καθαρόν . ἐπὶ τῷ τέλει παράγραφος . παισθείς : ἡ Ἀντιγόνη φησὶ πρὸς τὸν Πολυνείκην : τυφθεὶς καὶ πεσὼν ἔτυψας
τὸν αἰῶνα . περιφραστικῶς τὸν θάνατον : οὐ προκαλυπτομένα : Ἀντιγόνη τραγῳδεῖ . νῦν , φησὶν , οὐ προκαλυπτομένη τὰς
8512489 Ἰσμηνη
. σὺ δ ' ἔθανες : φησὶ δὲ πάλιν ἡ Ἰσμήνη : σὺ δέ , ὦ Ἐτέοκλες , ὁ θανατώσας
ἀναιρεῖ Τυδεὺς ἐπὶ κρήνης καὶ ἀπ ' αὐτῆς ἡ κρήνη Ἰσμήνη καλεῖται . υἱοὶ δὲ αὐτῷ ἐξ αὐτῆς Ἐτεοκλῆς καὶ
6739373 αἱδ
. . . ἀλλὰ δύω μὲν ἔλασσε διὰ πτύχας , αἱδ ' ἄρ ' ἔτι τρεῖς ἦσαν , ἐπεὶ πέντε
δηλοῦν ὅτι μεγάλοι γινόμενοι οἱ Ἀθηναῖοι ἀνάγκην παρέσχον τοῦ πολέμου αἱδ ' ἦσαν : ποῖαι ; αἱ καθεξῆς ῥηθησόμεναι Ἐπίδαμνος
6632637 Κρεων
: καὶ τῶν ἐμῶν νυμφευμάτων καὶ τῶν Οἰδίποδος κακῶν ὁ Κρέων ἀπέλαυσεν : ἀπολαύειν μετέχειν : λυπηρῶς : ἀλλ '
ἴτω : παίδων δὲ τῶν μὲν ἀρσένων μή μοι , Κρέων , προσθῇ μέριμναν : ἄνδρες εἰσίν , ὥστε μὴ
6452497 Τισιφονη
ἡ Λάχεσις , καὶ αἱ τρεῖς Ἐρινύες , ἥ τε Τισιφόνη , ἡ Μέγαιρα καὶ ἡ Ἀληκτώ . καὶ πάλιν
, Εὐμενίδας ὠνόμασεν . εἰσὶ δὲ Ἀληκτὼ , Μέγαιρα , Τισιφόνη . Εὐνεῖδαι : Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Τελαμῶνος ,
6403401 μελεον
Θεύδοτε , κηδεμόνων μέγα δάκρυον , οἵ σε θανόντα κώκυσαν μέλεον πυρσὸν ἀναψάμενοι , αἰνόλινε , τρισάωρε , σὺ δ
ἴδω : ἐὰν δὲ κεῖται , οὕτως συντακτέον : χρόνῳ μέλεον φυγάδα ὡς ἴδω : πληρώσαιμι : περιβάλοιμί τε τὰς
6356632 κωμος
. τῶν ἐκ μεγάλης ἰσχύος γινομένων . τοῦ . ὁ κῶμος . * * ἔρχεται . . Μὴ λάβῃς εἰς
πεπωκώς γ ' , ὡς θρασύνεσθαι πλέον , βρότειον αἷμα κῶμος ἐν δόμοις μένει , δύσπεμπτος ἔξω , συγγόνων Ἐρινύων
6355045 ἀδελφεων
παραβεβήκασι , φιλονεικέοντες ἔχθρῃ πρὸς ἀλλήλους , δῆριν ἔχουσι μετὰ ἀδελφεῶν καὶ τοκήων καὶ πολιτέων , καὶ ταῦτα ὑπὲρ τοιουτέων
τάδ ' ἐγγύθεν . πέλας δ ' αἵδ ' ἀδελφαὶ ἀδελφεῶν . † ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά , πότνιά τ
6344312 φιλταται
δὲ παρὰ τὸ Ὁμηρικόν : ἦτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες , Ἄργος τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια
Ἴλιον . . . . ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργος τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη
6329524 Ἐρινυες
ἐχθρά , σκυθρωπή . Ταῦτα αἱ Ποιναί , ταῦτα αἱ Ἐρινύες , τὰ δράματα , αἱ τραγῳδίαι . Διώκωμεν τὴν
δαίμονες ] οἳ κάτω [ εἰσὶγ ] καὶ τούτων [ Ἐρινύες ] : εἰσὶ δὲ θεῶν ὑπηρέται καὶ ἀνθρώπους [
6315399 Οἰδιπου
. ὁ δὲ νοῦς : ἣν μάχην φέρων τοῖς παισὶν Οἰδίπου ὁ Ἄρης ταχέως πορευθήσεται . ἄμεινον δὲ τὸ εἴσεται
, ὅστις ἡμᾶς τῆς ἀπορίας ἀπαλλάξει . ἀλλὰ γὰρ οὐδὲν Οἰδίπου δεῖ τοῖς παροῦσιν οὐδέ γε Τειρεσίου . ἀλλ '
6313257 ἀδελφαι
γρ . εὐπρεπέστατα . πολὺ ] κατὰ . ἄμωμοι . ἀδελφαὶ . ταὐτοῦ ] τοῦ ἑνὸς γένους . ἀπὸ .
