| ὥσπερ καὶ ἐν τοῖς φυτοῖς , πολλοὶ χαρίεντες μὲν καὶ ἀμφιλαφεῖς , ἄκαρποι δὲ καὶ ἀνόνητοι , καθάπερ τὰ ἐκ | ||
| - γίας ἀμηχάνου μεστά : αἵ τε γὰρ ἄμπελοι μάλα ἀμφιλαφεῖς τε καὶ σύσκιοι ὅ τε ζέφυρος διασείων τοὺς βότρυς |
| ἀδρανέες μελάνουροι τραχούρων τ ' ἀγέλαι βούγλωσσά τε καὶ πλατύουροι ταινίαι ἀβληχραὶ καὶ μορμύρος , αἰόλος ἰχθύς , σκόμβροι κυπρῖνοί | ||
| εἶναι τὸν ἔκπλουν δυνατόν : βραχέα γὰρ καὶ διθάλαττα καὶ ταινίαι μακραὶ μέχρι πολλοῦ διήκουσαι παντάπασιν ἄπορον καὶ δύσκολον παρέχουσι |
| λοετρῶν ἀέναοι ταμίαι : παρὰ δὲ χλοάουσι ῥέεθροις ποῖαί τε χθαμαλαί , μαλακὴ κλίσις ὕπνον ἑλέσθαι εὔδιον ἐκ καμάτοιο , | ||
| ηὐδάξαντο : εἶπον , ὠνόμασαν . Ἄλλαι : πέτραι . χθαμαλαί : βαθεῖαι . χαμηλαί : κοῖλαι , ταπειναί . |
| καὶ Νάβρισσαν . λέγονται δὲ ἀναχύσεις αἱ πληρούμεναι τῇ θαλάττῃ κοιλάδες ἐν ταῖς πλημμυρίσι καὶ ποταμῶν δίκην ἀνάπλους εἰς τὴν | ||
| τόπος ξιφηφόρος , βουνοί , νάπαι , φάραγγες , εὐθεῖς κοιλάδες : τῶν Κρητικῶν γὰρ ἐκχυθεὶς φωλευμάτων προευτρεπισθεὶς ἑπτασήμαντος στόλος |
| μαλακόδερμα , βάτοι , λειόβατοι , ῥῖναι , δράκοντες , κόκκυγες , γαλεώνυμοι , σκορπίοι , τράχουροι , τρίγλαι , | ||
| ἐν τῷ περὶ ἰχθύων . ΚΟΚΚΥΓΕΣ . Ἐπίχαρμος : κἀγλαοὶ κόκκυγες , οὓς παρσχίζομες πάντας , ὀπτᾶντες δὲ χἀδύναντες αὐτοὺς |
| , τευθίδα : Ἐπίχαρμος δ ' ἐν Ἥβας γάμῳ : πώλυποί τε σηπίαι τε καὶ ποταναὶ τευθίδες χἀ δυσώδης βολβιτὶς | ||
| τε καὶ κίχλαι , λαγοὶ δράκοντές τ ' ἄλκιμοι . πώλυποί τε σηπίαι τε καὶ ποταναὶ τευθίδες χἀ δυσώδης βολβιτὶς |
| εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς πάλιν . ὑπ ' ἀναδενδράδων ἁπαλὰς ἀσπαλάθους πατοῦντες ἐν λειμῶνι λωτοφόρῳ , κύπειρόν τε δροσώδη , κἀνθρύσκου | ||
| αὐτὸν ἀναφερομένους Μεταλλεῖς φησιν : ὑπ ' ἀναδενδράδων ἁπαλὰς ἀσπαλάθους πατοῦντες ἐν λειμῶνι λωτοφόρῳ κύπειρόν τε δροσώδη κἀνθρύσκου μαλακῶν τ |
| θαλάττῃ , οὔτε τέλειον ὡς ἔπος εἰπεῖν οὐδέν ἐστι , σήραγγες δὲ καὶ ἄμμος καὶ πηλὸς ἀμήχανος καὶ βόρβοροί εἰσιν | ||
| τὸ ποτὲ μὲν αὔξει , ποτὲ δὲ λήγει σηρούμενον καθάπερ σήραγγες : καυλὸς δὲ ὡς ἐπίμηκες . τὸ δὲ περικαλύπτον |
| τί γὰρ ἂν δυνήσονται δεινὸν ἐργάσασθαι τοὺς ὁμόσε χωροῦντας αἱ βαθεῖαι κόμαι καὶ τὸ ἐν τοῖς ὄμμασιν αὐτῶν πικρὸν καὶ | ||
| ἐκ ῥευμάτων χρονίας καὶ δυσσαρκώτους κοιλότητας ὅσαι συριγγώδεις εἰσὶ καὶ βαθεῖαι . ἔρια κεκαυμένα τὰς πλαδαρὰς σάρκας ἐπὶ τῶν ἑλκῶν |
| καὶ ὁλκίμου ὕλης γόνιμοι , εὐτράπεζοι δέ . σαργοί , μελάνουροι , κάνθαροι εὐστόμαχοι , εὔχυλοι , εὐδιοίκητοι , τροφώδεις | ||
| : κιθάριος . ἀδρανέες : ἀσθενεῖς , οἱ λεπτοί . μελάνουροι : οἱ μοσχίται οἱ οὐροῦντες μέλαν , ἢ τὰ |
| εὐφυεῖς ἄνδρας δηλοῦσιν , οἱ δὲ στενοὶ καὶ προμήκεις καὶ κυρτοὶ ἀναισθήτους καὶ θηριώδεις , οἱ δὲ σκολιοὶ [ καὶ | ||
| κατόπιν κάμπτεται . ἢν δὲ ἐϲ τὸ ἔμπροϲθεν ἕλκωνται , κυρτοὶ μὲν τὰ νῶτα : ἐπ ' ἶϲον τοῖϲι μεταφρένοιϲι |
| καὶ φήληκες παρ ' Ἀθηναίοις . ἄπιοι , μῆλα , ὄχναι , ἀχράδες , ἀσταφίδες , σταφυλαί , καὶ τούτων | ||
| τὰ μεταξὺ παρατρέχειν : ὑπὸ γὰρ τοῦ συνδέσμου τὰς συμβολὰς ὄχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι , ἐν ἁπάσαις ὁμοίως |
