τὸ τὸν στόμαχον ἐπιδάκνεσθαι ὑπὸ λιμοῦ καρδιώττειν λέγειν , ὅπερ βουλιμιᾶν λέγει Ξενοφῶν . καὶ εὐκάρδια πολλοὶ τὰ εὐστόμαχα λέγουσιν
καρδιώττειν : οὕτω δ ' οἱ Δωριεῖς τὸ παρὰ Ξενοφῶντι βουλιμιᾶν καλοῦσιν . καλεῖται δέ τις καὶ περικάρδιος ὑμήν ,
7115250 καρδιωττειν
διὰ τῶν φαρμάκων λυπηρόν : σπασμὸν γάρ τινα ἐμποιεῖν καὶ καρδιώττειν ἀναγκάζειν : τὸν δὲ ἐκ τοῦ δήγματος τῆς ἀσπίδος
. ὄνομα δ ' ἀπ ' αὐτῆς εὐκάρδιος , καὶ καρδιώττειν : οὕτω δ ' οἱ Δωριεῖς τὸ παρὰ Ξενοφῶντι
5510895 φιληδιας
τὰς ψήφους . ἔνιοι δὲ ⌈ ἔσθ ' ὅτε ὑπὸ φιληδίας κατεῖχον αὐτάς . Γ ἐνίοτε μὲνέν ⌈ , φησίν
ἐνίοτε δὲ καὶ αὐτοὶ ἐγειρόμενοι ἐνέβαλλον . τινὲς δὲ ὑπὸ φιληδίας κατεῖχον αὐτάς . φησὶν οὖν , ὅτι ὁ μὴ
5481408 Τρωγλοδυτας
. διὸ καὶ πάντας [ μὲν ] ἰδεῖν ἔστι τοὺς Τρωγλοδύτας ἀρτίους μὲν τοῖς σώμασιν , ἰσχύοντας δ ' ἔτι
καὶ Αἰθιοπίαν καὶ Σιδονίους καὶ Ἐρεμβούς , οὓς εἰκὸς λέγειν Τρωγλοδύτας Ἄραβας , ῥητῶς λέγων , τοὺς δὲ πρὸς ταῖς
5466998 γυψωσαντες
, εἴτε δὴ κατά περ Αἰγύπτιοι εἴτε ἄλλως κως , γυψώσαντες ἅπαντα αὐτὸν γραφῇ κοσμέουσι , ἐξομοιοῦντες τὸ εἶδος ἐς
περιιπταμένους τοὺς τοῦ Ἀπόλλωνος ἱεροὺς κόρακας , οὓς παῖδες ἀφῆκαν γυψώσαντες ὑπὸ μέθης , καὶ τελεῖσθαι τὸν χρησμὸν φήσαντες ἐνταῦθα
5210891 δακνοντες
τὸν Ἱερώνυμον ὥσπερ οἱ δειλοὶ καὶ λίχνοι σκύλακες τὰ δέρματα δάκνοντες οἴκοι καὶ τὰ τίλματα τίλλοντες τῶν θηρίων αὐτῶν οὐχ
ὑλακτοῦσιν , ὥςπερ κύνες , καὶ δάκνουσιν ἐπιόντας : καὶ δάκνοντες αἴτιοι τοῦ αὑτῶν πάθους κατέστησαν . Τῶν δὲ ἐμπεσόντων
5122072 ἰασατο
μὰ τὸν Δί ' οὐδὲν ἄπιστον , ὃς ὅλην ποτὲ ἰάσατο τὴν πόλιν . Ἀλλὰ γὰρ οὗπερ ἕνεκα ἐμνήσθην αὐτοῦ
τὸ χεῖρον ἰωμένων . καὶ Ἀριστοφάνης : Ἀκεσίας τὸν πρωκτὸν ἰάσατο . . , : Ἄκουε τοῦ τὰ τέσσαρα ὦτα
5103422 δωροφορους
' οὖν διὰ τοῦτο καὶ Εὐφορίων ὁ ἐποποιὸς τοὺς Μαρυανδυνοὺς δωροφόρους ὑποφρίσσοντας ἄνακτας καλεῖ . λέγει δὲ καὶ Καλλίστρατος ὁ
' οὖν διὰ τοῦτο καὶ Εὐφορίων ὁ ἐποποιὸς τοὺς Μαριανδυνοὺς δωροφόρους κέκληκεν : Δωροφόροι καλεοίαθ ' ὑποφρίσσοντες ἄνακτας . Λέγει
5055209 ἀγωγοι
, κἀκεῖνο τοῦ ὁρᾶν ἡμᾶς πρῶτον αἴτιον , οἵ τε ἀγωγοὶ τοῦ πνεύματος ἐκ τῶν ἀνατομῶν δεικνύμενοι πείθουσι , καὶ
ὁ γὰρ ἀγωγεὺς εὐτελέστερον . ἐν μέντοι τῷ πλήθει καὶ ἀγωγοὶ καὶ ἀγωγεῖς ῥυτοί . ὑφηγητὴς ἐξηγητής , προηγεμὼν προηγητής
5004277 λυσσωντος
μύρου στυρακίνου δρ . ηʹ . ἐὰν δὲ ὑπὸ κυνὸς λυσσῶντος δηχθῇ τις , ἐμπλάστρῳ μὴ τῷ αὐτῷ χρῶ ,
καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ἐρυσιπελάτων χρώμεθα . Οἱ δηχθέντες ὑπὸ λυσσῶντος κυνὸς ἐμπίπτουσιν εἰς τὸν ὑδροφόβον . σημεῖα δὲ τοῦ
4990775 δισκων
συμφωνίαν τινά . καὶ λέγεται Γλαῦκον ἰδόντα τοὺς ἐπὶ τῶν δίσκων φθόγγους , πρῶτον ἐγχειρῆσαι δι ' αὐτῶν χειρουργεῖν ,
συμφωνίαν τινά . Καὶ λέγεται Γλαῦκον ἰδεῖν τοὺς ἐπῖ τῶν δίσκων φθόγγους πρῶτον . Γλυκὺς ἀγκών : τὴν παροιμίαν φησὶν
4966908 ἐπαλλοντο
Ἡρόδοτος ἐν θ : οἱ τάριχοι ἐπὶ τῷ πυρὶ κείμενοι ἐπάλλοντο καὶ ἤσπαιρον . καὶ αἱ παροιμίαι δὲ ἀρσενικῶς οἴδασιν
θʹ ἀρσενικῶς προφέρει , οἱ τάριχοι ἐπὶ τῷ πυρὶ κείμενοι ἐπάλλοντο καὶ ἤσπαιρον . Ἡ Δημήτηρ πόλεως ἐστὶ καταρκτική ,
4962268 ἀγωνοθετας
διαποροῦντα , πότερον τὸ ἀκόντιον ἢ τὸν βαλόντα ἢ τοὺς ἀγωνοθέτας κατὰ τὸν ὀρθότατον λόγον αἰτίους χρὴ τοῦ πάθους ἡγεῖσθαι
ὑβρίσαντος μέγιστα δὴ Ἑλλήνων ἁπάντων , ὃς ἐξαναστήσας τοὺς Ἠλείων ἀγωνοθέτας αὐτὸς τὸν ἐν Ὀλυμπίῃ ἀγῶνα ἔθηκε , τούτου τε
4935347 περιενεχθηναι
Πλαταιικὸς καὶ Κλέαρχος φιάλην ἀποσταλῆναι ὑπὸ Κροίσου Πιττακῷ καὶ οὕτω περιενεχθῆναι . . : τούτῳ γυμνασία ἦν σῖτον ἀλεῖν ,
[ . ] φιάλην ἀποσταλῆναι ὑπὸ Κροίσου Πιττακῶι καὶ οὕτω περιενεχθῆναι . Ἄνδρων δ ' ἐν τῶι Τρίποδι [ .
