ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν , νύκτας δ ' ἀλλύεσκεν , ἐπὴν δαΐδας παραθεῖτο . ὣς τρίετες μὲν ἔληθε δόλῳ καὶ ἔπειθεν
ὑφαίνεσκον μέγαν ἱστόν , νύκτας δ ' ἀλλύεσκον , ἐπὴν δαΐδας παραθείμην . ὣς τρίετες μὲν ἔληθον ἐγὼ καὶ ἔπειθον
8975025 φιλαισιν
ἄλουτος ἐν φάραγξι σήπεται νέκυς . χρυσέαν βῶλον ψυκτήρια δένδρη φίλαισιν ὠλέναισι δέξεται . κρήνης πάροιθεν ἀνθεμόστρωτον λέχος ἀνθρωποκτόνος ἄγωνον
σε πυκνὴν φρένα καὶ φιλόσοφον ἐγείρειν φροντίδ ' ἐπισταμένην ταῖσι φίλαισιν ἀμύνειν . κοινῇ γὰρ ἐπ ' εὐτυχίαισιν ἔρχεται γλώττης
8928068 ἀδιναων
Τ ῥαψῳδίας Ὀδυσσείας , “ ἡ δ ' ὡς Σειρήνων ἀδινάων φθόγγον ἤκουσεν , ” συνεχῶς ᾀδουσῶν . ἐπὶ δὲ
μειρακίων . . . . ἀληθινός : ζήτει εἰς τὸ ἀδινάων τὸν κανόνα . ἀλήθω : τὸ ἐπὶ τῆς μύλης
8913765 ἐφρασσαντο
, ἐπεὶ οὔ σφισιν ἧδέ γ ' ἑτοίμη ἣν νῦν ἐφράσσαντο ἐμεῦ ἀπομηνίσαντος : Φοῖνιξ δ ' αὖθι παρ '
εὔβολος ἔσσεται ἄγρη . Τέτραχα δ ' εἰναλίης θήρης νόμον ἐφράσσαντο ἰχθυβόλοι : καὶ τοὶ μὲν ἐπ ' ἀγκίστροισι γάνυνται
8908744 διακεχωρισμενως
Ἀποτροπάδην : εἰς τοὐπίσω τρεπόμενοι , φεύγοντες , φευκτικῶς , διακεχωρισμένως . λοξόν : πλάγιον , στρεβλόν . φάος :
ταῖς ὀρειναῖς κοίταις , ὄρεσιν . ἀποσταδόν : μακρόθεν , διακεχωρισμένως . Ἀθλέων : πειρῶν ἑαυτόν . βριαρόν : δυνατόν
8907300 ἰχθυβολοι
ἀμήσαιτο . τὰς δ ' ὁπότε φράσσωνται ἐπί σφισι πεπτηυίας ἰχθυβόλοι , κοίλῃσι περιπτύσσουσι σαγήναις ἀσπασίως , πολλὴν δὲ ποτὶ
μάλ ' ἱεμένην νεάτης ἁλός : οἱ δ ' ἐσιδόντες ἰχθυβόλοι μάλα ῥεῖα καὶ ἀσπασίως ἐδάμασσαν . Δελφίνων δ '
8871086 ἐνεπε
παθημάτων . τίνα θροεῖς αὐδάν ; τίνα βοᾶις λόγον ; ἔνεπε , τίς φοβεῖ σε φήμα , γύναι , φρένας
. ὦ φίλταται γυναῖκες . † Ἑκάβη , σὰς † ἔνεπε : τίνα θροεῖς αὐδάν ; † οὐκ ἦν ἄρ
8865529 ἀπωθε
μὲν παρὰ ποσσὶ θεοὶ θέσαν ἀνθρώποισιν , ἐσθλὰ δὲ πολλὸν ἄπωθε : πόνον δ ' ἐς μέσσον ἔλασσαν : τοὔνεκα
[ ] ον : ὦ Παλαίμονες [ ] [ ] ἄπωθε ? ? τὸν φθόρον . . . ποττὰς ἱερὰς
8859228 λαβρωνιοι
καὶ ποικίλη . ἔμβαρος ἤδη δ ' ἐπιχύσεις διάλιθοι , λαβρώνιοι , Πέρσαι δ ' ἔχοντες μυιοσόβας ἑστήκεσαν . οὐ
ᾖ καὶ ποικίλη . Ἤδη δ ' ἐπίχυσις , διάλιθοι λαβρώνιοι , Πέρσαι δ ' ἔχοντες μυιοσόβας ἑστήκεσαν . Ὥστ
8851705 λεβιαι
κύβων , θυννίδων . θύννοι , κολίαι , σαπέρδαι , λεβίαι , μύλλοι . Ἀριστοφάνης δὲ καὶ ταρίχιόν που λέγει
περῶσιν διὰ τοὐν Μαραθῶνι τροπαῖον . σκόμβροι , κολίαι , λεβίαι , μύλλοι , σαπέρδαι , θυννίδες σπυρὶς οὐ μικρὰ
8846145 Σκυλλητιον
Καλαυρία περὶ τὸν Ἰόνιον κόλπον καὶ τὸν Ἀδρίαν . ? Σκυλλήτιον πόλις Σικελίας , ὡς Εὔδοξος ἕκτῃ . . καὶ
ἐξέπεσον καὶ τὴν ἐκεῖ Καυλωνίαν ἔκτισαν . μετὰ δὲ ταύτην Σκυλλήτιον ἄποικος Ἀθηναίων τῶν μετὰ Μενεσθέως , Κροτωνιατῶν δ '
8842066 ΠΟΙΗΣΙΣ
δὲ τρίτον εἴ τις μελάγχλωρον κίκινον λέγουσιν . ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΤΑΣΠΑΣΤΟΥ ΠΟΙΗΣΙΣ . Λαβὼν λευκὰ ὠῶν , βάλε εἰς τὴν λίτραν
χρυσὸν εὑρύζον , ἔνκαιε , καὶ ἔσται εὑρύζον . ΧΡΥΣΟΥ ΠΟΙΗΣΙΣ . Λαβὼν χαλκὸν καθαρὸν ἐρυθρὸν , ποίει λαμνία ἰσχνὰ
8836762 κυνεας
Παλαιστίνῃ τριηκοσίας , ὧδε ἐσκευασμένοι : περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κυνέας εἶχον ἀγχοτάτω πεποιημένας τρόπον τὸν Ἑλληνικόν , ἐνδεδυκότες δὲ
