καὶ ὑπόμυξα καὶ χολώδη : εἰ δὲ πλεῖον τοῦ μετρίου διδοίης , καὶ αἱματώδη καὶ μέλανα , ὥστε μέτριον ἀρκεῖ | ||
κρίναντι χρῆσθαι : τῇδε γὰρ ξυνοίσομαι . Ὦ Ζεῦ , διδοίης τοῖσι τοιούτοισιν εὖ . Τί δῆτα χρῄζεις ; ἦ |
δὲ „ δὶς „ ἔφη ” νικήσεις , ἐὰν μὴ ἐθέλῃς τρίς . ” Δαιμόνιον , ἀμπελουργέ , λέξεις γάρ | ||
γὰρ τὰ τοῦδε καλῶς οἶσθα . ἂν δ ' οὐκ ἐθέλῃς λέγειν , ἀνάγκη ἐμὲ μαντεύεσθαι . καὶ τὸν μὲν |
τῶν ἐγγύθεν συνεφέλκεται . εἰ δὲ τὸ ἀφέψημα κεράσας οἴνῳ πίνοις , τοῦτο ἰσχυρότερον . ἁρμόζει δὲ τῷ τε ἐφ | ||
μελικράτῳ πιεῖν : ἄμεινον δ ' εἰ μετ ' οἴνου πίνοις . ἐπὶ δὲ τῇ πόσει βραχὺ ἐλαίου ἐπιρροφῆσαι , |
γὰρ τὰ ὅμορα εἰώθασι λέγειν σύγχορτα , ὡς Εὐριπίδης “ σύγχορτα ναίω πεδία ταῖς Ἐλευθέραις . ” αὐτοχόωνον αὐτοχώνευτον , | ||
λείας Τρωϊκῆς ἐξαίρετον . Φθίας δὲ τῆσδε καὶ πόλεως Φαρσαλίας σύγχορτα ναίω πεδί ' , ἵν ' ἡ θαλασσία Πηλεῖ |
ὁ Λεπτὸς ἐξηγούμενος Θεοδωρίδα τὸ εἰς τὸν Ἔρωτα μέλος τὴν κελέβην φησὶ τίθεσθαι ἐπὶ τοῦ ὀρθοῦ ποτηρίου οἷον Προυσιάδος καὶ | ||
' ἐφίλησεν αἰχμήν οἰνοχόει δ ' ἀμφίπολος μελιχρὸν οἶνον τρικύαθον κελέβην ἔχουσα . οὐδ ' ἀργυρῆ κω τότ ' ἔλαμπε |
ἂν δὴ † φέρηις τι , μέγα δή τι † φέροις : ἄνοιγ ' ἄνοιγε τὰν θύραν χελιδόνι : οὐ | ||
τοῖσι δ ' ἔργοις ὄντας ἀνοήτους ὁρῶ . ἀποτετύχηται ζωμήρυσιν φέροις : ὀβελίσκους δώδεκα : κρεάγραν : θυΐαν : τυρόκνηστιν |
ἐς ποίαν προβαίνων ; τοῦτο πάντ ' ἔχω μαθών . οὖτος ἦλθ ' , ὁ τὰς ἀρίστας θυγατέρας σπείρας πατήρ | ||
ὀ γλαυκός ὀ Μυρταλίνης τῆς Κυλαιθίδος γείτων , ἀλλ ' οὖτος οὐδ ' ἂν πλῆκτρον ἐς λύρην ράψαι : ὀ |
ῥιζοῦσθαι αὐτὸ ἢ καὶ πλάγιόν τι ὑπὸ τῇ ὑποβεβλημένῃ γῇ θείης ἄν , ὥστε κεῖσθαι ὥσπερ γάμμα ὕπτιον ; Οὕτω | ||
Οὐκοῦν δικαιοσύνην τό γε τούτοις ἐνάμιλλον ἂν εἰς ἀρετὴν πόλεως θείης ; Παντάπασι μὲν οὖν . Σκόπει δὴ καὶ τῇδε |
σεαυτὸν εἰς τὴν γαστέρα , ὃ ποιοῦσι πηδῶντες . Γ ῥῖπτε σκέλος οὐράνιον : Εὐφρόνιος οὕτω φησὶν ὀνομάζεσθαι σχῆμά τι | ||
διήθει δι ' ὀθόνης πυκνῆς , καὶ ἐκπιέσας τὰ φύλλα ῥῖπτε , τὸν δὲ χυλὸν φύλαττε εἰς τὴν σκευασίαν : |
τοῦ φόνου γενοῦ βραβεύς , καὶ κατθανόντοιν εὖ περίστειλον δέμας θάψον τε κοινῆι πρὸς πατρὸς τύμβον φέρων . καὶ χαῖρ | ||
, πολλὰς τραγῳδίας ἐποίησεν . ὥσπερ καὶ ὁ Πολυνείκης ἐντέλλεται θάψον δέ μ ' ὦ τεκοῦσα καὶ σὺ σύγγονε ἐν |
με κόρᾳ Λατοῦς ἀνέθηκεν Ἀρίστα Ἑρμοκλειδαία τῶ Σαϋναϊάδα , σὰ πρόπολος , δέσποινα γυναικῶν : ᾇ σὺ χαρεῖσα πρόφρων ἁμετέραν | ||
μυστηπόλος . πρόσκειται μὴ μετὰ προθέσεως συντιθέμενα διὰ τὸ ἀμφίπολος πρόπολος . . . . , . αἰπόλιον : τὰ |
. εἰ δ ' ἐθέλεις , σὺ κόμισσον ἐνὶ σταθμοῖσιν ἐρύξας : εἵματα δ ' ἐνθάδ ' ἐγὼ πέμψω καὶ | ||
δῖος ἀμύμονα Βελλεροφόντην ξείνις ' ἐνὶ μεγάροισιν ἐείκοσιν ἤματ ' ἐρύξας : οἳ δὲ καὶ ἀλλήλοισι πόρον ξεινήϊα καλά : |