ποτε , ὦ ἄνδρες δικασταί , τοὺς ἑαυτῶν ἄνδρας αἱ ἀδελφαὶ μαρτυρεῖν εἴασαν καὶ ἐπέτρεψαν . Καὶ μὴν οὐδ '
6308704 Ἀγαυη
καλουμένη . Σεμέλη μὲν οὖν ἐκεραυνώθη , ὡς ἴσμεν , Ἀγαυὴ δὲ καὶ Ἰνὼ μανεῖσαι τὰ τέκνα διέφθειραν . Θυώνην
ὠκύτητ ' οὐχ ἥσσονες [ ποδῶν ἔχουσαι συντόνοις δρομήμασι μήτηρ Ἀγαυὴ σύγγονοί θ ' ὁμόσποροι ] πᾶσαί τε βάκχαι ,
6302673 χηραι
ἀνέθηκε τὴν ἐξουσίαν τοῦ τὰ ὀμοσθέντα φυλάττειν ἢ τοὐναντίον . χῆραι δὲ μὴ ῥᾳδίως ὀμνύτωσανοὐ γὰρ ἔχουσι τοὺς παραιτητάς ,
παρέκεινθ ' : αἳ δ ' ἀμφί μιν ἄλλοθεν ἄλλαι χῆραι ληιάδες κλισίην ἐπιπορσύνεσκον , ὡς ζώοντος ἄνακτος . Ὃ
6288099 Δευρ
τοῦ νόμου τοῦ ἀκινήτου ἐπὶ τὸν ἔμπνουν καὶ ζῶντα . Δεῦρ ' ἴτε οὖν , ὦ φίλαι Μοῦσαι , αἳ
. Πλάτων δὲ τὸ Δεσποτοῦν ἀντὶ τοῦ δεσπόζον εἴρηκε . Δεῦρ ' ἀεί , ἀντὶ τοῦ ἕως τούτου . Πλάτων
6277500 τεθνασι
που ἔτι ζώουσιν ὑπ ' αὐγὰς ἠελίοιο , ἦ ἤδη τεθνᾶσι καὶ εἰν Ἀΐδαο δόμοισι . ” τὸν δ '
ὤλοντο ; δὶς τόσον γὰρ ἂν τέρψειας ἡμᾶς , εἰ τεθνᾶσι παγκάκως . ἐπεὶ τέκνων σῶν ἦλθε δίπτυχος γονὴ σὺν
6269154 ἡκους
ἀνάλιον , πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον . ἀλλὰ γὰρ ἥκους ' αἵδ ' ἐπὶ πρᾶγος πικρὸν Ἀντιγόνη τ '
πρᾶγμα πικρὸν καὶ χαλεπόν . γὰρ ] ἀργόν . Ξ ἥκους ' ] ἔρχονται . αἵδ ' ] καὶ αὗται
6250264 Κορινθιαι
ἐπίτασσε : Συρακοσίαις ἐπιτάσσεις . ὡς εἰδῇς καὶ τοῦτο , Κορίνθιαι εἰμὲς ἄνωθεν , ὡς καὶ ὁ Βελλεροφῶν . Πελοποννασιστὶ
καὶ τράπεζαι Σικελικαί , καὶ ὀρχήσεις Συβαριτικαί , καὶ ἑταῖραι Κορίνθιαι , ταῦτα ἀθρόα , καὶ ὅσα τούτων ποικιλώτερα ,
6246938 Αἰσονος
' ἔσαν ἀμφασίῃ βεβολημένοι . ὀψὲ δ ' ἔειπε ἥρως Αἴσονος υἱός , ἀμηχανέων κακότητι : “ Ὦ γέρον ,
, Γράσων Γράσωνος : σημειῶδες παρὰ τῷ ποιητῇ τὸ Αἴσων Αἴσονος . Δεῖ δὲ γινώσκειν , ὅτι τὰ μετοχικά ,
6244119 στυγερων
ναι μέγαν ἢ τὸν πολύκοινον Ἅιδαν κεῖνος ἁνὴρ , ὃς στυγερῶν ἔδειξεν ὅπλων Ἕλλασιν κοινὸν Ἄρη . Ὢ πόνοι πρόγονοι
θεῶν , ὅτε σὸς γόνος ἔκφυγεν Ἅιδαν , ὃς λεχέων στυγερῶν χάριν ὤλεσε πέργαμα Τροίας : αἱματόεντα δὲ θεᾶι παρὰ
6242675 Ἀναξω
. φησὶ δὲ οὕτως : ἦλθεν ἡ τοῦ Εὐβούλου θυγάτηρ Ἀναξὼ κανηφοροῦσα τῇ Ἀρτέμιδι καὶ πομπὴν ἐπαγομένη τῇ θεῷ .
παρὰ τριόδῳ . Αἱ νόμιμοι δύο γρῆες ὁμήλικες ἦμεν , Ἀναξὼ καὶ Κληνώ , δίδυμοι παῖδες Ἐπικράτεος , Κληνὼ μὲν
6234047 θυγατερες
ᾖ : Ποσειδῶνος καὶ Ἀμυμώνης ὕδασιν : Ἀμυμωνίοις : Δαναοῦ θυγατέρες Ἵππη Ἀμυμώνη Φυσάδεια * * * : περιβαλὼν αὐταῖς
' ἄγριον εἵλεο παίδων : τοῦ Προίτου μανεῖσαι αἱ τρεῖς θυγατέρες πάλιν διὰ τῆς Ἀρτέμιδος ἡμερώθησαν . ὁ δὲ κτίζει
6213011 Ἰοκαστη
αὐτῷ τῆς Ὑπέρφαντος . φανέντων δὲ ὕστερον τῶν λανθανόντων , Ἰοκάστη μὲν ἐξ ἀγχόνης ἑαυτὴν ἀνήρτησεν , Οἰδίπους δὲ τὰς
ἀτὰρ ἥδ ' ἂν τάδ ' οὐχ ἥκιστ ' ἂν Ἰοκάστη λέγοι . Γύναι , νοεῖς ἐκεῖνον ὅντιν ' ἀρτίως
6188304 πευθομαι
οὐκ ἄκλητος , ἀλλ ' ὑπάγγελος : νέαν φάτιν δὲ πεύθομαι λέγειν τινὰς ξένους μολόντας οὐδαμῶς ἐφίμερον , μόρον γ
ὑμᾶς ἀποδέχομαι , ὡς ἴστε αὐτοί , ὅτι δαμοτικώτατα . πεύθομαι ὡς πέρυτι ἐγένετο ὑμῶν ἁλία παρὰ τὸν Λυδὸν ἐς
6171674 ἀνεψιοι
μυρίοι διδάσκαλοι γεγόνασι , πατέρες , ἀδελφοί , θεῖοι , ἀνεψιοί , πάπποι , πρόγονοι μέχρι τῶν ἀρχηγετῶν , οἱ