μὲν σάκε ' ἔξελε , τόσσα δὲ δοῦρα καὶ τόσσας κυνέας , χαλκήρεας ἱπποδασείας . † ) σημείωσαι καὶ ὅτι
8835948 πετευρον
Νωνακριεύς νωτοπλῆγα ξειρης Ὀλυμπίειον ὀνηλατεῖν ὀνυχίζεται οὐδαμᾷ Παμβωτάδαι πέδων περίζυξ πέτευρον πλεισταχόθεν πλυντρίδες προσχίσματα πρόσχορον προσῳδός πυξίον καὶ πυξίδιον πυτίνη
. ἔνιοι τὴν δοκόν , οἱ δὲ πηκτὸν ὀρνιθοτροφεῖον . πέτευρον δὲ σανίδιον λεπτὸν καὶ τεταμένον , ᾧ εἰς τοὺς
8828269 ἐλοωντες
ἀμφί . ἀμφί : ἀμφοτέρωθεν . Καταΐγδην : συντόμως . ἐλόωντες : τύπτοντες . Λέλησται : ἐπιλάθεται . Γενύεσσι :
ἑξῆμαρ μὲν ἔπειτα ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι δαίνυντ ' Ἠελίοιο βοῶν ἐλόωντες ἀρίστας : ἀλλ ' ὅτε δὴ ἕβδομον ἦμαρ ἐπὶ
8825580 ἐμπυροι
καὶ ἔργον καὶ πλάσμα καὶ κατασκεύασμα . τέχναι δ ' ἔμπυροι καὶ ἄπυροι . Αἱ μὲν ἐκ τοῦ πωλεῖν ,
οἱ χαλεπώτατοι καὶ φλέγοντες τοῖς ἀλγήμασι τοὺς πληγέντας . * ἔμπυροι : φλογώδεις μεταμώνιον : οὐ μάταιον , ἀλλὰ δεινόν
8816903 κληιθρα
ἀκούσαθ ' οἷος κέλαδος ἐν δόμοις πίτνει . σὺ παρὰ κλῆιθρα , σοὶ μέλει πομπίμα φάτις δωμάτων : ἔνεπε δ
ἕδρας ἡ Τυνδαρὶς παῖς ἐκπεπόρθμευται χθονός . ὠή , χαλᾶτε κλῆιθρα , λύεθ ' ἱππικὰς φάτνας , ὀπαδοί , κἀκκομίζεθ
8811537 Βιθυνις
Κρόνου Δόλογκον . καὶ τὸ ἐθνικὸν Βιθυνός καὶ Βιθυνή καὶ Βιθυνίς καὶ Βιθυνιάς . τὰ δὲ εἰς νος καθαρὸν ὑπερδισύλλαβα
γενέσεως αἴτιον εἶναι , καθὸ τὸ ὕδωρ πάντων γεννητικόν . Βιθυνίς : ὄνομα κύριον . Μελίη : ἐπίθετον . ὑπεροπληέστατον
8810580 παραπλωσαντες
τὰ θεῖα ἐν κόσμῳ πεποίητο , οὕτω δὴ ἀνήγοντο . παραπλώσαντες δὲ νῆσον ἐρήμην τε καὶ τραχείην ἐν ἄλλῃ νήσῳ
τοι ἐγὼ μύθοισιν ἐπὶ προτέροισιν ἔλεξα . Ἔνθεν ἄκραν προβλῆτα παραπλώσαντες ἔβημεν γῆν ἐπὶ Παφλαγόνων , τὴν δὴ παράμειψε θέουσα
8802805 ἐριδουπου
ἔβαινον , [ ἐκ δ ' ἔλασαν προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου : ] μάστιξεν δ ' ἐλάαν , τὼ δ
' ἔβαινον , ἐκ δ ' ἔλασαν προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου . τοὺς δὲ μετ ' Ἀτρεΐδης ἔκιε ξανθὸς Μενέλαος
8798183 βεβασιν
δηλονότι . ἀγρόται ] ἄρχοντες . στρατοῦ ] τοῦ . βεβᾶσιν ] ἀπῆλθον . οἴ οἴ ] φεῦ . νώνυμοι
φονίους ἀνδρῶν ἁμίλλας ἔθετ ' ἀστεφάνους : ἀπὸ δὲ φθίμενοι βεβᾶσιν Ἰλιάδαι βασιλῆες , οὐδ ' ἔτι πῦρ ἐπιβώμιον ἐν
8794917 καρφιοις
τε . πεπέδηται : δεδέσμηται . Γόμφοισιν : ἥλοις , καρφίοις : γόμφος κυρίως τὸ ξύλινον καρφίον παρὰ τὸ κόπτω
καὶ ἔκπληξιν ἐμποιοῦντα τοῖς βλέπουσι . . γόμφοις ] ἐν καρφίοις . . ἥλοις . λαμπρὸν ] χρυσοειδές . ἔκκρουστον
8789143 πετρινα
δυσήλατα , τραχέα , δύσπορα , λιθώδη , πετρώδη , πέτρινα , ἄλιθα , ὀρεινά , βαθέα , ἔγκοιλα ,
ὄρεσι † φυγάδα γάμων † ἱεῖσα γοερόν , ὑπὸ δὲ πέτρινα γύαλα κλαγγαῖσι Πανὸς ἀναβοᾶι γάμους . ὦ θήραμα βαρβάρου
8783431 ὀχεεσσι
δὲ καὶ τότ ' ὄλοντο δυώδεκα φῶτες ἄριστοι ἀμφὶ σφοῖς ὀχέεσσι καὶ ἔγχεσιν . ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι Ζηνόδοτος γράφει
δὲ καὶ τότ ' ὄλοντο δυώδεκα φῶτες ἄριστοι ἀμφὶ σφοῖς ὀχέεσσι καὶ ἔγχεσιν . αὐτὰρ Ἀχαιοὶ ἀσπασίως Πάτροκλον ὑπ '
8777853 Αἰνειωο
οὐκ ἔστι δὲ Αἰνείως ὡς Πετεώς . . . . Αἰνείωο Αἰνείως , Αἰνειῶο Αἰνειώς . Αἰνειώς Αἰνειῶο . ως
. . . Αἰνείαο : ἡ διπλῆ ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Αἰνείωο . οὐκ ἔστι δὲ Αἰνείως ὡς Πετεώς . .
