| . . διπλῷ . . διήκει ] διέρχεται . . φίλανδρον ] τὸ ὑπ ' ἀνδρῶν φιλούμενον . . μενεῖ | ||
| με σεαυτοῦ πεποίηκας . ἔχεις χρόνον , ἔχεις γυναῖκα ἔμφρονα φίλανδρον , ὁλόκληρος εἶ , παρὰ σεαυτοῦ λαβὲ τὸ λεῖπον |
| , τολμᾶν δ ' ἐμόν . ἐν ταῖς Ἀθήναις , δῶμ ' ὅταν τοὐμὸν μόληι . οὐκ εὖ τόδ ' | ||
| τινα πότμον ἐπέσπεν . ” ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη κατὰ δῶμ ' Ὀδυσῆος . τὴν δ ' ἄχος ἀμφεχύθη θυμοφθόρον |
| μήτε βαρυτλήτων λαγόνων περὶ φόρτον ἄγουσαν μήτε πόνον τρομέουσαν ἀγάστονον Εἰλειθυίης , ἀλλ ' ἧσθαι βασίλειαν ἀφαυρῶν θηλυτεράων ψυχῆς ὄμμα | ||
| . ὄρος Ἀρκαδίας τὸ Παρράσιον ἀπὸ Παρράσου τοῦ Λυκάονος . Εἰλειθυίης ἤγουν γεννήσεως . οὔτε ἑρπετὸν οὔτε γυνὴ χρῄζουσα τοῦ |
| ταγηνίαις : τεμάχη δ ' ἄνωθεν αὐτόματα πεπνιγμένα εἰς τὸ στόμ ' ᾄττει , τὰ δὲ παρ ' αὐτὼ τὼ | ||
| ἀνάγκης δεῖ γελᾶν , ἵνα θεωρῶς ' οἱ παρόντες τὸ στόμ ' ὡς κομψὸν φορεῖ . ἂν δὲ μὴ χαίρῃ |
| , καὶ τὰ ἑξῆς . τὸ μὲν οὖν προσυντετάχθαι τῆς Μᾶτερ Ἀελίου τὴν Θάλλοντος ἀνδρῶν ὑγιές . οὐκ αἰτιατέον δὲ | ||
| πλῆθος ἐν πύλαις δάκρυσι † κατάορα στένει † βοᾶι βοᾶι Μᾶτερ , ὤμοι , μόναν δή μ ' Ἀχαιοὶ κομίζουσι |
| καὶ ἀμβλυόεσσαν ὀμίχλην . Ἑρμείας δ ' οἰκεῖα τυχὼν κατὰ δώμαθ ' ἑαυτοῦ ἰητῆρα τίθησι βροτῶν , Παιώνιον ἄνδρα , | ||
| . . . Α . βῆ δ ' ἴμεναι διὰ δώμαθ ' . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ |
| ἐκτελέσαις ἐνιαυτοὺς οὔτε ἔργον οὔτ ' ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπὼν ἱκόμαν οἴκαδ ' , ἀρχαίαν κομίζων πατˈρὸς ἐμοῦ , βασιλευομέναν | ||
| ταρβοσύνῳ φόβῳ τάνδ ' ἐς ἀκρόπτολιν , τίμιον ἕδος , ἱκόμαν . μή νυν , ἐὰν θνῄσκοντας ἢ τετρωμένους πύθησθε |
| δυσαής . πῶς δ ' ἄρ ' ἐν οἰωνοῖσι ποθὴν ἀλίαστον ἔχουσιν ὧν τεκέων φῆναί τε βαρύφθογγοί τε πέλειαι αἰετόεντά | ||
| ὑπέρμορον ἐξαλαπάξῃ . Ὣς ἔφατο Κρονίδης , πόλεμον δ ' ἀλίαστον ἔγειρε . βὰν δ ' ἴμεναι πόλεμον δὲ θεοὶ |
| : ὦδε : ἀβάλε : τὸ οὐαί : παπαί : βαβαὶ , οὐχ οὕτως ἔχοντα , διὰ τῆς αι διφθόγγου | ||
| ἔχω . Δημοσθένους γε καὶ ταῦτα , ὦ Ἀρχία . βαβαὶ τῆς ἀηττήτου ψυχῆς καὶ μακαρίας , ὡς ἀνδρεῖον μὲν |
| ἐμὸν ὁπλίζων καὶ διεγείρων λόγον . ὡς ἐπεὶ σπλάγχνων ὑπὸ ματέρος αὐτίκα : διηγήσομαι , φησίν , ὅπως ἐκ τῆς | ||
| ἐρωτύλα , καί με δίδασκε θνατῶν ἀθανάτων τε πόθως καὶ ματέρος ἔργα . κἠγὼν ἐκλαθόμαν μὲν ὅσων τὸν Ἔρωτα δίδασκον |
| , προπαροξύνεται : Λάτυμνος Λύκαμνος Ἐπίδαμνος Αἴσυμνος . τὸ μέντοι ἐρεμνός ἔχει θηλυκὸν τὸ ἐρεμνή , ὥσπερ καὶ τὸ ἐρυμνός | ||
| οὖν † ὁ ἀποπνέων τὸ πῦρ † , ὡς ἐρέφω ἐρεμνός , στίλβω στιλπνός : ἔνθεν πολλάκις φησὶ ” πυρὸς |
| παντερπὴς κόρα , ναρκίσσου τερενώτερον . μήτ ' ἐμωῦτᾶς μήτε κασιγνήτων πόδας ὠκέας τρύσηις ὀ δ ' ἐξύπισθα καστάθεις ὁδεύει | ||
| κεν λεὼι μ [ ὡς ἀμηνιτεὶ παρη ? [ καὶ κασιγνήτων ! [ τέων ἀπέθρισαν ? [ ἤριπεν πληγῆισιδ ? |
| μέγεθος , ἴθι ἀμεταστρεπτὶ πρὸς τὰς δυνάμεις αὐτοῦ καὶ τούτων ἱκέτις γενοῦ , μέχρις ἂν ἀποδεξάμεναι τὸ συνεχὲς καὶ γνήσιον | ||
