ὑπέσχετο καὶ κατένευσεν , περιμενετέον . νῦν δὲ κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο , καί με κελεύει δυσκλέα Ἄργος ἱκέσθαι : πάλιν
. . . . Β : νῦν δὲ κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο ] ἔστι γὰρ καὶ δικαία , ὡς καὶ Αἰσχύλος
8185416 ὠλεσα
, καί με κελεύει δυσκλέα Ἄργος ἱκέσθαι , ἐπεὶ πολὺν ὤλεσα λαόν , πάλιν ἀντιλαβὴν διδοὺς ἐν τῷ δυσκλέα :
γάρ ; Ἐγὼ φράσω : καὶ γὰρ ἄνους ἐφόνευσα καὶ ὤλεσα : νόμῳ δὲ καθαρός , ἄϊδρις ἐς τόδ '
8159170 δυσκλεα
ἔχειν . τὸ δ ' ἔργον ἤιδη τὴν νόσον τε δυσκλεᾶ , γυνή τε πρὸς τοῖσδ ' οὖς ' ἐγίγνωσκον
Ἄργος ἱκέσθαι : πάλιν ἀντιλαβὴν ἔχει : οὐ γὰρ δεῖ δυσκλεᾶ ἀπιέναι . ταῦτα μὲν εὐδιάλυτα : ἐκεῖνα δὲ σαφῶς
6570683 ἐκπερσαντ
σχέτλιος , ὃς τότε μέν μοι ὑπέσχετο καὶ κατένευσεν Ἴλιον ἐκπέρσαντ ' εὐτείχεον ἀπονέεσθαι , νῦν δὲ κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο
σχέτλιος , ὃς πρὶν μέν μοι ὑπέσχετο καὶ κατένευσεν Ἴλιον ἐκπέρσαντ ' εὐτείχεον ἀπονέεσθαι , νῦν δὲ κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο
6549045 ἐνεδησε
Ἄρηος . . οὕτως . Ζεύς με μέγα Κρονίδης ἄτῃ ἐνέδησε βαρείῃ σχέτλιος , ὃς τότε μέν μοι ὑπέσχετο καὶ
τοιαῦτα στρέφοντος , ὃς τὸν μὲν ἔλυσε , τὸν δὲ ἐνέδησε . τοῦ γὰρ κράτος ἐστὶ μέγιστον . ἀλλ '
6397314 ἀγγελουντα
, μάλα ἠθικῶς καὶ ἐναργῶς τόν τε ἄγγελον ἐμφήνας ἀκουσίως ἀγγελοῦντα τὴν συμφοράν , καὶ τὴν μητέρα εἰς ἀγωνίαν ἐμβαλὼν
, ἄγοντα εἴκοσι καὶ ἑκατὸν τάλαντα ἀργυρίου , καὶ ἅμα ἀγγελοῦντα τοῖς ἐκεῖ ὅτι ἥξει βοήθεια καὶ ἐπιμέλεια αὐτῶν ἔσται
6347312 προδω
παρακολουθήσειν ψυχήν τε καὶ σῶμα αἰκιζομένας , ὅταν ἐγκαταλίπω καὶ προδῶ τοὺς σώσαντάς με ἀπολωλότα ὑφ ' ὑμῶν καὶ μετὰ
ἢ πρὸς ἀνθρώπους δίκαιον ὑπολήψεταί με , ἐὰν ἐγκαταλίπω καὶ προδῶ τοὺς ὀρφανούς , οἷς τοσαύτας ὀφείλω χάριτας ; ἀλλ
6321306 εὐτειχεον
ὃς πρὶν μέν μοι ὑπέσχετο καὶ κατένευσεν Ἴλιον ἐκπέρσαντ ' εὐτείχεον ἀπονέεσθαι . ἔχοι τις ἂν ἀντειπεῖν πρὸς τὸν Ἀγαμέμνονα
ῥ ' ἅλιον τὸν μῦθον ὑπέστημεν Μενελάῳ Ἴλιον ἐκπέρσαντ ' εὐτείχεον ἀπονέεσθαι , εἰ οὕτω μαίνεσθαι ἐάσομεν οὖλον Ἄρηα .
6269863 ἀτυχως
τὰς τύχας γὰρ τὰς φρένας κεκτήμεθα : ἐπεὶ γὰρ ἔδοξεν ἀτύχως τῷ ὀρέστῃ πεπτωκέναι τῆς μητρὸς ὁ φόνος ἄδικος ὁ
τὰς τύχας γὰρ τὰς φρένας κεκτήμεθα : ἐπεὶ γὰρ ἔδοξεν ἀτύχως τῷ ὀρέστῃ πεπτωκέναι τῆς μητρὸς ὁ φόνος ἄδικος ὁ
6235280 ἐπαιρε
ἂν ἐκμάθω εἴ τίς με λύειν τῆσδε κωλύσει χέρας . ἔπαιρε σαυτήν : ὡς ἐγὼ καίπερ τρέμων πλεκτὰς ἱμάντων στροφίδας
ἵνα καταισχύνωσιν αὐτὴν οἱ Ἕλληνες : ὀρθρεύου σὰν ψυχάν : ἔπαιρε τὴν σεαυτοῦ ψυχὴν , ὦ χορέ . ἀπὸ μεταφορᾶς
6199117 ἀσπαστον
παθητικὸς ἤσπασμαι ἤσπασται καὶ ῥηματικὸν ὄνομα ἀσπαστός , τὸ οὐδέτερον ἀσπαστόν ' . . . . Ἀσπληδών : φασὶ γὰρ
, ἀφ ' οὗ ῥηματικὸν ὄνομα ἀσπαστός καὶ τὸ οὐδέτερον ἀσπαστόν . ὁ μέλλων ἀσπάσω , ἀφ ' οὗς ἀσπάσιος
6175998 ἑλισσομενην
δαΐδας : τοὶ δὲ τρείουσιν ἰδόντες ἔλλοπες , οὐδὲ μένουσιν ἑλισσομένην ἀμαρυγήν : ὣς καὶ θῆρες ἄνακτες ἐπιμύουσιν ὀπωπάς .