αὐτήκοος αὐτὸς γενέσθαι ; Τί οὖν δή ; βούλεσθε ἐγὼ σφῷν τὴν ἄτοπον ἀπόκρισιν ταύτην ἀποκρίνωμαι ; Τί μήν ; | ||
: νῶϊν νῷν κατὰ συναίρεσιν , ὥσπερ καὶ τὸ σφῶϊν σφῷν τῆς περισπωμένης φυλαττομένης . καὶ πάλιν νῶϊ σφῶϊ : |
ἐν ᾗ τὰ κρεάδι ' ἧψες ἐζωμευμένα πλὴν εἴ τις πρίαιτο δεόμενος βασκάνιον ἐπικάμινον ἀνδρὸς χαλκέως . τί δέ σοι | ||
μήν , ἔφη ὁ Γωβρύας , οἶδ ' ὅτι κἂν πρίαιτο Γαδάτας τὸ μέγα τι ποιῆσαι κακὸν τὸν νῦν βασιλέα |
τε τοῦ σοῦ στόματος , ἃς σὺ σῶι πατρὶ πόντου κρέοντι παιδὸς ἠράσω πέρι . ὦ θεοί , Πόσειδόν θ | ||
ἤγουν τοῦ διός , ἄρχε δοκίμου καὶ καλοῦ ὕμνου . κρέοντι δὲ εἶπεν , ἐπεὶ τὰ προότι διπλῶς ἐντάσσεται . |
τῶν προτεθέντων παρ ' ἡμῶν . Βίβλος αὕτη Κυρανοῦ καὶ Ἑρμεία ἐπικλητὴ “ τὰ τρία ” , ἐξ ἀμφοτέρων βίβλος | ||
οἱ κωμικοί . . καὶ Ὑπερείδης : Ἀπόκριναί μοι , Ἑρμεία , ὥϲπερ κάθῃ . . . . κάθῃ ἀντὶ |
: τί νῦν διανοῇ ; , μετὰ παρρησίας παραχρῆμα ἂν ἀποκρίναιο ὅτι τὸ καὶ τό : ὡς ἐξ αὐτῶν εὐθὺς | ||
” ἀλλὰ πρὸς δύο ” ἔφη „ ταῦτα τί ἂν ἀποκρίναιο ; ἥκεις πρὸς βασιλέας ἑσπέρας μὴ κελεύσαντας : ὅ |
, γάμησον , παιδοποίησον , πολίτευσαι : ἀνάσχου λοιδορίας , ἔνεγκε ἀδελφὸν ἀγνώμονα , ἔνεγκε πατέρα , ἔνεγκε υἱόν , | ||
. . . φησὶν ὁ αὐτὸς ⌈ οὗτος Ἀριστοφάνης : ἔνεγκε . . . χοᾶ . εἴρηκε δὲ τοῦτο ἐν |
τίς ἐμὸν οὐκ ἐπόψεται πάθος ἀμέγαρτον ἐπὶ κακῶν παρουσίᾳ ; Εἴθε με πυρφόρος αἰθέρος ἀστὴρ τὸν δύσμορον ἐξολέσειεν . Οὐ | ||
, καὶ κωφοῦ ξυνιείς , καὶ μὴ λαλέοντος ἀκούων . Εἴθε ὤφελες τὰ μὲν τοιαῦτα πάντα ἀγνοεῖν , ἐκεῖνο δὲ |
μακρηγορεῖν . ἴστε γάρ με καὶ οἷς ἐκεῖνος ἔπρατ - τεν οὐκ ἀρεσκόμενον , καὶ προκινδυνεύσαντα ὑμῶν ἐν οἷς πολλάκις | ||
τείνουσα [ ] ἐμὴν καὶ τὸ συλ [ ? ] τεν τοῖς λόγοις [ ] κωλυουσ ? [ . . |
' , ὥσπερ ἔφυς αἰεὶ σώτειρα προπάντων . Νύκτα θεῶν γενέτειραν ἀείσομαι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν . κλῦθι , μάκαιρα θεά | ||
' ἐσφάδᾳζεν οὐκ ἔχων ἀπαλλαγάς . Αἰθέρα καὶ Γαῖαν πάντων γενέτειραν ἀείδω . φθείρουσιν ἤδη χρήσθ ' ὁμιλίαι κακαί . |
Ἀττικοὶ καὶ τὸ ἰδέ ὀξύνουσι καὶ τὸ λαβέ καὶ τὸ φαγέ , ὁμοίως τῷ ἐλθέ , εὑρέ , εἰπέ . | ||
ἰδέ ὀξυνόμενα Ἀττικά , Ἀθηναῖοι γὰρ αὐτὰ ὀξύνουσιν , οἷον φαγέ πιέ καὶ ὅσα τοῦ δευτέρου ἀορίστου . Τύπτου : |
Γᾶ τροφός , κτήσαντο : πέμπε πυρφόρους θεάς , ἄμυνε τᾶιδε γᾶι : πάντα δ ' εὐπετῆ θεοῖς . [ | ||
πόθι φέρω , τέκνον ; τᾶιδε τᾶιδε βᾶθί μοι , τᾶιδε τᾶιδε πόδα τίθει , ὥστ ' ὄνειρον ἰσχύν . |
. . + . Ἀναίδεια : ὤ μοι , ἀναιδείην ἐπιειμένε : σημαίνει δὲ τὴν ἀναίδειαν : ὁ γὰρ φιλόχρυσος | ||
ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς : ὤ μοι ἀναιδείην ἐπιειμένε κερδαλεόφρον πῶς τίς τοι πρόφρων ἔπεσιν πείθηται Ἀχαιῶν ἢ |
καὶ πάλιν : εἴ μοι γένοιτο παρθένος καλή τε καὶ τέρεινα . τοῦτο τὸ εἰ γίνεται αἰ τοῦ ε τραπέντος | ||
ἐν ἡμετέρου ἣ νῦν μέγ ' ἱμείρει ? [ καλὴ τέρεινα παρθένος : δοκέω δέ μιν [ εἶδος ἄμωμον ἔχειν |