| προστίθημι τῆι φύσει . [ ] ὦ πρός σε γονάτων ἱκέτις Ἀμφιάρεω πίτνω καὶ πρὸς γενείου τῆς τ ' Ἀπόλλωνος |
| καὶ εὐτελὲς ἡ δει - νοπάθεια . φιλόδακρυς δὲ καὶ πολύδακρυς καὶ θρηνητικὸς καὶ ὀδυρτικὸς καὶ θρηνώδης , καὶ θρήνων | ||
| , ὦ Χαιρεφῶν , ὄρνις ἀλκυὼν ὀνομαζομένη , πολύθρηνος καὶ πολύδακρυς , περὶ ἧς δὴ παλαιὸς ἀνθρώποις μεμύθευται λόγος : |
| παντός , ὦ δέσποτ ' , ἀγαλοῦμεν ἡμεῖς ἀεί . Ἴθ ' , ἀντιβολῶ ς ' , ἐλέησον αὐτῶν τὴν | ||
| ' , ὦ πόνηρ ' , οὐ δημοσιεύων τυγχάνω . Ἴθ ' ἀντιβολῶ ς ' , ἤν πως κομίσωμαι τὼ |
| αὐτῶν υἱοὺς γίγαντας : κίβδηλα ἐπὶ τῆς γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται , καὶ ὅλη ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας . καὶ | ||
| περὶ αὐτὴν δυστυχῆ σώματα καὶ φοβερὸν αἷμα κατὰ πᾶν μέρος ἐκκέχυται , καὶ πολὺς φόνος ἐν μέσῳ κατηφὲς θέαμα πρόκειται |
| Πυθιονίκαν σὺν βαθυζώνοισιν ἀγγέλλων Τελεσικˈράτη Χαρίτεσσι γεγωνεῖν ὄλβιον ἄνδρα διωξίππου στεφάνωμα Κυράνας : τὰν ὁ χαιτάεις ἀνεμοσφαράγων ἐκ Παλίου κόλπων | ||
| δέξαι σὺν εὐμενείᾳ , ἤγουν εὐμενῶς ὑπόδεξαι , τόδε τὸ στεφάνωμα τοῦ ἐνδόξου μίδα τὸ ἐκ πυθῶνος , ἤτοι τὸν |
| ἀντὶ τοῦ ἐπορεύοντο ἐλθεῖν . ἐκ τοῦ βῶ , τὸ βαίνω , παράγωγον βῆμι , ὁ παρατατικὸς βῆν : οἱ | ||
| συγκοπὴν γίνεται πτῶ , οὗ παράγωγον πταίνω , ὡς βῶ βαίνω , ἀναδιπλασιασμὸς παπταίνω . Παφλάζων . παρὰ τὸ φλέω |
| . οὐ μὲν γάρ τοι ἐγὼ κακὸν ὀσσομένη τόδ ' ἱκάνω : ἡ διπλῆ ὅτι ἀπὸ τῶν ὄσσων προορωμένη , | ||
| κτεῖνας ἀμυνόμενον περὶ πάτρης Ἕκτορα : τοῦ νῦν εἵνεχ ' ἱκάνω νῆας Ἀχαιῶν λυσόμενος παρὰ σεῖο , φέρω δ ' |
| γᾶν θέντες ὄναιντο βίου . Ὕστατα δὴ τάδ ' ἔειπε φίλαν ποτὶ ματέρα Γοργὼ δακρυόεσσα δέρας χερσὶν ἐφαπτομένα : „ | ||
| τὸν ὕμνον ἀποτίσωμεν προσφιλῶς τε καὶ κεχαρισμένως τῷ ἐγκωμιαζομένῳ . φίλαν ἐς χάριν : εἰς χάριν , φησὶ , τοῦ |
| καὶ βρῶσιν ἅλις καὶ εἵματ ' ἔδωκαν , οὔνομά τε Φρίξοιο περικλεὲς εἰσαΐοντες ἠδ ' αὐτοῖο σέθεν : μετὰ γὰρ | ||
| . δειλὴ ἐγώ , οἷον πόθον Ἑλλάδος ἔκποθεν ἄτης λευγαλέης Φρίξοιο ἐφημοσύνῃσιν ἔνεσθε πατρός : ὁ μὲν θνῄσκων στυγερὰς ἐπετέλλετ |
| ἀγέεσσι ἀγ κεράτεσσιν ἄθεστος Ἐρινύς αἰνήθεστος ἀνώμαλα δάσσειν † ἀπνίγμον κνώδοντος θυσίαι ἀποβώμιοι ἀραχνοϋφεῖς αὐτοδακὴς μῆνις ἀφ ' οὗ † | ||
| δράσω ; πῶς ς ' ἀποσπάσω πικροῦ τοῦδ ' αἰόλου κνώδοντος , ὦ τάλας , ὑφ ' οὗ φονέως ἄρ |
| ἐπόπτης ; πῶς ἐτόλμησας , λιπὼν ἐπώνυμόν τε ῥεῦμα καὶ πετρηρεφῆ αὐτόκτιτ ' ἄντρα , τὴν σιδηρομήτορα ἐλθεῖν ἐς αἶαν | ||
| λιπὼν ] ἀφείς ἐπώνυμον ] τὸ Ὠκεάνειον ἀπὸ σοῦ καλούμενον πετρηρεφῆ ] πετρώδη ὄροφον ἔχοντα Σιδηρομήτορα λέγει τὴν τῆς Σκυθίας |
| χορὸν ἡδὺν ἑταίρων : σὺν δέ σφιν καὶ τώδε δρακοντοφόνω κύνε βήτην αὐτομάτω : γλυκερὴ δὲ πέλει περὶ βωμὸν ἄνακτος | ||
| δ ' ὠκύποδας λαγὸς ᾕρευν ἄνδρες θηρευταί , καὶ καρχαρόδοντε κύνε πρό , ἱέμενοι μαπέειν , οἳ δ ' ἱέμενοι |
| νῦν δέ μιν ἀκλειῶς Ἅρπυιαι ἀνηρέψαντο : οἴχετ ' ἄϊστος ἄπυστος , ἐμοὶ δ ' ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν | ||