4932648 Στησιμβροτος
λέγειν περὶ Ὁμήρου , ὡς οὔτε Μητρόδωρος ὁ Λαμψακηνὸς οὔτε Στησίμβροτος ὁ Θάσιος οὔτε Γλαύκων οὔτε ἄλλος οὐδεὶς τῶν πώποτε
οὔτ ' Ἀριστοτέλης [ . ] . . . καίτοι Στησίμβροτος [ . ] Ἀναξαγόρου τε διακοῦσαι τὸν Θεμιστοκλέα φησὶ
4927745 ἰσχιαδικους
ἐπιμελῶς λειώσας κατάπλασσε , ἐπιτιθεὶς οἰσυπηρὸν ἔριον . [ Πρὸς ἰσχιαδικούς . ] Σκορόδων ὄνυχας τρεῖς καθαρίσας ὑγιεῖς κατάπιε μετὰ
. ὁμοίως ὁ ταύτης χυλὸς ἰᾶται νεφριτικούς , καὶ τοὺς ἰσχιαδικούς . τὸ δὲ ζέμα αὐτῆς πινόμενον θεραπεύει δυσουρίαν ,
4927734 Διοκλης
ἐξ ἀμφιρύτης ἀγόραζε , ἀνδράσι τ ' ἀστείοισιν ὁμιλήσεις . Διοκλῆς Θαλάττῃ : ἅλλεται δ ' ὑφ ' ἡδονῆς κεστρεύς
ἐπὶ δὲ τῶν τετοκυιῶν ἐκτείνεται ὅλη καὶ περιφερὴς γίνεται . Διοκλῆς δὲ καὶ κοτυληδόνας καὶ πλεκτάνας καὶ κεραίας λεγομένας εἶναί
4853807 φαγοντας
ὁ κύαμος δεκαδακτύλους τὸ μῆκος πλήρεις μέλιτος , τοὺς δὲ φαγόντας οὐ ῥᾳδίως σώζεσθαι . ἅπαντας δ ' ὑπερβέβληνται περὶ
τῷ περὶ θαυμασίων ἀκουσμάτων βαρύοσμον , ἀφ ' οὗ τοὺς φαγόντας ὑγιαίνοντας μὲν ἐξίστασθαι , τοὺς δ ' ἐπιλήπτους εὐθέως
4836229 χαραξαντες
τελεσθείσης τῆς ὑποκειμένης νομοθεσίας , ταύτην εἰς δώδεκα χαλκοῦς πίνακας χαράξαντες οἱ ὕπατοι προσήλωσαν τοῖς πρὸ τοῦ βουλευτηρίου τότε κειμένοις
, οὕτω δοκιμάζουσι τὰ ἀλεξιφάρμακα : μέρος τοῦ ἑαυτῶν ποδὸς χαράξαντες αἷμα ἀφιᾶσι καὶ εὐθὺς προσάπτουσιν αὐτὸ τὸ φάρμακον :
4830636 ἐκκρινουσιν
πρὸς τὴν γένεσιν ἀλλοιώσει , ἄλλ ' ἐκ τοῦ μίγματος ἐκκρίνουσιν ὡς ἐνυπάρχοντα ἤδη τὰ ἡμῖν γίνεσθαι δοκοῦντα : ἀλλ
ἕλμινθες αὐτὰς λυποῖεν , τοῦ σίτου τὸ καλούμενον λήιον ἐσθίουσαι ἐκκρίνουσιν αὐτάς . λέγονται δὲ καὶ ὅταν δέωνται τὴν γαστέρα
4817232 ἀληθευοντας
καὶ τὰ πράγματα σοφισμάτων : ὧν εἶναι ψευδομένους λόγους καὶ ἀληθεύοντας καὶ ἀποφάσκοντας σωρίτας τε καὶ τοὺς ὁμοίους τούτοις ,
Διονύσου τρίπους . καὶ γὰρ ἐκ τρίποδος λέγειν φαμὲν τοὺς ἀληθεύοντας : δεῖ δὲ νοεῖν τρίποδα τοῦ Διονύσου τὸν κρατῆρα
4805765 Μυγδονος
τρέπουσι τὸ ω εἰς ο ἐπὶ τῆς γενικῆς , Μυγδών Μυγδόνος , Σιδών Σιδόνος , Ψ ἐπεὶ Σιδόνες πολυδαίδαλοι ,
μοῖρα Μακεδονίας . καὶ ἑτέρα Φρυγίας τῆς μεγάλης . ἀπὸ Μυγδόνος . τινὲς δὲ Μαιδοὺς αὐτούς φασι . τὸ κτητικὸν
4795781 Μηδιος
τῶν ἰατρικῶν : ἠκολούθησαν δ ' αὐτῷ καὶ οἱ μαθηταὶ Μήδιός τε καὶ Ἀριστογένης . ἔνδοξοι καὶ αὐτοὶ παρ '
τῶν ἰατρικῶν : ἠκολούθησαν δ ' αὐτῷ καὶ οἱ μαθηταὶ Μήδιός τε καὶ Ἀριστογένης . ἔνδοξοι καὶ αὐτοὶ παρ '
4780857 μετασταντες
τὴν μήνυσιν , ἐπειδὴ πρὸς ἄρνησιν οὐδεὶς ἐπεχείρησε τραπέσθαι , μεταστάντες ἐκ τῆς ἀγορᾶς εἰς τὸ βουλευτήριον γνώμας ὑπὲρ αὐτῶν
δύνωμαι ἀγαθὸν ὑμῖν παρ ' αὐτοῦ διαπράξασθαι . πρὸς ταῦτα μεταστάντες οἱ Ἕλληνες ἐβουλεύοντο : καὶ ἀπεκρίναντο , Κλέαρχος δ
4772283 Κιμμεριων
Μιλησίων : οὗτοι συνοικίζουσι δ ' αὐτήν , ἡνίκα ὁ Κιμμερίων κατέδραμε τὴν Ἀσίαν στρατός . Καταντικρὺ δὲ Καράμβεως ἐν
κεκαλυμμένον . ὁ δὲ νοῦς : ὥσπερ ὁ σκοτασμὸς τῶν Κιμμερίων ἀφανίζων τὸ φῶς σκότος ποιεῖ , οὕτως καὶ τὰ
4756045 Μαριανδυνους
λεγομένων Μοισῶν . Ταῦτα μὲν οὕτω λέγεται . τοὺς δὲ Μαριανδυνοὺς καὶ τοὺς Καύκωνας οὐχ ὁμοίως ἅπαντες λέγουσι : τὴν
Θήβης πεδίου καὶ Λέλεγας : Παμφύλους δὲ καὶ Βιθυνοὺς καὶ Μαριανδυνοὺς καὶ Πισίδας καὶ Χάλυβας καὶ Μιλύας καὶ Καππάδοκας μηδ
4745491 πλανηθεντες
ἀνθρώπους ὅπως αὐτοῖς καθ ' ὕπνους ψευδῆ δεικνύωσιν , ἵνα πλανηθέντες τὴν ἀκρίβειαν πάλιν ὑπὸ τὴν τοῦ πρωτοτύπου καταφύγωσι μαντείαν
