σάρκα δ ' ἐμὰν ἔλεος ἔλεος ἔμολε ματέρος δειλαίας . δίδυμα τέκεα πότερος ἄρα πότερον αἱμάξει ἰώ μοι πόνων ,
τὸ ἓν εἴρηται . Ὅτι δὲ ἀφ ' ἑνὸς λαγνεύματος δίδυμα γίνεται ἱστόριον τόδε ἐστὶ , κύων καὶ ὗς καὶ
7204468 τριδυμα
, τότε γίνεσθαι τὰς ἐπισυλλήψεις καὶ τὰ δίδυμα καὶ τὰ τρίδυμα . Ἐμπεδοκλῆς ὁμοιότητας γίνεσθαι κατ ' ἐπικράτειαν τῶν σπερματικῶν
πλὴν οὐκ ὀρθῶς ἀπεφήνατο . πῶς γὰρ ἦν δίδυμα ἢ τρίδυμα γεννᾶν τὴν γυναῖκα ; | ἀμόργης : ὡς ἐπίπαν
6140266 διπλα
τείχεσιν ἐπὶ σταδίους ἑκατὸν ἑξήκοντα . ᾠκοδόμησε δὲ καὶ βασίλεια διπλᾶ παρ ' αὐτὸν τὸν ποταμὸν ἐξ ἑκατέρου μέρους τῆς
ἄκρων τῶν χειλῶν συριγμὸν προϊέντα στενὸν τραχύτερα , ὡς τὰ διπλᾶ καὶ τὸ ἰδιάζον , τὰ δὲ λοιπὰ εὐφωνότερα .
5870811 διμοιρα
ταῦτα ἐμέσασα . . γίνωσκε γάρ , ὅτι ὅσα εἶπον δίμοιρά εἰσιν , ἃ ὑπέμειναν κατὰ ἀντισήκωσιν καὶ ἀντιστάθμησιν δὶς
ταῦτα ἐμέσασα . . γίνωσκε γάρ , ὅτι ὅσα εἶπον δίμοιρά εἰσιν , ἃ ὑπέμειναν κατὰ ἀντισήκωσιν καὶ ἀντιστάθμησιν δὶς
5838376 αὐτοφονα
] ἐν διπλῇ . ἀνόρεα ] ἀνδρείᾳ . κάκ ' αὐτοφόνα : ἀλληλοκτόνοι γὰρ ἐγένοντο . αὐτοφόνα ] αὐτόχειρα .
διπλαῖ μέριμναι , διδύμα δ ' ἀνορέα : κάκ ' αὐτοφόνα δίμοιρα τέλεα τάδε πάθη . τί φῶ ; τί
5819093 μεμιγμενα
καθαρὰν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον . ὥσπερ γὰρ ὄξος καὶ οἶνος μεμιγμένα ἐπὶ τὸ αὐτὸ τὴν αὐτὴν ἡδονὴν οὐκ ἔχουσιν ,
ὅτι δὲ ὑγιεινῶν καὶ νοσερῶν φάρμακα , πολλὰ μὲν ἐσθλὰ μεμιγμένα , πολλὰ δὲ λυγρά , σημαίνει τούτων ἑκάτερον .
5794030 Ῥαχηλ
' ἣν συμβαίνει τὰ πρεσβύτερα καὶ ἡγεμονεύοντα ἀγαθὰ καρποῦσθαι , Ῥαχὴλ δέ , καθ ' ἣν τὰ ὡς ἂν ἐκ
ὁρᾷς ὅτι καὶ τῇ ἐπὶ τῶν εἰδώλων καθεζομένῃ αἰσθήσει τῇ Ῥαχὴλ νομιζούσῃ ἐκ τοῦ νοῦ τὰ κινήματα εἶναι ἐπιπλήττει ὁ
5586335 γονιμα
ὅσα ἔχει καθάπερ ἠλακάτην ἐκ μέσου ἀνέχουσαν , ταῦτά ἐστι γόνιμα : ὅσα δὲ μὴ , ἄγονα . ἐκ τούτων
ἐστὶν κατὰ τὸ δίκαιον , ὅταν ᾖ τὰ μὲν καρπῶν γόνιμα τὰ δὲ μὴ τοιαῦτα , ἢ φερομένων τῶν πνευμάτων
5534533 ζηλοτυπος
γενέσθαι . τοῦτο αἰσθόμενος ὁ πατήρ , ἄγριός τις καὶ ζηλότυπος γέρων , ἠγανάκτησε καὶ ὑπό τινος μεμοιχεῦσθαι οἰηθεὶς αὐτὴν
εἴτε κατὰ τέλος τὴν αὐτὴν φυλάττει γραφήν : οἷον , ζηλότυπος : ζηλωτής : τοῦτο οὐ σύνθετον ἀλλὰ παράγωγον :
5533224 Εἰδη
ζητεῖται , εἰ τὸν τρισαριστέα φονεύειν ἐχρῆν ἢ μή . Εἴδη δὲ τῆς ἀντιλήψεώς ἐστι τέσσαρα : ἡ μὲν γάρ
δοκεῖ , ἀλλ ' ἐφ ' ὃ βούλονται μετάγουσιν . Εἴδη δὲ ἡ ἀντίστασις οὐκ ἐπιδέχεται , διότι οὐδὲ τὰ
5521784 τεκεα
αἱμάτων δ ' ἀμείβει μυσαρὸν εἰς ἀγῶνα , καταβαλὼν ἀραῖσι τέκεα μέλεος . ἀγάμεθ ' ἀγάμεθ ' , ὃς ἐπὶ
ὕπνον ἄυπνον ὀλόμενον ὃς ἔκανεν ἄλοχον , ἔκανε δὲ ψαλμῶι τέκεα τοξήρει . στέναζέ νυν στενάζω . τέκνων ὄλεθρον ὤμοι
5502695 ἀλαστα
ἀνθρώποις λαθεῖν δυνάμενον . καὶ δαίμων τις καλεῖται ἐπεξιὼν τοὺς ἄλαστα εἰργασμένους καὶ αὐτὸς ὁ πράξας τι τοιοῦτον , μάλιστα
ἐς Κρότωνα , ἐνθάδε εἰρηνεῖς . οἱ δὲ Αἰακέος παῖδες ἄλαστα κακὰ ἔρδουσι καὶ Μιλησίους οὐκ ἐπιλείπουσι αἰσυμνῆται . δεινὸς
5502411 ἀμαλδυνεται
εὐνοῦχοι διὰ ταῦτα οὐ λαγνεύουσιν , ὅτι σφέων ἡ δίοδος ἀμαλδύνεται τῆς γονῆς : ἔστι γὰρ δι ' αὐτῶν τῶν
