καταπίνομεν : Θεόκριτος : ὡς μέλι τοι γλυκὺ τοῦτο κατὰ βρόχθοιο γένηται . εἴρηται δὲ παρὰ τὸ βρέχω βέβροχα βρόχος | ||
μ ' ἔδονται . ὡς μέλι τοι γλυκὺ τοῦτο κατὰ βρόχθοιο γένοιτο . Εἰπέ μοι , ὦ Κορύδων , τίνος |
τὸ πλῆθος ἐν τῇ Ῥώμῃ , ὡς δοκεῖν προμεμαντευμένον τὸν κωμῳδιοποιὸν Ἀντιφάνην ἐν Στρατιώτῃ ἢ Τύχωνι εἰρηκέναι τάδε : τῶν | ||
ἄριστα εἰρημένου , ὁ Μυρτίλος ἔφη Ἀναξανδρίδην αὐτὸ διακεχλευακέναι τὸν κωμῳδιοποιὸν ἐν Θησαυρῷ λέγοντα οὕτως : ὁ τὸ σκόλιον εὑρὼν |
ἀπὸ τοῦ κλυσμοῦ : οὖρον καθαρὸν , λαμπρόν : κλίσις ὑπτίη , σκέλεα διηνοιγμένα διὰ τὴν ἔκλυσιν : παράπαν ἄγρυπνος | ||
ἐπὴν φάγῃ , σμικρὸν ἐπισχοῦσα , ἀπεμεέτω : καὶ ἀνακλιθεῖσα ὑπτίη , τοῦ πηγάνου ἐχέτω καὶ ἐν τοῖσιν ὠσὶ καὶ |
, ἐπεί σε θύοντα κιχάνω τῷδ ' ἐνὶ χώρῳ , λίσσομ ' ὑπὲρ θυέων καὶ δαίμονος , αὐτὰρ ἔπειτα σῆς | ||
τοι εἴπω σχησέμεν ἐν θυμῷ σύν τε δρήστειρα πέλεσθαι . λίσσομ ' ὑπὲρ μακάρων σέο τ ' αὐτῆς ἠδὲ τοκήων |
ἐχόντων . εἴρηται τὸ πάθος εἴρηται . . . . βρόχθος καὶ βρόχθημα : τὸ ὀλίγον , καταπίνομεν . εἴρηται | ||
γένηται . εἴρηται δὲ παρὰ τὸ βρέχω βέβροχα βρόχος καὶ βρόχθος κατὰ πλεο - νασμόν : τὸ γὰρ πινόμενον βρέχει |
ᾧ κέν μιν μνηστὴν κομέωσι τοκῆες τῷ ἴκελος προπόλοιο κατὰ στίβον ἤιεν ἥρως : καί ῥ ' ὅτε δὴ πυλέων | ||
Ταῦτα εἴπας ἦγε τοὺς Πέρσας δρόμῳ διαβάντας τὸν Ἀσωπὸν κατὰ στίβον τῶν Ἑλλήνων ὡς δὴ ἀποδιδρησκόντων : ἐπεῖχέ τε ἐπὶ |
καὶ τὸ καρβώνια τὰ ἐπικείμενα τοῖς λύχνοις , ὡς παρὰ Καλλιμάχῳ ἐν τῇ Ἑκάλῃ , . . ὁππότε λύχνου Δαιομένου | ||
ἀληθὲς ὑπάρχον , ἐστὶ καὶ πεπηγός . Ἐπιτάξ . παρὰ Καλλιμάχῳ . τὸ ἐπίῤῥημα , παρὰ τὸ ἐπιτάξω , ἀποβολῇ |
παλαιοῦ χλωρᾶς τῆς πόας τὰ φύλλα καὶ ἐπιρρίπτεται . καὶ φοινίσσεται μὲν ἱκανῶς καταλειφθέντα τὰ μέρη , στέλλεται δὲ ῥᾳδίως | ||
γλήνη , ἤτοι κατὰ τὰς κόρας τῆς ἐνωπῆς καὶ ὄψεως φοινίσσεται βάπτει τεθοωμένος : ἤγουν παρωξυμένος , τεταραγμένος . * |
' , ὅς ' ἔμελλε τυχεῖν , ὕπνωι κατὰ δνοφερὰς χαμεύνας ἔφραζον : Γαῖα δὲ τὰν μαντείων ἀφείλετο τιμὰν Φοῖβον | ||
. στιβάδας : ἐπεὶ οἱ στρατιῶται χαμαικοιτοῦσιν . στιβάδας ] χαμεύνας . ἀναγράφεται ὁ Φορμίων δυσὶ ναυμαχίαις νικῆσαι Λακεδαιμονίους στρατηγήσας |
τιν ' ἄλλην μνῆστιν ἔχεν , γλυκερῇ δὲ κατείβετο θυμὸν ἀνίῃ : ὡς δὲ γυνὴ μαλερῷ περὶ κάρφεα χεύατο δαλῷ | ||
φέρειν μακάρων ἐπὶ γαῖαν . Τοὔνεκα καὶ στυγερῇ βεβολημένοι ἦτορ ἀνίῃ μίμνον πὰρ νήεσσιν ἑὸν κατὰ θυμὸν ἄνακτα τὸν μὲν |
κατ ' ἴχνιον , ἠύτ ' ἀῆται νήεσιν ἐσσυμένῃς ὑπὸ λαίφεσιν εἰς ἁλὸς οἶδμα ὄβριμον , ἢ θάμνοισι πυρὸς μένος | ||
ἄλλους ἥρωας Μινύας . ἡ δ ' ἔσσυτο πολλὸν ἐπιπρό λαίφεσιν . ἐς δ ' ἔβαλον μύχατον ῥόον Ἠριδανοῖο , |
ὄσσοισιν ὁρωμένῳ ἀπροτίοπτος , ὃς περὶ πᾶν γαίης τε καὶ ἀτρυγέτου διὰ πόντου ὦκα διηνεκέως δινεύμενος οὐκ ἀπολήγει . Τοῦ | ||
βραδύν . Γενοίμαν αἰετὸς ὑψιπέτας , ὡς ἂν ποταθείην ὑπὲρ ἀτρυγέτου γλαυκᾶς ἐπ ' οἶδμα λίμνας . Ἔοικεν οὐ ψευδαγγελήσειν |
