τρικότυλος οἶνος ἄχρι ἐς τὸν ὄλεθρον μολυβδίνας ἔχων πέδας ἐν βορβόρῳ κάθηται . μέγα φρονεῖ μᾶλλον ἢ Πηλεὺς ἐπὶ τῇ
ὀρθῶς αἰνίττονται τὸν μὴ κεκαθαρμένον καὶ εἰς Ἅιδου κείσεσθαι ἐν βορβόρῳ , ὅτι τὸ μὴ καθαρὸν βορβόρῳ διὰ κάκην φίλον
6581480 σκοτει
μέλιτι σαυτὸν καταπάττεις : ἐπὶ τῶν ἡδυπαθεῖν διωκόντων . Ἐν σκότει ὀρχεῖσθαι : ἐπὶ τῶν ἀμαρτύρως μοχθούντων . Ἐν νυκτὶ
ὑμῶν , καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν φλογὶ καιομένῃ , καὶ
6578790 ὑπαιθρῳ
παρατάξει νικήσωσι , κατέστρεψέ τε τὰς πόλεις καὶ κατεστρατοπέδευσεν ἐν ὑπαίθρῳ . Οἱ δ ' ἐφορμοῦντες Καρχηδόνιοι τῷ ναυστάθμῳ τῶν
σφίσιν ἀμῦναι τὴν Περσῶν . ἐν δὲ τοῦ γυμνασίου τῷ ὑπαίθρῳ πεφυκέναι ποτὲ ἀγρίαν φασὶν ὕλην , καὶ Ὀδυσσέα ,
6315661 ἀρδευουσι
ὑείαν , καὶ οὖρον ἐπιχέοντες , εἶτα προσχώσαν - τες ἀρδεύουσι κατ ' ἐνιαυτόν , ἕως οὗ γλυκεῖα γένηται .
ὁρώσας παρὰ τὸν τοῖχον τὰς κιτρέας φυτεύουσιν ὕδατι δὲ ἀφθόνῳ ἀρδεύουσι : καὶ τοῦ μὲν θέρους ἀστεγάστους καταλιμπά - νουσι
6312077 Ἠριδανῳ
Νεκρᾶς καλουμένης θαλάσσης . Γίνεται δὲ οὐ μόνον ἐν τῷ Ἠριδανῷ ὁ ἤλεκτρος , ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ Σκυθίᾳ ,
ἡ Ἰὼ ἐπλανήθη εἰς βοῦν μεταμορφωθεῖσα , ἐν δὲ τῷ Ἠριδανῷ αἱ Ἡλιάδες εἰς αἰγείρους μετεβλήθησαν : ἔνθα πορφύρεον :
6286347 ἀλσεσιν
ἴδῃς , μὴ τοὺς μουσικοὺς μόνον , οἷς ἐνευστομεῖν τοῖς ἄλσεσιν ἔθος , ἀλλ ' ὅρα μοι καὶ τὸν κραγέτην
: εὐψυχέστερον γὰρ ὂν τὸ χωρίον καὶ μεγίστοις κατάσκιον δαφνηφόροις ἄλσεσιν σωτήριον εἶναι ἐδόκει , καὶ πρὸς τὴν τοῦ ἀέρος
6285945 λειμωνι
ἀρχῆς πάλιν . Ὑπ ' ἀναδενδράδων ἁπαλὰς ἀσπαλάθους πατοῦντες ἐν λειμῶνι λωτοφόρῳ , κύπειρόν τε δροσώδη , κἀνθρύσκου μαλακῶν τ
. , . . . . Ἀσίω : Ἀσίω ἐν λειμῶνι . οὐκ ἔχει τὸ ι προσγεγραμμένον , ἀπὸ γὰρ
6214220 χρῳ
ἐκ μόνης τῆς κεραίας , ψιλῇ τῇ κεραίᾳ , ἐν χρῷ τῆς γῆς παραπλέοντες , ἐκ κάλων ἕλκοντες τὴν ναῦν
τὴν νῆσον , ἐμβοᾶν δὲ τοῖς ἀνθρώποις ὡς μάλιστα ἐν χρῷ παραπλέοντας , καὶ τὸν κυβερνήτην ὀνομάζοντας καὶ ὅτου ἄλλου
6193665 αἰθριᾳ
, οἵ τινεϲ ἤδη δαπανηθέντοϲ τοῦ ὕοντοϲ νέφουϲ μένουϲιν ἐν αἰθρίᾳ πνέοντεϲ ἢ ἐλαύνουϲι τὸ γεννῆϲαν αὐτούϲ . ὁ μὲν
ἐπιπροσθοῦντος ἡλίῳ τὸ παράπαν , [ ἀλλ ' ὡς ἐν αἰθρίᾳ καθαρᾷ ὁλοστὸν ἀναφαίνοντι ] , οὕτως κἂν χρησμολογῶσί τινες
6172394 πιθῳ
εὐώδη τὸν οἶνον ποιεῖ . καὶ κηρὸς θυμιώμενος ἐν τῷ πίθῳ εὐοσμίαν παρέχει : δεῖ δὲ μετὰ τὸ θυμιᾶσαι ἐπιβάλλειν
ταῦτα προσκαῦσαι , εἶτ ' ἀπομάσαι καὶ χαλκουργευτικὸν ἀσκὸν τῷ πίθῳ ὑποφυσᾶν , ὡς ἂν ὁ καπνὸς ἐλαυνόμενος τῷ φυσήματι
6144224 βαλανειῳ
τις οὔτε κλαύσαντα ῥᾳδίως Ἀθηναίων εἶδεν , οὐδ ' ἐν βαλανείῳ δημοσιεύοντι λουσάμενον , ὡς ἱστόρηκε Δοῦρις , οὐδ '
δὲ πάλιν περὶ τούτου φησὶν ἐπιλαθόμενος , ὥσπερ οἱ ἐν βαλανείῳ οὐρήσαντες , καθάπερ λέγουσι τὰ γραΐδια . Τοῖς δὲ
6100763 ἡψες
λίθῳ . τὴν χύτραν , ἐν ᾗ τὰ κρεάδι ' ἧψες ἐζωμευμένα πλὴν εἴ τις πρίαιτο δεόμενος βασκάνιον ἐπικάμινον ἀνδρὸς
ῥόαν . Τὴν χύτραν , ἐν ᾗ τὰ κρεάδι ' ἧψες ἐζωμευμένα . Ἀνήσεις κροκύδα μαστιγουμένην . Ἀλλὰ τὸ στρόφιον
6099355 ἀρδευειν
' ἐνταῦθα γεωργοῦντες , παροχετεύοντες τὴν ἄνω φερομένην χαράδραν , ἀρδεύειν τὰ δένδρα καὶ τὰς ἀμπέλους ἐπεχείρουν . Ὕδατος δὲ
