. Ὑμὴν ὤ , Ὑμέναι ' ὤ . Ἕπεσθέ νυν γαμοῦσιν , ὦ φῦλα πάντα συννόμων πτεροφόρ ' , ἐπὶ
εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς , Οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου γαμοῦσιν καὶ γαμίσκονται , οἱ δὲ καταξιωθέντες τοῦ αἰῶνος ἐκείνου
, ἡ δὲ Ἀφροδίτη ἐν καλοῖς , καὶ οὕτω καλῶς γαμοῦσιν , μετά τινος μέντοι ζημίας , ἐὰν δὲ ἡ
τὴν δύναμιν τοῦ θεοῦ : ἐν γὰρ τῇ ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσιν οὔτε γαμίζονται , ἀλλ ' ὡς ἄγγελοι ἐν τῷ
8278466 ἐριτιμοι
ἄλλοι δ ' αὖ κόσμων ἐπιίστορες ἢ διὰ γραπτῶν ἰδμοσύνης ἐρίτιμοι ἀγακληεῖς τ ' ἐγένοντο , οἱ δ ' ἄρα
; μὴ πλανᾶσθε : οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται οὔτε κλέπται οὔτε πλεονέκται , οὐ
ὀνομασίας φησίν : ὄζαινα , ὀσμύλιον Θούριοι . ἴωπες , ἐρίτιμοι Ἀθηναῖοι . τῶν δὲ ἰώπων μνημονεύει Νίκανδρος ἐν βʹ
μολύνεται . βρῶμα δὲ ἡμᾶς οὐ παραστήσει τῷ θεῷ : οὔτε ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα , οὔτε ἐὰν φάγωμεν περισσεύομεν
8205299 Ἐναντια
, τὰ δὲ πλάγια , τὰ δὲ κατὰ ἔμφασιν . Ἐναντία μὲν οὖν ἐστιν , ὅταν τὸ ἐναντίον κατασκευάζωμεν ,
ἐν μέσῳ ὑμῶν εἰμι ὡς ὁ διακονῶν . ὑμεῖς δέ ἐστε οἱ διαμεμενηκότες μετ ' ἐμοῦ ἐν τοῖς πειρασμοῖς μου
πάντων τῶν ἐν τῇ χώρᾳ , ὁπόταν τινὸς δεηθῶσιν . Ἐναντία γε μὴν καὶ τάδε τοῖς ἄλλοις Ἕλλησι κατέστησεν ὁ
γάρ ἐστιν ὑμῶν ὁ διδάσκαλος , πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε . καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῖν ἐπὶ τῆς γῆς
8168601 ἀλητηρ
τε ὁ ἀλητήρ . οὕτως δὲ καὶ ἐν Ἰθάκῃ καλεῖται ἀλητήρ , ὡς ἱστορεῖ Ἀριστόξενος ἐν πρώτῳ Συγκρίσεων . καὶ
ὅτι ἐμὲ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν . εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε , ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει : ὅτι
καὶ ἡ παρὰ Ἀρκάσι κίδαρις , παρὰ Σικυωνίοις τε ὁ ἀλητήρ . οὕτως δὲ καὶ ἐν Ἰθάκῃ καλεῖται ἀλητήρ ,
ἢ ὑπακοῆς εἰς δικαιοσύνην ; χάρις δὲ τῷ θεῷ ὅτι ἦτε δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας ὑπηκούσατε δὲ ἐκ καρδίας εἰς ὃν
8115584 προσηυλουν
λίαν . . . ἐσπουδάζετο . εὐκελάδων τε χορῶν : προσηύλουν γὰρ τοῖς τραγικοῖς καὶ τοῖς κωμικοῖς , ἐπηύλουν δὲ
. Πίστει Ἑνὼχ μετετέθη τοῦ μὴ ἰδεῖν θάνατον , καὶ οὐχ ηὑρίσκετο διότι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ θεός : πρὸ γὰρ
προσεφθέγγοντο ἀνδρῶν χοροῖς . κιθαριστήριοι δὲ καὶ τοὔνομα διότι κιθάραις προσηύλουν διδάσκει . παράτρητοι δὲ θρήνοις ἥρμοττον , ὀξὺ καὶ
καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ , ὃς ἐν μορφῇ θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα θεῷ , ἀλλὰ ἑαυτὸν
8078452 Ἀφροσυνη
γε ὑπεναντία ἑνὶ πράγματι πῶς ἂν εἴη ; Οὐδαμῶς . Ἀφροσύνη ἄρα καὶ μανία κινδυνεύει ταὐτὸν εἶναι . Φαίνεται .
' αὐτούς . οὐ πεινάσουσιν ἔτι οὐδὲ διψήσουσιν ἔτι , οὐδὲ μὴ πέσῃ ἐπ ' αὐτοὺς ὁ ἥλιος οὐδὲ πᾶν
κρᾶτα συνηλοίησαν , ὁ δ ' ὄλλυται ἄφρονι πότμῳ . Ἀφροσύνη καὶ σκόμβρον ἕλεν καὶ πίονα θύννον καὶ ῥαφίδας καὶ
πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν καρδία καὶ ψυχὴ μία , καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι ,
8060906 κακισται
, ἐφιδροῦντες , ἐπανενέγκαντες θνήσκουσιν . Αἱ μετὰ καταψύξιος δυσφορίαι κάκισται . Κατάψυξις μετὰ σκληρυσμοῦ , ὀλέθριον . Ἐκ καταψύξιος
κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου . λέγω ὑμῖν , μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν Ἰωάννου οὐδείς ἐστιν : ὁ δὲ
προσῇ , φρενιτικόν . Αἱ μετ ' ἐκλύσιος ἀφωνίαι , κάκισται . Αἱ ἐπ ' ὀλίγον θρασέες παρακρούσιες , πονηρὸν
καὶ φιλονεικία ἐν αὐτοῖς , τὸ τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων . ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς , Οἱ βασιλεῖς τῶν
8055063 ἐκειροντο
τῆς ἀμπεχόνης . αὐτοί τε ἐκόμων , αἱ δὲ γυναῖκες ἐκείροντο , καὶ τοῖς μὲν ἀνδράσι ποδή - ρεις ἦσαν
τὴν ἰσότητα τοῖς δούλοις παρέχεσθε , εἰδότες ὅτι καὶ ὑμεῖς ἔχετε κύριον ἐν οὐρανῷ . Τῇ προσευχῇ προσκαρτερεῖτε , γρηγοροῦντες
, ἀντὶ τοῦ οὐδ ' εἰ Ἰλλυριστί , κέκαρμαι . ἐκείροντο γὰρ οἱ Θρᾷκες διὰ τὸ μὴ ἐν πολέμοις διὰ
τὴν πίστιν ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καὶ τὴν ἀγάπην ἣν ἔχετε εἰς πάντας τοὺς ἁγίους διὰ τὴν ἐλπίδα τὴν ἀποκειμένην
8042398 θαλλοφοροι
τόπος ἱερὸς τῶν Διοσκούρων . θαλλός : κλάδος ἐλαίας . θαλλοφόροι οἱ γεραίτατοι παρὰ Ἀθηναίοις ἐλέγοντο . θέαν παρ '
, ἀλλ ' Ὁ ποιήσας αὐτὰ ζήσεται ἐν αὐτοῖς . Χριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου γενόμενος ὑπὲρ
οὐδ ' ἀκαρῆ : σκωπτόμενοι δ ' ἐν ταῖς ὁδοῖς θαλλοφόροι καλούμεθ ' , ἀντωμοσιῶν κελύφη . ἀλλ ' ,
δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν , ὅ ἐστιν Χριστὸς ἐν ὑμῖν , ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης : ὃν
8016571 παρνοπες
γὰρ σημαίνουσι πονηροῖς ἀνθρώποις καὶ ὠμοῖς . Ἀκρίδες δὲ καὶ πάρνοπες καὶ οἱ λεγόμενοι μάστακες γεωργοῖς μὲν ἀφορίαν ἢ φθορὰν
ψεύδει , ἵνα κριθῶσιν πάντες οἱ μὴ πιστεύσαντες τῇ ἀληθείᾳ ἀλλὰ εὐδοκήσαντες τῇ ἀδικίᾳ . Ἡμεῖς δὲ ὀφείλομεν εὐχαριστεῖν τῷ
γέγραπται ” ὥσπερ παρνόπων : “ εἰσὶ δ ' οἱ πάρνοπες εἶδος ἀκρίδος . Ἀραφήνιος : Ἰσαῖος ἐν τῷ κατ
δόξαν , οὓς καὶ ἐκάλεσεν ἡμᾶς οὐ μόνον ἐξ Ἰουδαίων ἀλλὰ καὶ ἐξ ἐθνῶν ; ὡς καὶ ἐν τῷ Ὡσηὲ
8015261 πιπρασκουσι
, καὶ προκαταδικάζεσθαι ὡς Δείναρχος . , ὁ δὲ τοῖς πιπράσκουσι προξενῶν προπράτωρ , ὡς Δείναρχος καὶ Ἰσαῖος εἴρηκεν :
κτίσει τῇ ὑπὸ τὸν οὐρανόν , οὗ ἐγενόμην ἐγὼ Παῦλος διάκονος . Νῦν χαίρω ἐν τοῖς παθήμασιν ὑπὲρ ὑμῶν ,
“ πράγμασιν ” . Γ ἔθος ἐστὶ τοῖς μαγείροις καὶ πιπράσκουσι τὰ κρέα μιγνύειν κρέα προβάτων τε καὶ αἰγῶν καὶ
ἐπαγγελίας ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου , οὗ ἐγενήθην διάκονος κατὰ τὴν δωρεὰν τῆς χάριτος τοῦ θεοῦ τῆς δοθείσης
8009969 ἁρμοζουϲι
ὑδατώδουϲ αἵματοϲ , καὶ αἱ μὲν ἄδηκτοι πυρίαι τοῖϲ δακνώδεϲιν ἁρμόζουϲι χυμοῖϲ , αἱ δὲ δακνώδειϲ καὶ λεπτύνουϲαι τοῖϲ παχέϲι
ἡ ἄμπελος , ὑμεῖς τὰ κλήματα . ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ οὗτος φέρει καρπὸν πολύν , ὅτι
ἢ νάρδῳ ἢ καϲτορίῳ ἢ ϲιλφίῳ , ἑκάϲτου ὀβολόϲ : ἁρμόζουϲι ϲὺν οἴνῳ καὶ οἱ τῆϲ βαϲιλικῆϲ καρύαϲ καρποὶ λεῖοι
. [ καὶ ] λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς , Τί ἐμοὶ καὶ σοί , γύναι ; οὔπω ἥκει ἡ ὥρα
8008590 δυσκριτοι
μὴ , ἀρχομένας ἔτι . καʹ . Αἱ τεταρταῖαι αἱμοῤῥαγίαι δύσκριτοι . κβʹ . Οἱ διαλιπόντες μίην τῇ ἑτέρῃ ἐπιῤῥιγέουσιν
καὶ ἡ γυνὴ ἀπέθανεν . ἡ γυνὴ οὖν ἐν τῇ ἀναστάσει τίνος αὐτῶν γίνεται γυνή ; οἱ γὰρ ἑπτὰ ἔσχον
δὲ μὴ , ἄρτι ἀρχομένας . Αἱ τεταρταῖαι αἱμοῤῥαγίαι , δύσκριτοι . Οἱ διαλείποντες μίαν τῇ ἑτέρῃ ἐπιῤῥιγεῦσιν ἅμα κρίσει
γραφὰς μηδὲ τὴν δύναμιν τοῦ θεοῦ : ἐν γὰρ τῇ ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσιν οὔτε γαμίζονται , ἀλλ ' ὡς ἄγγελοι