τοῦ ἐλαίου . εἴρηται δὲ οὕτω καὶ ὁ ὀρός . ἀμαλδύνεται : ἀφανίζεται καὶ ἀμαυροῦται , ὡς ἐν βʹ Γυναικείων
5451286 συντροφα
αὐαίνονται , καθάπερ καὶ τῶν μὴ ὁμογενῶν τὰ ὁμοβλαστῆ καὶ σύντροφα γενόμενα ἀλλήλοις ὥσπερ ἐπὶ τῆς ἀναδενδράδος ἐλέχθη καὶ τῆς
: πᾶσα δ ' εὔμορφος γυνὴ ἐρῶσα φοιτᾷ τηγάνων τε σύντροφα τριβαλλοπανόθρεπτα μειρακύλλια , ὁμοῦ δὲ τευθὶς καὶ Φαληρικὴ κόρη
5444206 Λαχεσις
ἦν τὸ τῆς Στυγὸς ὕδωρ . . Εἰκότως εἶπε τὸ Λάχεσις , ἐπειδὴ περὶ κλήρου ἦν ὁ λόγος . τὸ
ἐκφύγοι τὴν πεπρωμένην . . . Μοῖραι ] Κλωθὼ , Λάχεσις καὶ Ἄτροπος . μνήμονες Ἐριννύες ] αἱ μνημονεύουσαι τῶν
5425973 διαβεβρωμενα
τε καὶ ἀναπληροῖ καὶ καθίϲτηϲι τὰ τετραχυϲμένα τε καὶ οἷον διαβεβρωμένα τῆϲ γλώττηϲ μόρια , ταῦτα μεθ ' ἡδονῆϲ ἐναργοῦϲ
ἐσθίοντα τὰ ξύλα : καὶ θριπήδεστατα τὰ ὑπὸ τῶν θριπῶν διαβεβρωμένα ξύλα οἷς καὶ ἀντὶ σφραγίδων ἐχρῶντο , ὅτι ἦν
5416670 ἐκφωνειται
, ναρκᾷς ναρκᾷ , διψᾷς διψᾷ : εἰ δὲ οὐκ ἐκφωνεῖται τὸ ι , οὐδὲ γὰρ λέγομεν βοαῖς καὶ ναρκαῖς
' ἐναντιότητα τῶν συμφώνων , ἃ σὺν τοῖς φωνήεσιν ἀεὶ ἐκφωνεῖται καὶ οὐδέποτε μόνα . ὁμιλητὰ καὶ νοούμενα . τοῖς
5404699 τετρασυλλαβος
κύων δισύλλαβον : τὸ δισύλλαβον τετρασύλλαβον : ὁ κύων ἄρα τετρασύλλαβος : οὐ γὰρ εἰ τὸ κύων δισύλλαβον , τὸ
ἰωνικὸς καὶ παίων ⌈ , ὥσπερ δὴ καὶ ἀνάπαιστος , τετρασύλλαβος , ἐπὶ τῷ τέλει τῆς μὲν στροφῆς παράγραφος ,
5401185 παρωνυμα
: τὸ Τίμων Τίμωνος : Σίμων Σίμωνος οὐ ῥηματικὰ ἀλλὰ παρώνυμα , διὸ καὶ διὰ τοῦ ι γράφει τὴν παραλήγουσαν
λέγω εἴργω πνίγω ἀμέλγω ἀλέγω ὀρέγω . πρόσκειται ” μὴ παρώνυμα ” διὰ τὸ τρύγη τρυγῶ , στύξ στυγῶ ,
5394979 ἀσυντακτα
παρόντα πολλὰ αὐτῶν ἐστιν ἀσύντακτα : ἃ δ ' ἂν ἀσύντακτα ᾖ , ἀνάγκη ταῦτα ἀεὶ πράγματα παρέχειν , ἕως
καὶ αἱ ψιλαί : αἱ δὲ ὑψηλαὶ καὶ αἱ ἀσύμμετροι ἀσύντακτα ἔχουσαι τὰ σώματα βαρέως διαφοιτῶσιν : αἱ ἄψυχοι δὲ
5359168 ὀδους
ἐῤῥίγωσε διὰ τοῦτο , οὐδὲ τὸ οὖρον ἔσχετο . Ὁ ὀδοὺς τοῦ Ἡγησιστρατίου , ᾧ τὸ ἀποπύημα παρ ' ὀφθαλμὸν
, ὡς αἶγές τε δηλοῦσι καὶ ποῖμναι καὶ βόες , ὀδοὺς δὲ λεῖος ἐκφύεται καὶ ἢν μὴ πηρώσῃ τι αὐτόν
5350085 στυγνα
ἀειρομένων ὑπὲρ ὤμων Ἠῶιον περὶ νῶτον ὀπίστεραι . ἑβδομάτη δὲ στυγνὰ κατηφιόωντι κελαινιόωσα χιτῶνι , ἐς δρόμον ἱπταμένη φυσίζοος ἔρχεται
ἄτλητος , Ἐνυαλίοιο λέλογχας , Κύπρι ; τίς ὁ ψεύστας στυγνὰ καθᾶψε μάτην ἔντεα ; σοὶ γὰρ Ἔρωτες ἐφίμεροι ἅ
5348692 ἀτμενος
Βοιωτοῖς διὰ Θηβαίων . θής , λάτρις , ἀμφίπολος καὶ ἄτμενος διαφέρουσιν . θὴς μὲν γὰρ ὁ ἐπὶ μισθῷ δουλεύων
. ἀμφίπολος δὲ κοινὸν ἄρρενος καὶ θηλείας ὄνομα δούλου . ἄτμενος δὲ οὐ μόνον ὁ δοῦλος , ἀλλὰ καὶ ὁ
5348425 σφωϊτερος
νωϊτέρα , τὸ νωΐτερον : ἀπὸ δὲ τοῦ σφῶϊ ὁ σφωΐτερος ἡ σφωϊτέρα τὸ σφωΐτερον : ἀπὸ δὲ τοῦ σφῶε
ἐκτὸς ἑνικαί ] ? , νωΐτερος ? ? , [ σφωΐτερος , νωϊτέρα , σφωϊτέρα , νωΐτερον , ] [
5339551 εὐκινητα
εἰρημένα καὶ τὰ Εὐδόξῳ περί τινων τοιούτων ἠπορημένα ἔστω λίαν εὐκίνητα : τὰ δέ γε εἴδη τῆς οὐσίας αἴτια ὄντα
, οὐδὲ εὐμετάβολον . διαθέσεις δὲ λέγονται , ἅ ἐστιν εὐκίνητα καὶ ταχὺ μεταβάλλοντα , οἷον θερμότης καὶ κατάψυξις ,
5322847 παθητα
αἰθέρα ἀπαθῆ , πέμπτον τι σῶμα , μεθ ' ὃν παθητὰ πῦρ ἀέρα ὕδωρ , τελευταίαν δὲ γῆν . Ἐμπεδοκλῆς