8772589 ὁμοιϊου
' ἐκ Φθίης Ἀγαμέμνονι πέμπε νήπιον οὔ πω εἰδόθ ' ὁμοιΐου πολέμοιο οὐδ ' ἀγορέων , ἵνα τ ' ἄνδρες
μὲν ἔδυ , παύσαντο δὲ δῖοι Ἀχαιοὶ φυλόπιδος κρατερῆς καὶ ὁμοιΐου πολέμοιο . Τρῶες δ ' αὖθ ' ἑτέρωθεν ἀπὸ
8765642 Γερασα
ὕψος , ἄθας δὲ ὁ θεός . Οὕτω Φίλων . Γέρασα , πόλις τῆς Κοίλης Συρίας , τῆς τεσσαρεσκαιδεκαπόλεως .
. . . . . ξε γοʹ κθ ∠ ʹδ Γέρασα . . . . . . . . .
8764915 ὁλκεια
ἡδυποτίδας τρεῖς , ἠθμὸν ἀργυροῦν . Κρατῆρες , κάδοι , ὁλκεῖα , κρουνεῖ ' . ἔστι γὰρ κρουνεῖα ; ναί
ἡδυποτίδας τρεῖς , ἡθμὸν ἀργυροῦν . κρατῆρες , κάδοι , ὁλκεῖα , κρουνεῖ ' . ἔστι γὰρ κρουνεῖα ; ναί
8762354 κρυβεις
ἐλυσθείς : πεσὼν , κρυφθεὶς , τανυσθεὶς , κυλισθεὶς , κρυβείς : ἐλύω τὸ κρύπτω , ὅθεν ἀλύτη ἡ νύξ
τοῖς παθοῦσιν . παθοῦσιν . παθοῦσι . τοῖς κακοῖς . κρυβείς , ἀφανισθεὶς . ἀφανισθεὶς . παντελῶς . ὁμοῦ .
8760446 Σκιαθος
δ ' ἀπέκρυφθεν ἄκρη καὶ Σηπιὰς ἀκτή , φάνθη δὲ Σκίαθος , Δολοπός τ ' ἀνεφαίνετο σῆμα , ἀγχίαλός θ
Θέτιν ἐνταῦθα εἰς σηπίαν μεταβληθῆναι διωκομένην ὑπὸ Πηλέως . εἰναλίη Σκίαθος : ἡ παραθαλασσία . νῆσος γὰρ ἡ Σκίαθος τῆς
8757632 ἐγκαναξον
, ὅπερ πάσχουσιν οἱ μεθύοντες καὶ οἱ ὑπτίως ἀνακείμενοι . ἐγκάναξον : ἔγχεε , ἐκκένωσον . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν
ἐκκένωσον . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν ἀθρόως πινόντων . ΓΘ ἐγκάναξον : προσένεγκε , ἔκχεον . ἐγκάναξον ] ἔγχεε .
8756788 ὑλακομωροι
μὲν Ἀρίσταρχος οἱ τοὺς ἰοὺς ὀξεῖς ἔχοντες , καὶ τὸ ὑλακόμωροι παραπλησίως καὶ τὸ ἐγχεσίμωροι : βέλτιον δὲ ἀκούειν οἱ
νομῆας ἅμ ' ἀγρομένοισι σύεσσι . Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι , οὐδ ' ὕλαον προσιόντα : νόησε δὲ δῖος
8756234 Ἀτταται
, μᾶλλον ἐπικρούεις σύ γε . Ἔτι μᾶλλο βοῦλις ; Ἀτταταῖ ἰατταταῖ : κακῶς ἀπόλοιο . Σῖγα , κακόδαιμον γέρον
κέκραγας ; Ἐμβαλῶ σοι πάτταλον , ἢν μὴ σιωπᾷς . Ἀτταταῖ ἰατταταῖ . Οὗτος σύ , ποῖ θεῖς ; Εἰς
8755149 παιωνικος
τετράμετρος βραχυκατάληκτος , τοῦ ἕκτου ποδὸς τριβράχεος . ὁ δεύτερος παιωνικὸς καθαρὸς τετράμετρος καταληκτικός . τὸ τρίτον ὅμοιον , δίμετρον
βʹ : τὸ θʹ ὅμοιον τῷ ζʹ : ὁ ιʹ παιωνικὸς ὅμοιος τῷ γʹ : τὸ ιαʹ τροχαϊκὸν δίμετρον ἀκατάληκτον
8753299 ῥαπτομεν
ἀνιηθεὶς σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκοιο . εἰνάετες γάρ σφιν κακὰ ῥάπτομεν ἀμφιέποντες παντοίοισι δόλοισι , μόγις δ ' ἐτέλεσσε Κρονίων
πονούμενοι , οἷον ἐνεργοῦντες : “ εἰνάετες γάρ σφιν κακὰ ῥάπτομεν ἀμφιέποντες . ” ἀμφαφόωντα διὰ χειρὸς ἔχοντα , ψηλαφῶντα
8752344 σημαινεις
δὲ καὶ τῶν πρός τί εἰσι : λέγων γὰρ ἥμισυ σημαίνεις τὸ διπλάσιον , καὶ λέγων διπλάσιον δηλοῖς τὸ ἥμισυ
τόνδ ' ἀγῶν ' ἐμῶν τέκνων ; ἤκουσα καὶ βλέποντι σημαίνεις κακά . τί δῆτά μου κρᾶτ ' ἀνεκάλυψας ἡλίωι
8750956 καχυποπτος
ἑορτῆς ἥκομεν . ” Κατορώρυκται , κατακέχωσται . Καχυπότοπος , καχύποπτος : τοπάσαι γὰρ τὸ ὑπονοῆσαι . Κεκόμψευται . πεπιθάνευται
ἔχων ψυχὴν ἀγαθὴν ἀγαθός . ὁ δὲ δεινὸς ἐκεῖνος καὶ καχύποπτος , ὁ πολλὰ αὐτὸς ἠδικηκὼς καὶ πανοῦργός τε καὶ
8742406 ἀκαματῳ
ἐοῦσι πρῶτα Ποσειδάωνι δαμήμεναι , αὐτὰρ ἔπειτα θαρσαλέῳ Πηλῆι καὶ ἀκαμάτῳ Ἀχιλῆι , τέτρατον αὖτ ' ἐπὶ τοῖσι Νεοπτολέμῳ μεγαθύμῳ
σφιν ἄφαρ βουλυτὸν ἱκέσθαι , τῆμος ἀρήροτο νειὸς ὑπ ' ἀκαμάτῳ ἀροτῆρι τετράγυός περ ἐοῦσα , βοῶν τ ' ἀπελύετ
8740740 τραμπις