οἱ πολῖται λέγονται . τινὲς δὲ λέγουσιν αὐτὸν Σμυρναῖον , πλανηθέντες ἀπὸ τοῦ ἐκεῖσε φοιτᾶν τῷ Πολέμωνι τῷ διδασκάλῳ ,
4745107 περιλειξας
κωμικός : ἀλλ ' ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας . ἀμέλει : δηλαδή , πάντως : ἐπίρρημα γάρ
ἀναβάσει εἶναι , οἷον : πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας . λέγονται δὲ καὶ οἱ ὀρεινοὶ καὶ ὑψηλοὶ τόποι
4721311 πληγεισι
τὰ ἄνω , αἱ μασχάλαι . Καὶ τοῖς μὲν ἐλαφρῶς πληγεῖσι , τοιαῦτα παρακολουθεῖ : τοῖς δὲ εὐτονώτερον , καῦσις
κοινὴ ἐπιμέλεια . Τοῖς δὲ ὑπὸ τῆς λεγομένης χαλκίδος σαύρας πληγεῖσι , παρακολουθεῖ οἴδημα διαφανὲς ὥσπερ ἐκλάμπον , κύκλῳ δὲ
4712042 Προμαθιδας
Ἴδμονος καὶ Ἡρόδωρος ἱστορεῖ ἐν τοῖς περὶ Ἡρακλείας , ὡς Προμαθίδας εἶπε , καὶ Νύμφις ἐν τῷ Ἡρακλείας , ὡς
τεμνομένους τὰ αἰδοῖα Γάλλους καλοῦσι . , . , : Προμαθίδας ὁ Ἡρακλεώτης ἐν Ἡμιάμβοις , Πολύβου , τοῦ Ἑρμοῦ
4708319 ἐνεκλινον
, ἔτι δὲ καλλίων ὁ τῶν ἱππέων . οὐ γὰρ ἐνέκλινον οἱ τῇδε τεταγμένοι Οὐιεντανοὶ τὴν ἔφοδον ὑπὸ τῆς Ῥωμαϊκῆς
καὶ πρὸς φυγὴν ὁρμησάντων , οἱ προσεχεῖς ἀεὶ τῶν Ἀθηναίων ἐνέκλινον , καὶ κατ ' ὀλίγον ἅπαντες ἐτράπησαν . οἱ
4708213 τυφλωθηναι
πυρετοῦ ἐπιγενομένου , λύσις : εἰ δὲ μὴ , κίνδυνος τυφλωθῆναι , ἢ ἀπολέσθαι , ἢ ἀμφότερα . Οἷσιν ὀφθαλμιῶσι
ὀφθαλμούς : φησὶ δ ' αὐτὸ Στησίμβροτος ὑπὸ τῆς Γῆς τυφλωθῆναι διὰ τὸ φθείρειν τοὺς καρπούς . . . ,
4697509 κονεως
: μακροπαράληκτα δὲ διὰ τὰ βραχυπαράληκτα , φρόνις κόνις φρόνεως κόνεως : τὸ δὲ κονίς ὅταν ὀξύνηται διὰ τοῦ δος
πριαπώδης ὁ Κονίσαλος : ἐκ τοῦ μὴ ὀκνεῖν καὶ ἐπὶ κόνεως μίγνυσθαι . ὦ κυρσάνιε : ἀντὶ τοῦ εὐτελέστατε .
4692864 πνιγμους
, μάλιστα ἀπὸ βαλανείου ἢ δρόμου καὶ τῶν εὐτόνων γυμνασίων πνιγμοὺς καὶ ἀλγήματα ἐπιφέρει : ἐφ ' ὧν φλεβοτομία ταχέως
τι τῶν συνταραττόντων συμπλέκοντας . τοὺς δ ' ἀπὸ μυκήτων πνιγμοὺς κουφίζει ὀξύμελι μετὰ νάρδου πινόμενον καὶ ὀρνίθων τῶν κατοικιδίων
4687117 ἐβιασαντο
φάλαγγα . καὶ ἀπὸ μὲν τῶν πρώτων ἁμαξῶν οὐ χαλεπῶς ἐβιάσαντο οἱ Μακεδόνες τοὺς Ἰνδούς : πρὸ δὲ τῶν δευτέρων
τῆς ἐπὶ τὴν πόλιν ἐπανόδου διακλείσασαι φυγεῖν πρὸς τὴν γῆν ἐβιάσαντο . ἐπικειμένων δὲ τῶν Πελοποννησίων πάσαις ταῖς ναυσίν ,
4683695 Φινειδας
αὐτὸν ἀναβιώσκειν , Φύλαρχος [ . ] δὲ διὰ τοὺς Φινείδας , Τελέσαρχος [ . ] δὲ δι ' Ὠρίωνα
καὶ συγγραφεῦσι συγκρίνωμεν . 〛 οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τοὺς Φινείδας λέγεται τὴν βασιλείαν παραδόντας τῆι μητρὶ Κλεοπάτραι συστρατεῦσαι τοῖς
4677336 Σωσιβιος
Λακεδαιμόνιοι παρ ' ἑαυτοῖς κατά τι λόγιον , ὥς φησι Σωσίβιος ὁ Λάκων . Γεγόνασι δὲ καὶ Ἐπιμενίδαι ἄλλοι δύο
τὸ δέπας ἀμογητὶ ἀείρων . Ταῦτα καὶ ὁ θαυμάσιος λυτικὸς Σωσίβιος , ὃν οὐκ ἀχαρίτως διέπαιξε διὰ τὰς πολυθρυλήτους ταύτας
4661164 Καυκωνας
. Οἱ γὰρ πλέονες αὐτῶν ἐτράποντο ἐς τοὺς Παρωρεάτας καὶ Καύκωνας , τούτους δὲ ἐξελάσαντες ἐκ τῆς χώρης σφέας αὐτοὺς
] ἀντὶ Λυδῶν καὶ ἄλλους ἀγνῶτας , οἷον Ἁλιζῶνας καὶ Καύκωνας : ἐκτὸς δὲ τοῦ καταλόγου Κητείους τε καὶ Σολύμους
4657623 ὑδρου
τὸν βρωθέντα ἤτοι δηχθέντα ἐν Χρύσῃ καὶ Λήμνῳ ὑπὸ ὄφεως ὕδρου . κεγχρίνῃ εἶδος ὄφεως . ἔλαβε δὲ εἶδος ἀντὶ
Λήμνου : ἐκεῖ γὰρ αὐτὸν ἔῤῥιψεν Ὀδυσσεὺς δηχθέντα ὑπὸ ὄφεως ὕδρου , ὅτε ἐκάθαιρον Ἕλληνες τὸν κεχωσμένον βωμὸν Ἀθηνᾶς .
