ἐξ Ἀθηνῶν ἑτέρωσε κἀκεῖθεν εἰς Ἀθήνας τὸ αὐτὸ χρέος εἴη δεδανεικώς . Τὴν ἐπωβελίαν ὀφλήσω μνᾶς ἑκατόν . Ἐπωβελία : | ||
Ἕλληνες . χρήστης ποτὲ μὲν ὁ δεδανεισμένος ποτὲ δὲ ὁ δεδανεικώς . χοανεῦσαι Ἀττικοί , χωνεῦσαι Ἕλληνες . χαμᾶθεν Ἀττικοί |
, διὸ καὶ μεσότης . πῶς δέ , εἰ ἐν διαιρετῷ καὶ συνεχεῖ ἐστιν , οὕτω ταῦτα ἔστι λαβεῖν ; | ||
, ἐν γὰρ τῷ νῦν : τὸ δὲ γινόμενον ἐν διαιρετῷ , ἐν χρόνῳ γάρ : οὐχ οἷόν τε δὲ |
χρόνοις ἱέρακα βιβλίον ἐνεγκεῖν εἰς Θήβας τοῖς ἱερεῦσι φοινικῷ ῥάμματι περιειλημένον , ἔχον γεγραμμένας τὰς τῶν θεῶν θεραπείας τε καὶ | ||
μὲν πρὸϲ τῇ κεφαλῇ γένοιτο τοῦ μηροῦ , μεϲότητα κειρίαϲ περιειλημένον ἔριον ἐχούϲηϲ ὑπὲρ τοῦ μὴ ἐντέμνειν τὰ ϲώματα κατὰ |
γὰρ ἄνθρωπος λέγεται μέν , ἄνθρωπος δὲ οὔ , καὶ λιθίνη ναῦς , ναῦς δὲ οὔ , καὶ κίβδηλος χρυσός | ||
: ᾠκοδόμητο δὲ πλίνθοις κεραμεαῖς : κρηπὶς δ ' ὑπῆν λιθίνη τὸ ὕψος εἴκοσι ποδῶν . ταύτην βασιλεὺς Περσῶν ὅτε |
ὅπερ ὀνομάζεται κατὰ παραστάτην καὶ ἐπιστάτην . Δοκεῖ δὲ τὸ τετράπηχυ κατὰ φύσιν εἶναι , ὅθεν οὐδὲ κεῖται ἐπ ' | ||
: ὥρισεν ἡ φύσις τὸ τέλειον μέγεθος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τετράπηχυ , περαιτέρω δὲ μηκέτι προϊέναι , καὶ ὥρισε πάλιν |
οἷον τὸ μηδέν . Γ Κόννος εὐτελής . Γ ⌈ Κόννος γὰρ Γ [ οὗτος ] τὰ πατρῷα κατέφαγε καὶ | ||
δὲ ὡς περὶ πενήτων . Γ τραγαλίζοντα : ἐσθίοντα . Κόννος ? [ ] κιθαρῳδὸς ἦν πϚ * * . |
ἡμᾶς , τὸν κατ ' ἀρχὰς περισώσαντα εἰσέτι μέσον ἡμᾶς περιάγοντα καὶ πάντα ἐξ ἐκείνου μανθάνοντας . Τόπῳ δέ τινι | ||
τῆς ἄγαν ὁρμῆς ἐπέχει μέρος τι καὶ πρὸς τὴν κύστιν περιάγοντα . γένοιτο δ ' ἂν καὶ ὀρθοπνοϊκῷ καὶ δυσπνόῳ |
οἱ οἰκοῦντες Λουκερῖνοι . Λουσιά . τῶν Ὑακίνθου θυγατέρων ἡ Λουσία ἦν , ἀφ ' ἧς ὁ δῆμος τῆς Οἰνηίδος | ||
, μέγεθος δὲ εἰκάζομεν ἐννέα εἶναι ποδῶν αὐτήν : ἡ Λουσία δὲ ποδῶν ἓξ ἐφαίνετο εἶναι . ὅσοι δὲ Θέμιδος |
ἢ υἱὸν ἢ ἀδελφὸν ἐκεῖνος θάπτων . Πύρρῳ δὲ τῷ Ἠπειρώτῃ ἦν ἐλέφας , ὅσπερ οὖν τὸν ἑαυτοῦ πωλευτὴν οὕτως | ||
εἶτα μέντοι κακωθῇ τὸ σῶμα ἐπὶ μᾶλλον . Πύρρῳ τῷ Ἠπειρώτῃ ἦν ἐλέφας , ὅσπερ οὖν τὸν ἑαυτοῦ πωλευτὴν οὕτως |
ἔχοις , ἀλλ ' ὅπως μάλιστα ἔχων καὶ τοῖς ἄλλοις νέμοις . τούτου δὲ πάντως τις τοῦ θησαυροῦ καὶ βασιλεύων | ||
ἄχρις θανάτου : πίστις γὰρ ἀμείνων . 〛 Συγγενέσιν φιλότητα νέμοις ὁσίην θ ' ὁμόνοιαν . αἰδεῖσθαι πολιοκροτάφους , εἴκειν |
τινα εἴη στοιχεῖα , οὐκ ἂν εἶεν οὐσίαι τινές . Οὐσία γὰρ ἦν τὸ στοιχειωτόν , τὸ δὲ στοιχεῖον οὐκ | ||
ἀκολουθοῦντες ; Μαινόμενοι . Ἡμεῖς οὖν ἄλλο τι ποιοῦμεν ; Οὐσία τοῦ ἀγαθοῦ προαίρεσις ποιά , τοῦ κακοῦ προαίρεσις ποιά |
μηδὲ Βάκις θνητούς , μηδ ' αὖ νύμφαι Βάκιν αὐτὸν Ἐξώλης ἀπόλοι ' , εἰ μὴ παύσαιο βακίζων . οὔπω | ||
προφέρεται : Νάξιός εἰμι ἐγώ , παγχρύσεός εἰμι κολοσσός , Ἐξώλης εἴη Κυψελιδῶν γενεά . Κωλαγρέται . οἱ ταμίαι τοῦ |
περὶ τῆς παιδὸς δοθῆναι παρὰ Δήμητρος σπεῖραι τοὺς καρπούς : Χοιρίλῳ δὲ Ἀθηναίῳ δρᾶμα ποιήσαντι Ἀλόπην ἔστιν εἰρημένα Κερκυόνα εἶναι | ||
Πλάτωνι τῷ κωμικῷ , Ἀγάθωνι τραγικῷ , Νικηράτῳ ἐποποιῷ καὶ Χοιρίλῳ καὶ Μελανιππίδῃ . καὶ ἐπεὶ μὲν ἔζη Ἀρχέλαος , |