7993749 Κοθορνοις
δεκατῶναι , εἰκοστολόγοι , πεντηκοστολόγοι : καὶ πεντηκοστολογεῖν ἐν Φιλωνίδου Κοθόρνοις ἔστιν εἰρημένον . παναγεῖς γενεάν , πορνοτελῶναι , Μεγαρεῖς
τοῦ κυρίου . Οὐ καλὸν τὸ καύχημα ὑμῶν . οὐκ οἴδατε ὅτι μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ ; ἐκκαθάρατε
καθίσανθ ' ὑφάπτειν τοῦ φλέω . Φιλωνίδης δ ' ἐν Κοθόρνοις : ὑποδέχεσθαι καὶ βατίσι καὶ τηγάνοις , καὶ πάλιν
καὶ ὑμεῖς ἦτε . καὶ ὅπου [ ἐγὼ ] ὑπάγω οἴδατε τὴν ὁδόν . Λέγει αὐτῷ Θωμᾶς , Κύριε ,
7983035 προπινουσιν
ἀλλὰ παρ ' οἷς ἂν τύχωσι τῶν παρόντων , καὶ προπίνουσιν οἷς ἂν βουληθῶσιν . εἶναι δὲ καὶ πιεῖν δεινὰς
: καὶ οὐχ εὕρισκον τὸ τί ποιήσωσιν , ὁ λαὸς γὰρ ἅπας ἐξεκρέματο αὐτοῦ ἀκούων . Καὶ ἐγένετο ἐν μιᾷ
. , ὅτι οἱ ἑστιώμενοι παρ ' Ὁμήρῳ τοῖς ἑστιῶσι προπίνουσιν , ὡς Ὀδυσσεὺς Ἀχιλλεῖ , καὶ Εὐμαίῳ ὁ αὐτός
Πέτρῳ , Ἀληθῶς καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν εἶ , καὶ γὰρ ἡ λαλιά σου δῆλόν σε ποιεῖ . τότε ἤρξατο
7977970 ἀνεμωδες
πνευμάτων τάδε . Ἀνατέλλων ὁ ἥλιος καυματίας κἂν μὴ ἀποστίλβῃ ἀνεμῶδες τὸ σημεῖον : καὶ ἐὰν κοῖλος φαίνηται ὁ ἥλιος
ἁμαρτία , διὰ τοῦ ἀγαθοῦ μοι κατεργαζομένη θάνατον : ἵνα γένηται καθ ' ὑπερβολὴν ἁμαρτωλὸς ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς
, ἵνα μὴ ὑπ ' ὄμβρων φθαρῶσι . τὸ φθινόπωρον ἀνεμῶδες καὶ ὑγιεινόν . ἡ ἄμπελος εὐφορήσει . ἐπιτήδειον τὸ
οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη ἕως ἂν πάντα ταῦτα γένηται . ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσεται , οἱ
7965678 ῥαφιδες
φησιν : αἱ λεγόμεναι χαλκίδες καὶ οἱ τράγοι καὶ αἱ ῥαφίδες καὶ θρίσσαι ἀχυρώδεις καὶ ἀλιπεῖς καὶ ἄχυλοι . Δωρίων
καιρὸς ὁ ὑμέτερος πάντοτέ ἐστιν ἕτοιμος . οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν ὑμᾶς , ἐμὲ δὲ μισεῖ , ὅτι ἐγὼ
σκορπίος ἀϊκτήρ , δίδυμον γένος , ἀμφότεραί τε σφύραιναι δολιχαὶ ῥαφίδες θ ' ἅμα τῇσιν ἀραιαί : ἐν δὲ χάραξ
τὸν κόσμον . ἐν τῷ κόσμῳ ἦν , καὶ ὁ κόσμος δι ' αὐτοῦ ἐγένετο , καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν
7961728 κενοδοξους
ἀντορχούμενον ὥσπερ ὁ νυκτικόραξ ἁλίσκεται . διὸ τοὺς χαύνους καὶ κενοδόξους ὤτους καλοῦσιν . . . , : Κατὰ δὲ
' οὔτε αἰθίοψ ἢ διάφορα πρόσωπα : ἀλλὰ πάντες ἀναστήσονται μιᾶς εἰδέας καὶ μιᾶς ἡλικίας : πᾶσα φύσις ἀνθρωπίνη ἀσώματοι
ἰσχία . Ἀποτελεῖ δὲ εὔχροας , εὐακεῖς , εὐπαθεῖς , κενοδόξους , φιλοκαθαρίους , θρασυδείλους . καὶ ἐπὶ μὲν τοῦ
ἔργου ἐπιθυμεῖ . δεῖ οὖν τὸν ἐπίσκοπον ἀνεπίλημπτον εἶναι , μιᾶς γυναικὸς ἄνδρα , νηφάλιον , σώφρονα , κόσμιον ,
7957434 δυσθρηνητον
ἀθλίαν , δυστυχῆ . βοάν ] η . δυσαιανῆ ] δυσθρήνητον : αἰάζω γὰρ τὸ θρηνῶ . δαΐοις ] πολεμικοῖς
παρῃτημένον . καὶ ἕτερος εἶπεν , Γυναῖκα ἔγημα καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν . καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἀπήγγειλεν
κράζε , φώνει . φώνει . δυστυχῆ . δυστυχέστατον . δυσθρήνητον . θρηνητικὴν . πολεμικοῖς . πολεμίοις . διακεκομμένοις ἢ
τὴν γυναῖκα , ἀλλὰ γυνὴ διὰ τὸν ἄνδρα . διὰ τοῦτο ὀφείλει ἡ γυνὴ ἐξουσίαν ἔχειν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς διὰ
7955951 τροποισι
τῶν ἐπιτηδευμάτων : ἐκ τῆς ἡλικίης ἑκάστου : λόγοισι : τρόποισι : σιγῇ : διανοήμασιν : ὕπνοισιν , οὐχ ὕπνοισιν
ἡμέρᾳ εἴκοσι τρεῖς χιλιάδες . μηδὲ ἐκπειράζωμεν τὸν κύριον , καθώς τινες αὐτῶν ἐξεπείρασαν , καὶ ὑπὸ τῶν ὄφεων ἀπώλλυντο
παμπλούτους τε τίθησι καὶ ἐντρυφέας καὶ ἐπόλβους , θηλυνόους δὲ τρόποισι καὶ εὐτρέπτους καὶ ἀπρήκτους : δύνοντος δ ' ἄστροιο
κολάζεται μετὰ τῶν δαιμόνων εἰς τὸν ᾅδην , ὅτι , καθώς φησι τὸ Εὐαγγέλιον , πᾶς γὰρ ὁ ποιῶν τὴν
7948121 Γελως
. Γυναικὶ μὴ πίστευε , μηδ ' ὅταν θάνῃ . Γέλως Ἰωνικός : ἐπὶ τῶν ἐκλελυμένων : εἰς τοῦτο γὰρ
τῇ ἁμαρτίᾳ ὑμῶν ἀποθανεῖσθε : ὅπου ἐγὼ ὑπάγω ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν . ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι , Μήτι ἀποκτενεῖ
χρόνον δ ' ἁλίσκεται : ἐπὶ τῶν ἅπαξ δυστυχησάντων . Γέλως Ἰωνικός : ἐπὶ τῶν ἐκλελυμένων : εἰς τοῦτο γὰρ
ἐὰν δὲ ἄλλῳ ἀποκαλυφθῇ καθημένῳ , ὁ πρῶτος σιγάτω . δύνασθε γὰρ καθ ' ἕνα πάντες προφητεύειν , ἵνα πάντες
7943945 γαμοισιν
ἵσταται οἰδαίνουσα , αἱ δ ' ἐν ἀτεκμάρτοισι καὶ ἀσκέπτοισι γάμοισιν ἀθρόαι ἔκ τ ' ἐγένοντο καὶ ἔτραφον ἔκ τ
τοῦ θεοῦ ἐξῆλθον καὶ ἥκω : οὐδὲ γὰρ ἀπ ' ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα , ἀλλ ' ἐκεῖνός με ἀπέστειλεν . διὰ
σκότια κρύπτεται . σὲ δ ' , ὦ τέκνον , γάμοισιν ἤδη κλύω ζυγέντα παιδοποιὸν ἁδονὰν ξένοισιν ἐν δόμοις ἔχειν
ἡ μαρτυρία ἀληθής ἐστιν . ἐγώ εἰμι ὁ μαρτυρῶν περὶ ἐμαυτοῦ καὶ μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ ὁ πέμψας με πατήρ .
7942490 ξυστιδες
, ἐφεστρίδες ἀμφιεστρίδες χλαῖναι , ἐπιβόλαια δάπιδες τάπιδες ψιλοδάπιδες , ξυστίδες χρυσόπαστοι , ὡς Εὔβουλος ταῖς ξυστίσιν ταῖς χρυσοπάστοις στόρνυται
οὖν αὐτοῖς [ ὁ ] Ἰησοῦς καὶ εἶπεν , Ἡ ἐμὴ διδαχὴ οὐκ ἔστιν ἐμὴ ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με :
σκηναὶ χρυσαῖ κατεσκευασμέναι πᾶσι τοῖς χρησίμοις , πολλαὶ δὲ καὶ ξυστίδες καὶ κλῖναι πολυτελεῖς ; ἔτι δὲ καὶ κοῖλος ἄργυρος
μὴ παραδοθῶ τοῖς Ἰουδαίοις : νῦν δὲ ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐντεῦθεν . εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος
7941032 βαλανειομφαλους
' ἐπὶ τοῖς λαχάνοις εὑρὼν ἀπέπνιξα . δέχεσθε φιάλας τάσδε βαλανειομφάλους . οὗτος , καθεύδεις ; οὐκ ἀναστήσεις βοῶν .
εἶναι πρῶτος , ἔσται πάντων δοῦλος : καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθεν διακονηθῆναι ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι
, κύπελλα καὶ μεσομφάλους . οὕτω δ ' εἴρηκε τὰς βαλανειομφάλους , ὧν Κρατῖνος μνημονεύει : δέχεσθε φιάλας τάσδε βαλανειομφάλους
καὶ τὰ γενόμενα ἐφοβήθησαν σφόδρα , λέγοντες , Ἀληθῶς θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος . Ἦσαν δὲ ἐκεῖ γυναῖκες πολλαὶ ἀπὸ
7930726 κορακινιδιοις
δὲ ὠνόμασεν αὐτοὺς Φερεκράτης ἐν Ἐπιλήσμονι : τοῖς σοῖσι συνὼν κορακινιδίοις καὶ μαινιδίοις . Ἄμφις δ ' ἐν Ἰαλέμῳ :
ὀνόματί μου δῷ ὑμῖν . ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν , ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους . Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ , γινώσκετε
θρᾴττης ὄνομα παρ ' οὐδενὶ τῶν Ἀττικῶν . Ἀναξανδρίδης : κορακινιδίοις μετὰ περκιδίων καὶ θρᾳττιδίων . Ἀντιφάνης : θρᾷτταν ἢ
οἱ πατέρες αὐτῶν . Ἀλλὰ ὑμῖν λέγω τοῖς ἀκούουσιν , ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν , καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς
7930648 δειλοισιν
ἀγὼν γὰρ οὐ μέλλοντος ἀθλητοῦ μένει ἀλκήν . ἔνεισιν ἐν δειλοῖσιν ἀνδρεῖοι λόγοι . ἐν τοῖς ἐμαυτοῦ δικτύοις ἁλώσομαι .
Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστιν [ τῆς ἁμαρτίας ] . ὁ δὲ δοῦλος
' ἑταίρους ποιοῦνται θῶπας πλούτου καὶ τύχης κόλακας . Νόσος δειλοῖσιν ἑορτή : οὐ γὰρ ἐκπορεύονται ἐπὶ πρᾶξιν . Κακὸς
φησι τὸ Εὐαγγέλιον , πᾶς γὰρ ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ ἁμαρτία υἱὸς διαβόλου ἐστίν
7919074 ὑβριζουσι
κατηγοροῦσι . Τοῖς μὲν γάρ φησιν , ὡς οἱ δεῖνες ὑβρίζουσί σε καὶ διαβολὴν τούτων πρὸς αὐτοὺς ποιοῦνται : τοῖς
ὄψονται . μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί , ὅτι [ αὐτοὶ ] υἱοὶ θεοῦ κληθήσονται . μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης ,
κατηγοροῦσι . τοῖς μὲν γάρ φασιν , ὡς οἱ δεῖνες ὑβρίζουσί σε καὶ διαβολὴν τούτων πρὸς αὐτοὺς ποιοῦνται . τοῖς
κλέπτης καταλάβῃ , πάντες γὰρ ὑμεῖς υἱοὶ φωτός ἐστε καὶ υἱοὶ ἡμέρας . οὐκ ἐσμὲν νυκτὸς οὐδὲ σκότους : ἄρα
7909860 ἐφυδροις
ὧνπερ καὶ ἡ σκληρότης . Ἐν δὲ τοῖς ἑλώδεσι καὶ ἐφύδροις ἀχρεῖα τὸ ὅλον : οὐ γὰρ ἐνδιδοῖ βρεχόμενα δι
μαθητοῦ , ἀμὴν λέγω ὑμῖν , οὐ μὴ ἀπολέσῃ τὸν μισθὸν αὐτοῦ . Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς διατάσσων
τὸ τοῦ λίνου σπέρμα . φύεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῖς ἐφύδροις καὶ ἐν τοῖς ξηροῖς , ὥσπερ ὁ βάτος .
ἀδίκους . ἐὰν γὰρ ἀγαπήσητε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς , τίνα μισθὸν ἔχετε ; οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αὐτὸ ποιοῦσιν
7905556 νοτιδες
θυμωθεὶς οὐδεὶς ἀπέθανε , κἂν τύχῃ λειποθυμήσας . Ἀλλὰ καὶ νοτίδες ἔσθ ' ὅτε μὴ κατὰ καιρὸν τοῖς οὕτως ἔχουσιν
] , πάντοτε ἀγωνιζόμενος ὑπὲρ ὑμῶν ἐν ταῖς προσευχαῖς , ἵνα σταθῆτε τέλειοι καὶ πεπληροφορημένοι ἐν παντὶ θελήματι τοῦ θεοῦ
μένει τῆς τὸν πυρετὸν ἐργασαμένης . ἀλλὰ καί τισιν αὐτῶν νοτίδες χρησταὶ φαίνονται , καί τισιν ἱδρῶτες . καὶ ἄξιον
ἐστιν ὁ πλάνος καὶ ὁ ἀντίχριστος . βλέπετε ἑαυτούς , ἵνα μὴ ἀπολέσητε ἃ εἰργάσασθε ἀλλὰ μισθὸν πλήρη ἀπολάβητε .
7882936 φιλοκυβος
Νεφέλαις τούτου μέμνηται . Ἀμυνίας μὲν : ὧδε μὲν ὡς φιλόκυβος ⌈ ὁ Ἀμυνίας κωμῳδεῖται : ἐν ⌈ δὲ Σεριφίοις
οὖν ἐπιχορηγῶν ὑμῖν τὸ πνεῦμα καὶ ἐνεργῶν δυνάμεις ἐν ὑμῖν ἐξ ἔργων νόμου ἢ ἐξ ἀκοῆς πίστεως ; καθὼς Ἀβραὰμ
φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης , φιλογεωργός , φιλόκυβος , φιλοχωρῶν φίλιππος , φιλοφροσύνη , τάχα καὶ φιλόφρων
αὐτοὺς τοῦτο θέλοντας , ὅτι οὐρανοὶ ἦσαν ἔκπαλαι καὶ γῆ ἐξ ὕδατος καὶ δι ' ὕδατος συνεστῶσα τῷ τοῦ θεοῦ
7880070 κλητοι
ὀρφανικοῖο μετ ' ἠιθέοιο μέλαθρον οὔτι σαοφροσύνῃσι μεμηλότες ἥλικες ἄλλοι κλητοί τ ' αὐτόμολοί τε πανήμεροι ἀγερέθωνται , κτῆσιν ἀεὶ
τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ . ἐὰν εἰδῆτε ὅτι δίκαιός ἐστιν , γινώσκετε ὅτι καὶ πᾶς ὁ ποιῶν τὴν δικαιοσύνην ἐξ αὐτοῦ
ἀπὸ τοῦ καλεῖσθαι αἱρουμένους . καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ οὗτοι γὰρ κλητοί γε . καὶ τὸ ὀτρύνομεν ἀντὶ τοῦ ὀτρύνωμεν .
ὅτι πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τὸν κόσμον . ἐν τούτῳ γινώσκετε τὸ πνεῦμα τοῦ θεοῦ : πᾶν πνεῦμα ὃ ὁμολογεῖ
7872994 Πονος
ἀγνυμένων : αἳ γάρ ῥα συνωχαδὸν ἀλλήλῃσιν αἰὲν ἐνερρήγνυντο . Πόνος δ ' ἄπρηκτος ὀρώρει : καί ῥ ' οἳ
, εἰπὲ ἡμῖν παρρησίᾳ . ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς , Εἶπον ὑμῖν καὶ οὐ πιστεύετε : τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ
τὸ ὑγρόν : ἡ δ ' εὐθυμίη ἀφίει καρδίην . Πόνος , τοῖσιν ἄρθροισι καὶ σαρκὶ σῖτος , ὕπνος σπλάγχνοισιν
καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ζωὴν διδοὺς τῷ κόσμῳ . Εἶπον οὖν πρὸς αὐτόν , Κύριε , πάντοτε δὸς ἡμῖν
7870288 περιειμι
παρόντας ἡμᾶς . Ἄριστον γοῦν ἄγρυπνον αὐτὸν φυλάττειν : ἅπασαν περίειμι διαναστὰς ἐν κύκλῳ τὴν οἰκίαν . τίς οὗτος ;
τοῦ γενήματος τῆς ἀμπέλου ἕως οὗ ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἔλθῃ . καὶ λαβὼν ἄρτον εὐχαριστήσας ἔκλασεν καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς
ἐπίκειμ ' ὡσεὶ μέγα χρῆμά τι πράσσων , εἰ θνητῶν περίειμι πολυφθερέων ἀνθρώπων ; . . [ , . ]
μέλλει λαβέσθαι καὶ λέγει : Κύριε , Κύριε , ἂς ἔλθῃ σύντομα ἡ δευτέρα παρουσία σου ἵνα λάβω τὴν δόξαν
7868355 ἀδηκτοι
ταῖϲ ὑπὸ λεπτοῦ καὶ ὑδατώδουϲ αἵματοϲ , καὶ αἱ μὲν ἄδηκτοι πυρίαι τοῖϲ δακνώδεϲιν ἁρμόζουϲι χυμοῖϲ , αἱ δὲ δακνώδειϲ
οὐκ οἰκεῖ ἐν ἐμοί , τοῦτ ' ἔστιν ἐν τῇ σαρκί μου , ἀγαθόν : τὸ γὰρ θέλειν παράκειταί μοι
δέον ἐποίηϲεν . ἔϲτωϲαν δὲ καὶ αἱ προϲφοραὶ τῆϲ τροφῆϲ ἄδηκτοι καὶ ἄϲτυφοι παντάπαϲι καὶ λεῖαι καὶ ῥοφηματώδειϲ . εἰ
ἐν σαρκὶ πεποιθότες , καίπερ ἐγὼ ἔχων πεποίθησιν καὶ ἐν σαρκί . εἴ τις δοκεῖ ἄλλος πεποιθέναι ἐν σαρκί ,
7867897 Ἀρχοντες
ἡρωϊκῇ ὑπὸ φιλοσόφου δεικνύμενος , δι ' οἰκονομίας ἡρωϊκῆς . Ἄρχοντες αὐτουργοί , προβουλευόμενοι : ἀριστεῖς ἀγαθοί , προπολεμοῦντες :
, ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει , καὶ μείζονα τούτων ποιήσει , ὅτι ἐγὼ
αὐτὴν ἐν μέτροις τοῖς προσήκουσι καὶ ἐπιδεξίως αὐτῆς ἐπιμελούμενον . Ἄρχοντες δ ' οἱ μὲν τῶν κόσμων ἡγεμόνες παρίστανται αὐτῆς
κατάλυμα ὅπου τὸ πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν μου φάγω ; κἀκεῖνος ὑμῖν δείξει ἀνάγαιον μέγα ἐστρωμένον : ἐκεῖ ἑτοιμάσατε .
7864684 ἰσοτονοι
δὲ διαλείποντες . καὶ τῶν μὲν προτέρων , οἱ μὲν ἰσότονοί τε καὶ ἀκμαστικοὶ καλοῦνται , ἅτ ' ἐπὶ μιᾶς
καὶ ὁ Χριστὸς κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας , αὐτὸς σωτὴρ τοῦ σώματος . ἀλλὰ ὡς ἡ ἐκκλησία ὑποτάσσεται τῷ Χριστῷ ,
δὲ διαλείποντες . καὶ τῶν μὲν προτέρων , οἱ μὲν ἰσότονοί τε καὶ ἀκμαστικοὶ καλοῦνται , ἅτ ' ἐπὶ μιᾶς
οὐκ ἔχω : ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον τὰ δοκοῦντα μέλη τοῦ σώματος ἀσθενέστερα ὑπάρχειν ἀναγκαῖά ἐστιν , καὶ ἃ δοκοῦμεν ἀτιμότερα
7863045 γαλεαγρα
πως καὶ ἀμελέστερον χρῆσθαι , ὥσπερ ὅταν μονώτατος λέγῃ καὶ γαλεάγρα καὶ ἐκκοκκύζειν καὶ ἐστηλοκόπηται καὶ ἐπήβολος καὶ ὅσα τοιαῦτα
ὑμᾶς ἅγιον καὶ αὐτοὶ ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ γενήθητε , διότι γέγραπται , Ἅγιοι ἔσεσθε , ὅτι ἐγὼ ἅγιος .
ἐπιπλέων μόρος , ὄρνεον ξύλινον , πελάγιος ἵππος , ἠνεωγμένη γαλεάγρα , ἄδηλος σωτηρία , προσδοκώμενος θάνατος , ἐγκύματος ὁδοιπόρος
τὸ μὴ αἰτεῖσθαι ὑμᾶς : αἰτεῖτε καὶ οὐ λαμβάνετε , διότι κακῶς αἰτεῖσθε , ἵνα ἐν ταῖς ἡδοναῖς ὑμῶν δαπανήσητε
7858767 ἀντιβολια
κοινά : τὰ κοινά , ἃ ἂν οὐδεὶς μεταχειρίσαιτο . ἀντιβολία : ἡδὺ καὶ σεμνόν . σημαίνει δὲ καὶ ἱκετείαν
, διαμαρτυρόμενος ἐνώπιον τοῦ θεοῦ μὴ λογομαχεῖν , ἐπ ' οὐδὲν χρήσιμον , ἐπὶ κατα - στροφῇ τῶν ἀκουόντων .