4643094 λεπτηϲ
ἐπὶ φλεγμονῇ τοῦ ἥπατοϲ ἰκτερικοὺϲ πότιζε οἰνομέλιτι ἢ ἀφεψήματι ἀριϲτολοχίαϲ λεπτῆϲ ἢ ὑπερικοῦ ἢ ἀδιάντου ἢ ϲτρουθίου ἢ ἐρυθροδάνου ὁμοίωϲ
κατοιχομένων τιϲί , τάχα μὲν παρεόνταϲ ὁρεῦντεϲ αὐτοὶ μοῦνοι ὑπὸ λεπτῆϲ καὶ καθαρῆϲ αἰϲθήϲιοϲ , τάχα δ ' αὐτῶν τῆϲ
4641849 Ἀδαιον
καὶ Πολέμων δ ' ἐν τῇ . . τῶν πρὸς Ἀδαῖον καὶ Ἀντίγονον , ὅτι κεραμέοις ἀγγείοις ἐχρῶντο οἱ Λακεδαιμόνιοι
. Πολέμων δ ' ἐν πέμπτῳ τῶν πρὸς Ἀντίγονον καὶ Ἀδαῖον πορφυρίωνά φησι τὸν ὄρνιν διαιτώμενον κατὰ τὰς οἰκίας τὰς
4641004 ἁλισκεσθαι
βούλεται . Σοφοκλῆς μὲν ὁ τραγῳδοποιὸς ἐν Λαοκόωντι δράματι μελλούσης ἁλίσκεσθαι τῆς πόλεως πεποίηκε τὸν Αἰνείαν ἀνασκευαζόμενον εἰς τὴν Ἴδην
παρρησίαν ἀναλαβόντες . Λέγουσι δὲ καὶ τοὺς σκῶπας καὶ ἐκείνους ἁλίσκεσθαι ὀρχήσει . ἄνδρες δὲ ὀρχηστικοί φασι καὶ ὀρχήσεως εἶδός
4637226 Φοινικικον
λόγον , τὸν δὲ χρησμὸν καὶ τοὺς πολλοὺς ἀποστόλους ψεῦσμα Φοινικικόν . περὶ μὲν οὖν τῶν ἀποστόλων τί ἄν τις
Σώκρατες , εἰσβὰς ἐπὶ θέαν εἰς τὸ μέγα πλοῖον τὸ Φοινικικόν . πλεῖστα γὰρ σκεύη ἐν σμικροτάτῳ ἀγγείῳ διακεχωρισμένα ἐθεασάμην
4619374 ὀνομαζομενους
τί εἰσιν ὀρνίθων , οὐκ ᾠδικόν . ἀετοὺς μὲν οὖν ὀνομαζομένους κυκνίας μάλιστα ἐοικότας κύκνῳ λευκότητα οἶδα ἐν Σιπύλῳ θεασάμενος
λεγομένους Τρωγλοδύτας καὶ τοὺς ὑπὸ Ἡσιόδου ἐν γ Καταλόγωι Κατουδαίους ὀνομαζομένους . [ Ἀντιφῶν ἐν τῶι Περὶ ὁμονοίας ] .
4617549 ΟΨΥ
λοιπὸν ἄρα αἱ ὑπὸ ΥΨΜ , ΜΨΓ , ΓΨΟ , ΟΨΥ τέσσαρσιν ὀρθαῖς ἴσαι εἰσίν . Ἐπεὶ ἐκ τοῦ κέντρου
ὑπὸ ΥΨΟ μείζων ἐστίν . αἱ τέσσαρες ἄρα αἱ ὑπὸ ΟΨΥ , ΟΨΓ , ΓΨΜ , ΜΨΥ τέσσαρσιν ὀρθαῖς ἴσαι
4601364 ἐπανιστανται
αἱ δυνάμεις . τηνικαῦτα παρ ' αὐτὰ ῥωσθεῖσαι κατὰ συμβεβηκὸς ἐπανίστανται καὶ τὰς ἐπεχομένας φυσικὰς ἐκροὰς συνήθως ποιοῦνται . τοῦτο
δουλεία ἐπανίστηται : ἀντὶ τοῦ , ἢν δὲ οἱ εἵλωτες ἐπανίστανται ʃ ἤγουν τὸ πλῆθος τῶν δούλων . παντὶ σθένει
4600572 κεντουμενοι
κέντρα λακτίζειν ἐκ μεταφορᾶς τῶν βοῶν : ἐκεῖνοι γὰρ ὄπισθεν κεντούμενοι λακτίζουσι πρὸς τὸ κέντρον καὶ ἔτι μᾶλλον πλήττονται .
, οἱ δ ' ἔφευγον τὰς γνάθους καὶ τὰς ὀφρῦς κεντούμενοι , ὥστε παρὰ τοῖς βαρβάροισι πανταχοῦ καὶ νῦν ἔτι
4594907 ἐπιγενομενοι
Ἴφιτος δὲ καὶ Λυκοῦργος οἱ Ἡρακλεῖδαι καὶ Κλεοσθένης ὁ Κλεονίκου ἐπιγενόμενοι , καὶ εἰς ὁμόνοιαν τοὺς Πελοποννησίους παρακαλοῦντες , πέμπουσι
γὰρ ἡ νοῦσος καὶ ὑγρασίην σημαίνει . Πυρέσσοντι ψυχροὶ ἱδρῶτες ἐπιγενόμενοι μακρὸν τὸν πυρετὸν σημαίνουσιν . Ἱδρὼς πουλὺς ἀκρήτως γινόμενος
4594596 οὐρουντας
δὲ ἤδη χρονίζοντας θεράπευε , ὡς τοὺς διὰ παράλυσιν κύστεως οὐροῦντας ἀπροαιρετῶς . Διαφέρουσι δὲ οὗτοι ἐκείνων τῷ ἐπὶ τούτων
τούτου ῥοφᾷν . ἐνεργεῖ γὰρ λίαν . [ Πρὸς αἷμα οὐροῦντας . ] Ζιγγιβέρεως ⋖ βʹ . κράμ - βης
4593739 μεθυσθεντες
παροινία ] κυρίως ἐχρήσατο τῇ λέξει , εἶπε γὰρ ὅτι μεθυσθέντες . . . . ἀργαλέος ] χαλεπός , δυσειδής
δὲ καὶ τῶν ἐμπόρων πολὺν οἶνον ἐπιφερομένων , οἱ Κέλται μεθυσθέντες καὶ κραυγῆς καὶ ἀταξίας πληρούμενοι , ἐπιπεσόντος Καικιλίου τοῦ
4589564 προσπεφυκασι
οὐδετέρη ἐξήκει οὐδ ' ἑτέρωθεν , ἀλλὰ πρὸς τῷ ὀστέῳ προσπεφύκασι πρὸς τῷ μηρῷ . Ὁ δὲ μηρὸς ἄνωθεν μὲν
Ἐπεὶ δὲ τῷ τε φάρυγγι καὶ τῷ λάρυγγι μύες ὑπηρετοῦντες προσπεφύκασι , καὶ τούτοις πάθη προσεδρεύει ποικίλα , ἐνστηριζομένων αὐτοῖς
4585594 ἠσπαιρον
τῷ συνεδρίῳ παρακληθέντες ὑπὸ τῶν ὑπάτων : ἐβόων τε καὶ ἤσπαιρον καὶ τὸν Μάρκιον λυμεῶνα καὶ ὄλεθρον τῆς πόλεως ἀπεκάλουν
οὕτως : οἱ τάριχοι ἐπὶ τῷ πυρὶ κείμενοι ἐπάλλοντο καὶ ἤσπαιρον . καὶ αἱ παροιμίαι δὲ κατὰ τὸ ἄρρεν λέγουσι
4576696 ἰσχοντων
. καὶ τὰ μὲν πλήθη [ ] τῶν ἀπομαχομένων καὶ ἰσχόντων [ ] χωρίων ἐκρατεῖτο . ὡς δὲ ἀκροβολισμῶι ?