τὰ πάντ ' ἐπιπνεῖ , μέλισσα δ ' οἵα τις πεπόταται . σιγήσατ ' , ὦ γυναῖκες : ἐξειργάσμεθα . | ||
ὑπ ' ἄφρονι λύμᾳ : τοῖον ἐπὶ κνέφας ἀνδρὶ μύσους πεπόταται , καὶ δνοφεράν τιν ' ἀχλὺν κατὰ δώματος αὐδᾶται |
Χαλβάνη ἕψησιν οὐδ ' ὅλως φέρει , ἀλλὰ διὰ τὸ ἀμόλυντον γενέσθαι τὴν ἔμπλαστρον αἴρειν ἀπὸ τοῦ πυρὸς δεῖ καὶ | ||
δίκαιον δὲ ὡς τὴν γνώμην τρέποντα ἐπὶ τὸ καθαρώτατον καὶ ἀμόλυντον . φιλόπολιν : εἰσὶ γάρ τινες οἱ ἐν ταῖς |
πάντες ὅσοι πώποτε ] σημείωσαι , ὑπερβατὸν δέ ἐστι κατὰ παρένθεσιν , ὅ ἐστιν ἐπεμβολή . ἢ ἐγὼ πάσχειν ] | ||
ᾗ τις οὐ μολίσκει , ἵν ' ᾖ ἀμολγῷ κατὰ παρένθεσιν τοῦ γ : „ ἐν νυκτὸς ἀμολγῷ „ , |
ποιητὴν τῶν συμπάντων ὁρᾶν , ἐπ ' ἄκρον εὐδαιμονίας ἴστω προεληλυθώς : οὐδὲν γὰρ ἀνωτέρω θεοῦ , πρὸς ὃν εἴ | ||
περὶ τὴν ἁρμονικὴν πραγματείαν ὁ μέχρι αὐτῆς τῆς γνώσεως ταύτης προεληλυθώς , ἀλλὰ δηλονότι ὁ παρακολουθῶν ταῖς τε κατὰ μέρος |
γαστρός , τεύχεος ἣν κραδίην ἐπιδορπίου οἱ δὲ δοχαίην κλείουσι στομάχοιο , πύλη δ ' ἐπικέκλιται ἀρχαῖς πρῶτα κόλων ὅθι | ||
δοχεῖον , ὑποδοχήν κλείουσι ] καλοῦσι , ὀνομάζουσι τὸ γὰρ στομάχοιο πρὸς τὸ ἐπιδόρπιον ἀποδοτέον πύλη δ ' ἐπικέκλιται ἀρχαῖς |
, οὕτω καὶ τὸ βλήμενος , ἐκ τοῦ βεβλημένος κατὰ συγκοπήν . . . . βλῆσθαι : ἀπὸ τοῦ βλῶ | ||
ἀπαγγελεῖ καὶ εἰς τὸ μέλλον διαστέλλεται . ἀππέμψει , κατὰ συγκοπήν , ἀποπέμψει . ἀπροτίμαστος ἄψαυστος , ἀπρόσθικτος : τὸ |
ὑπέσχετο μάντις ἀμύμων ἐξελάαν : χαλεπὴ δὲ θεοῦ κατὰ μοῖρα πέδησε δεσμοί τ ' ἀργαλέοι καὶ βουκόλοι ἀγροιῶται . ἀλλ | ||
θυμῷ . ἀλλ ' οὐδ ' ὧς φύγε κῆρα : πέδησε δὲ καὶ τὸν Ἀθήνη Τηλεμάχου ὑπὸ χερσὶ καὶ ἔγχεϊ |
: βιαζόμενον , καταπονούμενον . κατεπειγόμενον , σπουδάζοντα . ποτὶ βυσσόν : πρὸς τὸν βυθόν . ὑποβρυχίοισι : βυθίοις , | ||
Ἰκάρῳ . κνῆ τυρὸν κνήστι . ἔκοπτε τυρὸν κοπίδι . βυσσόν . πυθμένα . ἐξ ὑπογύου . παρ ' αὐτά |
ἕρφ ' ] βάδιζε . ἐξίκῃ ] ἐξέλθῃς . . καταβασμὸν ] ὄρος διορίζον Λιβύην καὶ Ἀσίαν . . σεπτὸν | ||
ὁρίζον καὶ διαχωρίζον Λιβύην καὶ Αἴγυπτον , ὅπου εἰς τὸν καταβασμὸν τοῦ ὄρους ἐκπέμπει ὁ Νεῖλος γλυκὺ ῥεῦμα , τίμιον |
τι μέλισμα , κακαὶ φρένες : ἁ δὲ Κυνίσκα ἔκλαεν ἐξαπίνας θαλερώτερον ἢ παρὰ ματρί παρθένος ἑξαετὴς κόλπω ἐπιθυμήσασα . | ||
ὁ νῦν φεύγων καὶ ἀπάλμενος αὐτὸς ἀφ ' αὑτῶ ἐλθὼν ἐξαπίνας κεφαλὰν ἔπι σεῖο καθιξεῖ . Ἅμερε Κυπρογένεια , Διὸς |
ὡς ἐνταῦθα : ἐπὶ δὲ τοῦ ἠγορασμένου , ὡς παρὰ Συνεσίῳ [ . ] ἡ γὰρ Λαῒς ἀνδράποδον ἦν Ὑκκαρικὸν | ||
. ἀμεταβάτως , προσπαίζω δὲ μεταβατικῶς δοτικῇ , ὡς παρὰ Συνεσίῳ . μηδὲ προσπαίζειν με νομίσῃς σαυτῷ : καὶ παρὰ |
σκηπτόμενος : τὰ δὲ λυγρὰ περὶ χροῒ εἵματα ἕστο . ἷζε δ ' ἐπὶ μελίνου οὐδοῦ ἔντοσθε θυράων κλινάμενος σταθμῷ | ||
ὄσσαν ἀκούσας . καὶ τὴν μὲν θεὸς αὖτις ἀπέτραπεν , ἷζε δ ' ὕπερθεν νηίου ἀφλάστοιο μετήορος ἀίξασα : τὸν |
ὠκείαις πτερύγεσσι δονούμενον ἔνθα καὶ ἔνθα , ἔλθοις σὺν νεφέλαις νοτίαις , ὄμβροιο γενάρχα : τοῦτο γὰρ ἐκ Διός ἐστι | ||
, ὅπερ ὁρῶμεν ἐπὶ τῶν νεφῶν ἐνίοτε συμβαῖνον ἐν ταῖς νοτίαις ἡμέραις , τυπουμένων ἰδεῶν παντοδαπῶν , τοῦτο γίνεσθαι καὶ |