οἷά ἐστιν ὁρᾷς , ἄδεκτα τούτου τοῦ ἀγαθοῦ , φθαρτὰ παθητὰ διαλυτὰ τρεπτά , ἀεὶ ἐναλλοιούμενα , ἄλλα ἐξ ἄλλων
5314531 εὐνιδος
: κοὐ τὸ σὸν μὲν εὖ παρὰ δίκην ἔσται κακίστης εὔνιδος τιμωρίαι , ἐμὲ δὲ συντήξουσι νύκτες ἡμέραι τε δακρύοις
δος κλίνεται , γύννις γύννιδος ἀπὸ τοῦ γυνή , εὖνις εὔνιδος , λάτρις λάτριος ἀντὶ τοῦ λάτριδος . Καὶ αὕτη
5282820 νηπια
, τὸ πρίν : ἀτὰρ μὲν νῦν γε πάϊς ὣς νήπια βάζεις . ἦ μὲν δὴ νῶϊ ξεινήϊα πολλὰ φαγόντες
μιν αὐτὴν ῥύσκευ , ἔχες δ ' ἀλόχους κεδνὰς καὶ νήπια τέκνα , αἳ δή τοι τάχα νηυσὶν ὀχήσονται γλαφυρῇσι
5263833 γαιαι
: οὐχ ὅμοια τῶν δύω γαιῶν . αἱ γὰρ διάφοροι γαῖαι διάφορα τῶν ἑρπετῶν ἐκβάλλουσιν . * ὀλίζονα : μικρά
: οὐχ ὅμοια τῶν δύω γαιῶν . αἱ γὰρ διάφοροι γαῖαι διάφορα τῶν ἑρπετῶν ἐκβάλλουσιν . * ὀλίζονα : μικρά
5262831 ἀμεταβολα
ν , ρ , σ , διπλᾶ τε ὄντα καὶ ἀμετάβολα . Οὐδέποτε τὰ ἁπλᾶ σύμφωνα μετὰ τῶν διπλῶν συμφώνων
δὲ λακπάτητον σημαίνει τὸν ἀπὸ λακτίσματος τόπον πατούμενον . Τὰ ἀμετάβολα πρὸ τῶν ἀφώνων ἐν διαστάσει εἰσὶν , οἷον ἕρπω
5260548 Ἰωνικα
γενικὴν διὰ τοῦ δος κλινομένην , δηλονότι οὐ δύνανται λέγεσθαι Ἰωνικά : ἄλλως τε δὲ τὰ Ἰωνικὰ οὐδέποτε ἐκφέρονται διὰ
κίων καὶ ἡ Μαραθών . οὐ πάντα δὲ τὰ τοιαῦτα Ἰωνικά εἰσιν : ἐπεὶ καὶ οἱ Ἀττικοὶ πολλὰ τῶν ὀνομάτων
5256616 Χαλαστραιος
καὶ πόλις . . . ὡς ἀπὸ . . . Χαλαστραῖος . × . καὶ Καναστραῖος : γρ . καὶ
. ὁ πολίτης Χαλαστραῖος . Λυκόφρων ” Θεσπρωτὸς ἄμφω καὶ Χαλαστραῖος λέων „ . ἔστι δὲ καὶ πόλις ὡς ἀπὸ
5255405 ἐπλαγχθη
ἐτύφλωσε τῇ χειρὶ τῇ καὶ τὸν πατέρα Λάϊον φονευσάσῃ : ἐπλάγχθη δὲ καὶ ἐχωρίσθη τῶν τέκνων τῶν κρειττόνων τῶν ὀφθαλμῶν
οἳ κρείσσονες τῶν ὀφθαλμῶν ἦσαν . ὀμμάτων ] ὀφθαλμῶν . ἐπλάγχθη ] ἀπεπλανήθη , ἐστερήθη . ἐπλάγχθη ] ἐχωρίσθη .
5255273 βαρυνονται
ὀδούς , ταῦτα γὰρ ὀξύνονται : εἰ δὲ ὦσι σύνθετα βαρύνονται , οἷον εὔπλους εὔχρους εὔνους σύννους Ἀλκίνους Οἰδίπους :
εἰς ΩΝ σύνθετα ἀπὸ ἁπλῶν , συντεθειμένα ῥητὰ ἀπὸ βαρυτόνων βαρύνονται : Ἀνακρέων Χα - μαιλέων . τὰ δὲ ἀπὸ
5247894 βοαω
ο ἐπὶ τῆς δευτέρας συζυγίας τῶν περισπωμένων κατὰ ποιητάς : βοάω βοόω , κομάω κομῶ κομόω , ἀντιῶ ἀντιόω :
δὲ δευτέρα ἀπὸ τῶν διὰ τοῦ αω ῥημάτων γίνεται , βοάω , ναρκάω , διψάω , καὶ διὰ τοῦτο τὴν
5244195 θεραπαινα
] ἡ ⌈ κατ ' οἶκον διάκονος , ⌈ ἡ θεράπαινα . οἱ δὲ ὄνομα . ἡ σηκὶς : σηκίδα
οἷς ἐλελοίπει τὸ γνῶμα . ἄβρα : οὔτε ἁπλῶς ἡ θεράπαινα ἄβρα λέγεται οὔτε ἡ εὔμορφος , ἀλλ ' ἡ
5231168 ἐπῳδικα
γὰρ κατὰ σχέσιν τὰ μέν ἐστι μονοστροφικά , τὰ δὲ ἐπῳδικά , τὰ δὲ κατὰ περικοπὴν ἀνομοιομερῆ , τὰ δὲ
δὲ κατὰ σχέσιν τὰ μέν ἐστι μονοστροφικά , τὰ δὲ ἐπῳδικά , τὰ δὲ κατὰ περικοπὴν ἀνομοιομερῆ , τὰ δὲ
5230538 Ἰοκαστης
τὴν Δίρκην , περιφραστικῶς δὲ τὰς Θήβας , τὴν τῆς Ἰοκάστης πατρίδα . ἕτεροι δὲ ὡς ἓν ἀναγινώσκοντές φασιν οὕτως
εἰς γάμον . . αἱ φιλιώσεις τοῦ Οἰδίποδος καὶ τῆς Ἰοκάστης . . τὸ γὰρ διὰ πολέμου καὶ μάχης αὐτοὺς
5224801 Σαρρα
, καὶ εὗρεν αὐτοὺς περιπλακομένους καὶ κλαίοντας : καὶ εἶπεν Σάρρα μετὰ κλαυθμοῦ : Κύριέ μου Ἁβραὰμ , τί ἐστιν
‖ αὔξησις , καὶ τέταρτον ‖ τελείωσις . ‖ ‖ Σάρρα [ δὲ ] ἡ γυνὴ Ἀβραὰμ οὐκ ἔτικτεν [
5210385 τεκανον