καὶ εἰδὼς ἐπῄνεις τε καὶ ἐχρῶ . τούτῳ τρεῖς εἰσιν ἀνεψιοί , εἷς μὲν ὁμώνυμος , ἕτερος δὲ Ἀρτεμίσιος καὶ
6156524 τλητε
εἴ κε σιδηρείη πέλοι Ἀργώ . ὦ μέλεοι , μὴ τλῆτε παρὲξ ἐμὰ θέσφατα βῆναι , εἰ καί με τρὶς
ἐλάττοσι μάλιστα παραμύθιον καὶ πρός γε φύσεως ἀκολουθία . “ τλῆτε , γάρ φησιν , ὦ τέκνα ? , τλῆτε
6156522 Ὑψιπυλη
τὰς προἕηκεν Ἰησονίδης Εὔνηος , τόν ῥ ' ἔτεχ ' Ὑψιπύλη ὑπ ' Ἰήσονι ποιμένι λαῶν : ὅτι καὶ τὰ
τελευτήσαντα ὑπὸ τὸν Θηβαϊκὸν πόλεμον . τοῦτον δὲ ἔτυχε τροφεύουσα Ὑψιπύλη , ἣν ᾔτησαν οἱ Ἀργεῖοι ὕδωρ : τῆς δὲ
6152775 Μεγαιρα
: Δουλεύτριαι τῶν Μοιρῶν εἰσὶν αἱ Ἐριννύεις , Τισιφόνη , Μέγαιρα , καὶ Ἀληκτώ : μνήμονας δὲ ταύτας εἴρηκε ,
εἰσι δαίμονες τιμωρητικαί , ὧν τὰ ὀνόματα * Τισιφόνη , Μέγαιρα καὶ Ἀληκτώ . καὶ κατὰ μὲν Ἡσίοδον καὶ λοιποὺς
6134251 γοον
διὰ τὸν μόρον τῶν οἰχομένων αἴρω καὶ κινῶ πολυπενθῆ δηλονότι γόον . λείπει δὲ τοῦτο . . αἴρω ] φέρω
δ ' Ἀγαμεμνόνιον κρᾶτ ' ἐνέγκοι Ἑλέναι κακόγαμβρον ἐς χέρας γόον , ὃς ἐπὶ πόλιν , ὃς ἐπὶ γᾶν Τροΐαν
6121581 δαρον
τὰ θεῶν αὔξοντας σὺν μαινομέναι δόξαι . κρυπτεύουσι δὲ ποικίλως δαρὸν χρόνου πόδα καὶ θηρῶσιν τὸν ἄσεπτον : οὐ γὰρ
ἄπο , λιμένα δὲ Ναυπλίειον ἐκπληρῶν πλάτηι ἀκταῖσιν ὁρμεῖ , δαρὸν ἐκ Τροίας χρόνον ἄλαισι πλαγχθείς : τὴν δὲ δὴ
6118266 Χαλκιοπη
ἰαινομένην . τοῖον δ ' ἐπὶ μῦθον ἔειπεν : “ Χαλκιόπη , ὡς ὔμμι φίλον τερπνόν τε τέτυκται , ὧς
ὡς ἴδεν ἆσσον , ἀνίαχεν . ὀξὺ δ ' ἄκουσεν Χαλκιόπη : δμωαὶ δέ , ποδῶν προπάροιθε βαλοῦσαι νήματα καὶ
6114154 θανοντων
ἐστιν , οὐκ ἂν αὐτῷ εἰς ἀδικίαν ἐχρήσατο . ὅτι θανόντων μὲν ἕως ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ : ἐγκρίνει τὴν
παρὰ τὸ ἄγειν τοὺς λαούς : ἄρχων γὰρ [ τῶν θανόντων ] . οὕτως Μεθόδιος , . , . .
6100113 θρωσκουσι
. εὖτε γὰρ ἀμφιχανόντες ἔσω μάρψωσιν ὀδόντων , αἵδε θαμὰ θρώσκουσι καὶ ἐς μεσάτην ὑπερῴην ὀξὺ κέρας χρίμπτουσι , τό
ἔπεσεν λινέοισι λόχοις : τοὶ δ ' ἐγγὺς ἐόντες ἀκρόλινοι θρώσκουσι καὶ ἐγκονέοντες ὕπερθε σπαρτόδετον τανύουσι περίδρομον : ἄλλο δ
6098531 ὠλετο
βασίλευεν : ἀλλ ' ὁ μὲν ὤλεσε λαὸν ἀτάσθαλον , ὤλετο δ ' αὐτός . ἐθέλουσι δ ' αὐτῷ λαὸς
? καὶ Τελαμώνιος ? [ αὐτοκτόνος ] ? ? ? ὤλετο [ [ ] ! ! ! ! πρ [
6096454 πρευμενης
μόρφνος ὁ ἀετὸς , ἐκ τοῦ πρᾷος καὶ εὐμενὴς ὁ πρευμενὴς , ἐκ τοῦ ἠλεὸν καὶ μάταιον ἠλέματον , ἐκ
ἀκραιφνὲς αἶμ ' ὅ σοι δωρούμεθα στρατός τε κἀγώ : πρευμενὴς δ ' ἡμῖν γενοῦ λῦσαί τε πρύμνας καὶ χαλινωτήρια
6091963 Μενοιτιου
δὲ τοῦ μὲν προτέρου τοιόνδε ἐπὶ σχολῇ πάρεστι , παῖ Μενοιτίου . τοῦ δ ' ἑτέρου θυμέ , θύμ '
μέν , τὸ δὲ οὔ , καθάπερ ἡ Πηλιὰς τῷ Μενοιτίου . Καὶ αὐτίκα ἀπῄει τεθαρρηκώς , οὐ φάλαγγος πεζῶν
6088716 Πυλαδης
. ἐνταῦθα ἐν ταῖς γραφαῖς Ὀρέστης ἐστὶν Αἴγισθον φονεύων καὶ Πυλάδης τοὺς παῖδας τοὺς Ναυπλίου βοηθοὺς ἐλθόντας Αἰγίσθῳ : τοῦ
' : ἀνδρείας δ ' ὕπο ἔστησαν ἀντίπρωιρα σείοντες βέλη Πυλάδης Ὀρέστης τ ' . εἶπε δ ' : Οὐχὶ
6083024 ἐτικτετο
ἀφ ' ὧν κύμβαλά τε κατήχει τῆς οἰκίας , ὅτε ἐτίκτετο , καὶ τύμπανα ἠκούετο ἐκ Ῥέας , ἐλέγοντο δὲ