ὁ κεράστης πλάγιος καὶ ἐπίπλευρος ἕρπει . ὅτι πλοῖον ἡ τράμπις καὶ ὁ Λυκόφρων φησί τράμπις ς ' ὀχήσει καὶ
δὲ ἀπὸ φωνήεντος , ὀξύνεται . βαρύνεται δὲ ταῦτα : τράμπις σάλπις πόλις κάλπις θέσπις πόρπις . ὀξύνεται δὲ ταῦτα
8740562 παντοθ
πρότερον , ἀλλὰ νῦν τίς εἶ . πρὸς τὴν παροῦσαν πάντοθ ' ἁρμόζου τύχην . } Ἀνὴρ γυναικὸς λαμβάνων συμβουλίαν
ζῆν τὸ μὴ ζῆν ἐστιν αἱρετώτερον . Τὸν καιρὸν εὔχου πάντοθ ' ἵλεων ἔχειν . Τὸ πολλὰ τολμᾶν πόλλ '
8736384 ἰδυιῃσι
' ἑκάτερθε καὶ ἀργύρεοι κύνες ἦσαν , οὓς Ἥφαιστος ἔτευξεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσι δῶμα φυλασσέμεναι μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο , ἀθανάτους ὄντας καὶ
δὲ ἕκαστος , ἧχι ἑκάστῳ δῶμα περικλυτὸς ἀμφιγυήεις Ἥφαιστος ποίησεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσι : Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤϊ '
8735648 ἀνσταντες
. ἀνστάς : ἀναστάς καὶ ἀνστάς : καὶ ἀναστάντες καὶ ἀνστάντες . . . . ἀνστήτην : ἀνέστησαν δυϊκῶς ,
κιχῆναι . ” ὣς ἔφαθ ' , οἱ δ ' ἀνστάντες ἔβαν ἐπὶ θῖνα θαλάσσης , αἶψα δὲ νῆα μέλαιναν
8735098 σωφρονε
τοῖν σωφρόνοιν , τοῖν λεόντοιν : ὦ Θέωνε , ὦ σώφρονε , ὦ λέοντε . Οἱ Θέωνες , οἱ σώφρονες
ὦ λέον διὰ τοῦ ο . Τὼ Θέωνε , τὼ σώφρονε , τὼ λέοντε : τοῖν Θεώνοιν , τοῖν σωφρόνοιν
8735043 ἀμοιβηδην
' ἑταῖρος . Τοῖο δ ' ἕκητί μ ' ἐκεῖνος ἀμοιβήδην ἀρέσασθαι ἱέμενος , λιπαραῖον ἐπίκλησιν παρὰ πατρὸς ὤπασεν ἀφνειοῖο
, ἐπὶ δὲ λόφοι ἐσσείοντο φοινίκεοι : καὶ τοὶ μὲν ἀμοιβήδην ἐλάασκον , τοὶ δ ' αὖτ ' ἐγχείῃσι καὶ
8729493 κολιαι
' ὑπέροπλος ὀρκύνων γενεὴ καὶ πρημάδες ἠδὲ κυβεῖαι , καὶ κολίαι σκυτάλαι τε καὶ ἱππούροιο γένεθλα . ἐν τοῖς καὶ
ἄλλων οἱ σκληρόσαρκοι δύσφθαρτοι , οἱ ἁπαλώτεροι φθείρονται ῥᾳδίως . κολίαι εὔστομοι , κινητικοὶ κοιλίας : κράτιστοι δ ' οἱ
8727792 στητην
νέφος ἐστεφάνωτο . τὼ δὲ πάροιθ ' ἐλθόντε Διὸς νεφεληγερέταο στήτην : οὐδέ σφωϊν ἰδὼν ἐχολώσατο θυμῷ , ὅττί οἱ
' ἱπποδάμους καὶ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς . καί ῥ ' ἐγγὺς στήτην διαμετρητῷ ἐνὶ χώρῳ σείοντ ' ἐγχείας ἀλλήλοισιν κοτέοντε .
8722373 πεπληγμεθ
ἔθεσθ ' ἄελπτον κακὸν διαπρέπον , οἷον δέδορκεν Ἄτα . πεπλήγμεθ ' οἵᾳ δι ' αἰῶνος τύχᾳ : πεπλήγμεθ '
Ἄτα . πεπλήγμεθ ' οἵᾳ δι ' αἰῶνος τύχᾳ : πεπλήγμεθ ' : εὔδηλα γάρ : νέᾳ νέᾳ δύᾳ δύᾳ
8722264 πλατιν
: γινώσκεις ὅτι ἡρπάγη ὑπὸ Θησέως καὶ Ἀλεξάνδρου * . πλᾶτιν ἀπὸ τοῦ πλησιάζειν . φάσμα πτηνὸν : τινές φασιν
ταυροπάρθενον : οὐ γὰρ ταῦρος ἐγένετο , ἀλλὰ βοῦς . πλᾶτιν καὶ πλατανας , πλατῖδας καὶ λῖνας δαγῖλας τὰς νύμφας
8718914 Ἀνυτῳ
πλοῖον αὐτοῦ τῶν ταρίχων ἀφίκηται . “ Αὐτὸς δὲ καὶ Ἀνύτῳ τῆς φυγῆς αἴτιος γενέσθαι δοκεῖ καὶ Μελήτῳ τοῦ θανάτου
μάλιστα καὶ χρεῶν φυγὼν βάρη . Ἀριστοφάνης ὁ κωμικὸς ἠξιωμένος Ἀνύτῳ τε καὶ Μελήτῳ κατὰ Σωκράτους τοῦ φιλοσόφου τὸ δρᾶμα
8717406 Κατηγορει
ὅτι ἄγασαί τε αὐτοῦ καὶ ἐπιθυμεῖς φίλος αὐτοῦ εἶναι ; Κατηγόρει , ἔφη ὁ Κριτόβουλος : οὐδένα γὰρ οἶδα μισοῦντα
ἢ παραπρεσβεῦσαι ἢ ὅλως δημόσιόν τι καὶ κοινὸν διαχειρισάντων . Κατηγόρει δὲ ὁ βουλόμενος , καὶ τοῖς δικασταῖς ἐφεῖτο τιμᾶν
8717121 Φιλοστεφανῳ
Φλεγύας Φλεγύαντος παρ ' Εὐριπίδῃ . , Ἐλέας Ἐλέαντος παρὰ Φιλοστεφάνῳ , Σατύας Σατύαντος παρ ' Ἡγησίππῳ . : εὑρέθη
τῶν τὸ πέλαγος πλεόντων ἀνθρώπων . Ἡ ἱστορία παρὰ τῷ Φιλοστεφάνῳ . . . ο , , , , .