| ἔπλετο μῦθος : ταχὺς , ἄλοχος . . . . ἄπυστος : ἀνήκουστος : ἀπὸ τοῦ πεύθω πέπευσμαι πέπευσται πευστός |
| συνεχῶς κινοῦμαι . ἐξ οὗ παράγωγον σκαρίζω , ὡς στένω στενάζω . καὶ ὡς σκαλίζω ἀσκαλίζω κατὰ πρόσθεσιν τοῦ α | ||
| πλησιάζοντα καὶ ἐγγὺς ὄντα τοῦ τάφου καὶ τοῦ θανάτου ὁρῶσα στενάζω . ἢ οὕτως : πρὶν ἢ ἐν τῷ τάφῳ |
| , τὸ δὲ ἐπὶ τοῦ λαμβανομένου . Λιγαίνω : τὸ κηρύσσω . Λιγυφθόγγοις : ἡδυφώνοις , ὀξυφώνοις . Λιπαροκρήδεμνος : | ||
| διψῶσιν οἴονται κἀμέ . τί οὖν αὐτοῖς ποιήσω ; περιερχόμενος κηρύσσω καὶ λέγω μὴ πλανᾶσθε , ἄνδρες , ἐμοὶ καλῶς |
| Ἀργείων . Ἄλλοι δ ' αὖ χαλέπαινον , ὅσοι Τρώεσσιν ἄμυνον , δερκόμενοι Πριάμοιο καταιθόμενον πτολίεθρον : ἀλλ ' οὐ | ||
| σὺ δ ' ὑπέσχεο καὶ κατένευσας , τῶν μνῆσαι καὶ ἄμυνον Ὀλύμπιε νηλεὲς ἦμαρ , μηδ ' οὕτω Τρώεσσιν ἔα |
| , φησὶ , καὶ φώνει βοὴν δυσαιανῆ καὶ δυσθρήνητον , ἄποτμον καὶ κακόμορον , ἤτοι κακοθάνατον , τοῖς Πέρσαις τοῖς | ||
| ἅμιλλα κούραις . ἐγὼ δὲ σᾶι δυστυχίαι δάκρυσιν διοίσω πότμον ἄποτμον . ὦ τάλαινα μᾶτερ , ἔτεκες ἀνόνατα : φεῦ |
| θ ' ὁμοίως καὶ θεοῖς εἴη φίλος . Ὀρεστέρα παμβῶτι Γᾶ , μᾶτερ αὐτοῦ Διός , ἃ τὸν μέγαν Πακτωλὸν | ||
| ? το ! ! ! ! ! [ ἰώ , Γᾶ , θεῶν ⌊ μᾶτερ ἀξύνετ ! ! [ ὁ |
| δισύλλαβα ἔχοντα τὸ Α ἐν τῇ πρὸ τέλους βαρύνεται : ἄχω μάχω ἄρχω πάσχω , μεθ ' ὧν καὶ τὸ | ||
| ὁ μὴ χωρούμενος διὰ τὴν λύπην , γίνεται δ ' ἄχω ἀχύω , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἀχνύω καὶ ἄχνυμι |
| συντακτέον ὄσσων ] ὀφθαλμῶν ῥαδινῶν ] λεπτῶν , ἁπαλῶν ἤγουν παρθενικῶν † περισσὸν ἦν ἐνταῦθα τὸ λειβομένα ῥέος πρὸς τὸ | ||
| σύστασιν ἀπὸ τῶν δακρύων . . ῥαδινῶν ] ἁπαλῶν , παρθενικῶν . λειβομένα ῥέος ] στάζουσα ῥεῦμα . . νοτίοις |
| τὸ δεῖπνον ἐς λόγους ἤδη παροινίους τρεπόμενοι , ὡς τό χαῖρ ' , Ἀχιλεῦ , δαιτὸς μὲν ἐΐσης οὐκ ἐπιδευεῖς | ||
| Ἀττικὴ ἐξαιρέτως εἰς τὸν τῆς ἐλαίας καρπόν . Γ χαῖρε χαῖρ ' : διπλῆ καὶ τοῦ χοροῦ κῶλα γʹ τροχαϊκά |
| . . Σοφία δὲ Κλέπτει παράγοισα μύθους . Ἀέθλων τε κορυφὰν ] Ἤγουν τὸν ἀκρότατον τῶν ἀγώνων , τὸν ἐν | ||
| , ὅτι ἀξιοπρεπέστερος τῶν τοῦ πλούτου χρημάτων ὁ χρυσός . κορυφὰν οὖν τὸ κεφάλαιον καὶ ἄκρον ἀκουστέον . ἐξ Ὁμήρου |
| καὶ θυόεντες βωμοὶ καὶ τέμενος , τετέλεστο δὲ πάντα μελάθρωι ἕδρανά τε κλισμοί τε θεοκλήτους ἐπὶ δαῖτας . Καὶ τότε | ||
| καὶ θυόεντες βωμοὶ καὶ τέμενος , τετέλεστο δὲ πάντα μελάθρωι ἕδρανά τε κλισμοί τε θεοκλήτους ἐπὶ δαῖτας . Καὶ τότε |
| σχέτλιε Πηλέος υἱὲ χόλῳ ἄρα ς ' ἔτρεφε μήτηρ , νηλεές , ὃς παρὰ νηυσὶν ἔχεις ἀέκοντας ἑταίρους : οἴκαδέ | ||
| . Ἁμάρτῃ : ἁμάρτω βαρύτονον . ἡ χρῆσις εἰς τὸ νηλεές . * . . Ἁμαρτῇ : σημαίνει τὸ ὁμοῦ |
| , μονή : φένω , φονή : ἐξ οὗ τὸ φονῶ , φονᾶς : γείνω , γονή : πρόσκειται ἁπλᾶ | ||
| ἡ ἀπὸ Σκυθῶν λεγομένη ἀπόκρισις αὕτη . ἐγὼ μαίνομαι καὶ φονῶ καὶ μισῶ τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος . ἔνθεν τοι |