συμβόλων , ματαίων δὲ ὀνειράτων ἐπ ' ἐκείνῳ φανέντων ὅτε ἐτίκτετο , ὢ δυστυχοῦς μὲν τῆς ἐνεγκούσης , ὠδῖνος δὲ
6070283 Κλυταιμηστρας
' ἔτλη κακά . βρέφος γὰρ ἦν τότ ' ἐν Κλυταιμήστρας χεροῖν ὅτ ' ἐξέλειπον μέλαθρον ἐς Τροίαν ἰών ,
γ ' ἔθρεψεν Ἑρμιόνην μήτηρ ἐμή . αὕτη βέβηκε πρὸς Κλυταιμήστρας τάφον . . . τί χρῆμα δράσους ' ;
6060706 δισσω
. κείνωι γὰρ ἡ Διὸς κόρη φρουρὼ παραζεύξασα φύλακε σώματος δισσὼ δράκοντε , παρθένοις Ἀγλαυρίσιν δίδωσι σώιζειν : ὅθεν Ἐρεχθείδαις
Οἰδίπου νεανίαι , ἔστησαν ἐλθόντ ' ἐς μέσον μεταίχμιον [ δισσὼ στρατηγὼ καὶ διπλὼ στρατηλάτα ] ὡς εἰς ἀγῶνα μονομάχου
6051081 Ἀλκμηνη
. Μεσσάπιοι παῖδες εἰς δένδρα . Δρυόπη εἰς αἴγειρον . Ἀλκμήνη εἰς λίθον μετὰ θάνατον . Σμύρνα εἰς δένδρον ὁμώνυμον
ἀρίστους . Πρῶτα δὲ εἶδα βίην Ἡρακλῆος θείοιο ὃν τέκεν Ἀλκμήνη Ζηνὶ Κρονίωνι μιγεῖσα ἦμος ὅτε τρισσὴν μὲν ἐλείπετο Σείριος
6048502 Ἠλεκτρυωνος
δὲ τὸν Ἡρακλέους ἐν Ἄργει κατοικοῦντα λέγουσιν ἀνελεῖν Λικύμνιον τὸν Ἠλεκτρύωνος ἐρίσαντα περί τινων , διὰ δὲ τὸν φόνον τοῦτον
ὅτε φυγὰς ἐκ Τίρυνθος , εἰς Θήβας ἦλθεν διὰ τὸν Ἠλεκτρύωνος φόνον ; Ἄκων δὲ αὐτὸν ἐφόνευσε πατέρα τῆς Ἀλκμήνης
6044528 στεγαι
ἦσαν ἐκ χιόνος , καὶ ἐδάφη χιονικά , καὶ αἱ στέγαι ὡς διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἀστραπαί , καὶ μεταξὺ αὐτῶν
ἐξωρμήκει : συνενήνεκτό τε εἰς ταυτὸν νεκροὶ , βωμοὶ , στέγαι , κόνις , αἷμα , ἔπιπλα , ὄροφοι ,
6039665 λεκτρων
φυλάσσετε . μάκαρες οἳ μετρίας θεοῦ μετά τε σωφροσύνας μετέσχον λέκτρων Ἀφροδίτας , γαλανείαι χρησάμενοι μαινομένων οἴστρων , ὅθι δὴ
τοῦ τε πρόπαντος ἁμετέρου πότμου κλεινοῖς Λαβδακίδαισιν . Ἰὼ ματρῷαι λέκτρων ἆται κοιμήματά τ ' αὐτογέννητ ' ἐμῷ πατρὶ δυσμόρου
6039463 ἠστην
χῆνες οὐκ ἦσαν ἐκείνην τὴν ἡμέραν , δύο δ ' ἤστην μόνω . προσελθοῦσι δ ' αὐτοῖς καὶ ὠνουμένοις ἔφη
κᾆτα ἐμιμήσαντο ἐς τὸ εὖ καὶ καλῶς . φιλοχρημάτω τε ἤστην καὶ ἡδονῶν ἀκράτορε . καὶ τὸν τρόπον ἀφειδεστάτω ἤστην
6039252 ἐθανες
ἐν δὲ τῷ ὑπομνήματι καὶ ταῦτα τῆς Ἠλέκτρας : ἔκανες ἔθανες : ἐφόνευσας . ὅθεν τὸ κανοῦν λέγεται , εἰς
Ἀθηνέων ἔκ ποτ ' ἰὼν καθ ' ὁδὸν πρέσβυς ἐὼν ἔθανες : εἵλετο γάρ σε φυγεῖν Κέκροπος πόλις : ἀλλὰ
6037071 ἀφαντοι
ι ἐπὶ ι : Ὁμήρου : Ἰλίου ἐξαπολοίατο ἀκήδεστοι καὶ ἄφαντοι : Ἱππόλοχος δέ μ ' ἔτικτε καὶ ἐκ τοῦ
Ἀχαιίδα νοστήσαιτε . ” Ὧς ἄρ ' ἔφαν , καὶ ἄφαντοι , ἵν ' ἔσταθεν , ἔνθ ' ἄρα ταίγε
6036363 φιλαι
οὐδ ' Ἄκιδος ἱερὸν ὕδωρ . ἄρχετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι φίλαι , ἄρχετ ' ἀοιδᾶς . τῆνον μὰν θῶες ,
, πάντ ' ἄλσεα ποσσὶ φορεῖται ἄρχετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι φίλαι , ἄρχετ ' ἀοιδᾶς ζάτεις ' : ἆ δύσερώς
6035485 ἐτεκον
δ ' εἰσάμενος παρελέξατο κυανοχαίτῃ : αἳ δ ' ὑποκυσάμεναι ἔτεκον δυοκαίδεκα πώλους . αἳ δ ' ὅτε μὲν σκιρτῷεν
ἐς μητρὸς ἦλθον τῆς ταλαιπώρου λέχος παῖδάς τ ' ἀδελφοὺς ἔτεκον , οὓς ἀπώλεσα , ἀρὰς παραλαβὼν Λαΐου καὶ παισὶ
6035241 Ὀρεστης
δεινὰ πάσχειν δεινὰ τοὺς πεπραγμένους καὶ κατέκρινεν αὐτὸν [ φησὶν Ὀρέστης ] χωρὶς κρίσεως : γυμνὸν ἐνταῦθα δείκνυται τὸ ἦθος
