, ἱεροῦ τινος ἢ βασιλείου λευκῶν λί - θων πεποιημένου διασῶζον ἐρείπια οὐκ ὀλίγα . ἀπὸ δὲ τῆς κορυφῆς πρὸς
παντὶ τί ἐστι τὸ μετατιθὲν τὰ στοιχεῖα καὶ τὴν ἀειγενεσίαν διασῶζον ; εἰ μὲν γὰρ χεῖρον διανοίας , ὅρα μὴ
6005657 ὁδοιπορια
ἤως μία καὶ ἡ αὐτή . κέλευθος : ὁδὸς , ὁδοιπορία . Πομπή : πρόοδος , κίνησις . ῥιπή :
τοῦ βίου , ὡς περίπατος , ὡς πλοῦς , ὡς ὁδοιπορία , οὕτως καὶ πυρετός . μή τι περιπατῶν ἀναγιγνώσκεις
6003654 πεπηγυια
μὲν γὰρ ἐμπειρία ἀπαγὴς ἔτι : ἡ δὲ καθόλου πρότασις πεπηγυῖά τε καὶ ἐπὶ ταὐτοῦ μένουσα καὶ ἐκ τῆς τῶν
μὲν γὰρ ἐμπειρία ἀπαγὴς ἔτι : ἡ δὲ καθόλου πρότασις πεπηγυῖά τε καὶ ἐπὶ ταὐτοῦ μένουσα καὶ ἐκ τῆς τῶν
5995991 ἐδαπανησεν
ταῖς ἰσχνοτέραις δὲ καὶ ἀσάρκοις πλεῖον : ὃ γὰρ οὐκ ἐδαπάνησεν εἰς εὐτροφίαν ἡ φύσις , τοῦτο ἐπλεόνασεν εἰς ἔκκρισιν
πρὸς βαρβάρους ἐγένετο καὶ δέκατον ἔτος ὁ πόλεμος εἰς ἑαυτὸν ἐδαπάνησεν . εἶτα μίαν μὲν Λάκαινάν τις ὑβρίζων κοινὸν πόλεμον
5977811 προϋποκειται
μερικωτέρων καὶ ὑφειμένων , οὑτωσὶ καὶ ἐν τοῖς ὑλικοῖς πράγμασι προϋπόκειται τὸ κοινῶς ποιὸν τοῦ ἰδίως , ποίημα μὲν ὂν
ἑκάστων φύσεσιν ἐνυπάρχει : ἔνια δὲ ὡς ἐν ὕλης τάξει προϋπόκειται , ὅσα τόπων ἢ ἄλλων τινῶν ἔχεται τοιούτων .
5930245 ὑποβαλλοντας
ἀπὸ χειρὸς χρῆσθαι καὶ τοῖς ξίφεσι τῶν πολεμίων σφᾶς αὐτοὺς ὑποβάλλοντας ἐκδέχεσθαι τὰς καταφοράς . ὅ τε γὰρ σίδηρος τῶν
τοὺς Στωϊκοὺς οὐδὲ ζητεῖται τοῦτο [ , ] μίαν γε ὑποβάλλοντας ? εὐφύειαν ? πάσαις ? ? ? [ ]
5889177 ἀναδιδουσα
ἀπεικάζει φρέατι : βαθεῖα γὰρ καὶ οὐκ ἐπιπόλαιος , γλυκὺ ἀναδιδοῦσα νᾶμα καλοκἀγαθίας | διψώσαις ψυχαῖς , ἀναγκαιότατον ὁμοῦ καὶ
νοτίδες , ἔνδροσος γῆ , πιδύουσα , ἰκμάζουσα , ὕδωρ ἀναδιδοῦσα , νοτερά , νότιος , ἔννοτος , ἐννότιος ,
5859967 παραγινομενου
ὅτε καὶ ὅλως οἵ γε πολλοὶ φυτεύουσιν , ὡς καὶ παραγινομένου καὶ αὐξανομένου θᾶττον . νέου μὲν ὄντος οὐχ ἅπτονται
τὸ αὐτὸ τοῦ πλάτους σημεῖον αὐτοῦ τὴν αὐτὴν ὥραν ὀκταετίᾳ παραγινομένου . ἐπὶ δὲ τῶν ἄλλων , ἐπεὶ καθ '
5833900 βοτρυωδες
καὶ οἱ σκυτοδέψαι τὰ δέρματα τὰ λευκά . ἄνθος λευκὸν βοτρυῶδες , τῷ σχήματι δὲ τὸ ὁλοσχερὲς ὄστλιγγας ἔχον ὥσπερ
σπερματοῦσθαι καὶ ἔτι τόπον εὔειλον ἔχῃ : τὸ δὲ ἄνθος βοτρυῶδες καὶ λευκὸν καθάπερ τῶν ἀγρίων . . . ταῦτα
5811319 Πολυπους
θεάσει αὐτὸν κατὰ τὴν νύκτα φαίνοντα , ὥσπερ λαμπάδα . Πολύπους ζῷόν ἐστι , τὸ λεγόμενον ὀκταπόδιον . οὗτος ζωμευθεὶς
Ὄψον κυρίως πᾶν τὸ διὰ πυρὸς εἰς ἐδωδὴν κατασκευαζόμενον . Πολύπους , πολύποδος , ἡ αἰτιατικὴ τὸν πολύπουν , ὡς
5806140 γεωργουμενην
: παρὰ τὸ ἀροῦν , ἢ παρὰ τὸ ἀραιοῦσθαι τὴν γεωργουμένην γῆν , . , , . . α .