γὰρ γενναιότερα τὰ φυτὰ τριετῆ μεταφυτευθέντα . οὐ χρὴ δὲ ἀρδεύειν τὰ φυτώρια , εἰ μὴ μέλλομεν καὶ τοὺς ἀμπελῶνας
6086695 κριῳ
ἐπὶ τὸ τεῖχος προστέγασμα ἔχουσα , ἵνα τὰ ἐπιβαλλόμενα τῷ κριῷ βάρη προσδέχηται καὶ ἐφ ' ἑκάτερα παραπέμπῃ . βάλλονται
, ἡ ἐνέργεια αὐτοῦ , καθ ' ἣν ὑπάρχει ἐν κριῷ , ἔφθαρται . ὥστε , φησί , τὰ μὲν
6078232 σπηλαιῳ
κατέχωσαν . * γρώνῳ δὲ τῷ κοίλῳ βερέθρῳ δὲ τῷ σπηλαίῳ * λέγεται δὲ ὁ αὐτὸς καὶ Βήρεθρον . ἄλλως
γοῦν περὶ τὸν Ὀδυσσέα καίπερ ὄντες ἐν τῷ τοῦ Κύκλωπος σπηλαίῳ : ἔνθα δὲ πῦρ κείαντες ἐθύσαμεν ἠδὲ καὶ αὐτοὶ
6078095 καυματι
λέγουσι ῥίψαντα νήξασθαι , ἐπιθυμήσαντα τοῦ ὕδατος , ἱδρῶντα καὶ καύματι ἐχόμενον . ὁ δὲ Κύδνος ῥέει διὰ μέσης τῆς
γὰρ παρὰ τοῖς ἄλλοις ἐπομβρίας τῷ παρ ' ἑαυτοῖς γινομένῳ καύματι μιγείσης εἰκὸς εὐκρατότατον γενέσθαι τὸν ἀέρα πρὸς τὴν ἐξ
6026594 οἰκηματι
. Ἀρχομένων τοίνυν τῶν παροξυσμῶν κατακλίνειν δεῖ τὴν πάσχουσαν ἐν οἰκήματι συμμέτρως μὲν ὑελίνῳ μὴ πάνυ δὲ φωτεινῷ , ταινίαις
τοὺς πλησίον τῆς πόλεως τάφους : κἀνταῦθα κατέθετο ἔν τινι οἰκήματι , πολλὰ μὲν ἐπισφάξας ἱερεῖα , πολλὴν δὲ ἐσθῆτα
5991692 πυρωδεις
ὀσμῆς προσβάλλειν : τοὺς δὲ ὀφθαλμοὺς ὑφαίμους αὐτῷ γίνεσθαι καὶ πυρώδεις , τὰ βλέφαρα δὲ διογκοῦσθαι . ἐμέτων δὲ ἐπιθυμίαι
εἰσὶν αἱ ξηραὶ καὶ λευκαί , τεταναὶ καὶ ἄβρωτοι , πυρώδεις ἐν τῇ γεύσει καὶ ἀρωματίζουσαι . τοῦ δ '
5983409 θερει
ὀρχοῦ , εἴπερ ηὔλεις ἐν θέρει : ἀλλ ' ἐν θέρει σὺ τὸν σῖτον ἀποτίθει καὶ μὴ λυρίζων ἡδύνῃς ὁδοιπόρους
γε ἕτερος τῶν βατράχων , ὁ τὰς θάμνους ἐπιὼν τῷ θέρει , φωνὴν δὲ οὐκ ἔχων , ποιεῖ ποτε μὲν
5979661 ἐξηραινον
καὶ κατὰ συγκοπὴν “ ἀμφορεύς ” . ὅτι τὸ παλαιὸν ἐξήραινον διὰ τοῦ ἡλίου τὰς σταφυλὰς καὶ ἔκτοτε ἐπάτουν αὐτάς
. τὸ ἐναντιούμενον . Ταρσοὶ καλάμων . πρασιὰ ἐν ᾗ ἐξήραινον τὴν πλίνθον . Φάρσος . τρύφος , κλάσμα ,
5972887 ἀγριαι
λελυμέναι . ἐδοκοῦ - σαν δέ μοι αἱ γυναῖκες αὗται ἄγριαι εἶναι . ἐκέλευσε δὲ αὐτὰς ὁ ποιμὴν ἆραι τοὺς
οὕτως Εὔπολις . στρουθίζων : τρίζων . Ἀριστοφάνης . στρουθοὶ ἄγριαι : αἱ στρουθοκάμηλοι . στρωματόδεσμα : οὐδετέρως Ἀττικοί ,
5949739 καριδας
μὲν Νίκανδρόν ἐστι τὸ θαλάσσιον αἰδοῖον , Ἡρακλείδης δὲ τὰς καρίδας . Ἀριστοτέλης δὲ ἐν τῷ περὶ ζῴων μορίων φησί
τὸν αἰπόλον . Πλὴν ἅπαξ πότ ' ἐν Φαίακος ἔφαγον καρίδας . Διόνυσε χαῖρε . μή τι πέντε καὶ δύο
5942245 ἱστιῳ
, τῆς ἱστοκεραίας παθούσης τι δεινόν : ἔοικε γὰρ τῷ ἱστίῳ καὶ τῇ καταρτίῳ τῆς νεὼς ὅλης διὰ τὰς βύρσας
ἐπανήγοντο , λαθόντες τὸν Σύφακα . ἀλλ ' ὃ μὲν ἱστίῳ χρώμενος παρέπλευσεν αὐτοὺς ἀδεῶς καὶ κατήχθη , ὁ δὲ
5933009 ἐκτινασσει
εὐστόμαχα καὶ εὐέκκριτα . ἰδίως δὲ τούτων τὰ ἔνωμα ἕλμινθας ἐκτινάσσει . Πύθερμος δὲ ἱστορεῖ , ὥς φησιν Ἡγήσανδρος ,
ἢ μετ ' ὀρύζης καὶ ληφθεῖσα μετὰ μέλιτος ἀσκαρίδας στρογγύλας ἐκτινάσσει ὑπεξάγουσα τὴν κοιλίαν . καὶ λίθον γαγάτην ἑψήσας ὕδατι
5925789 Κιθαιρωνι
τραφεὶς παρὰ Χίρωνι κυνηγὸς ἐδιδάχθη καὶ ἔπειτα ὕστερον ἐν τῶι Κιθαιρῶνι κατεβρώθη ὑπὸ τῶν ἰδίων κυνῶν . καὶ τοῦτον ἐτελεύτησε
, διατορήσας τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ χρυσέους κρίκους διαπερονησάμενος ἐν Κιθαιρῶνι τοῦτον ἐξέθετο . εὑρόντες δέ τινες αὐτὸν ποιμένες καὶ