ἐπιτήδεια . . . ἢ ὥσπερ ἀπὸ τοῦ τέκω γίνεται τέκανον καὶ κατὰ συγκοπὴν τέκνον , οὕτως καὶ παρὰ τὸ
ἄπτερος : πολύπτερος : ἐξάπτερος . Ἀπὸ τοῦ τέκω , τέκανον , ὡς λείψω , λείψανον : πήσσω , πήγανον
5208021 συγκρινεται
' ὧν καὶ τὰ κακοῦντα τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν τῶν ἑρπετῶν συγκρίνεται : περὶ δὲ ποταμοὺς ἢ καὶ θαλάσσας κοινῶς μὲν
χωρίζηται , τότε τὰ τέως τῶν στοιχείων μόρια ἀνακεκραμένα ἀλλήλοις συγκρίνεται καὶ συνάγεται εἰς ταὐτόν , τὰ μόρια τὰ τοῦ
5199708 φιλανδρος
γυναικῶν : ἀντὶ τοῦ τῶν φιλάνδρων , οἷον : εἴπερ φίλανδρός ἐστι , πάντα σοι πεισθήσεται ἡ Γλαύκη : ἃ
γυναικῶν : ἀντὶ τοῦ τῶν φιλάνδρων , οἷον : εἴπερ φίλανδρός ἐστι , πάντα σοι πεισθήσεται ἡ Γλαύκη : ἃ
5190925 ἐνδυματα
μεγάλων πέρι ; . Λάχεσι μὲν λέγουσι τὰ γεγονότα . ἐνδύματα ἀμόργινα . ἔστι δὲ ἄμοργις καὶ ἡ τοῦ ἐλαίου
παρθενίων ὑγρὰ λάφυρα πόθων , σάνδαλα καὶ μαλακαί , μαστῶν ἐνδύματα , μίτραι , ὕπνου καὶ σκυλμῶν τῶν τότε μαρτύρια
5186711 λοχεια
μέρος ὀλίγον πάνυ . ἀποροῦσι δέ τινες διὰ τί ἡ λοχεία κάθαρσις ἐπὶ μὲν ἀῤῥένων ἄχρι τριάκοντα ἡμερῶν φαίνεται ,
ἅπαν ἐπεφθέγγετο ” Ἔξω Ἐπικουρείους . “ εἶτα Λητοῦς ἐγίγνετο λοχεία καὶ Ἀπόλλωνος γοναὶ καὶ Κορωνίδος γάμος καὶ Ἀσκληπιὸς ἐτίκτετο
5177528 νωϊτερος
, σά , ἅ . ἐντὸς δυϊκαὶ ἐκτὸς ἑνικαί , νωΐτερος , σφωΐτερος καὶ θηλυκῶς νωϊτέρα , σφωϊτέρα καὶ οὐθετέρως
, καὶ τὴν ὑπὲρ αὐτὴν φύσει μακράν : οἷον , νωΐτερος : σφωΐτερος : ἡμέτερος : ὑμέτερος : τὸ σφέτερος
5175802 παραγωγα
ἀλεείνω : ἐλεείνω : τὸ ὀρίνω : ὠδίνω , οὐ παράγωγα , διὸ καὶ διὰ τοῦ ι γράφονται . Καθόλου
, σοφώς : καλὸς , καλῶς . Τὰ εἰς χως παράγωγα ἐπιῤῥήματα ἐπὶ ποσότητος ταττόμενα διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφονται
5169235 φυσιζωος
φύσει βραχέα εἰς φύσει μακρὰ ἀντίστοιχα μεταστῇ , οἷον φυσίζοος φυσίζωος , λαοσσόος * λαοσσῶος , τιθέμενος τιθήμενος , Διόνυσος
ἐν τῇ Δ Ἰλιάδος . τῶν πεποιημένων ἡ λέξις . φυσίζωος ἡ τὰ πρὸς τὸ ζῆν φύουσα . φυταλίη κῆπος
5163345 χαροπα
, μᾶλλον δὲ τὰ ὕπωχρα , ἐφεξῆς δὲ τούτοις τὰ χαροπά . τὰ δέ γε λευκὰ καὶ οἷον ὑδατώδη ,
χωροῦντα τοῦ χρώματος , ὠχρὰ καὶ ὕπωχρα ἂν εἴη , χαροπά τε καὶ λευκά , οἷον τὰ ὑδατώδη καὶ γαλακτώδη
5142127 Οἰβαλου
Αἰόλου , Κυνόρτου δὲ Περιήρην , τοῦ δὲ Οἴβαλον , Οἰβάλου δὲ καὶ νηίδος νύμφης Βατείας Τυνδάρεων Ἱπποκόωντα Ἰκάριον .
Λακεδαιμόνιοι ἱδρύσαντο Ἀγαμέμνονος Διὸς ἱερὸν εἰς τιμὴν τοῦ ἥρωος . Οἰβάλου δὲ αὐτοὺς εἶπε τέκνα ὡς καὶ Ἡσίοδος χαίρετε Λυγκῆος
5133296 φυγγανω
πέπρωται , μυρίαις δὲ πημοναῖς δύαις τε καμφθεὶς ὧδε δεσμὰ φυγγάνω : τέχνη δ ' ἀνάγκης ἀσθενεστέρα μακρῷ . τίς
, μυρίαις δὲ πημοναῖς ˈ δύαις τε καμφθεὶς ὧδε δεσμὰ φυγγάνω . ] . . . ἐν γὰρ τῶι ἑξῆς
5132728 Ἰοκαστην
, ὅτι τικτόμενος παῖς ἀπ ' αὐτοῦ ἀναιρεῖ αὐτὸν , Ἰοκάστην γήμας , γεννᾷ Οἰδίποδα , καὶ τοῦτον ἐκτίθησι Σικυῶνι
Φοινίσσαις Εὐριπίδου . Ἐβασίλευσεν ὁ Λάιος ἐν Θήβαις ἔχων γυναῖκα Ἰοκάστην . μὴ ποιῶν δὲ παῖδα ἠρώτησεν Ἀπόλλωνα . ὁ
5132289 διψυχοι
οἱ γὰρ διστάζοντες εἰς τὸν θεόν , οὗτοί εἰσιν οἱ δίψυχοι , καὶ οὐδὲν ὅλως ἐπιτυγχάνουσι τῶν αἰτημάτων αὐτῶν .