ρλθ : ἐπόγδοος ὁ ͵βρπζ τοῦ ιζʹ , μεῖζον ἁμιτονίου διέχων ἀπὸ τοῦ ιηʹ : ἔλαττον δὲ ἀπὸ τοῦ κʹ | ||
οἰκητόρων : τῆς δὲ Τροιζηνίας γῆς ἐστιν ἰσθμὸς ἐπὶ πολὺ διέχων ἐς θάλασσαν , ἐν δὲ αὐτῷ πόλισμα οὐ μέγα |
ἄρα ἰδὼν ἀνὴρ ἄνδρα ἕτερον ἀργύριον ἀναιρούμενον πολὺ ἐδεῖτό οἱ δανεῖσαι ἐπὶ τόκῳ , ὁ δ ' οὐκ ἠθέλησεν , | ||
μὲν προσέφερον τὸν χάρακα πρὸς τὴν ἄκραν . διὰ χειρὸς δανεῖσαι ζάγρα ἀφελοῦμαι τηρεῖν μὲν ἑτέροις οἱ γέροντες δυνάμεθα . |
ἀντιλήψειςπῶς οὖν μέγεθος ὂν τὸ μὴ μέγεθος νοήσει καὶ τῷ μεριστῷ τὸ μὴ μεριστὸν νοήσει ; Ἢ μέρει τινὶ ἀμερεῖ | ||
ἀμερές , στιγμὴ καὶ οὐ γραμμὴ καθέστηκεν . εἰ δὲ μεριστῷ , πάντως ἐπεὶ τὸ μεριστῷ ἀντιπαρεκτεινόμενον τόπῳ ὀφεῖλον καὶ |
ἱππείου δὲ θεοῦ τοῦ Ποσειδῶνος . ἔστι δὲ καὶ ἕτερος Κολωνὸς ἐργάτης : δώμαθ ' ἱππείου θεοῦ : διχῶς δὲ | ||
ἀντὶ τοῦ πόλις : τετράπολις γὰρ ἡ Ἀττική : ἱερὸς Κολωνὸς δώμαθ ' : δέξεταί με δηλονότι . Κολωνὸς ἀκρωτήριον |
ἄμφωτον . Σιμάριστος δὲ παρὰ Κυπρίοις τὸ δίωτον ποτήριον . κύμβη κύλικος εἶδος ὃ Πάφιοι κύμβαν καλοῦσιν . κώθων Λακωνικὸν | ||
ποτήριον καὶ στενὸν τῷ σχήματι , παρόμοιον πλοίῳ ὃ καλεῖται κύμβη . καὶ Ἀναξανδρίδης ἐν Ἀγροίκοις : μεγάλ ' ἴσως |
ἐν τῷ μαλάσσεσθαι ἀνιεὶς ὑγρασίαν μελιτώδη . καίεται δὲ καὶ φώγνυται καὶ ὀπτᾶται καὶ αἰθαλοῦται ὡς λίβανος . Τραγάκανθά ἐστι | ||
εἰς τοσοῦτον ἀπονοίας παραγίνονται ὡς καὶ γῆς μιγνύναι αὐτῷ . φώγνυται δ ' εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ ἐπ ' ὀστράκου καινοῦ |
ὡς Μαλειάτης , ὥς φησι Σοφοκλῆς Λαρισαίοις . Κρανίδες , συνοικία πρὸς τῷ Πόντῳ . Παρθένιος ἐν Ἀνθίππῃ . τὸ | ||
τῇ πόλει πλείων ἡ ἐν Πειραιεῖ : ἔπειτα εἴ τῳ συνοικία ἐστίν , ἄμεινον πράττει : ἔπειτα εἴ τῳ ζεῦγός |
ἀληθής , ὁ δὲ ψευδής : οὗ μοι δοκεῖ χάριν ζεύγει τρυγόνων ἢ περιστερῶν ἐξομοιωθῆναι . τῶν δὲ πτηνῶν τὸ | ||
ξ Γενεαλογιῶν ? [ ] ? ὑπὸ Γλαύκου ἐρίσαντα τῶι ζεύγει ? ? τ ' [ ] ˈ δύο δὲ |
λαβόντι χωνεῦσαι καὶ μηδὲν ἀπ ' αὐτῶν ἕτερον ἢ τὸν λουτῆρα κατασκευάσασθαι , περιρραντηρίοις ὅπως οἱ μέλλοντες εἰς τὸν νεὼν | ||
καὶ βάσιν χαλκῆν τῷ ὕψει πηχῶν δυοῖν , κατὰ τὸν λουτῆρα , ἵν ' ἐφεστήκῃ ἐπ ' αὐτῆς ὁ βασιλεὺς |
, τὸ ὑπάρχω . Ἠλύσιον πεδίον παρ ' Ἕλλησιν ὁ παράδεισος ἀπὸ τοῦ α στερητικοῦ καὶ τοῦ λύω , ἤγουν | ||
παράδεισον ἐθεράπευεν , ὡς ὀφθείη καλός . Ἦν δὲ ὁ παράδεισος πάγκαλόν τι χρῆμα καὶ κατὰ τοὺς βασιλικούς . Ἐκτέτατο |
καὶ ὁ τοῦ βαλσάμου παράδεισος : ἔστι δὲ τὸ φυτὸν θαμνῶδες , κυτίσῳ ἐοικὸς καὶ τερμίνθῳ , ἀρωματίζον : οὗ | ||
μὲν τῆς Ἴδης περὶ τὰς Φαλάκρας καλουμένας : ἔστι δὲ θαμνῶδες ῥαβδίοις μικροῖς : τείνονται δὲ οἱ κλῶνες ὡς πυγωνιαῖοι |
: Ἡρόδοτος δὲ καὶ κίταριν . τὸ δὲ τῶν ἐφήβων φόρημα πέτασος : Φιλήμων ἐν Θυρωρῷ ἐγὼ γὰρ ἐς τὴν | ||
ἐνδεδυμένην ; : ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ γὰρ γραῶν τὸ φόρημα ἦν . Κατάλογ . : Τροφοί . Ὑπόθεσ . |
ἐν Εὐβοίᾳ Παρθένος ἐκαλεῖτο . καὶ ποταμὸς Παρθένιος , ὃς Ἴμβρασος ἐκλήθη . Καλλίμαχος : ἀντὶ γὰρ ἐκλήθης , Ἴμβρασε | ||
πόλις Ἰβηρίας , Πολύβιος ἑνδεκάτῃ . τὸ ἐθνικὸν Ἰλουργεύς . Ἴμβρασος , ἡ Σάμος , ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ . τὸ |