πλησιάζειν αὐτῇ καὶ διὰ τὸ ὀλίγην παντάπασιν ἔχειν χώραν τὴν γεωργουμένην . εἰκὸς οὖν ἦν τοὺς Ἀθηναίους ἐπεξιόντας αὐτοῖς κωλύειν
5789793 προσεκυνει
τὸν Στρυμόνα . Ἄλλως . καὶ ὁ πάνυ ἀσεβὴς τότε προσεκύνει τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν . . ἁγνοῦ ]
καλὸν φανῆναι τὸν Κῦρον . πρόσθεν δὲ Περσῶν οὐδεὶς Κῦρον προσεκύνει . ἐπεὶ δὲ προῄει τὸ τοῦ Κύρου ἅρμα ,
5787167 ἀπεγεννησεν
' ἐκ . ὁ Ζεὺς τῇ Μήτιδι συνελθὼν τὴν φρόνησιν ἀπεγέννησεν , ἣν καὶ ἀγελείαν φασὶ διὰ τὸ ἄγη ἐλαύνειν
. τῆς δὲ διανοίας τὸ πέρας τὸ κατὰ τὴν ἡδονὴν ἀπεγέννησεν ἥ τε τούτων αὐτῶν ἐκλόγισις καὶ τῶν ὁμογενῶν τούτοις
5786436 σκαμβον
Τότ ' ᾄσονται κύκνοι , ὅταν κολοιοὶ σιωπήσωσι . Τὸ σκαμβὸν ξύλον οὐδέποτ ' ὀρθόν : αὕτη δημώδης ἐστὶ καὶ
τοῦ τροχοῦ , εἰς ἣν ὁ ἄξων ἐνήρμοσται . τὸ σκαμβὸν ξύλον οὐδέποτε ὀρθόν : αὕτη ἡ παροιμία δημώδης ἐστὶ
5777132 παροδευει
τξε δʹ : ἐν τοσαύταις γὰρ ἡμέραις τὰς τξ μοίρας παροδεύει ὁ ἥλιος , ὥστε παρὰ μικρὸν ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ
καὶ ἐν ᾧ ἡ ΑΒ εὐθεῖα περὶ τὸ Β κινουμένη παροδεύει τὴν ΑΔΓ περιφέρειαν , σημεῖον ἐπ ' αὐτῆς ἀρξάμενον
5769232 ταπεινουμενη
Ἐρυθράν , καὶ ἐν τῇ αὐτῇ διέμεινεν ἐπιφανείᾳ , μὴ ταπεινουμένη : καὶ γὰρ κατ ' αὐτὸν Ἐρατοσθένη τὴν ἐκτὸς
κακῶς μοι ἔχῃ ἡ ψυχὴ καὶ χείρων ἑαυτῆς ᾖ , ταπεινουμένη , ὀρεγομένη , συνδουμένη , πτυρομένη ; καὶ τί
5761832 καθοραται
, τὸ δὲ πρός τι ἐν σχέσει . πρῶτον δὲ καθορᾶται καὶ λέγεται καθ ' ἑαυτὸ ἕκαστον καὶ οὕτως ἐν
ἔτος ἀεὶ νέας ἰλύος ἀθροιζομένης πρὸς τὰ στόματα τοῦ ποταμοῦ καθορᾶται τὸ μὲν πέλαγος ἐξωθούμενον τοῖς προσχώμασιν , ἡ δὲ
5757323 μαλακοτης
τοιαῦταί εἰσι διαφοραί , οἷον πυκνότης μανότης βαρύτης κουφότης σκληρότης μαλακότης , ὡσαύτως δὲ καὶ εἴ τις ἄλλη τοιαύτη :
μίαν συνάγονται , θερμότης ψύξις , ξηρότης ὑγρότης , σκληρότης μαλακότης , κουφότης βαρύτης , καὶ αἱ λοιπαί . οὐκ
5754331 ἀποτελουσαν
ζαπληθῆ ] πολλὴν . δάσκιον ] μεγίστην διὰ τὸ πλῆθος ἀποτελοῦσαν σκιάν . ἔτεγγ ' ] ἔβρεχεν . ἀμείβων ]
διέχοντα , εἶτα πάλιν συναγομένην εἰς μίαν ” κορυφήν , ἀποτελοῦσαν τὸ πᾶν ὕψος δυεῖν πλέθρων „ καὶ πεντεκαίδεκα πηχῶν
5753606 διερπει
καὶ περιθεῖ καί , ὡς αὐτό που δηλοῖ τοὔνομα , διέρπει πάντῃ σκιδναμένη καὶ χεομένη , πᾶσαν τὴν κοινωνίαν τῶν
πλῆρες ἀποφαίνει καὶ ὅμοιον , ἀναπτύξαντι δὲ σύριγξ αὐτὸ λεπτὴ διέρπει μέσον , ὥσπερ τοὺς ὀδόντας . εἰσὶ δὲ οἱ
5726846 ἀπερατον
. τὸ χρῆμα ] ἡ ὕπαρξις , τὸ μέγεθος . ἀπέρατον καὶ ἀπέραντον τὸ μέγα καὶ μακρόν . ἀπέρατον μὲν
ἐξαπτομένη πρὸς τῶν αἰσθητῶν ἐμπίπρησι τὸν νοῦν , πολλὴν καὶ ἀπέρατον φλόγα ἐπεισχέουσα μετὰ ῥύμης ἀνηνύτου καὶ φορᾶς ; ἄριστον
5712104 ἐωσα
ἡ κάμπτουσα τῶν κολαζομένων τοὺς πόδας καὶ συμποδίζουσα καὶ μὴ ἐῶσα φυγεῖν , ἢ ἡ τοὺς ἑαυτῆς πόδας ἐπικλίνουσα καὶ
ἡ κάμπτουσα τῶν κολαζομένων τοὺς πόδας καὶ συμποδίζουσα καὶ μὴ ἐῶσα φυγεῖν . ἢ τοὺς ἑαυτῆς πόδας ἐπικλίνουσα καὶ πρὸς
5663335 φαραγξ
σταθμὸν ἐποιοῦντο : τό τε γὰρ χωρίον ἀπόρρυτον ἑκατέρωθεν , φάραγξ βαθεῖα καὶ σύσκιος , καὶ διὰ μέσου ποταμὸς οὐ
ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων , αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν ; γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι
5637323 ὑποδραμουσης
ἐν ἐνιαυτῷ κύκλον . ἔκλειψιν δὲ τοῦ ἡλίου φαίνεσθαι σελήνης ὑποδραμούσης ὑπὸ τὸν αὐτοῦ κύκλον καὶ ταῖς ἡμετέραις ὄψεσιν ἀντιφραττούσης
' αὐτὴν οὐδὲν ἀφώτιστον ἐν οὐρανῷ : συνόδῳ μὲν γὰρ ὑποδραμούσης ἥλιον σελήνης τὸ πρὸς γῆν μέρος ἐζόφωται , νουμηνίᾳ
5633502 μυσαντα
τὰ τῶν διεξόδων στόματα ᾗ τὸ πτερὸν ὁρμᾷ , συναυαινόμενα μύσαντα ἀποκλῄει τὴν βλάστην τοῦ πτεροῦ , ἡ δ '
ἀναγκάζειν τε αὑτὸν καὶ τοὺς ἄλλους μὴ ἀποδειλιᾶν ἀλλὰ παρέχειν μύσαντα εὖ καὶ ἀνδρείως ὥσπερ τέμνειν καὶ κάειν ἰατρῷ ,
5629743 μαστῳ
γε τῆς μὲν μητρὸς οὕτως εἴχετο ὥσπερ οἱ πρὸς τῷ μαστῷ παῖδες , τὸν δὲ ἀδελφὸν ὡς παῖδα ἠσπάζετο ,
τῶν Ἠλείων τοὺς στρατηγούς , νήπιον παῖδα ἔχουσαν ἐπὶ τῷ μαστῷ , λέγειν ὡς τέκοι μὲν αὐτὴ τὸν παῖδα ,
5618806 βυκτης
δὲ σύνταξις οὕτως : παρ ' ἄλλου δ ' ἄλλος βύκτης καὶ ἄνεμος ἐνθρώσκων καὶ ἐμπίπτων ἐν πνοαῖς στροβήσει καὶ
παρὰ τὸ βύζω βυστός καὶ βυθός . . . . βύκτης : ἠχητικός Ὅμηρος : ἔνθα δὲ βυκτάων ἀνέμων .