σοῦ πάντα : πρῶτον μὲν ὅτι ἁμαρτωλός εἰμι , ἵνα γνῶ ποῖα ἔργα ἐργαζόμενος ζήσομαι , ὅτι πολλαί μού εἰσιν | ||
τὸ κινεῖν τὴν ὀσφύν φασιν . ὥσπερ δὲ παρὰ τὸ γνῶ γίγνω , οὕτως παρὰ τὸ κλῶ κίγκλω καὶ κίγκλος |
καὶ εἰπόντος : „ ὦ Διόγενες , εἰ αὐλὰς τυράννων ἐθεράπευες , οὐκ ἂν ταῦτα ἤσθιες „ , ” σὺ | ||
Πολέμων „ βέλτιστε , ” εἶπεν ” εἰ δὲ βοῦν ἐθεράπευες ; „ Τὸ δὲ μεγαλόγνωμον τοῦτο καὶ φρονηματῶδες ἐκ |
ὁ πατήρ , φησίν , ὁ Ποσειδῶν ἰάσεται σε . Θάρρει , ὦ τέκνον : ἀμυνοῦμαι γὰρ αὐτόν , ὡς | ||
ἤδη ἀκροάσασθαι αὐτοῦ , μὴ καὶ λάθω τελέως ἀπολειφθείς . Θάρρει , ὦγαθέ . τὸ τήμερον γὰρ ἐκεχειρία ἐπήγγελται . |
χρήματα ὑμῖν καταβαλόντες Θηβαῖοι τὴν συμμαχίαν εὕροντο , εὐφήμει , φαίητε ἂν , ἡμῖν Θηβαῖοι ; πόθεν ; ἢ τί | ||
Σωκράτης Ἀναξαγόρου φαυλότερος , οὔκουν , ὥς γε ὑμεῖς ἂν φαίητε , οὐδὲ Μιλτιάδης οὐδὲν ἴσως τῶν σοφιστῶν . οἶμαι |
οὐρὰ προσπορίζει . ἀγαθὸς γενόμενος μὴ μετανόει . ψίθυρον ἄνδρα ἔκβαλε σῆς οἰκίας , τὰ γὰρ ὑπὸ σοῦ λεγόμενα καὶ | ||
' ἁλίαν χώραν : ἤπειρος ἀμείνων ἠῷος . πρότερον δόλον ἔκβαλε , πείθεϊ πείθων . στέρξον γῆν ὁσίως , ἣν |
ἤν πού τι φόως Δαναοῖσι γένωμαι . δὸς δέ μοι ὤμοιιν τὰ σὰ τεύχεα θωρηχθῆναι , αἴ κ ' ἐμὲ | ||
τεύχε ' ἀπηύρα , ἕλχ ' ἵν ' ἀπ ' ὤμοιιν κεφαλὴν τάμοι ὀξέϊ χαλκῷ , τὸν δὲ νέκυν Τρῳῇσιν |
χεῖρα . ἐροῦσι πολλοί : πολλὰ σαυτὸν ἀσπάζου , ἐπὴν ἔχηις τι : πάντα σοι φίλων πλήρη : πλουτοῦντα γάρ | ||
, μὴ τὰ μαλακὰ μῶσο , μὴ τὰ σκλήρ ' ἔχηις . καὶ πιεῖν ὕδωρ διπλάσιον χλιαρόν , ἡμίνας δύο |
! ] . ἔζεσθε ? ? [ ] ? , Μητροῖ ? ? ? . Πίστε [ , ! ! | ||
ἄξεις τότ ' ἀμελιτῖτιν ἐορτὴν ἐξ ἐορτῆς . κάθησο , Μητροῖ ? . τῆι γυναικὶ θὲς δίφρον ἀνασταθεῖσα ? ? |
ἐμίν , οὕτω δὲ Μενάλκας : Αἴτνα μᾶτερ ἐμά , κἠγὼ καλὸν ἄντρον ἐνοικέω κοίλαις ἐν πέτραισιν : ἔχω δέ | ||
ποτὶ τᾶν Νυμφᾶν διδύμοις αὐλοῖσιν ἀεῖσαι ἁδύ τί μοι ; κἠγὼ πακτίδ ' ἀειράμενος ἀρξεῦμαί τι κρέκειν , ὁ δὲ |
: μηδὲν ἀγνόει . ὦ Φοῖβ ' ἀκέστορ , πημάτων δοίης λύσιν . τί χρῆμα ; πρὸς θεῶν ἢ βροτῶν | ||
θείη σατράπην Κιλικίας Σαρδανάπαλλος ὁ δεσπότης , τί ἄν μοι δοίης τῷ εὐαγγελιζομένῳ ; Ὁ δ ' ἀποκρίνεται : Τί |
εἶναι , τὸ δὲ δαπάνημα μικρόν , οἷον σφαῖρα ἢ λήκυθος ἡ καλλίστη ἔχει μεγαλοπρέπειαν παιδικοῦ δώρου : τοῦτο δὲ | ||
; ψάγδαν φιλεῖς ; οὐδ ' ἐστὶν αὐτῷ στλεγγὶς οὐδὲ λήκυθος . οὐδ ' ἀργύριον ἔστιν κεκερματισμένον . ὁ δ |
κατάγνυσθαι . καὶ λέπας : λέπας δὲ ἀκρωτήριον . * ὑλῆεν : σύνδενδρον ὑλῶδες ὕλην ἔχον * τόθι : ὅπου | ||
δάκη , κοίλη τε φάραγξ καὶ τρηχέες ἀγμοί καὶ λέπας ὑλῆεν , τόθι δίψιος ἐμβατέει σήψ . χροιὴν δ ' |
ἀγόρευε Μενάλκας : μυκητᾶν ἐπίουρε βοῶν Δάφνι , λῇς μοι ἀεῖσαι ; φαμί τυ νικασεῖν , ὅσσον θέλω αὐτὸς ἀείδων | ||
! ! ! ! ! ! ] ν ἀθήλεα πῆχυν ἀεῖσαι [ ! ! ! ! ! ! ! ! |