τέλος τοῦ ἀγῶνος . πυθόχρηστος ] ὁ ὑπὸ Πυθοῦς χρησθεὶς Ὀρέστης . δόμων ἀναφυγὰς κακῶν ] ὡς τῶν οἴκων φυγόντων
6022393 βοαι
ὄχλον , πολὺ δὲ τὸ θαῦμα , λαμπραὶ δὲ αἱ βοαί , καὶ οὐκ ἀπιστῶ . τίς γὰρ ἂν εἴης
δὴ παιδίοις τὸ δήλωμα ὧν ἐρᾷ καὶ μισεῖ κλαυμοναὶ καὶ βοαί , σημεῖα οὐδαμῶς εὐτυχῆ : ἔστιν δὲ ὁ χρόνος
6019570 δαμαρ
' ἐλευθέριος , δωροφόροις δὲ χέρεσσιν ἐδέξατο Νεῖλος ἄνακτα καὶ δάμαρ ἡ χρυσέοις ? ? πήχεσι λουομένη ἀπτόλεμον καὶ ἄδηριν
ἐμὴν παῖδ ' , ἣ δόμων ἐξώπιος βέβηκε πηδήσασα Καπανέως δάμαρ , θανεῖν ἐρῶσα σὺν πόσει . χρόνον μὲν οὖν
6019522 νεαι
ἀξίαν χεῖρα παρασχέσθαι τοῦ παραδείγματος , σπουδάζουσι μὲν καὶ αἱ νέαι περὶ σὲ τέχναι , χορηγοῦσι δὲ αὐταῖς οἱ τῶν
! ] ! ? [ στόμα ] ἄναυδον ἦν , νέαι δ ' ἐπεύχοντολλαι [ ] [ ] ! [
6012382 τοὐμου
δὲ δήπου καλῶς ὅσα καὶ οἷα πράγματα παρέσχον ἡμῖν ἐπὶ τοὐμοῦ πατρὸς αἱ τριήρεις τῶν Ἰταλῶν βουλομένοις διαβῆναι κατὰ Παιόνων
[ ἐγ ? [ ] λαμβαν ? ? ? [ τοὐμοῦ πατρὸς καὶ μητρός , εἰ ? [ ἀεὶ παρ
6010640 μολοι
μὴ τοσόνδ ' ἔλθοι κακόν . λυπουμένοις ὀχληρός , εἰ μόλοι , ξένος . τεθνᾶσιν οἱ θανόντες : ἀλλ '
μὴ κοίρανος ὀπίσω πάλιν οἴκαδ ' ἀνεψιὸς ζαμενὴς Ἑλένοιο Μέμνων μόλοι . τηλαυγὲς ἄραρε φέγγος Αἰακιδᾶν αὐτόθεν : Ζεῦ ,
6010614 κτενει
ἔχουσα , πέτρινον ἄχθος , ὡς ἐπεμβάληι . οἴμοι , κτενεῖ με : ποῖ φύγω ; παρῆν δ ' ὁρᾶν
: Λάϊε Λαβδακίδη μὴ σπεῖρε τέκνων ἄλοκα δαιμόνων βίῃ : κτενεῖ γάρ ς ' ὁ φύς . Ἐπιλαθόμενος δὲ τοῦ
6004152 προσεφωνεεν
ἠρήσαντο παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι . ἡ δ ' αὖ Τηλέμαχον προσεφώνεεν , ὃν φίλον υἱόν : “ Τηλέμαχ ' ,
' ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο , αἶψα δ ' ἑὸν πατέρα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα : “ ἴσχεο , μηδέ τι τοῦτον
6001145 θρηνει
[ Ε ] : δῶχ ' υἷος ποινὴν Γανυμήδεος . θρηνεῖ δὲ τὸν Δάρδανον καὶ αὐτὸν ἀπολόμενον ἐν τῷ πολέμῳ
= . , . : ἀηδόνειος θρῆνος : Αἰσχύλος : θρηνεῖ δὲ γόον ˈ τὸν ἀηδόνειον . . . Α
5998533 νυος
Αἰγύπτου , καὶ τὸ φλύος ὅτι ἀρσενικὰ , καὶ τὸ νυὸς ὅτι θηλυκὸν καὶ ὀξύτονον ὅμως , ὅτι καὶ αὐτὰ
/ ἑλκομένων ἐπὶ νῆας ὑποσχεσίηις ' Ἀχιλῆος , / ὄφρα νυὸς γλαυκῆς Θέτιδος πέλοι , ὄφρα οἱ εἶεν / πενθεροὶ
5983447 ξιφεων
εὖτ ' ἂν δὴ μῶλον Ἄρης συνάγηι ἐν πεδίωι : ξιφέων δὲ πολύστονον ἔσσεται ἔργον : ταύτης γὰρ κεῖνοι δάμονές
' ἀπέρχῃ κεῦθος νεκύων , οὔτε φθινάσιν πληγεῖσα νόσοις οὔτε ξιφέων ἐπίχειρα λαχοῦς ' , ἀλλ ' αὐτόνομος ζῶσα μόνη
5982315 σχετλιε
μοῦνος ἀνδρῶν ἔπρηξας ; τὰ οὐ πάμπαν ἐπαινέω . ὦ σχέτλιε , ὃς τοιάδε ἔτλης , οἷα μήτε σὲ παθέειν
μ ' ὁρῶν τὸν προστρόπαιον , τὸν ἱκέτην , ὦ σχέτλιε ; Ἀπεστέρηκας τὸν βίον τὰ τόξ ' ἑλών :
5975231 Λαχεσις
ἦν τὸ τῆς Στυγὸς ὕδωρ . . Εἰκότως εἶπε τὸ Λάχεσις , ἐπειδὴ περὶ κλήρου ἦν ὁ λόγος . τὸ
ἐκφύγοι τὴν πεπρωμένην . . . Μοῖραι ] Κλωθὼ , Λάχεσις καὶ Ἄτροπος . μνήμονες Ἐριννύες ] αἱ μνημονεύουσαι τῶν
5973330 βοησει
ἀμύνασθαι τὸν ἄρξαντα βλάβης . τυπτομένη δὲ σιωπᾷ , οὐδὲ βοήσει οὐδὲ στεναγμὸν ἀφήσει , ἀλλ ' ἐν τῷ βαθυτάτῳ
δεδιδαγμένος γελάσσαι , Παφίης χάριν κομίζων , σὺν ἐμοὶ κρότους βοήσει . Στρατιῆς , μάκαρ , κρατήσας , σοφὸν ἱππότην