| λαῶν αἰπὺ δ ' ἄρ ' ἐκπτύουσι διὰ χθονὸς ὑδροχόοισι σωλῆνες τοῖσιν ἕδος μακαριστὸν ὅλης μέγας ἔκτισεν ἄκτωρ ὕψιστος καὶ | ||
| Τὰ κομψὰ μὲν δὴ ταῦτα νωγαλεύματα , κόγχαι τε καὶ σωλῆνες , αἵ τε καμπύλαι καρῖδες ἐξήλλοντο δελφίνων δίκην εἰς |
| ἡμᾶς : Κατὰ τῶν γυναικῶν . ὥσπερ πυρὸς καομένου : Γυναῖκές τινες ὑδροφοροῦσαι παρακελεύονται ἀλλήλαις . αἱ δὲ λοιπαί εἰσιν | ||
| ἡμᾶς : Κατὰ τῶν γυναικῶν . ὥσπερ πυρὸς καομένου : Γυναῖκές τινες ὑδροφοροῦσαι παρακελεύονται ἀλλήλαις . αἱ δὲ λοιπαί εἰσιν |
| μεϲηγὺ τῶν ὄχθων ἔρρηκται , ὅκωϲ τὸν ῥινὸν ἐλέφαϲ . εὐρεῖαι δὲ φλέβεϲ , οὐ πλημύρῃ τοῦ αἵματοϲ , ἀλλὰ | ||
| κόρυμβοι : ὄμμα τορόν , πυρσωπόν , ἐπισκυνίοισι δαφοινόν : εὐρεῖαι ῥῖνες , στόμα δ ' ἄρκιον , οὔατα βαιά |
| οἰκοδομησάμενοι οἰκίας , θέρους μὲν τὰ πολλὰ γυμνοί τε καὶ ἀνυπόδητοι ἐργάσονται , τοῦ δὲ χειμῶνος ἠμφιεσμένοι τε καὶ ὑποδεδεμένοι | ||
| εἰ μὴ νύκτωρ . ἦσαν δὲ κεκαρμέναι , μονοχίτωνες καὶ ἀνυπόδητοι . πρῶται δὲ τῶν Λοκρίδων παρθένων Περίβοια καὶ Κλεοπάτρα |
| γεωργία , ἀγροικία , ἀγροί , ἐσχατιαί , ἄλση , δρυμοί , δρυμῶνες , ὗλαι , ἕλη , ἶδαι , | ||
| , μεμερτινοὶ ὀνομάσθησαν : οἱ ἴσα ἐργαζόμενοι Ἄρηϊ : ἄπαι δρυμοί : φάραγγες κοιλάδες : παρὰ τὸ πίω ῥῆμα : |
| καὶ μελάντερος τὸν νῶτον . Ἐπίχαρμος : σηπίαι τε καὶ ποταναὶ τευθίδες . τοῦτο δὲ σημειωτέον πρὸς Σπεύσιππον λέγοντα εἶναι | ||
| δράκοντές τ ' ἄλκιμοι . πώλυποί τε σηπίαι τε καὶ ποταναὶ τευθίδες χἀ δυσώδης βολβιτὶς γραῖαί τ ' ἐριθακώδεες . |
| οὗτοι : ὁ θύννος ἀγρεύεται κορακίνῳ , λάβραξ καρίδι , φάγροι χάννοις , συνόδοντες βωξὶν , ἴουλοι ἱππούροις , ὀρφοὶ | ||
| τρίγλαι , ὀρφοί , γλαῦκοι , ζύγαιναι , γόγγροι , φάγροι καὶ ὅσα ἄλλα τῶν ἐν θαλάττῃ ζῴων κητώδη , |
| εἶναι Κύραυιν , μῆκος μὲν διηκοσίων σταδίων , πλάτος δὲ στεινήν , διαβατὸν ἐκ τῆς ἠπείρου , ἐλαιέων τε μεστὴν | ||
| τὰ παρίσθμια ἴσθμια ] τὸν λαιμόν φάρυγος ] τοῦ λάρυγγος στεινήν ] τὴν στενήν ἐμφράσσεται ] ἐμφράττει οἶμον ] ὁδόν |
| ἐν τῷ κόσμῳ συμβαινόντων . Σίκυος πικρός ; ἄφες . βάτοι ἐν τῇ ὁδῷ ; ἔκκλινον . ἀρκεῖ , μὴ | ||
| , ἦν δὲ ζύγαιναι , πρήστιες , κἀμίαι τε καὶ βάτοι ῥίναι τε τραχυδέρμονες . ἐν δὲ Μεγαρίδι : τὰς |
| ” ἐπὶ δὲ τῶν ἐνωτίων “ ἐν δ ' ἄρα ἕρματα ἧκεν ἐϋτρήτοισι λοβοῖσι ” καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ “ ἕρματα | ||
| ἄρα ἕρματα ἧκεν ἐϋτρήτοισι λοβοῖσι ” καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ “ ἕρματα δ ' Ἐρυδάμαντι δύο θεράποντες ἔνεικαν . ” ἐπὶ |
| κολίας , ὀρκύινος , πηλαμύς , σκόμβρος οὐκ εὐστόμαχοι , κακόχυλοι , φυσώδεις , ψαφαροί , δυσέκκριτοι , τρόφιμοι , | ||
| τηγανιζόμενα . αἱ δὲ φωλάδες εὔστομοι , βρομώδεις δὲ καὶ κακόχυλοι . ἐχῖνοι δὲ ἁπαλοὶ μέν , εὔχυλοι , βρομώδεις |
| κυπαίρω . καὶ Ἴβυκος : μύρτα τε καὶ ἴα καὶ ἑλίχρυσος , μᾶλά τε καὶ ῥόδα καὶ τέρεινα δάφνα . | ||
| κισσὸς κισσύβιον ] . ἐπανάληψις τὸ σχῆμα . ἑλιχρύσῳ : ἑλίχρυσος εἶδος φυτοῦ , οὗ τὸ ἄνθος χρυσοειδές . ἑλιχρύσῳ |
| καὶ αἱ προϲφοραὶ τῆϲ τροφῆϲ ἄδηκτοι καὶ ἄϲτυφοι παντάπαϲι καὶ λεῖαι καὶ ῥοφηματώδειϲ . εἰ δὲ καὶ τὰ ὑποχόνδρια ἐν | ||