Νεῖλός σε . ἀντίστροφον ] τὴν ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν ἑλισσομένην , ὅ ἐστιν ἀμφιέλισσαν . βροτιοσα ροσαται ] ἡ
6168403 ὑποστρεψαι
' ἐλθόντες λεξείδιά σου ἐξηγουμένου ἀκούσωσιν ; οὐ δεῖ αὐτοὺς ὑποστρέψαι ἀνεκτικούς , συνεργητικούς , ἀπαθεῖς , ἀταράχους , ἔχοντάς
ὑποθεῖναι τὸν ὦμον τὸν ἑωυτοῦ ὑπὸ τὴν μασχάλην ὀξὺν κἄπειτα ὑποστρέψαι , ὡς περιίζηται ἕδρῃ , οὕτως στοχασάμενον . ὅπως
6168229 ἀπονεεσθαι
ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν ἥν περ ὑπέσταν , Ἴλιον ἐκπέρσαντ ' εὐτείχεον ἀπονέεσθαι . Τοῦτο γὰρ ποιήσας προσέκρουσε μὲν οὐδαμῶς τοῖς Ἀχαιοῖς
πρῶτος δὲ ῥοὰς ποταμῶν ἀφικάνεις , πρῶτος δὲ σταθμόνδε λιλαίεαι ἀπονέεσθαι ἑσπέριος , νῦν αὖτε πανύστατος . ἦ σύ γ
6165095 ἀνεπανορθωτον
τε καὶ δόξης καταφρονεῖν : συμβήσεται γὰρ ἀμαθῆ τε καὶ ἀνεπανόρθωτον εἶναι τὸν οὕτω διακείμενον . ἀναγκαῖον δ ' εἶναι
τε καὶ φιλίας τὴν γινομένην διὰ κακίαν μεγάλην τε καὶ ἀνεπανόρθωτον . τοιοῦτος μὲν οὖν ὁ τύπος ἦν τῆς διὰ
6151494 Καλην
περὶ ταῦτα χάριν , αὐτὸν δὲ ἑτέροις μὴ δοῦναι . Καλὴν ἐλπίζω τὴν ἐμπορίαν ἔσεσθαι τοῖσδε τοῖς νεανίσκοις , ὅτι
σοφῶν ἕκαστον ᾠδήν τινα καλὴν εἰς μέσον ἠξίουν προσφέρειν . Καλὴν δὲ ταύτην ἐνόμιζον τὴν παραίνεσίν τέ τινα καὶ γνώμην
6146558 ὀλοφυρομενος
τὴν μητέρα αὐτοῦ λήψεσθαι ἔφη . ὁ δὲ ἀνιαθεὶς ἀπέρχεται ὀλοφυρόμενος τὴν συμφορὰν εἰς τὸ ἔσχατον τῆς νήσου . Ἑρμῆς
πατρίδα γαῖαν ἑρπύζων παρὰ θῖνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης , πόλλ ' ὀλοφυρόμενος . σχεδόθεν δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη , ἀνδρὶ δέμας
6127840 ἐμφηνας
ἀπέρρηξεν αὐτό , μάλα ἠθικῶς καὶ ἐναργῶς τόν τε ἄγγελον ἐμφήνας ἀκουσίως ἀγγελοῦντα τὴν συμφοράν , καὶ τὴν μητέρα εἰς
ἀπέρρηξεν αὐτό , μάλα ἠθικῶς καὶ ἐναργῶς τόν τε ἄγγελον ἐμφήνας ἀκουσίως ἀγγελοῦντα τὴν συμφοράν , καὶ τὴν μητέρα εἰς
6112631 γενετην
] ? ? ἀδικεῖς . καὶ οὐκ ἔχομεν ? ? γενέτην ἀγριώτατον : ἥμερα φρονεῖ . καὶ καλός ἐστιν ἔφηβος
ἡ δὲ Σελήνη τῆς μητρός . . . . καὶ γενέτην ὀλέκουσι παροίτερον ἠὲ τεκοῦσαν . ταῦτα μὲν ὁ Δωρόθεος
6103042 παρεπεισεν
δεῦρο τεοὺς ἱδρῶτας ἐμοῖς ἐνικάτθεο κόλποις . Ὣς ἡ μὲν παρέπεισεν . ὁ δ ' αὐτίκα λύσατο μίτρην καὶ θεσμῶν
ἠπεροπεύειν . οὐ γάρ κέν με τάχ ' ἄλλος ἀνὴρ παρέπεισεν Ἀχαιῶν . ἀλλὰ σὺ γὰρ δὴ πολλὰ πάθες καὶ
6089996 σχεθειν
τὸ ἄγω ῥῆμα , ᾗ διαγόμεθα . σκότος παρὰ τὸ σχέθειν ἡμᾶς . Ἀμενηνός , μένος , ἄμενος , κατὰ
Διός . ἐκποδὼν ] μακράν . σχέθειν ] αὐτόν . σχέθειν ] κρατῆσαι . σχέθειν ] κρατήσειν . σχέθειν ]
6083310 ἀφροντιστως
τοῖς σχέτλια πάσχουσιν . γέλωτα πάνυ κινεῖ τῆς μὲν κεφαλῆς ἀφροντίστως ἔχων , τῆς δὲ χύτρας προνοούμενος , ἐν ᾗ
λαμβάνειν . Ἄιδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων : ἐπὶ τῶν ἀφροντίστως καὶ φιληδόνως βιούντων . Ἅλα καὶ κύαμον : ἐπὶ
6081957 καταψυχειν
σχεδὸν καθ ' ὅλον τὸ σῶμα : καὶ τὸ πυρέτιον καταψύχειν ἐδόκει : καὶ ἔμφρων τὸ πρῶτον : προϊούσης δὲ
ἐπὶ τέλους ἐλθοῦσα δωρεά . ἀποψύχειν : ὅ οἱ πολλοὶ καταψύχειν λέγουσιν , ὅταν τὸ καῦμα λήγῃ καὶ εἰς ψῦχος
6061017 ἐξερχομαι
; ἂν μέτριον , μενῶ : ἂν λίαν πολύν , ἐξέρχομαι . τούτου γὰρ μεμνῆσθαι καὶ κρατεῖν , ὅτι ἡ
δῷς , ἀλλ ' ἀπόδος . καὶ δὴ φέρους ' ἐξέρχομαι . Ῥύγχος φορῶν ὕειον ᾐσθόμην τότε . Παραγεύσεταί σοι
6059775 κατεχε
, Δημέα , βοᾶις ; τί βοᾶις , ἀνόητε ; κάτεχε σαυτόν , καρτέρει . οὐδὲν γὰρ ἀδικεῖ Μοσχίων σε
τὸ παρακατέχω , ὡς τό : φύλασσε ἀκακίαν , ἢ κάτεχε . φυλάσσω τὸ ἀσφαλίζω , καὶ τὸ ἀπέχω :
6052254 ὀδυρωμαι
ἀνὴρ χρηστός . τί πρῶτον ἐννοήσω καὶ διὰ τί πρῶτον ὀδύρωμαι ; ὡς ἓν ἡμᾶς οἴκημα εἶχεν Ἀθήνησιν ; ὡς
ἢ ποῦ : ἔξεισί τις ἀγγέλλων αὐτὴν ζῆν ἢ θανοῦσαν ὀδύρωμαι : πόριζε : ἀπὸ κοινοῦ τὸ μηχανάν : καὶ
6049665 σιγηι