5972777 Λαϊος
ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην ; Ἦν ἡμίν , ὦναξ , Λάϊός ποθ ' ἡγεμὼν γῆς τῆσδε , πρὶν σὲ τήνδ
μητέρα δ ' Οἰδιπόδαο ἴδον καλὴν Ἐπικάστην : γαμεῖ δὲ Λάϊός μ ' : Ἐπιμενίδης [ . ] Εὐρύκλειαν τὴν
5967337 Συμεων
ἡμῶν : λοιπὸν φείσασθε τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν . Καὶ εἶπε Συμεὼν πρὸς Ἀσενέθ : ἵνα τί λαλεῖ ἡ δέσποινα ἡμῶν
ἐν ᾗ ἦν ἡ πόλις . Καὶ ὑποκρυβέντες ἐγὼ καὶ Συμεὼν ἐξόπισθεν , ἐπελαβόμεθα τῶν ὑψηλῶν , καὶ ὅλην τὴν
5965212 κλεινη
γ ' ἀχρεῖον ἀνόσιον κεκτημένοι ; χορευέτω δὴ Ζηνὸς ἡ κλεινὴ δάμαρ † κρόους ' Ὀλυμπίου Ζηνὸς ἀρβύληι πόδα †
τυχὸν γὰρ καὶ οἱ ὑμέτεροι ὀφθαλμοὶ οὕτως ὁρῶσιν , ἡ κλεινὴ καὶ ἀοίδιμος Ῥώμη πέλαγος εἶναι κάλλους ἄφραστον καὶ ἀνεξήγητον
5953143 ἑζεσθην
ἦμαρ Ἀχαιῶν . αἳ μὲν Ἀχαιῶν κῆρες ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ ἑζέσθην , Τρώων δὲ πρὸς οὐρανὸν εὐρὺν ἄερθεν : αὐτὸς
κὰδ δ ' ἄρ ' Ἀθηναίη τε καὶ ἀργυρότοξος Ἀπόλλων ἑζέσθην ὄρνισιν ἐοικότες αἰγυπιοῖσι φηγῷ ἐφ ' ὑψηλῇ πατρὸς Διὸς
5943913 δυστηνος
διῆλθ ' Ἀχαιοὺς πάντας ὡς οἴχῃ θανών . Ἁγὼ κλύων δύστηνος ἐκποδὼν μὲν ὢν ὑπεστέναζον , νῦν δ ' ὁρῶν
. λέγοντος δὲ τοῦ γήμαντος αὐτὴν σωφρονεῖ παρ ' ἐμοί δύστηνος εἶ ἔφη εἰ [ γυναῖκα ] δοκεῖς παρ '
5943352 ἐκανες
. ἐν δὲ τῷ ὑπομνήματι καὶ ταῦτα τῆς Ἠλέκτρας : ἔκανες ἔθανες : ἐφόνευσας . ὅθεν τὸ κανοῦν λέγεται ,
μητρί γε , σοὶ δ ' οὔ . κἄπειτ ' ἔκανες ; σέ γε πημαίνους ' . ὤμοι , φιλίου
5939160 ὑμεναιων
οὐκ ἔμειν ' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν , οὐδὲ παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων , ἅλικες οἷα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ '
. . . . . . . [ καλῶν ] ὑμεναίων [ ] θιασείαις ? [ ἀνδράσι ] ? τερπνοῖς
5931867 τοκευσιν
πιθοῦ μοι : καὶ σύ , παῖ Λαερτίου , χάλα τοκεῦσιν εἰκότως θυμουμένοις , σύ τ ' , ὦ τάλαινα
βοᾷς . ἄλγησον ἧπαρ ] οὕτως ἄλγησον ὡς μαστιζόμενος . τοκεῦσιν πικρὸν ] συλληπτικῶς χρὴ λέγεσθαι τὸν μητραλοίαν . παρὰ
5929657 ὀρνυται
οὕνεκ ' Ἀχαιοὺς δερκόμεθ ' ὀλλυμένους , μέγα δὲ κράτος ὄρνυται ἀνδρῶν ἡμετέρων : οὐδ ' ἔστι κακοῦ δέος :
μηδ ' ἄρα νυκτὸς , ὅτ ? ? ' ἐγγύθεν ὄρνυται ὕδωρ , περσείης ἄπο καρπὸς ἄτερ βαρυηχέος ? αὔρης
5927772 στυγος
φίλους ἔχε : Κακοῖς δὲ μὴ χαρίζου τὸ πρὸς σὲ στύγος . Καλὸν ἀεὶ τῷ κρείττονι τὸ χεῖρον ἀκολουθεῖν ,
θῆρα . Σχέτλι ' Ἔρως , μέγα πῆμα , μέγα στύγος ἀνθρώποισιν , ἐκ σέθεν οὐλόμεναί τ ' ἔριδες στοναχαί
5926600 λοχευμα
τὴν Σφίγγα διηγεῖται τὰ πολλάκις εἰρημένα : πτεροφόρε : Γᾶς λόχευμα : γέννημα : ἐκ γῆς γὰρ ἀνεδόθη : Γᾶς
κοῦρος ἐστὶ καρπός , κρατερὸς βίου προφήτης , φύσεως ἐὼν λόχευμα , Ἀφροδίσιον χόρευμα . Τί με , παῖδες ,
5926580 δυστυχιαι
τουτέστι μεγάλην βλάβην εἴδομεν ἡμεῖς . * ἐτύφθημεν . * δυστυχίαι * ἦλθον ἐμοὶ δηλονότι . * φανερὰ . *
διὰ μέσου τοῦτο . δύαι δύαι ] † ἤγουν αἱ δυστυχίαι . Ἰαόνων ] ἤγουν Ἑλλήνων . ναυατῶν ] ναυτῶν
5924582 καινοπημονες
. Ξ φορεῖται ] ἄγεται . αἱ δμωίδες δὲ αἱ καινοπήμονες νέαι , ἤτοι αἱ νέον πῆμα ἔχουσαι ἤγουν παθοῦσαι