αὗται αἱ βοτάναι ἥλιον ἰδοῦσαι ἐξηράνθησαν , οὕτω καὶ οἱ δίψυχοι , ὅταν θλῖψιν ἀκούσωσι , διὰ τὴν δειλίαν αὐτῶν
5131178 Ἀνθεμιδης
καὶ Δευκαλίδης , οὕτω καὶ παρὰ τὸ Ἀνθεμίωνος Ἀνθεμιωνίδης καὶ Ἀνθεμίδης . ἢ ἀπὸ τοῦ Ἄνθεμος Ἀνθεμίδης , Δεύκαλος Δευκαλίδης
τὸ Ἀνθεμίωνος Ἀνθεμιωνίδης καὶ Ἀνθεμίδης . ἢ ἀπὸ τοῦ Ἄνθεμος Ἀνθεμίδης , Δεύκαλος Δευκαλίδης , ὡς Κρόνος Κρονίδης . οὕτως
5120450 Βελτιω
, καὶ ἐκάλλυνε τὰ βασίλεια , καὶ ἦν ἐπιμελής . Βελτίω οὖν αὐτῷ στολὴν ὁ ἐπιστάτης δίδωσι , καὶ ἐκ
ἀμβλυώττοι καὶ παρορῴη ἢ οἷς ἄκων ; Οἷς ἑκών . Βελτίω ἄρα ἥγησαι τῶν σαυτοῦ τὰ ἑκουσίως πονηρὰ ἐργαζόμενα ἢ
5117284 μυγμος
τοῦ μυγμοῦ τὸ μύζειν παρήγαγεν . ἔοικε δὲ εἶναι ὁ μυγμὸς καὶ μωγμὸς ἀπήχημά τι τῶν ὑπνούντων . Ὁ μὲν
τοῦ μυγμοῦ τὸ μύζειν παρήγαγεν . ἔοικε δὲ εἶναι ὁ μυγμὸς καὶ μωγμὸς ἀπήχημά τι τῶν ὑπνούντων . Ὁ μὲν
5112864 Πλουτω
τὰς πηγὰς τὰς οὔσας ἐν τῷ κόσμῳ , ὧν καὶ Πλουτὼ καὶ Περσηῒς καὶ Μῆτις καὶ Ἀσία καὶ Στὺξ ὁμοῦ
τοὺς ναύτας ἐξ αὐτῆς , Κερκηὶς διὰ τὸ ἠχητικόν , Πλουτὼ διὰ τὸν ἐπιγινόμενον πλοῦτον , Περσηὶς διὰ τὸ ἀπὸ
5111355 συστελλομενα
συλλαβῆς , οἷον δεδεγμένος δέγμενος . Ἔκτασις δὲ ὅταν τὰ συστελλόμενα δίχρονα ἐκταθῇ , ὡς Ἄρες Ἆρες , ἢ ὄντα
καὶ τὰ προσπεφυκότα τῶν ζώων μόνης τῆς ἁφῆς κοινωνοῦντα ὁρᾶται συστελλόμενα καὶ διαχεόμενα , ὧν τὸ μὲν ἡδέος ἐστί ,
5110840 φθειρονται
δῆλον γάρ , ὡς τὰ χρόνῳ γεννώμενα καὶ ἐν χρόνῳ φθείρονται . . πεύθετο . ἔμαθε γάρ , φησί ,
οἱ ἄνθρωποι , καὶ οἱ ἐν τῇ χώρᾳ καρποὶ οὐδέποτε φθείρονται : ῥόδα μὲν γὰρ αὐτόθι καὶ λευκόια καὶ ἀσπάραγοι
5109514 δισσω
. κείνωι γὰρ ἡ Διὸς κόρη φρουρὼ παραζεύξασα φύλακε σώματος δισσὼ δράκοντε , παρθένοις Ἀγλαυρίσιν δίδωσι σώιζειν : ὅθεν Ἐρεχθείδαις
Οἰδίπου νεανίαι , ἔστησαν ἐλθόντ ' ἐς μέσον μεταίχμιον [ δισσὼ στρατηγὼ καὶ διπλὼ στρατηλάτα ] ὡς εἰς ἀγῶνα μονομάχου
5103476 Ζας
ὀξυτόνων . Πρόσκειται ἀνωτέρω ὑπὲρ μίαν συλλαβήν διὰ τὸ ὁ Ζάς καὶ ὁ Πράς : ταῦτα γὰρ ἀρσενικὰ μόνα εἰσὶν
περισπωμένων . Τῶν δὲ ὀξυτόνων εἰσὶ παραδείγματα ταῦτα , οἷον Ζάς Ζαντός , Πράς Πραντός , Φθάς Φθάντος : τοῦτο
5102505 ἐπιθετα
πρῶτον τὸν Κάλχαντα . ? Μολοσσοῦ καὶ Κυπέως καὶ Κοίτου ἐπίθετα Ἀπόλλωνος Μολοσσοῦ μέν , ὅτι ἐν Μολοσσίᾳ τιμᾶται ,
καὶ τοῦ ἐν τῇ συνηθείᾳ λεγομένου Καλοετής : ταῦτα γὰρ ἐπίθετα ἦσαν καὶ ὠξύνοντο , καὶ λοιπὸν γενόμενα κύρια τὴν
5090763 κογχος
ἄνθρωποι καλέονθ ' , ἁμὲς δὲ λεύκας τοὶ θεοί . κόγχος , ἃν τέλλιν καλέομες : ἐστὶ δ ' ἅδιστον
κογχύλιον καὶ τὸ κοχλιοκογχύλιον τὸ λιβυκόν : καὶ ὁ αἰγύπτιος κόγχος ὁ τῆς παραλίου , ὃς καλεῖται πίννα : καὶ
5079429 μηλωτη
μικρὸν [ ψωθία τὰ ὑποκάτω τοῦ [ ἄρτου ω ὤια μηλωτή [ ὤζοντεϲ [ ὤμιλλα [ νον [ ] !