ὀξέϊ χαλκῷ , νηὸς ἀπ ' ἰκριόφιν : τοὶ δὲ πρυμνήσι ' ἔλυσαν . οἱ μὲν ἀνώσαντες πλέον ἐς πόλιν | ||
? [ ! ] ὀρούσας ? ἐπ ' οἶδμα γαληνείας πρυμνήσι ' ἀνάψαι τὸν ἁ τοῦ ποταμοῖο παρθένος Αἴγιν ' |
τὴν πατρίδα . καὶ παρὰ Ἀριστοφάνει δὲ ἠθετοῦντο , παρὰ Ζηνοδότῳ δὲ οὐδὲ ἦσαν . . ἐν δ ' αὐτὸς | ||
ᾕρει . * ) οἱ [ ἕξ ] καὶ παρὰ Ζηνοδότῳ καὶ Ἀριστοφάνει [ προ ] ἠθετοῦντο ὡς ἀσύμφωνοι πρὸς |
ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γˈλυκερὸν καὶ Διωνύσοιο καρπῷ καὶ κυλίκεσσιν Ἀθαναίαισι κέντρον : ἁνίκ ' ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι | ||
: ἡδέως , ὡς τὸ μαλακῷ δεδμημένος ὕπνῳ . αὐταῖσι κυλίκεσσιν : οὐ διαιρῶν εἰς μικρά , ἀλλ ' ἐν |
ἐπίρρημα . . . , : καρχαρόδους : παρὰ τὸ χαράσσω . ὁ κεχαραγμένους ἔχων τοὺς ὀδόντας , οἷον ὠξυμμένους | ||
κεχαραγμένους ἔχων τοὺς ὀδόντας . . . εἴρηται παρὰ τὸ χαράσσω ῥῆμα , ὅπερ ἐν συνθέσει μετὰ τοῦ ὀδοὺς γίνεται |
πῦρ νηῒ θοῇ : τῆς δ ' αἶψα κατ ' ἀσβέστη κέχυτο φλόξ . ὣς τὴν μὲν πρυμνὴν πῦρ ἄμφεπεν | ||
. νηὶ θοῇ : τῆς δ ' αἶψα κατ ' ἀσβέστη κέχυτο φλόξ : ἡ διπλῆ ὅτι ἔστι μὲν ἐκ |
ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις , ὑπὸ δ ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν : αὐτοὶ δ ' ἐσκίδναντο κατὰ κλισίας τε νέας | ||
οὔ . . δή ῥα τότ ' αἰνοτάτην ἔριδα πτολέμοιο τάνυσσαν κυανοχαῖτα Ποσειδάων καὶ φαίδιμος Ἕκτωρ . ἤτοι ὁ μὲν |
τὰ ἄλλα διέξεισι ἐν πολλοῖς , ὡς κἀν τούτοις , Ἀρριανῷ κατὰ τὸ πλεῖστον σύμφωνα γράφων . . . Ἀρριανός | ||
βαλλομένοις , ἢ ἀμφοτέρωθεν . ἡ δὲ χρῆσις καὶ παρὰ Ἀρριανῷ . ἢ γράφεται ἐπ ' ἀμφοτέροισιν , ἤτοι τοῖς |
τὸ κάλλος , ἵνα σε πλέον τὸ κέντρον ῥοδέοις φυτοῖς δαμάσσῃ . Ἄχρι τὶς μάθῃ , τὸ κρεῖσσον ἀγνοῶν δοκεῖ | ||
αἰνῶς γὰρ τάδε εἵματ ' ἔχω κακά : μή με δαμάσσῃ στίβη ὑπηοίη : ἕκαθεν δέ τε ἄστυ φάτ ' |
Νείλου μὲν αἵδε καλλιπάρθενοι ῥοαί , λευκῆς τακείσης χιόνος ὑγραίνει γύην . καὶ Αἰσχύλος δὲ καὶ Σοφοκλῆς ὑπέλαβον τοὺς ὑπὲρ | ||
αἵδε καλλιπάρθενοι ῥοαί . . . λευκῆς τακείσης χιόνος ὑγραίνει γύην . καὶ Αἰσχύλος δὲ καὶ Σοφοκλῆς ὑπέλαβον τοὺς ὑπὸ |
θαλάσσης νόμοι . πολλάκις ἤκουσα παρὰ τῶν ναυτικωτέρων καθαρὰ δεῖν Ἀφροδισίων εἶναι τὰ σκάφη , τάχα μὲν ὡς ἱερά , | ||
δ ' οἷον καὶ Πίνδαρος πεποίηκε : Χάριτάς τ ' Ἀφροδισίων ἐρώτων , ὄφρα σὺνχειμαμάρωι μεθύων Ἀγάθωνι δὲ βάλω κότταβον |
γε καὶ ὀψέ περ υἷας Ἀχαιῶν τειρομένους ἐρύεσθαι ὑπὸ Τρώων ὀρυμαγδοῦ . αὐτῷ τοι μετόπισθ ' ἄχος ἔσσεται , οὐδέ | ||
μηδ ' ἐνὶ πάτρῃ μίμνοντες κτεινώμεθ ' ὑπ ' Ἀργείων ὀρυμαγδοῦ : ἀλλ ' ἤδη Δαναοῖσι , καὶ εἰ βραδύ |
ἔπειτα ἀκακίη ἐμπάϲϲεται λείη καὶ ϲίδια : ἐγχριϲθέντα δὲ ἐϲ τρύχιον κατὰ τοῦ θώρηκοϲ τίθεται . ἄλφιτα οἴνῳ ἢ ὄξεϊ | ||
τινὸς ξύλου . ἔπειτ ' ἐπὶ μὲν τὸ ὕβωμα ἐπιτεθείη τρύχιον πολύπτυχον ἢ μικρὸν σκύτινον ὑποκεφάλαιον . ὡς ἐλάχιστα μὴν |
? ? [ ! ] ? ? [ ! ] πυθμεν [ [ ] ονῆσμα [ ! ] ? ! | ||