τὸ δρώμενον δὲ πᾶν ἰδεῖν δυνήσεται . ἐὰν δὲ σὺν σιγῆι τι βουλεύηις κακόν , τοῦτ ' οὐχὶ λήσει τοὺς
σὴν δούς τωι πολιτῶν , εἶτ ' ἔπασχε τοιάδε , σιγῆι καθῆς ' ἄν ; οὐ δοκῶ : ξένης δ
6041348 πεμψωμεν
, ἐπισπώμενος τὴν ἐκ δευτέρων καὶ τρίτων προσώπων σύλληψιν , πέμψωμεν , ἀριθμήσωμεν : ἣν μάλιστα καὶ εὔχρηστον ὑπολαμβάνω καθίστασθαι
ὁρῶμαι : Ἅρπαξ ἐν βατράχοισιν ἀμείβεται : ἀλλὰ τάχιστα Παλλάδα πέμψωμεν πολεμόκλονον ἢ καὶ Ἄρηα , οἵ μιν ἐπισχήσουσι μάχης
6039249 κλαυθμον
διακρατείτω ἐρεθισμοῖς τισιν καὶ ψελλίσμασιν καὶ φωναῖς προσηνέσιν παρηγοροῦσα τὸν κλαυθμόν , μήτε δὲ ἐκφοβοῦσα μήτ ' ἐπιταράττουσα ψόφοις τισὶν
ἀπονιψαμένους ποιεῖ πάλιν δειπνοῦντας καὶ δόρπου ἐξαῦτις μεμνημένους μετὰ τὸν κλαυθμόν . τῷ δὲ μὴ αἴρεσθαι τὰς τραπέζας ἐναντιοῦσθαι δοκεῖ
6036262 Γυναι
Κῶ εἶχε ὁ Πέρσης . Ὁ δὲ ἀμείβεται τοῖσδε : Γύναι , θάρσεε : καὶ ὡς ἱκέτις καὶ εἰ δὴ
πρός με βαί ' , ἀεὶ δ ' ὑμνούμενα : Γύναι , γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει . Κἀγὼ μαθοῦς
6033168 τὠμωι
γάμων Ἑλένης τε ; πόθεν ἦλθ ' ἐπ ' ὀλέθρωι τὠμῶι , πάτερ ; βλέψον πρὸς ἡμᾶς , ὄμμα δὸς
μέν , Ἡράκλεις , οὐδ ' ἐγκεχείρηκ ' , ἀλλὰ τὠμῶι δεσπότηι εἴρηχ ' , ὑπέσχηταί τ ' ἐμοὶ ?
6031681 Θεολυτη
ἄλλο . δεῦρο δὴ γεμίσω ς ' ἐγώ . γραῦ Θεολύτη , γραῦ . τί με καλεῖς σὺ φίλτατε ;
. δεῦρο δή , γεμίσω ς ' ἐγώ . γραῦ Θεολύτη , γραῦ . τί με καλεῖς σύ , φίλτατε
6019688 ἐνδωσειν
ἱππεῦσι πλεονεκτεῖν Μουτίνην τε ἐς ἔσχατον ἀφῖχθαι λιμοῦ καὶ εὐθὺς ἐνδώσειν . ὧδε μὲν ἤρεσκε τοῖς φίλοις , καὶ ἦν
κράτος , ὅτε θέλοιεν , ἡγούμενοι , διέμελλον ἔτι καὶ ἐνδώσειν αὐτοὺς ἐνόμιζον ἐκ τῆς ἀπορίας , οἷον ἐν τοῖς
6019105 κοιτου
καμάτου ἐπιδεύεται , ἄγχι δέ τοι νύξ αὖλιν ἄγει , κοίτου δὲ λιλαίεαι ἔργον ἀνύσσας , τῆμος δὴ ποταμοῖο πολυρραγέος
δεπάεσσιν ἐυσκόπῳ ἀργειφόντῃ , ᾧ πυμάτῳ σπένδεσκον , ὅτε μνησαίατο κοίτου . * ) ἡ διπλῆ πρὸς τὸ ἔθος .
6013132 λυπηραν
τὸ τὴν φύσιν αὐτῆς καθ ' αὑτὴν εἶναι ἡδεῖαν ἢ λυπηράν . αἴτιον δὲ τοῦ εἶναι ἀνθρώπου τὴν τοιαύτην ὀσμὴν
καὶ καθέδραν καὶ μάθησιν καὶ πᾶσαν κίνησιν ἐροῦμεν ἡδεῖαν ἢ λυπηράν , οὐχ ὅσων συμβαίνει λυπεῖσθαι παρουσῶν ἡμᾶς ἢ χαίρειν
6009271 δειξετε
' ἑαυτόν . δείξετον ] δείξουσιν οἱ δύο λόγοι , δείξετε ἃ βούλεσθε ἑαυτούς , δείξατε . τὼ πισύνω ]
καὶ δόξης κλέος ἀράμενοι μέγα Ῥωμαίοις τε καὶ πᾶσιν ἀνθρώποις δείξετε , τήν τε προτέραν νίκην πιστώσεσθε , ὡς μὴ
6008568 αἰανην
σκηπτουχίαι [ νῦν ] ἐρημίαι [ ] ! ντες : αἰανὴν ? [ ] λέγω ? [ τετείχισμαι ] κακῶν
ἐπειδὴ ἡ λύπη σκοτισμὸν ἐπάγει καὶ κατήφειαν , διὰ τοῦτο αἰανὴν εἶπεν . ἡμέτερα . † ἥσω τοι : τῆς
6006843 νυκτερον
κλαγγηδὸν ἐπειγόμεναι βρωμοῖο χειμῶνος μέγα σῆμα , καὶ ἐννεάγηρα κορώνη νύκτερον ἀείδουσα , καὶ ὀψὲ βοῶντε κολοιοί , καὶ σπίνος
† ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος , ὡς δυσμενοῦς ὑπερτέρου , ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖν , παγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον . ὅ τοι
6001005 μετελευσομαι
τοῦ εἰς . . . πορεύσομαι , μεταχειρίζομαι . , μετελεύσομαι ἐν μεταχειρίσει , ἀποπορεύσομαι , εἶμι δὲ πρὸς αὐτὸν
ὑπόκειται συνέταξα τὸ βιβλίον μηδενὸς καταφρονήσας λόγου . νῦν δὲ μετελεύσομαι ἐπὶ τὰς τοῦ Κυρανοῦ ἑτέρας βίβλους , ὅπως καὶ
5998524 ἑρπεις
ὅλης ψυχῆς : ἐν πόστῳ δὲ βωλαρίῳ τῆς ὅλης γῆς ἕρπεις . πάντα ταῦτα ἐνθυμούμενος μηδὲν μέγα φαντάζου ἢ τό
σφυρὰ κόλπον ἀνεῖσαι στήθεσι φαινομένοις λιγυρᾶς ἀρξεύμεθ ' ἀοιδᾶς . ἕρπεις , ὦ φίλ ' Ἄδωνι , καὶ ἐνθάδε κἠς
5990173 Ἀγ
τῆς σῆς ἑορτῆς ἀξίως παίσαντα καὶ σκώψαντα νικήσαντα ταινιοῦσθαι . Ἄγ ' εἶά νυν καὶ τὸν ὡραῖον θεὸν παρακαλεῖτε δεῦρο
διαφέρειν . Τῆς δὴ διαφορᾶς αὐτοῖν ἐπὶ θεωρίαν ἔλθωμεν . Ἄγ ' ὅπῃ σοι φαίνεται . Τῇδε δὴ ἄγω .