8715948 κοτινοιο
ἁδρύνω : τὸ αὐξάνω . Νίκανδρος † ἔνθα : ῥωγαλέον κοτίνοιο . . . . . ἀεθλεύειν : ἀγωνίζεσθαι τροπῇ
περὶ τοῦ νεκροῦ . μεγαλωστί : μεγαλοπρεπῶς . νηίου ἐκ κοτίνοιο : κότινός ἐστιν ὁ ἀγριέλαιος , ἀλλὰ καὶ ἡ
8715824 υνʹ
εἰς Πάταρα στάδιοι ψʹ . Ἐκ Ῥόδου εἰς Καῦνον στάδιοι υνʹ . Ἐκ Ῥόδου εἰς νῆσον Ῥόπουσαν στάδιοι τνʹ .
εἰς Σιγνάτιος ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι φʹ , [ στάδιοι ] υνʹ . Ἀπὸ δὲ Σιγνάτιος ποταμοῦ ἐκβολῶν εἰς Κουρίαννον ἀκρωτήριον
8714796 ὀρθ
' ἀεξιφύλλους δι ' ἔριν αἱματόεσσαν . Ἰλίῳ δὲ κῆδος ὀρθ - ώνυμον τελεσσίφρων μῆνις ἤλασεν , τραπέζας ἀτίμωσιν ὑστέρῳ
' ἀεξιφύλλους δι ' ἔριν αἱματόεσσαν . Ἰλίῳ δὲ κῆδος ὀρθ - ώνυμον τελεσσίφρων μῆνις ἤλασεν , τραπέζας ἀτίμωσιν ὑστέρῳ
8712770 θηευντο
καπνὸν ἰόντα . Ἀμφὶ δὲ Κασσάνδρην ἐρικυδέα παπταίνουσαι πᾶσαί μιν θηεῦντο θεοπροπίης ἀλεγεινῆς μνωόμεναι : ἣ δέ σφιν ἐπεγγελάασκε γοώσαις
δὲ κλαγγή τε καὶ ἄσπετος ὦρτο κυδοιμὸς θυνόντων ἄμυδις : θηεῦντο δὲ μέρμερα ἔργα ὅσς ' ἄνδρες ῥέξαντες ἔβαν κοίλας
8711554 Ἀνατελλει
πτέρυγι τῆς Παρθένου , ὡς ἡμιπήχιον ὑπολειπόμενος τοῦ μεσημβρινοῦ . Ἀνατέλλει δὲ ἡ Λύρα ἐν τέσσαρσι πεμπτημορίοις μιᾶς ὥρας .
καὶ τοῦ Δελφῖνος ὁ ἡγούμενος τῶν ἐν τῇ οὐρᾷ . Ἀνατέλλει δὲ ὁ Κριὸς ἐν ὥρᾳ μιᾷ καὶ δυσὶ πεμπτημορίοις
8711209 Τοσοι
μέριζε παρὰ τῶν εʹ : γίνονται ρπʹ . Ἐὰν δὲ Τόσοι πόδες εὐθυμετρικοὶ πόσοι πήχεις εὐθυμετρικοί ; ποίει τὸ ἀνάπαλιν
ἐμβαδικοὶ πόσοι πήχεις ἐμβαδικοί ; τὸ ἀνάπαλιν . Ἐὰν δὲ Τόσοι πήχεις στερεοὶ πόσοι πόδες στερεοί ; ποίει οὕτως :
8707660 ιλ
. . ] σασα [ ] σεσθαι : τὰ γὰρ ιλ ? ? [ ] σησκαιμενουτη ? [ ] ουτ
. . . [ ] δης ! [ [ ] ιλ [ [ ] 〚 η 〛 ! [ .
8704767 ὀσσετο
ῥ ' οὐδ ' ἠγνοίησε δόλον : κακὰ δ ' ὄσσετο θυμῷ θνητοῖς ἀνθρώποισι , τὰ καὶ τελέεσθαι ἔμελλε .
ἀλλοφρονέων ἀλλοῖα διανοούμενος : “ ἀλλοφρονέων , κακὰ δ ' ὄσσετο θυμός . ” ἀλῆτις : “ χερνῆτις ἀλῆτις ἥ
8703278 ἐλασαν
, κάθισαν δὲ γυναῖκας , ἵππους δ ' εἰς ἀγέλην ἔλασαν θεράποντες ἀγαυοί . Βρισηῒς δ ' ἄρ ' ἔπειτ
δὲ χάρμα περὶ φρένας ἤλυθε πάντων : ἐκ δ ' ἔλασαν μετὰ νῆας ἄγειν βόας , ὄφρα νέμωνται . Τεῦκρον
8702596 διαψαιρουσι
δέ μιν εἰσορόωντες ἀολλέες ἰθὺς ἵενται ὄρνιθες , λάχνην δὲ διαψαίρουσι πόδεσσιν , ἠΰτε κερτομέοντες : ἐπὴν δέ οἱ ἐγγὺς
ἐξ αὐτοῦ λάχνη : οὐδὲν γὰρ εὐληπτότερον τῆς τριχός . διαψαίρουσι : διαξαίνουσι , διακινοῦσι , κινοῦσι , σκαλεύουσιν :
8701044 Σικελικαι
σᾶμα κινύρατο Μέμνονος ὄρνις , ὅσσον ἀποφθιμένοιο κατωδύραντο Βίωνος ἄρχετε Σικελικαί , τῶ πένθεος ἄρχετε , Μοῖσαι ἀδονίδες πᾶσαί τε
ἐρεῖσαι τὸ στόμα δειμαίνοι μὴ δεύτερα σεῖο φέρηται . ἄρχετε Σικελικαί , τῶ πένθεος ἄρχετε , Μοῖσαι . κλαίει καὶ
8701022 ἀσπερχες
, ὥστε καὶ ἄρρητα ὑπάρχειν ' . . . . ἀσπερχές : ἀδιαλείπτως : παρὰ τὸ σπέρχω . . .