? ? [ ! ] ? ? [ ! ] πυθμεν [ [ ] ονῆσμα [ ! ] ? ! |
ἢν ἄρα δήποτ ' ἐδητύος ἄμμι λίπωσιν , πνεῖ τόδε μυδαλέον τε καὶ οὐ τλητὸν μένος ὀδμῆς . οὔ κέ | ||
ποτέ ς ' οὐρανόθεν σκοτόεν νέφος ἀμφικαλύψῃ , χρῶτα δὲ μυδαλέον θήῃ κατά θ ' εἵματα δεύσῃ : ἀλλ ' |
μέσῃ κωμῳδίᾳ καψιδρώτιον καλούμενον , ὃ νῦν σουδάριον ὀνομάζεται : Ἀριστοφάνει γὰρ ἐν Πλούτῳ τοιαύτη τις ἡ δόξα : ἔπειτα | ||
μοι οὔτ ' αὐτὸς ἠξίουν ἀπολαβεῖν οὔτε ἀναγκάζοντος ἐδεξάμην . Ἀριστοφάνει δὲ καὶ τὸ δοθὲν ἐκεῖνο τὸ μικρὸν ἔργον ἦν |
τυράννου καὶ βληθεὶς ἐν ὅλμῳ , ἐπτίσσετο μοχλῷ ξυλίνῳ . πτίσσεσθαι δέ ἐστι τὸ δίκην πτισάνης τύπτεσθαι , ἔνθεν καὶ | ||
τὸ δίκην πτισάνης τύπτεσθαι , ἔνθεν καὶ πτισάνη παρὰ τὸ πτίσσεσθαι . πτισσόμενος δὲ τοῦτο ἔφη : Πτίσσε , πτίσσε |
Θυατειρηνὸς δύο γένη εἶναί φησι σκάρων καὶ καλεῖσθαι τὸν μὲν ὀνίαν , τὸν δὲ αἴολον . τὸν δὲ σπάρον Ἱκέσιος | ||
τοῦ ἀναδοῦναι , αὐξῆσαι . καὶ ὄμπνιος στάχυς ὁ πνοὴν ὀνίαν ἤγουν ὠφέλιμον διδοὺς τοῖς ἀνθρώποις ἢ ὑπὸ τῶν ἀνέμων |
ἰσοδυναμοῦν τῷ ὅστις : καὶ χωρὶς τοῦ πάν παρ ' Αἰολεῦσιν : οἱ γὰρ Αἰολεῖς τοῦ πάν τὸ α συστέλλουσι | ||
ὑπ ' ἐκείνοις ἐστί . τὸ δὲ παλαιὸν ὑπὸ τοῖς Αἰολεῦσιν ἦν τὰ πλεῖστα , ὥστε Ἔφορος οὐκ ὀκνεῖ πᾶσαν |
κατάδυσιν . εἰσεπέρησεν : ἐπέδραμεν . περίδρομον : κυκλοτερῆ . χαράδρην : παρὰ τὸ κεχαράδραι Ἁλίῃσι : θαλασσίαις . Οἷον | ||
πολλάκις μετὰ κρίσιν . Ἐρασινὸν , ὃς ᾤκει παρὰ Βοώτου χαράδρην , πῦρ ἔλαβε μετὰ δεῖπνον : νύκτα ταραχώδης . |
ὁ παρακείμενος ἦρκα καὶ ὁ μέσος ἦρα , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν Ἀττικὸν ἄρηρα , ἡ μετοχὴ ἀρηρώς : οὔτε φρεσὶν | ||
, ὡς ῥίπτω ῥιπτάζω καὶ ἐνθουσιῶ ἐνθουσιάζω , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν παφλάζω . . . , πεπάλη : πάσω πάλη |
? ? πολυρροθίων ? ? [ ] ὑμεναίων . [ ἀτραπὸς ] [ ] ἐννοσίγαιος ἐπ ' Αἰγυπτησα [ ! | ||
σαυτόν . Παῦε , πνιγηρὰν λέγεις . Ἀλλ ' ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη , ἡ διὰ θυείας . Ἆρα κώνειον |
φορᾷ καὶ τῇ ὁρμῇ , προὔτυψε παρὰ τῇ λαπάρᾳ αὐτοῦ ἱμείρουσα καὶ τοῦ φόνου τοῦ μέν τε ῥοιζηδά ] μετὰ | ||
πεπότητ ' ἐπὶ χείλεσιν αὐαλέοισιν ἀμφότερον βιότου τε καὶ ὕδατος ἱμείρουσα : ὣς τοῦ ὑπὸ στέρνοισι καταίθετο θυμὸς ἀνίῃ : |
σίνη γὰρ τὰ βλαπτικὰ τύμματα τῶν θηρίων φησίν : κατὰ περίφρασιν τῶν θηρίων τὰ εἴδη καὶ τὰς βλάβας . ὀλοφώια | ||
τις ] πλεονάζει τὸ τις . Τηρείας μήτιδος : κατὰ περίφρασιν τοῦ Τηρέως . κιρκηλάτου ] τῆς ὑπὸ κίρκων ἐλαυνομένης |
περιτοναίου τὰ ἔντερα . εἰ μὲν οὖν τοῦ περιτοναίου ῥαγέντοϲ ἐπίπλουϲ μόνον ἐκπέϲῃ κατὰ τὸν ὄϲχεον , ἐπιπλοκήλη προϲαγορεύεται τὸ | ||
τοῦ βρόχου ὤϲομεν αὐτὸ εἰϲ τὰ ἐντόϲ , εἰ δὲ ἐπίπλουϲ εἴη , τοῦτον ἐπιϲπαϲάμενοι τὸ περιττὸν αὐτοῦ ἀποτέμωμεν ἀπολινώϲαντεϲ |
μέτρον ἁμαξοτροχιῇσι . * ἐνδυκές : διόλου τὸ δὲ ἐνδυκὲς αὔει : ἀντὶ τοῦ συνεχῶς καὶ ἐπιμελῶς κοιμᾶται ἢ διάγει | ||
αὖτις ἐνίψω , ὅς τε κατ ' ἀμβαθμοὺς πετρώδεας ἐνδυκὲς αὔει , τρηχὺν ὑπάρπεζον θαλάμην ὀλιγήρεα τεύχων ἔνθ ' εἰλυθμὸν |