5922397 πελωριδες
: τῶν δ ' ἐκ θαλάσσης ὄστρεα , ἐχῖνοι , πελωρίδες , κτένια , τελλῖναι σεύτλοις συνηψημέναι , τάριχος παλαιός
δ ' ἐκ θαλάσσης ὄστρεα καὶ κτένες ἐχῖνοί τε καὶ πελωρίδες καὶ τελλῖναι σεύτλοις συνηψημέναι : καὶ γὰρ ἰδιαίτερον ὁ
5888446 Καριῃ
οὐδέ ποτ ' ἐσθλός . πούλυποι ἔν τε Θάσῳ καὶ Καρίῃ εἰσὶν ἄριστοι : καὶ Κέρκυρα τρέφει μεγάλους πολλούς τε
λεγόμενα ὑπὸ τοῦ προφήτεω γράφειν ἐς αὐτὴν , φάναι δὲ Καρίῃ μιν γλώσσῃ χρᾶν : συγγραψάμενον δὲ οἴχεσθαι ἀπιόντα ἐς
5880189 φθινοπωρῳ
καὶ τοῦ γένουϲ τοῦ καύϲου τὰ παρεόντα , καὶ ἐν φθινοπώρῳ γίγνεται ἐπὶ τὸ θηριῶδεϲ καὶ ἀκμάζουϲι καὶ νέοιϲι ,
καὶ τὰ τῶν πανθήρων ; τὰ δὲ τῶν ἀλωπέκων ἐν φθινοπώρῳ καὶ οἱ παρ ' ἡμῖν κυνηγέται προσφέρονται . γινώσκειν
5877032 βοσκεται
παρὲκ λόφον , ἢ ἐνὶ βήσσης ἐσχατιῇ ὅθι πλεῖστα κινώπετα βόσκεται ὕλην , [ δρυμοὺς καὶ λασιῶνας ἀμορβαίους τε χαράδρας
λέγε : ἐν τούτῳ γάρ , τῷ κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζειν , βόσκεται ὁ Ἄρης ἐν τῷ φόνῳ τῶν βροτῶν . θ
5873200 βατῳ
καὶ γὰρ ἐγκέκρυπτο ἐν σχοίνῳ καὶ ἐν βατίᾳ , ἤγουν βάτῳ ἀπειράτῳ , τουτέστιν ἀψηλαφήτῳ , ἀψαύστῳ , διὰ τὰς
. ὅταν αἲξ νοήσῃ τὸν ὀφθαλμὸν ἐπιθολωθέντα αὐτῇ , πρόσεισι βάτῳ , καὶ παραβάλλει τῇ ἀκάνθῃ τὸ ὄμμα . καὶ
5861673 ἀτριπτους
, καὶ ὅτι ἄλλως τὰς χεῖρας ἔχεις κατὰ τοὺς μνηστῆρας ἀτρίπτους καὶ ἁπαλάς . οὐκοῦν τόδε μὲν οἶμαι παντί τῳ
, οὐδέ μιν ἐντάνυσε : πρὶν γὰρ κάμε χεῖρας ἀνέλκων ἀτρίπτους ἁπαλάς . μετὰ δὲ μνηστῆρσιν ἔειπεν : “ ὦ
5858388 ἐαρι
καταβόλους τιθέντες ὡς σπέρματα . . . καὶ αὔξεται , ἔαρι δ ' ἐμπίπλαται παχυνόμενα λευκῷ χυμῷ γαλακτώδει : πάλιν
, ἀνθίας δὲ χείματι . λέγει δὲ Ἀνάνιος οὕτως : ἔαρι μὲν χρόμιος ἄριστος , ἀνθίας δὲ χειμῶνι , τῶν
5855336 ΔΥΔ
ἀπὸ τῆς ὑποτεινούσης ὦν τετραγώνου καὶ πλευρᾶς . λοιπόν ἐστι ΔΥΔ α ΔΥ α ἰσῶσαι ⃞ῳ , καὶ πάντα παρὰ
εἰς τὸ αὐτὸ μόριον καὶ ] παρὰ ΔΥ : γίνεται ΔΥΔ να˙͵ηυα˙͵ου / ἴσ . Μο α . καὶ ἡ
5850128 οὐλας
προσαγορεύουσιν ἔνιοι . τὰς δ ' ἐπιπολῆς ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς οὐλάς , οἱ μὲν αὐτὸ δὴ τοῦτο μόνον οὐλάς φασιν
ἕλκη , ὁτὲ δὲ τὰς οὐλάς , ἐνθάδε μόνον τὰς οὐλάς . ὁ μέντοι Βακχεῖος ἐν αʹ τὰς οὐλὰς ἕλκη
5849618 χειμωνι
κεφαλῆς ὡς ἐπιτοπολὺ , ἢ τῶν ἔμπροσθεν . Καὶ ἐν χειμῶνι πλέονα χρόνον ζῇ ὥνθρωπος ἢ ἐν θέρει , ὅστις
εὐωχοῦνται : ὅτι τὰς ἰδίας σάρκας ὁ πολύπους ἐσθίει τῷ χειμῶνι οὕτως ἱστορεῖ καὶ ὁ Ἡσίοδος : ὅτ ' ἀνόστεος
5840984 μενοεικε
αὐτὰρ ἐγὼ σῖτον καὶ ὕδωρ καὶ οἶνον ἐρυθρόν ἐνθήσω , μενοεικέ ' , ἅ κέν τοι λιμὸν ἐρύκοι . *
καὶ Ὅμηρος : “ μήτηρ δ ' ἐν κίστῃ ἐτίθει μενοεικέ ' ἐδωδήν , ὄψα τε οἷα ἔδουσι διοτρεφέες βασιλῆες
5831296 φλεγματι
. οἴδημα δέ ἐστιν ὄγκος λευκός , ἀνώδυνος , ἐπὶ φλέγματι συνιστάμενος , ὥσπερ καὶ τὸ ἐμφύσημα ἐπὶ ψυχρῷ καὶ
ἐγκεφάλου , ὕλην δ ' ἐναντίαν τῇ φρενίτιδι . ἐπὶ φλέγματι γὰρ πλεονάζοντι γίνεται ὑγραίνοντι αὐτὸν καὶ διαβρέχοντι ἰσχυρῶς ,
5823311 λιπει
μαλακῷ καὶ διηνεκεῖ πυρί , ἕως ὅ τε χυλὸς τῷ λίπει συνεκφρυγῇ καὶ τὸ φάρμακον ἀμόλυντόν τε καὶ εὔχρουν καὶ
καὶ τὴν ἐκφέρουσαν τοὺς καρπούς : πλεονάζουσα μὲν οὖν τῷ λίπει πρὸς ἐκπύρωσιν ἐπιτηδεία , καθάπερ ἡ θειώδης πᾶσα ,