| , παράγωγον τῶν εἰς μι φημὶ φήσω πέφηκα πέφαμαι πέφασαι πέφαται . ἢ πέφαται καὶ ἔπειτα πεφάσεται . . . | ||
| ὀργὴν ἴσχε Φιλοστράτου , ὃς Κλεοπάτρᾳ νῦν προσομιλήσας τοῖος ἰδεῖν πέφαται . Ϛʹ . Καὶ Θεόμνηστον δὲ τὸν Ναυκρατίτην ἐπιδήλως |
| καλῶν [ ] | | συμπληρωσαμένου ? [ ] : πᾶγ γὰρ τὸ τοιοῦτο 〚 ν 〛 καὶ τὸ ὁμοειδὲς | ||
| καλῶν [ ] | | συμπληρωσαμένου ? [ ] : πᾶγ γὰρ τὸ τοιοῦτο 〚 ν 〛 καὶ τὸ ὁμοειδὲς |
| θοοὺς βάλλουσα λέοντας : αὐτὴ γάρ μιν ἔτευξε καὶ ἐν φθιμένοισιν ἀγητὴν Κύπρις ἐυστέφανος κρατεροῦ παράκοιτις Ἄρηος , ὄφρά τι | ||
| Αἰσχύλος ἐν Νηρεΐσιν . οἱ ὑπομνηματισταὶ παρὰ τὸ οὐχ ὁσίη φθιμένοισιν ἐπ ' ἀνδράσιν εὐχετάασθαι , ἵνα ἦι ὁ νοῦς |
| δόμους : φρούρει δέ μοι μή ς ' αἰθαλώσηι πολύκαπνον στέγος πέπλους . θύσεις γὰρ οἷα χρή σε δαίμοσιν θύη | ||
| . ἀλλ ' ἄγε , Πέρσαι , τόδ ' ἐνεζόμενοι στέγος ἀρχαῖον , φροντίδα κεδνὴν καὶ βαθύβουλον θώμεθα , χρεία |
| , κελαινὰ δ ' ἀμφὶ νῶθ ' ἵετο κόνις . τοιῶνδ ' ἄνακτα δοριπόνων ἔκανεν ἀνδρῶν , Τυνδαρί , σὰ | ||
| ? ? [ ! ] νοισι τερ ? ? [ τοιῶνδ ] ? ' ἐρετ ? [ ! ! ! |
| δ ' ἀνὰ νύκτα καὶ ἠῶ ἐξ ἁλὸς ἠνεμόφωνος ἐπιβρέμει οὔασιν ἠχή . Ὣς φαμένη ῥοδέην ὑπὸ φάρεϊ κρύπτε παρειὴν | ||
| ἴῃ , ὧδε χρονιωτέρη ἡ νοῦσος γίνεται : τοῖσί τε οὔασιν οὐκ ὀξέως ἔστι τὸ ἀκούειν ἐκ τῆς νούσου : |
| οὐταμένους ἀκέσωνται : τοὺς δ ' ἄλοχοι καὶ τέκνα περιστενάχοντο μολόντας ἐκ πολέμου : πολλοὺς δὲ καὶ οὐ παρεόντας ἀύτευν | ||
| νύμφηι παρεδρεύοις . πολλοὺς μὲν ἤδη κἀπὸ παντοίας χθονὸς ξένους μολόντας οἶδ ' ἐς Ἀδμήτου δόμους , οἷς δεῖπνα προύθηκ |
| λιγυρᾶς ἀρξεύμεθ ' ἀοιδᾶς . ἕρπεις , ὦ φίλ ' Ἄδωνι , καὶ ἐνθάδε κἠς Ἀχέροντα ἡμιθέων , ὡς φαντί | ||
| , πάχεας ἀμπετάσασα κινύρετο , μεῖνον Ἄδωνι , δύσποτμε μεῖνον Ἄδωνι , πανύστατον ὥς σε κιχείω , ὥς σε περιπτύξω |
| κτεῖν ' , ὡς ἐν Ἄργει φόνια λουτρά ς ' ἀμμένει . οὐχ ἕλξετ ' αὐτόν , δμῶες , ἐκποδὼν | ||
| καταστένω , τέκνον ; οὔκουν θρασεῖά γ ' αὐτὸν ἐλπὶς ἀμμένει . ὦ πᾶσιν ἀνθρώποισιν ἔχθιστοι βροτῶν Σπάρτης ἔνοικοι , |
| ' , ὦναξ , καὶ τάνδε φέρευ πακτοῖο μελίπνουν ἐκ κηρῶ σύριγγα καλὸν περὶ χεῖλος ἑλικτάν : ἦ γὰρ ἐγὼν | ||
| , ἐναλλάσσω , γεραίρω ἑορτάζω , συναγελάζω , ταχύνω , κηρῶ , τρέφω , πολλάκις ἄρχομαι , περινοστῶ , ἀναγορεύω |
| τῷ Περὶ μονοσυλλάβων ῥημάτων . . . . . . ἐρωή , , , . . . . . : | ||
| . Πηλεΐδης δ ' ἀπόρουσεν ὅσον τ ' ἐπὶ δουρὸς ἐρωή , αἰετοῦ οἴματ ' ἔχων μέλανος τοῦ θηρητῆρος , |
| βάλοντο ἐγγὺς ἐόνθ ' Ὑμέναιον , ἐπεκρήναντο δ ' ὄλεθρον ἄσχετον ἀργαλέον τε καὶ οὐ φατόν : ἦ γὰρ Ἀχιλλεὺς | ||
| . Ἀλλ ' οὐδ ' ὧς τάρβησε θρασὺ σθένος Εὐρυπύλοιο ἄσχετον υἷ ' Ἀχιλῆος , ἐπεί ῥά μιν ὀτρύνεσκε θάρσος |
| Ἡ Γλυκέριον λαβοῦσα παρ ' ἐραστοῦ τινος Κορίνθιον παράπηχυ καινὸν λῄδιον ἔδωκεν εἰς κναφεῖον , εἶτ ' ἐπεὶ τέλος ἔδοξ | ||
| ἡ Γλυκέριον λαβοῦσα παρ ' ἐραστοῦ τινος Κορίνθιον παράπηχυ καινὸν λῄδιον ἔδωκεν εἰς γναφεῖον : εἶτ ' ἐπεὶ τέλος ἔδοξ |
| Ἰαόνων γῆν οἴχεται πέρσαι θέλων : ἀλλ ' οὔτι πω τοιόνδ ' ἐναργὲς εἰδόμην ὡς τῆς πάροιθεν εὐφρόνης : λέξω | ||