τήμερον ἡμῖν . Οὗτος , τί πάσχεις , ὦ κακόδαιμον Ξανθία ; φυλακὴν καταλύειν νυκτερινὴν διδάσκομαι . κακὸν ἄρα ταῖς | ||
λέγει , ὅτι οὐκ ἂν ἄλλος ᾔτησέ σε , ὦ Ξανθία , σπόγγον , ἀλλ ' ἐσιώπησεν ἄν . 〚 |
συνουσίας . κῶας κώδιον : “ κώεσσι μαλακοῖσιν . ” κώδειαν ἰδίως ἡ τῆς μήκωνος κεφαλή . ὅταν δὲ λέγῃ | ||
Ὅμηρος δὲ κώδειάν φησι τὴν κεφαλήν : ὁ δὲ φὴ κώδειαν ἀνασχών . ἄλλως : καὶ γάρ φησιν ἐνίοτε πλησιάζοντος |
υἱόν . Μείλιχα : ἵλεως . μυθεῖσθαι : βουλεῦσαι . λισσομένην : παρακαλοῦσαν : ἀγορεύειν : λέγειν Τρηχύνονται : μελαίνονται | ||
κεν πανάποτμον , ἑὸν πάϊν ἀμφιβεβῶσαν , μείλιχα μυθεῖσθαι καὶ λισσομένην ἀγορεύειν : ἆνερ , ἄνερ , τί νυ σεῖο |
, τί ἄρ ' ἔνεστιν αὐτόθι ; Ὦ λόγια . Δός μοι , δὸς τὸ ποτήριον ταχύ . Ἰδού . | ||
: Ἥκεις εὐνομίην διζήμενος , αὐτὰρ ἐγώ τοι δώσω . Δός , εἴποιμι ἂν ἐγώ : οὐδεμίαν γάρ πω δόσιν |
λύχνον ἐμοῦ βιότοιο φαεσφόρον ἡγεμονῆα . εἰ ἐτεὸν δ ' ἐθέλεις ἐμὸν οὔνομα καὶ σὺ δαῆναι , οὔνομά μοι Λείανδρος | ||
ἄλλοσε ὅποι δύναμαι , ἀπορῶν : ἐπεὶ εἴ γ ' ἐθέλεις σὺ τούτων μὲν ἤδη παύσασθαι πρὸς ἐμὲ τῶν λόγων |
ἔτεκεν [ λέχει κόρα μιγεῖς ' Ὠκεανοῦ Μελία σέο , Πύθιε ? [ . τῷ ] Κάδˈμου στρατὸν ἂν Ζεάθου | ||
ὀνόμασι τοῦ θεοῦ οὕτως : ἀλλ ' ὦ Σμίνθιε καὶ Πύθιε , ἀπὸ σοῦ γὰρ ἀρξάμενος ὁ λόγος εἰς σὲ |
, οὐ μὴν κατασπάσειν γε , σὺ δέ , ὁπόταν ἐθελήσῃς , ῥᾳδίως ἅπαντας αὐτῇ κεν γαίῃ ἐρύσαι αὐτῇ τε | ||
οὖν πρὸς αὐτόν : “ Οὐκ ἀπιστοῦσά σοι μὴ οὐκ ἐθελήσῃς ἀφεῖναι Κλειτοφῶντα ταύτης ἐδεήθην τῆς κλοπῆς , ἀλλ ' |
: λαγὸν ταράξας πῖθι τὸν θαλάσσιον . τὸ δὲ “ πίε ” ἐπὶ ⌈ τοῦ ποτοῦ . ἐκ δὲ τοῦ | ||
δέ ποτε καὶ ῥῆμα προστατικόν : “ Κύκλωψ , τῆ πίε οἶνον ” . ἐχρήσατο δὲ καὶ τῷ πληθυντικῷ ὁ |
ἔφαν , Πρίαμος δ ' Ἑλένην ἐκαλέσσατο φωνῇ : δεῦρο πάροιθ ' ἐλθοῦσα φίλον τέκος ἵζευ ἐμεῖο , ὄφρα ἴδῃ | ||
σκάφος . τί δ ' ἔστι ; μεῖζον βρῖθος ἢ πάροιθ ' ἔχει ; οὐκ ἔστ ' ἐραστὴς ὅστις οὐκ |
οὖν λῃστὰς εἶναι δοκῶν , ὡς ἂν ὑπ ' αὐτῶν ἀποθάνοιμι . ἐν τούτῳ δὲ ἐγγὺς ἐγένοντο καὶ ἀναβοῶσιν ἄμφω | ||
δυστυχῶμεν ἡμεῖς : ἀντὶ τοῦ : εἴθε γὰρ τοῦτο ἰδὼν ἀποθάνοιμι : μήπω σφάξῃς σαυτόν : σίγα νῦν : ὡς |
ἄνδρ ' ἀπαναίνεται ἀφνεὸν ὄντα . μηδὲ γάμωι γάμον ἄλλον ἄγοις ἔπι , πήματι πῆμα . μηδ ' ἀμφὶ κτεάνων | ||
! ! ! ! ! ! Πύρρον ] ? ? ἄγοις Πριάμου τεκέων ὀλετῆρα [ ] πτολιπόρθιος [ ] : |
. καὶ σὺ μὲν ἐκεῖθι χαίρεις , σῶν λόγων δὲ χήρη ἕστηκεν Ἀκαδήμεια καὶ Σόλοι , πατρίς σευ . Ἀρκεσίλαος | ||
. ] Ἐν τῷ ποτ ' οἴκῳ πρόβατον εἶχέ τις χήρη , θέλουσα δ ' αὐτοῦ τὸν πόκον λαβεῖν μείζω |
' αὖθις φράσον . Φονέα σέ φημι τἀνδρὸς οὗ ζητεῖς κυρεῖν . Ἀλλ ' οὔ τι χαίρων δίς γε πημονὰς | ||
× – ἐγὼ μάγειρος ἀρτύσω σοφῶς ἔχε τὸ δελήτιον Βουθοία κυρεῖν δρῶντα ? ? δηλοῦν τί ; χρη [ Ƨἐργάτην |
ποιητὴς καλεῖ , οἷον : ” δεῦρ ' ἴθι , νύμφα φίλη ” , καὶ ὅτι παρώνυμος τῇ νύμφῃ ὁ | ||