| ] : Σικυώνι ' , Ἀμβρακίδια , Νοσσίδες ? , λεῖαι , ψιττάκια , κανναβίσκα , Βαυκίδες [ ] , |
| δὲ καὶ στρουθῶν δοραῖς ἀντὶ θωράκων ἢ ἀσπίδων ἐφράττοντο . φρυκτοί , πυρσοί , καὶ μηχανήματα κριοί , πύργοι , | ||
| : τὸ Βούδορον καλούμενον κενάς : τῶν ἀνδρῶν δηλονότι . φρυκτοί : λαμπάδες πολεμίους δηλοῦσαι ʃ φρυκτοί εἰσι λαμπάδες τινὲς |
| πρὸς ἡδονὴν καὶ πρὸς τὰ ἀφροδίσια : μάλιστα δὲ οἱ πουλύποδες . ἱστορεῖ δ ' Ἀριστοτέλης τὸν πολύποδα ἔχειν πόδας | ||
| τῶν σελαχωδῶν : τὰ χονδρώδη δ ' οὕτω λέγεται : πουλύποδες , γαλεοί τε κύνες . μαλάκια δὲ καλεῖται τὰ |
| ἔχοντες : ἐπεὶ δὲ ὁ βασιλεὺς φιλοτιμότερον ταῖς τε μηχαναῖς ἐσάλευε τὰ τείχη καὶ τὴν πολιορκίαν ἐνεργεστάτην ἐποιεῖτο κατὰ γῆν | ||
| . καὶ ἀπὸ τοῦ αἰγιαλοῦ τούτου , ἵναπερ ὁ στόλος ἐσάλευε , καὶ τῆς ἄκρης , ἥντινα καταντικρὺ ἀφεώρων ἀνέχουσαν |
| νίπτρα δὴ χρὴ θεοφόρων ποδῶν φέρειν . λεοντοβάμων ποῦ σκάφη χαλκήλατος ; καλεῖται μέντοι καὶ ποδανιπτὴρ οὐ παρ ' Ἡροδότῳ | ||
| δ ' ἅλυσις περιβάλλεται ἄκρα κελαινοῦ ἀγκίστρου , στιβαρή , χαλκήλατος , ἥ κεν ὀδόντων λευγαλέην ἀνέχοιτο βίην καὶ χάσματος |
| : βόσκοντι θάμνον . κόμαρος εἶδος δένδρου . ἐν κομάροισι κέονται : κεῖνται καὶ καθέζονται . πάρεστι μὲν ἁ μελίτεια | ||
| αἴγιλον αἶγες ἔδοντι , καὶ σχῖνον πατέοντι καὶ ἐν κομάροισι κέονται . ταῖσι δ ' ἐμαῖς ὀίεσσι πάρεστι μὲν ἁ |
| τε καὶ ἀκταῖοι μελάνουροι , βῶκες καὶ περόναι καὶ πετρώεντες ἴουλοι καὶ πέρκαι τρίγλαι τε πολύστικτοί τε χελῶναι μόρμυρος αἰγιαλεύς | ||
| μέτωπον . αἱ δὲ παρὰ τοὺς κροτάφους τῶν τριχῶν ἐκφύσεις ἴουλοι , χαῖται δ ' ὄπισθεν κατὰ τὸ ἰνίον . |
| παρὰ χεῦμα Βαφύρα : καὶ ἐν Ἀμβρακίῃ παμπληθέας ὄψει . σηπίαι Ἀβδήροις τε Μαρωνείῃ τ ' ἐνὶ μέσσῃ . τοὺς | ||
| σηπίαις : ἀπρόσλογος δὲ ἡ εἰκασία . λευκαὶ γὰρ αἱ σηπίαι . . ἐσταθευμέναις δὲ , ἐξ ἐπιπολῆς ὀπτηθείσαις . |
| ] διὰ φήμης σώζοιέν σε . κληδόνες ] εὐφημίαι . φελλοὶ ] ἐκεῖνοι γὰρ ἐπιπλέοντες σημαίνουσι τὴν ἐν βυθῶι σαγήνην | ||
| θανών . [ παῖδες γὰρ ἀνδρὶ κληδόνες σωτήριοι θανόντι : φελλοὶ δ ' ὣς ἄγουσι δίκτυον , τὸν ἐκ βυθοῦ |
| δὲ μείους , καὶ αἱ μέν ὑπόλευκοι , αἱ δὲ ὑπέρυθροι . ἔσθ ' ὅτε δὲ καὶ πρὶν ἢ φθάσαι | ||
| πυρωπὸν δὲ πυροειδές : καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ γὰρ τοῦ θυμουμένου ὑπέρυθροι , ὅπερ γίνεται διὰ λεπτοῦ αἵματος ἀνάδοσιν : ἐν |
| Παρωρεῖς . Νικόλαος Παρωρεάτας φησίν . : Μεσημβρία , πόλις Ποντική . Νικόλαος πέμπτῳ . Ἐκλήθη ἀπὸ Μέλσου . Βρίαν | ||
| . καὶ Σίφνιον ποτήριον καὶ σιφνιάζειν . Σιωνία , πόλις Ποντική . τὸ ἐθνικὸν Σιωνίτης καὶ Σιωνῖτις τὸ θηλυκόν . |
| , “ ἱκετεύω , λύσατε : οὐ φέρουσι δεσμὸν χεῖρες ἁπαλαί . ἐάσατέ με σὺν αὐτῇ : μόνος ἐγὼ περιπτυξάμενος | ||
| μετρίως . αἱ δὲ πίνναι τόπων μὲν ἕνεκεν ἐπιτήδειοι αἱ ἁπαλαί , εὔτροφοι , ἐκ τῶν τεναγωδῶν λαμβανόμεναι καὶ ἐκ |
| μόναυλον εὐθὺς πῶς δοκεῖς κούφως ἀνήλλετο . Σοφοκλῆς : οἴχωκε κροτητὰ πηκτίδων μέλη , λύραι μόναυλοί τε . Ἀναξανδρίδης : | ||
| μοναύλου μνημονεύει Σοφοκλῆς μὲν ἐν Θαμύρᾳ οὕτως : οἴχωκε γὰρ κροτητὰ πηκτίδων μέλη , λύρᾳ μοναύλοις τε χειμωντεως ναος στέρημα |