5608957 βαρυοσμος
, λεῖος , λιπαρός , εὔθρυπτος , τάχιστα διιέμενος , βαρύοσμος . Πεπέρεως ἐκλέγου τὸ βαρύτατον καὶ πλῆρες , μέλαν
σκίδναται : διαμερίζεται * ἐμβαρύθουσα : βαρύοσμος ἡ βοτάνη αὕτη βαρύοσμος μέσον δ ' ὡς ἀχράδα καρπὸν ἤτοι ἕως τῆς
5605820 προλαμβανει
δὲ μερικὰ τοὐναντίον ἑτοιμότερα πρὸς κατασκευὴν ἤπερ πρὸς ἀνασκευήν . προλαμβάνει γὰρ ὅτι τὸ μὲν παντὶ μοναχῶς δείκνυται , τὸ
, ὡρισμένην ὁμοῦ τοῖς εἰς αὐτὴν εἰσβάλλουσι ποταμοῖς , ὠκεανὸν προλαμβάνει τῇ μνήμῃ καλῶς , εἴγε θεῶν καθ ' Ὅμηρον
5604989 βρυκοι
καὶ σταθμοῦ τι βάρος ἔμμορε ] μέριζε ἔμμορε ] τυγχανέτω βρύκοι ] ἐσθίοι φοινώδεα ] κόκκινον φοινώδεα ] φοινικοῦν σίδη
, κεραμέων μέγα κωκυσάντων . ὡς γνάθος ἱππείη βρύκει , βρύκοι δὲ κάμινος πάντ ' ἔντοσθ ' αὐτῆς κεραμήϊα λεπτὰ
5595742 δινεισθαι
ἐν τοῖς ὠοῖς τοῖς ὠμοῖς : οὐδὲ γὰρ ταῦτα δύναται δινεῖσθαι διὰ τὴν ὑγρότητα , τὰ δ ' ἑφθὰ δύναται
. λέγει δὲ τὸν τροχὸν τῶν κεράμων : παρὰ τὸ δινεῖσθαι . χυτρεοῦν : † μάταιον † εὐτελές , χύτρας
5580034 ζουσα
ἀπὸ τοῦ ἔθος νέον εἶναι . Ἔθνος ἡ ἰδιά - ζουσα διαφορά . ἔθνος : τὰ πλήθη ἅτινα ἔχουσι διαφορὰν
ὥραν , ἡ μὲν θάλαττα πᾶσαν τὴν ῥαχίαν ἐπικλύ - ζουσα καλύπτει , καὶ λάβρῳ καὶ πολλῷ κύματι συναποκομίζει πρὸς
5577196 ὑπολειφθεντος
συρόμενοι καὶ πατούμενοι διὰ τῆς πόλεως ἁπάσης ἐξαναλώθησαν , οὐδενὸς ὑπολειφθέντος μέρους , ὃ δυνήσεται κοινωνῆσαι ταφῆς . μυρίους μέντοι
ποιήσας ἴσον ἑκάστῳ ἐνέχεεν . ἐπεὶ δὲ μόνου τοῦ σκυτέως ὑπολειφθέντος πολὺ φάρμακον κατελείπετο , λαβὼν ὅλην τὴν θυίαν κατ
5572360 ἐλασθεις
θανάτου ἐτίμησεν . εἰσῄει γὰρ αὐτὸν δέος , μὴ φυγὰς ἐλασθεὶς ἐκ τῆς πατρίδος ἀνὴρ στρατηγῆσαι πολέμους τῶν τότε δεινότατος
δευτέραν ἅλμην φυγὼν , φησὶ , τὸ πρῶτον , εἶτα ἐλασθεὶς τῇ τριαίνῃ δεύτερον τῆς θαλάσσης ἑλκύσει πίεται . φασὶν
5569685 Ἀποδειξις
τότε φαίνεται τὰ ἄστρα , ὅ ἐστιν ὥρας Ϛ . Ἀπόδειξις : δύντος τοῦ ἡλίου , ἄφες ὕδωρ διὰ κλεψύδρας
καθόλου λόγον , ἐπειδὴ οὐκ ἔχουσι καθόλου ἀποφατικὴν ὑπάρχουσαν . Ἀπόδειξις δ ' ἡ αὐτή , ὅτι δύνανται ὁμοιοσχήμονες γενέσθαι
5553283 ἑπομενη
ὥσπερ γε καὶ ἡ παχύτης , οὐ τῇ συμφύτῳ μόνον ἑπομένη κράσει , ἀλλὰ κἂν ἐξ ἔθους μα - κροῦ
καταληπτά ἐστιν ἢ ἀκατάληπτα λέγειν αὐθαδειαζομένη , τοῖς δὲ φαινομένοις ἑπομένη ἀπὸ τούτων λαμβάνει τὸ συμφέρειν δοκοῦν κατὰ τὴν τῶν
5551552 σιτοφορος
, ἄμπελοί τε ἐν αὐτῇ ἐπεφύκεσαν καὶ φοίνικες , καὶ σιτοφόρος ἦν : τὸ δὲ μῆκος [ ἦν ] τῆς
ἀγαθὰς ἔχει καὶ πολλάς , ἄδενδρος δ ' ἐστὶν ὡς σιτοφόρος : οὐδ ' αὖ φυτὰ μὲν ἱκανὴ παντοῖα θρέψασθαι
5551208 ἐπιβαινει
ἐγεννήθησαν , ἐτράφησαν , εἰς φῶς προῆλθον . Στάζει : ἐπιβαίνει , ἐμβάλλει , ἐπιφέρει . γλυκερόν : εὐφρόσυνον .