5978552 θυμουμενον
ὁμοίως καὶ εἰ ἴδωμέν τινα ὑπερβολικῶς φιλοῦντα τὰ χρήματα ἢ θυμούμενον , οὐχ ἁπλῶς ἀκρατῆ τοῦτον λέγομεν , ἀλλὰ μετὰ
, καὶ οὐ πρόσθεν ἀνίησιν πρὶν τῆς ἀπειλῆς ἀποπαῦσαι τὸν θυμούμενον . ὥστε οὐκ ἂν ὀκνῆσαί μοι δοκῶ καὶ τὸ
5977186 δαμασθῃ
μαλακογνώμων ] ταπεινός . . ῥαισθῇ ] οὕτως ὡς ἔφην δαμασθῇ . . ἀτέραμνον ] σκληρὰν καὶ ἄκαμπτον . στορέσας
πύργος ἐν εὔρει . δέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι μὴ πόλις δαμασθῇ . τέλειαι γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν βαρέαι καταλλαγαί : τὰ
5974529 ἀψορροι
οἱ Ἀντήνωρ περικαλλέα βήσετο δίφρον . τὼ μὲν ἄρ ' ἄψορροι προτὶ Ἴλιον ἀπονέοντο : Ἕκτωρ δὲ Πριάμοιο πάϊς καὶ
. τῇ δὲ καὶ αὐτόματοι θυρέων ὑπόειξαν ὀχῆες † ὠκείαις ἄψορροι ἀναθρῴσκοντες ἀοιδαῖς . γυμνοῖσιν δὲ πόδεσσιν ἀνὰ στεινὰς θέεν
5974087 ἐνεπνευσεν
αὐτὸν τῆς κακοπαθείας ἐποίησεν . ἰστέον ὅτι , ἐὰν γράφηται ἐνέπνευσεν κάματον βίῃ , ἐπὶ τοῦ ὄφεως ἀκουστέον , τουτέστιν
ὁ ἔχις εὐθέως πόνον καὶ ἀλγηδόνα εἰς τὴν δύναμιν αὐτοῦ ἐνέπνευσεν καὶ ἐνέβαλεν . εἰ δὲ γράφεται ἀνέπνευσεν καμάτων τοιοῦτόν
5968593 εἰσιθι
λιμὸν ἐκκαλουμένη . * * * * ὥστε γ ' εἴσιθι : μὴ μέλλε , χώρει : δεῖ γὰρ ἠριστηκότας
πᾶν ἀγάλλεται , δείπνου προφήτην λιμὸν ἐκκαλουμένη . ὥστ ' εἴσιθι : μὴ μέλλε , χώρει . δεῖ γὰρ ἠριστηκότας
5968238 ἀκατου
ὄλβος . κατέκλυσε γὰρ αὐτὸν δαίμων τις , ὡσεὶ λαῖφος ἀκάτου θοᾶς τινάξας κατέκλυσε τοῖς ὀλεθρίοις καὶ λάβροις κύμασι πόντου
: ὡς δὲ πόντου λάβροις ὀλεθρίοις ἐν κύμασι δαίμων τις ἀκάτου θοᾶς λαῖ - φος κατέκλυσεν , οὕτως καὶ τὸν
5967650 θαρρησαι
μετὰ ταῦτα τίθησιν : ἐν δὲ τῷ παρατυχόντι ὁ φθάσας θαρρῆσαι εἰ ἴδοι ἄφρακτον , ἥδιον διὰ τὴν πίστιν ἐτιμωρεῖτο
ἦν , ἄκρος δὲ τὴν τέχνην οὗτος , ὡς διαμιλληθῆναι θαρρῆσαι τῷ Ἀπόλλωνι περὶ μουσικῆς . δεξαμένου δὲ τούτου τὴν
5965152 δακρυετε
ἀνίατα . νεωστὶ μηνυθέντα ἡμῖν ὑπό τινος τῶν δαιμόνων . δακρύετε . ὃ εἶπον . εἰς τοῦτο ἐμακρύνθη ὁ βίος
κότον τινὸς τῶν θεῶν γενόμενα . διαίνεσθε Πέρσαι : ἤτοι δακρύετε καὶ βρέχεσθε ἐν δάκρυσιν , ὦ Πέρσαι , κλύοντες
5960734 δολιαν
οὕτω τῆς πάντων ἐπεβουλεύσαντο σωτηρίας καὶ τότε , πρόφασίν τινα δολίαν πλασάμενοι , ὡς οὐ πρὸς φυγὴν ἐκτρέπονται , πρὸς
ἐν ἑαυτῇ δεχομένη , ἐστοναχίζετο καὶ ἐστενοχωρεῖτο . ἐμηχανήσατο δὲ δολίαν , ἤγουν συνετὴν τέχνην . κατασκευάσασα γὰρ ἀπὸ ἀδάμαντος
5959627 χαλα
θεοῖσι μὴ μάχου : τόλμα δὲ προσβλέπειν με καὶ φρονήματος χάλα . τά τοι μέγιστα πολλάκις θεὸς ταπείν ' ἔθηκε
] ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν τὰ μυστήρια . καθίμα ] ⌈ χάλα . [ ὑποχάλα . ] τοῦ Διοπείθους ἔχων τὸ
5959331 αὐθαδη
' ἂν οὐδεὶς ἐνδίκως μέμψαιτό μοι . ἀδαμαντίνου νῦν σφηνὸς αὐθάδη γνάθον στέρνων διαμπὰξ πασσάλευ ' ἐρρωμένως . αἰαῖ ,
φύγοιμ ' ἄν . ἦ μὴν ἔτι Ζεύς , καίπερ αὐθάδη φρονῶν , ἔσται ταπεινός , οἷον ἐξαρτύεται γάμον γαμεῖν
5954950 στενειν
δὲ τῶν μεγίστων ἑτέροις χρῆσθε διδασκάλοις καὶ ὧν κεκλειμένων ἔδει στένειν , ἀνεῳγμένα φεύγετε . εἶθ ' ὅταν Πλάτωνος καὶ
ἐσμέν , εἰ καὶ δοκοῦμεν : τὸ γὰρ ὀδύρεσθαι καὶ στένειν οὐκ ἦν τῶν εἰωθότων , ἡμεῖς δὲ ἐν τούτοις
5952586 ΓΔΗ
τὸ αὐτὸ κέντρον . Δύο γὰρ κύκλοι οἱ ΑΒΓ , ΓΔΗ τεμνέτωσαν ἀλλήλους κατὰ τὰ Β , Γ σημεῖα .