| , ὁππότ ' ἂν αὐτόματα ξόανα ῥέῃ ἱδρώοντα αἵματι καὶ μυκαὶ σηκοῖς ἔνι φαντάζωνται , ἠὲ καὶ ἠέλιος μέσῳ ἤματι | ||
| συνίστατο ὁ περὶ Χαιρώνειαν πόλεμος Φιλίππῳ πρὸς Θηβαίους . καὶ μυκαὶ σηκοῖς : καὶ ἦχοι ἐν τοῖς ναοῖς φαντασίαν ποιήσωσι |
| σησάμου σπέρμα , ἐρυσίμου σπέρμα , τὰ καλούμενα μαλάκια , τευθίδες , σηπίαι , πολύποδες , οἱ κητώδεις τῶν ἰχθύων | ||
| δέ . τὰ δὲ μαλάκια καλούμενα , οἷον πολύποδες , τευθίδες , σηπίαι , οὔτε διαχωρεῖ , ἀλλὰ καὶ τὰς |
| τῶν ἐγκάρπων μετὰ ἐλαίας καὶ ἀμπέλου καὶ συκῆς μηλέαι , ὄγχναι , ῥοιαί , κοκκύμηλατὸ δὲ δένδρον αὐτὸ ἐν τῇ | ||
| . ὄγμους τοὺς τῶν θεριζόντων στίχους καὶ τοὺς αὔλακας . ὄγχναι ἄπιοι : “ ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι . |
| τε μῆλον , ὅ τ ' ἀργιλώδεσιν ὄχθαις πορφύρεον ἐλαχείῃ ἐνιτρέφεται Σιδόεντι . Χρειὼ πάντ ' ἐδίδαξε : τί δ | ||
| εὐμενέται βασιλῆες , Ὀλύμπια τείχεα γαίης . Κήτεα μεσσοπόροις μὲν ἐνιτρέφεται πελάγεσσι πλεῖστά τε καὶ περίμετρα : τὰ δ ' |
| κίθαρος ἐνῆς . τρυγόνες τ ' ὀπισθόκεντροι καὶ μάλ ' ἁδροὶ κωβιοί . μεγαλοχάσμονάς τε χάννας κἠκτραπελογάστρους ὄνους . χαλκίδες | ||
| εἰσιν ἀποδεικτικοὶ , οἳ δὲ σοφιστικοὶ , ἤγουν οἳ μὲν ἁδροὶ , οἳ δὲ ἰσχνοὶ , καὶ τὰ ὅμοια . |
| καὶ ῥύπος ὁ ἐκ παλαίστρας , γλήχων , ἀριστολοχεία , ἄφοδος μυῶν , κύμινον , κοχλίας σὺν τῷ ὀστράκῳ λεῖος | ||
| ἔτι προσέχοντες τὸν νοῦν , ἀλλὰ μὴ φυγὴ εἴη ἡ ἄφοδος , εἰ καταλιπόντες τὰ χρήματα ἀπίοιεν , καὶ οἵ |
| θαλάσσης Ἄρκτον ὑπ ' ὀμφαλόεσσαν ἐνάσσαο ἧχί τε Ῥείης Λοβρίνης θαλάμαι τε καὶ ὀργαστήριον Ἄττεω : αὐτὰρ ἐγὼ τόθι παῖδες | ||
| πετρῶν , κρεώδεις δὲ οἱ πελάγιοι , λεπτούς τε βόσκουσι θαλάμαι , τὰ φυκία δὲ ἐξιτήλους , ἔτι τε τὰ |
| Περὶ γάρ οἱ ἐνὶ ζωστῆρι φαεινῷ ἄρκτοι ἔσαν βλοσυραὶ καὶ ἀναιδέες : ἀμφὶ δὲ θῶες σμερδαλέοι καὶ λυγρὸν ὑπ ' | ||
| θήρειον ποτὶ μῶλον : ἐπεὶ χαροποὶ γεγάασι κραιπνότατοι θείειν καὶ ἀναιδέες ἶφι μάχεσθαι καὶ μοῦνοι τετλᾶσι λεόντων ἀντία βρυχήν : |
| γαυλώς : παρὰ τὸ γάλα . εἴδη δέ εἰσιν οἱ γαυλοὶ ἀγγείων ποιμενικῶν . σκαφίδας : ἀγγεῖα , εἰς ἃ | ||
| μαλακῆς πόας ὑπὸ τῆς νοτίδος τρεφομένης . Ἀνέκειντο δὲ καὶ γαυλοὶ καὶ αὐλοὶ πλάγιοι καὶ σύριγγες καὶ κάλαμοι , πρεσβυτέρων |
| ἐς Ἀράξην ποταμόν . . Καταννοί : ἔθνος πρὸς τῆι Κασπίαι θαλάσσηι . Ἑκαταῖος Ἀσίαι . . : κινάρα : | ||
| Κτησίας δὲ ἐν τῆι δεκάτηι Περσικῶν καμήλους τινὰς ἐν τῆι Κασπίαι χώραι γίγνεσθαι , ἃς ἔχειν τρίχας πρὸς Μιλήσια ἔρια |
| ἴσως μανίας ἀρχή . πλευρὰν λυγίσαντος ὑπὸ ῥώμης . οἷον μυκτὴρ μυκᾶται καὶ σφόνδυλος ἀχεῖ πῖθ ' ἑλλέβορον . πτήσσει | ||
| ᾐὼν δὲ πᾶσα ἡ τῶν ὀφθαλμῶν περιγραφή . ῥὶς καὶ μυκτὴρ καὶ μυκτῆρες , καὶ παρὰ τοῖς ἰατροῖς ῥώθωνες : |
| τὸ λευκὸν , κόγχαι , σωλῆνες , μύες θαλάσσιοι , χῆμαι , κτένες , τάριχος τέλειος καὶ μὴ βρομώδης καὶ | ||
| τε ὄστρεα καὶ οἱ κήρυκες αἵ τε πορφύραι καὶ αἱ χῆμαι καὶ λεπάδες , κτένες καὶ πίνναι καὶ πάντα ὅσα |
| λέγεται : ναῖον δ ' ὀρῷ ἄγγεα πάντα γαυλοί τε σκαφίδες τε τετυγμένα , τοῖς ἐνάμελγεν . εἰ μὴ σκύφος | ||
| λέγουσι καὶ δίχα τοῦ ρ τοὺς πυρούς . Εἰσὶ δὲ σκαφίδες ἐν αἷς λούονται : παρὰ τὸ πεπυθὸς ἑλεῖν . |
