Ζηνώνειον ἐπιφωνῆσαι ὅτι θᾶττον ἂν ἀσκὸν βαπτίσαι πλήρη πνεύματος ἢ βιάσαιτο τὸν σπουδαῖον ὁντινοῦν ἄκοντα δρᾶσαί τι τῶν ἀβουλήτων ;
συγχωρήσομεν ἀκόντων ἔχειν , ὅτι τὰ παρ ' ἡμῶν ἐπιτραπέντα βιάσαιτο . εἰ δὲ δοκοῦμεν τῆς ἐπὶ τῷ πολέμῳ τύχης
7087729 Κεἰ
, ληφθείς γ ' ὑπὸ λῃστῶν ἐσθίοι κριθὰς μόνας . Κεἴ τις στρατηγεῖν βουλόμενος μὴ ξυλλάβοι ἢ δοῦλος αὐτομολεῖν παρεσκευασμένος
οὖν ἡμῖν δοκεῖ ἐξισῶσαι τοὺς πολίτας κἀφελεῖν τὰ δείματα . Κεἴ τις ἥμαρτε σφαλείς τι Φρυνίχου παλαίσμασιν , ἐγγενέσθαι φημὶ
6577734 ἰσχυουσα
θωμὸν ] σωρόν . πυρί ] ἐν . σθένουσα ] ἰσχύουσα . λαμπὰς ] ἤγουν ὁ πυρσός . δ '
ἡ κατὰ τὸν χρόνον τῆς ὑπαντήσεως ἐπέμβασις αὐτῶν ἐπικουρῇ , ἰσχύουσα μᾶλλον τῶν ἐναντίων , φιλανθρωπούντων δὲ πάντων νωθρείας ἢ
6511098 ἐρημοτερος
οὐκ ἀμέριμνος ἔσσεαι . οὐ γαμέεις ; ζῇς ἔτ ' ἐρημότερος . τέκνα πόνοι , πήρωσις ἄπαις βίος . αἱ
νυμφίους : αὐτὸς δὲ ἀδοξότερος μὲν εἴη τῶν πτωχῶν , ἐρημότερος δὲ τῶν ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐρριμμένων , μηδενὸς δὲ
6495073 πιεζῃ
τὰ πρῶτα , μέϲφι ἂν ἡ φλεγμαϲίη [ ἢ ] πιέζῃ , εὖτε καὶ πόνοι μέζονεϲ καὶ ῥίγεα , καὶ
ἂν ἡ σανὶς , ᾗ μάλιστα ἐξέστηκε , ταύτῃ μάλιστα πιέζῃ ἐπιτεθεῖσα . Ὅταν δὲ ἐπιτεθῇ , τὸν μέν τινα
6457074 καμειται
, πίπτουσι : καὶ ἀναγνώσεταί τις ἕως τινός , εἶτα καμεῖται : καὶ ἀνδριαντοποιὸς καὶ τέκτων καὶ πᾶς ὁστισοῦν ἐνεργήσει
εἰσίν , ἀποδιδῷ δικαίως , ὁ νόμος αὐτὸν ἐπαινῶν οὔποτε καμεῖται : ἐὰν δὲ προαμειψάμενος ἔργον τι τῶν κατὰ πόλεμον
6418558 ῥᾳοτερον
ἐπὶ τῶν ἀπαιδεύτων , καὶ ὅτι τὸ ψέγειν τοῦ μιμεῖσθαι ῥᾳότερον . Ναῦς ἱκετεύει πέτραν : ἐπὶ τῶν σφόδρα ἀναισθήτων
ἀνάλωτον . Μωμήσεταί τις μᾶλλον , ἢ μιμήσεται : ὅτι ῥᾳότερον τὸ ψέγειν . Νῷ πείθου : Ὁμοία τῇ ,
6379850 κατειδως
Θηρικλῆς ποτε ἔτευξε κοίλης λαγόνος εὐρύνας βάθος ; ἦ που κατειδὼς τὴν γυναικείαν φύσιν ὡς οὐχὶ μικροῖς ἥδεται ποτηρίοις .
ἀρίστου βίου κατέστρεφεν . . Ὁ τὰ πέρατα τοῦ βίου κατειδὼς οἶδεν , ὡς εὐπόριστόν ἐστι τὸ τὸ ἀλγοῦν κατ
6361158 ταλαιπωρουντες
: ἔπειτα μεταστραφεὶς εἰχόμην . ἐκείνην οὖν τὴν νύκτα οὕτω ταλαιπωροῦντες ἠνεσχόμεθα . Ἐπειδή σοι τὰς ἰδέας ὑπεδείξαμεν τοῦ πολιτικοῦ
πάντα χρόνον πονητέον ἀνθρώποις . ταῦτά τοι παρὰ τὴν ὡραίαν ταλαιπωροῦντες χειμῶνος ἤδη προσβάλλοντος ἦγον ἐκεχειρίαν ἄτοπον ἴσως ὑπολαμβάνοντες εἶναι
6287157 ἐθελησειε
καὶ ἀγροὶ καὶ θεράπαιναι καὶ ἐσθῆτες εὐανθεῖς καὶ χρυσὸν ὁπόσον ἐθελήσειε . Καὶ τί γάρ ; ἐν βραχεῖ ὁ Λύσωνος
δὲ Σωκράτης : καὶ ἐπιφωνήσας ὅτι καὶ συνεξαμαρτάνειν ἄν τις ἐθελήσειε τούτοις τοσούτοις καὶ τοιούτοις οὖσιν , ἐπιφέρει κατὰ λέξιν
6286099 ἁπτεις
ἐστιν [ τὸ ] ἐπικρῖνον ; τί δὲ καὶ λύχνον ἅπτεις καὶ πονεῖς ὑπὲρ ἡμῶν καὶ τηλικαῦτα βιβλία γράφεις ;
τὸ λυτρώσασθαι Θηβαίους παρὰ Ναξίων ἄμπελον . λύχνον ἐν μεσημβρίᾳ ἅπτεις : ἐπὶ τῶν ἐν καιρῷ ἀνεπιτηδείῳ τι ποιούντων .