ἄλλου ἄλλοσε τὴν δειλαίαν καλοῦντος , δεῦρ ' ἴθι , νύμφα φίλη , ἵνα θέσκελα ἔργα ἴδηαι ; Καὶ δείκνυσι |
Ἰσαάκιος μὴ πόρρω τῶν Ῥωμαϊκῶν ὁρίων γενόμενος δυσχερέστερον τῆς αἰχμαλωσίας ἀπαλλαγείη , πρὸς τὰς κύκλῳ διεπέμπετο πόλεις καὶ τὰ κατ | ||
εὐδαιμονοίη καὶ κατὰ πλοῦτον καὶ τιμήν , καὶ τοῦ πιέζοντος ἀπαλλαγείη νοσήματος , ὄντως ἂν ἐνθυμήσειεν ἡμᾶς τὰς αὑτοῦ ἀνδραγαθίας |
σέ , τὸ δόγμα . τί οὖν ἔχεις ποιῆσαι ; ἔξελε , τὸ δ ' ἐκείνων , ἂν εὖ ποιῶσιν | ||
γέ μοι ἠγόρασας . συνακολούθει μεθ ' ἡμῶν . θύραν ἔξελε . ἐπ ' ἀμφότερα νῦν ἡ ' πίκληρος ἡ |
ζάψ . Πτωκὰς κύπειρος Μᾶτερ ὦ ποντία κλῦθι Νυμφᾶν ἁβρᾶν Δῶρι , κυμοκτύπων τ ' ἤραν ' ἁλίων μυχῶν . | ||
δ ' ἐν Μνηματίῳ φησίν : ψῦξον τὸν οἶνον , Δῶρι . Πρωταγορίδης δ ' ἐν βʹ τῶν κωμικῶν ἱστοριῶν |
[ οιμ ? [ φρ [ ου [ κα [ ωνα ? [ κτει ? [ εἰ γαρ [ ἁνηρ | ||
! ! ! ] [ ! ! ! ] ‖ ωνα καὶ η [ ! ! ! ! ! ! |
κέλευε Δωρι ? ? [ ἀγένειον εἶ παιδάριον [ ὁ Ζεὺϲ ἀπολέϲαι κα [ πέπρακα . Δωρί , χαῖρε [ | ||
! ! ! ! ! ] υϲμα ? [ ὁ Ζεὺϲ ] ὁ ϲωτὴρ α ? ! [ ἐμὲ ] |
σύναρθρον ἀσυν . . ἦ γὰρ ἂν Ἀτρείδη νῦν ὕστατα λωβήσαιο : πρὸς τὸ σχῆμα , ἀντὶ τοῦ ἐλωβήσω ἄν | ||
τόδε σκῆπτρον . . ἦ γὰρ ἂν Ἀτρείδη νῦν ὕστατα λωβήσαιο : ὅτι τὸ εὐκτικὸν ἀντὶ παρεληλυθότος ὁριστικοῦ τοῦ ἐλωβήσω |
Ἆρ ' οὖν δυνατὸς αὐτὸ ἂν γενοίμην , ὥσπερ καὶ διανοοῦμαι , διὰ λόγων ἐνδείξασθαί σοι ; Τί δ ' | ||
γιγνόμενα , οὐκ ἂν θαυμάζοιμι εἰ μὴ σαφῶς λέγων ἃ διανοοῦμαι τοῦτο ἐποίησα καὶ ἔπαθον : ἀλλ ' ἃ βούλομαι |
κείρομεν τὰ πρόβατα καὶ τοὺς ποιμένας . Οὐ γάρ τοι σύγε πρῶτος ἄκλητος φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον ἄνηστις . Τῶν βδελλολαρύγγων | ||
τά γε τοιαῦτα , ἔφη ὁ Χαρικλῆς : ἀλλά τοι σύγε , ὦ Σώκρατες , εἴωθας εἰδὼς πῶς ἔχει τὰ |
μὲν τελέθεσκεν : ὅσον δ ' ἐπὶ βαιὸν ὁδεύεις σχῆμα κασιγνήτης ἑτέρης βλεφάροισι δοκεύων , φαιδρότερον τῆς πρόσθεν ὀπιπεύεις τύπον | ||
τοῦ τεθνηκότος θ ' ὕπερ λέξαιμ ' ἂν ὀρθῶς τῆς κασιγνήτης θ ' ὁμοῦ . Καὶ μὴν ἐφίημ ' : |
ἔπος τ ' ἔφατ ' ἔκ τ ' ὀνόμαζε : τίπτε Θέτι τανύπεπλε ἱκάνεις ἡμέτερον δῶ αἰδοίη τε φίλη τε | ||
, καί μιν φωνήσας ' ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : Ἥρη τίπτε βέβηκας ; ἀτυζομένῃ δὲ ἔοικας : ἦ μάλα δή |
τὸ συμπέρασμα , εἰ καὶ ἄμφω ψευδῆ εἰσιν , ἢ ὦδε , ἤγουν τὰς προτάσεις μόνον , εἰ τὸ συμπέρασμά | ||
μὴ καλῶς γένοιτο τἠμέρηι κείνηι ἤτις ς ' ἐσήγαγ ' ὦδε . Πυρρίη , κλαύσηι : ὀρῶ σε δήκου πάντα |
ἀξιοῦσι πράττεσθαι ; ἐγὼ μὲν οὖν οὐκ ἔχω ὅπως σοι πιστεύσω : οἶδα γὰρ ἄνδρα ἕνα Πρωταγόραν πλείω χρήματα κτησάμενον | ||
φίλῳ ; ποίῳ τινί ; ὡς πολίτῃ ; τί σοι πιστεύσω ; εἶτα σκευάριον μὲν εἰ ἦς οὕτως σαπρόν , |
λίθοιο . εἰ γὰρ ἄτερ κρατεροῦ ἐθέλοις πυρὸς ἐκ φλόγας ὄρσαι , κέκλομαι αὐαλέων μιν ὑπὲρ δαΐδων καταθεῖναι : αὐτὰρ | ||