| , ὃν διὰ φαυλότητα ὀνόσαιτό τις . ψεύδεα ῥινός : φύσκαι ἐπὶ τῆς ῥινὸς λεπταὶ αἱ λεγόμεναι ἴονθοι ὡς κατὰ | ||
| τὴν ἔνθεσιν χωρεῖν λιπαρὰν κατὰ τοῦ λάρυγγος τοῖς νεκροῖς . φύσκαι δὲ καὶ ζέοντες ἀλλάντων τόμοι παρὰ τοῖς ποταμοῖς σίζοντ |
| . ταῖς μὲν ἀφαυρότερον θύννων δέμας , ἀμφὶ δὲ σάρκες ἀβληχραί , θαμέες δὲ διὰ στόμα λάβρον ὀδόντες ὀξέα πεφρίκασι | ||
| ' ἐγένοντο καὶ ἔτραφον ἔκ τ ' ἐφάνησαν μυρίαι , ἀβληχραί , πολιὸν γένος : ἐκ δὲ γενέθλης οὔνομ ' |
| ψύχοντα καὶ ὑγραίνοντα φυλάσσεσθαι χρή , οἷά ἐστιν ἰχθύων μὲν ἐγχέλυες καὶ γλάνιες καὶ ἔλλοπες καὶ χρέμητες , καὶ ὅλως | ||
| κτένες , πίνναι , καὶ πάντα ἁπλῶς τὰ ὀστρακόδερμα , ἐγχέλυες , κοχλίοι , ἐλάφεια κρέα , αἴγεια , βόεια |
| ταῦτα ὁ καλούμενος κρεωκάκκαβος . κρέα δ ' ἐστὶ ταῦτα συγκεκομμένα μεθ ' αἵματος καὶ λίπους ἐν ζωμῷ γεγλυκασμένῳ . | ||
| δὲ ἐν μέσῳ καὶ μικροὶ ἰχθύες καὶ ἄλλα πολλὰ θηρία συγκεκομμένα , καὶ πλοίων ἱστία καὶ ἄγκυραι , καὶ ἀνθρώπων |
| τετρακισχιλίοις ἵπποις καὶ ταμιεῖα χιλοῦ τε καὶ κριθῆς ἀνδράσιν τε καταγωγαί , πεζοῖς μὲν ἐς δισμυρίους , ἱππεῦσι δὲ ἐς | ||
| τέλος , ἢ ὧν οὐκ ἔστι τεκμαίρεσθαι . περιωγαί : καταγωγαί : περιωπαί : καταδύσεις . ἀτέκμαρτοι περιωπαί : τῆς |
| , φαιδρὸς ἰδέσθαι : καὶ κεράων ὀρθαὶ μὲν ἀπὸ κρατὸς πεφύασιν ἀκρέμονες προτενεῖς , ὑψοῦ δ ' αὖθις ποτὶ νῶτον | ||
| κείνοισιν δὲ διπλοῖς ἐλεφαντείοις κεράεσσι ῥίζαι μὲν πρώτιστον ἀπὸ κρατὸς πεφύασιν ἐκ μεγάλου μεγάλαι , φηγῶν ἅτε : νέρθε δ |
| οὐκ ὀλίγος δὲ χρυσὸς διηρπάζετο , πολλαὶ δὲ καὶ πολυτελεῖς ἐσθῆτες , αἱ μὲν θαλασσίαις πορφύραις , αἱ δὲ χρυσοῖς | ||
| ἐν Πέρσαις δὲ τοῖς οἴκοι καὶ νῦν ἔτι πολὺ καὶ ἐσθῆτες φαυλότεραι καὶ δίαιται εὐτελέστεραι : ὁρῶν δὴ τὸν κόσμον |
| φειδὼ ἡλικίας , οὐδὲ μέχρι νηπίων . τὰ δὲ πτώματα συρόμενα μεθ ' ὕβρεως πάσης ἁμάξαις ἐπιτεθέντα καὶ ἔξω τῆς | ||
| τὰς ἐκείνων ἐσπίπτει γαστέρας ὑπὸ τῆς παρ ' αὐτῶν ἐκπνοῆς συρόμενα αὐτοῖς πτεροῖς . καὶ ταῦτα μὲν ἰδίᾳ ἐκείνοις δρᾶται |
| : γένη : τρίγλης τε ῥοδόχροα φῦλα : καὶ ἡ τρίγλα , τὸ δὲ σχῆμα περίφρασις . Περίφρασίς ἐστιν ἡ | ||
| , τριπρόσωπε , τρίγλαις κηλευμένα . ἐὰν δ ' ἐναποπνιγῇ τρίγλα ζῶσα ἐν οἴνῳ καὶ τοῦτο ἀνὴρ πίῃ , ἀφροδισιάζειν |
| συνόδοντες , βούγλωσσοι καὶ οἱ πλατεῖς , ὡς ψῆσσαι , ῥόμβοι : ἁπαλόσαρκοι δὲ κίχλαι , κόσσυφοι , φυκίδες καὶ | ||
| ⌋ . σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ⌊ ⌋ ῥόμβοι τυπάνων , ἐν δὲ κέχˈλαδεν [ ] κρόταλ ' |
| δριμεῖαι , εὔστομοι , δύσφθαρτοι , δυσδιαχώρητοι , τροφώδεις , εὐέκκριτοι : αἱ δ ' ἀπ ' αἰγιαλῶν σκληρόσαρκοι καὶ | ||
| ἁλμυρὸν καὶ λιπῶδες ἄτροφοι καὶ δυσδιοίκητοι : πάνυ δ ' εὐέκκριτοι μαραυγείας τε καὶ παγούρου καὶ μάλιστα τριγλῶν . παρὰ |
| πλείονα τροφὴν δίδωσιν , ἀστακοί , πάγουροι , καρκῖνοι , καρίδες , κάραβοι καὶ . . . ὅσα τε ἄλλα | ||
| ἀστακοὶ δὲ καὶ πάγουροι καὶ καρκῖνοι τε καὶ κάραβοι καὶ καρίδες , ὅσα τε ἄλλα τοιαῦτα δύσφθαρτον ἔχει τὴν σάρκα |
| θρυαλλίδ ' , ἢν δέῃ . μαινίδες . . . σκόμβροι , κοχλίαι , κορακῖνοι ἅλα δᾷδας ἐπιθυμήματα ἡμίπλεκτοι μετάκερας | ||
| ὅτι σοι πεπρωμένον ἐστίν . ὅτι ἐν Ἐλευσῖνι ψῆτται καὶ σκόμβροι πολλοί . βατίς . βάτραχος . βάτος βατίδος καὶ |