διὰ τῆς αὐτῶν περιστροφῆς , ὁτὲ μὲν ἄνω τὸ μελάντερον ἰσχόντων , ὁτὲ δὲ τὸ λευκόν . τὰ δὲ τῶν
4574807 περδικες
ἄρρενες . Κλέαρχος δέ φησιν ὅτι οἱ στρουθοὶ καὶ οἱ πέρδικες καὶ οἱ ὄρτυγες προίενται τὴν γονὴν οὐ μόνον ἰδόντες
λαβεῖν σύστασιν τὴν μουσικήν . οὐ πάντες δ ' οἱ πέρδικες , φησί , κακκαβίζουσιν . : Ἀρχύτας δ '
4573752 Σιντιες
μεγάλους σῦς , ἀπὸ τοῦ περὶ τοὺς ὀδόντας σιάλου . Σίντιες Α . θ . . , : Σίντιες :
, ὀλίγος δ ' ἔτι θυμὸς ἐνῆεν : ἔνθά με Σίντιες ἄνδρες ἄφαρ κομίσαντο πεσόντα . Ὣς φάτο , μείδησεν
4569198 συκοφαντουσι
εἰρημένην τὴν ὑπόθεσιν καὶ σοφῶς , ὡς οἷόν τε , συκοφαντοῦσι λέγοντες , ὡς εἰ μὲν ζῶντος Ἀλεξάνδρου κρίνονται ,
μὲν ἐπὶ τῷ Καφηρεῖ φιλεργοῦντας ἐν τοῖς ἐσχάτοις τῆς Εὐβοίας συκοφαντοῦσι , τοὺς δὲ τὸ γυμνάσιον γεωργοῦντας καὶ τὴν ἀγορὰν
4569075 Οἰνους
τῶν ἐν Ἰκάρῳ δύο πόλεων . τὸ ἐθνικὸν Οἰνοαῖος . Οἰνοῦς , πολίχνιον Λακωνικῆς , ὡς Ἀνδροτίων καὶ Δίδυμος .
Ἀνδροτίων δὲ Κρῶπάς φησι τὸν δῆμον . . . : Οἰνοῦς , πολίχνιον Λακωνικῆς , ὡς Ἀνδροτίων καὶ Δίδυμος .
4567121 εἰσεκαλουν
ζεύγη ἴδοιεν μονομάχων , ὅτε καὶ κορεσθέντες δείπνου καὶ μέθης εἰσεκάλουν τοὺς μονομάχους . καὶ ὃ μὲν ἅμα ἐσφάττετο ,
. . . . ἱερῶνκηρύκων ] ὅτι τὰ ἱερὰ πρῶτον εἰσεκάλουν , οὐκοῦν πρῶτον περὶ ἱερῶν καὶ περὶ κηρύκων :
4565277 ἐνοχλουμενος
ἔνθα χειροτονήσειν ἔμελλον , καὶ τὰ μέσα τῆς ἐκκλησίας . ἐνοχλούμενος δ ' ὑπὸ τῶν δημάρχων καὶ τῶν πλουσίων ,
καὶ Ἀριοβαρζάνης , εἴθ ' ἑκών , εἴτε πρὸς τινῶν ἐνοχλούμενος , οὐκ ἀπολαμβάνειν Καππαδοκίαν , ἀλλὰ τὸ πλέον αὐτῆς
4554547 Κενταυροι
τοῦτο τὸ χωρίον οἰκοῦντες Λαπίθαι ἐκαλοῦντο : κεκλημένοι δὲ οἱ Κένταυροι παρὰ τῶν Λαπίθων ἐπὶ θοίνην , μεθυσθέντες ἁρπάζουσι τὰς
ὑπηρεσίᾳ ἀπέφηναν τὸν χρώμενον ἐξ ἀνθρώπου θηρίον . Τοῦτο οἱ Κένταυροι , τοῦτο αἱ Γοργόνες , τοῦτο αἱ Χίμαιραι ,
4554418 ἀπατηλους
φάσκων ἐξέρχεσθαι , διὰ δὲ τῆς ἐλεφαντίνης τοὺς ψευδεῖς καὶ ἀπατηλούς , ἀπὸ τοῦ ἐλεφαίρω τὸ ἀπατῶ . τὸ δὲ
. γίγνεσθαι . νομίζει γίγνεσθαι κατὰ κοινοῦ . θῶπας . ἀπατηλούς . ἀναβάλλεσθαι . τῶν γὰρ ἀπαιδεύτων καὶ τὸ ἔνδυμα
4548972 δακουσα
* ἔκπαγλον : περισσῶς ἐκπληκτικόν ἐκπληκτικόν τὸ δὲ κατεπρήνιξεν , δακοῦσα γὰρ τοὺς ἁλιεῖς ἐκ τῶν ἐπάκτρων , ἤγουν ἁλιευτικῶν
μετ ' ὀξυμέλιτος ἐπιπλασθέν : καὶ ἡ αὐτὴ δὲ ἡ δακοῦσα μυγαλῆ ἀναπτυσσομένη καὶ ἐπιτιθεμένη τῆς ἰδίας πληγῆς ἀντιφάρμακόν ἐστι
4548113 κεραμους
καὶ ποιήσειεν ἄνθρωπος ἐρῶν καὶ παύσασθαι μὴ δυνάμενος ; Τοὺς κεράμους ὅτι μὲν πρωτείους ἐπέγραψας εἶδον , ὄτι δὲ μὴ
καὶ φόβον τῷ ἰδόντι σημαίνει . καὶ τὸ περὶ τοὺς κεράμους ἵπτασθαι καὶ τὰς οἰκίας καὶ τὰ ἄμφοδα ἀκαταστασίας τῆς
4543560 κρουοντες
ἓν δ ' ἐπενόουν ὡς ἐν ἀδοκήτῳ , τὴν ναῦν κρούοντες ἐπὶ πρύμναν ἀντισπᾶν . τὸ δ ' αὐτὸ ποιούντων
κακὸν μελοποιόν . Ἄλλως . 〛 ὅτι φαίνονταί τινες ἀγοραῖοι κρούοντες τοῖς ὀστράκοις καὶ προσᾴδοντες τῷ κρούματι τῷ διὰ τούτων
4539281 δακνομενους
καταγματικούς , ἀπὸ ὕψους ἢ τετραπόδων πίπτοντας καὶ ὑπὸ θηρίων δακνομένους καὶ ὑπὸ συμπτώσεως ἢ ἐμπρησμοῦ σινουμένους , ἔτι καὶ
πλακούντων ἢ τραγημάτων οὐδὲν ὅλως προσφέρεσθαι δεῖ τοὺς ὑπὸ χολῆς δακνομένους καὶ ὀδυνωμένους τὸ κῶλον . Λουτρὰ δὲ τὰ ἀπὸ
4537098 μητρωας
γονέων ἀρετήν . καὶ σὺ δὲ , φησὶ , τοὺς μήτρωας ζηλοῖς τῇ ἀθλήσει . ᾐνίξατο : ἀντὶ τοῦ ἀπεφθέγξατο