5815110 τραχηλῳ
ἔκειτο : μελικρήτου μόγις κατεδέξατο , ξυντείνων τὰς ἐν τῷ τραχήλῳ ἶνας , ὡς κατεξηρασμένης τῆς φάρυγγος , καὶ τῆς
τε τῶν ἑπτὰ τοῦ θώρακος σπονδύλων καὶ προσέτι τῶν ἐν τραχήλῳ πέντε , καταφύεται δ ' εἰς ὅλον τὸ χονδρῶδες
5804632 ῥηξεις
ἀπαλλάσσεσθαι αὐτὰς ἐν ταῖς τῶν καταμηνίων ῥήξεσιν : αἱ δὲ ῥήξεις ἐν τῷ τεσσαρεσκαιδεκάτῳ ἔτει γίνονται . Κεφαλῆς δὲ ὀδύναι
προστιθεμένη πᾶσαν αἱμορραγίαν ῥινὸς καὶ ἑλκῶν καὶ ἕδρας ἵστησι καὶ ῥήξεις φλεβῶν καὶ ἀρτηριῶν καὶ τὰ πυρίκαυστα ἰᾶται . Ἐὰν
5793802 μαλακαις
καὶ εὐζώμου σπέρματος καὶ κνήκου . καθευδέτωσαν δ ' ἐπὶ μαλακαῖς κοίταις καὶ ἀναγινωσκέτωσαν ἀκολάστων ἀναγνώσματα . Ἐντατικὸν ποιοῦν καὶ
. τὸ δὲ τῶν τριχῶν μέσον ἐπαινε - τόν . μαλακαῖς δὲ πάνυ θριξὶ τετριχῶσθαι γυναικεῖον : οὐ μέντοι γυπὸς
5790824 θωρακι
αὐτοῖς τοῖς μεσοπλευρίοις μῦς διαπλέκουσι καὶ τοὺς ἔξωθεν ἐπικειμένους τῷ θώρακι , διεκβάλλουσαι μόρια σφῶν αὐτῶν . αἵ γε μὴν
, δῆλον ὅτι ὁμολογούμενον πῦόν ἐστι τὸ περιεχόμενον ἐν τῷ θώρακι . Εἴπερ εἴη φῦμα μὴ μελετηθὲν ἐν τῷ πνεύμονι
5789369 εὐκαρπους
καρποδοτείρηι : ἔλθετ ' ἐπ ' εὐφήμους τελετὰς ὁσίας νεομύστοις εὐκάρπους καιρῶν γενέσεις ἐπάγουσαι ἀμεμφῶς . Κικλήσκω κούρην Καδμηίδα παμβασίλειαν
τῇ πηγῇ : ὅπου τὸ καλλιπόταμον ὕδωρ τῆς Δίρκης τὰς εὐκάρπους χώρας ἐπιβαίνει : ἡ ὑγρασία : γᾶς : βοτανοτρόφους
5788031 κηπους
, φίλη : σχήσω γὰρ ἐς ποηφόρους ? ? [ κήπους ] ? . τὸ δὴ νῦν γνῶθι : Νεοβούλη
ἡ Σελήνη τὸ κέντρον αὐτοῦ διαπορεύηται . Ἀμπελῶνας δὲ καὶ κήπους ἐν Ἰχθύσι καὶ Καρκίνῳ καὶ ἐν τοῖς ἐσχάτοις τοῦ
5784315 δειλας
εὐμεταθέτους , ἀσθενεῖς , ἀφερεπόνους , ἐμπαθεῖς , ταπεινάς , δειλάς , ἀμφιβόλους , θρασυδείλους , ἀμβλείας , βλακώδεις ,
ἀβεβαίους , ἀσθενεῖς , ἀφερεπόνους , ἐμπαθεῖς , ταπεινάς , δειλάς , ἀμφιβόλους , θρασυδείλους , ἀμβλείας , βλακώδεις ,
5780079 ἀῤῥενες
τίκτεται : γεννῶνται . Οὔτε τι θῆλυ : οὔτ ' ἄῤῥενες , οὔτε θήλεις εἰσίν . ἀπ ' ἀμοιβῆς :
ἄῤῥενες προτρέχουσιν , αἱ δὲ θήλειαι ἐπακολουθοῦσιν : οἱ γὰρ ἄῤῥενες ἐν τῷ τρέχειν παρατρίβονται τὰς ἑαυτῶν γαστέρας , καὶ
5773865 ναπας
τῶν ἀγαπητῶν , καὶ δῆσον αὐτοὺς ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν καὶ συντελεσμοῦ ,
πάνυ ἀγροίκως λέγων , τούς τε λειμῶνας καὶ πεδία καὶ νάπας καὶ ἀκτάς , ἐν οἷς τὰ μὲν φύεσθαι ,
5770568 ἐγχελυων
. Καὶ μέν τις λιμένεσσι παρ ' ἀκλύστοισι θαλάσσης ἄγρην ἐγχελύων τεχνήσατο κοῦρος ἀθύρων . ἔντερον οἰὸς ἑλὼν περιμήκετον ἧκε
ψαμάθοις , ἡ δ ' ἰλὺς δεξαμένη κύει γένος τῶν ἐγχελύων : ὁμοίως δὲ καὶ οἱ γόγγροι τίκτονται , ἡ
5769325 θρηνῳ
, τοῦτο δὲ καὶ τῷ Ὁμήρῳ εἴθισται . Κωκυτῷ : θρήνῳ , ἤως τὸν ἄκαυστον . προΐησιν : προδίδωσιν ,
] πέμποντος . τὰ παναίολ ' ] τὰ ποικίλα τῷ θρήνῳ . . αἰανῆ ] ἀχλύος γέμοντα . βάγματα ]
5764168 ὀφθαλμοιϲ
καὶ φάττηϲ καὶ τρυγόνοϲ εὔκρατόν πωϲ ὑπάρχον τὰ ἐν τοῖϲ ὀφθαλμοῖϲ ὑποϲφάγματα ἰᾶται θερμὸν ἐνϲταζόμενον καὶ τῇ παχείᾳ μήνιγγι ἐγχεόμενον
βλέπειν μὴ δυνάμενοι : τά τε γεγραμμένα ἀναγινώϲκοντεϲ ϲυνεγγίζουϲι τοῖϲ ὀφθαλμοῖϲ . καὶ οἱ μὲν ϲκορδόφθαλμοί εἰϲιν , οἱ δὲ
5760510 εὐωδεις