τῷ κατὰ φύσιν ἀκολουθεῖν λόγῳ . οἷον τὰ μὲν ὄπισθεν ἐπιβαίνει , ὡς ἵππος ὄνος αἲξ βοῦς ἔλαφος καὶ τὰ
5549946 ὑπεστησεν
ἢ ὅτι τὸ μέτρον ἐν μὲν τοῖς ἀριθμοῖς ἡ φύσις ὑπέστησεν , θέσει δὲ ἐν τοῖς μεγέθεσι διὰ τὴν ἐπ
τινα φύσιν ἴδιον εἰληχός , καὶ ὅτι μὲν τὸ τρίτον ὑπέστησεν ἑαυτὸ πρὸς ἐκεῖνο πρῶτον , καὶ ἔτι πρὸ τούτων
5547953 τεταμενη
πᾶσα ἡ κοινωνία ἡ κατὰ τὸ σῶμα πρὸς τὴν ψυχὴν τεταμένη εἰς μίαν σύνταξιν τὴν τοῦ ἄρχοντος ἐν αὐτῇ ᾔσθετό
ἐπὶ πλέον ἐξειργασμένοις σκελετοῖς ἡ ῥαφὴ φαίνεται κατ ' εὐθεῖαν τεταμένη τῇ δι ' ὅλου τοῦ οὐρανίσκου φερομένῃ . Ὀδόντες
5534918 Καπνιος
, ἔχουσι δέ τι καὶ στυπτικὸν ἐκ ψυχρᾶς γεώδους . Κάπνιος δριμεῖα καὶ πικρὰ καὶ στύφει . Καππάρεως ῥίζης ὁ
ὡς , εἰ πλείων βρωθείη , ξηραίνει τὴν γονήν . Κάπνιος δριμείας ἅμα καὶ πικρᾶς μετέχει ποιότητος : οὐκ ἀπήλλακται
5526302 προχεισθαι
τοὺς ἐτησίας ἀντιπνέοντας ταῖς ἐκβολαῖς τοῦ ποταμοῦ κωλύειν εἰς θάλατταν προχεῖσθαι τὸ ῥεῦμα , καὶ διὰ τοῦτ ' αὐτὸν πληρούμενον
κἀκ τοῦ μὴ ῥαδίως ἐκθερμαίνεσθαι μηδὲ τοὺς ἐξ ἔθους ἱδρῶτας προχεῖσθαι . θεραπεύσεις δὲ θερμαίνων γυμνασίοις τε καὶ λουτροῖς καὶ
5518969 Συμην
θεοῦ πρὸς τὴν νῆσον οἰκειότητα . Τὴν δὲ νῆσον τὴν Σύμην ὀνομαζομένην , τὸ παλαιὸν ἔρημον οὖσαν , πρῶτοι κατῴκησαν
, ἀναλαβὼν τοὺς καθυστερήσαντας τῆς κληροδοσίας , ἔρημον οὖσαν τὴν Σύμην κατῴκησε καί τισιν ἑτέροις ὕστερον καταπλεύσασιν , ὧν ἦν
5515870 ἀναδιδοται
ἄλλων , καὶ μάλα εἰκότως : ἃ γὰρ πρῶτα γῆς ἀναδίδοται , μετὰ τοῦ τῆς φύσεως προέρχεται κάλλους : πολλαὶ
εὑρόντα τὴν κοιλίαν ἐπέχει μᾶλλον αὐτήν : τὰ δὲ γλυκέα ἀναδίδοται μᾶλλον . τὰ δ ' ἄποια , μήτε ἡδέα
5511998 διασῳζεται
ἢ ὑπομένει τὴν τοιαύτην διεξαγωγήν , ὅσα δ ' οὖν διασῴζεται , μόγις καὶ χαλεπῶς καὶ φθίνοντα , κἂν ὅλως
δὲ Ἀπόλλων οὗτός ἐστιν ᾧ τὰ Θαργήλια ἄγουσι , καὶ διασῴζεται Φλυῆσιν ἐν τῷ δαφνηφορείῳ γραφὴ περὶ τούτων . τὰ
5511032 ἐκλαμβανεται
ὑμῶν ] σημείωσαι τὴν σύνταξιν . πολλάκις ἀντὶ τῆς ὑπὲρ ἐκλαμβάνεται . καὶ γὰρ ὁ θεολόγος ἐν τῷ πρώτῳ τῶν
: ἐπὶ περδόντων καὶ προσποιουμένων βήχειν ἢ γελᾶν . ὃ ἐκλαμβάνεται ἐπὶ τῶν ἐν ἀπορίᾳ τι πράττειν προσποιουμένων . Βοῦς
5499105 κατεφθειρε
: ” ἦν δὲ ” φησί „ κατεφθαρμένη , ὅτι κατέφθειρε πᾶσα σὰρξ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς „
κατακαίεσθαι , προσανελάμβανε τοὺς ἀφυστεροῦντας . ἐπειδὴ δὲ τὸ πῦρ κατέφθειρε τὰς πύλας , οὗτος μὲν μετὰ τῶν ἠκολουθηκότων εἰσήλαυνε
5495804 ζωπυρει
νοῦς γάρ ἐστιν ὁ λαλήσων θεός . ὦ τρισκατάρατε , ζωπύρει τοὺς ἄνθρακας . ἀνδρὸς χαρακτὴρ ἐκ λόγου γνωρίζεται .
νοῦς γάρ ἐστιν ὁ λαλήσων θεός . ὦ τρισκατάρατε , ζωπύρει τοὺς ἄνθρακας . ἀνδρὸς χαρακτὴρ ἐκ λόγου γνωρίζεται .