Ω παραληγόμενα βαρύνεται : Κριθώτη Περκώτη Γεφυρώτη . τὸ μέντοι μηλωτή κηρωτή ὀξύνεται , καὶ τὸ οἰσπώτη . Τὰ εἰς
5071191 ἐκγονα
' ἔνι φροντίδος ἔγχος ᾧ τις ἀλέξεται : οὔτε γὰρ ἔκγονα κλυτᾶς χθονὸς αὔξεται οὔτε τόκοισιν ἰηίων καμάτων ἀνέχουσι γυναῖκες
δὲ τῆς τούτων ὁμιλίας τε καὶ τρίψεως πρὸς ἄλληλα γίγνεται ἔκγονα πλήθει μὲν ἄπειρα , δίδυμα δέ , τὸ μὲν
5068873 Αἰολικα
τῇ αι διφθόγγῳ παραλήγονται οἷον τὸ γέλαιμι καὶ τὰ λοιπὰ Αἰολικὰ ὄντα τῆς Λεσβίων ἔχονται διαλέκτου . εἶτα εἰπὼν ἡμαρτῆσθαι
δέγμενος : εἰ μὴ ἀνάπαλιν τὸ βλήμενος καὶ δέγμενός εἰσιν Αἰολικὰ συγκοπέντα κατὰ τὸ μέσον . Συστολὴ δέ ἐστιν ὅταν
5064109 δυϊκως
γενικῆς ἑνικῶς παρελαμβάνετο ἡ ἐμός , καὶ ἔτι νῶιν νωίτερος δυϊκῶς κατὰ τὸν κτήτορα , καὶ ἔτι πληθυντικῶς ἡμῶν ἡμέτερος
ἀναβαλοῦ τὴν ταφὴν αὐτῆς : ὡς τώδ ' ἀδελφώ : δυϊκῶς τοὺς ἀδελφούς : ὅπως τοὺς ἐμοὺς παῖδας εἰς μίαν
5059200 θουρας
Ὁπλοσμίας ἤτοι τῆς Ἥρας ηὐτρεπισμένον καὶ ἑτοιμασθέντα ταῖς σφαγαῖς . θουρὰς ἡ ὁρμητικὴ πόρνη λέγεται ἡ κατωφερὴς ἀπὸ τοῦ θουρᾶσθαι
φοιτάδος πλάνης τῶν κακῶν τε πημάτων , ὅταν ἡ θρασεῖα θουρὰς καὶ ὁρμητικὴ κύων ἤγουν ἡ γυνὴ Διομήδους Αἰγιάλεια οἰστρήσῃ
5057292 εὑδω
ἐν ταύτῃ , ἔξωθεν κλίνονται , μύω καμμύω ἐκάμμυον , εὕδω καθεύδω ἐκάθευδον : τὸ δὲ ἤθελον ἤμελλον καὶ τὰ
ἡ μυοκτόνος μήτηρ , ἀλλ ' ἡσυχάζω καὶ πρὸς ἑστίην εὕδω : σὺ δ ' ἄρτι πως ὠνητός , ὡς
5050178 κεδνα
θυμῷ . . εἰ μή τις γρῆυς ἔστι παλαιή , κεδνὰ ἰδυῖα , ἥ τις δὴ τέτληκε τόσα φρεσίν ,
στόμα ὄσσαν ἱεῖσαι μέλπονται , πάντων τε νόμους καὶ ἤθεα κεδνὰ ἀθανάτων κλείουσιν , ἐπήρατον ὄσσαν ἱεῖσαι . αἳ τότ
5044870 ἀρσενα
κηρύκων καὶ τῶν ἐχίνων , ταῦτα δὲ λέγεται μήτ ' ἄρσενα εἶναι , μήτε θήλεα . Νέμονται . γράφεται καὶ
ἐπιρραίνειν ἐστεμμένῳ ἀβλαβὲς ὕδωρ : Ζηνὶ δ ' ἐπιρρέξαι καθυπερτέρῳ ἄρσενα χοῖρον , δυσμενέων αἰεὶ καθυπέρτεροι ὡς τελέθοιτε . φῆ
5039551 θυγατριδους
ταύταις , καὶ ὅσοι Μουσῶν παῖδες ἐκλήθησαν ὑπὸ Ἑλλήνων , θυγατριδοῦς εἶναι σφᾶς Πιέρου : Μίμνερμος δέ , ἐλεγεῖα ἐς
παῖς ἱκέτης ἐς τὸν Πομπήιον , καὶ ταῦτα ὢν Μιθριδάτου θυγατριδοῦς . ἀλλὰ μέγα δικαιοσύνης καὶ πίστεως κλέος ἦν τοῦ
5036212 Ἱλαειρα
εἰσιν Ἄναξις καὶ Μνασίνους , σὺν δέ σφισιν αἱ μητέρες Ἱλάειρα καὶ Φοίβη , τέχνη μὲν Διποίνου καὶ Σκύλλιδος ,
ἀτασθαλίας [ . . . ἀνδροδάμα [ Φοίβη καὶ [ Ἱλάειρα ται ἀπολλ [ στροφε τον [ συλληπτικ [ θεῶν
5036042 θηλεα
, ἐξ ἀνάγκης ἐν ἀμφοτέροισιν ἄρσενα γεννᾶται : ὁκόταν δὲ θήλεα ἀπ ' ἀμφοτέρων , θήλεα γίνεται : ὁκόταν δὲ
ταῦτα πάντα προσερεῖ τὰ μὲν ἄρρενα ὑεῖς , τὰ δὲ θήλεα θυγατέρας , καὶ ἐκεῖνα ἐκεῖνον πατέρα , καὶ οὕτω
5036023 Ἀμυθαονα
τέκεν βασίλεια γυναικῶν , Αἴσονά τ ' ἠδὲ Φέρητ ' Ἀμυθάονά θ ' ἱππιοχάρμην . Ἄδματος καὶ Μέλαμπος : οὗτοι
τέκεν βασίλεια γυναικῶν , Αἴσονά τ ' ἠδὲ Φέρητ ' Ἀμυθάονά θ ' ἱππιοχάρμην . τὴν δὲ μέτ ' Ἀντιόπην
5035779 ἑψω
τῆς νυκτὸς λόγον . Πότερον ἐγώ τὴν βατίδα τεμάχη κατατεμὼν ἕψω ; τί φῄς ; ἢ Σικελικῶς ὀπτὴν ποιήσω ;
μέγας : ὤπτησα τὰ μέσα , τὴν δὲ λοιπὴν γρυμέαν ἕψω ποιήσας τρῖμμα συκαμίνινον . γλαύκου φέρω κεφάλαια παμμεγέθη δύο
5034762 τικτομενα