πατρὸς ἀδελφή . Πίνδαρος δὲ τοὺς γονέας τῆς μητρὸς , μήτρωας ἔφη : Στησίχορος δὲ τοὺς τοῦ πατρὸς , πάτρωας
4531681 Λυσιτανους
Δουρίου πᾶσαν ἐπὶ τὰς ἄρκτους , ἣν οἱ μὲν πρότερον Λυσιτανοὺς ἔλεγον οἱ δὲ νῦν Καλλαϊκοὺς καλοῦσι : συνάπτει δὲ
ἁπλῶς ἐκ τῶν κοινῶν νοσφιζόμενος . διὸ καὶ συνέβαινε τοὺς Λυσιτανοὺς προθυμότατα συγκινδυνεύειν αὐτῷ , τιμῶντας οἱονεί τινα κοινὸν εὐεργέτην
4529546 Ἀργολικων
ὑπέταξεν Ἡρακλῆς τοῖς περὶ Λύκον , ἱστορεῖ Δεινίας ἐν πρώτῳ Ἀργολικῶν καὶ Ἀσκληπιάδης ὁ Μυρλεανὸς ἐν δεκάτῳ Βιθυνιακῶν . ,
ὑπέταξεν Ἡρακλῆς τοῖς περὶ Λύκον , ἱστορεῖ Δεινίας ἐν πρώτῳ Ἀργολικῶν καὶ Ἀσκληπιάδης ὁ Μυρλεανὸς ἐν δεκάτῳ Βιθυνιακῶν . .
4522032 τυπτομενους
δὲ γέροντας ἐντίμους ἑλκομένους τῆς πολιᾶς , τοὺς δὲ καὶ τυπτομένους ἀνηλεῶς , παῖδας εὐγενεῖς καὶ ὡραίους ἀπαγομένους , ἱερεῖς
μάττοντας καὶ τοὺς πεινῶντας ἐκείνους [ τοὺς φεύγοντας κἀξαπατῶντας καὶ τυπτομένους ἐπίτηδες , ] ἐξήλας ' ἀτιμώσας πρῶτος , καὶ
4518271 αὐους
, καὶ διαπάσαντες ἁλσὶ καὶ ταρίχους ἐργασάμενοί τε καὶ ἀποφήναντες αὔους , ἐπισάξαντες καμήλοις κομίζουσιν ἐς Ἐκβάτανα . καὶ ποιοῦσιν
καὶ ἐξέλωσι τὴν κοιλίην , αὐαίνουσι πρὸς ἥλιον καὶ ἔπειτα αὔους ἐόντας σιτέονται . Οἱ δὲ ἰχθύες οἱ ἀγελαῖοι ἐν
4513270 Παιονος
, Ἀστείας καὶ Διός . Φερεκύδης δὲ , Ἀρισταίου τοῦ Παίονος . . . . Ζ : Δάειραν Φερεκύδης ἱστορεῖ
μείζονος ἐρρυηκότος ἀπείρως διαβαίνοντα , καὶ ὑπό τε Ἀστεροπαίου τοῦ Παίονος [ ἑώρα ] τετρωμένον , Αἰνείαν τε συστάντα αὐτῷ
4505956 ἰονθους
, ὄξους δριμυτάτου τὸ ἴσον : μίξας ἐπιμελῶς ἐπίχριε τοὺς ἰόνθους τῷ δακτύλῳ καὶ παράτριβε . Ἄλλο : σχιστὴν λεάνας
ἐπ ' αὐτοῦ φαρμάκων μαλαττόντων τε καὶ διαφορούντων . Πρὸς ἰόνθους : μέλιτος Ἀττικοῦ κύαθος εἷς , ὄξους δριμυτάτου τὸ
4491742 ἐρχομενους
ἐχθρῶν τοὺς πρωτεύοντας τῶν πολεμίων ἐπιζητεῖν δεῖ καὶ τούτους φιλοφρονεῖσθαι ἐρχομένους , ὥστε τοῖς πολεμίοις ὑπόπτους γίνεσθαι . Συγκαλύπτειν προσήκει
καὶ τὸν ὕπατον καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς ἐπὶ τὸ στρατόπεδον ἐρχομένους συλλαβεῖν , ὡς ῥύσια καθέξοντες ἀνθ ' ὧν Ταρκύνιον
4490977 ὠτιων
τὰ κυφά . Νίκανδρος δ ' ὁ Θυατειρηνὸς τὸ χωρὶς ὠτίων ποτήριον ὠνομακέναι Θεόπομπον ἐν Μήδῳ . Φιλήμων Φάσματι :
εἶ σὺ ἀπομνημονεῦσαι , προειρημένου σοι πάλαι ὅτε περὶ τῶν ὠτίων καὶ ποδῶν ἐζητοῦμεν , ὅτι Ἄλεξις ἐν Κρατείᾳ ἢ
4481901 γελοιως
, ἡμῶν τῶν καθηγητῶν καὶ αἰδεσθήσεται ἡμῶν τὰς ὄψεις : γελοίως . ἅπαντας ἡμᾶς ὕβρισε καὶ μετέστησε Στασαγόραν τῆς στρατηγίας
εἶναι τὰς νίκας , εἰς ἃς αὐτὸς μηδὲν γέγραφε . γελοίως . ὁ δὲ νοῦς : τυγχάνεις οὖν σοφὸς ,
4480875 ἐπεινων
καὶ τὸν Σωκράτην ὡς ῥυπαρὸν καὶ πένητα . ἐκόμων , ἐπείνων : σκυτάλι ' ἐφόρουν : σκυτάλη ἐστὶ Λακωνικὴ ἐπιστολή
τὴν πόλιν , ἐλακωνομάνουν ἅπαντες ἄνθρωποι τότε , ἐκόμων , ἐπείνων , ἐρρύπων , ἐσωκράτων , σκυτάλι ' ἐφόρουν :
4480137 ἀρθριτικους
δριμύτητι , τὰ δὲ φύλλα ἧσσον , πλὴν πρὸς τοὺς ἀρθριτικούς : μοχθηρὸν ἡ ῥίζη , ἐπιπολάζον δὲ καὶ δύσπεπτον
ἄμεινόν ἐστι τοὺς τοιούτους κενοῦν , ὡς τούς γε ἐπιληπτικοὺς ἀρθριτικούς τε καὶ μελαγχολικοὺς ὅσοι τε ἄλλοι διὰ παχεῖς χυμοὺς
4475038 καυσωδει
τὸ βάθος οἱ χυμοὶ πνιγμὸν καὶ λειποθυμίαν ἐπιφέρουσιν . Καὶ καυσώδει καὶ κακοήθει πυρετῷ συνεισέβαλέ ποτε . * Συνεισβάλλει ποτὲ
, τοὺς ἐπὶ κόποις , περικαεῖς δὲ τοὺς ἐπὶ χολῇ καυσώδει λέγει . Ποίους καλεῖ βληχροὺς , ξηροὺς , καὶ
