖν . | ||
| μεγάλοι καὶ οἱ μικροὶ , ἢ τὰ δύο γένη τῶν βωκῶν , ἤγουν οἱ μεγάλοι καὶ οἱ μικροὶ βάτραχοι . |
| ἑκάστας ἐξέχει . Αἰσχύλος κόγχοι , μύες , ὄστρεα . Ἱκέσιος δέ φησι τῶν χημῶν τὰς μὲν τραχείας λέγεσθαι , | ||
| ἀλλήλοις φίλους , ἐχθρὸν δὲ ἢ πολέμιον μηδένα μηδενός , Ἱκέσιος δὲ ὡς ἂν ἐπήκοός τε καὶ ἵλεως τοῖς δεομένοις |
| , τὰ μὲν αὐταρκέστερα αὐτοῖς ἧττον ἐνοχλεῖ τὰ ἄλλα καὶ ἀλυπότερα τοῖς ἄλλοις , τὰ δὲ βαρύτερα καὶ γεωδέστερα , | ||
| ἐσθιόμενα μετὰ μέλιτος . τὰ δὲ πλατέα φυσωδέστερά ἐστιν , ἀλυπότερα δὲ τὰ ἑφθὰ τῶν ὠμῶν καὶ πεφρυγμένων , τὰ |
| τὰ δυσίατα καὶ τὰ νομώδη καὶ πρὸς νεῦρα διακεκομμένα καὶ θλάσματα καὶ σηπεδόνας καὶ ἀποσκήμματα καὶ χείμεθλα καὶ ἄνθρακας καὶ | ||
| κόστος , βδέλλιον σὺν ὀξυμέλιτι πινόμενον . Πρὸς στρέμματα καὶ θλάσματα ποιεῖ ἔρια οἰσυπηρά , σπόγγος , ὀξελαίῳ βρεχόμενα καὶ |
| καὶ τόδε ἔϲτω φάρμακον , λιγυϲτικοῦ κόμην , γλήχωνα , ἡδύοϲμον , ἁλῶν βραχύ , ὄξοϲ ἢ μέλι . ἢν | ||
| μὴ ϲφόδρα δὲ τῶν πυρετῶν ἐνοχλούντων μικτέον τοῖϲ μυξαρίοιϲ τὸ ἡδύοϲμον καὶ δοτέον , ἐν ἀπυρεξίᾳ δὲ καὶ τὰ δραϲτικώτερα |