. πάλιν , ἐπεὶ τὸ Ε σημεῖον κέντρον ἐστὶ τοῦ ΓΔΗ κύκλου , ἴση ἐστὶν ἡ ΕΓ τῇ ΕΗ :
5951346 ἐασῃ
πέντε μνῶν καταλιμπάνειν . ἢν οὖν ἐμοὶ μὲν τὰ χρήματα ἐάσῃ , ἐκείνοις δὲ τὴν ἀρχήν . προπερισπωμένως δὲ ἀναγνωστέον
ἐπισκιάσῃ καὶ κατασχῇ καὶ μηδὲν αὐτῆς ἄφετον μηδὲ ἐλεύθερον μέρος ἐάσῃ , οὐ μόνον ὅσα τῶν ἁμαρτημάτων ἰάσιμα δρᾶν ἀναγκάζει
5950933 τρομον
. ” βάλλεν ἔβαλλεν . βάζειν λέγειν . βαμβαίνων διὰ τρόμον οὐκ ἠρεμοῦσαν τὴν βάσιν ποιούμενος . ὁ δὲ Ἀπίων
, φλεγμαίνει . χρῶμα γὰρ οὐ μεταβάλλει οὐδὲν ἄλλο οὐδὲ τρόμον ποιεῖ οὐδὲ ψόφον τῶν ὀδόντων οὐδὲ μετοκλάζει καὶ ἐπ
5949784 πανταλαινα
ἦλθες εἰς τοὺς ἐμοὺς δόμους . ἐπειδὴ εἶπεν ὦ δυστυχεστάτα παντάλαινα νύμφα , ἐπήγαγεν οἰκτροτάτη γάρ , ἀντὶ τοῦ :
' ἄχη ] πανάθλια . δεῖ πανταλαίνου εἶναι , ἢ παντάλαινα . εὕρηται δὲ ἐν πολλοῖς καὶ καλοῖς βιβλίοις οὕτω
5949716 Σωσθενην
τοῦ ἱεροῦ εἰς λιμένα Δάφνης τῆς Μαινομένης τὸν νῦν λεγόμενον Σωσθένην στάδιοι μʹ , μίλια εʹ , γʹ . Ἀπὸ
σου ταῦτα τὰ δάκρυα ἰάσομαι . ” εἶτα πρὸς τὸν Σωσθένην πάλιν , ἐξιών , “ Ὅπως εἴπῃς τὰ εἰκότα
5948639 εὐφημως
ἀμφιπύρῳ , πότμῳ φονίῳ κατεύνασεν , ὅ ἐστι κατεκοίμισεν , εὐφήμως ἀντὶ τοῦ ἀνεῖλεν , ἡ Ἀφροδίτη δηλονότι : τοῦ
, λάθρα αὐτῇ συνῆλθε . τοῦτον δὲ ὡς μάντιν εἰδότα εὐφήμως εἰπεῖν : ἀλλ ' ἠγγύηται πρὸς γάμον : παιδίον
5948276 τυχηις
εἰς ἄλλους τρόπους μισεῖς τε λίαν καὶ φιλεῖς ὃν ἂν τύχηις ; οὐκ οἶσθ ' ὑβρισθεῖσάν με καὶ ναοὺς ἐμούς
σαυτοῦ . τοῦτο γὰρ ἀθάνατόν ἐστι , κἄν ποτε πταίσας τύχηις , ἐκεῖθεν ἔσται ταὐτὸ τοῦτό σοι πάλιν . πολλῶι
5945470 Γλυκεριον
δ ' αἰσχρὸν εἰ μὴ τοῖσι χρωμένοις δοκεῖ ; Ἡ Γλυκέριον λαβοῦσα παρ ' ἐραστοῦ τινος Κορίνθιον παράπηχυ καινὸν λῄδιον
δίθυρον καὶ παράστασις , μία δραχμή . Χαῖρ ' ὦ Γλυκέριον . καὶ σύ . πολλοστῷ χρόνῳ ὁρῶ σε .