με . Παρὰ τοῦτο τὸ ὑπόδημα ἔῤῥαψε μὲν Ἱστιαῖος , ὑπεδύσατο δ ' Ἀρισταγόρας . ἀετὸς καὶ ἀλώπηξ φιλίαν πρὸς | ||
φησι , διωκόμενος ὑπ ' αὐτοῦ εἰς κοῖλον πρέμνον δρυὸς ὑπεδύσατο . * μύωπος : μύωψ κυρίως μυῖά τις ἐρεθίζουσα |
χρόνῳ σκοπεῖσθαι τῆς ἀληθείας πέρι . μετὰ τὴν σκιὰν τάχιστα γηράσκει χρόνος . χρόνος αὖ χρόνος ἅμα κραταιᾷ χρημοσύνᾳ βίου | ||
τῇ δίκῃ καὶ λέγειν ὡς Ἀθήνησιν ὄγχνη ἐπ ' ὄγχνῃ γηράσκει , σῦκον δ ' ἐπὶ σύκῳ . Φησὶ δ |
σπέρμα δὸς φαγεῖν . ἐμέσει δὲ πλῆθος φλέγματος . [ Σύνθεσις κοκκίων καθαρτικῶν κενούντων φλέγμα . ] Λαβὼν ἀλόης γο | ||
καὶ φυγὴ Σελεύκου πρὸς Πτολεμαῖον εἰς Αἴγυπτον . κεʹ . Σύνθεσις Πτολεμαίου καὶ Σελεύκου καὶ Κασάνδρου , πρὸς δὲ τούτοις |
τὰς πάχνας αὐτάς . Ἡσίοδος . Λιασθείς : τὸ θέμα λιάζω . τοῦτο παρὰ τὸ ἀλῶ τὸ πλανῶ καὶ ἐκκλίνω | ||
τοῦ στερητικοῦ α , ἄκρατος . Ἀλίαστος , παρὰ τὸ λιάζω τὸ ἐκκλίνω . ὁ μέλλων λιάσω : ὄνομα ῥηματικὸν |
ὕδωρ τὸ ἀπὸ τοῦ κρημνοῦ τοῦ παρὰ τὴν Νώνα - κριν στάζον ἐσπίπτει μὲν πρῶτον ἐς πέτραν ὑψηλήν , διεξελθὸν | ||
αντ ? ' ἄφαρ ! [ [ ] αμωι ? κριν ? [ [ ] ερα ? ? δ ' |
Θρῄκης κατάρδων ποταμὸς ὠνομασμένος Στρυμών , μεγίστας ἐγχέλεις κεκτημένος . ἔλλοψ . Ἀρχέστρατος : τὸν δ ' ἔλλοπ ' ἔσθε | ||
ἐπὶ πλεῖστον δέ πᾶς δὲ παρὰ δρακέεσσι : πᾶς δὲ ἔλλοψ , τουτέστιν ἰχθύς , φανεὶς τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ μισεῖται |
ἱματίοις , εἴ τις κατ ' ἄγνοιαν βάψειεν εἰς αὐτὴν πλύσεως χάριν . ἔχουσι δ ' ἰσχυροὺς γείτονας τοὺς Ἀρμενίους | ||
ἀπ ' αὐτοῦ , οὐδέν ἐστιν . Αἴρεται δὲ διὰ πλύσεως καὶ ζέσεως μετ ' αὐτοῦ , εἶτα πήξεως , |
ὁ νεωτερισμὸς ἡμῖν κακὸν ἀναστήσῃ . ἄλλως : τινὲς κατὰ συναλοιφὴν θέλουσιν ἐξενηνέχθαι , ὡς παρ ' Ὁμήρῳ : ἢ | ||
ἵππαιχμόν θ ' ἅμα δή , καὶ ὁ λόγος κατὰ συναλοιφὴν , ἵν ' ᾖ : ὁ λαὸς μνηστὴρ ἅμα |
ἑαυτοῦ πατρίδα καὶ βασιλέα ταύτης ποιήσω . καινοπηγὲς ] νεωστὶ παγέν . καινοπηγὲς ] παραδόξως κατασκευασθέν . καινοπηγὲς ] καὶ | ||
δύναμιν , ζῷον τὸ σύμπαν ἐκλήθη , ψυχὴ καὶ σῶμα παγέν , θνητόν τ ' ἔσχεν ἐπωνυμίαν : ἀθάνατον δὲ |
δ ' ἐῢ πᾶσι παρέξω . κούροισιν μὲν ταῦτ ' ἐπιτέλλομαι : αὐτὰρ οἱ ἄλλοι σκηπτοῦχοι βασιλῆες ἐμὰ πρὸς δώματα | ||
πιστὰ τάμωμεν . σοὶ δ ' αὐτῷ τόδ ' ἐγὼν ἐπιτέλλομαι ἠδὲ κελεύω : κρινάμενος κούρητας ἀριστῆας Παναχαιῶν δῶρα ἐμῆς |
κατὰ τοὐρροπύγιον ] ἀπὸ ἐκ . τοῦ πρωκτοῦ . . τοὐρροπύγιον ] τὸ κωλόκουρον . , τὸ ὀρθοπύγιον , τὸ | ||
ζώνας πλατείας καὶ φολίδας ἔχουσα . ἀμύνεται μέντοι οὐ κατὰ τοὐρροπύγιον ὡς σφὴξ καὶ μέλιττα , ἀλλὰ τῷ στόματι καὶ |
πάντας σπεύδειν ἐκ ποδῶν ἀπαλλάσσειν . ταῦτ ' οὖν εὐλαβηθεὶς ἐξεπήδησεν μετὰ πεντήκονθ ' ἱππέων , διανοούμενος εἰς Αἴγυπτον ἀποχωρεῖν | ||
εἰς τὰς δίνας ἕλκειν τὸν ἐπίορκον , εἰ μὴ δρόμωι ἐξεπήδησεν . Β . , : ἱστορεῖ δὲ ὁ γεωγράφος |
. . διπλῷ . . διήκει ] διέρχεται . . φίλανδρον ] τὸ ὑπ ' ἀνδρῶν φιλούμενον . . μενεῖ | ||