, Ἰνοῦς . Αἰολίδαν δὲ Σίσυφον κέλοντο ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ σύριγγες οιεσππτξ ! [ ! ] |
εἰ ἀληθῆ ταῦτα φὴς εὐδαιμονέστερον ἀποφαίνων με τῶν πλουσίων . Ἰδοὺ δὴ οὕτως ἐπίσκεψαι , ὦ Μίκυλλε : σοὶ μὲν | ||
βασιλέως ὕπαρχος διαδέξεται : καὶ γὰρ εἴρηταί που : ” Ἰδοὺ ἐγώ εἰμι , ἀποστέλλω ἄγγελόν μου εἰς πρόσωπόν σου |
? ? καὶ ο [ ὧδε ξυνίημ ' ἀστέρ [ τώδ ' αὐτὸς εἶδον : κ [ λευκοῖς τε γὰρ | ||
πωλοῦντα διαβάλλει . τὸν μὲν Θαρρελείδου : Υἱόν . . τώδ ' οὐκ ἄρ ' ἤστην : Τινὲς διὰ τοῦ |
πι συλλαβῆς : ὄπτω γάρ ἐστιν , ἀφ ' οὗ ὄψομαι , καὶ παράγωγον ὀπτεύω : ἀποβολῇ τοῦ τ ὀπεύω | ||
βοᾶι : τὸ παιδίον φησὶν ἐμπρήσειν ἀπειλῶν . ὑιδοῦν ὀπτώμενον ὄψομαι . πάλιν πέπληχε τὴν θύραν . στρόβιλος ἢ σκηπτὸς |
, ἐν στήθεσσιν ἑοῖσι : σὺ δὲ φράσαι εἴ με σαώσεις . Τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς | ||
ἐν στήθεσσιν ἑοῖσι . σὺ δὲ φράσαι , εἴ με σαώσεις . καὶ ἤδη ἔδειξεν , ὅτι Ἀγαμέμνων τούτων ἁπάντων |
ἀμφοτέρῃσι λαβὼν ἐλλίσσετο γούνων [ καί μ ' ὀλοφυρόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : ] μή μ ' ἄγε κεῖς ' | ||
καὶ ἄλλους . ” ἦ ῥα , καὶ Ἀντίνοον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : “ Ἀντίνο ' , ἦ μευ καλὰ |
] ! ! ἀπὸ γλυκυ [ [ ] [ ] λωι ? πίνωμεν χα [ [ ] ανους ? ? | ||
[ ] [ γοι ] ? αυτ [ ] [ λωι ] ? κ [ ] [ σι ] ! |
εἰσι τὰ μυστήρια : οἱ γὰρ ἱερόδουλοι οὐδένα φοβοῦνται : μεσόμφαλον εἶπε τὴν Πυθίαν , ἐπεὶ κατὰ τὰ κοιλώματα τοῦ | ||
ἄνασσαν Ἑστίαν ὑμνήσομεν , ἃ καὶ Ὄλυμπον καὶ μυχὸν γαίας μεσόμφαλον ἀεὶ Πυθίαν τε δάφναν κατέχουσα ναὸν ἀν ' ὑψίπυλον |
. Τὸ δὲ χρῶμα τί λέγεις , ὦ Σώκρατες ; Ὑβριστής γ ' εἶ , ὦ Μένων : ἀνδρὶ πρεσβύτῃ | ||
. Τὸ δὲ χρῶμα τί λέγεις , ὦ Σώκρατες ; Ὑβριστής γ ' εἶ , ὦ Μένων : ἀνδρὶ πρεσβύτηι |
πεπρωμένη , ὅποι ποθ ' ὑμῖν εἰμὶ διατεταγμένος , ὡς ἕψομαί γ ' ἄοκνος : ἢν δέ γε μὴ θέλω | ||
σοί , βασιλεῦ , ἐς μέσον φέρω , αὐτὸς μέντοι ἕψομαί τοι καὶ οὐκ ἂν λειφθείην . Κάρτα τε ἥσθη |
ἄστυ ὀψέ περ οἰκτείραντες . Ἀγειρόμενοι δ ' ἄρα πάντες σειρὴν ἀμφεβάλοντο θοῶς περιμήκεϊ ἵππῳ δησάμενοι καθύπερθεν , ἐπεί ῥά | ||
ἐκέλευσεν [ υἱὸς Λαέρταο , πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς : ] σειρὴν δὲ πλεκτὴν ἐξ αὐτοῦ πειρήναντε κίον ' ἀν ' |
τῶνδ ' ἃ λέγω πεπράξεται . Ἐγὼ δ ' ἵνα θύσω τοῖσι καινοῖσιν θεοῖς , τὸν ἱερέα πέμψοντα τὴν πομπὴν | ||
μᾶλλον ἢ θυμούμενος πρὸς κέντρα λακτίζοιμι θνητὸς ὢν θεῶι . θύσω , φόνον γε θῆλυν , ὥσπερ ἄξιαι , πολὺν |
τὸ ἡμιστίχιον ἐκ Τηλέφου Εὐριπίδου ἔχον οὕτως : “ κακῶς ὄλοιτ ' ἄν : ἄξιον γὰρ Ἑλλάδι ” . εἰς | ||
κρείσσονα γνώμην ἔχειν . Ἕλληνες ὄντες βαρβάροις δουλεύσομεν ; κακῶς ὄλοιτ ' ἄν : ἄξιον γὰρ Ἑλλάδι . κακός τίς |