4468827 ἐγιγνωσκετο
. Φασὶ δέ τινες , ὅτι ἕως τῶν τρωϊκῶν οὐκ ἐγιγνώσκετο γράμματα καὶ δῆλον ἐκ τοῦ μὴ σωθῆναι ποίημά τι
ταλαιπωρουμένῳ δὲ αὐτῷ περὶ ταῦτα Καλουίσιος μὲν οὐδ ' ὣς ἐγιγνώσκετο προσπλέων , οὐδὲ ἀπὸ τῶν νεῶν τι χρηστὸν ἐγίγνετο
4464133 Φιλητας
αὐτὸν εἰς τοῦτο διαλύεσθαι τὸ ζῷον . ᾧ καὶ φαίνεται Φιλητᾶς προσέχειν , ἱκανῶς ὢν περίεργος : προσαγορεύει οὖν αὐτὰς
καλούμενον . ΑΜΦΩΞΙΣ ξύλινον ποτήριον , ᾧ χρῆσθαι τοὺς ἀγροίκους Φιλητᾶς φησι , [ τοὺς ] ἀμέλγοντας εἰς αὐτὸ καὶ
4461030 καιοντες
καὶ οἱ πυρομάχοι καὶ οἱ μυλίαι συρρέουσιν οἷς ἐπιτιθέασιν οἱ καίοντες . οἱ δὲ καὶ ὅλως λέγουσι πάντας τήκεσθαι πλὴν
δὲ αὐτὰς προυπαντῶντες οἱ Τρῶες εἰ κατέσχον , ἀνῄρουν καὶ καίοντες ἀκάρποις καὶ ἀγρίοις ξύλοις τὰ ὀστᾶ αὐτῶν ἀπὸ Τράρωνος
4460366 ὀρχεισθαι
καὶ ἔστι τὸ ἔργον αὐτὸ τὸ ἀποπληροῦν , ὡς τὸ ὀρχεῖσθαι ἡ ὄρχησις , ἀλλ ' ἔσται καὶ τῆς τοιαύτης
ὁ ἡμέτερος λόγος διεξέρχεται , παρεὶς τὸ θερμαυστρίζειν καὶ γέρανον ὀρχεῖσθαι καὶ τὰ ἄλλα ὡς μηδὲν τῇ νῦν ταύτῃ ἔτι
4460214 ἁλιεις
. καὶ τὸ ἐτρύλιζον καὶ τὸ ἀνεκνάδαλλον τῶν ὀρτυγοκοπικῶν . ἁλιεῖς , ἀσπαλιευταί , δικτυεῖς δικτυουλκοί : καὶ δικτυοβόλοι δὲ
καὶ τὸ περισσότερον , ἀκριβῶς . Ἀνέρες : ἄνδρες , ἁλιεῖς . ἴσασι : γινώσκουσι καὶ εἶδον ἀπὸ τοῦ εἴδω
4457649 κειρεσθαι
ψυχῆς εἰς τὸ σῶμα . παραγγέλλει δὲ ἐν ἑορτῇ μήτε κείρεσθαι μήτε ὀνυχίζεσθαι , τὴν ἡμετέραν αὔξησιν τῶν ἀγαθῶν οὐχ
καρτερίᾳ καὶ ὑπομονῇ , δυνατωτάταις ἀρεταῖς . ὥσπερ γὰρ τὸ κείρεσθαι διττόν , τὸ μὲν ὡς ἀντιπεπονθὸς κατὰ ἀντέρεισιν ,
4448366 ἀχροουσι
ὀμφαλοῦ συνεδρεύει , ἐνίοτε δὲ καὶ πυρετοὶ κακοήθεις ἐπιγίνονται : ἀχροοῦσί τε οὗτοι καὶ ἐφιδροῦσι συγκοπτικῶς , ταχύ τε ἐπὶ
καὶ σκληρὸν ἐργάζεσθαι . δεῖ δὲ καὶ ὀξυθυμίας ἐμποιεῖν τοῖς ἀχροοῦσί τε καὶ ἀτροφοῦσι καὶ συγκινήσεις ψυχικάς . Τῶν δὲ
4444128 Σπαρτους
ἄνδρας τούτουςοὐ γάρ τι ἠδυνάμην ἐς αὐτοὺς παρευρεῖνἕπομαι τῷ μύθῳ Σπαρτοὺς διὰ τὸν τρόπον ὅντινα ἐγένοντο ὀνομασθῆναι . Κάδμου δὲ
τοὺς ὀδόντας φησίν : ὁ δὲ Ἀνδροτίων [ . ] Σπαρτοὺς αὐτούς φησι διὰ τὸ ἀκολουθήσαντας αὐτοὺς ἐκ Φοινίκης Κάδμῳ
4440309 πεπυρακτωμενων
καίεσθαι δοκεῖν μάλιστα δὲ ὁ στόμαχος , ὡς ὑπὸ σκολόπων πεπυρακτωμένων νυττόμενος , ἱδρῶτές τε συγκοπτικοὶ περιρρέουσιν ἅπαν τὸ σῶμα
νεωτέροιϲ μὴ ἔλαττον ξέϲτου . τὸ δὲ διὰ τῆϲ τῶν πεπυρακτωμένων κοχλάκων ἢ ϲιδήρων καθέϲεωϲ παχυνόμενον γάλα πρόϲ τε δυϲεντερίαϲ
4434928 Σικελιωται
οἱ ἐπῳκηκότες Ἕλληνες τὴν Ἰταλίαν . οὕτω καὶ Σικελοὶ καὶ Σικελιῶται διαφέρουσιν . οὐκέτι δὲ ἀνάλογον Θετταλοὶ καὶ Θετταλιῶται πρὸς
δὴ λόγους εἶπεν . Οὔτε πόλεως ὢν ἐλαχίστης , ὦ Σικελιῶται , τοὺς λόγους ποιήσομαι οὔτε πονουμένης μάλιστα τῷ πολέμῳ
4433942 ἑλκομενοι
δ ' ὁρόωντες ἀλλήλους , περὶ δαιτὶ γεγηθότες , ἰαίνονται ἑλκόμενοι , σπεύδουσι δ ' ὑποφθαδόν , ὅς κε θάνῃσι
, ὥσπερ οἱ τὰς καταβάσεις τρέχοντες , ὑπ ' αὐτῶν ἑλκόμενοι τῶν πραγμάτων . Ποιητικὸν δὲ δεινότητός ἐστι καὶ τὸ
4433472 κληθηναι
εἶδον ταῦτα πράττοντας , τῶν ἔξωθεν ἐρχομένων μύρμηξι , Μυρμιδόνας κληθῆναι : μεθ ' ὧν συνοικίσαντα τὸν Αἰακὸν τοὺς ἐκ
τῶν Ἀχαιοῦ παίδων , τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἐνταῦθα ἐξενίκησεν Ἀχαιοὺς κληθῆναι : τοῦτο μέν σφισιν ὄνομα ἦν ἐν κοινῷ ,
4429068 Περιοδου
. Σκυμνιάδαι : ἔθνος σὺν Γέταις . Εὔδοξος τετάρτῃ Γῆς Περιόδου : Σκυμνιάδαι καὶ Γέται . . . . .