με σεαυτοῦ πεποίηκας . ἔχεις χρόνον , ἔχεις γυναῖκα ἔμφρονα φίλανδρον , ὁλόκληρος εἶ , παρὰ σεαυτοῦ λαβὲ τὸ λεῖπον |
τοιοῦτον δέ τι καὶ ὁ καρτερός , ὡς δηλοῖ παρὰ Ἀρριανῶι τὸ Θηβαίων ἐγένετο καρτερός . Α . . , | ||
πάλαι Ἡρακλῆν ἢ κατὰ τὸν ὕστερον Ζιήλαν τὸν παρὰ τῶι Ἀρριανῶι . : τοὺς δὲ Πέρσας , ὧν μητρόπολις ἡ |
. Καθαίρονται δὲ ἐν τεσσαράκοντα ἡμέρῃσιν ἀφ ' ἧς ἂν ῥαγῇ , πολλοῖσι δὲ καὶ ἐνιαυσίη γίνεται ἡ νοῦσος : | ||
τι τῶν φλεβίων σπασθὲν ῥαγῇ , ἢ σπασθῇ μὲν , ῥαγῇ δὲ μὴ παντελῶς , ἀλλὰ σπάδων ἐν αὐτῷ γένηται |
τοῦ τος τὰ δὲ διὰ τοῦ εος , ἃ καὶ συναίρεσιν ἐπιδέχονται , τρεῖς σοι τούτων κανόνας προτίθεται , τὸν | ||
τειχέοιν καὶ κατὰ συναίρεσιν τειχοῖν . ὦ τείχεε καὶ κατὰ συναίρεσιν τείχη . Πληθ . Τὰ τείχεα καὶ κατὰ συναίρεσιν |
ῥοθίοις μελαινόμενον καὶ σφοδρὰ κύματα ἔχοντα . ἔστι δέ τις αἰπεῖα : Προποντίς ἐστι τὸ μετὰ τὸν Ἑλλήσποντον πέλαγος , | ||
„ . τοπικῶς δὲ ” ἔστι δέ τις προπάροιθε πόλιος αἰπεῖα Κολωνή ” . . . . . . Χ |
. Διελθόντες δὲ καὶ τούτους εἰς τὸ πεδίον εἰσβάλλομεν τὸ Ἀχερούσιον , εὑρίσκομέν τε αὐτόθι τοὺς ἡμιθέους τε καὶ τὰς | ||
ἑξαμέτροις , οὕτω προλέγον τὴν τελευτήν , Αἰακίδη προφύλαξο μολεῖν Ἀχερούσιον ὕδωρ , Πανδοσίην θ ' , ὅθι τοι θάνατος |
τὸν κακοδαίμονα , οἱ δὲ τὸν δυσχερῶς σῳζόμενον παρὰ τὸ σόος . καὶ Ὅμηρος : ὅππως οἱ παρὰ νηυσὶ σόοι | ||
ἀνεμιαίαν : ἀνεμιόλιον , καὶ κράσει ἀνεμώλιον , ὡς τὸ σόος σῶς ὁ ὑγιὴς παρὰ τῷ ποιητῇ , καὶ τὸ |
. Τῶν δυνατῶν τι κέλευ ' : οὐ γὰρ παρὰ Κενταύροισιν . ἀνακλαύϲομαί τε μεγάλα κἀνοιμώξομαι . ἀμφορῆ ἄνθρωπ ' | ||
αὐτῷ τοὺς Κενταύρους , οἵτινες κατὰ γῆν αὐτὸν ὠθοῦσιν . Κενταύροισιν : ἀντὶ τοῦ ὑπὸ Κενταύρων . καταΐγδην : καταφορικῶς |
, . , . . Ἀνόστιμος : παρὰ τὸ νόστος νόστιμος καὶ ἀνόστιμος , . , , . . α | ||
δ ' ἄλλον : Περσεὺς καὶ μετὰ Νεῖλον ἐς οἰκία νόστιμος ἦλθεν ? . δεῦρο ? τέκνον , σπεύδοις σέο |
ἁμαρτήσεται . μεγάλα βλάπτουσι τοὺς ἀξυνέτους οἱ ἐπαινέοντες . . βέλτερον ὑφ ' ἑτέρου ἢ ὑφ ' ἑαυτοῦ ἐπαινέεσθαι . | ||
τὸ ὁρμῶ , οἷον : ἄψορροι στέλλεσθε , ἐπεὶ πολὺ βέλτερον εἶξαι , . , . * . . + |
, εὖτ ' ἐσίδοντο ἀνέρα λευγαλέῃσιν ἐπιστενάχοντ ' ὀδύνῃσι κεκλιμένον στυφελοῖο κατ ' οὔδεος . Ἀμφὶ δ ' ἄρ ' | ||
βήσσῃς Σιθονίῳ κούρῳ πέρι μυρίον αἰάζουσιν . καί ῥα κατὰ στυφελοῖο σαρωνίδος αὐτίκα μίτρην ἁψαμένη δειρὴν ἐνεθήκατο : ταὶ δ |
δὲ οὕτως ἐξηγεῖται ταύτην τὴν λέξιν : γράβιόν ἐστιν τὸ πρίνινον ἢ δρύινον ξύλον , ὃ περιεθλασμένον καὶ κατεσχισμένον ἐξάπτεσθαι | ||
, διελεῖν χρὴ διαστείλαντα τὸ στόμα τῷ στοματοδιαστολεῖ ἢ σφηνάριον πρίνινον τάξαντα μεταξὺ τῶν μύλων καὶ τὴν γλῶσσαν καταστείλαντα σπαθομήλῃ |
, χωρὶς εἰ διὰ τοῦ ιτος . . . . ἀδευκέος : ἀπεοικυίας , Πολυδεύκης ἐκλήθη . . . . | ||
τε καὶ Ἀντιόπη , ὁπότε στρατόωντο ἔνθα γὰρ ὔμμιν ὄνειαρ ἀδευκέος ἐξ ἁλὸς εἶσιν ἄρητον : τῶ καί τε φίλα |
βρῶ , ὁ μέλλων βρώσω , βρῶμα καὶ βρωτὸς καὶ ἄβρωτος : ἡ βρῶσις . . . . . . | ||