| πέτρας Πληγάδας ἐξέπλωμεν , ὀίομαι οὐκ ἔτ ' ὀπίσσω ἔσσεσθαι τοιόνδ ' ἕτερον φόβον , εἰ ἐτεόν γε φραδμοσύνῃ Φινῆος |
| Διὸς παῖς ὁ χρυσός , κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει , βροτεᾶν † φρένα κράτιστον φρενῶν . θυσάνῳ : | ||
| δαίμων σίντην : θῶες μέν τε διέτρεσαν , αὐτὰρ ὃ δάπτει : ὥς ῥα τότ ' ἀμφ ' Ὀδυσῆα δαΐφρονα |
| ἐν δ ' ἄρα χειρὶ ἔγχος ἔχ ' ἑνδεκάπηχυ : πάροιθε δὲ λάμπετο δουρὸς αἰχμὴ χαλκείη , περὶ δὲ χρύσεος | ||
| κτήματα πάντ ' ἐβάλονθ ' ὁπός ' Ἴλιον εἰσανιόντες ληίσσαντο πάροιθε περικτίονας δαμάσαντες ἠδ ' ὁπός ' ἐξ αὐτῆς ἄγον |
| . καὶ σὺ μὲν ἐκεῖθι χαίρεις , σῶν λόγων δὲ χήρη ἕστηκεν Ἀκαδήμεια καὶ Σόλοι , πατρίς σευ . Ἀρκεσίλαος | ||
| . ] Ἐν τῷ ποτ ' οἴκῳ πρόβατον εἶχέ τις χήρη , θέλουσα δ ' αὐτοῦ τὸν πόκον λαβεῖν μείζω |
| παῖδες φέροιεν Διονύσιον ἐς χορόν . εἴθ ' ἄπυρον καλὸν γενοίμαν μέγα χρύσιον καί με καλὴ γυνὴ φοροίη καθαρὸν θεμένη | ||
| τί γὰρ δεῖ δειλὸν ὄντ ' εὐσωματεῖν ; ἢ μὴ γενοίμαν ἢ πατέρων ἀγαθῶν εἴην πολυκτήτων τε δόμων μέτοχος . |
| εἶναι καὶ μὴ χαίνειν κατὰ στέρησιν . . , : ἄχραντος : ὡς παρὰ τὸ χραίνω χραντὸς καὶ ἄχραντος καὶ | ||
| καὶ ὡς φαίνω φαντὸς καὶ ἄφαντος καὶ χραίνω χραντὸς καὶ ἄχραντος , οὕτω ταίνω ταντὸς καὶ τὸ οὐδέτερον ταντόν , |
| πόλεως πρὸς τῷ Ῥίῳ τῷ Ἀχαϊκῷ . αἰπύ τε σᾶμα τῆνο Λυκαονίδαο : . . . ὃ Αἰπύτου τάφον καλοῦσι | ||
| τῶ πρόσθ ' ἐόντος ἀποταμεῖν , ἔτι χ ' ὑπάρχοι τῆνο τὸ μέτρον ; Β . Οὐ γάρ . Α |
| μινυνθάδιον θαλέθουσα , καὶ τόσον αὐτῆς κάρτος , ἐφ ' ὁππόσον ἔμπνοός ἐστιν : εἰ δέ κ ' ἀποπνεύσῃ , | ||
| δοιοὶ δ ' ἄρ ' ἐπ ' ἀκροτάτοισι κορύμβοις , ὁππόσον ἐκ μεσάτοιο γεγωνότος ἀμφοτέροισιν εἰσαΐειν ἑκάτερθε διπλῶν ἀκρόπτερα φωτῶν |
| ὃν οὐδὲ κατθανόντα γαῖα κεύθει . ἀλλ ' ἐμὲ τὰν τάλαιναν ἐξ ἐνέρων περῶν κυναγεῖ , πλανᾷ τε νῆστιν ἀνὰ | ||
| ὁμολογούμενα . κοὐ προστίθημι τἄλλα , διότι πανταχοῦ διὰ τὴν τάλαιναν πάντα ταύτην γίνεται . ὅταν με καλέσῃ πλούσιος δεῖπνον |
| Χρησμός : Πῖν ' οἶνον τρυγίαν , ἐπεὶ οὐκ Ἀνθηδόνα ναίεις , οὐδ ' ἱερὰν Ὑπέραν , ὅθι γ ' | ||
| δηλοῖ , ἣν ἐδωρήσατο τῇ περσεφόνῃ ὁ ζεύς : ἥτις ναίεις καὶ οἰκεῖς ἐπὶ τοῦ μηλοβότου ἀκράγαντος , τοῦ ὁμωνύμου |
| παρμέμβλωκε καὶ αὐτοῦ κῆρας ἀμύνει : καὶ νῦν ἐξεσάωσεν ὀϊόμενον θανέεσθαι . ἀλλ ' ἤτοι νίκη μὲν ἀρηϊφίλου Μενελάου : | ||
| ἐπ ' ἀμφοτέροισι τανύσσῃ λαοῖς : ἦ γὰρ ἔμελλεν Ἀλέξανδρος θανέεσθαι χερσὶ Φιλοκτήταο πονεύμενος ἀμφ ' ἀλόχοιο . Τοὺς δ |
| , χρυσοδέτοις περόναις ἐπίσαμον : μηδὲ τὸ παρθένιον πτερόν , οὔρειον τέρας , ἐλθεῖν πένθεα γαίας Σφίγγ ' ἀπομουσοτάταισι σὺν | ||
| παρθένιον , πρὸς δὲ τὸν ἀετὸν τὸ πτερόν : γράφεται οὔρειον : οὔρειον τέρας ἐλθεῖν : ὀρεινὸν ἄγριον . ἢ |
| τοῦ γὰρ Λυγκέως ὑπὲρ πάντας ἀνθρώπους ὀξύτατον ἦν τὸ ὄμμα λαιψηροῖς δὲ πόδεσιν ἄφαρ ἐξικέσθαν : τάχιστα δὲ ἐκ τοῦ | ||
| τὸν [ – – – ˘ – – ποσσὶ ] λαιψηροῖς [ ] [ ] Φερένικον [ ἐπ ' Ἀλφειῷ |