5936870 χαλατε
ἀλλ ' ἀνοίξατε ὅπως τάχιστα , καὶ γυναικείους πύλας μοχλοῖς χαλᾶτε : καὶ μάλ ' ἡβῶντος δὲ δεῖ οὐχ ὥστ
' ἕδρας ἡ Τυνδαρὶς παῖς ἐκπεπόρθμευται χθονός . ὠή , χαλᾶτε κλῆιθρα , λύεθ ' ἱππικὰς φάτνας , ὀπαδοί ,
5928143 συμποτην
: οὗτος μέν γελέγω δὲ ἰδώνξηράνας τὸν νεκρὸν σύνδειπνον καὶ συμπότην ἐποιήσατο . πολλάκις δὲ καὶ δεομένῳ χρημάτων ἀνδρὶ Αἰγυπτίῳ
ὁ ποιητής : ζείδωρον ἄρουραν . ἔνιοι πόσιν ἤκουσαν τὸν συμπότην . ἐν τοῖσιν ἀλέγονται : ἀριθμοῦνται . συγκαταλέγονται ἐν
5924334 σχηματισαντας
Ὀρειβάσιος δὲ φησὶ περὶ τῆς τῶν θύμων ἀφαιρέσεως : δεῖ σχηματίσαντας τὴν γυναῖκα καθὼς πολλάκις εἴρηται , καὶ μυδίῳ ἀποτείναντας
ἀνδρῶν προρρηθέντων , μὴ καθισταμένας δὲ ἐγχειρίζειν . Δεῖ δὲ σχηματίσαντας ὑπτίαν τὴν γυναῖκα ἀνάρροπα μᾶλλον ἔχειν τὰ σκέλη ,
5922869 ἰοντε
οἳ δ ' ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ ' ἀλλήλοισιν ἰόντε , τὸν πρότερος προσέειπε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης : τίς
δόνακας μυρίκης τ ' ἐριθηλέας ὄζους , μὴ λάθοι αὖτις ἰόντε θοὴν διὰ νύκτα μέλαιναν . τὼ δὲ βάτην προτέρω
5922097 ἑστιουχον
αὐγάν . κλυοῦς ' ἐμοῦ δὲ Ναΐδων τις παρ ' ἑστιοῦχον σέλας πολλὰ διώξεται ? ? . Νύμφας δέ τοι
τὴν Θρᾴκην διελθόντες μόλις ἥκουσιν ἐπὶ τὴν Περσίδα γῆν τὴν ἑστιοῦχον καὶ τὴν ἔχουσαν αὐτῶν τὴν ἑστίαν : ὥστε στένειν
5920710 εὐαιωνι
Παιάν , ἴθι σωτήρ , εὔφρων τάνδε πόλιν φύλασς ' εὐαίωνι σὺν ὄλβῳ . [ ] λὲς δὲ χειρὶ πάλλων
Παιάν , ἴθι σωτήρ , εὔφρων τάνδε πόλιν φύλασς ' εὐαίωνι σὺν ὄλβῳ . Ἀλλὰ δέχεσθε Βακχιάσταν [ - ]
5919675 ἀϊειν
. ἠϊόσιν : τοῖς αἰγιαλοῖς . Αἰγιαλὸς ἐτυμολογεῖται παρὰ τὸ ἀΐειν διὰ τὸ ἀνεπιπροσμάχητον , ἢ παρὰ τὸ δίκην αἰγὸς
ἐπίθετον , ὃ δηλοῖ τὴν † ἐνυπόστατον κίνησιν : ἔνθεν ἀΐειν , τὸ ὁρμᾶν , καὶ ἀΐσσειν . οὕτως Μεθόδιος
5919306 ἀποχει
γὰρ τἀληθὲς καιρὸς οὐκ ἦνἐν μυχῷ τινι τῆς οἰκίας ἀνακλαυσάμενος ἀποχεῖ τὴν τῶν δακρύων φοράν . εἶτ ' ἀπονιψάμενος λογισμῷ
. Τὸ ἐπέχειν ἀντὶ τοῦ ἀποχεῖν . τὸ γὰρ πνεῦμα ἀποχεῖ καὶ δέχεται ἕτερον . Ἡ δὲ γυνὴ ὅταν ἐν
5919173 θαλπωρην
. Ἔπειτα εἰ διὰ τὸ προστυχὸν κρύος παχυνθείη , διὰ θαλπωρὴν τοῦ περιέχοντος λεπτυνθείη ἄν . Ἀλλὰ μὴν ἔστιν ἰδεῖν
καὶ τὸν φόβον κρυόεντα προσαγορεύει , ἐκ δὲ τοῦ ἐναντίου θαλπωρὴν τὸ θάρσος καὶ τὴν ἀγαθὴν ἐλπίδα . τὰ μὲν
5912227 ἡγησεσθαι
τε Λακεδαιμονίων σφίσι πόλεμον ἐσόμενον καὶ ἅμα ἐλπίσαντες τῆς Πελοποννήσου ἡγήσεσθαι : κατὰ γὰρ τὸν χρόνον τοῦτον ἥ τε Λακεδαίμων
ἀλλήλους σύμμαχοί τε ἔσεσθαι : οἱ δὲ βάρβαροι προσώμοσαν καὶ ἡγήσεσθαι ἀδόλως . ταῦτα δ ' ὤμοσαν , σφάξαντες ταῦρον
5911274 ἀπιωμεν
ἀσφαλεῖ εἰσι τοῦ μηδὲν παθεῖν , ἐπειδάν τε μηδὲν ποιήσαντες ἀπίωμεν , πάλιν καθορῶντες ἡμῶν τὸ πλῆθος πολὺ ἐνδεέστερον τοῦ
εἰπεῖν συναγάγοιμι τῇ μνήμῃ ἐπελθών . τὸ δὲ νῦν ἔχον ἀπίωμεν ἐπὶ τούτοις : ἑσπέρα γὰρ ἤδη . Ὦ χαῖρε
5910357 ἀσκοπον
, ἀσφαλές , τάχα καὶ ἀστραβές , ὡς τὸ ἐναντίον ἄσκοπον , ἄστοχον , ἀτυχές δυστυχές , διημαρτημένον , ἐσφαλμένον
μηδέ ς ' ἔθος πολύπερον ὁδὸν κατὰ τήνδε βιάσθω νωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα καὶ ἠχήεσσαν ἀκουὴν καὶ γλῶσσαν , κρῖναι δὲ
5905827 ὀλεθριαν
ὡς πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων βουλὴν ἑτέροις παρέχουσι τὴν ἐκείνοις μὲν ὀλεθρίαν , ἑαυτοῖς δὲ ἐπικερδῆ καὶ ὠφέλιμον . ἀνήρ τις
τὴν ἑαυτοῦ γαστέρα . ἀλλήλοισιν : ἀλλήλοις οὖσιν . ἀνάρσιον ὀλεθρίαν , πολέμιον , ἐναντίον . ἔχθος : μῖσος .