. καὶ Ζωπύρα , οἰνηρὸν ἀγγεῖον . τοῖς ἰχθυοπώλαις ἐστὶν ἐψηφισμένον , ὥς φασι , χαλκῆν Καλλιμέδοντος εἰκόνα στῆσαι Παναθηναίοισιν | ||
ὑπισχνεῖτο ποιήσειν , ὅταν σβέσῃ τοῦ δήμου τὸ ταραχῶδες . ἐψηφισμένον δ ' εἶναι κύρια , ὅσα Καίσαρι πέπρακτό τε |
ἐρωτηματικόν : κὶς ὁ σκώληξ : λὶς ὁ λέων : Ἲς ὁ ποταμὸς , ἐπὶ γὰρ τῆς ἰσχύος δικατάληκτον : | ||
ἀφίκετο εἰς τὴν Ποσειδωνίαν ὁ Ἡρακλῆς : ἔστι δὲ ποταμὸς Ἲς καλούμενος μέγας . . . : Κυλίστανος , πόλις |
ἐξετάζοιτο , ὡς εἴρηται : δοκεῖ δέ πως ἐκ τούτου ἀνακύπτειν τι ἄτοπον : εἰ γὰρ τοῦ νόμου σαφῶς τι | ||
τοῦ ὀρεινὴν εἶναι τὴν ὑπὸ τῷ ἰσημερινῷ , ἄλλη τις ἀνακύπτειν ἂν δόξειεν : οἱ γὰρ αὐτοὶ σύρρουν φασὶν εἶναι |
διὰ τῆς αι διφθόγγου γράφονται : οἷον , ἀγοραῖος : Ἀμυκλαῖος : Ἀθηναῖος : κορυφαῖος : Δερκεταῖος : Ἀριδαῖος : | ||
αὐτοῦ , ὡς Κρηταῖος Κρηταιεύς . καὶ τὸ θηλυκὸν τοῦ Ἀμυκλαῖος Ἀμυκλαία καὶ Ἀμυκλαΐς . λέγεται καὶ Ἀμυκλαΐτης ὡς Θηβαΐτης |
μὲν ὁμιλητής , ἐκείνῳ δὲ φίλτατος , τεθυκότι τε καὶ παρεστηκότι τῷ βωμῷ τὸν ἔπαινον διῆλθε . καὶ ἱδρὼς ἀφ | ||
πηγὴν καὶ βουλόμενος πιεῖν ἀπεπνίγετο . περιστερὰ δὲ ἐν τῷ παρεστηκότι δένδρῳ καθεζομένη ἐθεάσατο αὐτὸν καὶ κόψασα κλάδον ἔρριψεν εἰς |
τῷ περὶ τῆς πρεσβείας . ἔστι δὲ πόλις τῆς Λοκρίδος ἐπιθαλαττίδιος . Νικάνωρ : Ὑπερείδης ἐν τῷ κατὰ Δημοσθένους . | ||
κάλλους , περὶ θέσεως , εἴτε ἠπειρωτικὴ εἴη , εἴτε ἐπιθαλαττίδιος ἢ νησιῶτις . κἂν εἴ τινας τιμὰς ἔχοιμεν παρὰ |
πόλις διέχουσα Σινώπης σταδίους ἐννακοσίους . Ἀμισηνός : λέγεται καὶ Ἀμίσιος . . . ἀμήστρατος : πόλις Σικελίας . τὸ | ||
. . [ τὸ ἐθνικὸν ] Ἀμισηνός : λέγεται καὶ Ἀμίσιος , ὣς Φίλων ἐν τῷ Περὶ πόλεων . Τίος |
αὐτοῦ κόλπου τοῦ Ἀμβρακικοῦ διὰ Θετταλῶν καὶ Μακεδόνων εἰς τὸν Θερμαῖον διήκων μυχόν . ὑπαγορεύει δή τινα τάξιν οὐ φαύλην | ||
τὰς πόλις , ἀπὸ ταύτης ἤδη ἐς αὐτόν τε τὸν Θερμαῖον κόλπον ἐγίνετο τῷ ναυτικῷ στρατῷ ὁ πλόος καὶ γῆν |
ἐγγὺς τῆς πόλεως : ‚ λαὸν δὲ στῆσον παρ ' ἐρινεὸν ἔνθα μάλιστα ἄμβατός ἐστι πόλις ‚ . . . | ||
μελεδαινόμεναι . Ἢν τὸ στόμα ξυμμύσῃ , γίνεται ἰσχυρὸν ὥσπερ ἐρινεὸν , καὶ ἢν ἐσαφάσσῃς τῷ δακτύλῳ , ὄψει σκληρὸν |
πίστιν ἐπιθεῖναι ἣν ἂν κελεύῃ οὗτος . ἔπειτα ἵνα ὁ Κηφισιάδης ἔχῃ τὸ ἀργύριον , ἄνθρωπος μέτοικος , ἢ Φορμίων | ||
οὐδέτερα ποιῆσαι , οὔτε κακῶς οὔτε εὖ , ὁ δὲ Κηφισιάδης καὶ μέτοικος καὶ οὐδὲν δυνάμενος , ὥστε μὴ προσθέσθαι |
Ὀλισθηροῖσι : γλίσχροις , ἐν . διεξέπεσον : ἐξῆλθον . Λάβραξ : λάβραξ ἁλοὺς ἐν τοῖς δικτύοις πόῤῥωθεν ὀλίγον τοῦ | ||
ἀκονῶν Φοῖβε μαχαίρας , καὶ προδιδάσκων τοὺς σοὺς προπόλους . Λάβραξ ὁ πάντων ἰχθύων σοφώτατος . Ἡδύς γε πίνειν οἶνος |
δὲ ἐκ Μεγάρων ἰοῦσι πηγή τέ ἐστιν ἐν δεξιᾷ καὶ προελθοῦσιν ὀλίγον πέτρα : καλοῦσι δὲ τὴν μὲν Ἀκταίωνος κοίτην | ||
πρὸς δὲ τοῖς Φρουρίοις καλουμένοις ναός ἐστιν Ἀρτέμιδος , καὶ προελθοῦσιν ὀλίγον πεποίηται μνῆμα τοῖς ἐξ Ἤλιδος μάντεσι , καλουμένοις |
, διότι θεοὺς ἐν αὐτῷ ἱκέτευον . . . . Ἀντρών : σημαίνει τὴν πόλιν : παρὰ † κοπτομένους λίθου | ||