| πέλταν Ἀθάνας περικίοσιν ἀγκρεμάσας θαλάμοις δέλτων τ ' ἀναπτύσσοιμι γᾶρυν ἇι σοφοὶ κλέονται . ἀνέγγυοι γάμοι ἀνέξοδον Ἐλευσίνιοι μετ ' | ||
| λέκτρων σκότια νυμφευτήρια . ἦ τὰν τοῦ Φοίβου παρθένον , ἇι γέρας ὁ χρυσοκόμας ἔδωκ ' ἄλεκτρον ζόαν ; ἔρως |
| τέκνα . ἀλλ ' , ὦ φίλοι , χοαῖσι ταῖσδε νερτέρων ὕμνους ἐπευφημεῖτε , τόν τε δαίμονα Δαρεῖον ἀνακαλεῖσθε , | ||
| : πρίν , Ἔρως , ἐκεῖ μ ' ἀπελθεῖν ὑπὸ νερτέρων χορείας , σκεδάσαι θέλω μερίμνας . Μεσονυκτίοις ποτ ' |
| ἔχεν . ἀλλ ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες , ἐπεὶ θεσφάτων ἐπάκουσαν : εἶπε δ ' εὔβουλος | ||
| ῥηματικὸν ὄνομα πάμων καὶ πολυπάμων . . . , : πραπίδες : φρῶ ἐστι ῥῆμα κατὰ συναλιφὴν γενόμενον τοῦ προϊῶ |
| , ἐπεὶ φίλον ἦτορ ἀπηύρα , κείμενον ἐν ψαμάθοισι , δίαινε δέ μιν μέλαν ὕδωρ . τὸν μὲν ἄρ ' | ||
| ] ἐστερημένος . προπομπῶν ] τῆς θεραπείας τῆς βασιλικῆς . δίαινε ] ἤγουν θρήνει καὶ δάκρυσι τίμα τὴν συμφοράν . |
| παντολέτειρα , αὐξιθαλής , φερέκαρπε , καλαῖς ὥραισι βρύουσα , ἕδρανον ἀθανάτου κόσμου , πολυποίκιλε κούρη , ἣ λοχίαις ὠδῖσι | ||
| ὁ δ ' Ἡσίοδος ” Δωδώνην φηγόν τε , Πελασγῶν ἕδρανον „ ᾖεν . „ περὶ μὲν οὖν τῶν Πελασγῶν |
| Πολυφείδεα μάντιν Ἀπόλλων θῆκε βροτῶν ὄχ ' ἄριστον , ἐπεὶ θάνεν Ἀμφιάρηος : ὅς ῥ ' Ὑπερησίηνδ ' ἀπενάσσατο πατρὶ | ||
| πολέμοιο ἂψ ἀνιὼν βλήμενος ἰῷ κεῖθεν , ἐπ ' ἀγχιάλου θάνεν ἀκτῆς . οὐ μέν θην προτέρω ἔτ ' ἐμέτρεον |
| πέπρωται Εὐβοίας ἄκρον ἱκέσθαι καὶ ἱερὰν χώραν κτίζειν , καὶ ἵξομαι καὶ κτίσω , εἴτε λέγοις , εἴτε μή , | ||
| ἐπείγομαι : οὐ γὰρ ἄτιμοι ἱκεσίου Ζηνὸς κοῦραι Λιταί : ἵξομαι ἤδη ὁπλοτέροις βασιλεῦσι καὶ ἡμιθέοις ἐνάριθμος . Καὶ τότε |
| κλαγγηδὸν ἐπειγόμεναι βρωμοῖο χειμῶνος μέγα σῆμα , καὶ ἐννεάγηρα κορώνη νύκτερον ἀείδουσα , καὶ ὀψὲ βοῶντε κολοιοί , καὶ σπίνος | ||
| † ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος , ὡς δυσμενοῦς ὑπερτέρου , ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖν , παγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον . ὅ τοι |
| σύγγον ' , αἰτία δ ' ἐγώ . διὰ πυρὸς ἔμολον ἁ τάλαινα ματρὶ τᾶιδ ' , ἅ μ ' | ||
| Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ ' ἀείδων ἔμολον , οὕνεκ ' Ὀλυμπιόνικος ἁ Μινύεια σεῦ ἕκατι . |
| γὰρ τὸ γίνω τὸ κατασκευάζω : κλίνω : κρίνω : τίνω τὸ ἀποδίδωμι , ὃ καὶ τίω λέγεται , ἐξ | ||
| οἷον , σίνω : πίνω : φθίνω : κλίνω : τίνω τὸ ἀποδίδωμι , οὗ παράγωγον τὸ τιννύω : γίνω |
| ἐνθάδε καλὸν ἀποθανεῖν : ὑμεῖς δὲ πρὶν συμμεῖξαι τοῖς πολεμίοις σπεύδετε εἰς τὴν σωτηρίαν . καὶ ταῦτ ' ἔλεγε καὶ | ||
| τοῦτον ἀνάρσιον ἵππον ἄγοντες δαιμόνιοι μαίνεσθε καὶ ὑστατίην ἐπὶ νύκτα σπεύδετε καὶ πολέμοιο πέρας καὶ νήγρετον ὕπνον ; δυσμενέων ὅδε |
| ! ! ! ! ! ! ] Αβαδιος ἐπὶ χθονὶ παμβασιλῆος ἔπλετο δωρσιεω ? ? ? ! ! ! ! | ||
| ? ? ? ὔμμι ? ? γενέθλῃ . ἐν χθονὶ παμβασιλῆος ? ? ? ? ? ? ? ? ? |
| , ἄλλοι δ ' ἀμφιφορῆας ἐπισχεδὸν ἵστασαν οἴνου κίρνασθαι , θυέων δ ' ἄπο τηλόθι κήκιε λιγνύς : αἱ δὲ | ||