' οὐκ ἀνεῖχες αὐτὸν ὥσπερ εἰκὸς ἦν . . . ἀντιβολία : δέησις . . . ἀνακλῖναι : τὸ ἀνοῖξαι
μίαν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ ἦλθεν ἐπ ' αὐτήν , καὶ οὐδὲν εὗρεν ἐν αὐτῇ εἰ μὴ φύλλα μόνον , καὶ
7857096 ἀψυχοι
μὲν ἀγένητοι αἱ δὲ ἐν γενέσει , καὶ αἱ μὲν ἄψυχοι αἱ δὲ ἔμψυχοι , καὶ τούτων ἑκατέρων πλείους διαφοραί
ἀναθεματίζειν καὶ ὀμνύναι ὅτι Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὃν λέγετε . καὶ εὐθὺς ἐκ δευτέρου ἀλέκτωρ ἐφώνησεν . καὶ
τάχα καὶ ἀποθανούμεθα φυγάδες ἀκμὴν μένοντες . ἦ μάλα γὰρ ἄψυχοι ἐμαχόμεθ ' ἂν τοῖς πολεμίοις , εἰ ταῦτά τις
. καὶ αὐτὸς ἐπηρώτα αὐτούς , Ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι ; ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος λέγει αὐτῷ , Σὺ
7850976 ἀπαλλαξουσιν
φεύγοντος . οἱ δὲ ἀγαθοποιοὶ οἷς ἂν ἐπαναφέρωνται ἐκεῖνοι κρειττόνως ἀπαλλάξουσιν , οἱ δὲ κακοποιοὶ χειρόνως . σκοπεῖν δὲ χρὴ
ὁ Ἰησοῦς : νεύει οὖν τούτῳ Σίμων Πέτρος πυθέσθαι τίς ἂν εἴη περὶ οὗ λέγει . ἀναπεσὼν οὖν ἐκεῖνος οὕτως
πράξονται τοῦ Λεωδάμαντος φόνου , κἀκείνους τε καὶ Μιλησίους κακῶν ἀπαλλάξουσιν . Χρονιζομένης δὲ τῆς πολιορκίας , ἀφικνοῦνται νεανίσκοι ,
κύριος τῷ κυρίῳ μου , Κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποκάτω τῶν ποδῶν σου ;
7844054 κωμῳδουνται
Ὁ Σικελὸς ὡς ἔοικε τὴν ἐξωμίδα : παρόσον οἱ Σικελοὶ κωμῳδοῦνται ὡς κλέπται . Ὅσῳ πλέον ἥμισυ παντός : βούλεται
ψῆφον λευκὴν καὶ ἐπὶ τὴν ψῆφον ὄνομα καινὸν γεγραμμένον ὃ οὐδεὶς οἶδεν εἰ μὴ ὁ λαμβάνων . Καὶ τῷ ἀγγέλῳ
ἐπισυνηγμένην ἔχουσιν . Σφήττιοι : δῆμος τῆς Ἀκαμαντίδος φυλῆς . κωμῳδοῦνται δὲ ὡς ὀξεῖς , ὥσπερ Ἀχαρνεῖς ἄγριοι , Ποτάμιοι
τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν : ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν . ἔκραξεν οὖν ἐν τῷ ἱερῷ
7841933 συγκρουουσιν
ἐπειδὰν γὰρ ὑπὸ σφοδροτέρων ἀνέμων ταραχθῇ τὰ κύματα , ἀλλήλοις συγκρούουσιν . ΓΘ θαλαττοκοπεῖς καὶ πλατυγίζεις : ἄμφω μεγαλορρημοσύνης δείγματα
ἐφ ' ὑμᾶς , ὅτι ἃ παραγγέλλομεν [ καὶ ] ποιεῖτε καὶ ποιήσετε . Ὁ δὲ κύριος κατευθύναι ὑμῶν τὰς
ἄτακτος : παρόσον τινὲς γελῶντες τὰς χεῖρας ἢ τοὺς πόδας συγκρούουσιν . Γεράνδρυον μεταφυτεύειν : ἐπὶ τοῦ ἀδυνάτου . Παρεγγυᾷ
ὄχλον , κράζοντες καὶ λέγοντες , Ἄνδρες , τί ταῦτα ποιεῖτε ; καὶ ἡμεῖς ὁμοιοπαθεῖς ἐσμεν ὑμῖν ἄνθρωποι , εὐαγγελιζόμενοι
7835456 σκληροσαρκοι
ἡ ἐντεριώνη , ὡσαύτως καὶ τῶν σταφυλῶν αἱ γλυκεῖαι καὶ σκληρόσαρκοι καὶ τῶν μήλων , ὅσα μὴ στυφά . τὰ
οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρωνεἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα , εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα , ὁ
ἐσθιώμενα κρέα καὶ τῶν ἀκμαζόντων ζῴων μᾶλλον , ἰχθύες δὲ σκληρόσαρκοι καὶ πόμα οἰνωδέστερον μὲν καὶ ἀκρατέστερον μὴ πλῆθος δὲ
, καὶ ἐν τούτῳ χαίρω : ἀλλὰ καὶ χαρήσομαι , οἶδα γὰρ ὅτι τοῦτό μοι ἀποβήσεται εἰς σωτηρίαν διὰ τῆς
7834840 ἀμεταβλητοι
δόλιοι , πονηροί , ἅρπαγες , φονικοί , προδόται , ἀμετάβλητοι , ὑπαρχόντων ἀφαιρετικοί , λαθρεπίβουλοι , κλῶπες , ἐπίορκοι
; καὶ ἐὰν βασιλεία ἐφ ' ἑαυτὴν μερισθῇ , οὐ δύναται σταθῆναι ἡ βασιλεία ἐκείνη : καὶ ἐὰν οἰκία ἐφ
, ὀργίλον . οἱ οὖν γεννώμενοι ἐπίσημοι , ἀγαθοί , ἀμετάβλητοι , δίκαιοι , μισοπόνηροι , ἀνυπότακτοι , κολακείας μισοῦντες
, Ταῦτα τὰ ῥήματα οὐκ ἔστιν δαιμονιζομένου : μὴ δαιμόνιον δύναται τυφλῶν ὀφθαλμοὺς ἀνοῖξαι ; Ἐγένετο τότε τὰ ἐγκαίνια ἐν
7832282 ἁπαλοσαρκοι
δὲ χλωροὶ ξηροί εἰσι καὶ ἀλιπεῖς . αἱ δὲ χάνναι ἁπαλόσαρκοι , σκληρότεραι δὲ τῆς πέρκης . ὁ δὲ σκάρος
Λάβετε , τοῦτό ἐστιν τὸ σῶμά μου . καὶ λαβὼν ποτήριον εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς , καὶ ἔπιον ἐξ αὐτοῦ πάντες
, δύσφθαρτος , εὐέκκριτος . κίχλαι , κόττυφοι , φυκίδες ἁπαλόσαρκοι , εὔχυλοι , εὐδιαφόρητοι , ἄτροφοι , πρὸς διαχώρησιν
, ὑπὲρ ἡμῶν ἐστιν . Ὃς γὰρ ἂν ποτίσῃ ὑμᾶς ποτήριον ὕδατος ἐν ὀνόματι ὅτι Χριστοῦ ἐστε , ἀμὴν λέγω
7831598 ἀργματα
πολεμιστήρια . ἄραξε συνέτριψε , κατέβαλεν . ἀράρισκεν ἥρμοζεν . ἄργματα ἀπαρχάς . ἀρετήν τὴν κατὰ πόλεμον ἀνδρείαν . ὁτὲ
λαμβάνοντες καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου θεοῦ οὐ ζητεῖτε ; μὴ δοκεῖτε ὅτι ἐγὼ κατηγορήσω ὑμῶν πρὸς τὸν
παρὰ τὸ ἄρχω ἦργμαι ἄργμα καὶ ἄπαργμα : Ὅμηρος : ἄργματα θῦσε θεοῖς αἰειγενέτῃσι . . . . ἀπαιωρήσας :
καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον . τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι ; ἀπεκρίθη ὁ ὄχλος , Δαιμόνιον ἔχεις :
7823590 ἰσηγορια
ἰσοχειλές , ἰσόπεδον , ἰσάριθμον , ἰσονομία , ἰσομοιρία , ἰσηγορία , ἰσοκρατία ἰσοπαλεῖς , ἰσοκρατεῖς , ἰσόψηφοι , ἰσόδρομοι
ἐν μέσῳ ὑμῶν , ὡς ἐὰν τροφὸς θάλπῃ τὰ ἑαυτῆς τέκνα : οὕτως ὁμειρόμενοι ὑμῶν εὐδοκοῦμεν μεταδοῦναι ὑμῖν οὐ μόνον
ἢ ἀπαγορεύῃ . πρὸς τοίνυν τοῖς εἰρημένοις ἐναργεστάτη πίστις ἐλευθερίας ἰσηγορία , ἣν οἱ σπουδαῖοι πάντες ἄγουσι πρὸς ἀλλήλους .
ἐμέ : πλὴν ἐφ ' ἑαυτὰς κλαίετε καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν , ὅτι ἰδοὺ ἔρχονται ἡμέραι ἐν αἷς ἐροῦσιν
7822087 ἀχωριστοι
τὸ καθεκτικόν . δούλοις δὲ πίστεις μεγάλας προαγορεύουσιν , ὧν ἀχώριστοι ἔσονται : καὶ γάμον ἀγάμοις καὶ τέκνα τοῖς οὐκ
θεὸς ἐν αὐτῷ μένει . ἐν τούτῳ τετελείωται ἡ ἀγάπη μεθ ' ἡμῶν , ἵνα παρρησίαν ἔχωμεν ἐν τῇ ἡμέρᾳ
μὲν εἰσὶν οὐσιώδεις , αἱ δὲ ἐπουσιώδεις καὶ αἱ μὲν ἀχώριστοι , αἱ δὲ χωρισταὶ , καὶ ἐπὶ τοῦ πυρετοῦ
γενήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὅταν αὐτὸ πίνω μεθ ' ὑμῶν καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρός μου
7817792 Φρονιοιο
ἐπὶ νῆα θοὴν ἀγέρεσθαι ἀνώγει . ἡ δ ' αὖτε Φρονίοιο Νοήμονα φαίδιμον υἱὸν ᾔτεε νῆα θοήν : ὁ δέ
Ἰησοῦς , Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν . ὁ δὲ ἔφη , Πιστεύω , κύριε
, ἐπεὶ προσπτύξατο μύθῳ . ” τὸν δ ' υἱὸς Φρονίοιο Νοήμων ἀντίον ηὔδα : “ αὐτὸς ἑκών οἱ δῶκα
. ὁ δὲ ἀπεκρίθη αὐτοῖς , Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ ἐκεῖνός μοι εἶπεν , Ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει
7817773 ἐπιγειοι
τοῖς δὲ μετρίοις οἱ οὐράνιοι , τοῖς δὲ πένησιν οἱ ἐπίγειοι . οἱ χθόνιοι δὲ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μόνοις
λέγει , Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου . οὗτός ἐστιν ὑπὲρ οὗ ἐγὼ εἶπον
ὑπερουράνιοι , ἐνουράνιοι , ἐπουράνιοι , ἐναιθέριοι , ἐναέριοι : ἐπίγειοι , οἱ αὐτοὶ καὶ ἐπιχθόνιοι : ἐνάλιοι , θαλάττιοι
σοι ἄνωθεν : διὰ τοῦτο ὁ παραδούς μέ σοι μείζονα ἁμαρτίαν ἔχει . ἐκ τούτου ὁ Πιλᾶτος ἐζήτει ἀπολῦσαι αὐτόν
7814937 ταωνες
. Πληθ . Οἱ Ξενοφῶντες , οἱ Ποσειδῶνες , οἱ ταῶνες . τῶν Ξενοφώντων , τῶν Ποσειδώνων , τῶν ταώνων
τοῖς κατοικοῦσιν ἐπὶ τῆς γῆς ποιῆσαι εἰκόνα τῷ θηρίῳ ὃς ἔχει τὴν πληγὴν τῆς μαχαίρης καὶ ἔζησεν . καὶ ἐδόθη
ὥραις οὐρὴν ἀντέλλει σκέπας αὐτορόφοιο μελάθρου : οἷον δή νυ ταῶνες ἑὸν δέμας ἀγλαόμορφον γραπτὸν ἐπισκιάουσιν ἀριπρεπὲς αἰολόνωτον : τῶν
ἀναστάσει τῇ πρώτῃ : ἐπὶ τούτων ὁ δεύτερος θάνατος οὐκ ἔχει ἐξουσίαν , ἀλλ ' ἔσονται ἱερεῖς τοῦ θεοῦ καὶ
7814366 σκομβροι
θρυαλλίδ ' , ἢν δέῃ . μαινίδες . . . σκόμβροι , κοχλίαι , κορακῖνοι ἅλα δᾷδας ἐπιθυμήματα ἡμίπλεκτοι μετάκερας
τοῦ θεοῦ . ἀμὴν λέγω ὑμῖν , ὃς ἂν μὴ δέξηται τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ ὡς παιδίον , οὐ μὴ
ὅτι σοι πεπρωμένον ἐστίν . ὅτι ἐν Ἐλευσῖνι ψῆτται καὶ σκόμβροι πολλοί . βατίς . βάτραχος . βάτος βατίδος καὶ
εἰρήνη ὑμῶν πρὸς ὑμᾶς ἐπιστραφήτω . καὶ ὃς ἂν μὴ δέξηται ὑμᾶς μηδὲ ἀκούσῃ τοὺς λόγους ὑμῶν , ἐξερχόμενοι ἔξω
7812554 Πιστεως
τῶν βασιλέων ἁμάρτημα μέγα δοκεῖ τοῖς ἄλλοις . Πιστοὶ ] Πίστεως ἄξιοι . Ὀργᾷ ] Ἤγουν προθυμίᾳ καὶ γνώμῃ .