τοσαύτῃ γε ἁγνείᾳ φησὶν Εὔδοξος ἐν τῇ ἑβδόμῃ τῆς Γῆς Περιόδου κεχρῆσθαι καὶ τῇ περὶ τοὺς φόνους φυγῇ καὶ τῶν
4423059 ῥανιδας
μεταβάλλουσαν , εἶτ ' ἐκ τούτου κατὰ βραχὺ εἰς μικρὰς ῥανίδας νοτιζούσας : ὅταν οὖν ὁ ἥλιος γένηται εἰς δυσμάς
: τὴν δέρην δὲ λευκὸν εἶναι , καί τινας καὶ ῥανίδας οἱονεὶ διασπαρείσας κροκοειδεῖς ἔχειν . μῆκος δὲ εἰληχέναι οὐ
4417372 σκολοπενδρας
Περὶ τῶν ὑπὸ σκολοπένδρας δεδηγμένων . ] Τοῖς δὲ ὑπὸ σκολοπένδρας δεδηγμένοις κατὰ μὲν τὴν πλη - γὴν ἐπιθέσθαι δεῖ
τά τε ὄμματα δακρύει καὶ ποσῶς ἀμαυροῦται . [ Περὶ σκολοπένδρας . ] Τοῖς δὲ ὑπὸ τῆς καλουμένης σκολοπένδρας ἢ
4414687 ἀσχολουμενων
ἵνα μή , τῶν πολλῶν ἢ καὶ πάντων εἰς τοῦτο ἀσχολουμένων , ἐπέλευσις ὑπὸ ἐχθρῶν γένηται καὶ κινδυνεύσῃ ὁ στρατός
Ἀθηναίους , στρατεύουσιν ἐπὶ Μεγάλην πόλιν . Ἀρκάδες δέ , ἀσχολουμένων Θηβαίων ἐπὶ τὸν Φωκικὸν πόλεμον , καταφεύγουσιν ἐπ '
4414665 Ἀνατολην
, καὶ ἄστρον ὀνομασθήσεται δεόντως , οὐ μὴν ἀνάπαλιν . Ἀνατολὴν δ ' εἶναί φησιν ὁ Χρύσιππος ἐν ταῖς Φυσικαῖς
βουλόμενος ἀποτύχῃ , θυμωθείς , καθ ' αὑτοῦ μαίνεται . Ἀνατολὴν δὲ λέγοντες , δύο ὀφθαλμοὺς κροκοδείλου ζωγραφοῦσιν , ἐπειδήπερ
4413756 λυτρωσασθαι
τοῦ πονεῖν , μέθες καὶ τὸν πόνον : τὸ γὰρ λυτρώσασθαι τοιοῦτον ὑποβάλλει νοῦν , ἐλευθερῶσαι τὴν ψυχὴν ἀνηνύτου καὶ
δὲ δι ' αἰχμαλωσίαν ἐπ ' οἰκήματος καθήμενον προσέταξε Κρίτωνι λυτρώσασθαι , καὶ φιλόσοφον ἀπειργάσατο . Ἀλλὰ καὶ λυρίζειν ἐμάνθανεν
4413560 ἐκολασθησαν
καινοτομῆσαί τινα ἐπιχειρησάντων περὶ τὴν βασιλείαν : οἳ ταχέως φωραθέντες ἐκολάσθησαν . ἀλλὰ καί τινα τῶν στρατοπέδων μετέστησεν ὁ Ἀλέξανδρος
ὑπὸ αὐτῶν - ] [ ] προπαρεστάθησαν [ ] καὶ ἐκολάσθησαν [ . ] [ ! ! ! ! !
4402512 Δαμαστης
, ἀνὴρ πολυίστωρ , ἀπλάστως παρέδωκε τὴν ἱστορίαν . εἶτα Δαμάστης ὁ Σιγειεὺς τὰ πλεῖστα ἐκ τῶν Ἑκαταίου μεταγράψας Περίπλουν
. . . . , : Ἀναξιμένης μὲν οὖν καὶ Δαμάστης καὶ Πίνδαρος . . . . Χῖον αὐτὸν ἀποφαίνονται
4401010 μυοκτονον
καὶ γῆν ἐπιβαλόντες ἀφανίζουσιν . Ἐκ τοῦ Τιμοθέου . Τὸ μυοκτόνον τουτὶ θηρίον , ὃ λέγεται αἴλουρος , τοῖς ὅλοις
: ταύτην μέντοι τὴν βοτάνην , τὸ ἀκόνιτον , καὶ μυοκτόνον καλοῦσι διὰ τὸ τοὺς περιλείχοντας αὐτὴν μύας φονεύειν κλείουσι
4399993 Μυγδονας
τινὲς γράφουσι Μυγδόνας , ἵνα ᾖ : ὁμοῦ Μυσοὺς καὶ Μυγδόνας ὑπέταξε τῷ πατρί μου . ὅτι δὲ Φρύγας ἐχειρώσατο
τῆς Μεσοποταμίας ἔθνη τὰ περὶ Γορδυαίους καὶ τοὺς περὶ Νίσιβιν Μυγδόνας μέχρι τοῦ Ζεύγματος τοῦ κατὰ τὸν Εὐφράτην καὶ τῆς
4398635 σπωντες
ο ? [ ! ! ! ! ! ! ] σπῶντες τὰ αἰώνια [ ] περι ! [ ! !
στρεψαύχενος πιόμαν τὸν τράχηλον ἀνακεκλασμένη ; ἐντεῦθεν ἀκρατοκώθωνες οἱ ἄκρατον σπῶντες πολύν . Μνησίθεος ὁ Ἀθηναῖος ἰατρὸς περὶ κωθωνισμοῦ φησι

Back