[ παρὰ θυσίαις ] ὑπηρετήσω τὸ πῦρ , ἵν ' εὐώδεις ἀτμοὺς ἀπ ' ἐσχάρας προπέμψω σοι . μιαίνομαι γάρ
φύλλα κισσῷ ὅμοια : ῥίζας δὲ πολλὰς καὶ λεπτάς , εὐώδεις : ἄνθος βαρύοσμον : σπέρμα ὡς πελεκίνου . φύεται
5749403 ἀγρῳ
τίνα πώποτε ἢ ὑμεῖς ἢ ἄλλος τις ἀνθρώπων ἐμέμψατο ἐν ἀγρῷ αὑτοῦ οἰκίαν οἰκοδομοῦντα ; ἢ παρὰ τοῦθ ' ὁ
πάλαι , ἐπειδὴ δὲ ἐτελεύτησεν ὁ πατὴρ καὶ ἐγὼ ἐν ἀγρῷ κατῴκουν , οὗπερ καὶ νῦν οἰκῶ , καὶ μᾶλλον
5746440 κροταφοιϲ
ὡϲ προείρηται . ποιεῖ καὶ ἐπὶ τοῦ μετώπου ἐπιτιθέμενον καὶ κροτάφοιϲ , ποιεῖ δὲ παραδόξωϲ ἡ Ἀρχιγένουϲ μέλαινα δέρματι ἐμπλαϲϲομένη
τέμνειν τὰϲ παρὰ τὰ ὦτα ἀρτηρίαϲ καὶ μάλιϲτα τὰϲ ἐν κροτάφοιϲ . ἐχρήϲαντο δέ τινεϲ ἐπὶ κεφαλαίαϲ καὶ καύϲει βαθείᾳ
5743438 φορυτον
. Καί τις ὁράτω τὴν ἐκείνου πυκτίδα , Καὶ τὸν φορυτὸν εἰ θέλει συναγέτω . Ἡμῖν δ ' ἀνάγκη ,
τοῦ νικᾶν ἐλπίδας , ἐξανάλωσεν . ἐὰν οὖν εἰς ἀκανθώδη φορυτὸν πῦρ ἐμβάλῃ τις , ὁ δ ' ἀναφλεχθεὶς προσεμπρήσῃ
5735953 πομφολυγας
παχύτητος τοῦτο τεκμήριον , διορισθήσεται δὲ ἐκ τοῦ τὰς ἐπιγινομένας πομφόλυγας ἐπιμένειν ἄχρι πλείονος , ὡς ἂν τοῦ πνεύματος κωλυομένου
. πέμφιγας : λέγει τὰς ἐν ὕδατι βρασσομένας ἢ ταρασσομένας πομφόλυγας . * πέριξ : περὶ τὴν πλευράν * πλάζονται
5731522 ἀναψυχειν
, ὥς φησιν Ὅμηρος : Ὠκεανὸς δ ' ἀνίησι παραψυχὴν ἀναψύχειν ἀνθρώπους . ἔνθα ] εἰς τὴν πόλιν . τὸ
ἀποτείνει . ἀλλόκοτον : ἐξηλλαγμένον . ἀκάματος : ἀκοπίατος . ἀναψύχειν : γυμνοῦν . ἀποτανύσας : ἐκτείνας . ἀνάθλασις :
5729273 Πηλιῳ
, τοσαῦτα ἔφη τεθηρευκέναι . ἀποκοιμηθέντος δὲ αὐτοῦ ἐν τῷ Πηλίῳ , ἀπολιπὼν Ἄκαστος καὶ τὴν μάχαιραν ἐν τῇ τῶν
τοῦ Κρόνου . Ἐν δὴ τῷ ὄρει τῆς Θετταλίας τῷ Πηλίῳ , ἐπειδὴ ἥδε ἦν ἡ ῥίζα , οὐκ ἔλαθεν
5727721 καλυπτειν
ὥστε ἐνταῦθα μὴ συνάπτειν τὴν εἴσω θάλατταν τῇ ἐκτὸς καὶ καλύπτειν τὸν ἰσθμὸν μετεωροτέραν οὖσαν , τοῦ δ ' ἐκρήγματος
ῥάβδων ἔχοντες , τιάρας περικείμενοι πιλωτὰς καθεικυίας ἑκατέρωθεν μέχρι τοῦ καλύπτειν τὰ χείλη τὰς παραγναθίδας . ταὐτὰ δ ' ἐν
5727339 ὑδροθηριαις
ἐστὶ τὸ τῶν ἰχθύων τῶνδε φῦλον , πᾶν τὸ ταῖς ὑδροθηρίαις γένος συμβιοῦν καὶ τὰς ὑποδύσεις τὰς κατωτάτω μετιὸν μελαίνουσι
γαστέρα καὶ στρέφονται . λυποῦσι δὲ καὶ τοὺς ἐν ταῖς ὑδροθηρίαις ὑποδυομένους τε καὶ νηχομένους , πολλαὶ καὶ δηκτικαὶ προσπίπτουσαι
5726961 ὑπνῳ
πλὴν οὐχ ὁ ὕπνος , ἀλλ ' ἡ ἐν τῷ ὕπνῳ πέψις ἐξ αἵματος , καὶ τρεφόμενον ἕκαστον τῶν μορίων
καὶ τοὺς Ὀνείρους , οὔτινι εὐνηθεῖσα . ἡ νὺξ γὰρ ὕπνῳ καὶ τοῖς ὀνείρασιν ἀφώρισται . φῦλον δὲ ὀνείρων εἶπεν
5723975 ὑποτριμματι
δὲ λαβράκιον ; ὀπτᾶν ὅλον . τὸν γαλεόν ; ἐν ὑποτρίμματι ζέσαι . τὸ δ ' ἐγχέλειον ; ἅλες ,
ὠμοτάριχον , κάππαριν , θρυμματίδα , τέμαχος , βολβὸν ἐν ὑποτρίμματι . Ταῦτ ' ἀξιῶ . εἴτ ' ὀρνιθάριον ,
5717811 ἐλαφους
' ἀντὶ τοῦ ἀγρίας : “ ἢ μετ ' ἀγροτέρας ἐλάφους : κέλεται δέ ἑ γαστήρ . ” ἀγλαόκαρποι καλλίκαρποι
, ἐν τοῖς τρα - χέσι καὶ δυσβάτοις τόποις τοὺς ἐλάφους προστρίβοντας τὰ κέρατα πρὸς τὰς θάμνους , ἀποβάλλειν αὐτά
5717664 πεδῳ
' ἐμὲ πάθους πείθεσθέ μοι ] τὸ προσελθεῖν ἐν τῷ πέδῳ καὶ διὰ τέλους ἀκοῦσαι τὰ ' μά Τὸ ταῦτα
μέγα . τοὐνθένδ ' ἀπίχθυς βαρβάρους οἰκεῖν δοκῶ ἐν ἀστρώτῳ πέδῳ εὕδουσι , πηγαῖς δ ' οὐχ ὑγραίνουσιν πόδας .