ἀντραῖος , ὡς Εὐριπίδης ἐν Αἰγεῖ , καὶ ἀντραία . Ἀντρών , πόλις Θετταλίας . . . . Ζηνόδοτος δὲ |
τεταγμένη . τὸ ἐθνικὸν Βηναῖος . Ῥιανὸς γὰρ ὁ ποιητὴς Βηναῖος ἦν ἢ Κερεάτης ἢ Κρής . Βήριθρος , πόλις | ||
. . . Ῥιανός τε ἐν τοῖς ἔπεσιν ἐποίησεν ὁ Βηναῖος καὶ ὁ Πριηνεὺς Μύρων : λόγοι δὲ πεζοὶ Μύρωνός |
μιγνὺς ὠοῦ τῷ λευκῷ καὶ λεπτῷ καὶ ἀλεύρου πυρίνου τὸ χνοωδέστατον , ὃ προσιζάνει τοῖς τοίχοις , ποιήσεις φάρμακον πρὸς | ||
καὶ σήσας λεπτοτάτῳ κοσκίνῳ , λείου πάλιν ἐν θυίᾳ ὡς χνοωδέστατον γενέσθαι : εἶτα ἐπιβαλὼν ὕδατος τὸ ἀρκοῦν , ἐκλείωσον |
ζέφυρον Ἀτλαντικὸν πέλαγος ὠκεανόν φησι καλεῖσθαι . ὥσπερ οὖν τὸν Θρηΐκιον βορρᾶν , οὕτω καὶ Λοκρὸν τὸν ζέφυρον κλητέον . | ||
μὲν ἔχοι μέγεθός τε βίην τε , νικώιη δὲ θέων Θρηΐκιον Βορέην , οὐδ ' εἰ Τιθωνοῖο φυὴν χαριέστερος εἴη |
τοῦ Πόντου κατ ' ἐμπορίαν εἰσαγαγόντας , ἄλλως τε καὶ Κῷον . πᾶν γὰρ δήπου τοὐναντίον εἰς τὸν Πόντον ὁ | ||
Κῷος ἀστράγαλος ἠδύνατο ἕξ . Παροιμία δέ ἐστι Χῖος πρὸς Κῷον . Ὁ μὲν γὰρ Χῖος ἠδύνατο ἓν , ὁ |
τὸ πᾶν ὕδωρ Ἀκεσίνην παρέχεται καλούμενον : αὖθις δὲ ὁ Ἀκεσίνης οὗτος ξυμβάλλει τῷ Ὑδραώτῃ , καὶ παραλαβὼν τοῦτον ἔτι | ||
ὡς δὲ συνέμιξεν ὁ Ὑδραώτης τῷ Ἀκεσίνῃ , ὅτι ὁ Ἀκεσίνης κρατεῖ τοῦ Ὑδραώτου [ ἐν ] τῇ ἐπωνυμίᾳ , |
Κέρβερος ὁ κύων Ἀϊδωνέως ἦν βασιλέως Θεσπρωτῶν , ὃν νυκτὸς ὑφελόμενοι κλῶπες ὑπὸ σπήλαιον ἔκρυψαν ἀφεγγές : ὁ δὲ Ἡρακλῆς | ||
συναισθόμενοι διεπτόηντο καὶ συγχυθέντες ἐτόπαζον ἐπὶ κλοπῇ μέλλειν συκοφαντεῖσθαι ὡς ὑφελόμενοι τὴν τοῦ σίτου τιμήν , ἣν πρότερον ἐν τοῖς |
. ἐν Ὀδησσῷ ὅρμος ναυσίν . ἀπὸ δὲ Ὀδησσοῦ ἔχεται Ἰστριανῶν λιμήν . στάδιοι ἐς αὐτὸν πεντήκοντα καὶ διακόσιοι . | ||
, μίλια καʹ , γʹ . Ἀπὸ δὲ Σκοπέλων εἰς Ἰστριανῶν λιμένα στάδιοι Ϙʹ , μίλια ιβʹ . Ἀπὸ δὲ |
ἐκβολὴ ἐντὸς τῆς πρώτης καὶ τελευταίας συλλαβῆς , οἷον κάλλιον κάλιον . Παρέμπτωσις δὲ προσθήκη ἑνὸς συμφώνου κατὰ τὸ μέσον | ||
: ἐντὸς τῆς πρώτης καὶ τελευταίας συλλαβῆς , οἷον κάλλιον κάλιον , ὤφελλες ὤφελες [ θᾶττον θᾶτον ] . Παρέμπτωσίς |
ἐνθένδε εἰς τὴν ὑπερορίαν ἐξῴκησε , καὶ ἐν Ὠρωπῷ μετοίκιον κατατιθεὶς ἐπὶ προστάτου ᾤκει , βουληθεὶς παρ ' ἐκείνοις μετοικεῖν | ||
τῶν ἄλλων χρημάτων ὅσα λάβοι , δεκάτας ἐκεῖ τῷ ἁρμοστῇ κατατιθεὶς τούτων ἀκριβῶς , τὴν δέ γ ' ἐνθάδε θεόν |
ὡσαύτως , τρίψας λεῖα ἐν μέλιτι , εἶτα ἐν εἰρίῳ ἀνασπογγίσας , ἐνδήσας τὸ εἴριον ἐς ὀθόνιον λίνῳ , προσθέτω | ||
χυτρίδιον , καὶ ἐᾷν ἕως ἂν κατακαυθῇ πᾶν : ἔπειτα ἀνασπογγίσας τὸ ἕλκος καὶ ἐκκαθήρας , ἐπιδῆσαι ὥσπερ τὸ πρότερον |
ἂν τόπον τυγχάνῃ ἐοῦσα ἡ ὀδύνη , καίειν δὲ τῷ ὠμολίνῳ . Ἀρθρῖτις νοῦσος ὅταν ἔχῃ , λαμβάνει πῦρ , | ||
οἷς θέμις . ὅτι χειρόμακτρον καλεῖται ᾧ τὰς χεῖρας ἀπεμάττοντο ὠμολίνῳ , ὃ Φιλόξενος ὁ Κυθήριος ἔκτριμμα ἐκάλεσεν . ὅτι |
καὶ ὅτι ἡ ναῦς κενὴ διεφθάρη παραπλέουσα εἰς Θευδοσίαν ἐκ Παντικαπαίου . Ἐρασικλῆς μαρτυρεῖ συμπλεῖν Ὑβλησίῳ κυβερνῶν τὴν ναῦν εἰς | ||
: καὶ ἡ ἑξῆς δ ' ἐστὶν εὔγεως χώρα μέχρι Παντικαπαίου , τῆς μητροπόλεως τῶν Βοσποριανῶν ἱδρυμένης ἐπὶ τῷ στόματι |
ξηραίνειν δὲ ἐν τῷ ἡλίῳ , καὶ ἐς τοῦτο τὰ θυμιήματα ἐμβάλλειν . Ἔγχυτον καθαρτικὸν , ἢν μὴ ἴῃ τὰ | ||