5487002 ἀνερματιστος
τροπήν , πορθμός , εὔριπος , ἀπαγής , ἀβέβαιος , ἀνερμάτιστος , σαλεύων , τοῦ φέροντος ἀεὶ πνεύματος , ὀξύτερος
τῆς Ἰλιάδος λαλῶν , Ἀλκίνου ἀπόλογος , ἄπαυστος γλῶττα , ἀνερμάτιστος . μάτην αὐτοῦ τῇ γλώττῃ περίκειται τὸ ἕρκος τῶν
5485653 οἰκοδομη
τῶν παρθένων μετὰ τοῦ ὀνόματος ἐφόρεσαν : διὰ τοῦτο ἡ οἰκοδομὴ τοῦ πύργου μιᾷ χρόᾳ ἐγένετο λαμπρὰ ὡς ὁ ἥλιος
τέμω γίνεται τομὴ ῥηματικὸν ὄνομα , ὡς δέμω δομὴ καὶ οἰκοδομὴ καὶ νέμω νομή . ἐκ δὲ τοῦ τομὴ γίνεται
5484629 καυστον
δυνάμει προάγεται ὑπό τινος ἐνεργείᾳ ὄντος : καὶ καθάπερ τὸ καυστὸν δυνάμει οἷον ξύλον ἢ ἔλαιον οὐ καίεται αὐτὸ καθ
ὁμοίως ἀλλ ' ἀποστεγόμενον ὑπὸ τῆς πυκνότητος ἔχον τε τὸ καυστὸν σωματωδέστερον διὰ τὴν πυκνότητα καὶ σκληρότητα . διὸ καὶ
5480913 ἐπιρροην
. εὖ γε τὸ προσνεῖμαι τῷ σαρκῶν ὄχλῳ τὴν αἵματος ἐπιρροήν , οἰκεῖον οἰκείῳ : τοῦ δὲ νοῦ τὴν οὐσίαν
καὶ σῆψις ἐξ ἧς πέφυκε βλαστάνειν ἔτι δ ' ὕστερον ἐπιρροήν τινα λαμβάνῃ τῆς τροφῆς : οὕτω γὰρ αὐτῶν ἡ
5477428 Βεβαια
λέγεται δὲ οὕτως , ὅτι τῶν ἐν τῇ νήσῳ , Βεβαία . . . . βέβαιος : ὁ ἀσφαλής :
ὁμοίως διέμεινεν πολύυδρος . παρὰ τὸ βέβαιον οὖν καὶ ἀνελλιπὲς Βεβαία εἴρηται , . , . * . Βέβαιος :
5467656 σημαι
Ἀλλ ' εἰ τὸ ὂν καὶ τὸ ταὐτὸν μηδὲν διάφορον σημαί - νετον , κίνησιν αὖ πάλιν καὶ στάσιν ἀμφότερα
νῦν γεννηθέν μοσχηδὸν δὲ μόσχου δίκην , δι ' οὗ σημαί - νει τὸ ἁπαλὸν καὶ τρυφερόν : μόσχευμα γὰρ
5466483 ψαμμωδης
, τὴν οἱ νομάδες νέμουσι , ἐστὶ ταπεινή τε καὶ ψαμμώδης μέχρι τοῦ Τρίτωνος ποταμοῦ , ἡ δὲ ἀπὸ τούτου
Γάζα τῆς μὲν θαλάσσης εἴκοσι μάλιστα σταδίους , καὶ ἔστι ψαμμώδης καὶ βαθεῖα ἐς αὐτὴν ἡ ἄνοδος καὶ ἡ θάλασσα
5463982 συγχωρηθειη
, οὕτως οὐδ ' ἂν ἀίδιόν τι εἶδος εἴη καὶ συγχωρηθείη γοῦν τις τοιαύτη φύσις , ἡ πρὸς αὐτὸ ὁμοιότης
ἐδεδώκει σπεύδων τὸν γάμον . Αἰσθόμενος οὖν ὡς , εἰ συγχωρηθείη παρὰ τοῦ δεσπότου , Δάφνις αὐτὴν ἄξεται , τέχνην
5462779 πολυρριζος
τῶν συμβαινόντων τὸ αἴτιον . Ὁ μὲν γὰρ χειμοσπορούμενος πυρὸς πολύρριζος ὢν καὶ ἐνταῦθα πρῶτον ἀποδοὺς τὴν δύναμιν ἀποδίδωσι πλῆθος
πᾶσι τοῖς ζώοις . τῶν δὲ ἄλλων ὁ βρόμος : πολύρριζος γὰρ καὶ οὗτος καὶ πολυκάλαμος . ἡ δὲ ὀλύρα
5462639 θερμανθεντος
χιτῶνα ἔχρισεν . Ἐνδυσάμενος οὖν Ἡρακλῆς ἔθυεν . Ὡς δὲ θερμανθέντος τοῦ χιτῶνος ὁ τῆς ὕδρας ἰὸς τοῦ χρωτὸς καθήπτετο
ἡ δόσις καρύου ποντικοῦ τὸ μέγεθος , μετὰ κράσεως κονδίτου θερμανθέντος : δίδοται δὲ ἐν τῷ βαλανείῳ , ἐν τῇ
5462147 τεθεασθαι
. ὁ δὲ Φλωρεντῖνός φησιν ἐν τοῖς γεωργικοῖς αὐτοῦ , τεθεᾶσθαι ἐν Ῥώμῃ καμηλοπάρδαλιν . Ἐγὼ δὲ ἀπὸ τῆς Ἰνδίας
χαίρουσα πόλις ἐν ταῖς τοῦ κρατοῦντος εὐπραξίαις καὶ τῷ μήπω τεθεᾶσθαι τὸν θεοειδῆ λυπουμένη . Μέγαν μὲν ἡμῖν Φιλιππιανὸν καὶ
5461924 ἐξαιρησεται
οὔπω μέν , οὐκ ἔστι δὲ ὅ , τι αὐτοὺς ἐξαιρήσεται . λέγων δὲ αὐτούς , αὐτοὺς λέγω καὶ παῖδας
† χρανῶ , εἴ τίς με τὴν σὴν θυγατέρ ' ἐξαιρήσεται . ἀλλ ' ἡσύχαζε : θεὸς ἐγὼ πέφηνά σοι
5459775 μενουσαν
ἐὰν ἀφέλῃς πάντα τὰ συμβεβηκότα αὐτοῖς καὶ εὕρῃς οὐδὲν ἧττον μένουσαν τὴν ἀντιστροφήν , ἐπίστασο ὅτι καθ ' αὑτὸ γέγονεν
ταῖς αὐτοῦ πλάναις . Πανταχοῦ δ ' αὐτός ἐστι : μένουσαν οὖν ἔχει τὴν πλάνην . Ἡ δὲ πλάνη αὐτῷ
5454007 διαδραμειν
ὡς ἱππικῆς ἔμπειρος ποιεῖ : οὐ βούλεται γὰρ αὐτὸν ἀθρόως διαδραμεῖν . σεσοβημένος βαρέως . καὶ ἐν Νεφέλαις ἐπὶ τοῦ
δὲ πολλὴν μέν , ὦ βέλτιστε , θάλατταν ἐξ οὐρίων διαδραμεῖν , διὰ πολλῶν δὲ ἐμποριῶν μείζω καταστῆσαι τὰ ὄντα
5449278 Γλυκυρριζης
παχέα καὶ γλίσχρα ῥᾳδίως ἀναπτύεσθαι ποιεῖ καὶ καταμήνια προτρέπει . Γλυκυρρίζης ὁ χυλὸς τραχύτητας ἐκλεαίνειν πέφυκεν , οὐκ ἐν ἀρτηρίᾳ
, νάρδου μύρου ἢ ῥοδίνου . Καυσουμένοις στόμαχον χρονίως . Γλυκυρρίζης ἀφέψημα ἢ τὴν ῥίζαν ἐμπάσσοντα δοτέον ποτῷ , ἢ
5444348 ἐσιῃ
, κλείεται δὲ ἐς τὴν καρδίην οὐχ ἁρμῷ , ὅκως ἐσίῃ μὲν ὁ ἠὴρ , οὐ πάνυ δὲ πουλύς :
προέρχεται ἐκ τοῦ πλεύμονος : ὅταν γὰρ τὸ πνεῦμα μὴ ἐσίῃ ἐς αὐτὸν , ἀφρέει καὶ ἀναβλύει ὥσπερ ἀποθνήσκων .