6254138 ἀνασταιη
αὐτῶν . πέσοι τοιοῦτόν μου πτῶμα ἡ ψυχὴ καὶ μηδέποτε ἀνασταίη ἐπὶ τὸ ἵππειον καὶ σκιρτητικὸν πάθος , ἵνα θεοῦ
τὰ πράγματα ῥᾴστην τε καὶ ἀκινδυνοτάτην , εἴ τις αὐτοῖς ἀνασταίη πόλεμος ἐκ τῶν πλησιοχώρων πόλεων . εἰς γὰρ τοῦτον
6252136 ἐμπολᾳ
. Κεἴ τις δορυξὸς ἢ κάπηλος ἀσπίδων , ἵν ' ἐμπολᾷ βέλτιον , ἐπιθυμεῖ μαχῶν , ληφθείς γ ' ὑπὸ
ἢ ἵνα πορίζῃ πλεῖον . Γ συνήθως νῦν τὸ “ ἐμπολᾷ ” ἀντὶ τοῦ “ πωλεῖ ” . πολλάκις δὲ
6245661 Κᾀτα
ἀκριβῶς οἶδα ὅτι πλέον ἂν εὕροι ἢ ἑκατονταπλασίονα τούτου . Κᾆτα οὕτως ἐγνωκὼς σὺ μὲν οὐχ ἡγῇ προσδεῖσθαι χρημάτων ,
μὴ φλυαρήσεις ἔχων , ἀλλ ' ἀντιβὰς ἐλᾷς προθύμως . Κᾆτα πῶς δυνήσομαι ἄπειρος , ἀθαλάττευτος , ἀσαλαμίνιος ὢν εἶτ
6225104 Λυκοι
ἄγωσιν αἱ θήλειαι παιδοτροφοῦσαι τῆς πρὸς αὐτοὺς ὁμιλίας ἀσχολίαν . Λύκοι ποταμὸν διανέοντες , ὑπὲρ τοῦ μὴ πρὸς βίαν ἐκ
. Ὁ λόγος πρὸς ἄνδρα φύσει ὀργιλὸν καὶ αἱμοβόρον . Λύκοι φιλιωθέντες τοῖς κυσὶν εἶπον : Ἵνα τί ὑμεῖς ἡμῖν
6219704 προσεισιν
προορᾶν ὥσπερ οἰκίας μιᾶς τῆς τοσαύτης ἀρχῆς , τί μὲν πρόσεισιν ἑκάστου ἔτους , τί δὲ ἀναλοῦται , καὶ τί
τοῦτο γὰρ ὁσημέραι ποιεῖν ἔθος αὐτῇ : μᾶλλον δὲ ἤδη πρόσεισιν . ὁρᾷς τὴν κόσμιον , τὴν ἀπὸ τοῦ σχήματος
6212785 ἀνυει
γὰρ τῆς πορνείας . ὀκνῶ μὴ περὶ σοῦ ] δύο ἀνύει , καὶ τὸ δοκεῖν εἶναι σώφρων καὶ τὸ φεύγειν
Αἰσώπῳ τῷ μυθοποιῷ ἅμιλλά τις Πειθοῦς καὶ Βίας , καὶ ἀνύει τι μᾶλλον ἡ Πειθὼ τῆς Βίας ἐν τῷ μύθῳ
6211685 Ἐχθες
εἰς τὸν οὐρανόν , ἕως ξυνετρίβη τῆς κεφαλῆς καταρρυείς . Ἐχθὲς δὲ μετὰ ταῦτ ' ἐκφθαρεὶς οὐκ οἶδ ' ὅποι
οὕτω γὰρ ἔσῃ μιμούμενος τοὺς ἀγήρως θεούς . νθʹ . Ἐχθὲς συγκλείσας τὰ βλέφαρα ὅσον ἡσυχῆ σκαρδαμύξαι πολὺν ἡγούμην τὸν
6206430 δεικνυοι
μεγάλην φέρων ἐμβάλλοι ἢ μύρμηκα ἐπ ' ἐλέφαντος ἢ καμήλου δεικνύοι . τοῦτό τε οὖν φυλακτέον τῷ λέγοντι , καὶ
τις οὖν εὑρὼν ἐκείνην προσφέροι τοῦτον , σαφὲς ἄν τι δεικνύοι τεκμήριον : νυνὶ δ ' ὑπόνοιαν καὶ ταραχὴν ἔχει
6198049 εἰποτε
πρὶν ἢ φλεγμοναὶ γένωνται οἷον ἐν πρώτῃ ἢ δευτέρᾳ , εἴποτε δὲ σαρκίον ἢ δέρμα ἐμελάνθη , μηδέν , φησιν
⌈ ἀντὶ τοῦ Γ τοσοῦτον ⌈ δὲ μόνον προεῖδον , εἴποτε θλιβόμενος ὑπὸ Κλέωνος σκώψω αὐτόν . Γ λείπει στίχος
6195845 ἐρησεται
κατὰ ἀνθρώπους ἄτιμον ἔρριψά σοι ; ὁ δὲ Ἰάρχας οὐδὲ ἐρήσεται οὐδὲν ἥκοντα , ἀλλ ' ὥσπερ ὁ Αἴολός ποτε
Ἡττώμενος , φήσομεν : ” Ὑπὸ τοῦ ; “ ἐκεῖνος ἐρήσεται ἡμᾶς : ἡμῖν δὲ ὑπὸ μὲν ἡδονῆς οὐκέτι ἔξεστιν
6193144 φευγοι
φεύγειν ἀλλ ' ὅτι μάλιστα παραμένειν , διὸ ἀλογίστως ἂν φεύγοι : ὁ δὲ νοῦν ἔχων ἐπιθυμοῖ που ἂν ἀεὶ