5714782 δηγματι
. ἐκ τῆς τροχῶν διαδρομῆς ἡ ψάμμος ἀρθεῖσα ἐπεπάσθη τῷ δήγματι , καὶ ἔσωσε παραχρῆμα . Ἀριστοφάνους . Ἡ γαλῆ
ἐσθιόμενον , ἄδηκτον ἀπὸ ἑρπετῶν διαφυλάττει καὶ θηριοδήκτους ὠφελεῖ τῷ δήγματι καταπλασσόμενον . ἕλκη τὰ ἐν τῇ κεφαλῇ συμβαίνοντα ἐκριζοῖ
5714464 μυκηθμῳ
φέρων ἑαυτὸν ὁ Πρωτεύς , σεισμοῦ πρότερον μεγάλου γενομένου σὺν μυκηθμῷ τῆς γῆς , γὺψ ἀναπτάμενος ἐκ μέσης τῆς φλογὸς
δέ οἱ σάκος ἔσχεν ἐναντίον . οἱ δέ μιν ἄμφω μυκηθμῷ κρατεροῖσιν ἐνέπληξαν κεράεσσιν , οὐδ ' ἄρα μιν τυτθόν
5707534 ἀντρῳ
πρὸς ἰσχυροτέρους πέμπουσι παραλογιζόμενοι . λέων γηράσας ἐνόσει κατακεκλιμένος ἐν ἄντρῳ . παρῆσαν δ ' ἐπισκεψόμενα τὸν βασιλέα πλὴν ἀλώπεκος
ἰδεῶν τὰ ποιὰ ὁ πατὴρ ἐγκατασπείρας τῇ σφαίρᾳ ὥσπερ ἐν ἄντρῳ κατέκλεισε , πάσῃ ποιότητι κοσμῆσαι βουλόμενος τὸ μετ '
5707266 καλυξι
κριθῶν ἀμείνων τροφὴ καὶ μᾶλλον ξυμφέρουσα . φύεται δὲ ἐν κάλυξι μεγάλαις , οἷον ῥόδων , εὐοσμοτέραις δὲ καὶ μείζοσιν
ἔρωτα ἡ συνήθεια ἐκκαίει : . Σωκράτους . Τὸν ἐν κάλυξι καθήμενον εἴρειν χρὴ στεφάνους : ἐπὶ τῶν μὴ ἀργούντων
5705345 κορεις
ξηρὸν ξύων εἰς οἶνον εὐώδη δίδου πιεῖν . ἄλλο . κόρεις γʹ . θλάσας μετὰ οἴνου αὐστηροῦ δὸς πιεῖν ἐπὶ
κομίσαι , τὸν σκάμνον . ἔχει γὰρ ὁ σκάμνος ἀμετρήτους κόρεις καὶ ἐδειλία ὁ Στρεψιάδης αὐτόν . κατάθου ] ἐπίθες
5703900 καταστικτον
τῶν κατακλείδων . * αἰόλον : ἐύστροφον * περίστικτον . κατάστικτον τοῖς ἐν τῷ δέρματι λέπεσσιν κατάστικτον πολύστροφον : ἀντὶ
τὴν γῆν . Τῇ καὶ τῇ κυανῇσι ] Τῷ εἰπεῖν κατάστικτον καὶ ποικίλην ἔδειξε πολλὰ χρώματα τῆς γῆς . Διάφορος
5700129 ἐνδυμασιν
μύρον Λυδῶν ἔφασαν . . πολυτελῶν ἔν τε τροφαῖς καὶ ἐνδύμασιν . . ἐπίπαν ] παντελῶς . Ἠπειρογενὲς ] Ἤπειρος
. ἁβροδιαίτων ] * τῶν πολυτελῶν ἔν τε τροφαῖς καὶ ἐνδύμασιν . ἕπεται ] ἀκολουθεῖ οἵτ ' ] οἵτινες .
5696701 δρυμοις
δ ' Ἐρατοσθένης τὸ παλαιὸν ὑλομανούντων τῶν πεδίων ὥστε κατέχεσθαι δρυμοῖς καὶ μὴ γεωργεῖσθαι , μικρὰ μὲν ἐπωφελεῖν πρὸς τοῦτο
μὲν ῥᾳδία ἦν ἡ φυγή , καὶ διελάνθανον ἔν τε δρυμοῖς καὶ ἕλεσι καὶ τῇ τῶν χωρίων γνώσει , ἅπερ
5688972 πεπλῳ
ἢ ἐν ταῖς Ἀθήναις κἀκεῖσε ἀπελθοῦσα ὑφανῶ ἐν τῷ κροκέῳ πέπλῳ τῆς καλλιδίφρου Ἀθηνᾶς τοὺς πώλους ποικίλλουσα αὐτοὺς ἐν ἀνθοβαφέσι
γεγονὸς ἐξείπῃ , τὴν γλῶτταν αὐτῆς ἀπέτεμεν . Ἐκείνη δὲ πέπλῳ ὑφάνασα γράμματα , διὰ τούτων ἐμήνυσε Πρόκνῃ τὰς ἰδίας
5686557 μαγειρειῳ
φησὶ ταῦτα εἰς μαρτυρίαν αὐτοῦ , καὶ ὅτι ἐν τῷ μαγειρείῳ ἡρπάγη ὁ τυρός . Γ ἔπαιξε δέ . ἐπεὶ
. τοῦτο δὲ λέγει διὰ τὰς πληγὰς ἃς ἐν τῷ μαγειρείῳ καθ ' ἑκάστην ἐλάμβανε , τυπτόμενος ὑπὸ τῶν προεχόντων
5684790 ξηροισιν
ὑδατώδης , χωρὶς ἀπεψίης , λύει τὸ νόσημα . Τοῖσι ξηροῖσιν ὑδρωπιώδεσι προσημαίνουσι στρόφοι περὶ τὸ λεπτὸν ἐμπίπτοντες , κακόν
ἐπ ' ἀριστερὰ , καὶ πάλιν καταπαύεται . Ἐπὶ τοῖσι ξηροῖσιν ὑδρωπιώδεσι τὰ στραγγουρικὰ , μοχθηρόν : φλαῦρα δὲ καὶ
5683666 Ἰθακῃ
ἐν Βοιωτίᾳ κατὰ Λυκόφρονα ἐγεννήθη εἴτε κατὰ τὸν Σειληνὸν ἐν Ἰθάκῃ , ὡς καὶ Ὅμηρος λέγει ὃς τράφη ἐν δήμῳ
Ὀδυσσῆα πτολιπόρθιον οἴκαδ ' ἱκέσθαι , [ υἱὸν Λαέρτεω , Ἰθάκῃ ἔνι οἰκί ' ἔχοντα . ] ἀλλ ' εἴ
5679954 ἰλυϊ
δὲ παρὰ τὴν εἴλησιν τῶν σχοινίων ἢ ἱμάντων . ἰλύσω ἰλύϊ περικαλύψω . ἱμάσθλην μάστιγα , ἀπὸ τοῦ ἱμάσσειν ,
διηγευμένηϲ τοὺϲ ἄνδραϲ οἷϲι ξυνέϲονται . πρόϲθεν μὲν γὰρ ἐν ἰλύϊ τοῖϲιν ὑγροῖϲιν ἔην καὶ ζόφῳ : ἐπεὶ δὲ τάδε
5675889 σκιερῳ
καύματος ἐσσυμένοιο δυσαέος ἤματι μέσσῳ ποιμένος οὐ παρεόντος , ὅτε σκιερῷ ἐνὶ χώρῳ ἰλαδὸν ἀλλήλοισιν ὁμῶς συναρηρότα πάντα μίμνωσιν ,
εἴκοσι τὰς πρὸ κυνὸς καὶ εἴκοσι τὰς μετέπειτα οἴκῳ ἐνὶ σκιερῷ Διονύσῳ χρῆσθαι ἰητρῷ . καὶ Μνησίθεος δ ' ὁ
5669143 ἰονθους
, ὄξους δριμυτάτου τὸ ἴσον : μίξας ἐπιμελῶς ἐπίχριε τοὺς ἰόνθους τῷ δακτύλῳ καὶ παράτριβε . Ἄλλο : σχιστὴν λεάνας
ἐπ ' αὐτοῦ φαρμάκων μαλαττόντων τε καὶ διαφορούντων . Πρὸς ἰόνθους : μέλιτος Ἀττικοῦ κύαθος εἷς , ὄξους δριμυτάτου τὸ
5667792 νυκτεριδας
ἐλαίῳ τρίψας καὶ αὐτῷ τὸν τόπον τρῖβε . ἄλλο . νυκτερίδας πλείστας ζωὰς τίθετι ἐν ἀσφάλτῳ καὶ ἔασας ὡς σήπωνται
παραχρῆμα . Ὁμοίως παρελεύσονται τὴν ὑποκειμένην χώραν , ἐὰν θηράσας νυκτερίδας προσδήσῃς ταύτας ἐν τοῖς ὑψηλοῖς δένδροις τοῦ χωρίου .