5444005 προλαβοι
πρὸς τὸ ἄπειρον τῶν τόπων τὸ δίζεσθαι . φθαίη : προλάβοι πρὸ τοῦ συμποσίου . νηπιάχοντα : Ἡρακλῆς γήμας Δηιάνειραν
τοῦτο νομίζειν κέρδος ἐν τοῖς τοιούτοις , ὅ τι ἂν προλάβοι τις ἐξαπατήσας ἢ βιασάμενος τὸν ἐχθρόν ; τοιαῦτα γὰρ
5439454 προσελθῃς
ὀπώρα ” μὴ λάβῃς „ , οὐδὲ λειμὼν „ μὴ προσέλθῃς ” . ἕπου καὶ σὺ τοῖς νόμοις καὶ διψῶντα
μεθορίᾳ καὶ χώρᾳ μέσῃ . Τήρησον αὐτὸ ἀδιάφορον , μὴ προσέλθῃς περαιτέρω , μὴ ὑπερβῇς τοὺς ὅρους . Ἂν δὲ
5433354 διεπτατο
' οὐκ εἰκός ; Ταῦτα δὴ τὰ μεγάλα οὕτως προσδοκώμενα διέπτατο , ὡς ἔοικε , τότε ταχύ , πλὴν ὅπερ
; τὴν θυρίδα : “ ὄρνις δ ' ὣς ἀνόπαια διέπτατο . ” ἀνίαζε ἠνιᾶτο : “ ἀλλ ' ὅτε
5414447 ἐλειπεν
λέγομεν τούτου πέντε αἰτίας . πρώτην μέν : αὕτη μόνη ἔλειπεν ἐν ταῖς ἁπλαῖς κατηγορίαις καὶ ἔδει περὶ ταύτης μετ
εἴη , ἐς κρυερὴν πενίην πάλιν ἵξεται , ἣν πρὶν ἔλειπεν . ἢν δὲ καὶ Ἠελίῳ Μήνη συνέῃ κατὰ κέντρου
5412787 Θηρικλειον
οὕτως : ὡς δ ' ἐδείπνησαν καὶ Διὸς σωτῆρος ἦλθε Θηρίκλειον ὄργανον , τῆς τρυφερᾶς ἀπὸ Λέσβου σεμνογόνου σταγόνος πλῆρες
τὰ ποτήρι ' , οὐ τὸν οἶνον πιόμενοι . τὴν Θηρίκλειον δεῦρο καὶ τὰ Ῥοδιακὰ κόμισον λαβὼν τοὺς παῖδας .
5412768 κλινειν
τῷ . . . σκολιὰ ἐγένετο . . . τῶν κλινεῖν . οἱ δέ φασιν , ὡς ἔθος ἦν .
τῷ . . . σκολιὰ ἐγένετο . . . τῶν κλινεῖν . οἱ δέ φασιν , ὡς ἔθος ἦν .
5410599 κεντουμενη
λέγει . κθʹ Τῇ καθ ' αὑτὴν διεξόδῳ ὥστε πᾶσα κεντουμένη κύκλῳ Τὴν πᾶσαν κίνησιν αὐτῆς βούλεται ἐμφῆναι . Ἐπειδὴ
διεξόδῳ ἐγχρίει ἑκάστη τῇ καθ ' αὑτήν , ὥστε πᾶσα κεντουμένη κύκλῳ ἡ ψυχὴ οἰστρᾷ καὶ ὀδυνᾶται , μνήμην δ
5405890 τετηρηται
ὑπόδειξίς τε καὶ χρῆσις ὀργάνου παραλλακτικοῦ , δι ' οὗ τετήρηται ἡ σελήνη ἐν Ἀλεξανδρείᾳ μηδέποτε πλέον μοιρῶν β καὶ
μὲν ὅσα τις ἐσθίει καὶ † ποιεῖ † , ἀγαθὰ τετήρηται πλὴν ὀλίγων . προβάτεια μὲν γὰρ πᾶσιν ἄτοπα καὶ
5402848 ζωοποιειν
τὴν ἀκτῖνα καὶ εἰς τὰ βένθη δύεσθαι καὶ διὰ τοῦτο ζωοποιεῖν πάντα . καὶ ζῆν μὲν πάντα ὅσα μετέχει τοῦ
τὴν ἀκτῖνα καὶ εἰς τὰ βένθη δύεσθαι καὶ διὰ τοῦτο ζωοποιεῖν πάντα . Καὶ ζῆν μὲν πάνθ ' ὅσα μετέχει
5391908 νηστειαν
φημί , κύριε , μακάριόν με ποιήσεις ἐὰν γνῶ τὴν νηστείαν τὴν δεκτὴν τῷ θεῷ . Ἄκουε , φησίν .
ἐσιώπησε , ποθοῦσα ἐκτελέσαι τὴν ἐπιθυμίαν αὐτῆς . Κἀγὼ προσετίθουν νηστείαν καὶ προσευχήν , ὅπως ῥύσεταί με Κύριος ἀπ '
5390161 συννοων
ἐπαισθάνεται ἢ ὅτι ζῇ , καὶ ἔστιν ὡσαύτως καὶ ὁ συννοῶν ὅτι νοεῖ , τοῦτο νοεῖ , ὅτι ἐπειδὴ νοεῖ
αὐτό φησιν ὑποστῆναι καὶ ἀνεκφοίτητον εἶναι τοῦ ἑνός ; ἢ συννοῶν καὶ αὐτὸς ὃ λέγομεν ἡνωμένον τε καὶ ἓν ὄν
5389153 παννυχιζων
καὶ τοιαυτὶ καὶ δεῦρο σχηματίσαντες . Ὅστις ἐν ἡδυόσμοις στρώμασι παννυχίζων τὴν δέσποιναν ἐρείδεις . Ἐν τοῖς ὄρεσιν δ '
, φησὶν Ἔφιππος . Ἀριστοφάνης : ὅστις ἐν ἡδυόσμοις στρώμασι παννυχίζων τὴν δέσποιναν ἐρείδεις . Σώφρων δὲ στρουθωτὰ ἑλίγματά φησιν
5387476 καμινος
. Γ ἰπνὸς δὲ ὁ φοῦρνος , κυρίως μὲν ἡ κάμινος . . . ἡ ἐσχάρα . καὶ ἴπνια τὰ
: πᾶς τεχνίτης διὰ πυρὸς ἐργαζόμενος . βαῦνος γὰρ ἡ κάμινος . ῥητορική . Σοφοκλῆς , οἷον . οὐ γὰρ
5385539 ἀφελοντας
σπένδεσθαι . Κύψελος ὥρᾳ θέρους προσέταξε τοῖς γεωργοῖς τὴν ὀπώραν ἀφελόντας θέντας παρὰ τὴν ὁδὸν ἀναχωρεῖν : οἱ στρατιῶται τῶν
λαβόντας σκοπεῖν , πόστον μέρος ἐστὶ τῶν ιεʹ καὶ τοσαύτας ἀφελόντας ἐκ τοῦ μεγέθους τὸ περιλειφθὲν μέρος ὥρας ἡγεῖσθαι .