πυρετοῦ : εἰ δὲ ἀδοξοῖ , ἀδοξίας : εἰ δὲ φεύγοι , φυγῆς . καί ποτε μέλλοντι , ἔφη ,
6188072 ὡρμει
ὁπηνίκ ' ἂν δοκῇ αὐτῷ . καὶ τὸ μὲν πλοῖον ὥρμει ἐνταῦθα πλείους ἢ πέντε καὶ εἴκοσιν ἡμέρας , οὗτοι
κατασχεῖν εἰς τῆς Μηθυμναίας τι χωρίον , οὗ τὸ πλοῖον ὥρμει τοῦτο εἰς ὃ μετεκβάντα φασὶν ἀποθανεῖν οὗτοι τὸν Ἡρῴδην
6186369 ἐλεησει
κατὰ τοὺς Δελφοὺς , ἔνθα γῆς ὀμφαλὸς λέγεται . τίς ἐλεήσει αὐτὸν , ὦ Ζεῦ : τί : οὗτος γὰρ
: ” τίς σε , ὦ τέκνον , τῶν θεῶν ἐλεήσει ; τίνος γὰρ κρέας ὑπὸ σοῦ γε οὐκ ἐκλάπη
6184437 Δευτερῃ
ἔτεκε θυγατέρα , καὶ τἄλλα πάντα κατὰ λόγον ἦλθεν . Δευτέρῃ μετὰ τόκον , ἔλαβε πυρετὸς ὀξύς : καρδίης πόνος
ἐκρίθη . Μέτωνα πῦρ ἔλαβεν : ὀσφύος βάρος ἐπώδυνον . Δευτέρῃ ὕδωρ πιόντι ὑπόσυχνον , ἀπὸ κοιλίης καλῶς διῆλθεν .
6184124 ζητησειε
τρίτην τοῦ Ἄρεος καὶ καθεξῆς τῶν ἄλλων , ἴσως ἂν ζητήσειέ τις , πῶς φαμεν , εἰ οὕτω τύχοι ,
κατὰ συνθήκην , ὅτι φύσει τῶν ὀνομάτων οὐδέν ἐστι . ζητήσειέ τις πῶς εἶπεν Ἀριστοτέλης ἐνταῦθα φύσει τῶν ὀνομάτων οὐδέν
6176459 ὀδυνα
εὐσεβίας εἰς ἀνθρώπους ἐπόνησα . αἰαῖ αἰαῖ : καὶ νῦν ὀδύνα μ ' ὀδύνα βαίνει : μέθετέ με τάλανα ,
, φεῦ . τίς μ ' ὑποδύεται πλευράς , τίς ὀδύνα θυμόν ; ἄιε , μᾶτερ Νύξ : ἀπὸ γὰρ
6167927 ὑπνωττων
δόξει περὶ αὐτοῦ . ἐνταῦθα ἀθυμότερον διῆγε : καί πως ὑπνώττων ὑπ ' ἀσπίδος τὴν χεῖρα δηχθεὶς τὸν βίον μεθῆκε
ὕστατον αὐτὸν καταφαγεῖν : μεθυσθεὶς δὲ μετὰ τὸ πιεῖν καὶ ὑπνώττων παρ ' ἐκείνου ἐξετυφλώθη . Ἂν ἡ λεοντῆ μὴ
6166423 ἐκπεπταμενοις
. . λέγει Δ . τῶν ζώωιν μόνον τὸν λέοντα ἐκπεπταμένοις τίκτεσθαι τοῖς ὀφθαλμοῖς ἤδη τρόπον τινὰ τεθυμωμένον καὶ ἐξ
μυὸς εἴρηται . Ἐκ τοῦ Αἰλιανοῦ . Ὅτι ὁ λαγὼς ἐκπεπταμένοις τοῖς βλεφάροις καθεύδει . κατηγορεῖ δὲ αὑτοῦ τὰ ἔτη
6163790 Μηδενι
πρὸς τοὺς οἰκειοτάτους , διενεχθεὶς δὲ διαλλαχθείην ὡς τάχιστα . Μηδενὶ ἐπιβουλεύσαιμι , ἐπιβουλευόμενος δὲ ἄνευ ἀνάγκης τοῦ τι ἀντιδρᾶσαι
, ἐὰν μετρίῳ τιμήματι περιπέσω καὶ μὴ θανάτῳ ζημιῶμαι . Μηδενὶ δὴ τρόπῳ καθ ' ὑμῶν αὐτῶν γέλωτα τῷ σοφιστῇ
6160113 γηθησειεν
: Κ , , πλήρης . . τίς ἂν τάδε γηθήσειεν : ἡ διπλῆ ὅτι προσυπακουστέον τὸ „ καὶ οὐ
φαεινῶν ἐρχομένων ἄμυδις : μάλα κεν θρασυκάρδιος εἴη ὃς τότε γηθήσειεν ἰδὼν πόνον οὐδ ' ἀκάχοιτο . Τὼ δ '
6157363 ἀροτριων
Τροίαν στρατεύεσθαι , ὑπεκρίθη μαίνεσθαι ζεύξας βοῦν σὺν ὄνῳ καὶ ἀροτριῶν . ἀναγκαζομένων τῶν Ἑλλήνων Παλαμήδης λαβὼν τὸν υἱὸν Τηλέμαχον
ἀπολέσασα καθ ' ἡμέραν πρὸς τὸ μνῆμα αὐτοῦ ἔκλαιεν . ἀροτριῶν δέ τις σύνεγγυς ἐπεθύμησε μετ ' αὐτῆς συγγενέσθαι .