τὸ παράμονον καὶ δυσαπόσπαστον τῶν πετρῶν ὡς δ ' ὅτε πουλύποδος θαλάμης ἐξελκομένοιο , δελφῖνος δὲ τὸ ἡγεμονικὸν καὶ κρατιστεῦον | ||
. περιστρώματα Μεγαρικὴ ψηφοπαίκτης Ἀβυδηνὸν ἐπιφόρημα ἠλίθιον εἶναι νοῦν τε πουλύποδος ἔχειν κατάχωλε θᾶττον ἢ κεραυνοπλὴξ ἔσει . ἔοικεν αἰγίθαλλος |
, ἄγχι δέ τοι νύξ αὖλιν ἄγει , κοίτου δὲ λιλαίεαι ἔργον ἀνύσσας , τῆμος δὴ ποταμοῖο πολυρραγέος κατὰ δίνας | ||
καὶ κῆρ ' ἀίδηλον δώσω , ἐπεί νύ μοι ἄντα λιλαίεαι ἰσοφαρίζειν : καί κεν ἀναπνεύσουσιν ὅσοι σέθεν εἵνεκα λυγρῷ |
! ! [ [ ἄναξ ] [ ] ὑγιείας . Ἰὲ Παιάν , [ ἴθι ] σωτήρ [ : εὔφρων | ||
εἶμεν ἀγγράφοντι καὶ αὐτίκα καὶ εἰς τὸν ὕστερον χρόνον . Ἰὲ Παιᾶνα θεὸν ἀείσατε λαοί , ζαθέας ἐνναέται [ ] |
τέκνον γενέσθαι . Ἔχει δὲ οὕτως , ὥσπερ εἴ τις σίκυον ἤδη ἀπηνθηκότα , ἐόντα δὲ νεογνὸν καὶ προσεόντα τῷ | ||
αὐτῶν ἢ τὰ ἐνδύματα αὐτῶν ζητῶν , εἴ που εὕροι σίκυον ἤ τι τῶν ἑξῆς . σίκυον ] ἀπὸ εὐθείας |
ᾤκησεν , ὡς Ἡρόδοτος πρώτῳ . τὸ ἐθνικὸν Θυελαῖος . Θυεσσός , πόλις Λυδίας , ὀξυτόνως . ἀπὸ Θυεσσοῦ καπήλου | ||
ἓν Σ ἔχοντα προπαροξύνεται : Ἔφεσος Ἔρεσος . τὸ μέντοι Θυεσσός δύο ΣΣ ἔχον ὀξύνεται . Τὰ εἰς ΣΟΣ ὑπερδισύλλαβα |
αὐτοῖς , πληρώσεις ἐπιθυμιῶν ἐκπορίζοντα ἃς αὐτὸς ἀσπαζόμενος οὐκ ἂν ἐθέλοιμι ζῆν . ταὐτὸν δὴ καὶ περὶ πόλεως αὑτοῦ διανοούμενον | ||
ἀπτοεπὲς ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες . οὐκ ἂν ἔγωγ ' ἐθέλοιμι Διὶ Κρονίωνι μάχεσθαι ἡμέας τοὺς ἄλλους , ἐπεὶ ἦ |
κύρια ποιοῦσιν οὐδετέρου παρασχηματισμόν , οἷον χαρίεις χαρίεν , τιμήεις τιμῆεν , εἷς ἕν , δείς δέν , ἐξ οὗ | ||
: τὸ καρχαρόδουν καὶ τὸ τιμήειν ἀπὸ τοῦ καρχαρόδον καὶ τιμῆεν γέγονε , τὸ μὲν τοῦ † ι πλεονασμῷ , |
τῆλε δ ' ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα , ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην κρήδεμνόν θ ' , ὅ | ||
χρυσάμπυκας ἵππους ” φησίν . ὅταν δὲ λέγῃ “ ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε , ” κόσμον τινὰ ἔοικε περὶ τὴν κεφαλὴν |
, τὰ κυμβία αἴρου τὰ μείζω , κεὐθὺ τοῦ καρχησίου ἄνελκε τὴν γραῦν , τὴν νέαν δ ' ἐπουρίσας πλήρωσον | ||
ἥρωϊ ἄνακτι ὀξὺ δόρυ κραδάων : ὃ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκε . τὼ δ ' ἄρ ' ὁμαρτήδην ὃ μὲν |
. τίν ' ἂν οὖν χώραν εὔφρονα μᾶλλον τῆσδ ' ἀφικοίμεθα σὺν τοῖσδ ' ἱκετῶν ἐγχειριδίοις , ἐριοστέπτοισι κλάδοισιν ; | ||
τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν . εἰ δέ κεν εἰς Ἰθάκην ἀφικοίμεθα , πατρίδα γαῖαν , αἶψά κεν Ἠελίῳ Ὑπερίονι πίονα |
Φιλοκτήτῃ ἔφη : οὐκ ἔστι διθύραμβος , ὅκχ ' ὕδωρ πίῃς . ὅτι μὲν οὖν οὐχ ἡδονῆς χάριν ἐπιπολαίου καὶ | ||
: ἕξεις δ ' ὅς ' ἂν φάγῃς τε καὶ πίῃς μόνα : σποδὸς δὲ τἄλλα , Περικλέης , Κόδρος |
Πρωτέως ἱδρύσατο , πάντων προκρίνας σωφρονέστατον βροτῶν , ἀκέραιον ὡς σώσαιμι Μενέλεωι λέχος . κἀγὼ μὲν ἐνθάδ ' εἴμ ' | ||