5664418 ἁπαλῳ
τὸ πέλαγος σύμπλους αὐτῷ πολὺς ἰχθύων ὅμιλος καὶ παρομαρτῶν περιλιχμάζεται ἁπαλῷ χρωτὶ τοῦ φίλου τερπόμενος . Μάλιστα δὲ σούβῳ συνήθεις
, : Εἴληπται τὸ λιτί κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἀντὶ τοῦ ἁπαλῷ ἢ ἀντὶ τοῦ λιτῷ ἢ τοὐναντίον ποικίλῳ ἐξ ἀντιφράσεως
5658643 Ταϋγετῳ
τις παρασχόμενος ποταμός : ἔχει δὲ ἐν τῷ ὄρει τῷ Ταϋγέτῳ τὰς πηγάς , ἀπέχει δὲ τῆς πόλεως σταδίους οὐ
ἡ Μεσσηνία συνεχής ἐστι τῇ Λακωνικῇ . ὑποπέπτωκε δὲ τῷ Ταϋγέτῳ ἡ Σπάρτη ἐν μεσογαίᾳ καὶ Ἀμύκλαι , οὗ τὸ
5658636 λυχνῳ
. Ἔστι δὲ πῖον καὶ οὐδὲν ἧσσον τοῦ ἐλαίου τῷ λύχνῳ προσηνές , ὀδμὴν δὲ βαρέαν παρέχεται . Πρὸς δὲ
οἶμαι κἀκεῖνος , εἰ τῶν νυκτῶν ὑπ ' ἐκείνῳ τῷ λύχνῳ ἀναγιγνώσκοι , αὐτίκα μάλα καὶ τὴν Ἐπικτήτου σοφίαν ὄναρ
5657557 σκεπῃ
ὑπ ' ἰωγῇ . † ) τῇ σκέπῃ . ὑπὸ σκέπῃ . . . , . εὗρε δὲ Τηλέμαχον καὶ
γίαις καὶ τροφῶν ἐνδείαις καὶ πόσεως πλεονασμοῖς , τῇ δὲ σκέπῃ θερμαίνων καὶ πόνοις καὶ σιτίῳ πλείονι καὶ ποτῷ ἐλάσσονι
5654135 ὀρθοπνοιη
ξηρὰ βηχία , καὶ πῦρ καὶ φρίκη ἴσχει , καὶ ὀρθοπνοίη ἔχει , καὶ πυκνὸν καὶ ἀθρόον ἀναπνεῖ , καὶ
πυρετὸς καὶ φρίκη ἴσχει , καὶ ἀναπνέει πυκνὸν , καὶ ὀρθοπνοίη ἔχει , καὶ ἀναβήσσει ὑπόχολα οἷον ἀπὸ σιδίου ,
5646676 ἀμητῳ
. Οὐ γεωργῶν Κυναίγειρος τὰς Ἀθήνας ἠλευθέρου , οὐκ ἐν ἀμήτῳ Καλλίμαχος τοὺς Μήδους ἐξέβαλλεν , οὐκ ἐν γεωργοῖς ἐστρατήγει
τοὺς καλουμένους ἄρτους : τὰς δὲ σκίλλας ἐν τῷ πυρῶν ἀμήτῳ , τηνικαῦτα γάρ εἰσι μάλιστα ἀκμαίαι . Τῶν οὔρων
5642110 ὀξυτατοις
γράφεται καὶ κώλοισι τοῖς ὀστέοις , ἤτοι τοῦ ὀστράκου τοῖς ὀξυτάτοις κέντροις : γράφεται σκολόπεσιν . ὀξείῃσιν : ὀξυτάτῃς τοῦ
. ἔνιοι δὲ κηρὸν ἢ στέαρ ἀρωματίσαντες συνεκμαλάσσουσιν ἐν τοῖς ὀξυτάτοις ἡλίοις τῷ στύρακι καὶ δι ' ἠθμοῦ εὐρυτρήτου ἐκθλίβουσιν
5632097 Πιερικῳ
ὄρεσιν , οἷον Παρνησῷ τε καὶ Κυλλήνῃ καὶ Ὀλύμπῳ τῷ Πιερικῷ τε καὶ τῷ Μυσίῳ καὶ εἴ που τοιοῦτον ἕτερον
μεγάλους πολλούς τε τὸ πλῆθος . τευθίδες ἐν Δίῳ τῷ Πιερικῷ παρὰ χεῦμα Βαφύρα : καὶ ἐν Ἀμβρακίῃ παμπληθέας ὄψει
5631598 λαγνοι
ὀσφύες καὶ μηροὶ χωρὶς τῶν ἄλλων μερῶν πολύτριχές εἰσι , λάγνοι οὗτοι οἱ ἄνδρες καὶ μοιχοί . γαστέρα καὶ στήθη
ὅτι οἱ Σάτυροι καὶ οἱ Πᾶνες εὐεπίφοροι πρὸς τὰς συνουσίας λάγνοι ὄντες , καὶ Καλλίμαχός φησιν : ἔτι φὴ σινάμωρος
5629793 κνωπες
νεωστὶ κοπέντα κνῶπες δέ ἐστιν εἶδος ζῴων θηριωδῶν . * κνῶπες : θῆρες θηρία * θαλερήν : νεοθαλῆ πρώτην μὲν
Κίρκην λέγει ἐπειδὴ διὰ τῆς φαρμακείας ἐθηροποίει τοὺς ἀνθρώπους . κνῶπες τὰ θηρία . καὶ Νίκανδρος ἵνα κνῶπες τραφερὴν βόσκωνται
5623584 ἁπαλας
πολλὴν κατ ' ἀχλὺν ὀμμάτων ἔχευεν , κλέψας ἐκ στηθέων ἁπαλὰς φρένας . πεντήκοντ [ ' ἀνδρῶν λίπε Κοίρανον ]
, ταύτας τιθηνοκομητέον , ἐνστάζοντας τὸ μὲν πρῶτον ἀντὶ γάλακτος ἁπαλὰς τροφάς , τὰς διὰ τῶν ἐγκυκλίων ὑφηγήσεις , εἶτ
5619759 μεμυκοτα