ὑπολειφθέντας ὡς τάς τε ὁδοὺς μυρσίνῃ πάσας ἐστόρεσαν καὶ ἐθυμίων θυμιήματα καὶ αὐτοὶ ἦσαν ἐν θαλίῃσί τε καὶ εὐπαθείῃσι : |
. ὁ δὲ κυκλωσάμενος αὐτοὺς καὶ τοὺς ἀπὸ τῆς πόλεως προσελθόντας συνέλαβέν τε καὶ κολασθησομένους Ἀθηναίοις ἔπεμψεν . Ὅτι Ἠλεῖοι | ||
ἑρμηνέας ἐπειρέσθαι τὸν Κροῖσον τίνα τοῦτον ἐπικαλέοιτο , καὶ τοὺς προσελθόντας ἐπειρωτᾶν . Κροῖσον δὲ τέως μὲν σιγὴν ἔχειν εἰρωτώμενον |
ὡς Θησεύς Θησηίς , οὕτως Ἀλαλκομενεύς Ἀλαλκομενηίς , ὥσπερ καὶ Βρισεύς Βρισηίς καὶ Νηρεύς Νηρηίς . „ ἐκ τοῦ Ἀλαλκομενέως | ||
ἧστινος δὴ τὴν ἐργασίαν αὗται ἐδίδαξαν . . . . Βρισεύς : ὁ ἥρως , οἷον : κούρην Βρισῆος : |
δ ' ἐνυπάρχει καὶ τούτοις τὸ κατὰ τὸν διωρισμὸν τοῖς εὐώδεσιν ὥστε τὸ ἔγχυλον ξηρῷ ἀπομιγνύμενον ἐμφαίνειν τινὰ δύναμιν . | ||
στόμα τῶν ὑστερέων : καὶ ἢν φῇ εἶναι , πυριῆσαι εὐώδεσιν ἡμέρας τρεῖς , καὶ προστιθέναι προσθετὰ ὁκοῖα μὴ ἀναδήξεται |
δὲ καὶ σκιαμαχία χειρῶν , ὀσφύος δὲ τὸ ἀνακύπτειν καὶ ἐπικύπτειν συνεχῶς . θώρακος δὲ καὶ πνεύμονος αἱ μέγισται τῶν | ||
στάχυϊ καὶ μὴ ὀρθά . Διὰ τοῦτο δὲ καὶ τὸ ἐπικύπτειν συμφέρει τὸν στάχυν ὅπως ἀπορρέῃ καὶ μὴ ἐμμένῃ τὸ |
Ἀχαρνέων . . . [ Σαμίων ὁ δῆμός ἐστιν ὡς πολυγράμματος ] : Οἱ δὲ ὅτι Ἀθηναῖοι μὲν τοὺς ληφθέντας | ||
πράγματα ἡμῶν διακναίσῃ . Σαμίων ὁ δῆμός ἐστιν : ὡς πολυγράμματος : ἀνὴρ πεδήτης ἰτέαν ἐνημμένος ἵστασθ ' ἐφεξῆς πάντες |
τε πόρπαις καὶ ζωστῆρι χρυσῷ τε πολλῷ καὶ λίθοις τιμίοις πεποικιλμένος , τῆς τοιαύτης πολυτελείας παρὰ τοῖς Ῥωμαίων στρατιώταις οὐκ | ||
ὁ κόσμος αὐτῷ ναός ἐστι ζῴοις καὶ φυτοῖς καὶ ἄστροις πεποικιλμένος ; Ἡρακλεῖ ἐπέγραψα τῷ Ἐφεσίῳ τὸν βωμὸν πολιτογραφῶν ὑμῖν |
. καὶ ἐκ τούτων δὲ ἐδηλώθη ὅτι [ ὁ ] ποδαγρός : ἀρκετὸν μὲν ἦν ἀπὸ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ | ||
. καὶ ἐκ τούτων δὲ ἐδηλώθη ὅτι [ ὁ ] ποδαγρός : ἀρκετὸν μὲν ἦν ἀπὸ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ |
ἐν τοῖς φλοιοῖς ἐνίων : ἐπὶ δὲ τῶν εὐόσμων ὅλως ἥκισθ ' ὡς εἰπεῖν εὔοσμα τὰ ἄνθη καθάπερ ἑρπύλλου , | ||
καὶ χαλεπῶς ἔχειν ὑπὲρ ὑμῶν ἐστιν : οὕτω γὰρ ἂν ἥκισθ ' οἱ πολιτευόμενοι τοὺς πολλοὺς ὑμᾶς ἀδικοῖεν . ὅταν |
φύλλων κεκαυμένων κιλικίου ῥάκουϲ κεκαυμένου τὸ ἴϲον ἑκάϲτου ἀναλάμβανε ϲτέατι ἀρκτείῳ καὶ κεδρίᾳ : ἐπὶ δὲ τῆϲ χρήϲεωϲ πυρία , | ||
κατάχριε . ἄλλο . ῥίζαν καλάμου καύσας καὶ μίξας τῷ ἀρκτείῳ στέατι καὶ κατάχριε . ἄλλο . τιθύμαλλον τρίψας κατάχριε |
' ἑωυτὸ ὁλκή , πάντων ὑπ ' αὐτοῦ τοῦ θερμοῦ τακέντων τῶν ὑγρῶν ἐν τῷ σώματι . τότε γὰρ ἰσχύει | ||
δὲ ῥοδίνου # δ καὶ τῆκε ὁμοίωϲ ἐν διπλώματι καὶ τακέντων ἄραϲ κίνει μέχρι ποϲῶϲ ψυχθῆναι , ἔπειτα ἐπίχεε ἐν |
, ἀλλ ' οἱ μὲν κυνηγέται καὶ οἱ ἁλιῆς τοῖς ὀψοποιοῖς παραδιδόασιν , οἱ δ ' αὖ γεωμέτραι καὶ οἱ | ||
δὲ αὐτῆς λουτρὸν ἦν , καὶ γυμνάσιον : τὸ δὲ ὀψοποιοῖς χώρα : τὸ δέ , θάλαμοι παλλακίσιν : τὸ |
οὖρόν ἐστι δριμύ . τὰ γοῦν ἱμάτια τούτῳ χρώμενοι ῥύμματι πλύνουσιν οἱ βαφεῖς . τρία δὲ παραφύλαττε ὅταν κωθωνίζῃ : | ||