δὲ λέγει τὸν ποιμένα . ἀσκελέως σκληρῶς , δυσμεταστρέπτως . ἀσπερχές συνεχές , δαψιλές , ἀδιάλειπτον . ἀστέρ ' ὀπωρινῷ
8697869 Σιληνοι
τούτους ἐπορεύοντο ὄνων ἶλαι πέντε , ἐφ ' ὧν ἦσαν Σιληνοὶ καὶ Σάτυροι ἐστεφανωμένοι . τῶν δὲ ὄνων οἳ μὲν
οἳ δὲ μίλτῳ καὶ χρώμασιν ἑτέροις . μεθ ' οὓς Σιληνοὶ δύο ἐν πορφυραῖς χλανίσι καὶ κρηπῖσι λευκαῖς . εἶχε
8695797 Ὀδυσσηα
, τοὺς δὲ σχεδὸν εἴσιδε πάντας . αἶψα δ ' Ὀδυσσῆα ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : “ οἵδε δὴ ἐγγὺς ἔας
δὲ ἰδὼν ῥίγησε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης , αἶψα δ ' Ὀδυσσῆα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα : νῶϊν δὴ τόδε πῆμα κυλίνδεται
8695578 πολυγομφον
. ἄγριον ὑποβλέπει με : ἀγριφὴς δίκελλα : σκεῦος γεωργικὸν πολύγομφον . ἀγραδίκη : ὠφληκότων τῷ δημοσίῳ γράφουσι τὰ ὀνόματα
πολύγομφον ὅδισμα ] ἀμφὶ τῷ αὐχένι τοῦ πόντου ζυγὸν βαλὼν πολύγομφον ὅδισμα καὶ βάδισμα , τῶν τῆς θαλάσσης δηλονότι νώτων
8693631 προθυροιο
ὃ γεραιὸς ἑοῦ ἐπεβήσετο δίφρου , ἐκ δ ' ἔλασε προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου . πρόσθε μὲν ἡμίονοι ἕλκον τετράκυκλον
ἅρματα ποικίλ ' ἔβαινον , [ ἐκ δ ' ἔλασαν προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου : ] μάστιξεν δ ' ἐλάαν
8693492 ὀρνιθεσσι
παντοῖ ⌋ ' , ἄλλοτε ⌊ ⌋ μὲν γὰρ ἐν ὀρνίθεσσι φάνεσκεν αἰετός , ⌋ ἄλλοτε δ ' αὖ γινέσκετο
τ ' αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες ἀγκυλοχῆλαι ἐξ ὀρέων ἐλθόντες ἐπ ' ὀρνίθεσσι θόρωσι . ταὶ μέν τ ' ἐν πεδίῳ νέφεα
8693460 Ἐλινοι
Μολοσσικόν : Ῥιανὸς ἐν δ Θεσσαλικῶν . . . . Ἐλινοί : ἔθνος Θεσπρωτικόν : Ῥιανὸς δ Θεσσαλικῶν . καὶ
. Ῥιανὸς τετάρτῳ Θεσσαλικῶν ” Κεστρῖνοι Χαῦνοί τε καὶ αὐχήεντες Ἐλινοί „ . Χαύων , χώρα τῆς Μηδίας . Κτησίας
8693386 Μαρμαρον
γίνονται ιθʹ : τοσούτων ἔσται ποδῶν στερεῶν τὸ μάρμαρον . Μάρμαρον μῆκος ποδῶν Ϛʹ , πλάτος ποδῶν εʹ , πάχος
μετρήσεως τῶν μαρμάρων καὶ ξύλων καὶ λοιπῶν ἐλθεῖν ἀναγκαῖον . Μάρμαρον μῆκος ποδῶν ιγʹ , πλάτος ποδῶν δʹ , πάχος
8692179 πελεκκῳ
, παρὰ τὸ φάσαι : ὅθεν καὶ τὸ φάσγανον . πελέκκῳ οἷον στελεῷ : “ ἀμφὶ πελέκκῳ . ” πεντηκοντόγυον
' ὑπ ' ἀσπίδος εἵλετο καλὴν ἀξίνην εὔχαλκον ἐλαΐνῳ ἀμφὶ πελέκκῳ μακρῷ ἐϋξέστῳ : ἅμα δ ' ἀλλήλων ἐφίκοντο .
8687117 λεπαδνον
ὡς γὰρ κόπτω κόπανον , οὕτω λέπω λέπανον , καὶ λέπαδνον . Λέξασθαι , τὸ κοιμηθῆναι . παρὰ τὸ λέχριον
ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ τοῦ λέπω τὸ λεπίζω , λέπανον καὶ λέπαδνον . τινὲς δὲ λέπαδνα τοὺς μασχαλιστῆράς φασι . .