5384359 διερπων
ἀστικῶν διατριβῶν καὶ τῶν ἐν τοῖς δωματίοις προαιρούμενος ἐκεῖνος . διέρπων δὲ ὁ χρόνος τὸν μὲν ἀπέφηνε νεανίαν , τὸν
προστρίβεται τῇ γῇ καὶ ὑποψοφεῖ , οἷα εἰς χύσιν καλάμης διέρπων , τουτέστιν ὡς εἰς καλάμους διέρπων , ἤγουν βαδίζων
5383399 εὐκαιρους
ἄχρηστον . διαναπαύειν δὲ τὴν ταὐτότητα φημὶ δεῖν , μεταβολὰς εὐκαίρους εἰσφέροντα : μεταβολὴ γὰρ πάντων ἡδύ . τελευταῖον δὲ
, τοὺς δὲ συμμάχους ὄντας διαποντίους μὴ δυνήσεσθαι τὰς βοηθείας εὐκαίρους αὐτοῖς ποιήσασθαι . οἱ δὲ Αἰολεῖς καὶ οἱ Ἴωνες
5380600 προερχεσθαι
πόλεως εἰς ἣν κατέφυγε κατακεκλείσθω , | μὴ ἐπιθαρρῶν ἔξω προέρχεσθαι τειχῶν , εἰ δή τινα ποιεῖται λόγον ἀσφαλείας καὶ
γὰρ τῆς τρίτης ἡμέρας ἢ τετάρτης τὴν κατὰ φύσιν ἀπόκρισιν προέρχεσθαι . μεμπτέον δὲ τούτους : καὶ γὰρ μέχρι πλειόνων
5372285 ἡμερησιον
μοῖραν καὶ τὰς γινομένας μοίρας μέρισον ὁμοίως εἰς τὸ μέσον ἡμερήσιον δρόμημα τῆς Σελήνης καὶ ὡριαῖον , καὶ τὰς γινομένας
ἐπισυναγόμενα . Ἐὰν τοίνυν τὸ ἀποδεδειγμένον μέσον τοῦ ἡλίου κίνημα ἡμερήσιον # νθ η ιζ ιγ ιβ λα ἔγγιστα πολλαπλασιάσωμεν
5370336 τετυφος
βέλος πέλαγος ὄνειδος . αἱ δὲ μετοχαὶ ὀξύνονται : τὸ τετυφός πεποιηκός . Τὰ εἰς ΕΣ μονογενῆ προπαροξύνεται : Κυνόσαργες
τὸ οὐδέτερον διὰ τοῦ ο μικροῦ γράφουσιν : οἷον , τετυφός : πεποιηκός . Αἱ εἰς ως πεπονθυῖαι μετοχαὶ τὸ
5368521 κρυπτου
ἱστιᾶν , δαινυμένοισι δὲ ἐπεῖναι τὸν ποταμὸν δι ' αὐλῶνος κρυπτοῦ μεγάλου . Ταύτης μὲν πέρι τοσαῦτα ἔλεγον , πλὴν
βαθμοὺς ὁ θεὸς ἑκατέρων ἐποίησεν καὶ μετὰ τοῦ φοβεροῦ καὶ κρυπτοῦ ὀνόματος αὐτοῦ πάντα τελειοῦνται . ἀλλὰ καὶ μετὰ τῶν
5364828 ὁκχ
Ἐπίχαρμος δ ' ἐν Φιλοκτήτηι ἔφη οὐκ ἔστι διθύραμβος , ὅκχ ' ὕδωρ πίηις . . , . : Ἀθηναῖοι
τὸ τύμμα , καὶ ἁλίκον ἄνδρα δαμάσδει . εἰς ὄρος ὅκχ ' ἕρπῃς , μὴ νήλιπος ἔρχεο , Βάττε :
5359483 στιζω
. . . , : στίζω : παρὰ τὸ στῶ στίζω . τὸ τὸν διακεχυμένον καὶ πεπλανημένον λόγον στῆσαι .
στίζειν τὸ τῆς ἐν τῇ ἀναγνώσει φορᾶς στάσιν ποιεῖν . στίζω στίξω στιγμή . . , : τάφος : ὅπου
5357776 κεκραμενῃ
αἵματος ἐμφρασσόντων τὴν δίοδον , ὀξυμέλιτι ποτιστέον ἢ κονίᾳ ἐλαίῳ κεκραμένῃ ἢ τῇ Μιθριδατείῳ ἢ τῇ δι ' ἐχιδνῶν θηριακῇ
ψυχρὸν ὑπάρχον τὴν κράσιν , ἐναντιοῦται τῇ μήτρᾳ , ὁμοίως κεκραμένῃ προστιθέμενον , καὶ διπλασιάζον αὐτῆς τὴν δυσκρασίαν . Δεῖν
5352664 αἰθομενη
ἔτ ' ἀσθμαίνοντος ἐνιχρίμψειεν ὀδόντι , αἶψα μάλα σφαιρηδὸν ἀνέδραμεν αἰθομένη θρίξ . καὶ δ ' αὐτοῖσι κύνεσσιν ἐπὶ πλευρῇς
. αἴθω : χὡς αὕτη λακεῖ : ἡ δάφνη ψοφεῖ αἰθομένη καὶ ἔστιν ὡς δαοφώνη , ἡ φωνοῦσα ἐν τῷ
5350991 ὀρμενον
νεφροὺς καὶ κύστιν . Ἀττικοὶ δ ' εἰσὶν οἱ λέγοντες ὄρμενον τὸν ἀπὸ τῆς κράμβης ἐξηνθηκότα . Σοφοκλῆς Ἰχνευταῖς :
καὶ πᾶν δὲ τὸ ὑπερεξηνθηκός , ὅπερ ἐκκεκαυληκὸς καλοῦσιν , ὄρμενον ὠνόμαζον , καὶ τὸ ὑπέρωρον γενέσθαι ἐξορμενίσαι . ῥάφανος
5344608 διαφανεστατα
διαυγεστάτους καὶ καθαρωτάτους ὑμένας καὶ διὰ τὰ ἐν αὐτοῖς περιεχόμενα διαφανέστατα ὑγρά : τὸ γὰρ φῶς πύριον εἶδος , οὐχ
τῇ μετὰ ταύτην τὴν χώραν ὑπὸ τῆς φύσεως ἀποδεδόσθαι , διαφανέστατα καὶ ἐν ἔργοις ἐδήλου ἐν τῷ βίῳ παντί .