οὖρόν ἐστιν δριμύ . τὰ γοῦν ἱμάτια τούτῳ χρώμενοι ῥύμματι πλύνουσιν οἱ γναφεῖς . τρία δὲ παραφύλαττε ὅταν κωθωνίζῃ : |
αἰδοίου . παρουλὶς οὔλων ἀπόστασις , ἐπουλὶς ὑπὸ τὸν σωφρονιστῆρα ἐπίφυσις . ὑπογλωττὶς ἀπόστασις ὑπὸ γλώττῃ . αὖον ἀπόστασις περὶ | ||
: ἡ μέντοι τῷ στελέχει τε καὶ τοῖς κλάδοις αὐτοῖς ἐπίφυσις ὀχθώδης , ἣν ἔνιοι μυρτίδα καλοῦσιν , εἰς ὅσον |
πού τι χαλεπόν ἐστι τὸ ψευδῆ λέγειν . Πικρόν ἐστι θρέμμ ' ἐν οἰκίᾳ γέρων . Οὐδεὶς πονηρὸν πρᾶγμα χρηστὸς | ||
. . . τραγῳδὸς ἦν ἀγὼν Διονύσια . πικρόν ἐστι θρέμμ ' ἐν οἰκίᾳ γέρων . . ἀλλ ' ἀλαζὼν |
. ἔστι δὲ καὶ ἄλλη πόλις , ὡς Φίλων , Λιγυστίων ἐπὶ λίμνης Λιγυστίας : τάχα δὲ ἡ αὐτή ἐστι | ||
. ἔστι δὲ καὶ ἄλλη πόλις , ὡς Φίλων , Λιγυστίων , ἐπὶ λίμνης Λιγυστίας . τάχα δ ' ἡ |
, εἶτα κόψαϲ ϲήϲαϲ τὰ ἄλλα καὶ ἀναλαβὼν μέλιτι ἀπηφριϲμένῳ ἀρκοῦντι δίδου κοχλιάριον α νήϲτει . Ἔλιγμα ἄλλο : βούτυρον | ||
, ὡϲ οἱ τοξοποιοί , προβρέχων αὐτὴν ὄξει δριμυτάτῳ τῷ ἀρκοῦντι ἐπὶ ἡμέραϲ γ , προκαθάραϲ καὶ ἀφελὼν αὐτῆϲ τὸ |
ἐλαττόνων : νοτιωτέρα γάρ ἐστιν ἡ Μασσαλία τοῦ μυχοῦ τοῦ Κόλπου . τὸ δέ γε ἀπὸ τῆς Ῥοδίας ἐπὶ τὸ | ||
ἂν τὸ ἀπὸ τῆς λεχθείσης γραμμῆς ἐπὶ τὸν μυχὸν τοῦ Κόλπου σταδίων δισχιλίων πεντακοσίων , ἐπὶ δὲ Μασσαλίαν ἐλαττόνων : |
ἄντροις ἄλυχνος , ὥστε θήρ , μόνος . στλεγγιδοποιός , στλεγγίς , ἀποστλεγγίσασθαι , ἀπεστλεγγισμένος . ἔστι δὲ καὶ ἕτερόν | ||
ἑστιῶνται . στίγων : ὁ στιγματίας . Ἀριστοφάνης Βαβυλωνίοις . στλεγγίς : ἡ ξύστρα , καὶ στλεγγιζόμενος : ἀποξυόμενος . |
ἀλλὰ πρὸς τὸν καρπὸν ἀπέκλινε . ὅρπηκα : λέγει τὸ βούκεντρον . ἔνδρυον ἑλκόντων μεσάβων : διὰ τὸ εἶναι τὸ | ||
ὁ βουνός ; ἵνα σαφῶς σου μανθάνω . βουπλήξ : βούκεντρον . βούπρῳρος : θυσία τις ἐξ ἑκατὸν προβάτων καὶ |
ποιητής „ Κισσῆς τόν γ ' ἔθρεψε , ” τὸν Ἰφιδάμαντα λέγων . . Ὅτι μετὰ τὸ Δῖον πόλιν ὁ | ||
ἀλλ ' ἐπόρουσε Κόωνι ἔχων ἀνεμοτρεφὲς ἔγχος . ἤτοι ὃ Ἰφιδάμαντα κασίγνητον καὶ ὄπατρον ἕλκε ποδὸς μεμαώς , καὶ ἀΰτει |
ὁ Ἴστρος οὐ γόνιμος , ὁ δὲ Νεῖλος γόνιμος . Ἥδιστον θέαμα ὁ Νεῖλος , ἀλλ ' οὐ τολμῶ παραπεμψάμενος | ||
δενδροτρόφα , καὶ λειμῶνες ἀνθοῦντες , καὶ νάματα ῥέοντα . Ἥδιστον ἦν θέαμα ὁ Ἀχιλλεύς , οὐ διὰ τὴν ξάνθην |
Ἀρείας τῆς Κλεόχου . . . Καὶ Ἀριστόκριτος φησὶν ὅτι Ἀρεία θυγάτηρ ἐγένετο Κλεόχου , ἧς καὶ Ἀπόλλωνος γενέσθαι βρέφος | ||
. Τῶν οὖν ἐν τῇ Ἀρείᾳ διασημοτέρων πόλεων ἡ μὲν Ἀρεία τὴν μεγίστην ἡμέραν ἔχει ὡρῶν ιδ γιβʹ , καὶ |
μεταξὺ ἀέρα φωτὶ καθὰ συγγενεῖ . ὅ τε γὰρ ἀὴρ ἄχρους ὢν καὶ διαφανὴς εὐδιάχυτός τε καὶ εὐαλλοίωτος ὡς οὐδέν | ||
μετρίως ἐν αὐτῷ διέτριψεν : εἰ δὲ δυσεκθέρμαντός τε καὶ ἄχρους διαμένει μέχρι πλείονος , ἀμετρότερον ἐχρήσατο τῷ ψυχρῷ , |
ἐπειδὴ οὐδετέρου παρασχηματισμὸν οὐκ ἔχουσιν : οὐδὲ γὰρ λέγομεν τὸ κτέν ὥσπερ τὸ ἕν : τὸ γὰρ κτένιον μονογενές ἐστιν | ||
, ἐπεὶ ἀπὸ τοῦ κτείς εἰ ἦν κατὰ παρασχηματισμόν , κτέν ὤφειλεν εἶναι , ὥσπερ εἷς ἕν . Καὶ ἔστιν |
: ἡ δὲ μαθοῦσα φεύγει . ἐν τοσούτῳ δὲ λῃσταῖς περιτυχοῦσα πιπράσκεται Λυκούργῳ . κατ ' ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν | ||