Ἀστυίγας δὲ μεγαλοπρεπῶς ἐτάφη : καὶ ἐν τῆι ἐρήμηι δὲ ἄβρωτος αὐτοῦ διέμεινεν ὁ νεκρός : λέοντες γὰρ αὐτοῦ , |
γλυκέος κοτύλην ἀττικὴν , κἄπειτα ἐς τὸν ἥλιον θεὶς , κατακαλύψας : ὁκόταν ξυνεψηθῇ , τούτῳ χρέο . Πρὸς τὰς | ||
τεκούσῃ ὁμιλήσαι κάμηλος . ὁ δέ τοι νομεὺς τῆς ἀγέλης κατακαλύψας τὸ θῆλυ ὡς οἷόν τε ἦν καὶ ἀποκρύψας πάντα |
οὐδέ τί πῃ δύναμαι προχέειν ῥόον εἰς ἅλα δῖαν στεινόμενος νεκύεσσι , σὺ δὲ κτείνεις ἀϊδήλως . ἀλλ ' ἄγε | ||
εἰς Ἀΐδαν κενεὰ διανήχεται ἀχώ . σιγὰ δ ' ἐν νεκύεσσι , τὸ δὲ σκότος ὄσσε καταγρεῖ . πομπίλε , |
κε τυρὸν ἅπας τις ἦμεν ἔφασχ ' ἁπαλόν , κἠγὼν ἐφάμαν . ὅτε δ ' ἤδη βρωτύος ἠδὲ ποτᾶτος ἐς | ||
βάτραχος δὲ ποτ ' ἀκρίδας ὥς τις ἐρίσδω . ὣς ἐφάμαν ἐπίταδες : ὁ δ ' αἰπόλος ἁδὺ γελάσσας , |
εὐθεῖαν πλέειν ἐστί : τὸ γὰρ μέτωπον τῆς νεὼς ἡ πρῴρα ἐστί . λέγει οὖν ὅτι τὰ μέτωπα , ὅ | ||
εὐθεῖαν πλέειν ἐστί : τὸ γὰρ μέτωπον τῆς νεὼς ἡ πρῴρα ἐστί . λέγει οὖν ὅτι τὰ μέτωπα , ὅ |
καιρὸν γινώσκων ὁπότ ' ἐστ ' ὀπτή , καὶ μὴ κατακαύσῃς . ἔστω δ ' αὕτη σοι Βυζαντίου ἐξ ἐρατεινοῦ | ||
φρεσὶ καιρὸν γινώσκων ὁπότ ' ἐστ ' ὀπτὴ καὶ μὴ κατακαύσῃς . ἔστω δ ' αὐτή σοι Βυζαντίου ἐξ ἐρατεινοῦ |
τε καὶ αἵματος αἰολλή , μάλα δ ' ὦκα λιλαίεται ὀπτηθῆναι . ” τὸ δὲ αἰόλον ποικίλον : “ οἱ | ||
ἔνθα καὶ ἔνθα αἰόλλῃ , μάλα δ ' ὦκα λιλαίεται ὀπτηθῆναι , ὣς ἄρ ' ὅ γ ' ἔνθα καὶ |
' ἄγχι μάλιστα παρήμενος εἰλαπινάζει : ὀψὲ δέ τοι προλιπὼν κενεὸν δέμας ἔκθορε θηρός . ἰχνεῦμον μέγα θαῦμα , μεγασθενές | ||
ὄντως κενὸν ἀπέγνωσαν . Ἐμπεδοκλῆς : οὐδέ τι τοῦ παντὸς κενεὸν πέλει οὐδὲ περιττόν . Δημόκριτος καὶ ἕτεροι Λεύκιππος Μητρόδωρος |
τηλόθ ' ἐόντα ἐϋκλείης ἐπίβησον . σοὶ δ ' ἐγὼ ἐξερέω ὡς καὶ τετελεσμένον ἔσται : αἴ κέν μοι δώῃ | ||
ἔνεικαν . τὸν δ ' ἐπιθαρσήσας προσέφη πολυμήχανος ἥρως : ἐξερέω καὶ ταῦτα : σὺ γάρ μ ' ἐθέλοντα κελεύεις |
πατὴρ ἐθάλπετο , ποικίλον κιθαρίζων θαμά κε , τῷδε μέλει κλιθείς , ὕμνον κελάδησε καλλίνικον Κλεωναίου τ ' ἀπ ' | ||
στεροπᾷ φλεγέθων , ἢ ποντίας αὐλῶνας , ἢ δισσαῖσιν ἀπείροις κλιθείς , εἴπ ' , ὦ κρατιστεύων κατ ' ὄμμα |
φαίδιμος Αἴας . στῆ δὲ κέρας μετὰ χερσὶν ἔχων βοὸς ἀγραύλοιο ὄνθον ἀποπτύων , μετὰ δ ' Ἀργείοισιν ἔειπεν : | ||
μολυβδαίνῃ ἰκέλη ἐς βυσσὸν ὄρουσεν , ἥ τε κατ ' ἀγραύλοιο βοὸς κέρας ἐμβεβαυῖα ἔρχεται ὠμηστῇσιν ἐπ ' ἰχθύσι κῆρα |
Στράβων ὀγδόῃ . χώρα δὲ ἡ Μεσσηνία καὶ Μέσση κατὰ ἀποκοπήν , ἢ Μέση καὶ Μεσήνη , ὥς τινες . | ||
δόλοισιν : ἐν , μηχανήμασιν . Πολλάκι : κατ ' ἀποκοπήν . κρατερόν : ἰσχυρόν . ὑπέρτερον : ἰσχυρότερον , |
δυνηθείημεν ποιῆσαι ταῖς ὑπογεγραμμέναις χρησάμενοι γραφαῖς . Στέατος χηνείου ἢ ὀρνιθίου δραχ . ιϚʹ ὀπίου . . . . . | ||
τὸ θερμὸν καὶ ψυχρόν . Καὶ ὥσπερ ἡ γέννησις τοῦ ὀρνιθίου φαίνεται ἐκ θερμοῦ κατὰ τὸ πυρρὸν ἀποτελουμένη , διὰ |
τροπῇ τοῦ ζ εἰς βδ βδόλος : καὶ τὸ ῥῆμα ὄζει βδεῖ , ὡς τὸ † ῥοιζεῖ , ῥοιβδῶ καὶ | ||
ποιείτω . Ἢν δὲ μὴ τεκνούσῃ προσθῇς , οὐδέ ποτε ὄζει οὔτε καθαιρομένη οὔτε ἄλλως : οὐδ ' ἢν κυούσῃ |