| ἐπὶ τῶν ἄλλων τίθεσθαι , καὶ προσείληπτο τῇ διώστρᾳ σεσιδηρωμένα λεπίσιν τὰ ἄκρα περόνῃ κεφαλωτῇ , ἥτις ἐν τῷ περονίῳ | ||
| ἐστιν , ἔνθα κἀκεῖσε μελαίναις φολίδεσι κατάστικτος , καὶ ὥσπερ λεπίσιν ὑπὸ τῆς ξηρασίας πεποικιλμένη . [ Καὶ γάρ ἐστι |
| . Μνιαροῖσιν : ἔχουσι βρύα , βρυώδεσι , τοῖς ἔχουσι μνία ἢ βρύα , μνία ἤως βρύα ἔχουσι πλαταμῶσι , | ||
| τὸν ποτάμιον ἢ λιμναῖον , αἰγιάλειον τὸν θαλάσσιον εἶπεν * μνία : βρύα * ῥόθον : τὸν ἀφρόν τὸν ἀφρὸν |
| ὁμιλίαι καὶ ὕπνοι καὶ αἱ ἐγρηγόρσεις , ἄμετρα γινόμενα , ἀναισθησίαι τε καὶ δυσαισθησίαι καὶ ὅτι , ἕτερον διασημαίνει τὴν | ||
| σπασμοὶ γὰρ καὶ λυγμοί , λειποψυχίαι τε καὶ ῥιπτασμοί , ἀναισθησίαι τε καὶ ἔμετοι , καὶ ὀφθαλμῶν κοιλότητες , καὶ |
| Βοιώτιαι μὲν ἐγχέλεις , μῦς Ποντικοί , θύννοι Μεγαρικοί , μαινίδες Καρύστιαι , φάγροι δ ' Ἐρετρικοί , Σκύριοι δὲ | ||
| λόγῳ ἐν τῷ πρώτῳ βιβλίῳ ἐπεμνήσθην , οἷον χαλκίδες τριχίαι μαινίδες ψηστοὶ ἀφύαι . ἤδη δέ τι καὶ κατ ' |
| κύρβιάς φησι πίνακάς τινας γῆς περίοδον περιέχοντας . ὑγρῆς τε τραφερῆς τε : τῆς θαλάσσης καὶ τῆς γῆς . κέρας | ||
| οἷς ἔνι πᾶσαι ὁδοὶ καὶ πείρατ ' ἔασιν ὑγρῆς τε τραφερῆς τε πέριξ ἐπινισσομένοισιν . ἔστι δέ τις ποταμός , |
| τὴν ὀροφὴν καὶ τὸ στέγος , αὐτοσκευάστου , αὐτοκατασκευάστου . τιταινόμενοι : ἐξαπλούμενοι καὶ ἐξερχόμενοι , συρόμενοι , φερόμενοι , | ||
| ἢ αἶγας κεραοὺς ἠὲ πρόκας ἰχνεύοντες θείωσιν , τυτθὸν δὲ τιταινόμενοι μετόπισθεν ἄκρῃς ἐν γενύεσσι μάτην ἀράβησαν ὀδόντας ὧς Ζήτης |
| δράκοντεϲ , γαλιώνυμοι , ϲκορπίοι τράχουροι τρίγλαι ὀρφοὶ γλαῦκοι ζύγαιναι γόγγροι φάγροι καὶ ὅϲα ἄλλα τῶν ἐν θαλάττῃ κητώδη ζῷα | ||
| τις νεφώδους ὄψις κίονος τοῖς πόρρωθεν ἀφορῶσι : καὶ οἱ γόγγροι δὲ ἀποθηριοῦνται πολὺ τῶν παρ ' ἡμῖν ὑπερβεβλημένοι κατὰ |
| ἄντρον βαθὺ κισσῷ καὶ μίλῳ . ἐκ τούτου περιστεραὶ καὶ φάσσαι καὶ τρυγόνες καθ ' ὅλην ἐξίπταντο τὴν ὅδον , | ||
| αὐτὰ τοῖς ψάροις . Φάσσαι καὶ περιστεραὶ γυναῖκας σημαίνουσι , φάσσαι μὲν πάντως πορνικάς , περιστεραὶ δὲ ἔσθ ' ὅτε |
| . Ἐν δὲ τῷ Ἀντιταύρῳ τούτῳ βαθεῖς καὶ στενοί εἰσιν αὐλῶνες , ἐν οἷς ἵδρυται τὰ Κόμανα καὶ τὸ τῆς | ||
| τὰ γειτνιῶντα τοῖς Ἰνδοῖς κατὰ τὴν ἐνδοτάτω πλευρὰν φανοῦνταί φασιν αὐλῶνες δασύτατοι , καὶ καλεῖταί γε ὑπ ' Ἰνδῶν ὁ |
| Βακχεῖος , συγκεκαμμένα . πεποίηται δὲ ἡ λέξις ἀπὸ τῶν λύγων , ἅπερ ἐστὶν εὔκαμπτα φυτά . | λωτοῦ ἰχθυήματα | ||
| ' ἀλλήλους φοιτᾶν ὥρᾳ χειμῶνος . οἱ δὲ κύκλους ἐκ λύγων τοῖς ποσὶ περιαρμόσαντες αὐτοί τε ἀβλαβῶς ἐπήρχοντο κατὰ τῆς |
| : παρὰ τὸ † ἀμορμεύειν πορεύεσθαι . . . . ἀμοιβηδίς : ἐκ τοῦ ἀμείβω ἀμοιβή καὶ ἀμοιβηδίς . σημαίνει | ||
| . . . ἀμοιβηδίς : ἐκ τοῦ ἀμείβω ἀμοιβή καὶ ἀμοιβηδίς . σημαίνει δὲ τὸ ἐνηλλαγμένως , τὸ δὲ ἐπαμοιβός |
| μία φλύκταινα γεννᾶται κνησαμένων , ἀλλὰ πολλαὶ μικραὶ καθάπερ τινὲς κέγχροι καταπυκνοῦσαι τὸ μέρος , ὧν ἐκρηγνυμένων ὁμοίως . . | ||
| εἰσὶν αἱ κέγχροι . . . . μείζονες δὲ αἱ κέγχροι οὖσαι ἢ ἐλάττονες ἡμερώτερα ἤθη δηλοῦσιν . ὠχροὶ ὀφθαλμοὶ |
| σκορπίοι , τράχουροι , τρίγλαι , ὀρφοί , γλαῦκοι , ζύγαιναι , σάλπαι , γόγγροι , φάγροι , λάμιαι , | ||