κυνηγοὺς φεύγουσα εἰς ἄντρον εἰσέδυ . λέοντι δ ' ἐκεῖ περιτυχοῦσα ὑπ ' αὐτοῦ συνελήφθη . θνῄσκουσα δ ' ἔλεγεν |
τοιοῦτον οἱ Σύροι λαχμὰν προσαγορεύουσι καί ἐστιν οὗτος ἐν Συρίᾳ χρηστότατος γινόμενος διὰ τὸ θερμότατος τρώγεσθαι . καί ἐστιν ἄνθει | ||
οὐκ ἀπῆλθε δόξαν λαβὼν ὑπὲρ αὐτοῦ ὡς εἴη πάντων ἀνθρώπων χρηστότατος καὶ ἐπιεικέστατος καὶ προσέτι ἁπλοϊκώτατός τε καὶ ἀφελέστατος . |
, ἐν τῷ θέρει , κατὰ τὸν ὀπωρινὸν καιρόν . μογεόντας : πονοῦντας , κακοπαθοῦντας . Ἀνιηραί : λυπηραί . | ||
, ἐν τῷ θέρει , κατὰ τὸν ὀπωρινὸν καιρόν . μογεόντας : πονοῦντας , κακοπαθοῦντας . Ἀνιηραί : λυπηραί . |
Ἀλέξανδρος ἔχων τοὺς ἀπὸ τῶν ἵππων καταβεβηκότας πεζοὺς πρὸς τῷ γηλόφῳ ἦν . καὶ οὗτοι ἐπιγενόμενοι μόγις ἐξέωσαν τοὺς Ἰνδοὺς | ||
ἑκάστην σχήματα ἀδύνατον περιλαβεῖν , ἢ πᾶσα ἐν ὄρει καὶ γηλόφῳ ἕστηκεν ἢ πᾶσα ἐν πεδίῳ ἢ πῆ μὲν ἐν |
: ὃ ἔστιν ἐπερείδεσθαι : καὶ πλεονασμῶ τοῦ ρ : σανίς : οἷον , τανὺς παρὰ τὸ τάσσεσθαι : τὸ | ||
μίαν συλλαβὴν κοινολεκτούμενα ἀποστρέφονται τὴν ει δίφθογγον , κρηπίς ῥανίς σανίς βολίς θυρίς ἁψίς . πρόσκειται ὀξύτονα διὰ τὸ κατάκλεις |
' αὐτοὺς φερομένων βελῶν , ὠσάμενοι τὸ μὲν πρῶτον τὸν σεσιδηρωμένον χάρακα διέσπασαν , τοῖς δὲ πλοίοις πολλὰς ἐμβολὰς δόντες | ||
ἀγωνίσασθαι . προέταξαν δὲ τῆς στάσεως ταύτης τοὺς κομίζοντας χάρακα σεσιδηρωμένον καὶ δεδεμένον ἀλύσεσιν , ὃν παρεσκευάσαντο πρὸς τὴν τῶν |
παῖδα φάρυγος . ὁ βοῦς ὁ χαλκοῦς ἦν ἂν ἑφθὸς δεκάπαλαι , ὁ δ ' ἴσως γαλαθηνὸν τέθυκε τὸν χοῖρον | ||
παρεσκευασμένος τρίπαλαι κάθημαι βουλόμενός ς ' εὐεργετεῖν . Ἐγὼ δὲ δεκάπαλαι γε καὶ δωδεκάπαλαι καὶ χιλιόπαλαι καὶ προπαλαιπαλαίπαλαι . Ἐγὼ |
δυναμένης πεφθῆναι καὶ λεπτυνθῆναι : ὅτι δὲ ὀξύτατος , καὶ ἐπιεικέστατός ἐστιν : οὐδὲ γὰρ φθάνει καταλῦσαι τὴν δύναμιν αὐτῆς | ||
δυναμένης πεφθῆναι καὶ λεπτυνθῆναι : ὅτι δὲ ὀξύτατος , καὶ ἐπιεικέστατός ἐστιν : οὐδὲ γὰρ φθάνει καταλῦσαι τὴν δύναμιν αὐτῆς |
ὥς φησιν ὁ Ἱεραπολίτης Θεόδωρος ἐν τοῖς περὶ ἀγώνων , ἤσθιε μνᾶς κρεῶν εἴκοσι καὶ τοσαύτας ἄρτων οἴνου τε τρεῖς | ||
εἶτα ἡμεῖς μὲν ἑστῶτες ἐδακρύομεν , ὃ δὲ ἄρτου ἐπιλαβόμενος ἤσθιε καὶ ἡμῖν προσώρεγεν . ἀπονευόντων δὲ ἡμῶν προσδέξασθαι ἔφη |
μὲν τοίνυν μειράκιον περὶ οὐδένα οὐδὲν ἥμαρτεν . Οὔτε γὰρ ἀπειρημένον ἀλλὰ προστεταγμένον ἐμελέτα , οὔτε ἐν γυμναζομένοις ἀλλ ' | ||
καλοῦνται οἱ ἐπηρεάζοντες ἀπὸ τῆς τοιαύτης αἰτίας . τὸ παλαιὸν ἀπειρημένον ἦν σῦκα ἐξάγειν ἐκ τῆς Ἀττικῆς , τοῦ φυτοῦ |
εἶναι δ ' αὐτὰς σκόπελον τρικόρυφον διείργοντα τὸν Κυμαῖον καὶ Ποσειδωνιάτην κόλπον . ἀλλ ' οὔθ ' ὁ σκόπελος οὗτος | ||
κίνδυνον περιστάντα . τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ Θέστορα τὸν Ποσειδωνιάτην ἀκοῆι μόνον ἱστοροῦντα , ὅτι Θυμαρίδης εἴη ὁ Πάριος |
ἅπτεται : καὶ εἴη ἂν εἰ καὶ πταίσας ἐρῶ ἰχθύων ὀψοφαγίστατος . αἱ δὲ ἀμύνασθαι αὐτοὺς ἀδυνατοῦσαι , αἱροῦνται συναποθνήσκειν | ||
χρυσώπιδες ἰχθύες ἑλλοὶ νήχοντες παίζουσι δι ' ὕδατος ἀμβροσίοιο . ὀψοφαγίστατος καὶ βλακίστατός ἐστιν , φησὶ Σοφοκλῆς . Ἀριστοτέλης ἱστορεῖ |
ὠνόμασεν , δύο δὲ Παρμενίσκος Ἄλους ἱστορεῖ , τὸν μὲν Μαλιακὸν ὑπὸ Ἀχιλλεῖ , τὸν δὲ ὑπὸ Πρωτεσιλάῳ , λέγεται | ||