5899989 θησειν
, ἐγώ , Φορμίων , ἄλλον εἴ τινα βούλεται , θήσειν τὸν νόμον . ἔστι δὲ δήπου νόμος ὑμῖν ,
] διὰ τοῦ ἐμοῦ δορὸς σκυλευθέντα . ἁγνοῖς ] καθαροῖς θήσειν . . τοιαῦτα ] οἷα ἐμοῦ ἤκουσας . φιλοστόνως
5899885 φερεγγυον
] τὸν ἀξιόχρεων . τὸν φερέγγυον ] τὸν ἀντάξιον . φερέγγυον ] ἱκανώτατον . θ φερέγγυον ] τὸν ἀσφαλῆ καὶ
καὶ τὸ μὴ ἀμελεῖν μάθε . σθένος δὲ ποιεῖν εὖ φερέγγυον τὸ σόν . οὔτοι προδώσω : διὰ τέλους δέ
5898372 ἀνικητον
ἐλπίδας εἶχε κρατήσειν τῶν βαρβάρων : τὴν μὲν γὰρ Πυθίαν ἀνίκητον αὐτὸν ὠνομακέναι , τὸν δ ' Ἄμμωνα συγκεχωρηκέναι τὴν
χειμῶνα πλεῖστον ? ? ? ? [ καὶ ἴσως ] ἀνίκητον . ἔδοξεν οὖν πλεῖν : ἀσπασάμενοι [ ] τοίνυν
5892498 ἐκλαιε
ἐπίτηδες τὴν ἀξίνην εἰς τὰς δίνας ἀφῆκε , καθεζόμενός τε ἔκλαιε . Ἑρμοῦ δὲ ἐπιφανέντος καὶ πυνθανομένου , τί τὸ
λυπεῖν τὸν ἀδελφὸν δακρύοις : ἄλλως : σεαυτὴν ἀποκάλυπτε : ἔκλαιε γὰρ κρᾶτα θεῖς ' εἴσω πέπλων [ ] :
5891097 ἐπερχομενον
τὸν σύγκοιτον καὶ ὁμόκοιτον αὐτῇ γλυκὺν ὕπνον , ῥέποντα καὶ ἐπερχόμενον ἐπὶ τοῖς βλεφάροις πρὸς ἠῶ , τουτέστι πρὸς ὄρθρον
καὶ τὸ ἐπερχόμενον πῆμα . . : τό τ ' ἐπερχόμενον ] Διὰ τὴν τιμὴν τοῦ ἀετοῦ . Τὸ ἐπιτεῖλαι
5886211 Δοξαν
, ἀλλὰ φράσαντες τῷ πατρὶ τὰς ἀληθείας ἐκποδὼν ἀπιέναι . Δόξαν δὲ οἱ μὲν εἶπαν , ὁ δὲ Ἀετίων εἰς
ἠὼς γένηται καὶ τὸ πᾶν ἡ Κλειὼ βασανιζομένη κατείπῃ . Δόξαν οὖν οὕτως εἰχόμεθα ἔργου , σκηψάμενοι πρὸς τὸν θυρωρὸν
5880009 ἐφηκας
ὁ Κάδμος τὴν οἰκίαν καταλιπὼν ἦλθεν ἐνταῦθα , δυστυχῆ ἀκτῖνα ἐφῆκας , ἀνέτειλας : ἐπέβαλες ἀνέτειλας . ἐμφαντικὸν δὲ πάνυ
, ὡς δυστυχῆ Θήβαισι τῆι τόθ ' ἡμέραι ἀκτῖν ' ἐφῆκας , Κάδμος ἡνίκ ' ἦλθε γῆν τήνδ ' ,
5878600 δυη
ξ . . . . . , = . : δύη : κακοπάθεια . . . ὁ δὲ Ἀπίων κάκωσις
ἐκ βοῆς ἠγρευμένα , τουτέστι τῆς μάχης , λάφυρα . δύη ξ . . . . . , = .
5875254 ὑποσπονδον
πέποιθ ' ἅμα , ἥτις μ ' ἔπεισε δεῦρ ' ὑπόσπονδον μολεῖν . ἀλλ ' ἐγγὺς ἀλκή κοὐκ ἔρημα δώματα
τὸ δὲ τελευταῖον Λάμψακον ἑλὼν τὴν μὲν Ἀθηναίων φρουρὰν ἀφῆκεν ὑπόσπονδον , τὰς δὲ κτήσεις ἁρπάσας τοῖς Λαμψακηνοῖς ἀπέδωκε τὴν
5874168 καταξειν
τῷ πλήθει παραπλησίαν , καὶ μετὰ τὴν τοῦ πολέμου κατάλυσιν κατάξειν τοὺς βουλομένους εἰς τὰς πατρίδας . τῶν δὲ Σικανῶν
κώμας τοὺς ἀνθρώπους διῴκισε . Μαντινέας δὲ ἐκ τῶν κωμῶν κατάξειν ἐς τὴν πατρίδα ἔμελλον Θηβαῖοι μετὰ τὸ ἔργον τὸ
5873254 φευγεις
βαλλέτω ὡς ἐθέλει : πάλιν Ἄρτεμις ἄμμιν ἀρήγει . οὐ φεύγεις τὸν Ἔρωτα , τὸν οὐ φύγε παρθένος ἄλλη .