Εἰπὸν ἡμῖν πότε ταῦτα ἔσται , καὶ τί τὸ σημεῖον ὅταν μέλλῃ ταῦτα συντελεῖσθαι πάντα . ὁ δὲ Ἰησοῦς ἤρξατο
καὶ πιστῶν καὶ εὐόρκων : ἱδρύσαντο γὰρ οἱ Ἀττικοὶ ἱερὸν Πίστεως . Ἀττικὸς μάρτυρ : ἐπὶ τοῦ πιστοτάτου καὶ ἀληθεστάτου
ἄρα ἔφθασεν ἐφ ' ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ . ὅταν ὁ ἰσχυρὸς καθωπλισμένος φυλάσσῃ τὴν ἑαυτοῦ αὐλήν , ἐν
7811292 λειοβατος
ἐστιν ἀνθρώποις ὁ νοῦς . Κἂν ᾖ γαλεός , κἂν λειόβατος , κἂν ἔγχελυς . Ἐν τρισὶν πληγαῖς ἀπηδέσθη τὸ
ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου , ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων ἐν αὐτῷ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον . Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν
, φησί , μνημονεύειν δύναμαι πολυτελῆ τὴν ἀποδημίαν ἔχων . λειόβατος . οὗτος καλεῖται καὶ ῥίνη . ἔστι δὲ λευκόσαρκος
πατρός μου , ἵνα πᾶς ὁ θεωρῶν τὸν υἱὸν καὶ πιστεύων εἰς αὐτὸν ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον , καὶ ἀναστήσω αὐτὸν
7809794 σμινυη
μακέλη , ἀξίνη , λίστρον , πλόκανον , θρῖναξ , σμινύη , πτύον ἢ πτέον : καὶ λικμητηρὶς δὲ καλεῖται
ἀληθής ἐστιν , κἀγὼ ἃ ἤκουσα παρ ' αὐτοῦ ταῦτα λαλῶ εἰς τὸν κόσμον . οὐκ ἔγνωσαν ὅτι τὸν πατέρα
γῆς ἐντέρωι , τὴν ? [ δὲ σκαφείου στελεῶι . σμινύη γὰρ σκαφεῖον [ δαντον σμινύην πέλεκυν με [ .
δέξασθέ με , ἵνα κἀγὼ μικρόν τι καυχήσωμαι . ὃ λαλῶ οὐ κατὰ κύριον λαλῶ , ἀλλ ' ὡς ἐν
7808302 παιδερασται
δὲ καὶ Τρίβαλλοι καὶ Κένταυροι . . Κηδωνίδην ] οὗτοι παιδερασταί , ἐπωνυμίας ἔχοντες ἄγριοι καὶ Τριβαλλοὶ καὶ Κένταυροι .
. τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ; θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ
τοὺς ἀγρίους , Κηδωνίδην καὶ Αὐτοκλείδην καὶ Θέρσανδρον . “ παιδερασταί τινες ἦσαν οὗτοι σφοδροί . Κηκίς : βάμμα τι
ἵνα μὴ γένηται χειμῶνος : ἔσονται γὰρ αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι θλῖψις οἵα οὐ γέγονεν τοιαύτη ἀπ ' ἀρχῆς κτίσεως ἣν
7806929 φλεγονται
' ἐρατῶν βρίθοντ ' ἀγυιαί , παιδικοί θ ' ὕμνοι φλέγονται . Ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφὸς τό τε πάλαι τό
ὑμῶν λαλεῖν καὶ κρίνειν : ἀλλ ' ὁ πέμψας με ἀληθής ἐστιν , κἀγὼ ἃ ἤκουσα παρ ' αὐτοῦ ταῦτα
δι ' ἐπιστολῆς θυσίαν πέμπεις . δώροις ] θυσίαις . φλέγονται ] λάμπουσι . φαρμασσομένη ] βαπτομένη . χρίματος ]
ἀναστήσω αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ : ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθής ἐστιν βρῶσις , καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθής ἐστιν
7799703 δμηθεντα
Ἀμφὶ δέ μιν θανάτοιο μέλας ἐκιχήσατ ' Ὄλεθρος γαίῃ ὁμῶς δμηθέντα καὶ ἀτρυγέτῳ ἐνὶ πόντῳ . Ὣς δὲ καὶ ἄλλοι
, τὴν εἴσοδον ἡμῶν τὴν πρὸς ὑμᾶς ὅτι οὐ κενὴ γέγονεν , ἀλλὰ προπαθόντες καὶ ὑβρισθέντες καθὼς οἴδατε ἐν Φιλίπποις
ἄντλου πυθομένοιο δυσαέος ἄγριον ὕδωρ . ἀλλ ' ὅτε μιν δμηθέντα πολυτμήτοις ὀδύνῃσιν ἤδη λευγαλέοιο παρὰ προθύροις θανάτοιο μοῖρα φέρῃ
Ἀδὰμ οὐκ ἠπατήθη , ἡ δὲ γυνὴ ἐξαπατηθεῖσα ἐν παραβάσει γέγονεν . σωθήσεται δὲ διὰ τῆς τεκνογονίας , ἐὰν μείνωσιν
7796994 ὑποφατιες
καὶ τῷ διαβαλλομένῳ καὶ τῷ πρὸς ὃν διαβάλλουσιν . διαβολιᾶν ὑποφάτιες : ἑρμηνευταὶ καὶ διάβολοι , παρὰ τὸ φατίζειν καὶ
οὐκ ἀνθρώποις , εἰδότες ὅτι ἕκαστος , ἐάν τι ποιήσῃ ἀγαθόν , τοῦτο κομίσεται παρὰ κυρίου , εἴτε δοῦλος εἴτε
πάλιν κατ ' ἐκείνων πρὸς αὐτοὺς διεξέρχονται . Τὸ δὲ ὑποφάτιες ἀντὶ τοῦ ὑποβολεῖς διαβολιῶν . Ὀργαῖς ἀτενὲς ἀλωπέκων ἴκελοι
ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν , καθὼς γέγραπται , Ἐσκόρπισεν , ἔδωκεν τοῖς πένησιν
7791802 Λεπτα
μάθε . Κριὸς μὲν ἑπτὰ καὶ δέκα μοίρας ἄγει , Λεπτὰ δὲ τριάκοντα σὺν λοιποῖς δύο : Ταῦρός τε μοίρας
τὸ ὄνομα αὐτοῦ , καὶ ἔλεγον ὅτι Ἰωάννης ὁ βαπτίζων ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν , καὶ διὰ τοῦτο ἐνεργοῦσιν αἱ δυνάμεις
δύο : Ταῦρός τε μοίρας εἴκοσί τε καὶ μίαν , Λεπτὰ δὲ πάλιν ἐννέα τε καὶ δέκα : Οἱ Δίδυμοι
κατὰ τὰς γραφάς , καὶ ὅτι ἐτάφη , καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ κατὰ τὰς γραφάς , καὶ
7789735 αἰφνιδιοι
πολέμιος ὢν κατεῖχε , πλεῦσαι . καὶ προσβαλόντες τῇ Ἰάσῳ αἰφνίδιοι καὶ οὐ προσδεχομένων ἀλλ ' ἢ Ἀττικὰς τὰς ναῦς
Ἰησοῦ Χριστοῦ , δι ' οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ κόσμῳ . οὔτε γὰρ περιτομή τί ἐστιν οὔτε ἀκροβυστία ,
, εἰ δ ' ἐν ἀποκλίματι , γίνονται ἀρρωστίαι καὶ αἰφνίδιοι θάνατοι , εἰ δὲ κινεῖται ἀπὸ δυσμῶν ἐπ '
ἐστιν ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ζωὴν διδοὺς τῷ κόσμῳ . Εἶπον οὖν πρὸς αὐτόν , Κύριε , πάντοτε
7788953 Δειλον
. Μύες μέντοι καὶ γαλαῖ τρύζοντες χειμῶνα ἰσχυρὸν σημαίνουσι . Δειλὸν δὲ ὁ μῦς , καὶ κτύπον φοβεῖται , καὶ
οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ θεός , τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν . ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς
εἶ αὐτῆς τῆς δειλίας : ἐπὶ τῶν σφόδρα δειλῶν . Δειλὸν ὁ Πλοῦτος : παρόσον οἱ πλούσιοι τὰς οἰκίας ἀσφαλίζονται
καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη : πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν , ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ
7788100 Ἀνθεμους
ἑτέρα τοῦ Πόντου ἔστι καὶ Ἰταλίας ἄλλη . . . Ἀνθεμοῦς : πόλις Μακεδονίας , ἀπὸ Ἀνθεμοῦντος . Ἀνθεμούσιος καὶ
ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως καὶ τοῖς προφήταις καὶ ψαλμοῖς περὶ ἐμοῦ . τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς
ἀπαγορεύων αὐτοῖς τὴν ἱερὰν ταῖν θεαῖν ὀργάδα μὴ ἐπεργάζεσθαι . Ἀνθεμοῦς : πόλις Μακεδονικὴ , καὶ οἱ ἀπ ' αὐτῆς
κύριος εἶπεν , Θάρσει , ὡς γὰρ διεμαρτύρω τὰ περὶ ἐμοῦ εἰς Ἰερουσαλὴμ οὕτω σε δεῖ καὶ εἰς Ῥώμην μαρτυρῆσαι
7787753 Προχυτη
, πρόσγειοι δὲ Αἰθαλία τε καὶ Πλανασία καὶ Πιθηκοῦσσα καὶ Προχύτη καὶ Καπρίαι καὶ Λευκωσία καὶ ἄλλαι τοιαῦται . ἐπὶ
ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν , ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα θεοῦ γενέσθαι , τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ , οἳ
ταύτης τὸ ἐθνικὸν Προυσαεύς , ὡς τῆς Νῦσα Νυσαεύς . Προχύτη , νῆσος Σικελίας . τὸ ἐθνικὸν Προχυταῖος . Πρυμνησία
ἔσπευδεν γὰρ εἰ δυνατὸν εἴη αὐτῷ τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα . Ἀπὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς
7787186 διοποι
ἀδίοπον : ἄναρχον καὶ ἀφύλακτον : ἀπὸ τοῦ διέπω , δίοποι γὰρ λέγονται οἱ τῆς νεὼς φύλακες . . .
αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας , καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα μόνον ἅψωνται τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ : καὶ ὅσοι
πολλοῖς ἅρμασιν ὁ Μητραγαθὴς ὁ Ἀρκεύς τε ἀγαθὸς , ἡγεμόνες δίοποι καὶ διέποντες καὶ οἰκονομοῦντες αὐτοὺς , καὶ αἱ πλούσιαι
ὥρα καὶ ἐλήλυθεν ἵνα σκορπισθῆτε ἕκαστος εἰς τὰ ἴδια κἀμὲ μόνον ἀφῆτε : καὶ οὐκ εἰμὶ μόνος , ὅτι ὁ
7785271 θερμετο
οὕτω καταστερισθῆναι τὰς Πληιάδας τὸν Ὠρίωνα φευγούσας . τὸ δὲ θέρμετο ἀντὶ τοῦ ἐθερμαίνετο . ὅτι χαλκόποδες οἱ ταῦροι καὶ
κόσμου ἐπιζητοῦσιν : ὑμῶν δὲ ὁ πατὴρ οἶδεν ὅτι χρῄζετε τούτων . πλὴν ζητεῖτε τὴν βασιλείαν αὐτοῦ , καὶ ταῦτα
ξύλα δαῖον ἑλόντες . γάστρην μὲν τρίποδος πῦρ ἄμφεπε , θέρμετο δ ' ὕδωρ : αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ
προσδαπανήσῃς ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι . τίς τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς
7783448 ἀρρητοι
βροτοὶ ἄνδρες ὁμῶς ἄφατοί τε φατοί τε ῥητοί τ ' ἄρρητοί τε , Διὸς μεγάλοιο ἕκητι : ῥέα μὲν γὰρ
. καὶ ἀναστενάξας τῷ πνεύματι αὐτοῦ λέγει , Τί ἡ γενεὰ αὕτη ζητεῖ σημεῖον ; ἀμὴν λέγω ὑμῖν , εἰ
ἄνδρες ὁμῶς ἄφατοί τε φατοί τε , ῥητοί τ ' ἄρρητοί τε Διὸς μεγάλοιο ἕκητι . ῥέα μὲν γὰρ βριάει
Τῶν δὲ ὄχλων ἐπαθροιζομένων ἤρξατο λέγειν , Ἡ γενεὰ αὕτη γενεὰ πονηρά ἐστιν : σημεῖον ζητεῖ , καὶ σημεῖον οὐ
7780741 χελλωνες
ἄρχονται μέν , φησί , κύειν τῶν κεστρέων οἱ μὲν χελλῶνες Ποσειδεῶνος μηνὸς καὶ ὁ σαργὸς καὶ ὁ μύξος καλούμενος
τῷ ψεύδει , ἵνα κριθῶσιν πάντες οἱ μὴ πιστεύσαντες τῇ ἀληθείᾳ ἀλλὰ εὐδοκήσαντες τῇ ἀδικίᾳ . Ἡμεῖς δὲ ὀφείλομεν εὐχαριστεῖν
γὰρ οἳ μὲν κέφαλοι , οἳ δὲ κεστρεῖς , ἄλλοι χελλῶνες , οἳ δὲ μυξῖνοι . ἄριστοι δ ' εἰσὶν
οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου . ἁγίασον αὐτοὺς ἐν τῇ ἀληθείᾳ : ὁ λόγος ὁ σὸς ἀλήθειά ἐστιν . καθὼς
7778453 ὡπλιζετο
δέχεσθε φιλίως τοὺς ἄνδρας . Ὁ μὲν δὴ Ὑστάσπας ἀπιὼν ὡπλίζετο : οἱ δ ' ὑπηρέται ἤλαυνον εὐθὺς ὡς ἐκέλευσεν
ἡμέρας τὸ αὐτὸ κάλυμμα ἐπὶ τῇ ἀναγνώσει τῆς παλαιᾶς διαθήκης μένει μὴ ἀνακαλυπτόμενον , ὅτι ἐν Χριστῷ κα - ταργεῖται
τὸν καινὸν λαβὼν πρὸς δεῖπνα θυσίας θ ' ἃς θεοῖς ὡπλίζετο , Ξοῦθος μὲν ὤιχετ ' ἔνθα πῦρ πηδᾶι θεοῦ
θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ , ὅτι σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει : καὶ οὐ δύναται ἁμαρτάνειν , ὅτι ἐκ τοῦ
7778290 Σιληνοι
τούτους ἐπορεύοντο ὄνων ἶλαι πέντε , ἐφ ' ὧν ἦσαν Σιληνοὶ καὶ Σάτυροι ἐστεφανωμένοι . τῶν δὲ ὄνων οἳ μὲν
παροιμίαις λελάληκα ὑμῖν : ἔρχεται ὥρα ὅτε οὐκέτι ἐν παροιμίαις λαλήσω ὑμῖν ἀλλὰ παρρησίᾳ περὶ τοῦ πατρὸς ἀπαγγελῶ ὑμῖν .
οἳ δὲ μίλτῳ καὶ χρώμασιν ἑτέροις . μεθ ' οὓς Σιληνοὶ δύο ἐν πορφυραῖς χλανίσι καὶ κρηπῖσι λευκαῖς . εἶχε
με πατὴρ αὐτός μοι ἐντολὴν δέδωκεν τί εἴπω καὶ τί λαλήσω . καὶ οἶδα ὅτι ἡ ἐντολὴ αὐτοῦ ζωὴ αἰώνιός
7775453 Σκιαθιος
γαλῆν λέγειν ὁρῶ . Οἶνος κοκκύζει τοῖς ὁδοιπόροις πιεῖν μέλας Σκιάθιος ἴσον ἴσῳ κεκραμένος . Τί ὅτι ὥσπερ οἱ σταδιοδρόμοι
λαμβάνων ἄν τινα πέμψω ἐμὲ λαμβάνει , ὁ δὲ ἐμὲ λαμβάνων λαμβάνει τὸν πέμψαντά με . Ταῦτα εἰπὼν ὁ Ἰησοῦς
τὸν Σκιάθιον ἐπαινεῖ : οἶνος κοχύζει τοῖς ὁδοιπόροις πιεῖν μέλας Σκιάθιος , ἴσον ἴσῳ κεκραμένος . Ἀχαιὸς δὲ τὸν Βίβλινον
ψῆφον ὄνομα καινὸν γεγραμμένον ὃ οὐδεὶς οἶδεν εἰ μὴ ὁ λαμβάνων . Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Θυατίροις ἐκκλησίας γράψον
7773164 δολιευεσθαι
δόλιος καὶ οὐ φανερὸς ὀργήν . σισυφίζειν : πανουργεύεσθαι καὶ δολιεύεσθαι καὶ δολίως τι πράττειν . σύγκλυδες : σύλλεκτοι καὶ
ζῶντας καὶ τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα δικαιοσύνης τῷ θεῷ : ἁμαρτία γὰρ ὑμῶν οὐ κυριεύσει , οὐ γάρ ἐστε ὑπὸ
εἶπε τἀπόφθεγμα . Κερκωπίζειν : ἀντὶ τοῦ , ἀπατᾷν καὶ δολιεύεσθαι : μετήνεκται δὲ ἀπὸ τῶν Κερκώπων οὕτω λεγομένων ἀνδρῶν
οἴδατε ὅτι ἐκεῖνος ἐφανερώθη ἵνα τὰς ἁμαρτίας ἄρῃ , καὶ ἁμαρτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν . πᾶς ὁ ἐν αὐτῷ
7769610 ἀνακαλπαζει
αἰκάλλειν . ἁμάρτια ἀμβλώψ , ἀμβλωπόϲ . ἀμφίδρομοϲ πορθμόϲ . ἀνακαλπάζει . ἀναπλήϲαϲ . βόα νῦν ἀντίδουπά μοι . Πλάτωνοϲ
ἐστιν . ἀπὸ δὲ τῶν ἡμερῶν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ ἕως ἄρτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται , καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν
σημαίνει δὲ τὸ οἷον πρόσκειται ἰσχυρῶς . . , . ἀνακαλπάζει : τινὲς μὲν ὡς οὐ δόκιμον ἐφυλάξαντο τὴν φωνήν
εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν , ἀνάθεμα ἔστω . ὡς προειρήκαμεν , καὶ ἄρτι πάλιν λέγω , εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ '
7764324 Ἀμπελωνας
δὲ τῶν κακοποιῶν τις ἐπίδῃ ἀνυπερθέτως τὸ τοιοῦτον συμβήσεται . Ἀμπελῶνας δὲ καὶ κήπους ἐν Ἰχθύσι καὶ Καρκίνῳ καὶ Ὑδροχόῳ
ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό ; καὶ εἶπεν αὐτοῖς , Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν
καὶ τῶν κακοποιῶν τις ἐπίδῃ ἀδηρίτως τὸ τοιοῦτον συμβήσεται . Ἀμπελῶνας δὲ καὶ κήπους ἐν Ἰχθύσιν , Καρκίνῳ , Ὑδροχόῳ
τοῦ χοϊκοῦ , φορέσομεν καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου . Τοῦτο δέ φημι , ἀδελφοί , ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα
7764031 Φειδιππιδιον
ἂν ἥδιστ ' αὐτὸν ἐπεγείραιμι ; πῶς ; Φειδιππίδη , Φειδιππίδιον . τί , ὦ πάτερ ; κύσον με καὶ
δύναται τοῦτο παρελθεῖν ἐὰν μὴ αὐτὸ πίω , γενηθήτω τὸ θέλημά σου . καὶ ἐλθὼν πάλιν εὗρεν αὐτοὺς καθεύδοντας ,
. νοσούντων οὕτω : διὸ . . . ἐπήγαγεν . Φειδιππίδιον : τὸ ὑποκορίζεσθαι φιλούντων ἔθος . κολακεύει δὲ νῦν
τοῦτο τὸ ποτήριον ἀπ ' ἐμοῦ : πλὴν μὴ τὸ θέλημά μου ἀλλὰ τὸ σὸν γινέσθω . καὶ ἀναστὰς ἀπὸ
7763827 Οἰνηιδος
καὶ Πύλῳ . τὸ ἐθνικὸν Πρωταῖος . Πτελέα , δῆμος Οἰνηίδος φυλῆς . ὁ δημότης Πτελεάσιος . τὰ τοπικὰ Πτελέαθεν
ἐραυνᾷ , καὶ τὰ βάθη τοῦ θεοῦ . τίς γὰρ οἶδεν ἀνθρώπων τὰ τοῦ ἀνθρώπου εἰ μὴ τὸ πνεῦμα τοῦ
. . : Λουσιεύς . . . Δῆμός ἐστι τῆς Οἰνηίδος Λουσία , ἀφ ' οὗ ὁ δημότης Λουσιεύς ,
τῇ πολυλογίᾳ αὐτῶν εἰσακουσθήσονται . μὴ οὖν ὁμοιωθῆτε αὐτοῖς , οἶδεν γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὧν χρείαν ἔχετε πρὸ τοῦ
7763773 τορυνη
γράφεται : οἷον , δελφύνη : αἰσχύνη : χελύνη : τορύνη : ὀδύνη : Ταμύνη : σιγύνη : κορύνη .