8686488 ἀντλια
τροπωτῆρες , ὑπηρέσια , ἀσκώματα , κοντοί , κάλοι , ἀντλία , κάδοι , ἀπόγυα , ἐπίγυα , πείσματα ,
Ὁμήρῳ ἀλεξάνεμος . χείμαρος : τρῆμα νεώς , ὅθεν ἡ ἀντλία ἐκρεῖ . χιτώνιον : ὁ ζωστὸς χιτὼν καὶ γυναικεῖος
8683504 ἀσπασωμαι
' , ὦ γεραιὲ πούς , ἐπίσπευσον μόλις , ὡς ἀσπάσωμαι τὴν ταλαίπωρον πόλιν . ὦ μεγάλα δή ποτ '
. τί με καλεῖς σύ , φίλτατε ; ἵν ' ἀσπάσωμαι : δεῦρο παρ ' ἐμέ , Θεολύτη , παρὰ
8680454 Ἀλωρος
, τῆς Ἀλώρου δὲ ἑβδομήκοντα . ἔστι δ ' ἡ Ἄλωρος τὸ μυχαίτατον τοῦ Θερμαίου κόλπου : * λέγεται δὲ
Μήδειαν ὀνομασθείς . τὸ ἐθνικὸν Διζήριος καὶ Διζηρίτης , ὡς Ἄλωρος Ἀλωρίτης . Δίκαια , πόλις Θρᾴκης , ἀπὸ Δικαίου
8674896 αὐτοδαικτοι
. αὐτοδάικτοι ] αὐτοφόνευτοι . αὐτοδάικτοι ] αὐτοσφαγεῖς . θ αὐτοδάικτοι ] αὐτοδαΐκτως . Ξ χθονία κόνις ] ἡ γῆ
τῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους . ἐπεὶ δ ' ἂν αὐτοκτόνως αὐτοδάικτοι θάνωσι , καὶ γαΐα κόνις πίῃ μελαμπαγὲς αἷμα φοίνιον
8673472 Σκωπτεις
εἶναι περιεκτικόν , σὲ δὲ τὸν μόνον πλούσιον ἐκχύτην . Σκώπτεις , ὦ οὗτος . ἀλλ ' ὅρα μή σε
καὶ ἐμοί , ἵνα αὐτῷ φοιτητὴν προξενήσῃς καὶ ἐμέ . Σκώπτεις , ὦ Σώκρατες . Οὐ μὰ τὸν Φίλιον τὸν
8671001 πετραιῳ
δ ' ἔγωγε νέμω θεόν , ἅτ ' ἐν τάφῳ πετραίῳ , αἰαῖ , δακρύεις . Οὔτοι σοὶ μούνᾳ ,
πρὸ τοῦ μ ἕτερον σύμφωνον ὀξύνεται , οἷον γραμμή . πετραίῳ στόνυχι : στόνυξ ἐστὶ κυρίως τὸ ἄκρον τοῦ δόρατος
8670038 σλʹ
εἶτα Παρθένῳ νʹ , εἶτα Ζυγῷ κʹ : γίνονται ἡμέραι σλʹ : λοιπαὶ ἡμέραι κεʹ . ταύτας Ἄρης ἕξει ἐν
τὴν ἀρχὴν ποιησάμενος . Ἀδὰμ ἕως οὗ ἐτέκνωσεν ἔζησεν ἔτη σλʹ , υἱὸς δὲ τούτου Σὴθ ἔτη σεʹ , υἱὸς
8665739 θρυπτομενη
' ὅταν τις ἡμῶν μουσικῇ χαίρῃ νέων . ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη ἐξεπλάγη γὰρ ἰδὼν στίλβοντα τὰ λάβδα . χήτει τοι
ἐξιόντι μοι ἄνθρωπος ἀποφρὰς καὶ βλέπων ἀπιστίαν . Ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη . Καὶ γὰρ αἰσχρὸν ἀλογίου ' στ ' ὀφλεῖν
8664403 ἐπειγετον
, ὡς ἐπὶ τοῦ [ ἢ κεμάδ ' ἠὲ λαγωὸν ἐπείγετον ἀντὶ τοῦ ἤπειγον ] . . „ : λαὸν
ἀντὶ τοῦ ἐπείγητον συνεσταλμένως . : ἡ διπλῆ ὅτι τῷ ἐπείγετον ὁριστικῷ ἀντὶ ὑποτακτικοῦ τοῦ ἐπείγητον . . , .
8663726 σασα
; ὦ φίλον Οἰδίπου τέκος , ἔδεις ' ἀκού - σασα τὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον ὄτοβον , ὅτε τε σύριγγες κλάγξαν
τοῦ βασιλέως τοὺς Κυρηναίους πικρῶς ἐχειρώσατο , καὶ ἀναχωρή - σασα εἰς Αἴγυπτον ἐτελεύτησε , καθὼς ἱστορεῖ Μενεκλῆς , ὁ
8663018 ἀμφιεποντες
ἔμμεναι ἡρώεσσιν : ἵππους δ ' Αὐτομέδων τε καὶ Ἄλκιμος ἀμφιέποντες ζεύγνυον : ἀμφὶ δὲ καλὰ λέπαδν ' ἕσαν ,
σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκοιο . εἰνάετες γάρ σφιν κακὰ ῥάπτομεν ἀμφιέποντες παντοίοισι δόλοισι , μόγις δ ' ἐτέλεσσε Κρονίων .
8660520 ποτοσδον
λασίοιο δασύτριχος εἶχε τράγοιο κνακὸν δέρμ ' ὤμοισι νέας ταμίσοιο ποτόσδον , ἀμφὶ δέ οἱ στήθεσσι γέρων ἐσφίγγετο πέπλος ζωστῆρι
κεκλυσμένον ἁδέι κηρῷ , ἀμφῶες , νεοτευχές , ἔτι γλυφάνοιο ποτόσδον . τῶ ποτὶ μὲν χείλη μαρύεται ὑψόθι κισσός ,
8660045 θηρᾳς
ὄφρα τάχιστα λικμήσῃ πεπόνων καρπὸν ἀπ ' ἀσταχύων . Ἀδύνατα θηρᾷς : ἐπὶ τῶν ἐγχειρούντων μείζοσιν ἢ καθ ' ἑαυτούς
πόλεμος : ἐπὶ τῶν ἀκινδύνως τὰ πράγματα κατορθούντων . Ἀδύνατα θηρᾷς : ἐπὶ τῶν τοῖς ἀδυνάτοις ἐπιχειρούντων . Ἀδεὲς δέος
8659095 τιθεντο
καὶ τείχεος ἷζον ἰόντες : ἔνθα δὲ πῦρ κήαντο , τίθεντο δὲ δόρπα ἕκαστος . Ἀτρεΐδης δὲ γέροντας ἀολλέας ἦγεν
πάμπρωτον ἁλὸς βένθοσδε ἔρυσσαν , ἐν δ ' ἱστόν τε τίθεντο καὶ ἱστία νηῒ μελαίνῃ , ἠρτύναντο δ ' ἐρετμὰ
8658681 Ὑμεναι
φέρωμεν οἱ προτεταγμένοι τὸν νυμφίον , ὦνδρες . Ὑμήν , Ὑμέναι ' , ὤ . Ὑμήν , Ὑμέναι ' ὤ
κρατήσας καὶ πάρεδρον Βασίλειαν ἔχει Διός . Ὑμὴν ὤ , Ὑμέναι ' ὤ . Ἕπεσθέ νυν γαμοῦσιν , ὦ φῦλα
8656655 πολυπονος
οὑν νεκροῖς , γέρον ; ἐμὸς ἐμὸς ὅδε γόνος ὁ πολύπονος , ὃς ἐπὶ δόρυ γιγαντοφόνον ἦλθεν σὺν θεοῖσι Φλεγραῖον
χαλᾷς , αὔδασον , τίς ἔφυς βροτῶν ; τίς ὁ πολύπονος ἄγῃ ; τίν ' ἂν σοῦ πατρίδ ' ἐκπυθοίμαν
8655688 αὐταγγελος
: ἦσαν γάρ τινες τῷ Νικίᾳ διάγγελοι τῶν ἔνδοθεν . αὐτάγγελος δὲ ὁ αὐτὸς ἀφ ' ἑαυτοῦ διαγγέλλων ὑφ '
ἔτρεφε σύας . οὐ σχήσων : οὐ προσορμιούμενος αὐτάγγελοι : αὐτάγγελος , τὸ αὐτόν τινα δι ' ἑαυτοῦ μὴ προπέμψαντα
8654942 ψωμοκολαξ
ψωμοκόλαξ κεῖται παρὰ Ἀντιφάνει : ψίθυρός τ ' ἐκαλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ . καὶ Σαννυρίων : ποῖ φθείρεσθ ' ἐπίτριπτοι ψωμοκόλακες
καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει . Ψίθυρός τε καλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ . Τότε μὲν σου κατεκοττάβιζον , νυνὶ δέ σου
8654866 Ἁλιει
καὶ μέγα : ἔχει δὲ καὶ ὦτα μεγάλα . Μένανδρος Ἁλιεῖ : εὐποροῦμεν , οὐδὲ μετρίως : ἐκ Κυίνδων χρυσίον
οἱ ἀντάλλαγος τέξεις ὁ τούτῳ διδομένην . ” καὶ ἐν Ἁλιεῖ : „ ἐκλελάκτικεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν μοιχός , ἀλλ
8650542 Μακροκεφαλοι
τούτῳ τῷ μηνὶ ὁ ἀὴρ ταράττεται καὶ μεταβολὴν ἴσχει . Μακροκέφαλοι : Ἀντιφῶν ἐν τῷ περὶ ὁμονοίας . ἔθνος ἐστὶν
. ἐν τῶι Περὶ ὁμονοίας . ἔθνος ἐστὶ Λιβυκόν . Μακροκέφαλοι : Ἀ . ἐν τῶι Περὶ ὁμονοίας . ἔθνος
8650032 θαμβησασα
ὤρινε θεάων . Ἥρη μὲν παράκοιτις ἀγαλλομένη Διὸς εὐνῇ ἵστατο θαμβήσασα καὶ ἤθελε ληίζεσθαι : πασάων δ ' ἅτε Κύπρις
γὰρ κράτος ἔστ ' ἐνὶ οἴκῳ . ” ἡ μὲν θαμβήσασα πάλιν οἶκόνδε βεβήκει : παιδὸς γὰρ μῦθον πεπνυμένον ἔνθετο
8646467 ἀποτμοτατος
τραχεῖα . ἀποτμότατος κακοδαιμονέστατος : “ νῦν δ ' ὃς ἀποτμότατος . ” ἀπορραίσει ἀπολεῖ καὶ διαφθερεῖ : “ κτήματ
ἑοῖς ' ἔπι γῆρας ἔτετμε . νῦν δ ' ὃς ἀποτμότατος γένετο θνητῶν ἀνθρώπων , τοῦ μ ' ἔκ φασι
8642767 μυμυ
ἵνα ξυναυλίαν κλαύσωμεν Οὐλύμπου νόμον . Μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ . Τί κινυρόμεθ ' ἄλλως ; Οὐκ ἐχρῆν
ξυναυλίαν κλαύσωμεν Οὐλύμπου νόμον . Μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ . Τί κινυρόμεθ ' ἄλλως ; Οὐκ ἐχρῆν ζητεῖν
8639890 μητριδιων
Λυσιστράτῃ Ἀριστοφάνους πέπαικται : ἀλλ ' ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν . ἐπεὶ τήθεα τὰ ὄστρεα . μέμικται γὰρ
αὗται . τοιαῦται γὰρ ἦσαν καὶ αἱ γραῖαι δριμεῖαι . μητριδίων ἀκαληφῶν : Δριμυτάτων . λείπει παῖδες . . καὶ
8639626 ἀτω
. ἀτυζόμενον : ἀτύζω : παρὰ τὴν ἄτην γίνεται ῥῆμα ἀτῶ , οὗ παραγωγὸν ἀτύω , ὡς ὀλῶ ὀλύω καὶ
ὄμμα ' . . . . ἀτάσθαλος : παρὰ τὸ ἀτῶ τοῦ ζ εἰς † θ καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ
8637022 χορευε
ἐμοὶ ἄνακτα ἑκατηβόλον . λείπει δὲ τὸ ἔσο ἢ τὸ χόρευε ἤ τι τοιοῦτον . ἀμφί μοι αὖτε : ἐκ
: πάλλε πόδ ' αἰθέριον : εἰς τὸν αἰθέρα , χόρευε : ἐπιλέγει δὲ Βακχικὰ ἐπιφθέγματα : εὖ ἂν εὖ
8636877 ἰσομηκες
ἕτερα . Ἴσον , ἰσάριθμον , ἰσοπληθές , ἰσοτελές , ἰσόμηκες , ἰσομέγεθες , ἰσομέτρητον , ἰσοστάσιον , ἰσόσταθμον ,
σκαληνόν , ὀρθογώνιον ἀμβλυγώνιον ὀξυγώνιον . στερεομετρία , πλευραί , ἰσόμηκες τετράγωνον , πρόμηκες ἑτερόμηκες , βάθος ἔχον , ἀβαθές
8635070 ἐντετυλιγμενος
, καὶ κρατεῖ , περιέχεται , ἀντιλαμβάνεται . εἱλιγμένος : ἐντετυλιγμένος . Λείπωνται : ἐναπομείνωσιν . μοῦναιν : αἰολικὸν ,
ἀλλ ' εἰ δοκεῖ , ῥέγκωμεν ἐγκεκαλυμμένοι . ἐγκεκορδυλημένος : ἐντετυλιγμένος . ἰστέον , ὅτι λήγοντος τοῦ χειμῶνος , ἀρχομένου
8634480 ΠΥΡΙΤΟΥ
νικᾷ , καὶ ἡ φύσις τὴν φύσιν κρατεῖ . ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΥΡΙΤΟΥ . ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΥΡΙΤΟΥ ΑΡΓΥΡΙΤΟΥ . ΘΕΙΟΥ ΜΕΛΑΝΟΣ ΕΝΚΑΥΣΤΟΙΙΟΙΗΣΙΣ .
σβέννυται ὄξει : εἶτα λειοῦται : πυρροκαταβάπτεται διστάκις . ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΥΡΙΤΟΥ . Ἐκζέσας αὐτὸν ἐν θαλασσίῳ ὕδατι τριβέντα ἡμέραν αʹ

Back