τὰ ἄλλα ζῶα , ἅπαξ ἡμερωθεὶς ἀγριοῦται . τὰ δὲ τικτόμενα ἐξ αὐτοῦ γίνεται ἐκείνῳ ἐοικότα . βιβάζειν δὲ χρὴ
τῶν ὀρνίθων τὸ ἕκτον μέρος ἔστωσαν ἀλεκτρυόνες . Τὰ δὲ τικτόμενα ὠὰ εὐθὺς ληπτέον , καὶ συνθετέον εἰς ἀγγεῖα μετὰ
5034534 ἐπιστητα
ἐπιστητὸν οὐχ ἑτέρα ἐστὶν ἑαυτῆς , διότι αὕτη κατὰ τὰ ἐπιστητὰ πάντα οὐσίωται . ἀλλὰ δὴ φαίνεται καὶ γινομένη πως
ἕξιν ἔχοντος ἤδη , ὥσπερ τοῦ ἐπιστήμονος ἡ περὶ τὰ ἐπιστητὰ ἐνέργεια καὶ ἐπιβολὴ οὐ κίνησις ἀλλ ' ἐνέργεια ,
5028473 Τεναγης
καὶ τὰ περὶ τὰς ὥρας διέταξαν . εὐφυέστατος δὲ γενόμενος Τενάγης ὑπὸ τῶν ἀδελφῶν διὰ φθόνον ἀνῃρέθη : γνωσθείσης δὲ
καὶ τὰ περὶ τὰς ὥρας διέταξαν . Εὐφυέστατος δὲ γενόμενος Τενάγης ὑπὸ τῶν ἀδελφῶν διὰ φθόνον ἀνῃρέθη : γνωσθείσης δὲ
5023385 ἐχωρεε
καὶ ὕπνος οὐκ ἐπῄει . Τῇ δ ' ὑστεραίῃ , ἐχώρεε πολλὸν , ὕστερον αἷμα , καὶ ἔθανεν . Τῷ
. Ὁ δὲ , ὡς ταῦτα ἤκουσε , εἴπας τοσόνδε ἐχώρεε ἔξω : Δέσποτα , οὐ δή κώ με ἀπώλεσας
5019688 στασιμα
ἐς τὴν ὑγιείην . Ὁκόσα μὲν οὖν ἐστιν ἑλώδεα καὶ στάσιμα καὶ λιμναῖα , ταῦτα ἀνάγκη τοῦ μὲν θέρεος εἶναι
πλεῖστον ἔχουσιν . Τὰ δ ' οὐ διαχωρητικὰ , ἀλλὰ στάσιμα , ὅσα φῦσαν παρέχουσιν : τὰ γὰρ ὑγρὰ ξηραινόμενα
5015349 ἀντιστοιχα
τὰ συστελλόμενα δίχρονα ἐκταθῇ ἢ τὰ βραχέα εἰς τὰ μακρὰ ἀντίστοιχα αὐτῶν μετασταθῇ , οἷον κᾰλός κᾱλός , Ἀ̆πόλλων Ἀ̄πόλλων
ὑμῖν ὑμίν , ἢ τὰ φύσει μακρὰ εἰς φύσει βραχέα ἀντίστοιχα μεταστῇ [ φυσίζωος φυσίζος λαοσῶος λαοσόος ] : ἀργῆτα
5014365 τυφθεν
αʹ Ἑν . ὁ τυφθείϲ , ἡ τυφθεῖϲα , τὸ τυφθέν Δυ . τὼ τυφθέντε , τὰ τυφθείϲα Πληθ .
: τὸ ἐτυπτόμην τὸ μ ἔχει κλιτικόν . τυφθεῖσα , τυφθέν : ἀμφότερα γέγονεν ἀπὸ τῆς γενικῆς τοῦ ἀρσενικοῦ ,
5012863 ἀρσην
, Μήνη , αὐξομένη καὶ λειπομένη , θῆλύς τε καὶ ἄρσην , αὐγάστειρα , φίλιππε , χρόνου μῆτερ , φερέκαρπε
: μήτέ τις οὖν θήλεια θεὸς τόδε , μήτέ τις ἄρσην πειράτω διακέρσαι ἐμὸν ἔπος : ἀλλ ' ἅμα πάντες
5009192 τεκωσι
, τὰ πρωτότευκτα ζῷα θύοντες θεῷ , ὅς ' ἂν τέκωσι παρθένοι πρώτως τέκνα τἀρσενικὰ διανοίγοντα μήτρας μητέρων . *
οὐκ ἀπαλλάσσεσθε ; Τότε γὰρ αἱρήσετε ἡμέας , ἐπεὰν ἡμίονοι τέκωσι . Τοῦτο εἶπε τῶν τις Βαβυλωνίων , οὐδαμὰ ἐλπίζων
5003388 κλωποπατωρ
κλέπτου πατρὸς ἦν Ἑρμοῦ , ἀπάτωρ δὲ ὡς πολυπάτωρ . κλωποπάτωρ : τουτέστι κλεψίγαμε , κλεπτότοκε , πατρὸς τοῦ Ἑρμοῦ
κατὰ δὲ ἄλλους ἐκ τῶν μνηστήρων . ὁ Πὰν δὲ κλωποπάτωρ , καθὸ κλέπτου πατρὸς ἦν Ἑρμοῦ , ἀπάτωρ δὲ
4999418 Ἐγνων
οὖν πάρος τά τ ' εἰσέπειτα σῇ κυβερνῶμαι χερί . Ἔγνων , Ὀδυσσεῦ , καὶ πάλαι φύλαξ ἔβην τῇ σῇ
, ἀλλὰ πάντα τὰ μέλη τῇ μιᾷ κεφαλῇ ὑπακούει . Ἔγνων ἐν γραφῇ πατέρων μου , ὅτι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις
4996252 Γα
θ ' ὁμοίως καὶ θεοῖς εἴη φίλος . Ὀρεστέρα παμβῶτι Γᾶ , μᾶτερ αὐτοῦ Διός , ἃ τὸν μέγαν Πακτωλὸν
? το ! ! ! ! ! [ ἰώ , Γᾶ , θεῶν ⌊ μᾶτερ ἀξύνετ ! ! [ ὁ
4995265 Ἀντιγονη
καθαρόν . ἐπὶ τῷ τέλει παράγραφος . παισθείς : ἡ Ἀντιγόνη φησὶ πρὸς τὸν Πολυνείκην : τυφθεὶς καὶ πεσὼν ἔτυψας
τὸν αἰῶνα . περιφραστικῶς τὸν θάνατον : οὐ προκαλυπτομένα : Ἀντιγόνη τραγῳδεῖ . νῦν , φησὶν , οὐ προκαλυπτομένη τὰς
4994335 Ἑλενα