ἐμοὶ βοηθός , [ καὶ ] οὐ φοβηθήσομαι : τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος ; Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν , οἵτινες
. ἔτνος εἶδος ὀσπρίου , ὅ τινες καλοῦσι πισσάριον . τορύνη δὲ τὸ ταρακτήριον . ►τὸ πρέπον δοκήσει καλὸν ποιεῖ
εἶπεν , Μὴ κωλύετε αὐτόν , οὐδεὶς γάρ ἐστιν ὃς ποιήσει δύναμιν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου καὶ δυνήσεται ταχὺ κακολογῆσαί
7762735 ἐκκλησιαζον
ἔνδηλον εἴη , οἱ Φλειάσιοι ἐν τῷ φανερῷ τοῖς ἔξω ἐκκλησίαζον : ὁ μέντοι Ἀγησίλαος πρὸς τοῦτο ἀντεμηχανήσατο . ὁπότε
αἰῶνα . Παιδία , ἐσχάτη ὥρα ἐστίν , καὶ καθὼς ἠκούσατε ὅτι ἀντίχριστος ἔρχεται , καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν
ψήφων . πυκνίτης : πνὺξ τόπος Ἀθήνησιν ἔνθα ἔστιν ὅτε ἐκκλησίαζον οἱ Ἀθηναῖοι . Γ πυκνίτης : πνὺξ τόπος ἐν
κυρίου . ἰδοὺ μακαρίζομεν τοὺς ὑπομείναντας : τὴν ὑπομονὴν Ἰὼβ ἠκούσατε , καὶ τὸ τέλος κυρίου εἴδετε , ὅτι πολύσπλαγχνός
7760404 πληθυουσιν
μὲν ἐν Κανώβῳ πολλαὶ καὶ ὑπὸ τὴν τοῦ Νείλου ἀνάβασιν πληθύουσιν . ὧν λεπτότεραι μέν εἰσιν αἱ βασιλικαὶ διαχωρητικαί τε
ὁ γὰρ νόμος ὀργὴν κατεργάζεται : οὗ δὲ οὐκ ἔστιν νόμος , οὐδὲ παράβασις . διὰ τοῦτο ἐκ πίστεως ,
: οἱ δὲ ποταμοὶ ἑτέρωθεν τοῖς θυμιάμασι καὶ τοῖς ἀρώμασι πληθύουσιν , αὐτοί τε οἱ κατοικοῦντες λίαν εὐτραφῆς γῆν ἔχοντες
λαοῦ : τοῦτο γὰρ ἐποίησεν ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας . ὁ νόμος γὰρ ἀνθρώπους καθίστησιν ἀρχιερεῖς ἔχοντας ἀσθένειαν , ὁ λόγος
7760230 σκωπτομενοι
ἀκαρῆ : οὐδὲ βραχὺ οὐδὲ κατὰ τὸ τυχόν . Γ σκωπτόμενοι δ ' ἂν : ὅτι τῷ σκώπτειν ὁμοίως ἡμῖν
τοῦ θανάτου ἐσχήκαμεν , ἵνα μὴ πεποιθότες ὦμεν ἐφ ' ἑαυτοῖς ἀλλ ' ἐπὶ τῷ θεῷ τῷ ἐγείροντι τοὺς νεκρούς
τὸ αἰξωνεύεσθαι ἤγουν κακολογεῖν . [ Αἰξωνεῖς γὰρ δημόται Ἀττικοὶ σκωπτόμενοι ὡς κακολόγοι , καθὰ καὶ οἱ Σφήττιοι ἐπὶ ἀγριότητι
: ἀλλὰ αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς ἑαυτοὺς μετροῦντες καὶ συγκρίνοντες ἑαυτοὺς ἑαυτοῖς οὐ συνιᾶσιν . ἡμεῖς δὲ οὐκ εἰς τὰ ἄμετρα
7759282 μεταλλακτος
ἐνηλλαγμένος . θ μεταλλακτὸς ] + διά τινος χρόνου . μεταλλακτὸς ] ἴσως ἀλλοιωθείη ἄν . Ξ ἴσως ] τάχα
πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ θεοῦ . αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις , ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν
ἔχουσιν . . λήματος ἀντροπαίᾳ ] φρονήματος μεταβολῇ . χρονίᾳ μεταλλακτὸς ] μετὰ ταῦτα ἐνηλλαγμένος . . θαλερωτέρῳ ] ἡμερωτέρῳ
κύριος : εἴ τις ἀδελφὸς γυναῖκα ἔχει ἄπιστον , καὶ αὕτη συνευδοκεῖ οἰκεῖν μετ ' αὐτοῦ , μὴ ἀφιέτω αὐτήν
7756578 Αὐλη
. βοῶ . Αὔω : πνέω : ἐξ οὗ καὶ Αὐλή . Εὔβοια : ὄνομα πόλεως . Εὔμηλος : ἡ
λόγου καὶ ὀνομάτων καὶ νόμου τοῦ καθ ' ὑμᾶς , ὄψεσθε αὐτοί : κριτὴς ἐγὼ τούτων οὐ βούλομαι εἶναι .
στρατόν , . , , . , . . . Αὐλή : ὁ περιτετειχισμένος καὶ ὕπαιθρος τόπος , οἷον :
. καὶ λέγει αὐτῷ , Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν , ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ θεοῦ ἀναβαίνοντας
7752932 κοτυλος
ὁμωνύμως τὸ ἀγγεῖον τῷ ὑγρῷ . . . . , κότυλος . . . . ἐνίσσων : ὅτι ἀντὶ τοῦ
ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς , Πορευθέντες ἀπαγγείλατε Ἰωάννῃ ἃ ἀκούετε καὶ βλέπετε : τυφλοὶ ἀναβλέπουσιν καὶ χωλοὶ περιπατοῦσιν ,
δὲ ποτήριον Ἴων ἐκάλεσεν . ἔστι δέ τι καὶ ὁ κότυλος Διονυσιακὸν ἔκπωμα , ὥσπερ καὶ ὁ κοτυλίσκος . ὁ
ἐξ αὐτῶν , Δαιμόνιον ἔχει καὶ μαίνεται : τί αὐτοῦ ἀκούετε ; ἄλλοι ἔλεγον , Ταῦτα τὰ ῥήματα οὐκ ἔστιν
7751133 δυσφιλες
τοιάδε τόλμα : θῆλυς ἄρσενος φονεύς : ἔστιντί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμ ' ἄν ; ἀμφίσβαιναν , ἢ Σκύλλαν
ἐσθίει , καὶ εὐχαριστεῖ τῷ θεῷ . οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν ἑαυτῷ ζῇ , καὶ οὐδεὶς ἑαυτῷ ἀποθνῄσκει : ἐάν τε
Κλυταιμνήστρας . λαθραίου ] κεκρυμμένης . νιν ] αὐτήν . δυσφιλὲς ] ἤγουν μισητόν . δάκος ] θηρίον . σημείωσαι
ἀπὸ τῆς μάστιγος . καὶ εὐθὺς ὁ Ἰησοῦς ἐπιγνοὺς ἐν ἑαυτῷ τὴν ἐξ αὐτοῦ δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἐπιστραφεὶς ἐν τῷ ὄχλῳ
7749907 πεφρικαν
τὸ ἐσχάζοσαν καὶ εἴποσαν καὶ τὰ ὅμοια . τὸ δὲ πέφρικαν ἀντὶ τοῦ πεφρίκασι . καὶ Ὅμηρος ἔφριξε δὲ μάχη
πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως , ἐλέγετε ἂν τῇ συκαμίνῳ [ ταύτῃ ] , Ἐκριζώθητι καὶ φυτεύθητι ἐν τῇ θαλάσσῃ :
ἠιόνες ἢ προσγεγραμμένον καὶ ἀνεκφώνητον ἢ ἐκφωνούμενον δίχα προσγεγραμμένης . πέφρικαν ἀντὶ τοῦ πεφρίκασι καὶ πεπύκνωνται . τὸ δὲ πέφρικαν
καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου , ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ . εἶπεν δὲ Ἀβραάμ , Τέκνον , μνήσθητι ὅτι
7747182 Ταρτησια
ὡς καὶ τὸ νίτρον λίτρον . . . . . Ταρτησία μύραινα : Μύραινα , δαίμων φοβερά : παρὰ τὸ
ἄνω Ἰερουσαλὴμ ἐλευθέρα ἐστίν , ἥτις ἐστὶν μήτηρ ἡμῶν : γέγραπται γάρ , Εὐφράνθητι , στεῖρα ἡ οὐ τίκτουσα :
γέρων : ἐπὶ τῶν δι ' ἀσθένειαν ἡσυχαζόντων . Γαλῆ Ταρτησία : ὡς μεγάλων ἐκεῖ γινομένων . Γλαὺξ ἵπταται :
οὐκ ἔστιν γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ : ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς
7745621 Ὑπερβολῳ
ὁ ἐπιλαχὼν αὐτῷ . ὑποφαίνεται δὲ ταῦτα ἐν τῷ Πλάτωνος Ὑπερβόλῳ . Ἐπιμελητὴς τῶν μυστηρίων : παρ ' Ἀθηναίοις ὁ
, εἴτε Παῦλος εἴτε Ἀπολλῶς εἴτε Κηφᾶς εἴτε κόσμος εἴτε ζωὴ εἴτε θάνατος εἴτε ἐνεστῶτα εἴτε μέλλοντα , πάντα ὑμῶν
Ἑρμῆ , χειραγωγῶν : ἐπεὶ ἤν γε ἀπολίπῃς με , Ὑπερβόλῳ τάχα ἢ Κλέωνι ἐμπεσοῦμαι περινοστῶν . ἀλλὰ τίς ὁ
καὶ κερδήσομεν : οἵτινες οὐκ ἐπίστασθε τῆς αὔριον ποία ἡ ζωὴ ὑμῶν . ἀτμὶς γάρ ἐστε πρὸς ὀλίγον φαινομένη ,
7743784 ἑρμαφροδιτος
καὶ ] ἡμίανδρος καὶ ἡμιγύναιξ καὶ διγενὴς καὶ θηλυδρίας καὶ ἑρμαφρόδιτος καὶ ἴθρις , οὗ ἡ ἰσχὺς τεθέρισται . Ἱππῶναξ
χρείαν ἔχετε πρὸ τοῦ ὑμᾶς αἰτῆσαι αὐτόν . Οὕτως οὖν προσεύχεσθε ὑμεῖς : Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ,
θέσις . Ὀργίσας . μαλάξας . Ἀνδρόγυνος . ἄνανδρος , ἑρμαφρόδιτος . Ἐνάριες . οἱ ὁπλῖται . Τόρνον . τὸ
ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι μετ ' ἐμοῦ ; γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε , ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν : τὸ μὲν
7742886 Φαρσαλιοι
ὡς δὲ τὰ πιστὰ ἔδοσαν ἀλλήλοις , εὐθὺς μὲν οἱ Φαρσάλιοι εἰρήνην ἦγον , ταχὺ δὲ ὁ Ἰάσων ὁμολογουμένως ταγὸς
πατρός μου τετήρηκα καὶ μένω αὐτοῦ ἐν τῇ ἀγάπῃ . Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ ἐν ὑμῖν
τοὺς Πέρσας , ζηλώσαντας τὴν τούτων τρυφὴν καὶ πολυτέλειαν . Φαρσάλιοι δέ , φησίν , ἀνθρώπων ἀργότατοι καὶ πολυτελέστατοι ,
καὶ λήμψεσθε , ἵνα ἡ χαρὰ ὑμῶν ᾖ πεπληρωμένη . Ταῦτα ἐν παροιμίαις λελάληκα ὑμῖν : ἔρχεται ὥρα ὅτε οὐκέτι
7742707 ἐρειψιτοιχοι
. ἐρειψίτοιχοι ] οἱ καταβάλλοντες . ἐρειψίτοιχοι ] καταβολεῖς . ἐρειψίτοιχοι ] καταβληταί . ἐρειψίτοιχοι ] οἱ ῥίψαντες . ἐρειψίτοιχοι
ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου : μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε . καὶ προελθὼν μικρὸν ἔπιπτεν ἐπὶ τῆς γῆς ,
ἐρειψίτοιχοι ] ὄλεθροι , πορθηταί θ ἐρειψίτοιχοι ] ὀλέθριοι . ἐρειψίτοιχοι ] καταβληταί , ἀνατραπεῖς . Ξ πικρὰς μοναρχίας :
ἐν τῷ μύλῳ , μία παραλαμβάνεται καὶ μία ἀφίεται . γρηγορεῖτε οὖν , ὅτι οὐκ οἴδατε ποίᾳ ἡμέρᾳ ὁ κύριος
7738787 Τρηρος
Κόσας ῥεῖ ποταμός , Φαβρατερία , παρ ' ἣν ὁ Τρῆρος ῥεῖ , Ἀκουῖνον μεγάλη πόλις , παρ ' ἣν
ὑμᾶς , καὶ ἐκωλύθην ἄχρι τοῦ δεῦρο , ἵνα τινὰ καρπὸν σχῶ καὶ ἐν ὑμῖν καθὼς καὶ ἐν τοῖς λοιποῖς
. Ἑκαταῖος Τρεμίλας αὐτοὺς καλεῖ ἐν τετάρτῳ τῶν γενεαλογιῶν . Τρῆρος , χωρίον Θρᾴκης , καὶ Τρῆρες Θρᾴκιον ἔθνος .
ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται : πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται . Καὶ ἐπηρώτων
7735590 συνεστραφησαν
δαιμονίων ἐπταικότων περὶ τὰς Θήβας , οἱ μὲν Βοιωτοὶ θαρρήσαντες συνεστράφησαν , καὶ κοινὴν συμμαχίαν ποιησάμενοι , δύναμιν ἀξιόλογον συνεστήσαντο
τὸ συμφέρον . ᾧ μὲν γὰρ διὰ τοῦ πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας , ἄλλῳ δὲ λόγος γνώσεως κατὰ τὸ αὐτὸ
γὰρ ἀπ ' αὐτῶν πλὴν ὀλίγων ἅπαντες οἱ σύμμαχοι , συνεστράφησαν δὲ αἱ τῶν πολεμίων δυνάμεις καὶ πλησίον ποιησάμενοι παρεμβολὰς
περιπατεῖτε πρὸς τοὺς ἔξω , τὸν καιρὸν ἐξαγοραζόμενοι . ὁ λόγος ὑμῶν πάντοτε ἐν χάριτι , ἅλατι ἠρτυμένος , εἰδέναι
7732706 Μακροκεφαλοι
τούτῳ τῷ μηνὶ ὁ ἀὴρ ταράττεται καὶ μεταβολὴν ἴσχει . Μακροκέφαλοι : Ἀντιφῶν ἐν τῷ περὶ ὁμονοίας . ἔθνος ἐστὶν
; καὶ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσιν τὰ ἴσα . πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν
. ἐν τῶι Περὶ ὁμονοίας . ἔθνος ἐστὶ Λιβυκόν . Μακροκέφαλοι : Ἀ . ἐν τῶι Περὶ ὁμονοίας . ἔθνος
ἀποτελῶ σήμερον καὶ αὔριον , καὶ τῇ τρίτῃ τελειοῦμαι . πλὴν δεῖ με σήμερον καὶ αὔριον καὶ τῇ ἐχομένῃ πορεύεσθαι
7731619 φαρμακεις
συνήρπασε , καὶ κατέγνω θάνατον . ἀποθνήισκουσι δ ' οἱ φαρμακεῖς ἐν Πέρσαις κατὰ νόμον οὕτως : λίθος ἐστὶ πλατύς
ἐστιν ὁ κληρονόμος : δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν , καὶ ἡμῶν ἔσται ἡ κληρονομία . καὶ λαβόντες ἀπέκτειναν αὐτόν , καὶ
δὲ εὐωνύμους τριάκοντα δύο . Γόητες δὲ ἦσαν , καὶ φαρμακεῖς , καὶ δημιουργοὶ σιδήρου λέγονται πρῶτοι καὶ μεταλλεῖς γενέσθαι
κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν . οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν : ἀλλ ' ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν
7731581 ψωμοκολαξ
ψωμοκόλαξ κεῖται παρὰ Ἀντιφάνει : ψίθυρός τ ' ἐκαλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ . καὶ Σαννυρίων : ποῖ φθείρεσθ ' ἐπίτριπτοι ψωμοκόλακες
τις ὑμᾶς καταδουλοῖ , εἴ τις κατεσθίει , εἴ τις λαμβάνει , εἴ τις ἐπαίρεται , εἴ τις εἰς πρόσωπον
καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει . Ψίθυρός τε καλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ . Τότε μὲν σου κατεκοττάβιζον , νυνὶ δέ σου
ἐμά ἐστιν : διὰ τοῦτο εἶπον ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λαμβάνει καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν . Μικρὸν καὶ οὐκέτι θεωρεῖτέ με
7731346 Κνιδης
μετ ' ὠοῦ καὶ ὀλίγου ῥοδίνου κατάχριε . Ἄλλο . Κνίδης σπέρμα καὶ καλιὰν χελιδόνων λεάνας μεθ ' ἑψήματος ἐπίχριε
ἀλλὰ ἐν ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ . [ Καὶ ] ἐν τούτῳ γνωσόμεθα ὅτι ἐκ τῆς ἀληθείας ἐσμέν , καὶ ἔμπροσθεν
μίαν ὥραν τῆς ἐπισημασίας . [ Πρὸς κυνοδήκτους . ] Κνίδης σπέρμα καταπλασσόμενον , ἢ πρασίας μελαίνης τὰ φύλλα καταπλασσόμενα
τοῦ Ἰησοῦ , ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς : νεύει οὖν τούτῳ Σίμων Πέτρος πυθέσθαι τίς ἂν εἴη περὶ οὗ λέγει
7729871 συμφωνουμεν
τυγχάνει ἔχοντα ἀπέσταλκά σοι . περὶ δὲ τῆς φυλακῆς ἀμφότεροι συμφωνοῦμεν , ὥστε οὐδὲν δεῖ παρακελεύεσθαι . ἔρρωσο . “
φυλάττοντες κρίσιν καὶ ποιοῦντες δικαιοσύνην ἐν παντὶ καιρῷ . καὶ μακάριός ἐστιν ὁ οἶκος ὅπου κεῖται ἡ διάθεσις αὕτη ,
ἔξεστι λαμβάνειν ἐξετάζοντας εἰ καλὰ φρονοῦμεν , καὶ βασανίζειν εἰ συμφωνοῦμεν : λόγοις πρὸς ἔργα εἰ ὅμοιοί ἐσμεν τοῖς ἀγαθῶς
ἀκούουσιν , καὶ νεκροὶ ἐγείρονται καὶ πτωχοὶ εὐαγγελίζονται : καὶ μακάριός ἐστιν ὃς ἐὰν μὴ σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί . Τούτων
7727906 ἀκαχησω
ὀξύτης τοῦ δόρατος καὶ τοῦ ἔγχους τὸ κοντάριον : ἀκαχῶ ἀκαχήσω ἠκήχηκα ἠκηχημένος . οὔτι : ὡς μηδέ . σιδήρου
ὁ δὲ σπείρων εἰς τὸ πνεῦμα ἐκ τοῦ πνεύματος θερίσει ζωὴν αἰώνιον . τὸ δὲ καλὸν ποιοῦντες μὴ ἐγκακῶμεν ,
. πρόσκειται „ ὑπὲρ τρεῖς συλλαβὰς „ διὰ τὸ ἀκαχῶ ἀκαχήσω ἠκάχημαι ἀκαχημένος . . . . Αἱ εἰς Η
εἷς ἐστιν ὁ ἀγαθός . εἰ δὲ θέλεις εἰς τὴν ζωὴν εἰσελθεῖν , τήρησον τὰς ἐντολάς . λέγει αὐτῷ ,
7726642 δυσαιανη
ἀπώλλυτο στρατὸς δαμασθεὶς ναΐοισιν ἐμβολαῖς . ἴυζ ' ἄποτμον δαΐοις δυσαιανῆ βοάν , ὡς πάντᾳ πᾶν κακῶς † ἔθεσαν :
τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν . Ὅταν δὲ ἴδητε κυκλουμένην ὑπὸ στρατοπέδων Ἰερουσαλήμ , τότε γνῶτε ὅτι ἤγγικεν
. βόα , θρήνησον . ἄποτμον ] ἀθλίαν . . δυσαιανῆ ] γρ . δυσεανῆ , ἤγουν πολυποίκιλον . .
ὅτι ἐγγὺς τὸ θέρος : οὕτως καὶ ὑμεῖς , ὅταν ἴδητε ταῦτα πάντα , γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἐπὶ θύραις
7722288 σκηνικοις
Ἀγωνοθέται καὶ ἀθλοθέται διαφέρει . ἀγωνοθέται μὲν οἱ ἐν τοῖς σκηνικοῖς , ἀθλοθέται δὲ οἱ ἐν τοῖς γυμνικοῖς ἀγῶσιν .
γὰρ Οὐ μοιχεύσεις , Οὐ φονεύσεις , Οὐ κλέψεις , Οὐκ ἐπιθυμήσεις , καὶ εἴ τις ἑτέρα ἐντολή , ἐν
ῥᾳστώνην θηλυδριῶτιν . ἔχαιρε γὰρ μίμοις καὶ θαυματοποιοῖς καὶ πᾶσι σκηνικοῖς ἀθύρμασι , καὶ τοῖς τοιούτοις διημερεύων αἰσχροῖς ἠλόγει πάμπαν
αὐτὴν ἐγάμησεν : ἔλεγεν γὰρ ὁ Ἰωάννης τῷ Ἡρῴδῃ ὅτι Οὐκ ἔξεστίν σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου .
7720908 Ὡσθ
' ἡγεμόνιον . Ἀλλ ' ὁ θεὸς ἤδη βλέπει . Ὥσθ ' ἡγεμόνος οὐδὲν δεησόμεσθ ' ἔτι . Ἐναγώνιος τοίνυν
διακονίαν τῆς καταλλαγῆς , ὡς ὅτι θεὸς ἦν ἐν Χριστῷ κόσμον καταλλάσσων ἑαυτῷ , μὴ λογιζόμενος αὐτοῖς τὰ παραπτώματα αὐτῶν
τοῖς τοιούτοις : συστροφαὶ γὰρ ἐνταῦθα καὶ ἀθροισμὸς πνεύματος . Ὥσθ ' ὅταν ἐκραγῇ καθάπερ πληγὴν ἐποίησεν . Ἰσχυρὸν γὰρ
ὅτι Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον . Ἰησοῦς οὖν γνοὺς ὅτι μέλλουσιν ἔρχεσθαι καὶ ἁρπάζειν

Back