ἀκριτόφυρτος γᾶς δόσις οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοις φορεῖται . δμωίδες δὲ καινοπήμονες † νέαι τλήμονες εὐνὰν αἰχμάλωτον † ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ,
5923332 νυμφεια
κοινωνὸν πολλῶν συστήσεται , ἄστατα δ ' αὐτῷ ἐν θαλάμῳ νυμφεῖα γενήσεται ἔν τε γυναιξίν . Ἑρμῆς δ ' οἰκείως
' : οὐ γὰρ ἔστ ' ἔτι . Ἀλλὰ κτενεῖς νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου ; Ἀρώσιμοι γὰρ χἀτέρων εἰσὶν γύαι
5921208 πυλαισι
γαῖαν ἁρπαγαῖσι δαιμόνων τις ἄτα . ὠή , τίς ἐν πύλαισι δωμάτων κυρεῖ ; ἀνοίγετ ' , ἐκπορεύετ ' Ἰοκάστην
Παλλάς : πρῶτα μὲν ἡ Ἀθηνᾶ ἥτε καὶ ἥτις ἀγχίπτολις πύλαισι γείτων , ἤτοι ἡ πλησίον τῶν τῆς πόλεως πυλῶν
5916217 ἀπαιδας
δυοῖν θεαῖν Κόρης τε καὶ Δήμητρος , οἰκτίρουσα μὲν πολιὰς ἄπαιδας τάσδε μητέρας τέκνων , σέβουσα δ ' ἱερὰ στέμματ
πιοῦσα δοριπετῆ φόνον ἀλόχους τ ' ἀνάνδρους γραῦς τ ' ἄπαιδας ὤλεσεν πολιούς τε πατέρας . εἰ δὲ τοὺς λελειμμένους
5909437 Τρωιαδες
καιρός , ὦ βασίλεια † . ἔκβητ ' ἀπήνης , Τρωιάδες , χειρὸς δ ' ἐμῆς λάβεσθ ' , ἵν
ἀγγεῖον , καὶ ἐξέρχεται γάρος τὸ καλούμενον αἱμάτιον . Νύμφαι Τρωιάδες , ποταμοῦ Ξάνθοιο γενέθλη , αἳ πλοκάμων κρήδεμνα καὶ
5908867 Χρυσοθεμις
μεταφορᾶς τῶν τὰς φιλίας δι ' ὅρκου ποιούντων . ἡ Χρυσόθεμις ἀπελθοῦσα θῦσαι τῷ πατρὶ καὶ τὸν Ὀρέστου πλόκαμον ἐνταῦθα
περισσά , οἷς ὁμόθεν εἶ καὶ γονᾷ ξύναιμος , οἵα Χρυσόθεμις ζώει καὶ Ἰφιάνασσα , κρυπτᾷ τ ' ἀχέων ἐν
5903718 γημαμενη
τὰς συνθήκας . ἀνθ ' ὧν ἡ γυνὴ ἡ νόμῳ γημαμένη αὐτῷ παμμέγιστον ἀνδριάντα ἐν Κυρήνῃ ἀνέστησεν , αὐτὸν ἀμειβομένη
ἑνὸς αἰτίου . καίτοι δυσὶν ἀδελφοῖς ἀμφοτέροις πονηροῖς ἐν μέρει γημαμένη , κουριδίῳ μὲν τῷ προτέρῳ , τῷ δ '
5903652 πλαγαν
ἄλλων εὐσεβῶν [ σὲ ] ἀσεβῆ οὖσαν : σκέψαι τεκέων πλαγάν : τὴν πληγὴν , φησὶ , τὴν τῶν τέκνων
. ἀντιστροφὴ κώλων Ϛʹ . ἀντισπαστικὰ γʹ . διανταίαν λέγεις πλαγάν : πληγὴν λέγεις διαμπὰξ γενομένην καὶ ἐπὶ τῶν σωμάτων
5895404 ἰθαγενων
– ˘ × ὅπως ὀρειο [ ! ] τῶν [ ἰθαγενῶν ] [ ˘ × πόθεν γὰρ [ – ×
περὶ αὐτῶν ἐκεῖ δείκνυται . οὗτοι μὲν οὖν οὐχ ὑπὸ ἰθαγενῶν ἤρχοντο : οἱ δὲ Λυγκῆσται ὑπ ' Ἀρραβαίῳ ἐγένοντο
5891943 Στροφιος
γὰρ Πυλάδης ἀντιλέγει μέχρι τοῦ ἀλλὰ δῆτ ' ἔλθω : Στρόφιος ἤλασέν μ ' : Ἀναξιβίαν τὴν Ἀγαμέμνονος ἀδελφὴν Στρόφιος
ὅτε πατὴρ ἔκτεινέ με . οὐκ ἦν : χρόνον γὰρ Στρόφιος ἦν ἄπαις τινά . χαῖρ ' ὦ πόσις μοι
5884142 μορσιμον
] † ἐκπέμπων ἀκρατῶς ᾧ ] ᾧτινι , ἐμοί οὐ μόρσιμον ] οὐ μεμοιρασμένον ἀλλ ' ] ἢν μὴ ἀποθάνῃς
ἐτράφην , ἐν γῇ ἀποθανῶ . Ἀντήσειε : ἔλθῃ . μόρσιμον : μεμοιραμένον , τὸ τέλος τοῦ θανάτου . Εὐμενέοι
5880961 δυϊκως
γενικῆς ἑνικῶς παρελαμβάνετο ἡ ἐμός , καὶ ἔτι νῶιν νωίτερος δυϊκῶς κατὰ τὸν κτήτορα , καὶ ἔτι πληθυντικῶς ἡμῶν ἡμέτερος
ἀναβαλοῦ τὴν ταφὴν αὐτῆς : ὡς τώδ ' ἀδελφώ : δυϊκῶς τοὺς ἀδελφούς : ὅπως τοὺς ἐμοὺς παῖδας εἰς μίαν
5880702 ἐτευξα
μαθοῦσα νεκροὺς αἵματι βεβρεγμένους δυσμόρως θανόντας ὑπὸ δορὸς ἀλλήλων . ἔτευξα τύμβῳ μέλος : τὸ ἑξῆς : κλύουσα αὐτοὺς δυσμόρως
. καί κέ οἱ Ἄργεϊ νάσσα πόλιν καὶ δώματ ' ἔτευξα , ἐξ Ἰθάκης ἀγαγὼν σὺν κτήμασι καὶ τέκεϊ ᾧ