5341992 κατασκηψαι
: ὦ δέσποτ ' αἴας τί ποτε δρασείειν δοκεῖς : κατασκῆψαι . βλάψαι * ποίῳ τρόπῳ ἐμαυτὴν ἀνέλω : .
πέλαγος , τὸ δ ' ἐκτεφρωθὲν τῆς γῆς μετεωρισμὸν λαβὸν κατασκῆψαι πάλιν τυφωνοειδῶς εἰς τὴν νῆσον , καὶ ἐπὶ τρεῖς
5338051 ῥυπαριας
, ἔπειτα ἐν διπλώματι τακείς , ἀναληφθείσης πτερῷ τῆς ἐπινηχομένης ῥυπαρίας καὶ διυλισθείσης εἰς θυείαν , μετὰ τὸ παγῆναι ἀποτίθεται
δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑποκατακλείσας φορέσῃ ἀπεχόμενος χοιρείου κρέατος καὶ πάσης ῥυπαρίας , σκοτίας δὲ γενομένης φανήσεται γενναῖος τοῖς ἀνθρώποις .
5337347 στερειται
ὑπόγειος γινόμενος καὶ σκεπόμενος ὑπὸ τοῦ πάχους τῆς γῆς , στερεῖται ὁ ἀὴρ οὗτος τοῦ φωτίζοντος καὶ γίνεται ἡ νύξ
πρός τ ' αἴσχεσιν ἄλγεα πάσχει : καὶ τῆς νίκης στερεῖται καὶ πρὸς τῇ αἰσχύνῃ ἄλγεα πάσχει . Ἡσίοδος .
5334538 παχνην
τὰ ἄστρα . ὁ δὲ Σοφοκλῆς μέλαιναν . . . πάχνην θ ' ἑῴαν ἥλιος σκεδᾷ πάλιν ] ἐκ διαδοχῆς
καὶ ἧττον καὶ πλήθει καὶ ὀλιγότητι . χιόνα γὰρ καὶ πάχνην εἶναι ταὐτὸν καὶ ὑετὸν καὶ δρόσον , ἀλλὰ τὸ
5330745 ἐπιπνοια
καταπνεόμενος , ἀναπνοή , περιπνευμονία , δύσπνοια , ἔμπνους , ἐπίπνοια , διάπνοια . περὶ μέντοι τὴν κοιλίαν κατὰ τὰ
πάντων μέγιστον διαφέροιεν ἂν τόποι χώρας ἐν οἷς θεία τις ἐπίπνοια καὶ δαιμόνων λήξεις εἶεν , τοὺς ἀεὶ κατοικιζομένους ἵλεῳ
5324284 ὀμβριμον
] ἀπέρριψας , οὐδὲν ἡγήσω τὰς τοῦ δήμου ἀράς . ὄμβριμον ] ἤγουν μέγα . ἡμέτερον + νῦν μὲν δικάζεις
: ἐκ μιᾶς ἐννοίας ἐξέβησαν ἤγουν ἐκ τοῦ βάρους . ὄμβριμον ] γρ . ὄμβριον , ἤγουν τὸ σκότασμα .
5323588 γρωνη
δεχομένη τὰ σχοινία πέτρα . . . . . . γρώνη : γρώνη : . . . παρὰ τὸ γῶ
οἷον , φωνή : ὠνή : χώνη : ζώνη : γρώνη : μνώνη : πρόσκειται μὴ ἀπὸ ῥημάτων γινόμενα διὰ
5321315 εὐσιτον
σιτία οὐκ ἀφανίζει : πρὸς δὲ καὶ ἄδιψόν ἐστι καὶ εὔσιτον . τρίψαντα δ ' ἐν χυλῷ κράμβης πλάσσειν τὰ
, εὔζωνον , εὔρωστον , εὐδίαιτον εὔσημον , εὔπυρον , εὔσιτον , εὔοινον , εὔδουλον εὔβουλον εὐλόγιστον , εὐσύνετον ,
5320524 ἐσκοτισμενος
παρὰ τὴν ὀρφνήν τὸ σημαῖνον τὸ σκότος . ἤγουν ὁ ἐσκοτισμένος . Παιδίον : διὰ τὸ παιδείας δέεσθαι . Πατήρ
δὲ ἂν πεφυκὸς μὴ ἔχῃ ἢ φαύλως , καθάπερ ὁ ἐσκοτισμένος ἀὴρ καὶ τῶν χρωμάτων ὅσα ἢ τῇ ἀποστάσει ἢ
5315394 ἐκχεειν
μέν τινος ἑτέρου ἄγγους λεχθήσεται ἐγχέειν , μὴ ὑποτεθέντος δὲ ἐκχέειν , καίπερ μηδεμίαν αὐτὸς τροπὴν καὶ ἀλλοίωσιν ἀναδεξάμενος .
τά τε χρέα καὶ τὸν ἔρανον . εἰώθασιν ὅταν μέλλωσιν ἐκχέειν τὸ ἀπόνιπτρον ἀπὸ τῶν θυρίδων τοῖς παριοῦσιν ἐπιβοᾶν “
5314402 παρηκολουθηκεναι
ἐλάχιστον : ἀνάγκη γὰρ τὴν τοῦ αὐτοῦ δʹ μέρους ἐπισκότησιν παρηκολουθηκέναι κατὰ μὲν τὴν προτέραν ἔκλειψιν ἀπὸ ἐλάσσονος διαστάσεως τοῦ
καὶ τὰ ἐπιφερόμενα . . . : Τρύφων φησὶν ἀποκοπὴν παρηκολουθηκέναι . Τρύφων φησίν , ὡς ὁ διαζευκτικὸς ἤ παραλαμβάνεται

Back