ἐς τὸ στράτευμα ἀναχωροῦσι , Βρέννος δὲ τοῖς περὶ τὸν Μαλιακὸν κόλπον οἰκοῦσι ζευγνύναι τὸν Σπερχειὸν ἐπέτασσεν : οἱ δὲ |
γὰρ ἄκραι γεγόνασι , τειχίζονται δὲ οὐ μᾶλλον αὐταὶ τοῖς οἰκήμασιν ἢ τὰς πόλεις τειχίζουσι . καὶ τὴν μὲν Ἀθηναίων | ||
γήπεδον τὸ χωρίον , ὥσπερ καὶ οἰκόπεδον τὸ γῇ καὶ οἰκήμασιν ἀπαρτιζόμενον . Πλάτων γοῦν ἐν εʹ Νόμων φησὶν ” |
. ὄρφνη ἡ νὺξ ἡ ὀρφανὴ φωτὸς , ἢ καὶ ὀροφή τις οὖσα καὶ ἀποσκίασις . εἰδώλοισιν : ὁμοιώμασι , | ||
στατοὶ χιτῶνες , οἱ γὰρ συρόμενοι συρτοί . ὄροφος καὶ ὀροφή : ἡ στέγη . ὅσιον χωρίον : τὸ βέβηλον |
εἰσαγομένων ἐπιστολῶν εἶναι ἐπισκόπησιν , πρὸς οὓς οἰσθήσεται πρότερον . Ὅπλα οἷς ἐστιν ἑνὸς πλείω ἀπογράφεσθαι , καὶ ἐξάγειν μηδένα | ||
ἂν καὶ ὠμῶν ἐσθίειν αὐτῶν . πάλιν οὖν ἐρωτώντων : Ὅπλα δὲ πόθεν ἔφασαν λήψεσθαι ; τὸν δ ' εἰπεῖν |
. Περίστοιχοι : Δημοσθένης ἐν τῷ πρὸς Νικόστρατον περὶ τῶν Ἀρεθουσίου ἀνδραπόδων ” φυτευτήρια ἐλαῶν περιστοίχων κατέκλασεν . “ Δίδυμος | ||
μὲν ταῦτα ἀπέγραψα . ἀπογράψας δὲ ἐὰν ἀποδείξω τὰ ἀνδράποδα Ἀρεθουσίου ὄντα , οὗπερ ἐπέγραπτο εἶναι , τὰ μὲν τρία |
Ἐννέπετε , Κρονίδαο Διὸς μεγάλοιο θύγατρες ἔστι τις ἠνεμόεις ὀλίγος λόφος οὕνεκά οἱ Κρονίδης ὅστε μέγα πᾶσιν ἀνάσσει ἄντρον ἐνὶ | ||
εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσα , ἔχουσα καθ ' οὗ πήγνυται ὁ λόφος ' . . . . αὐλῶνες : οἱ ἐπιμήκεις |
δὲ τοῦ ἐς Δάφνην τὰ μὲν Σύροις τοῖς οἰκοῦσιν ἐπὶ Ὀρόντῃ ποταμῷ παρίημι , λέγεται δὲ καὶ ἄλλα τοιάδε ὑπὸ | ||
πόλις ἡ ἐν Συρίᾳ καὶ Βέρροια καὶ Ἀντιόχεια ἡ πρὸς Ὀρόντῃ ποταμῷ ὅπως οἰκτρότατα ὑπὸ Χοσρόου πεπόρθηνται , τήν τε |
Κρῖσα , ἀφ ' ἧς ὁ κόλπος Κρισαῖος : εἶτα Ἀντικύρα , ὁμώνυμος τῇ κατὰ τὸν Μαλιακὸν κόλπον καὶ τὴν | ||
σύσκιον ὄρος , εἶτα νυμφῶν ἐχόμενον Κωρύκιον ἄντρον : εἶτεν Ἀντικύρα πόλις ποταμός τε Κηφισὸς ῥέων ἐκ Φωκίδος . Παράπλους |
καὶ νῦν ὅσον εἰς ἀνάμνησιν . Ἀμίλχαρ , ᾧ Βάρκας ἐπίκλησις ἦν , Ἀννίβου τοῦδε πατήρ , ἐστρατήγει Καρχηδονίων ἐν | ||
οἶδα μόνῳ τούτῳ καὶ ὑπερῷον ἄλλο ἐπῳκοδόμηται Μορφοῦς ἱερόν . ἐπίκλησις μὲν δὴ τῆς Ἀφροδίτης ἐστὶν ἡ Μορφώ , κάθηται |
πᾶς πωλῶν κάπηλος λέγεται . ἀλλ ' ἐμπολαῖον : Ποιήσατε πράτην . . πραγματευτήν . . πραγματευτικόν . . Ἑρμῆν | ||
ὀρθῶς εἴρηται πῶς ἀφῖκται πτωχὸς ὤν . κατὰ δὲ τὴν πράτην , ὅτι Μέντῃ εἰκάζεται ἡ Ἀθηνᾶ οὐχ ὑγιῶς . |
αὐτοῦ ἐν τῷ τῆς ἑψήσεως καιρῷ , ἐπιστάζοντας ἐπ ' ὀστράκῳ ξηρῷ καὶ μὴ ὑγραίνοντας τὸ ὄστρακον , ὥσπερ ἐπὶ | ||
ἀριστολοχεία , ἄφοδος μυῶν , κύμινον , κοχλίας σὺν τῷ ὀστράκῳ λεῖος , ἀβρότονον , καρκίνου τὸ χελώνιον , ἄρον |
τερατώδης , ἐκβόλιμος οἷον σατυρίσκος ἢ ἑρμαφρόδιτος , δίδυμος ἢ δικέφαλος . Τὸ δ ' ἐφεξῆς τούτῳ δωδεκατημόριον , ὃ | ||
σφοδρῶς πλήττουσα . * ὀλίγη : λεπτή ἀμφικαρὴς δὲ ἤγουν δικέφαλος : ψευδῶς δέ φησιν : οὐ γάρ ἐστιν , |
ᾐόνος ἀναστρέφοντας μανθάνειν ὅπου ποτε ἔχοι τὴν κεφαλὴν αὐτή , χαλκέῳ δὲ ξίφει κεχρημένους κατὰ δὴ τοῦ λαιμοῦ τοῦ ταύτης | ||
διὸ καὶ τὸ παρ ' Ὁμήρῳ τινὲς οὕτως ἐξηγοῦνται , χαλκέῳ δ ' ἐν κεράμῳ δέδετο τρισκαίδεκα μῆνας . περὶ |