6157325 ληρουντος
πάθοιτ ' ἂν ἀηδὲς οὐδὲν τοσοῦτον , εἰ πολλά τινος ληροῦντος ἀκούσαιτε , ὅσον εἰ τῶν δεόντων τι λέγειν ἔχοντός
ὅτι διὰ τύχην τις ἀδικεῖν τὴν πόλιν ἐφείσατο : τί ληροῦντος ἀνεχόμεθα Μίκωνος ; οὐ γὰρ οἶδε προαίρεσις τὴν αὐτῆς
6150704 ἀλεξανεμος
: χειμάμυνα : παρὰ Σοφοκλεῖ , ἡ παρ ' Ὁμήρωι ἀλεξάνεμος . . . , . : χειμάμυνα : ἣν
χειμάμυνα : παρ ' Αἰσχύλῳ , ἡ παρ ' Ὁμήρῳ ἀλεξάνεμος . χείμαρος : τρῆμα νεώς , ὅθεν ἡ ἀντλία
6146405 τἀναγκαι
ὤν ; ἂν μὲν πλέωμεν ἡμερῶν πλοῦν τεττάρων , σκεπτόμεθα τἀναγκαῖ ' ἑκάστης ἡμέρας : ἂν δέῃ δὲ φείσασθαί τι
πιθέσθαι τοῖσι τολμῶσιν λέγειν : μόλις γὰρ ἄν τις αὐτὰ τἀναγκαῖ ' ὁρᾶν δύναιτ ' ἂν ἑστὼς πολεμίοις ἐναντίος .
6143649 βδελυξαιτο
ἁρπακτικάς . βδελύκτροποι ] ἃς ἰδών τις , φησὶ , βδελύξαιτο καὶ τραπείη μισήσας αὐτὰς ὡς δυσειδεῖς : ἀπὸ γὰρ
ἁρπακτικάς . Βδελύκτροποι : ἃς ἰδών τις , φησί , βδελύξαιτο καὶ ἐκτραπείη μισήσας αὐτὰς ὡς δυσειδεῖς : ἀπὸ γὰρ
6141091 ἡρπακας
οὐ τοιοῦτον : Ὃ σὺ ὑπονοεῖς . Θ . . ἥρπακας : Κατεδυνάστευσας . κακοδαιμονᾷς : Μαίνῃ , ἄθλιος εἶ
' ἑτέρως ἔχον . Μῶν οὐ κέκλοφας , ἀλλ ' ἥρπακας ; Κακοδαιμονᾷς . Ἀλλ ' οὐδὲ μὴν ἀπεστέρηκάς γ
6139872 φαγοις
παιδί ' αὑτὸν ἀπογαλακτιεῖ . * * * * Τότε φάγοις , παράσιθ ' , ὅρα ὡς διασέσυρκε τὴν τέχνην
αὐτοὺς ἀθλίους εἶναι λέγω : οὐκ ἂν θανὼν δήπουθεν ἔγχελυν φάγοις , οὐδ ' ἐν νεκροῖσι πέττεται γαμήλιος . ὁ
6138444 φοβερωτερους
ὧν εἴσω φθείρεται ; ἢ πολεμίους μὲν εἴσω τείχους παρελθόντας φοβερωτέρους κρίνομεν , αὐτοὺς δὲ ἐν μέσῃ τῇ πόλει πολεμεῖν
ἐκ τάφου προήγαγες εἰς θάλασσαν καὶ τῶν κυμάτων τοὺς πειρατὰς φοβερωτέρους ἐπέστησας . τὸ δὲ περιβόητον κάλλος εἰς τοῦτο ἐκτησάμην
6136717 Συμμαχου
αὐτῶν τὸ κρατεῖν . ἴσθι δὲ ὅτι τὰ αὑτοῦ μὲν Συμμάχου κομιζομένου σφόδρα ἂν ἡσθείην : εἰ δ ' ἑτέρως
τὴν δὲ χεῖρα ἔμπυον εἶχε μέχρι τοῦ ἀγκῶνος . Ὁ Συμμάχου παῖς ὑπὸ χολῆς ἀπεπνίγη νύκτωρ καταδαρθὼν , καὶ πυρετοῦ
6135081 σπασμωδεα
φάρυγγι ἰσχνῇ ἀλγήματα πνιγώδεα , ἀπὸ κεφαλῆς ἀλγηδόνος ὁρμώμενα , σπασμώδεα . Αἱ τραχήλου καὶ μεταφρένου ψύξιες , δοκέουσαι καὶ
Ξυμβαίνει δὲ τοῖσι τοιούτοισι , καὶ ἐμέτους ἐπιγίνεσθαι καὶ τὰ σπασμώδεα ἐπὶ τελευτῇ , καὶ ἐνίους κλαγγώδεας εἶναι , καὶ
6130254 ἀναγραφηϲομενοιϲ
τῷ δακτύλῳ ὄξουϲ ὀλίγου χρῶ δὲ καὶ τοῖϲ πρὸϲ φθιϲικοὺϲ ἀναγραφηϲομένοιϲ : δίδου δὲ θαρρῶν καὶ τῆϲ ἰϲοθέου ἀντιδότου τῆϲ
, τῷ δεξιῷ . πότιζε δὲ καὶ τοῖϲ πρὸϲ αἱμοπτοικοὺϲ ἀναγραφηϲομένοιϲ . Αἷμα ἀπὸ μυκτήρων καταϲπάϲαι . ἡδύοϲμον λειώϲαϲ καὶ
6129696 ἑλοι
εἶναι . Μᾶλλον δ ' ἄν τις αὐτὸ τοιοῦτον ὂν ἕλοι ἀπὸ τῆς ψυχῆς ἀναβαίνων : ἐνταῦθα γὰρ διαιρεῖν ῥᾴδιον
ἄαπτον ἀπλάτων μελέων ὀλίγον προτιβάλλεται ἰχθύν . τοὔνεκά τις πάμπρωτον ἕλοι σκοπὸν Ἡγητῆρα κεῖνον , ὑπ ' ἀγκίστροιο βίῃ καὶ
6118242 δυσελπις
βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς παρακεκομμένος ἀδιατύπωτος κακομήχανος αἰσχροκερδὴς φίλαυτος ἐθελόδουλος
μετιὼν ἀθρόα δυσελπιστίαν καὶ ἀπιστίαν μετὰ πολλῆς ἀνοίας κτᾶται : δύσελπις μὲν γίνεται , εἰ νῦν μόνον ἀλλὰ μὴ καὶ
6115259 ἐψοφηκεν
λέγεις „ ; „ ἔφη ” ἤδη γὰρ ὁ κώδων ἐψόφηκεν ; ” εἰπόντος δέ „ εὖ σοι εἴη „
δαιμόνων ? [ ] ; τάλαιν ' ἐγώ , τίς ἐψόφηκεν ; ἆρ ' ὁ πάππας ἔρχεται ; ἔπειτα πληγὰς
6115110 διαθερμαινειν
σκοπεῖν δὲ ὄπισθεν . Ἔπειτα καίειν παχέσι σιδηρίοισι καὶ ἡσυχίῃ διαθερμαίνειν , ὅκως ἂν μὴ ῥαγῇ αἷμα καίοντι : προαφιέναι
, καὶ μὴ κατακρούειν , καὶ ἔνδοθεν θερμαντήρια φάρμακα πιπίσκοντα διαθερμαίνειν , ὅπως ἔξοδος ᾖ καὶ ἔξω ἐς τὸ δέρμα
6106794 ἀπορησειε
γράφων περὶ τὸν ὄρθρον φησὶ τὸν Αἴαντα ἑαυτὸν ἀνελεῖν . ἀπορήσειε δ ' ἄν τις , πρὸς τί βλέπων τὸν
καὶ ζωῇ καὶ ὄντι . Τάχα γὰρ ἄν τις καὶ ἀπορήσειε τίς ἡ τριὰς αὕτη καὶ πόθεν λαβοῦσα τὴν ἀντιδιαίρεσιν
6104193 ἀπληστων
κατακαίριον εἶπεν . Πτωχοῦ πήρα οὐκ ἐμπίμπλαται : ἐπὶ τῶν ἀπλήστων . Ποικιλώτερος ὕδρας : ἐπὶ τῶν δολερῶν . Πῦρ
οἱ γεννήτορες . Πτωχοῦ πήρα οὐ πίμπλαται : ἐπὶ τῶν ἀπλήστων . Πύθια καὶ Δήλια : ἐπὶ τῶν ταχέως ἀπολλυμένων
6101890 Καιρῳ
ζῷον εὐθαρσέστερον . κακὴ γὰρ αἰδὼς ἔνθα τἀναιδὲς κρατεῖ . Καιρῷ τιθέμενον κέρδος ὡς καρπὸν φέρει . Ἂν γνῷς τί
ἀναγκαῖον κακόν . Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ . Καιρῷ σκόπει τὰ πράγματ ' , ἄνπερ νοῦν ἔχῃς .
6101562 οἰμωζει
εὐλογοῦντα . ὅτε μέντοι στρεβλοῦται , ἔνθα καὶ μύζει καὶ οἰμώζει . γυναικί τ ' οὐ μιγήσεσθαι τὸν σοφὸν ᾗ
κἤν τις αὐτὸν ἀνιστῇ ἢ μετακινέῃ , ὑπὸ τῆς ἀλγηδόνος οἰμώζει ὁκόσον ἂν μέγιστον δύνηται : ἐνίοτε δὲ καὶ σπασμὸς
6092435 εὐνοει
δὸς τὰ μέρη τῇ εὐνοούσῃ , νῦν ὄψεται τίς αὐτῷ εὐνοεῖ . ” παραγενάμενος δὲ ὁ Αἴσωπος καὶ εἰσελθὼν εἰς
” ἡ γυνὴ τοῦ Ξάνθου εἶπεν “ καὶ τίς αὐτῷ εὐνοεῖ , δραπέτα ; ” Αἴσωπος εἶπεν “ ἔκδεξαί με
6090793 ἐμβαμματι
ὡραῖοϲ καὶ ϲμικρόν τι μαλάχηϲ ἢ κράμβηϲ ἡμίεφθον ξὺν κυμίνου ἐμβάμματι . ἐϲ δὲ δεῖπνον ϲταφυλῖνοϲ ἡ ῥίζα καὶ χόνδροι
πεπέρεωϲ κόκκοι ν γάρου μέλανοϲ # γ μίξαϲ , χρῶ ἐμβάμματι ἢ ὡϲ βούλει , καθαίρει χολήν . Ἄλλο .
6090096 Μεθες
, μηδαμῶς , μὴ πρὸς θεῶν , μεθῇς βέλος . Μέθες με , πρὸς θεῶν , χεῖρα , φίλτατον τέκνον
Τί παραφρονεῖς αὖ ; τί τὸν ἄνω λεύσσεις κύκλον ; Μέθες , μέθες με . Ποῖ μεθῶ ; Μέθες ποτέ
6086492 ἀνατι
τῶν κοπροφάγων καὶ εἰκαίων . Κάμηλος καὶ ψωριῶσα πολλῶν ὄνων ἀνατί - θεται φορτία : ἐπὶ τῶν ἐν γήρᾳ μὲν
λόγοις : ἀντὶ τοῦ ἄνευ αἰτίας . ἢ γράφεται καὶ ἀνατί , ἤτοι ἀτιμωρητὶ καὶ ἄνευ ἄτης : συγκοινωνεῖς μοι
6086071 βλαψειε
ὅγε : καὶ γὰρ ἔχθιστος τοῖς ἀνδράσι τυγχάνει , εἰ βλάψειέ τινα τούτων . καὶ γὰρ ἐπὶ πολὺν χρόνον ἔχουσι
ὅγε : καὶ γὰρ ἔχθιστος τοῖς ἀνδράσι τυγχάνει , εἰ βλάψειέ τινα τούτων . καὶ γὰρ ἐπὶ πολὺν χρόνον ἔχουσι
6085769 καθεκτικη
ὑπάρχουσιν ὡρισμέναι τέσσαρες αἱ πολυθρύλλητοι , ἑλκτική , ἀποκριτική , καθεκτική , ἀλλοιωτική . διό φησι τῶν γὰρ κατὰ συμβεβηκὸς
προνοίας . ἡνίοχος ] κυβερνήτρια , κυβερνῆτις , κυβερνητική , καθεκτική , διοικητής . , ἄγουσα . πολιοῦχος ] ἡ
6085418 ἐφωραθησαν
ἐλαίαις καὶ πολλάκις εὑρίσκονται ταῖς πλεκτάναις περιειληφότες τὸ στέλεχος . ἐφωράθησαν δὲ καὶ συκέαις προσπεφυκυίαις τῇ θαλάσσῃ προσπλεκόμενοι καὶ τῶν
καὶ μάλα γε οἴκτιστον . οὕτω μὲν δὴ καὶ θεοφιλεῖς ἐφωράθησαν ὄντες ἐλέφαντες . Ζῷον ἔστι Παιονικόν , καὶ κέκληται
6083128 οἰκησειεν
καὶ ἐπηράσαντο , μάλιστα περὶ τῆς Βύρσης , εἴ τις οἰκήσειεν αὐτὴν ἢ τὰ καλούμενα Μέγαρα : ἐπιβαίνειν δ '
οἷοί τε γενώμεθα εὑρεῖν ὡς ἂν ἐγγύτατα τῶν εἰρημένων πόλις οἰκήσειεν , φάναι ἡμᾶς ἐξηυρηκέναι ὡς δυνατὰ ταῦτα γίγνεσθαι ἃ
6080692 βλαψειεν
βλάψετε ἢ ὑμᾶς αὐτούς : ἐμὲ μὲν γὰρ οὐδὲν ἂν βλάψειεν οὔτε Μέλητος οὔτε Ἄνυτοςοὐδὲ γὰρ ἂν δύναιτοοὐ γὰρ οἴομαι
ἀφεξοίμεθα ἂν τοῦ βλάπτειν : οὐδεὶς γὰρ ἑκὼν ἂν ἑαυτὸν βλάψειεν : ἀλλὰ δι ' ἄγνοιαν ἁλισκόμεθα τῷ κακῷ τούτῳ
6075267 Θρασυμαχε
, οὕτως αὐτοῦ ἀποδεχώμεθα . Καί μοι εἰπέ , ὦ Θρασύμαχε : τοῦτο ἦν ὃ ἐβούλου λέγειν τὸ δίκαιον ,
. Καὶ θεοῖς ἄρα ἐχθρὸς ἔσται ὁ ἄδικος , ὦ Θρασύμαχε , ὁ δὲ δίκαιος φίλος . Εὐωχοῦ τοῦ λόγου
6072161 κλαιοντων
οἶδεν , ὡς ἀεὶ διὰ τῆς πόλεως ἐρχόμενος οὐδένα τῶν κλαιόντων παρέρχομαι , ἀλλ ' ἔστην , ἤλγησα , ἐζήτησα
καὶ ἔδωκεν αὐτῷ ὁ βασιλεύς . Ἀπερχομένων δὲ αὐτῶν καὶ κλαιόντων μετὰ τοῦ νεκροῦ , ἦλθον κατέναντι τοῦ ἀετοῦ .
6065362 διαπραττομενων
. Γραῦς βακχεύει : ἐπὶ τῶν παρ ' ὥραν τι διαπραττομένων . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων .
Ἀργεῖοι . Ἄρης τύραννος : ἐπὶ τῶν μετὰ βίας τι διαπραττομένων . Ἄριστα χωλὸς οἰφεῖ : ἐπὶ τῶν τὰ οἰκεῖα
6064506 μεινωσιν
πέτρα . ὁ μητροφόντης δ ' , ἢν δορυξένων ἐμῶν μείνωσιν ὅρκοι Πυθικὴν ἀνὰ χθόνα , δείξω γαμεῖν σφε μηδέν
εἰς τὴν πόλιν παρεμπεσεῖν , ἢ βραχύν τινα χρόνον ἐπὰν μείνωσιν , ὑπὸ τῶν βελῶν τυπτόμενοι ἀπολοῦνται . τινὰ δὲ
6060930 ἐσπουδακεν
καὶ πόνους πονεῖ καὶ νύκτωρ ἀγρυπνεῖ καὶ μεθ ' ἡμέρας ἐσπούδακεν ; ἀρετῆς κτῆσις , ὦ τάν . ταύτην δὲ
μᾶλλον ὅπως ἄξιοι δοκῶσι κοινωνεῖν τῆς ἀρχῆς , καὶ τοῦτο ἐσπούδακεν ἐξ ἅπαντος ὅπως μὴ διὰ τὴν συγγένειαν αὐτούς ,
6060194 θηρευτικος
κάπηλος καπηλικός , μεταβολεύς μεταβλητικός , ἔμμισθος θηρευτὴς νέων , θηρευτικός , μίσθαρνος μισθοφόρος , κόλαξ κολακευτικός , θώψ ,
ἀφ ' οὗ καὶ τὸ πρᾶγμα φιλοθηρία , φιλοκυνηγέτης , θηρευτικός ἀγρευτικός κυνηγετικός , θηρευτικῶς ἀγρευτικῶς κυνηγετικῶς . θηρᾶν θηρεύειν
6059098 συννοω
Λέγε τί . Πᾶσα ἡ τοιαύτη διάκρισις , ὡς ἐγὼ συννοῶ , λέγεται παρὰ πάντων καθαρμός τις . Λέγεται γὰρ
ποτ ' ἐστίν ; οὐδὲ γάρ τοι αὐτὸς πάνυ τι συννοῶ τί βούλεται εἶναι . Ἦ που ἄρ ' ,
6058713 δυσθυμιαι
, πρὶν τελευτήσαντ ' ἴδῃς τίκτουσι γάρ τοι καὶ νόσους δυσθυμίαι γῆρας διδάσκει πάντα καὶ χρόνου τριβή ἄκων δ '
εἰ μὲν γὰρ λῦπαι καὶ φροντίδες προηγήσαντο καὶ κόποι καὶ δυσθυμίαι καὶ ὀλιγοσιτίαι καὶ θερμότεραι τροφαὶ καὶ πόματα , γινώσκειν
6056802 κατοχως
ἡττᾶσθαί τινος , ἐσπουδακέναι περί τινα , ἐνθέως ἔχειν , κατόχως , ἐμπύρως , διαπύρως : φλέγεσθαι τῷ πόθῳ ,
ἐκ πόνου ἀφωνίαι , δυσθάνατοι . Αἱ μετ ' ἐκλύσιος κατόχως ἀφωνίαι , ὀλέθριοι . Αἱ κατακλώμεναι φωναὶ μετὰ φαρμακείην
6042235 ἀσπλαγχνος
μὴ κατὰ Μειδίαν ὀρτυγοκόπον . Μόνος δ ' ἄγευστος , ἄσπλαγχνος ἐνιαυτίζομἀπλάκουντος , ἀλιβάνωτος . Ὁρᾶτε τὸ διῆρες ὑπερῷον .
ὁρᾶτε τὸ διῆρες ὑπερῷον . μόνος δ ' ἄγευστος , ἄσπλαγχνος ἐνιαυτίζομἀπλάκουντος , ἀλιβάνωτος . θαυμάζω τοι τηνδὶ πιθάκνην πότερ
6042170 πυργηρουμενοις
τύχης ἔχει τὰ πράγματα . . χρόνον ] κατά . πυργηρουμένοις ] πολιορκουμένοις . . περικυκλουμένοις καὶ φυλασσομένοις . .
περικυκλουμένοις . πυργηρουμένοις ] ἡμῖν . πυργηρουμένοις ] φυλασσομένοις . πυργηρουμένοις ] κυκλουμένοις . πυργηρουμένοις ] ὑπὸ ταύτης , ἢ
6038986 χλανιδες
ἐξωμιδοποιία ἐξωμίς χλαμυδουργία χλαμυδοποιία χλαμυδουργός . χλανιδοποιία χλανιδουργία χλανιδουργός , χλανίδες χλανίσκια , χλανιδοποιός κλινοποιική κλινοποιός κλινοποιικός , κλινοπήγιον ,
ὡς αὐτόν ; οὐ πολλαὶ μὲν καὶ πολυτελεῖς στρωμναὶ καὶ χλανίδες , πολλαὶ δὲ σκηναὶ χρυσαῖ κατεσκευασμέναι πᾶσι τοῖς χρησίμοις
6034565 ὑφορασεως
μητρὸς ἀδελφή , ὡς Ἀριστοτέλης . ἀρχὴ τοῦ υ ὑποψία ὑφοράσεως διαφέρει . ὑποψία μὲν γάρ ἐστι κακοῦ τινος ὑπόνοια
, βασιλεῖς δὲ οἱ πατροπαράδοτον τὴν βασιλείαν ἔχοντες . ὑποψία ὑφοράσεως διαφέρει . ὑποψία μὲν γάρ ἐστι κακοῦ τινος ὑπόνοια
6030619 παραθεοντων
. ἀλλὰ βασιλεὺς οὔτε ἵππον ἔβλεπε , τοσούτων ἱππέων αὐτῷ παραθεόντων , οὔτε θηρίον , τοσούτων διωκομένων , οὔτε κυνὸς
ἀποσχισθῆναι ἀπὸ τοῦ καυλοῦ . καὶ τῶν λαγῶν λέγεται ὅτι παραθεόντων εἴχοντο ἐν ταῖς θριξὶν αἱ ἄκανθαι καὶ ὅτι οὕτως
6030193 κατεδαρθον
παρόντος ἀεὶ καὶ συνευωχουμένου . Τότε μὲν οὖν μικρόν τι κατέδαρθον . ἕωθεν δὲ διαναστὰς ὁ Ζεὺς προσέταττε κηρύττειν ἐκκλη
τῶν οὐκ ἀεὶ τὰ αὐτὰ δωρουμένων . Οὐδ ' ἀηδόνιον κατέδαρθον : πρὸς τοὺς φιλαγρύπνους . Οὐ ταὐτὰ κώπης ἔργα
6026654 Ἡττον
καὶ πᾶσαν μηχανὴν φορμάνων , ὡς οὐκ ὠφελήσουσαν ἀποστρέφεται . Ἧττον δ ' εἰς κακίαν μετὰ τὸν ἐλέφαντα , λέπρα
μᾶλλον ἂν ἀλλοιωθείη καὶ ψυχρότητος καὶ ὠμοχυμίας ὑποδείξειεν οὖρα . Ἧττον δ ' αὖ ὅσα πεπλεονέκτηκεν ἐκείνων τὴν φυσικὴν θερμότητα
6023340 ὑπολειφθησεται
καὶ οὗτος τεθνήξεσθε , μετὰ βραχὺ δὲ οὐδὲ ὄνομα ὑμῶν ὑπολειφθήσεται . Ἆρον τὴν ὑπόληψιν , ἦρται τὸ βέβλαμμαι :
ἄλλης ἐξῃρημένης κινήσεως ἡ κατ ' οὐσίαν αὐτῷ καὶ ζωώδης ὑπολειφθήσεται . εἰ δὲ μὴ τοῦτο διὰ τὰ ἑπόμενα ἄτοπα
6021997 ἀμποτε
τῶν γάμων ἀρᾶται . εἴθ ' ] ἄν ποτε , ἄμποτε . ὤφελ ' ] ἔπρεπε , ἔμελλε , ὤφελον
] νόμισμα , τρεῖς ὀβολούς . ἀπόλοιο κτλ . ] ἄμποτε ἵν ' ἀπολεσθείης ἕνεκεν τῆς ἀναισχυντίας , εἴθε φθαρείης
6019357 διηγοιμην
' ἤματα ] δέκα ἡμέρας . στιχηγοροίην ] κατὰ τάξιν διηγοίμην . οὐκ ἂν ] ἐκ παραλλήλου τὸ οὐδ '
Πέρσας . ἡμέρας . κατὰ τάξιν λέγοιμι . κατὰ τάξιν διηγοίμην . ἐκπληρώσαιμι . τοσοῦτ ' ἀριθμὸν ] γρʹ τοσουτάριθμον
6018741 μολυνεται
δεινοτέραν τῆς ἐκ τῶν τοιούτων πορθήσεως ὑπαινίττεται . χραίνεται ] μολύνεται . χραίνεται ] μιαίνεται . χραίνεται ] μελαίνεται .
Γ ὁ γὰρ πρωκτὸς πλυνόμενος περιγίνεται τῆς καθάρσεως καὶ ἔτι μολύνεται καὶ μᾶλλον ἐν τῇ ῥύσει τῆς γαστρός . εἴρηται
6018415 διακενης
δι ' ἧς τύραννος ἐκολάκευσε δῆμον , καὶ τὸ πόλεμον διακενῆς ἀνατείνασθαι καὶ τῆς παρασκευῆς ἡ δαπάνη καὶ τὸ κατενεχθῆναι
τὰς εἰρημένας αὐτοῖς ἀποφηνάμενος , κἂν τὰ κράτιστα ὑποθῶμαι , διακενῆς ἐρραψῳδηκὼς ἔσομαι . εὐαρίθμητοι γάρ τινές εἰσιν οἱ μετ
6017475 ἐπακολουθουντας
ἐνέδρας . Τοὺς δὲ μετ ' αὐτοὺς ἡμίσεις ἐν τάξει ἐπακολουθοῦντας πυκνοῦσθαι καὶ ἰσοῦσθαι , ἵνα , ἐὰν ὡς εἰκὸς
ἄλλο κινδυνῶδες οὐδὲν παρακολουθήσει , καθάπερ ἐπὶ πολλῶν ὁρῶμεν πληγμοὺς ἐπακολουθοῦντας τῶν ποδῶν παυσαμένων τοῦ ῥευματίζεσθαι . τινὲς δὲ τὰ
6016001 ἀριϲτα
ἰᾶται τὰ ψυκτικὴν ἔχοντα δύναμιν ἄνευ τοῦ ϲτύφειν ἐπιφανῶϲ : ἄριϲτα δὲ αὐτῶν ἐϲτιν ὅϲα λεπτομερέϲτερα ταῖϲ οὐϲίαιϲ [ αὐτῶν
ὥϲπερ καὶ τὰ ἀνευρύϲματα . Ὡϲ δ ' ἄν τιϲ ἄριϲτα μεταχειρίζοιτο τὰϲ τοῦ περιτοναίου τρώϲειϲ , ἐφεξῆϲ ϲκεπτέον .
6015623 ἀπολογησαιτο
καὶ τίς ἂν μεῖζον ὑπὲρ Μιλτιάδου καὶ Θεμιστοκλέους καὶ Περικλέους ἀπολογήσαιτο ἢ ὅτι πειθόμενοι μὲν ἐκείνοις Ἀθηναῖοι τὰ βέλτιστα ἔπραττον
τῶν καταψηφισαμένων αὐτῶν . πῶς ἄν τις κάλλιον ὑπὲρ ἀμφοῖν ἀπολογήσαιτο , εἴ τι δεῖ τῶν ὄντων καὶ περὶ τῶν
6014052 ἀναγγειλον
. ἀγωνίζεσθαι περὶ πράγματος καὶ ἀγωνίζεσθαι περὶ πρᾶγμα : † ἀνάγγειλον ἡμῖν : † περὶ τὸ πρᾶγμα ἠγωνίσω . .
πρὸς τὸν Ἁβραὰμ , τὸν ἠγαπημένον μου φίλον , καὶ ἀνάγγειλον αὐτῷ περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ , καὶ πληροφόρησον αὐτὸν
6013524 ἀπωλομεσθα
ἐκ προγόνων ἐχθροὶ ἡμῖν ὄντες . καὶ Μένανδρος οὐχ ὅθεν ἀπωλόμεσθα σωθείημεν ἄν . ἀλλ ' ἀπ ' ἐχθρῶν δὴ
δόμων . ὦ σχέτλι ' , οἵας ἤμπλακες ξυναόρου . ἀπωλόμεσθα πάντες , οὐ κείνη μόνη . ἀλλ ' ἠισθόμην
6010159 εἰπῃσιν
αὐτίκα μάντις ἐλεύσεται , ