| . αἱ μὲν πρὸς κόσμον ἐν τῇ κεφαλῇ καὶ ἐν γενείοις : διὰ χρείαν δὲ ἐν τοῖς βλεφάροις καὶ ἐν | ||
| κατακνηθεῖσα , οἷον καταπρισθεῖσα . * καταψηχθεῖσα : καταξεσθεῖσα * γενείοις : στόμασιν * φλογιῇ : ἐν τῷ πυρὶ * |
| ' ἑταῖρον ὠνόμασεν ὁ ἱερὸς λόγος . καθάπερ γὰρ τοῖς δένδρεσιν ἐπιφύονται βλάσται περισσαί , μεγάλαι τῶν γνησίων λῶβαι , | ||
| τὸ ” περιέφυσαν “ ἐν τοῖς ὑποδήμασιν , ὅπερ οἰκεῖον δένδρεσιν . περσικαί ] ὑποδήματα . ἢ ἴχνη . ὑπολύσας |
| δὲ καὶ τοῖς ἱδρῶσι ποδηγεῖν . τὴν μὲν οὖν γαστέρα μαλακοῖς κλύσμασι κινεῖν : τὰ δ ' οὖρα προτρέπειν σελίνου | ||
| . κιττοὶ δὲ αὐτὸ περιεῖρπον , καὶ ἐνεπλέκοντο οἱ κιττοὶ μαλακοῖς δένδροις καὶ δι ' αὐτῶν ἀνεῖρπον . κρόκοι τε |
| κοτυλίσκους κεκολλημένους : ἔνεισι δ ' ἐν αὐτοῖς ὅρμινοι , μήκωνες λευκοί , πυροί , κριθαί , πισοί , λάθυροι | ||
| αὑτῷ πολλοὺς κοτυλίσκους κεκολλημένους , ἐν οἷς , φησίν , μήκωνες λευκοί , πυροί , κριθαί , πισοί , λάθυροι |
| ὀρεινοῖς , εὐώδης , ὁ δὲ λοιπὸς ἐν πεδίοις καὶ ἀμμώδεσι πρασίζει καὶ βοτανώδη τὴν ἀποφορὰν ἔχει . Νάσκαφον ἐκ | ||
| ὁμοιογενῆ τοῖς καθύγροις χαίρει τόποις : πίτυς δὲ καὶ ἐν ἀμμώδεσι θάλλει . μόνας δὲ ῥοιὰς καὶ ἐλαίας καὶ ἐν |
| τῶν ἐγκάρπων μετὰ ἐλαίας καὶ ἀμπέλου καὶ συκῆς μηλέαι , ὄγχναι , ῥοιαί , κοκκύμηλατὸ δὲ δένδρον αὐτὸ ἐν τῇ | ||
| . ὄγμους τοὺς τῶν θεριζόντων στίχους καὶ τοὺς αὔλακας . ὄγχναι ἄπιοι : “ ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι . |
| μόνου ῥινοῖο , τὸν αἰόλον ἐστεφάνωται , δαίδαλα πορφύροντα καὶ ἄνθεσι μαρμαίροντα . τοίην μὲν πυρόεσσαν ὑπὸ βλεφάροισιν ὀπωπαὶ μαρμαρυγὴν | ||
| : Αἱ Ἀττικαί . ἐξηνθισμέναι : Ἄνθη φοροῦσαι . τοῖς ἄνθεσι κεκοσμημέναι , οἷον ψιμυθίῳ καὶ φύκει καὶ τοῖς ὁμοίοις |
| μυξωτῆρσι φθάσασα αὕτη ἡ μεταβολὴ γίνεται μύξα , ἐν δὲ μαστοῖς γάλα , οὕτως καὶ ἐν ὀστοῖς πῶρος διὰ τοιαύτην | ||
| πηγαὶτὴν μὲν Λιβηθριάδα ὀνομάζουσιν , ἡ δὲ ἑτέρα † Πέτραγυναικὸς μαστοῖς εἰσιν εἰκασμέναι , καὶ ὅμοιον γάλακτι ὕδωρ ἀπ ' |
| τοῦ καλοῦ Λυαίου . Ἡ καλόν ἐστι βαδίζειν ὅπου λειμῶνες κομῶσιν , ὅπου λεπτὸς ἡδυτάτην ἀναπνεῖ Ζέφυρος αὔρην , κλῆμά | ||
| γὰρ ἐνταῦθα τοὺς σπειρομένους λέγει τόπους , τοῖς φύλλοις ἀεὶ κομῶσιν , ἤτοι εὐθαλεῖς εἰσι καὶ θάλλουσι : καὶ γὰρ |
| οὐκ ὀλίγος δὲ χρυσὸς διηρπάζετο , πολλαὶ δὲ καὶ πολυτελεῖς ἐσθῆτες , αἱ μὲν θαλασσίαις πορφύραις , αἱ δὲ χρυσοῖς | ||
| ἐν Πέρσαις δὲ τοῖς οἴκοι καὶ νῦν ἔτι πολὺ καὶ ἐσθῆτες φαυλότεραι καὶ δίαιται εὐτελέστεραι : ὁρῶν δὴ τὸν κόσμον |
| ὥσπερ καὶ ἐν τοῖς φυτοῖς , πολλοὶ χαρίεντες μὲν καὶ ἀμφιλαφεῖς , ἄκαρποι δὲ καὶ ἀνόνητοι , καθάπερ τὰ ἐκ | ||
| - γίας ἀμηχάνου μεστά : αἵ τε γὰρ ἄμπελοι μάλα ἀμφιλαφεῖς τε καὶ σύσκιοι ὅ τε ζέφυρος διασείων τοὺς βότρυς |
| ψύχοντα καὶ ὑγραίνοντα φυλάσσεσθαι χρή , οἷά ἐστιν ἰχθύων μὲν ἐγχέλυες καὶ γλάνιες καὶ ἔλλοπες καὶ χρέμητες , καὶ ὅλως | ||
| κτένες , πίνναι , καὶ πάντα ἁπλῶς τὰ ὀστρακόδερμα , ἐγχέλυες , κοχλίοι , ἐλάφεια κρέα , αἴγεια , βόεια |
| μοῦναιν : αἰολικὸν , ἰωνικόν . κοτυληδόνες : φολίδες , πλόκαμοι , πλεκτάναι , τὰ καρφία , αἱ κοιλότητες τῶν | ||
| ἢ χρυσόπαστον . Τρίχες δὲ τῶν ἵππων οὐραῖαι διαπλέκονται καθάπερ πλόκαμοι γυναικῶν καὶ διαδοῦνται καὶ περισφίγγονται πορφυραῖς τε καὶ ποικίλαις |
| γὰρ παρὰ τὸ ἐμπορεύομαι : παλινδόριον τὸ εἰργασμένον δέρμα : σισύμβριον ἡ βοτάνη : κιχόριον καὶ αὐτὸ εἶδος βοτάνης . | ||
| οἷον ῥοδωνία ἰωνία διόσανθος ἀμάρακος ἡμεροκαλλές , ἔτι δὲ ἕρπυλλος σισύμβριον ἑλένιον ἀβρότονον . ἅπαντα γὰρ ταῦτα ξυλώδη καὶ μικρόφυλλα |
| κύρβιάς φησι πίνακάς τινας γῆς περίοδον περιέχοντας . ὑγρῆς τε τραφερῆς τε : τῆς θαλάσσης καὶ τῆς γῆς . κέρας | ||
| οἷς ἔνι πᾶσαι ὁδοὶ καὶ πείρατ ' ἔασιν ὑγρῆς τε τραφερῆς τε πέριξ ἐπινισσομένοισιν . ἔστι δέ τις ποταμός , |
| , ὦ τέκνον , περιβέβληται χιτῶσιν . ὅταν οὗτοι οἱ χιτῶνες πυκνοὶ ὦσι καὶ παχεῖς , οὐκ ὀξυωπεῖ ὁ ὀφθαλμός | ||
| ] ὕων [ σπαρναί τε χλαῖναι [ ] ες τε χιτῶνες [ [ βουκόλοι ] ἀγροιῶται ? [ [ ] |
| ὃ καλοῦσι τρύγα , κεφαλαλγές , καὶ ἡ ἐν τοῖς στεμφύλοις ἀποτιθεμένη σταφυλή . Πισσοί , φασίολοι , κύμινον , | ||
| κορῶ γὰρ τὸ ἐπιμελοῦμαι . / βρύων ] θάλλων . στεμφύλοις ] στέμφυλα λέγονται τὰ ἀποπιέσματα τῶν σταφυλῶν καὶ τῶν |
| εἰσιν αὐτοῖς καὶ δάκτυλοι καὶ ὄνυχες τοῖς ἐπιθέμασιν ἐμφερεῖς τῶν κόχλων : ὑπὸ δὲ τὸ στέρνον καὶ τὴν γαστέρα οὐρά | ||
| στεφανώματα ποικίλλοντας , οὓς δὲ καὶ ἀνθοβάφους ἁλίων ἄπο θήκατο κόχλων , εὐόδμων τε μύρων τεῦξεν τεχνήτορας ἄνδρας . Ἑρμῆς |
| ἡμέρῳ ἀμπέλῳ : δασύτεροι δὲ πάντες καὶ ἐμπλέκονται τοῖς παρακειμένοις θάμνοις ταῖς ἕλιξιν : καρπὸν δ ' ἔχει βοτρυώδη , | ||
| ταύτης ἐπιβάλλειν σε χρῆ , ἀβροτόνου τε δὴ καυλία ἐν θάμνοις ἔτι τυγχανούσης , πρασίου τε ὁμοίως τῆς καὶ μελιφύλλου |
| , τροφώδεις δὲ καὶ πρὸς τὰς ἐκκρίσεις εὖ ἔχουσιν . σάλπαι αἱ πελάγιαι δριμεῖαι , εὔστομοι , δύσφθαρτοι , δυσδιαχώρητοι | ||
| καλαμῆες σαῦρον κικλήσκουσι καὶ αἰολίην , ὀρφίσκον πιότατον κεφαλῇ . σάλπαι τ ' ἰσομήκεες ἰχθῦς , ἅς τε βόας πορκῆες |
| ἄλλως : τὸ παλαιὸν ἐφυλλοβόλουν τοὺς νικηφόρους τοῖς τῆς γῆς χλωροῖς . αὐτίκα δ ' Ἀελίου : εὐθέως δὲ ὁ | ||
| αὐτὸν δεῖπνα παραιτεῖσθαι . ἔχαιρε δέ , φασί , σύκοις χλωροῖς καὶ ἡλιοκαΐαις . Διήκουσε δέ , καθάπερ προείρηται , |
| τρέψε φλόγα παμφανόωσαν . καίοντο πτελέαι τε καὶ ἰτέαι ἠδὲ μυρῖκαι , καίετο δὲ λωτός τε ἰδὲ θρύον ἠδὲ κύπειρον | ||
| τεῖδε καθίξας , ὡς τὸ κάταντες τοῦτο γεώλοφον αἵ τε μυρῖκαι , συρίσδεν ; τὰς δ ' αἶγας ἐγὼν ἐν |
| ἢ εὔκρατον ἔχουσι ποιότητα σπουδάζειν ἰᾶσθαι βοηθήμασι καὶ μὴ τοῖς θερμαίνουσι καὶ ἰσχυρὰν ἔχουσιν ἐπαγγελίαν εἰς τὸ μαλάττειν δύνασθαι : | ||
| ἀσθένειαν , ἄμεινόν ἐστι μετὰ τὴν τῆς ὀδύνης παῦσιν τοῖς θερμαίνουσι καὶ κατασυγκρίνειν δυναμένοις ἀνασκευάσαι καὶ ἐκμοχλεῦσαι τοῦ μορίου τὸ |
| τρυγῶσι , τῷ ἀπὸ τῶν βοτρύων γλεύκει καὶ τοῖς χλωροῖς σύκοις : μορύξαι γὰρ τὸ μολῦναι . Καταγνωσθῆναι δὲ αὐτοῦ | ||
| ἄνδρες . Κυθηρίων : Κυθήριοι δὲ ὄψῳ τυρῷ χρῶνται καὶ σύκοις . φέρει γὰρ ἡ νῆσος πολλὰ καὶ μέλι καὶ |
| τοῖς δικαίοις κοσμήμασι , λέγω δὴ οὐκ ἐσθῆτι ἁλουργεῖ καὶ ὅρμοις , ἀλλ ' οἷς προεῖπον ἐκείνοις , ἀρετῇ καὶ | ||
| καὶ Ἡνιόχων καὶ Ἀραξῶν . Ὃν παραμειβόμενοι , μυχάτοις ἐπεπλείομεν ὅρμοις Οὔρων , Χιδναίων τε , Χαρανδαίων , Σολύμων τε |
| [ παρὰ θυσίαις ] ὑπηρετήσω τὸ πῦρ , ἵν ' εὐώδεις ἀτμοὺς ἀπ ' ἐσχάρας προπέμψω σοι . μιαίνομαι γάρ | ||
| φύλλα κισσῷ ὅμοια : ῥίζας δὲ πολλὰς καὶ λεπτάς , εὐώδεις : ἄνθος βαρύοσμον : σπέρμα ὡς πελεκίνου . φύεται |
| διπλάσιον , ἐν οἴνῳ κεκρημένῳ ἑψῶν δίδου : τοῦτο καὶ οὐρέεται καὶ διὰ τῆς κοιλίης χολὴν ἄγει . Νόμος μὲν | ||
| τοῦ σώματος ἐς τὴν τροφὴν τῷ θερμῷ , ὥστε οὔτε οὐρέεται οὔτε σιαλοχοέει : ὅτῳ δὲ μὴ ἔνεισι τοιαῦται ὑγρασίαι |
| διαφοραῖς αὐτῶν καὶ τὰ νοσήματα μεριζόμενοι , ἐρυθρόχρους τε τοὺς αἱματώδεις καὶ πυρρόχρους , οἷς ὁ πικρὸς πλεονάζει χυμός , | ||
| μείζους δὲ οὖσαι ἢ ἐλάσσους ἠπιώτερα σημαίνουσιν . αἱ δὲ αἱματώδεις τῶν κέγχρων ἐν τοῖς μέλασι φαρμακεῖς ἀνθρώπους μηνύουσιν , |
| μία φλύκταινα γεννᾶται κνησαμένων , ἀλλὰ πολλαὶ μικραὶ καθάπερ τινὲς κέγχροι καταπυκνοῦσαι τὸ μέρος , ὧν ἐκρηγνυμένων ὁμοίως . . | ||
| εἰσὶν αἱ κέγχροι . . . . μείζονες δὲ αἱ κέγχροι οὖσαι ἢ ἐλάττονες ἡμερώτερα ἤθη δηλοῦσιν . ὠχροὶ ὀφθαλμοὶ |
| πρὸς τὸ εὐγλωττότερον . 〛 εἴδη φυταρίων . . . σισύμβρια : Φύλλα τινὰ οἷς στεφανοῦνται οἱ νυμφίοι . 〚 | ||
| ἐν τοῖς στεφάνοις ἄνθη ῥόδα , ἴα , κρίνα , σισύμβρια , ἀνεμῶναι , ἕρπυλλος , κρόκος , ὑάκινθος , |
| τοῦ ἦρος , οἷον ἐρινεὸς φιλύκη ὀξυάκανθος παλίουρος τέρμινθος καρύα διοσβάλανος : μηλέα δ ' ὀψίβλαστος : ὀψιβλαστότατον δὲ σχεδὸν | ||
| οὐκ ] ἀνακάνθῳ καὶ λείῳ , καὶ οὐχ ὡς ἡ διοσβάλανος ἀκανθώδει , προσεμφερὴς δὲ καὶ κατὰ γλυκύτητα καὶ κατὰ |
| ἴδῃς , μὴ τοὺς μουσικοὺς μόνον , οἷς ἐνευστομεῖν τοῖς ἄλσεσιν ἔθος , ἀλλ ' ὅρα μοι καὶ τὸν κραγέτην | ||
| : εὐψυχέστερον γὰρ ὂν τὸ χωρίον καὶ μεγίστοις κατάσκιον δαφνηφόροις ἄλσεσιν σωτήριον εἶναι ἐδόκει , καὶ πρὸς τὴν τοῦ ἀέρος |
| ἐν αὐτῇ νῆσος Κέρκυρα : αὕτη πρότερον Σχερία ἐκαλεῖτο . ἀμφιλαφῆ δὲ τὸν λιμένα εἴρηκεν τὸν ἀμφοτέρωθεν πρόσορμον ἔχοντα , | ||
| τῇ χώρᾳ πάσῃ Περσικὴν ἑορτὴν θαλιάζειν προστάξας ἅπασι τοῖς ὑπάρχοις ἀμφιλαφῆ κομίζειν εὐωχίας παρασκευήν . ἐφ ' ᾗ πανταχοῦ πανηγυρίζοντος |
| ἁπαλότριχα κατάκομον θάλλει . πρέπει γ ' ὥστε θὴρ ἄγραυλος φόβαι . ὁ Βάκχιος κυναγέτας σοφὸς σοφῶς ἀνέπηλ ' ἐπὶ | ||
| βάλλεται , τότ ' ἐπ ' ἄμβροτον χέρσον ἐραταὶ ἴων φόβαι ῥόδα τε κόμαισι μίγνυνται ἀχεῖ τ ' ὀμφαὶ μελέων |
| ἐλθόντα , οἶνον ἀνθοσμίαν , πυρὸν ἄφθονον , μέλι ἐν κηρίοις : ἤλασάν τινας καὶ βοῦς ἐκ τῆς Δόρκωνος ἀγέλης | ||
| ταῖς ἴσαις ἡμέραις . Οἱ δὲ βασιλεῖς ἐν ἄκροις τοῖς κηρίοις εὑρίσκονται . χρὴ δὲ ἑκάστῳ σμηνίῳ ἕνα ἀπολείποντα , |
| αὖτε μάχην ἔχον . αἳ δὲ μετ ' αὐτοὺς Κῆρες κυάνεαι , λευκοὺς ἀραβεῦσαι ὀδόντας , δεινωποὶ βλοσυροί τε δαφοινοί | ||
| δὲ νώτοις κράατος ἐξ ὑπάτοιο καὶ αὐχένος ἔνθα καὶ ἔνθα κυάνεαι δονέοντο μετὰ πνοιῇσιν ἔθειραι . Οὐδὲ μὲν οὐδ ' |
| οἱ δὲ λοιποὶ τῆς πτέρυγος λαμπροὶ καὶ οἱ κατὰ τὰ περιζώματα τῷ τε τοῦ Ἑρμοῦ καὶ ἠρέμα τῷ τῆς Ἀφροδίτης | ||
| , ἡ λε - γομένη μοναχὴ , καὶ σαγματογῆναι καὶ περιζώματα καὶ καυνάκαι καὶ μολόχινα καὶ σινδόνες ὀλίγαι καὶ λάκκος |
| ἕως μὲν οὖν ἂν ὦσι παῖδες μικροί , ξύλινα ἱμάτια φοροῦσι , καὶ περιέρχονται οὕτως ἠμφιεσμένοι : ἐπειδὰν δὲ νεανίσκοι | ||
| τραχηλοκοπηθῆναι τὸν ἰδόντα σημαίνει : τοῦτο γὰρ καὶ τοῖς κέρατα φοροῦσι ζῴοις συμβαίνει . Ὦμοι παχεῖς καὶ εὔσαρκοι πᾶσιν ἀγαθοὶ |
| ὀργάνοις . Καρύα τὸ δένδρον ἔχει μέν τι κἀν τοῖς φύλλοις κἀν τοῖς βλαστοῖς στυπτικόν , ἐνεργὲς δὲ καὶ πλεῖστον | ||
| στόμαχον σπόγγους ὄξει δριμυτάτῳ θερμῷ βεβρεγμένους ἐντίθει : ἢ κισσοῦ φύλλοις ἑφθοῖς ἐν οἴνῳ κατάπλασσε . [ Περὶ λυγμοῦ . |
| δρῦν , κιττόν , ἐρίκην , πρόμαλον , ῥάμνον , φλόμον , ἀνθέρικον , φηγόν , κισθόν , θύμα , | ||
| κύτισόν τε : νάπαισι δ ' ἀνθέρικος ἐνηβᾷ : καὶ φλόμον ἄφθονον ὥστε παρεῖναι πᾶσι τοῖς ἀγροῖσιν . ἀλλὰ τάδ |
| οὗτοι οἱ πάγουροι δεδιότες ἢ μετὰ φόβου ἀνορμῶσιν ἐν τοῖς ὀστράκοις αὐτῶν τοῖς ἄρτι φυτοῖς , ὥστ ' ἐκφυγεῖν τὰς | ||
| φθαρέντος . Καταδῦσαι : ὑπεισελθοῦσαι , εἰσελθοῦσι . ἐλύτροις : ὀστράκοις . Ἑζόμεναι : καθήμεναι . μέλαθρον : οἴκημα , |
| τινὲς μὲν ὄφεσιν , αἳ δὲ μίλακι καὶ ἀμπέλῳ καὶ κισσῷ : κατεῖχον δὲ ταῖς χερσὶν αἳ μὲν ἐγχειρίδια , | ||
| ἥτε θεῷ πληγεῖσα παρήορον ὄμμα τιταίνει γυμνὸν ἐπισσείουσα κάρη κυανάμπυκι κισσῷ , ὡς ἥγε πτερόεντος ἀναΐξασα νόοιο Κασσάνδρη θεόφοιτος ἐμαίνετο |
| ἐνδεῖ πρὸς τὴν τῆς σκιᾶς παρασκευήν ; αἱδὶ μὲν αἱ ἡμερίδες ἄγριαι ἀνερπύσασαι ξυμβεβλήκασι τοὺς τῶν κλημάτων κορύμβους ἄλλον ἄλλῳ | ||
| , ὅτι νῦν μὲν τὰ λήϊα κομᾷ τοῖς ἀστάχυσι καὶ ἡμερίδες τοῖς βότρυσι καὶ ἀκρόδρυα τοῖς ὡραίοις , καὶ κατάκομα |
| . | Παγκάλοις δὲ καὶ ποικίλοις ὑφάσμασιν αὐτὴν περιέβαλεν , ὑακίνθῳ καὶ πορφύρᾳ καὶ κοκκίνῳ καὶ βύσσῳ καταχρώμενος εἰς τὴν | ||
| ἅρμα Χαρίτων καὶ χορὸν Ἐρώτων συμπαίστορα . καὶ τῆς μὲν ὑακίνθῳ τὰς κόμας σφίγξασα , πλὴν ὅσαι μετώποις μερίζονται , |
| ὅ τε ὀρεινὸς ἄοσμος καὶ ὁ ἥμερος : εὐθὺς γὰρ ἀνθοῦσι τοῖς πρώτοις ὕδασι . χρῶνται δὲ καὶ τῶν ἀγρίων | ||
| ἐμοῦ , σέο σοῦ , καὶ τὰ ὅμοια . Τὸ ἀνθοῦσι τροπικῶς εἶπεν , ἀντὶ τοῦ θάλλουσιν , καὶ ἐν |
| . ἔνθα δὲ δένδρεα μακρὰ πεφύκασι τηλεθάοντα , ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι συκέαι τε γλυκεραὶ καὶ ἐλαῖαι τηλεθόωσαι | ||
| τὰ ὀξέα καὶ τὰ ἄποια : καὶ ἄπιοι δὲ καὶ ῥοιαὶ ὁμοίως αἱ τοιαῦται ψύχουσιν . οἱ στύφοντες φοίνικες ψυχρὸν |
| παγχάλκεον ἔργον Ἄρηος : ἡ δὲ κόρυς τὸ λέπυρον ἐπὶ κροτάφοις ἐρεβίνθου . Οὕτω μὲν μύες ἦσαν ἔνοπλοι : ὡς | ||
| ' ἐπ ' αὐτῷ . Ἕκτωρ δ ' ὁρμήθη κόρυθα κροτάφοις ἀραρυῖαν κρατὸς ἀφαρπάξαι μεγαλήτορος Ἀμφιμάχοιο : Αἴας δ ' |
| οἴνου πινόμενον . Ὑποστρώματα προφυλακτικά . Ὑποστρωννύμενα δὲ ταῖς κοίταις ἄγνος , ἀβρότονον , ἔχιον , καλαμίνθη , κόνυζα , | ||
| ὄφεις ἡ ἔνδροσός τε καὶ νοτερὰ καλαμίνθη φασὶ καὶ ὁ ἄγνος . τοῦτόν τοι καὶ ἐν Θεσμοφορίοις ἐν ταῖς στιβάσι |
| ἀδρανέες μελάνουροι τραχούρων τ ' ἀγέλαι βούγλωσσά τε καὶ πλατύουροι ταινίαι ἀβληχραὶ καὶ μορμύρος , αἰόλος ἰχθύς , σκόμβροι κυπρῖνοί | ||
| εἶναι τὸν ἔκπλουν δυνατόν : βραχέα γὰρ καὶ διθάλαττα καὶ ταινίαι μακραὶ μέχρι πολλοῦ διήκουσαι παντάπασιν ἄπορον καὶ δύσκολον παρέχουσι |
| ὁ αὐχμὸς κακός ἐστιν , ὅτι ἀποξηραίνεται καὶ ἀφανίζεται . δένδρεσι μὲν χειμὼν φοβερὸν κακόν , ὕδασι δ ' αὐχμός | ||
| ἡ δὲ τῇ , εὖρος ἐοῦσα ἑκατέρη ἑκατὸν ποδῶν , δένδρεσι κατάσκιος . Τὰ δὲ προπύλαια ὕψος μὲν δέκα ὀργυιέων |
| θαλάττῃ , οὔτε τέλειον ὡς ἔπος εἰπεῖν οὐδέν ἐστι , σήραγγες δὲ καὶ ἄμμος καὶ πηλὸς ἀμήχανος καὶ βόρβοροί εἰσιν | ||
| τὸ ποτὲ μὲν αὔξει , ποτὲ δὲ λήγει σηρούμενον καθάπερ σήραγγες : καυλὸς δὲ ὡς ἐπίμηκες . τὸ δὲ περικαλύπτον |
| γινόμεθα , ἄπιστοι καὶ ἐπίβουλοι καὶ βλαβεροί , οἱ δὲ λέουσιν , ἄγριοι καὶ θηριώδεις καὶ ἀνήμεροι , οἱ πλείους | ||
| ὑπολαμβάνω καὶ τὰ θηρόβοτα Νομάδων ἐνδιαιτήματα . μᾶλλον γὰρ ἐμπελασθεὶς λέουσιν ἀκινδύνως συναυλισαίμην ἂν καὶ συνευνηθείην ἑρπετοῖς πᾶσιν ἢ τοῖς |
| ἡ κατὰ περίσφαλσιν . τοὺς δὲ τρόπους τῶν μοχλειῶν τούτων ἐμφερεῖς ὄντας τοῖς ἐπὶ τοῦ ἀγκῶνος μετάγειν δεῖ καὶ ἐνθάδε | ||
| , καὶ τότε ἐστὶ δραστικώτερον . ἔχει δὲ ῥίζας δύο ἐμφερεῖς καρδάμῳ . Ἰδαία ῥίζα φύλλα ἔχει ὀξυμυρρίνῃ ἐοικότα , |
| καὶ αἱ προϲφοραὶ τῆϲ τροφῆϲ ἄδηκτοι καὶ ἄϲτυφοι παντάπαϲι καὶ λεῖαι καὶ ῥοφηματώδειϲ . εἰ δὲ καὶ τὰ ὑποχόνδρια ἐν | ||
| ] : Σικυώνι ' , Ἀμβρακίδια , Νοσσίδες ? , λεῖαι , ψιττάκια , κανναβίσκα , Βαυκίδες [ ] , |
| κριθαὶ , λάθυροι , ὦχροι , φακοὶ , κύαμοι , ζειαὶ , βρόμος , παλάθιον , μέλι , ἔλαιον , | ||
| : τὰ μὲν γὰρ σιτώδη , οἷον πυροὶ κριθαὶ τίφαι ζειαὶ τὰ ἄλλα τὰ ὁμοιόπυρα ἢ ὁμοιόκριθα : τὰ δὲ |
| σίκυος πέπων , σπονδυλίου ὁ καρπὸς καὶ ἡ ῥίζα , στοιχάς , χαμαίδρυς , ὅσα τε ἄλλα κρατοῦσαν ἐν ἑαυτοῖς | ||
| , σῶρι , στυπτηρίαι . Κασία , κηκὶς ὀμφακῖτις , στοιχάς , φοίνικος ὁ καρπός , ἀψίνθιον . Ἄμωμον , |
| ῥα κελαινώπαν θυμὸν ἐφυβρίζει πολύτλας ἀνήρ , γελᾷ δὲ τοῖσι μαινομένοις ἄχεσιν πολὺν γέλωτα , φεῦ , φεῦ , ξύν | ||
| ὑπὸ σοῦ οἷον ἐνθουσιῶν . παραπλησίως γὰρ τοὺς ποιητὰς τοῖς μαινομένοις ἐνθουσιᾶν λέγεται . κέχρηται δὲ ἐπὶ τοῦ ἀρχόμενος παρατατικοῦ |
| ] συνίζησις . ἀεξιφύλλους ] αὔξουσι γὰρ ἐν ταῖς ἀκταῖς πόαι . ἡμέτερα + ὅρα τὴν σύνταξιν . ἀφεὶς τὴν | ||
| ἀρχὰς πρὶν νομώδη τινὰ διάθεσιν συστῆναι . καὶ ψύχουσαι δὲ πόαι μετ ' ἀλφίτων λεπτῶν ἐμψύχουσιν ἱκανῶς , καὶ φοίνικες |
| δέ φασιν ᾠὸν ἐκεῖνο ὃ τεκεῖν Λήδαν ἔχει λόγος . ὑφαίνουσι δὲ κατὰ ἔτος αἱ γυναῖκες τῷ Ἀπόλλωνι χιτῶνα τῷ | ||
| 〚 Τοὺς ἱστοὺς , οὓς ἐν τῷ ἀέρι οἱ ἀράχναι ὑφαίνουσι . λάμβανε δὲ ἀπὸ κοινοῦ εἰς τὰς μελέτας τὸ |
| τῶν παρθένων καὶ παίδων , τουτέστι τοῖς παιδικοῖς , τὸ βλεφάροις ἀκουστέον , ἵν ' ᾖ τὸ τῆς ἑρμηνείας κατάλληλον | ||
| . Ἐκ τοῦ Αἰλιανοῦ . Ὅτι ὁ λαγὼς ἐκπεπταμένοις τοῖς βλεφάροις καθεύδει . κατηγορεῖ δὲ αὑτοῦ τὰ ἔτη τρώγλας τινὰς |
| σησάμου σπέρμα , ἐρυσίμου σπέρμα , τὰ καλούμενα μαλάκια , τευθίδες , σηπίαι , πολύποδες , οἱ κητώδεις τῶν ἰχθύων | ||
| δέ . τὰ δὲ μαλάκια καλούμενα , οἷον πολύποδες , τευθίδες , σηπίαι , οὔτε διαχωρεῖ , ἀλλὰ καὶ τὰς |
| καὶ πολυτελεῖς στρωμναὶ καὶ χλανίδες , πολλαὶ δὲ σκηναὶ χρυσαῖ κατεσκευασμέναι πᾶσι τοῖς χρησίμοις , πολλαὶ δὲ καὶ ξυστίδες καὶ | ||
| ποικιλτά , τὰ δὲ λευκά , πολλαὶ δὲ σκηναὶ χρυσαῖ κατεσκευασμέναι πᾶσι τοῖς χρησίμοις , πολλαὶ δὲ καὶ ξυστίδες καὶ |
| ἀλαζόνας λόγους καὶ δόξας , δῆλον ὅτι ἀλληγορικῶς . ὁ λῶτος δένδρον ἐστὶν ἐν Λιβύῃ κατὰ τὴν Μέμφιν φυόμενον , | ||
| ἀλαζόνας λόγους καὶ δόξας , δῆλον ὅτι ἀλληγορικῶς . ὁ λῶτος δένδρον ἐστὶν ἐν Λιβύῃ κατὰ τὴν Μέμφιν φυόμενον , |
| τοῦτο κατὰ τὴν ὀρεινὴν νεμόμενον δρέπεται ἀπὸ τῶν ἐν τοῖς ἄγκεσι θάμνων παντοῖα ἄνθη , καὶ φερόμενον εἰς τὰς κοίλας | ||
| γὰρ ὅτι δραμεῖν ἐστι νωθροτέρα . τίκτει οὖν ἐν τοῖς ἄγκεσι καὶ τοῖς δρυμοῖς καὶ ἐν τοῖς αὐλῶσιν . ὅσοι |
| ὁ φλοιὸς καυθέντα ἄμφω καὶ ἡ ὑγρὰ πίττα καὶ ἡ κεδρία ἄρκτου τε στέαρ . τούτοις κέχρησο , τοῖς μὲν | ||
| τοίνυν προσάγειν ξηραίνοντα φάρμακα καὶ κενοῦν καὶ ἕλκειν πεφυκότα . κεδρία φθεῖρας καὶ κονίδας ἀναιρεῖ , καὶ κισσοῦ τὸ δάκρυον |
| τριχῶν , ἁπαλὸν καὶ λευκὸν τὸ δέρμα καὶ ὑπόπυρρον ταῖς θριξί , καὶ μάλιστα ἐν νεότητι , καὶ οὐ φαλακροῦνται | ||
| , ἁπαλόν τε καὶ λευκὸν τὸ δέρμα καὶ ὑπόπυρρον ταῖς θριξί , καὶ μάλιστα ἐν νεότητι , καὶ οὐ φαλακροῦνται |
| μὲν ἄνθη πταρμικῆς ἐστι δυνάμεως , τὸ δ ' ὅλον θαμνίον διαφορεῖ : ἔστι γὰρ ἡ κρᾶσις αὐτοῦ θερμὴ καὶ | ||
| ἑλώδεσι τόποις . Γαλοιοψὶς ἢ γαλοιόβδελλον καλοῦσιν : ὅλον τὸ θαμνίον σὺν τῷ καυλῷ καὶ τοῖς φύλλοις ἐμφερές ἐστι κνίδῃ |
| ἀεὶ κατακλινόμενον , ὅθεν καὶ ἠμυόεν αὐτὸ εἶπεν , οἷον μεμυκότα καὶ ἐπικλίνοντα φύλλα ἔχον . Ἄλλως : ἠμυόεν τὸ | ||
| ὡσεὶ στύρακα ἀμυγδαλῆς . τὰ μὲν οὖν σπέρματα αὐτῆς ἐστι μεμυκότα , ἃ δὲ κεχηνότα . Γλαῦκός ἐστι πτηνόν : |
| μῆλα , κράνειαι , ῥόαι , ἕρπυλλος , μήκων , ἀχράδες , κνῆκος , ἐλᾶαι , στέμφυλ ' , ἄμητες | ||
| καρπὸν ἀποβάλλει τὰ φύλλα , καθάπερ αἱ ὄψιαι συκαῖ καὶ ἀχράδες . Τῶν δ ' ἀειφύλλων ἡ ἀποβολὴ καὶ ἡ |
| ' οὐκ εἴασεν αὐτῶν χείρω χρώματα , αὐτοῖς δὴ τοῖς χρώμασι τὴν Ἅδου πύλην παρασημαίνοντα . Πλὴν ἄλλ ' ἐστι | ||
| ἀρχαῖς βραχύ τι ἂν διαλλάξαιεν τῇ τε συστάσει καὶ τοῖς χρώμασι καὶ τοῖς παρυφισταμένοις . Προϊόντος δὲ τοῦ χρόνου διασκεδασθείη |
| ἔχειν τοιαύτην . δύναται δὲ λέγεσθαι ἀρετὴ τοῦ θρεπτικοῦ τὸ εὐτραφὲς καὶ ὅσα ἄλλα ἕπονται , ὅταν καλῶς ἔχῃ τὸ | ||
| ταῦτα ἐπανελθόντες τοῖς πολεμίοις ἤγγειλαν . οἱ δὲ καὶ τὸ εὐτραφὲς τῶν ἡμιόνων ἑωρακότες καὶ τὴν παρασκευὴν τῶν τροφῶν τοῖς |
| καθάπερ ἐκεῖ αἱ συμφωνίαι , οἷον τὸ ἁλουργόν , τὸ φοινικοῦν , τὸ χρυσοειδὲς καὶ ὀλίγα ἄττα τοιαῦτα , δι | ||
| ὅμοια φακῷ , μικρῷ μακρότερα : καυλὸν σπιθαμιαῖον : ἄνθος φοινικοῦν : ῥίζαν μικράν . φύεται ἐν καθύγροις καὶ ἀγρίοις |
| ἄλλας , ἔστ ' ἂν ὁ χειμὼν μένῃ καὶ ὁ κιττὸς μὴ λείπῃ . Ὁ δὲ ἀπῄει , φιλήσας αὐτοὺς | ||
| ἁπαλὴ τὴν γένυν καὶ πυρσὴ τὰς κόμας , ἃς οὔτε κιττὸς ἤρεψεν οὔτε σμίλακος ἢ ἀμπέλου κλῆμα οὔτε αὐλὸς ἔσεισέ |
| δὲ συμβαίνει διὰ τὴν ἀνωμαλίαν τῶν δυνάμεων τῶν ἐν τοῖς ἀρώμασι . Τῆς δ ' ἀνωμαλίας αἰτίαι πλείους . Μία | ||
| Ταῦτα μὲν οὖν ἐπισκεπτέον . Χρῶνται δὲ πρὸς πάντα τοῖς ἀρώμασι , τοῖς μὲν ἐπιστύφοντες τὸ ἔλαιον τοῖς δὲ καὶ |
| καὶ ὁ τοῦ βαλσάμου παράδεισος : ἔστι δὲ τὸ φυτὸν θαμνῶδες , κυτίσῳ ἐοικὸς καὶ τερμίνθῳ , ἀρωματίζον : οὗ | ||
| μὲν τῆς Ἴδης περὶ τὰς Φαλάκρας καλουμένας : ἔστι δὲ θαμνῶδες ῥαβδίοις μικροῖς : τείνονται δὲ οἱ κλῶνες ὡς πυγωνιαῖοι |
| τῶν ὑψηλῶν δένδρων ἀνέρπει καὶ συμπέφυκεν αὐτοῖς , πολλὴ δὲ σμίλαξ πρὸς αὐτὸν τὸν πάγον ἀνατρέχει καὶ ἐπισκιάζει τὴν πέτραν | ||
| σμίλαξ , σμιλάκειος βλαστὸς διὰ τῆς ει διφθόγγου γραφόμενον : σμίλαξ δέ ἐστιν εἶδος φυτοῦ : ἐπὶ δὲ μέρους σωματικοῦ |
| ταῦτα , ὑποδερίς , περιδερίς , δέραιον , περιδέραιον , δειράδες . κοινῇ δ ' ἀπὸ σώματος ὀνόματα ἀσώματος , | ||
| πέλας δεινῶν κυρεῖ παῖς καὶ πατὴρ νέος νέου . ἰὼ δειράδες Παρνασοῦ πέτρας ἔχουσαι σκόπελον οὐράνιόν θ ' ἕδραν , |
| ' ὕβριστο ποταμῶν ἐκβολαῖς ἀτάκτοις καὶ πολλὰ λίμναισιν ἄμορφα καὶ πηλοῖς βαθέσι καὶ λόχμαις ἀφόροις καὶ ὕλαις ἐξηγρίωτο : φορᾶς | ||
| ' ὀνίσκων σαῦροί τε σκέπανοί τε καὶ ὅσς ' ἐνιτέτροφε πηλοῖς . Θῖνα δ ' ἀνὰ πρασόεσσαν ὑπὸ χλοεραῖς βοτάνῃσι |
| ἐπειδὰν μέλλωσι προσφέρεσθαι , ἀποκλάσαντες ἀπ ' αὐτῶν ἐν τοῖς ξυλίνοις ποτηρίοις , οὓς καλοῦσι ταβαίτας , προβρέχουσι καὶ διηθήσαντες | ||
| κύκλος στεφάνη καλεῖται . κατείληπται δ ' ἥλοις σιδηροῖς καὶ ξυλίνοις παραλλὰξ ἑκατέροις , καὶ πλόκανον ἐν μέσῳ πέπλεκται , |
| δράκοντεϲ , γαλιώνυμοι , ϲκορπίοι τράχουροι τρίγλαι ὀρφοὶ γλαῦκοι ζύγαιναι γόγγροι φάγροι καὶ ὅϲα ἄλλα τῶν ἐν θαλάττῃ κητώδη ζῷα | ||
| τις νεφώδους ὄψις κίονος τοῖς πόρρωθεν ἀφορῶσι : καὶ οἱ γόγγροι δὲ ἀποθηριοῦνται πολὺ τῶν παρ ' ἡμῖν ὑπερβεβλημένοι κατὰ |
| ὀρίγανον ἱερογλυφοῦσιν : αὕτη γὰρ ποιεῖ λείπειν τοὺς μύρμηκας , ἀποτιθεμένη ἐν τόπῳ ὁπόθεν ἐξέρχονται . Ἄνθρωπον ἐχθρόν , ἑτέρῳ | ||
| καλοῦσι τρύγα , κεφαλαλγές , καὶ ἡ ἐν τοῖς στεμφύλοις ἀποτιθεμένη σταφυλή . Πισσοί , φασίολοι , κύμινον , λιβυστικοῦ |
| στίλβουσα καὶ καλύπτεται ἐν τοῖς Νείλου γλυκέσιν οἷα δὴ μέλι ῥείθροις , νικῶσα ἡλίου δὲ φῶς ἅπαν φαίνει ἄνωθεν μηδόλως | ||
| , καρτεροῖς εἴγρει πάγοις λίμνην τε τέμνων Τάναϊς ἀκραιφνὴς μέσην ῥείθροις ὁρίζει , προσφιλεστάτην βροτοῖς χίμετλα Μαιώταισι θρηνοῦσιν ποδῶν . |
| οὔτε ἄλλη τις διαφθορὰ ἢ στρόφος ἀπαντᾷ . νεκταρέα ἐστὶν ἑλένιον . Ἐνοχλοῦσι πταρμοὶ πλεονάκις ἐμπίπτοντες ἐν πυρετοῖς : καὶ | ||
| ἡ ἰωνία καὶ τὸ σισύμβριον καὶ ὁ ἕρπυλλος καὶ τὸ ἑλένιον . κοινοτάτη μὲν οὖν ἐστὶ πᾶσιν ἥ τε ἀπὸ |
| , καὶ παρ ' Ἀλκαίῳ τῷ μελοποιῷ ἐν δευτέρῳ μελῶν κύπρος , καὶ παρ ' Ἱππώνακτι ἐν πρώτῳ ἰάμβων ἡμίκυπρον | ||
| , ἀχρωμάτιστα δὲ τῶν μὲν πολυτελῶν αἰγύπτιον , μήλινον , κύπρος , τὰ δ ' εὐτελῆ πάντα : ταῦτα δὲ |
| τὸ ἀγείρω , εἰς υ ἄγυρις . . . . ἄγρωστις : ἔστιν ἔδω , τὸ ἐσθίω , τὸ δεύτερον | ||
| συλλαβὰς , εἰ μὴ ἐπίθετα εἴη , προπαροξύνεται : βούβρωστις ἄγρωστις . ὀξύνεται τὸ Κεραστίς Λιγυστίς Λιβυστίς ὡς ἐπιθετικά . |
| ὀρῶν λόφοι , προσαναβάσεις , ὑπεροχαί , καὶ αἱ τοῖς κοιλώμασι περικείμεναι ὀφρῦς . Συναγ . λέξ . χρησίμ . | ||
| ὀλίγον διαλείπουσιν οἱ ἁλιεῖς , καὶ ἐμβάντες καταλαμβάνουσιν ἐν τοῖς κοιλώμασι τῶν βημάτων καὶ τοῖς ἴχνεσι τοὺς ἰχθῦς τοὺς πλατεῖς |
| ἐμῆς πατρίδος , τουτέστι τῶν Θηβῶν μήτηρ ἡ Μετώπη ἡ εὐανθής , ἤγουν ἡ φαιδρά , ἡ τῆς Στυμφαλίδος θυγάτηρ | ||
| ὑγρά , περιρρέουσα , στιλπνή στίλβουσα , εὔχρως , ἀνθοῦσα εὐανθής πολυανθής , ποικίλη παμποίκιλος πολύμορφος , πορφυρᾶ , ἁλουργίς |
| καὶ μελάντερος τὸν νῶτον . Ἐπίχαρμος : σηπίαι τε καὶ ποταναὶ τευθίδες . τοῦτο δὲ σημειωτέον πρὸς Σπεύσιππον λέγοντα εἶναι | ||
| δράκοντές τ ' ἄλκιμοι . πώλυποί τε σηπίαι τε καὶ ποταναὶ τευθίδες χἀ δυσώδης βολβιτὶς γραῖαί τ ' ἐριθακώδεες . |
| : ἢ γὰρ ἥλοις κατιωμένοις ἢ ῥάκεσι σεσηπόσιν ἢ ἑρπετῶν φωλεοῖς παραφύονται ἢ δένδρεσιν ἰδίως βλαπτικοῖς . ἔχουσι δ ' | ||
| σαφῆ καὶ ἐν τοῖς σωματικοῖς καὶ ἐν τοῖς αἰσθητοῖς ἐγκατειλημμένοι φωλεοῖς κατόψεσθε , τοτὲ μὲν ἐν τοῖς βαθέσιν ὕπνοιςἀναχωρήσας γὰρ |
| ' ὅτε τῷ ῥοφουμένῳ ὕδατι οἰνάνθη ἢ ἐμβρεχέσθωσαν τῷ ὕδατι ἕλικες ἀμπέλου ἢ ῥόας χυλοῦ βραχὺ ἐμβλητέον τῷ ποτῷ : | ||
| ] λόγῳ . . χθὼν ] ἡ γῆ . . ἕλικες ] συστροφαί . . στεροπῆς ] ἀστραπῆς . ζάπυροι |
| γῆν ἁλμυρίδα καὶ ἐχόντων ἁλίνας τὰς οἰκίας . ἐπεὶ δὲ λεπίδες τῶν ἁλῶν ἀφιστάμεναι κατὰ τὴν ἐπίκαυσιν τὴν ἐκ τῶν | ||
| ἡ ῥίζα , καγκάνου ῥίζα , κρόμμυον , σίκυος , λεπίδες πᾶσαι , σῶρι , στυπτηρία ἱκανῶς , ἥ τε |
| ἀθροίζουσι : καὶ τοῦτο διατελοῦσι πράττοντες μετὰ πάσης καταφρονήσεως : κούφοις γὰρ χρώμενοι καθοπλισμοῖς καὶ παντελῶς ὄντες εὐκίνητοι καὶ ὀξεῖς | ||
| κομψῶς προτείνατε , ἵνα γυμνασθῶ . καὶ οἱ ἀθληταὶ τοῖς κούφοις νεανίσκοις δυσαρεστοῦσιν : οὐ βαστάζει με , φησίν . |
| μαλακόδερμα , βάτοι , λειόβατοι , ῥῖναι , δράκοντες , κόκκυγες , γαλεώνυμοι , σκορπίοι , τράχουροι , τρίγλαι , | ||
| ἐν τῷ περὶ ἰχθύων . ΚΟΚΚΥΓΕΣ . Ἐπίχαρμος : κἀγλαοὶ κόκκυγες , οὓς παρσχίζομες πάντας , ὀπτᾶντες δὲ χἀδύναντες αὐτοὺς |
| εἶτα ἀποδέροντες τοῖς δακτύλοις τοὺς χιτῶνας , σὺν τοῖς ἐνοῦσιν ὑγροῖς κομιζόμεθα . τὰ δὲ ὑδροκέφαλα τὰ μὲν ὑπὸ τὸ | ||
| σημαίνουσιν , τὰς δὲ πράξεις δι ' ὑγρῶν ἢ ἐν ὑγροῖς , τὰ δὲ ἀμφίβια ἐπικοινωνίαν τῶν τε ἀπὸ γῆς |
| τὰ ἀρώματα χρῶνται σχεδὸν τάδε ἐστί : κασία κινάμωμον καρδάμωμον νάρδος ναῖρον βάλσαμον ἀσπάλαθος στύραξ ἶρις νάρτη κόστος πάνακες κρόκος | ||
| λελειωμένου . ὠφελεῖ δὲ καὶ τὸ ἀμαράκινον καὶ ἡ ἀρίστη νάρδος καὶ πηγάνινον ἐκ λεπτομεροῦς καὶ μὴ στύφοντος ἐλαίου . |
| παρὰ χεῦμα Βαφύρα : καὶ ἐν Ἀμβρακίῃ παμπληθέας ὄψει . σηπίαι Ἀβδήροις τε Μαρωνείῃ τ ' ἐνὶ μέσσῃ . τοὺς | ||
| σηπίαις : ἀπρόσλογος δὲ ἡ εἰκασία . λευκαὶ γὰρ αἱ σηπίαι . . ἐσταθευμέναις δὲ , ἐξ ἐπιπολῆς ὀπτηθείσαις . |
| ὀνόμασιν ἀλλ ' ἄμφω καλοῦσι κέδρους , πλὴν παρασήμως τὴν κέδρον ὀξύκεδρον . ὀζώδη δ ' ἄμφω καὶ πολυμάσχαλα καὶ | ||
| , σφένδαμνόν τε καὶ ζυγίαν , ἔτι δὲ κυπάρισσον καὶ κέδρον : ἔστι δ ' ἐν αὐτῷ καὶ ἄνθη , |
| ἀλλοιώσεις ποιοῦσιν . Εἰσὶ δ ' ὥσπερ ἐν αὐτοῖς τοῖς περικαρπίοις ὡρισμέναι μεταβολαὶ χωρισθέντων ὁμοίως εἴς τε τοὺς κατὰ τὰς | ||
| τοῦτο γὰρ ἀκαρπία : καὶ πάλιν ἐν αὐτοῖς καὶ τοῖς περικαρπίοις : ἡ γὰρ εἰς τὸ ἕτερον ὁρμὴ κωλύει τὴν |
| , νυμφαία , φοίνικες , ὠοῦ τὸ χλωρὸν ὀπτόν , παλίουρος , ἱππούρεως ῥίζα , αἷμα πεπηγός , κύπερος , | ||
| Ἐν Λιβύῃ δὲ ὁ λωτὸς πλεῖστος καὶ κάλλιστος καὶ ὁ παλίουρος καὶ ἔν τισι μέρεσι τῇ τε Νασαμωνικῇ καὶ παρ |
| : ὑπ ' ἀναδενδράδων ἁπαλὰς ἀσπαλάθους πατοῦντες ἐν λειμῶνι λωτοφόρῳ κύπειρόν τε δροσώδη κἀνθρύσκου μαλακῶν τ ' ἴων λείμακα καὶ | ||
| Ὑπ ' ἀναδενδράδων ἁπαλὰς ἀσπαλάθους πατοῦντες ἐν λειμῶνι λωτοφόρῳ , κύπειρόν τε δροσώδη , κἀνθρύσκου μαλακῶν τ ' ἴων λείμακα |
| ὁ ὄμβρος πέφυκεν . . Ἀλλὰ γάρ τοι καὶ τὸ σμύρνιον ἀνθοῦν διηνεκῶς οἰκείως ἔχον εὕροις ἂν εἰς τὴν τούτων | ||
| , πάπυρος καυθεῖσα , πενταφύλλου ἡ ῥίζα , πετροσέλινον , σμύρνιον , πευκεδάνου ἡ ῥίζα , ὁ δ ' ὀπὸς |