τοῖς θεοῖς , ἐμέ τε ὑμνῶν καὶ περιέπων , ὅτι σώσαιμι αὐτῷ τοὺς υἱέας , καὶ τὴν πόλιν τῶν Ἀθηναίων |
οὖν δέδωκε σὺν θεοῖς δίκην αὐτός τε καὶ γῆ δορὶ πεσοῦς ' Ἑλληνικῶι . ἥκω δὲ τὴν Λάκαιναν ἄξων : | ||
ἄλλο τι θαλάσσιον ὄρνεον : “ ἄντλῳ δ ' ἐνδούπησεν πεσοῦς ' ὡς ἐναλίη κήξ . ” κῆρ . εἰ |
' ἂν ἀπαρκοῖ : Θήβας δ ' ἡμᾶς τὰς ὠγυγίους πέμψον , ἐάν πως διακωλύσωμεν ἰόντα φόνον τοῖσιν ὁμαίμοις . | ||
μ ' ἐς Ἀχιλλῆος φίλον ἐλθεῖν ἠδ ' ἐλεεινόν , πέμψον δ ' οἰωνὸν ταχὺν ἄγγελον , ὅς τε σοὶ |
Σώκρατες , οἴει ἂν ἀδίκως πληγὰς λαβεῖν , ὅστις διθύραμβον τοσουτονὶ ᾄσας οὕτως ἀμούσως πολὺ ἀπῇσας ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος ; | ||
ἀγαθοὺς ἐνόμισας ; Οὐ γάρ , οἵτινες ἡμῶν καταχεόντων ὕδωρ τοσουτονὶ εἰς ταὐτὸ τοῦθ ' ἑστᾶς ' ἰόντες χωρίον ; |
, αὐτὰρ ὅ γ ' υἷας ἄμαξαν ἐΰτροχον ἡμιονείην ὁπλίσαι ἠνώγει , πείρινθα δὲ δῆσαι ἐπ ' αὐτῆς . αὐτὸς | ||
. ἀνωγῶ οὖν , ὁ παρατατικὸς ἠνώγουν , τὸ τρίτον ἠνώγει , ὁ μέλλων ἀνωγήσω , ὁ ἀόριστος ἠνώγησα , |
, ἀντὶ τοῦ εὐθείας ποίει , σύ . Ἐγὼ δὲ μυθησαίμην ἂν τῷ Πέρσῃ , ἀντὶ τοῦ παραινέσαιμι . ΕΤΗΤΥΜΑ | ||
' ἴθυνε θέμιστας τύνη : ἐγὼ δέ κε Πέρσῃ ἐτήτυμα μυθησαίμην . Οὐκ ἄρα μοῦνον ἔην Ἐρίδων γένος , ἀλλ |
προκατακλύζοντα ἐν οἴνῳ θερμῷ , τῶν δὲ ξηρῶν ἐν οἴνῳ δεῦσαι καὶ καταπλάττειν . Τὸ δ ' Ἡράκλειον φύλλον μὲν | ||
λούσασθαι ἐν τῇ Κασταλίᾳ : τὴν ἐμὴν κεφαλήν : † δεῦσαι παρθένιον : λείπεται οὖν , φησὶν , ἐναπολούσασθαί με |
, χαριδῶτι , φαινομένη , ἀφανής , ἐρατοπλόκαμ ' , εὐπατέρεια , νυμφιδία σύνδαιτι θεῶν , σκηπτοῦχε , λύκαινα , | ||
ῥά ποτ ' Ὠκυρόην νύμφην , περικαλλέα κούρην , Χησιὰς εὐπατέρεια τέκεν φιλότητι μιγεῖσα , Ὠκυρόην , ᾗ κάλλος ἀμήχανον |
, σεσημείωται διὰ τῆς οι διφθόγγου . Τὰ διὰ τοῦ υω ὑπὲρ δύο συλλαβὰς βαρύτονα διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται | ||
[ [ ] κουριδιο ? ? [ [ ] ! υω ! [ [ ] ! [ . . . |
δ ' ἁλσὶ κυμινοτρίβοις καὶ γλαυκῷ ἐλαίῳ ἐκ χειρὸς κατακρουνίζων θεοδέγμονα πηγήν . Νίκανδρος δ ' ὁ Θυατειρηνὸς δύο γένη | ||
? δάκρυα λείβειν ? ? . [ πίστιν ] ἀερτάζεις θεοδέγμονα κυδιανείρην . [ μὴ τρομέοις ] ? , σκηπτοῦχε |
τοῖχοι . νῦν αὐτὸν ἐκμάσσεις ? τε καὶ ποεῖς λαμπρόν ὄτ ' ἐστὶ χρείη [ ] ? , ληιστρί ; | ||
τέα κόρα οἴκω τε πὲρ σῶ καὶ πὲρ ἀτιμίας κύπρος ὄτ ' ἄσφ ' ἀπολλυμένοις σάωις ἄμμιν ἀθάνατοι θέοι νίκαν |
δυσσεβῆ καὶ δυστυχῆ . σωθεὶς δέ , παῖδας ἐξ ἐμῆς ὁμοσπόρου κτησάμενος , ἣν ἔδωκά σοι δάμαρτ ' ἔχειν , | ||
ὁρῶ μητέρα στεργομένην , αὕτη δὲ ἀπέχθεταί μοι . τῆς ὁμοσπόρου ] ἀπὸ κοινοῦ τὸ εἰς σέ μοι στέργηθρον . |
' ἐξ Ἀπατουρίων ταῖς μαστροποῖς διδοῦσαι ἔπειτα τὴν γαλῆν φαμεν Τάλαιν ' ἐγώ : φλυαρεῖς . Οὐδ ' ὡς ἑτέρα | ||
τουτογί , εἰ μὴ διατριπτικόν γε κοὐκ ὄζον γάμων . Τάλαιν ' ἐγώ , τὸ Ῥόδιον ἤνεγκον μύρον . Ἀγαθόν |