| Λυσανίας δέ φησι τὸν ἀμφιφορέα ὑπὸ Ἀθηναίων ἀμφορέα καλεῖσθαι . θυέων : θυμιαμάτων . λιγνύς : ἡ καπνώδης ἀναφορά : |
| φέρτατον ὕδωρ , θηλᾶν γάλα : τοὶ δ ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους : ἀσκὸς δ ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν | ||
| σὺν κείνοισι : καί ῥ ' ἦλθον Πελία μέγαρον : ἐσσύμενοι δ ' εἴσω κατέσταν : τῶν δ ' ἀκούσαις |
| ἂν τὴν διπλοΐδα , ἣν Ὅμηρός φησι δίπλακα μαρμαρέην . κατέβα τοι : ἀντὶ τοῦ : διὰ πόσου σοι ἀπὸ | ||
| ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις . ἐς δ ' Ἰαολκὸν ἐπεὶ κατέβα ναυτᾶν ἄωτος , λέξατο πάντας ἐπαινήσαις Ἰάσων . καί |
| : τῆς δ ' ἄρα θυμὸς ὑπὸ κραδίῃ μέγ ' ἰάνθη . Αὐτίκα δ ' αἰγίδα θοῦριν ἐδύσετο παμφανόωσαν , | ||
| ὕπνος , μνήσατο πατρὸς ἑοῖο , νόος δέ οἱ ἠὺς ἰάνθη . Ἀλλ ' ὅτ ' ἐς οὐρανὸν εὐρὺν ἀνήιεν |
| δὲ παρθένος μένειν ἀεί . ] ἃ δ ' ἀμφὶ τύμβωι τῶιδ ' ὀνειδίζεις πατρός , ἡμῖν ὅδ ' αὑτὸς | ||
| , εὔψυχον ἄνδρα πολεμίων θανόνθ ' ὕπο κούφηι καταμπίσχουσιν ἐν τύμβωι χθονί , κακοὺς δ ' ἐφ ' ἕρμα στερεὸν |
| τὸν ἡδονῆς μελωιδὸν εὐάζων χορόν . πηκτὶς δὲ Μούσηι γαυριῶσα βαρβάρωι δίχορδος εἰς σὴν χεῖρα πῶς κατεστάθη ; ἐδέξατ ' | ||
| ' , ἀνθηρὸς μὲν εἱμάτων στολῆι χρυσῶι τε λαμπρός , βαρβάρωι χλιδήματι , ἐρῶν ἐρῶσαν ὤιχετ ' ἐξαναρπάσας Ἑλένην πρὸς |
| φᾶρος στέλλων , ἐπὶ τάνδε συθεὶς τέκνων ἐμῶν φύλαξ ὀλέθριον κοίταν ; ὦ τλῆμον , ὥς σοι δύσφορ ' εἴργασται | ||
| τῷδ ' ἀσεβεῖ θανάτῳ βίον ἐκπνέων , ὤμοι μοι , κοίταν τάνδ ' ἀνελεύθερον δολίῳ μόρῳ δαμεὶς δάμαρτος ἐκ χερὸς |
| σὲ δ ' ἀλκά παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει . Ἀχάρναι δὲ παλαίφατον εὐάνορες : ὅσσα δ ' ἀμφ ' ἀέθˈλοις , | ||
| τοῦτο πατροκτονήσας ἐπὶ πέρας ἤγαγεν ὁ Οἰδίπους . ἄλλως : παλαίφατον : τὸ πάλαι πεφατισμένον καὶ ῥηθὲν Λαίῳ . ἐν |
| τὸ αὐτὸ δὲ καὶ παρακατιὼν νοήσεις τὸ , Νῆες μὲν ἄγαγον ποποῖ , νῆες δ ' ἀπώλεσαν τοτοῖ . . | ||
| πλόον ἠρνήσαντο καὶ ὅρκους Αἰγιαλήων . Αὖλίν τέ σφ ' ἄγαγον Πεσσά τε Ναυπλιάδαο Πολλάκι οὑ κλισίῃσι Πυληγενέεσσί τε νηυσὶν |
| δ ' ἀγορὴν αἰψηρήν . οἱ μὲν ἄρ ' ἐσκίδναντο ἑὰ πρὸς δώμαθ ' ἕκαστος , μνηστῆρες δ ' ἐς | ||
| ἀηδόνος αἰολοφώνου , ἠὲ καὶ εἰαρινῇσι χελιδόσιν ἐγγὺς ἔκυρσε μυρομέναις ἑὰ τέκνα , τά τε σφίσι ληΐσσαντο ἐξ εὐνῆς ἢ |
| * παρὰ τὸ πέδον * , τοῦτο δὲ παρὰ τὸ ἕζω τὸ κάθημαι . πόδες οὖν τῆς νηὸς κυρίως οἱ | ||
| ἑννύω : ἀφ ' οὗ καὶ ἐν πλεονασμῷ τοῦ ζ ἕζω : δηλοῖ γὰρ τὸ ἕω τὸ δασυνόμενον πλείονα . |
| ἀπορία τελέθει , τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας Διὸς Κόρινθος . Ὥρα πότˈνια , κάρυξ Ἀφˈροδίτας ἀμβροσιᾶν φιλοτάτων , ἅ τε παρθενηΐοις | ||
| ἔνθα κελαινώπεσσι Κόλχοισιν βίαν μεῖξαν Αἰήτᾳ παρ ' αὐτῷ . πότˈνια δ ' ὀξυτάτων βελέων ποικίλαν ἴϋγγα τετˈράκˈναμον Οὐλυμπόθεν ἐν |
| ὑμῖν , πρόσθε δ ' ἄνασσαν , [ λάβετε φέρετε πέμπετ ' ἀείρετέ μου ] γεραιᾶς χειρὸς προσλαζύμεναι : κἀγὼ | ||