| τροφήν . Τὰ κητώδη , οἷον φάλαιναι καὶ φῶκαι καὶ ζύγαιναι καὶ δελφῖνεϲ καὶ οἱ μεγάλοι θύννοι , ϲκληρὰν καὶ |
| ἤδη διδάσκουσι . χωλότητες γὰρ ἐντεῦθεν καὶ ἐπισχέσεις γαστρὸς καὶ δυσουρίαι ἢ στραγγουρίαι ἕπονται , κατὰ τὰς ἐπιθέσεις δηλαδὴ τῆς | ||
| , διὰ τῶν οὐρητικῶν ἀγγείων φέρονται , ἰσχουρίαι τε καὶ δυσουρίαι καὶ αἱ εἰς ἀμίδα διάρροιαι συμβαίνουσι . καὶ αἵματα |
| κοινῶς δὲ τῇ τῶν σκίρρων ἐπάγονται θεραπείᾳ : εἴρηται δὲ χοιράδες τῷ τοῖς χοίροις τοιοῦτον πάθος συμβαίνειν , ὥς φασι | ||
| αἰετὸς ὥς , μέγα λαῖτμα , ἀφ ' οὗ τότε χοιράδες ἔσταν . Ἆμος δ ' ἀντέλλοντι Πελειάδες , ἐσχατιαὶ |
| μοῦναιν : αἰολικὸν , ἰωνικόν . κοτυληδόνες : φολίδες , πλόκαμοι , πλεκτάναι , τὰ καρφία , αἱ κοιλότητες τῶν | ||
| ἢ χρυσόπαστον . Τρίχες δὲ τῶν ἵππων οὐραῖαι διαπλέκονται καθάπερ πλόκαμοι γυναικῶν καὶ διαδοῦνται καὶ περισφίγγονται πορφυραῖς τε καὶ ποικίλαις |
| νεμέεσσι δὲ τοῖς πρὸς νομὴν ἐπιτηδείοις . * καὶ ἐν νεμέεσσι : καὶ ἐν τοῖς τόποις περιεκτικοῖς βοσκῆς * φωλεύει | ||
| ἐν κνημοῖσι ] ἐν τοῖς τραχέσι καὶ δυσβάτοις τόποις ἐν νεμέεσσι ] γράφεται ἐν κνημοῖσι Φαλακραίῃς : Φαλάκρα δὲ ἀκρωτήριον |
| πολίτης Κυδωνιάτης καὶ Κύδων καὶ Κυδώνιος καὶ Κυδωναῖος , καὶ Κυδωνία θηλυκῶς καὶ Κυδωνίς , καὶ Κυδωνικὸς ἀνήρ . Κύζικος | ||
| ἐκ δὲ Ἑρμοῦ Κύδωνα , ἀφ ' οὗ ἡ πόλις Κυδωνία καλεῖται ἐν Κρήτῃ . Γαράμαντες ἔθνος Λιβύης . Γαράμαντα |
| καὶ αἱ περὶ τὰς εἰσβολὰς τὰς ἐξ Ἀράβων εἰς Αἴγυπτον ψάμμοι οὐ τοσοῦτον ὕσει ὡς παρήσουσι ῥεῦμα ὕδατι . αἱ | ||
| ὁλοσχερεῖ ξανθὰ φαίνεται . καὶ αἱ ἀπ ' ἀλλήλων ἐσκεδασμέναι ψάμμοι τραχεῖαι φαίνονται , ὡς σωρὸς δὲ συντεθεῖσαι ἁπαλῶς κινοῦσι |
| κάμακες , δίκρα , κάλοι , ἱμάντες , κυνοῦχοι , σχαλίδες σχαλιδώματα , ξίφη , δόρατα , ἀκόντια , δρέπανα | ||
| προβόλια , ἄρκυες , ἐνόδια , δίκτυα , κυνοῦχος , σχαλίδες , στάλικες , σχαλιδώματα , ποδάγραι , ἁρπεδόναι . |
| πρὸς ἀντιπέραιαν ὑπαὶ ῥιπὴν ζεφύροιο φαίνετ ' ἀπειρεσίου ποταμοῦ ῥόος Εὐφρήταο , ὃς δ ' ἤτοι πρῶτον μὲν ἀπ ' | ||
| : τῆς : δέλουβ βουλκένας . ἀνεκάχλασεν : ἔβρασεν . Εὐφρήταο : ὄνομα ποταμοῦ . Βαθυπλόκαμοι : πολυκόρυμβοι . Ἴβηρες |
| ἕως μὲν οὖν ἂν ὦσι παῖδες μικροί , ξύλινα ἱμάτια φοροῦσι , καὶ περιέρχονται οὕτως ἠμφιεσμένοι : ἐπειδὰν δὲ νεανίσκοι | ||
| τραχηλοκοπηθῆναι τὸν ἰδόντα σημαίνει : τοῦτο γὰρ καὶ τοῖς κέρατα φοροῦσι ζῴοις συμβαίνει . Ὦμοι παχεῖς καὶ εὔσαρκοι πᾶσιν ἀγαθοὶ |
| τεθαλυῖα , εἰρήνη τ ' ἀγαθή : ὅσα δ ' ἄγγεα μεστὰ μὲν εἴη , κυρκαίη δ ' αἰεὶ κατὰ | ||
| , ὡς παρ ' Ὁμήρῳ : νᾶεν δ ' ὀρῷ ἄγγεα πάντα . ἡ δὲ σύνταξις κατὰ μετάθεσιν , ὡς |
| τὸ ἀγείρω , εἰς υ ἄγυρις . . . . ἄγρωστις : ἔστιν ἔδω , τὸ ἐσθίω , τὸ δεύτερον | ||
| συλλαβὰς , εἰ μὴ ἐπίθετα εἴη , προπαροξύνεται : βούβρωστις ἄγρωστις . ὀξύνεται τὸ Κεραστίς Λιγυστίς Λιβυστίς ὡς ἐπιθετικά . |
| καταψύξιος ἱδρώδεος ταχὺ ἀναθερμαινόμενα , κακόν . Οἱ ἐν ὀξέσιν ἐφιδροῦντες , ὑποδύσφοροι , κακόν . Οἱ παραλόγως , κενεαγγείης | ||
| ἄλλως τε καὶ στῆθος ἐπώδυνοι , καὶ ἐν τοῖς ῥίγεσιν ἐφιδροῦντες , καὶ ὄρχιας ἐπαίρονται : τούτου προσγενομένου , ἐπιῤῥιγοῦσι |
| καθύπερθε τῶν διερῶν εἶναι : ὧν καὶ Ὑπερείδης . . ἄνδηρα : μέρος τι τοῦ κήπου , ὥσπερ ἡ πρασιὰ | ||