5876033 γενεθλον
ὑμᾶς . διδαχθεὶς ἂν τόδ ' εἰδείην πλέον , ὅπως γένεθλον σπέρμα τ ' Ἀργεῖον τὸ σόν . κλῃδοῦχον Ἥρας
τὸν προμάτορος Ἰοῦς ποτ ' ἔκγονον Ἔπαφον , ὦ Διὸς γένεθλον , † ἐκάλες ' ἐκάλεσα βαρβάρωι βοᾶι , ἰώ
5874168 ἐμαι
, ὃ στέρνων ἀπονησαμένη ῥάιων ἔσομαι . στάζουσι κόραι δακρύοισιν ἐμαί , ψυχὴ δ ' ἀλγεῖ κακοβουληθεῖς ' ἔκ τ
τὰ κτήματα κατὰ πᾶν γένος , οἱ ἐμοί , αἱ ἐμαί , τὰ ἐμά . κἂν ἀμειφθῇ δὲ τὰ τοῦ
5873968 Ἰολεως
, μετέχω σοι . ὦ τέκνα , χαίρετ ' : Ἰόλεως δὲ ποῦ γέρων μήτηρ τε πατρὸς τῆσδ ' ἕδρας
ἡμῖν καὶ παρὰ τοῖς Ἀθηναίοις προπαροξύνονται , οἷον Μενέλεως καὶ Ἰόλεως . Σεσημείωται τὸ ὀρφῶς καὶ λαγῶς περισπώμενα , ταῦτα
5870983 πολυστονος
μανιάσιν λύσσαις χορευθέντ ' ἐναύλοις . βέβακεν ἐν δίφροισιν ἁ πολύστονος , ἅρμασι δ ' ἐνδίδωσι κέντρον ὡς ἐπὶ λώβαι
λύκοι ὣς θῦνον : Ἔρις δ ' ἄρ ' ἔχαιρε πολύστονος εἰσορόωσα : οἴη γάρ ῥα θεῶν παρετύγχανε μαρναμένοισιν ,
5870185 κασιγνητους
συναφὴν δείκνυντ ' , ἢ μαρτυρίῃσιν ὁρῶσιν , δισσοὺς οἵγε κασιγνήτους θνητοῖσι νέμουσιν . εἰ δ ' ἐθέλοις δεδαῆσθαι ,
, εἶδον πρὸ πτόλιος δεδαϊγμένον ὀξέι χαλκῷ , τρεῖς τε κασιγνήτους , οὕς μοι μία γείνατο μήτηρ , κηδείους ,
5869407 Μοιραι
ὅτι τὸ λίνον ἐκ γῆς καὶ αὗται δὲ [ αἱ Μοῖραι ἐκ γῆς ] ἐπικλώθουσι τοῖς ζῴοις τὴν εἰς γῆν
δότε , κύρι ' ἔχοντες , θεαί τ ' ὦ Μοῖραι ματροκασιγνῆται , δαίμονες ὀρθονόμοι , παντὶ δόμῳ μετάκοινοι ,
5869257 ὑμεναιος
, Κρονίδαο Διὸς τροφός , ἡ δέ τε Μυσῆς ἁρπαγίμης ὑμέναιος ἔφυ κρατερῆς Εὐρώπης . Τῷ δ ' ὕπο Κιμμερίη
φησιν Λέξεσιν : ἱμαῖος ᾠδὴ μυλωθρῶν : ἐν δὲ γάμοις ὑμέναιος : ἐν δὲ πένθεσιν ἰάλεμος . λίνος δὲ καὶ
5867199 Πηληος
βωμῷ οἶκτον ἀπωσάμενος πατρώιον : οὐδὲ λιτάων ἔκλυεν , οὐ Πηλῆος ὁρώμενος ἥλικα χαίτην ᾐδέσαθ ' , ἧς ὕπο θυμὸν
Εἰδοθεείης . τὴν δὲ μετ ' ἀντολίηνδε παραὶ Κασιώτιδα πέτρην Πηλῆος πτολίεθρον ἐπώνυμον ἄνδρες ἔχουσιν ἔξοχα ναυτιλίης δεδαημένοι . οὐ
5866992 ἐξαδελφοι
ἀπὸ τοῦ λᾶας . Πύρρα δὲ ἡ γυνὴ Δευκαλίωνος . ἐξάδελφοι οὗτοι : Ἰαπετοῦ γὰρ παῖδες Προμηθεὺς καὶ Ἐπιμηθεὺς δύο
ἀδελφῶν παῖδες * οἳ καὶ καλοῦνται ἐξάδελφοι . ἦσαν δὲ ἐξάδελφοι οἱ Διόσκουροι Ἴδας τε καὶ Λιγγεὺς οὕτως : ἀνεψιαῖς
5858436 κλαιε
περὶ ἐκεῖνα ἀναστρέφου , ἃ κτήσασθαι θέλεις , καὶ τότε κλαῖε , ἐάν σοι μὴ προχωρῇ : κλαίειν γὰρ ἄξιος
ἔτετμεν , ἀλλ ' ὅ γ ' ἐπ ' ἀκτῆς κλαῖε καθήμενος , ἔνθα πάρος περ , δάκρυσι καὶ στοναχῇσι
5857602 Ἁιδαν
, πυρὸς τετακότας σποδῶι : ποτανοὶ δ ' ἤνυσαν τὸν Ἅιδαν . πάτερ , † σὺ μὲν σῶν † κλύεις
τάφον τε ματεύουσα τὸν αὐτόν , ἔμμοχθον καταλύσους ' ἐς Ἅιδαν βίοτον αἰῶνός τε πόνους : ἥδιστος γάρ τοι θάνατος
5856804 Ἀργειη
: δοιαὶ μὲν Μενελάῳ ἀρηγόνες εἰσὶ θεάων Ἥρη τ ' Ἀργείη καὶ Ἀλαλκομενηῒς Ἀθήνη . ἀλλ ' ἤτοι ταὶ νόσφι
' αὖτις πρὸς δῶμα Διὸς μεγάλοιο νέοντο Ἥρη τ ' Ἀργείη καὶ Ἀλαλκομενηῒς Ἀθήνη παύσασαι βροτολοιγὸν Ἄρη ' ἀνδροκτασιάων .
5852685 ἐλθους
δ ' , ὦ γεραιὰ μῆτερ ἡ Ξέρξου φίλη , ἐλθοῦς ' ἐς οἴκους κόσμον ὅστις εὐπρεπὴς λαβοῦς ' ὑπαντίαζε
φίλαι . Ἑκάβη , τί μέλλεις παῖδα σὴν κρύπτειν τάφωι ἐλθοῦς ' ἐφ ' οἷσπερ Ταλθύβιος ἤγγειλέ μοι μὴ θιγγάνειν

Back