δὴ σοί , ὦ Εὐθύφρων , τίς ἡ δίκη ; φεύγεις αὐτὴν ἢ διώκεις ; Διώκω . Τίνα ; Ὃν
5872394 ἐξευρησω
: ἀλλὰ πῶς λέγεις ; Ὧδ ' , εἶπον , ἐξευρήσω , σοῦ ἀποκρινομένου ζητῶν ἅμα . Ἐρώτα δή ,
ἡμῖν λέξει ; Ἐγὼ μὲν γὰρ ἀπορῶ , εἴ τινα ἐξευρήσω δεινὸν τὴν τέχνην κατὰ τὸν Χείρωνα κεῖνον , ἵνα
5866945 ἀναγκασει
τοὺς πολεμίους , ἢν κυκλοῦσθαι πειρῶνται , μείζω τὴν περιβολὴν ἀναγκάσει ποιεῖσθαι : ὅσῳ δ ' ἂν μεῖζον χωρίον περιβάλλωνται
τῶν ἑταίρων , ὃ δὲ οὐ προσήκατο εἰπὼν ταῦτά με ἀναγκάσει αἰδούμενον ὑμᾶς καταχαρίσασθαί τι τῶν δικαίων , μὴ αἰδούμενον
5866349 κνωδαλοις
με κἀρεθίζῃ . Ὦ Ζεῦ , τί ποτε χρησόμεθα τοῖσδε κνωδάλοις ; Οὐ γὰρ ἔτ ' ἀνεκτὰ τάδε γ '
ἤθους δολερὸν καὶ ἐπίκλοπον , ἡνίκα χειμῶνος ἐνστάντος ἀπορίᾳ τροφῆς κνωδάλοις καὶ πετεινοῖς ἐξαρτύει τὸν ὄλεθρον καὶ λανθανόντως ἐπισπᾶται τῷ
5863787 ἐργωι
κακῶν . ἐν ἔργωι . . . πιπάλλων ] σὺν ἔργωι πάλλων : ὅ ἐστι μὴ μόνον φέρων ἀλλὰ καὶ
ὥστε τῶν ἀποκρινομένων μὴ εἰδέναι τὸ πλῆθος μήτε λόγωι μήτε ἔργωι . ἐπεὶ ὅτι τῶι εἴδει πεπερασμένα ὤιετο , δηλοῖ
5862241 δακρυσα
περ πάρος ἔσκεν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι . τὸν μὲν ἐγὼ δάκρυσα ἰδὼν ἐλέησά τε θυμῷ καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα
ἄθαπτον , ἐπεὶ πόνος ἄλλος ἔπειγε . τὸν μὲν ἐγὼ δάκρυσα ἰδὼν ἐλέησά τε θυμῷ καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα
5861606 εἰρυσθαι
βασίλειαν : σχετλίη , οὐδ ' ἔτλη πόσιος οὗ κουριδίοιο εἴρυσθαι μέγα δῶμα διαμπερές , εἷος ἵκοιτο . ” ὣς
” εἰρύαται φυλάσσουσι : “ πρὸς Διὸς εἰρύαται . ” εἴρυσθαι . νῦν ἰδίως τὸ εἴρυσθαι ἐπὶ τοῦ εἰδέναι παρείληπται
5851270 θρασυτατα
θαρρεῖν . τὰ δ ' ἐπιρρήματα τολμηρῶς τολμηρότατα , θρασέως θρασύτατα , φιλοκινδύνως , ῥιψοκινδύνως , παρακεκινδυνευμένως , παρακινδυνευτικῶς ,
τῶν τε δημάρχων Μᾶρκον Καίλιον πριάμενος ἐς τὴν πόλιν κατῄει θρασύτατα . καὶ αὐτὸν ὁ Καίλιος εὐθὺς ἐσιόντα εἷλκεν ἐς
5850645 ἐκτυφλωσαι
νῦν ἐχρῆν ὀργὴν λαβεῖν σε , Δημέα , καὶ τουτονὶ ἐκτυφλῶσαι . διά σε τούτωι γέγονε πάντα καταφανῆ . τίνος
προβατίοις , εἰκῇ δὲ καταδαρθόντα που μέγαν λαβόντες ἡμμένον σφηκίσκον ἐκτυφλῶσαι . Ἐγὼ δὲ τὴν Κίρκην γε , τὴν τὰ
5850023 πορευῃ
πλήθους χρόνου μὴ περιπιπτόντων ἢ νικωμένων ἀπάτῃ . Γλῶσσα ποῦ πορεύῃ , πόλιν ἀνορθώσουσα καὶ πόλιν ἀναστρέψουσα : ἐπὶ τῶν
Δωρίζοντες καὶ λέγοντες πεῖ πορεύῃ ἁμαρτάνουσι : δέον γὰρ πῦς πορεύῃ : τὸ γὰρ πεῖ τὴν ἐν τόπῳ σχέσιν δηλοῖ
5849194 αὐθαδεστερον
ἅτε δὴ κατὰ θεῶν βούλησίν γε ἀφικομένων : ἡ δὲ αὐθαδέστερον ἀπεκρίνατο , ὡς χρὴ παρ ' Ἑλένην αὐτὸν ἰέναι
: ὡς δ ' ἠναντιοῦτο καὶ διώμνυτο λόγον τε τὸν αὐθαδέστερον εἰπεῖν ἐτόλμησε τοῦ δήμου παρόντος , ὅτι μᾶλλον ἂν
5848332 χερ
ν ? πολυ ? [ ] [ ] σι ? χερ [ ] [ ] κουον ? ? [ ]
ὁ μὲν ἔνυδροϲ ψυχρόϲ ἐϲτι τὴν δύναμιν , ὁ δὲ χερ - ϲαῖοϲ ἔχει καὶ ϲτῦφον : ὅθεν ἕλκη τε
5845809 τυψει
τῶν ἑνικῶν τοῦ ὁριστικοῦ πρώτου μέλλοντος , λέγω δὴ τοῦ τύψει , προσθήκῃ τοῦ ν : τὸ γὰρ τύψει προσλαβὸν
ω ἢ τῷ ο , γυψώσω ἀρόσω . τύψεις , τύψει . Δυϊκά . Τύψετον , τύψετον . Πληθ .
5842875 Ἡν
τούτων ὡς κατεσκευασμένης διαθήκης ψευδὴς μάρτυς γέγονε Στέφανος οὑτοσί . Ἣν ἂν ἐγγυήσῃ ἐπὶ δικαίοις δάμαρτα εἶναι ἢ πατὴρ ἢ
τε καὶ ἡδονῆς λοιπὴ μία . Ποία , φῄς ; Ἣν αὐτὴν τὴν ψυχὴν αὑτῇ πολλάκις λαμβάνειν σύγκρασιν ἔφαμεν .
5842053 δυσδαιμονα
κερσάμενος καὶ τεμὼν καὶ ἀφανίσας τὴν νυχίαν πλάκα καὶ τὴν δυσδαίμονα ἀκτήν , ἤγουν τὸ ναυτικὸν τῶν Περσῶν τὸ ἐν
Ἰώνων . τουτέστι νικηφόρος . ἀποκείρας στυγνὴν πλάκα κατὰ τὴν δυσδαίμονα ἀκτήν , τουτέστι κατὰ τὴν Σαλαμῖνα . σημείωσαι ὅτι
5841566 περιπιτνει
μέρος . θ περιπίτνει κρύος ] περιπίπτει φόβος κακοῦ . περιπιτνεῖ κρύος ] φρίσσω , δέδοικα . περιπιτνεῖ ] περιπίπτει
φόβος κακοῦ . περιπιτνεῖ κρύος ] φρίσσω , δέδοικα . περιπιτνεῖ ] περιπίπτει . περιπιτνεῖ ] ἐπέρχεται . πίτνω γίνεται
5839107 ὑποκλυσαι
σιτία διαχωρητικὰ προσφερέσθω : ἢν δὲ ἡ γαστὴρ θερμαίνηται , ὑποκλύσαι . Ἢν ἐκ τόκου φλεγμήνωσιν αἱ μῆτραι , στρύχνου
τὸ στόμα γίγνηται , ἐμέειν ξυμφέρει , καὶ τὴν κοιλίην ὑποκλύσαι : ἢν δὲ μὴ πρὸς ταῦτα λύηται , γάλα

Back