εἰς ο , ὄλξον , καὶ ἐπεκτάσει , ὦλξ . ὦλκα βαθεῖαν ὅμηρος . Ὀπωπή . ὄπτω , καὶ ἐξ | ||
ἀρότῳ , ” τῷ κέ μ ' ἴδοις , εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην . „ καὶ οὐχ Ὅμηρος μὲν οὕτω |
εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι , χρυσαλακάτοιο πόσις Ἀμφιτρίτας , ἐμῶν δ ' ὕμνων ἄεξ ' εὐτερπὲς ἄνθος | ||
δράμημα νωτίσαι πάτρας ἄπουρον , εἴτ ' ἐς μέγαν θάλαμον Ἀμφιτρίτας , εἴτ ' ἐς τὸν ἀπόξενον ὅρμων Θρῄκιον κλύδωνα |
κακοῖς προσπαλαιόντων . Ἀζανία γὰρ τόπος Ἀρκαδίας λεπτόγεως καὶ γεωργοῖς ἀσυντελής . Ἀηδόνες λέσχαις ἐγκαθήμεναι : πρὸς τοὺς ἀδολεσχοῦντας . | ||
μοχθηρᾶς ἐπινοίας , ἵν ' ἐν μηδενὶ φανείη τῶν πεπραγμένων ἀσυντελής , ᾧ μὴ κέρδος ἑαυτῷ συμπορίσοιτο ! ἀκριβῶς γὰρ |
τὸ ἄγαμος τ ' ἀπολέσθαι στίχον τοῦτον : μηδέ τι γούνασιν οἷσιν ἐφέσσασθαι φίλον υἱὸν Δάρδανον : ὡς εἶναι ἴσως | ||
καὶ κατὰ στέγας αὐχμηρὸν οὖδας , τέκνα δ ' ἀμφὶ γούνασιν πίπτοντα κλαίηι μητέρ ' , οἱ δὲ δεσπότιν στένωσιν |
Ἀριστάρχειοι , ἐπ ' εὐρέα νῶτα θαλάττης Ἑλλάδα , τῆς ξουθῆς δειλότεροι κεμάδος , γωνιοβόμβυκες , μονοσύλλαβοι , οἷσι μέμηλε | ||
' ἐπάγει ὅτι κρεῶν χύτραν λέγω . καὶ πάλιν : ξουθῆς μελίσσης νάμασι συμμιγὴς μηκάδων αἰγῶν ἀπόρρους θρόμβος , ἐγκαθήμενος |
. . : Δύη ἡ κακοπάθεια . ἐντεῦθεν καὶ τὸ ἐνδυκές κατ ' ἐπένθεσιν τοῦ κ , ὥς φησι Τρύφων | ||
: ἐπινεύουσα τοῖς ἴλλοις , μύουσα κατανεύουσα , μύουσα * ἐνδυκές : συνεχῶς ἐπιμελῶς φιλοτίμως , ἀξίως , ἐπιμελῶς * |
τοῦ μάσταζε , ἔστι δὲ μασῶ ταῖς σιαγόσιν . * ἀμελγόμενος : πιπίζων ἀποθλίβων * χυλόν : τὸν ὀπόν * | ||
δοκεῖ πείσεσθαι . ὁ δὲ χοῖρος ἅτε δὴ μήτ ' ἀμελγόμενος μήτε κειρόμενος μηδὲ συνειδὼς ἑαυτῷ πρός τι τῶν τοιούτων |
δούλιον ἦμαρ . Ἀλλά μοι οὔτε πάτρης θυμηδέος οὔτε τοκήων μέμβλεται οἰχομένων , ὁπόσον σέο δῃωθέντος , οὕνεκά μοι δειλῇ | ||
ξανθοί . Πόρσυνε : δός . Φιλοτήσια . Ἀφροδίτης . μέμβλεται : μέλεται . Πεφορυγμένος : πεπληρωμένος . ἰοῦ : |
. ἄπυρον πινακίσκον : καινόν , μήπω πυρὶ προσενηνεγμένον . ἀλέα : ἡ θέρμη . ἀλεαίνοιμι : ἀντὶ τοῦ ἀλεαινοίμην | ||
δέκα καὶ ὀροβίου χοίνικα καὶ θαλάσσης κοτύλας εἴκοσι , πυριῆσαι ἀλέα πουλὺν χρόνον : ἔπειτα φακίον ποιῆσαι , καὶ μέλι |
πλὴν ὅτι ἔσται ἡ γυνὴ μαχίμη τε καὶ λάλος . Παρατηρητέον δὲ τὴν Ἀφροδίτην μάλιστα ἐν ταῖς τοιαύταις σκέψεσι μή | ||
συμπαρὼν Ζεὺς ἐμέρισεν ἐνιαυτόν : ἐτελεύτα τῷ λδʹ ἔτει . Παρατηρητέον οὖν ἐπὶ πάσης γενέσεως τὰς προγεγραμμένας ἐν ἀρχῇ παραγγελίας |
τέ τοι ἄγχι ἦλθε κακόν : νῦν αὖτέ ς ' ἐρύσατο Φοῖβος Ἀπόλλων , ᾧ μέλλεις εὔχεσθαι ἰὼν ἐς δοῦπον | ||
ἰὴ Παιὰν Ἥρακλες Ἀσκληπιέ , πολλοὺς δ ' ἐκ θανάτοιο ἐρύσατο δερκομένοιο ἀστραφέεσσι πύλῃσιν ἐπ ' αὐτῇσιν βεβαῶτας Ἀΐδεω . |
χαριέστερον , ὅταν δαιτυμόνες μὲν ἀοιδοῦ ἀκουάζωνται , παρὰ δὲ πλήθωσι τράπεζαι . τοὺς δὲ θεούς φησιν εἶναι ῥεῖα ζώοντας | ||
ἂν ὕδωρ τε νάῃ καὶ δένδρεα μακρὰ τεθήλῃ καὶ ποταμοὶ πλήθωσι , περικλύζῃ δὲ θάλασσα , ἠέλιος δ ' ἀνιὼν |