| ὕμνος . ἀλλὰ κλύοντες , μάκαρες χθόνιοι , τῆσδε κατευχῆς πέμπετ ' ἀρωγὴν παισὶν προφρόνως ἐπὶ νίκῃ . πάτερ , |
| οὐ τὸ μέν , ἄλλο δὲ μή , πατρὸς ἔμφυτον ἄλαστον αἷμα δυσμόροιν στενάζειν , ᾧ τινι τὸν πολὺν ἄλλοτε | ||
| : ἤλυθες Οὔλυμπον δὲ θεὰ Θέτι κηδομένη περ , πένθος ἄλαστον ἔχουσα μετὰ φρεσίν : οἶδα καὶ αὐτός : ἀλλὰ |
| εἰς βάθος πληγή . Μεθόδιος , . , . . Ἄμυδις : σημαίνει δὲ τὸ ἅμα : ἄμυδις δέ τε | ||
| . Λάξ : τὸ λάκτισμα . Μάλιστα : ἐξαιρέτως . Ἄμυδις : ὁμοῦ . Δηλαδή : δῆλον ὅτι . Ἰστέον |
| πλοῦς οὔριός τε κεὐσταλὴς ὅποι ποτὲ θεὸς δικαιοῖ χὠ στόλος πορσύνεται . Ἀλλὰ δέδοικ ' , ὦ παῖ , μή | ||
| , ὅτ ' ἀμπνεύσωσι φόβοιο . Τοίην καὶ ῥίνη τεκέων πορσύνεται ἀλκήν , ἀλλ ' οὐκ εἰς νηδὺν κείνῃ δύσις |
| . ” Ὧς φάτο δακρυόεις , σὺν δ ' ἔννεπον ἀσχαλόωντι ὅσσοι ἔσαν νηῶν δεδαημένοι . ἐν δ ' ἄρα | ||
| δ ' ἀέκοντα θύραζε πέμπω , ἐπεὶ μέμονέν γε παρέμμεναι ἀσχαλόωντι . ” Ὧς φάτ ' Ἀγηνορίδης : ὁ δ |
| ἡμέραις . Προχέοντι ] Προχέουσι . Ῥόον ] Ῥεῦμα . Αἴθων ' ] Μέλανα ἢ καυστικόν . Ὄρφναισι ] Ἐν | ||
| ἀργαλέος γὰρ ἐὼν καὶ φίλος εὖτ ' ἂν ἀπῆις . Αἴθων μὲν γένος εἰμί , πόλιν δ ' εὐτείχεα Θήβην |
| [ δρόμους ] , λῆξε δὲ βαρυβρόμων Νηρέως [ ζαμενὲς οἶδμ ] ' ἠδὲ μέγας Ὠκεανός , ὃς πέριξ [ | ||
| δόλιοι ὥς μ ' ἀφ ' ἁλιπλόου γλαφυρᾶς νεὼς εἰς οἶδμ ' ἁλιπόρφυρον λίμνας ἔριψαν . ἴδιον μὲν δήπου δελφίνων |
| Ἀφρόδιτα [ [ ] [ ] [ ] ν ? γυν [ . . . ὠς λόγος κάκων ἀ [ | ||
| ! ! ! ! ] ? ? οἷα ? ? γυν [ * | ! ! ! ! ! ! |
| πρὸς γόνυ πίπτουσα τὸ σόν : † ἄνομοι τέκνα λῦσαι φθιμένων νεκύων οἳ † καταλείπουσι μέλη θανάτωι λυσιμελεῖ θηρσὶν ὀρείοισι | ||
| κἀκποδὼν εἶναι νέοις . ἰώ : τάδε δὴ παίδων ἤδη φθιμένων ὀστᾶ φέρεται . λάβετ ' , ἀμφίπολοι , γραίας |
| τ ' ἀργαλέους ἄσμενος ἐξέφυγον , ἐκλέλυμαι δὲ πόθου πρὸς ἐυστεφάνου Κυθερείης : σοὶ δ ' , ὦ παῖ , | ||
| ἐυσταθέων κλισιάων νηυσὶν ἀνεπλώεσκον ἀπὸ Ῥοιτειάδος ἀκτῆς ὅρμον ἐς ἀντιπέραιον ἐυστεφάνου Τενέδοιο γλαυκὸν ἀναπτύσσοντες ὕδωρ Ἀθαμαντίδος Ἕλλης . μοῦνος δὲ |
| πολύκμητος χάδε γαῖα : τοῖος ἄρ ' ἐν πυρὶ κεῖτο λελασμένος ἰωχμοῖο Αἴας σὺν τεύχεσσι . Πολὺς δ ' ἐστείνετο | ||
| ὑπ ' Ἀχαιοῖς μέμβλεται , ἀλλ ' ἄρα καὶ σὺ λελασμένος υἷος ἑοῖο Δαρδάνου ἀντιθέοιο μέγ ' Ἀργείοισιν ἀρήγεις . |
| σὺ δὲ θεῖον Ὅμηρον ἄειδέ μοι κλέος ἀνέρων , κλέος ἁμετέρων πόνων , δι ' ὃν οὐ θάνον , δι | ||
| . ἄλλως : σημειωτέον ὅτι τὰς κενὰς οὕτως εἶπεν . ἁμετέρων ἀποσυλᾶσαι : Χαῖρις γράφει ἁμετέρων , καὶ περισπᾷ τὸ |
| : ἀνὴρ , ὃς ἐμὸν δόμον ἀμφιπολεύει , Ἡσίοδος μούσῃσι τετιμένος ἀθανάτῃσι . Τοῦ δή τοι κλέος ἔσται , ὅσον | ||
| ἐπὶ χθόνα δῖαν ἐλαύνει , φοιτᾷ δ ' οὔτε θεοῖσι τετιμένος οὔτε βροτοῖσιν . ὣς μὲν καὶ Πηλῆϊ θεοὶ δόσαν |
| ἔπειτα δόλου πετάσασα θύρετρα , ἐξαπίνης συνέμαρψε καὶ ἔσπασεν εὐρὺ χανοῦσα ἄγρην κερδαλέην , ὅσσην ἕλεν οἰμήσασα . Καὶ μὲν | ||
| ' ἀλλήλοισιν ὁμιλῆσαι μεμαῶτε συμπεσέτην , ἔχιος δὲ κάρη κατέδεκτο χανοῦσα νύμφη φυσιόωσα : γάμῳ δ ' ἐπιγηθήσαντες ἡ μὲν |