τε λευκὸν ἔαρ χειμῶνος ἀνέντος : ὧδε καὶ ἁ χρυσέα Ἑλένα διεφαίνετ ' ἐν ἁμῖν . πιείρᾳ μεγάλα ἅτ '
καὶ Χαρίτων ἀνάμεστος . ἀλλ ' ἁ πολυνεικὴς δῖ ' Ἑλένα δίπτυχοι γὰρ ὀδύναι μιν ἤρικον Ἀχιλληίου δόρατος . ὑμνέωμες
4993765 ῥυθμιζεται
κατὰ μουσικὴν ὑπὸ δυεῖν , ὄψεώς τε καὶ ἀκοῆς . ῥυθμίζεται δὲ ἐν μουσικῇ κίνησις σώματος , μελῳδία , λέξις
τῆς ψυχῆς καίπερ λογικῶς οὐχ οἷόν τε ὂν ὑπὸ λόγου ῥυθμίζεται . κατὰ μέντοι τὴν σωματικὴν ἄλογον οὐσίαν τὸ ἐλλεῖπον
4990050 τεκνα
ὧν ἐπωχοῦντο οἱ ἱπτάμενοι . αἶ , αἶ : Ὦ τέκνα τῆς πολυγόνου Τηθύος καὶ τοῦ Ὠκεανοῦ τοῦ περικυκλοῦντος πᾶσαν
τούτων ἕτεροι ἀποδεδρακότες πατέρας καὶ μητέρας , οἱ δὲ καὶ τέκνα καταλιπόντες ὡς χρήματ ' αὐτοῖς κτησάμενοι ἥξοντες πάλιν ,
4986754 πινυτα
μέν τι παραπαίωμεν , ἡ μέθη αἰτία : εἰ δὲ πινυτὰ δόξειε τὰ λεγόμενα , ὁ Σιληνὸς ἄρα ἦν ἵλεως
δ ' οὔ τίς μιν ἐρύξει . Ὣς φάτο Καλλιόπη πινυτὰ φρεσὶ μητιόωσα . Ἠέλιος δ ' ἀπόρουσεν ἐς Ὠκεανοῖο
4983977 γυννις
, ἤγουν μακρὰν ἔχουσι τὴν παραλήγουσαν : τὸ μὲν γὰρ γύννις γύννιδος παρὰ τὸ γυνή ἐστίν , ἀπὸ γὰρ τοῦ
πρῶτος τὴν ἁρμονίαν ἔκλασεν ἐπὶ τὸ μαλθακώτερον . ἦν δὲ γύννις καὶ ψυχρός . Φρύνιν ] ὄνομα κιθαριστοῦ . τὰς
4983635 ἀρτω
: αἰτῶ αἴτιος , ἁρμόζω ἁρμόδιος , ἀρκῶ ἄρκιος , ἀρτῶ ἄρτιος . τὸ δὲ ἀντῶ ἀντίος σεσημείωται . Ἔτι
παρὰ τὸ ἄρω , τὸ ἁρμόζω , ἦρται ἀρτός καὶ ἀρτῶ καὶ ἀρτύω , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἀρτύνω ,
4979542 ὑελινα
ἀπώλοντο , ἐὰν δὲ καὶ ὁ Ἄρης μαρτυρῇ τῇ Ἀφροδίτῃ ὑέλινα ἔργα τορευτά , ποικίλα , εὔμορφα δηλοῦται . Σελήνη
ὀσπριόπωλιν μετὰ ὠοῦ πωλοῦσαν . . λεκυθόπωλις λέγεται ἡ τὰ ὑέλινα ἀγγεῖα κυρίως πωλοῦσα . . τοσουτονὶ : Μέγα .
4978207 θηλεια
ἥξω φέρων δεῦρο τὸν Πάρνηθ ' ὅλον . Ἔστι φύσις θήλεια βρέφη σώζους ' ὑπὸ κόλποις αὑτῆς , ὄντα δ
νεμόμενοι δ ' ἐν ταῖς ὕλαις ἀγεληδόν , εἰ φανείῃ θήλεια , διίστανται καὶ πολεμοῦσιν ἀλλήλοις , καὶ γίνεται τοῦ
4977922 ἐριθακους
θέεις . Λευκῷ λίθῳ λευκὴ στάθμη . Μία λόχμη δύο ἐριθάκους οὐ τρέφει . Μηδικὴ τράπεζα . Μέλιτος μύελον :
ἥσθη καὶ ἀπέλυσεν αὐτούς . Μία λόχμη οὐ τρέφει δύο ἐριθάκους : ἐπὶ τῶν ἐκ μικροῦ τινος κερδαίνειν σπουδαζόντων .
4977263 θηλυκα
. Τὰ ἀπὸ τῶν εἰς ης ἀρσενικῶν εἰς εια γινόμενα θηλυκά , εἰ μέν εἰσι προπαροξύτονα διὰ τῆς ΕΙ διφθόγγου
ὂν καὶ μὴ ἀπὸ Δωρίδος διαλέκτου δυνάμενον εἶναι ὥσπερ τὰ θηλυκά , οὐδὲ γάρ ἐστι θηλυκόν , οὐ δύναται γράφεσθαι
4973732 ἀτροφα
φόβον . πόνοι : αἱ ἐνέργειαι . περιμάδαρα ἕλκεα : ἄτροφα καὶ ἀνώμαλα . προσάρματα : τροφαί . πόνοι σιτίων
τροφὴν ἡ δὲ πρὸς δύναμιν τοῦ γεννᾷν : ἔνια δὲ ἄτροφα γεννητικὰ δὲ , τὰ δ ' ἴσως ἀνάπαλιν .
4969999 χεισεται
Φιλόξενος . Ὅμηρος : „ οὐδὸς δ ' ἀμφοτέρους ὅδε χείσεται „ . καὶ μετὰ περισσοῦ τοῦ ο : Καλλίμαχος
τὸ σῶμα ὥσπερ ἔλυτρον : οὐδὸς δ ' ἀμφοτέρους ὅδε χείσεται . . . πύργῳ ἔπι προὔχοντι φαεινὴν ἀσπίδ '
4968370 κτητικα
γενικῶν παραγόμεναι καὶ εἰς γενικὴν μεταλαμβανόμεναι , καθάπερ καὶ τὰ κτητικὰ τῶν ὀνομάτων . Οὐχ ὑγιές τε λέγειν , ὅτι
, παιδίσκη : λεκανίσκη : στεφανίσκη . Τὰ εἰς κη κτητικὰ ἀπὸ τῶν εἰς κος κτητικῶν παρηγμένα , τὴν αὐτὴν

Back