ἀεὶ κατακλινόμενον , ὅθεν καὶ ἠμυόεν αὐτὸ εἶπεν , οἷον μεμυκότα καὶ ἐπικλίνοντα φύλλα ἔχον . Ἄλλως : ἠμυόεν τὸ
ὡσεὶ στύρακα ἀμυγδαλῆς . τὰ μὲν οὖν σπέρματα αὐτῆς ἐστι μεμυκότα , ἃ δὲ κεχηνότα . Γλαῦκός ἐστι πτηνόν :
5618465 καρηκομοωντας
ταῖς δυστυχίαις καὶ τῷ πένθει ἐκείροντο . Ὅμηρος αὐτοὺς πανταχοῦ καρηκομόωντας καλεῖ . ἀνάπαλιν δὲ Ἐπαμεινώνδας : ἡμετέραις βουλαῖς Σπάρτα
ὠμοτάριχον ἐῶν χαίρειν , Φοινίκιον ὄψον . αὐτὰρ ἐχίνους ῥῖψα καρηκομόωντας ἀκάνθαις : οἳ δὲ κυλινδόμενοι καναχὴν ἔχον ἐν ποσὶ
5617979 λιμναιοι
καὶ τῶν ἀργῶϲ βιούντων καὶ τῶν ἰχθύων οἱ ποτάμιοι καὶ λιμναῖοι καὶ οἱ ἐν ἰλυώδει ὕδατι διαιτώμενοι καὶ πάντα τὰ
: καὶ οὗτος μὲν ἔχει πολυειδεῖς ἰχθῦς , οἱ δὲ λιμναῖοι ἑνὸς εἴδους εἰσί : κατὰ δὲ τὸν μυχὸν τῆς
5611824 θηλαις
ἀνάλκιδες : ἀλλ ' εἴπερ ἄρα λεαίνης ὑπόβαλε καὶ λυκαίνης θηλαῖς , ἐλάφων τε τιθηνῶν καὶ δορκαλίδων τῷ γάλακτι :
καθάρσεως δεομένας . φασὶ δὲ καὶ λίθων σχιζομένων εὑρίσκειν βωλάρια θηλαῖς ὅμοια : ἐκ δὲ τοῦ χρυσοῦ ἑψομένου καὶ καθαιρομένου
5610132 αἰδοιῳ
καὶ αὐτὸ δὲ τὸ κατὰ τὰς συνουσίας σπέρμα περιαλειφόμενον τῷ αἰδοίῳ οὕτω χρωμένοις οὐδενὸς δεύτερον . θέρμων πικρῶν τὸ ἀφέψημα
ζῶντα κτείνει , τὰ δὲ νεκρὰ ἐκβάλλει , περιαλειφομένη τῷ αἰδοίῳ : καὶ διὰ τοῦτο ἀτόκιόν ἐστι φάρμακον τοῖς οὕτω
5609634 λεβητι
ὄρνιθα ἤ τι τῶν παραπλησίων , καταθοῖτο δὲ τοῦτο ἐν λέβητι ἐπί τινας χρόνους [ ] μὴ δοὺς τροφήν ,
γυναικὶ περιάψειεν , ὀλισθαίνειν διακωλύσει τὸ βρέφος . κἂν ἐν λέβητι παφλάζοντος ὕδατος ἐπιψαύσῃ , τὴν τοῦ πυρὸς νικήσει πάντως
5607704 κυστει
καὶ τελείως ἀποφράξαντα . Καὶ αἷμα δὲ θρομβωθὲν ἐν τῇ κύστει αἴτιον τῆς ἰσχουρίας γίνεται , καὶ πύον παχὺ ἐκκρινόμενον
τελείων τοῖς πλεονάζουσιν ἐν τυρῶν ἐδωδῇ καὶ ὁμοίων λίθους ἐν κύστει καὶ νεφροῖς γενομένους ἔγνωμεν . ἔστιν οὖν πάθημα τῆς
5605742 βυθῳ
ἀτόπων ὁρᾷ κατὰ τοὺς ὕπνους , ἀλλ ' οἷον ἐν βυθῷ γαλήνης ἀκλύστου καταφανεῖ διαλάμπει τῆς ψυχῆς τὸ φανταστικὸν καὶ
νῆξιν χορείαν εἶπε . καὶ οὐ φθέγγεται μὲν ἐν τῷ βυθῷ , ἀλλ ' ἄνω κέκραγεν . ἁπλούστερον δὲ εἶπεν
5604862 ὠταλγιαϲ
Ϲίλφηϲ τῆϲ ἐν τοῖϲ ἀρτοκοπείοιϲ εὑριϲκομένηϲ τὰ ἐντὸϲ ἑψόμενα τριπτὰ ὠταλγίαϲ ἰᾶται . Ϲίλφιον θερμαίνει γενναίωϲ , ἔϲτι δὲ καὶ
δὲ τῶν ἄρκων ἀλωπεκίαϲ ἰᾶται , τὸ δὲ τῶν ἀλωπέκων ὠταλγίαϲ , ὥϲπερ οὖν τὸ τῶν ἐχιδνῶν ἄτριχόν τέ φαϲι
5603697 ἀλωπεκες
τῷ φέγγει ἐπαναρριπτοῦντες μακρὰν διαίρουσιν ἀντιπαίζοντες : ταραχώδη δὲ ὅταν ἀλώπεκες προδιεξέλθωσι γίγνεται . τὸ δὲ ἔαρ κεκραμένον τῇ ὥρᾳ
: ἵππων δὲ τίγρητες ἐς ἔρωτα ἦλθον , κυνῶν δὲ ἀλώπεκες , ὅθεν δή φασι καὶ ἀλωπὸν φύεσθαι : οἶδα
5600006 πυρετοισι
δυσεντερίη ἐπιγενομένη , ἢ ὀδύνη ἰσχίων ἢ γονάτων . Ὅσοισι πυρετοῖσι ῥῖγος ἐπιγίνεται , ὁ πυρετὸς λύεται . Ὅσοισιν ὀδύναι
ἀπεγέ - νετο νυκτός . Τοῖσι πάνυ χολώδεσιν , ἐν πυρετοῖσι μάλιστα , ὅλως ἐπὶ σκέλεα ἡ κάθαρσις : οἷον

Back