| , τάχα δὲ καὶ λίμναι καὶ προλιμνάδες καὶ ποταμοὶ καὶ ἄνδηρα ποταμῶν καὶ ὄχθαι καὶ γέφυραι καὶ πυλίδες καὶ ψαλίδες |
| λεγόμεναι χαλκίδες καὶ οἱ τράγοι καὶ αἱ ῥαφίδες καὶ αἱ θρίσσαι ἀχυρώδεις καὶ ἀλιπεῖς καὶ ἄχυλοι . Ἐπίχαρμος δ ' | ||
| ὄνοι , βατίδες , ψῆτται , γαλεός , κόκκυξ , θρίσσαι , νάρκαι , ῥίνης τεμάχη , σχαδόνες , βότρυες |
| παρεκτεινόμενα καὶ ἐφαπλούμενα ἐπὶ τὰς ἄκρας καὶ τὰς ἐξοχὰς τοῦ Ἑρκυνίου δρυμοῦ . Τὴν δὲ γῆν ἐκείνην , δηλονότι τὴν | ||
| , ὅπου αἱ τοῦ Ἴστρου πηγαὶ πλησίον Σοήβων καὶ τοῦ Ἑρκυνίου δρυμοῦ : ἄλλαι δ ' εἰσὶν ἐπιστρέφουσαι πρὸς τὴν |
| πάλιν ὀρθοτονοῦνται , καθὸ συνδεθεῖσαι πρός τι πτωτικὸν τὸν λόγον ἀνέχουσι . . Φησὶ δέ που καὶ ὁ Ἅβρων οὐ | ||
| ἀντολίην ὁρόωσαι : μέσσαι δ ' ἔνθα καὶ ἔνθα δύω ἀνέχουσι κολῶναι , ἡ μὲν ὑπαινοτίη , τήν τε κλείουσι |
| . ἐστὶ δ ' ἡ ματτύα φάτται , χῆνες , τρυγόνες , κίχλαι , κόσσυφοι , λαγῴ , ἄρνες , | ||
| λαγωοὶ καὶ ἔριφοι καὶ ἕτεροι ἄρτοι πεπονημένοι καὶ περιστεραὶ καὶ τρυγόνες πέρδικές τε καὶ ὅσον ἄλλο πτηνῶν πλῆθος ἦν . |
| δ ' ἐστὶ κόλπος νήσους ἔχων σποράδας , καὶ συνεχῶς θῖνες ψάμμου μελαίνης τρεῖς ἄγαν ὑψηλοί , καὶ μετὰ τούτους | ||
| θαλάσσῃ ἀπὸ τοῦ ἄγνυσθαι τὰ κύματα ταῖς πέτραις προσαρασσόμενα : θῖνες δὲ οἱ ἀμμώδεις αἰγιαλοί . ἀναβάτης μὲν ἵππου : |
| σφαιρία ἢ σέσελι ἢ πέπερι ἢ καρκίνοι ποτάμιοι ἑφθοὶ ἢ ὀπτοί . Μηλέας φύλλα κόψας καὶ ἀποθλίψας δίδου τὸν χυλὸν | ||
| , χορίων , πυρῶν , καρύων , χόνδρου . κάραβοι ὀπτοί , τευθίδες ὀπταί , κεστρεὺς ἑφθός , σηπίαι ἑφθαί |
| τὰ μέν ἐστιν ὀξέα καὶ συνεχῆ ὡς οἱ καῦσοι καὶ φρενίτιδες καὶ πλευρίτιδες : καὶ γὰρ ὀξέα ταῦτα καὶ συνεχῆ | ||
| κάκισται , ἀντὶ τοῦ ἐπ ' ἀσθενεῖ τῇ δυνάμει γενόμεναι φρενίτιδες κακόν . παρενεχθέντι : ὑπενεχθέντι εἰς παρακοπήν . παρακρουστικόν |
| : πάλαι γὰρ χοιρίναις ἀντὶ ψήφων ἐχρῶντο , αἵπερ ἦσαν κόγχαι θαλάττιοι : αὖθις δὲ καὶ χαλκᾶς ἐποιήσαντο κατὰ μίμησιν | ||
| χοιρίναις ἐχρῶντο πρὸ τῶν ψήφων οἱ δικασταί : ἦσαν δὲ κόγχαι τινές , ὥς φησιν Ἐπαφρόδιτος ἐν ταῖς Λέξεσιν . |
| καὶ λαγῲ καὶ γυναῖκες εἱλίποδες . Ἐπίχαρμος : ἦν δὲ νάρκαι βατίδες , ἦν δὲ ζύγαιναι , ῥίναι τε τραχυδέρμονες | ||
| : καὶ γὰρ τεσσαρακονθήμεροι ἀπαλλάσσονται : ἀλλ ' οὐδὲ αἱ νάρκαι ἐπιγίνονται ἰσχυραὶ , οὔτε αἱ καταψύξιες τῶν σκελέων τε |
| καὶ ὥσπερ πεπλατυσμένοι . Προσήρηται δὲ ἡ μήτρα κατά τινας ἰνώδεις ἀποφύσεις τῇ τε κύστει καὶ τῷ ἀπευθυσμένῳ , μάλιστα | ||
| πυκνότεραι δὲ ἄλλαι ἄλλων καὶ ξυλωδέστεραι : καὶ αἱ μὲν ἰνώδεις , ὡς αἱ τῆς ἐλάτης , αἱ δὲ σαρκώδεις |
| ἀντὶ τοῦ ἀναπνοὴν ἀναπέμψαι σφοδροῦ καπνοῦ , τουτέστι πυρποληθῆναι . γλαυκοὶ δὲ δράκοντες τρεῖς , ἤγουν στιλπνοὶ τοὺς ὀφθαλ - | ||
| ἱππόκαμποι τὸ ἅρμα , ἔφυδροι τὰς ὁπλὰς καὶ νευστικοὶ καὶ γλαυκοὶ καὶ νὴ Δία ὅσα δελφῖνες . κἀκεῖ μὲν δυσχεραίνειν |
| , καὶ εἰς νευρικὰς συμπαθείας ὠφελεῖ . οἱ δὲ νεοσσοὶ σχιζόμενοι καὶ ἐπιτιθέμενοι θερμοὶ τοῖς ἰοβόλοις ἕλκεσιν ἕλκουσιν πάντα τὸν | ||
| , ἕτερος δὲ φυλλάκανθος : ἐπίγειοι δὲ ἄμφω καὶ πολλαχῆ σχιζόμενοι : ὀψιβλαστὴς δὲ μᾶλλον ὁ φυλλάκανθος καὶ φύεται περὶ |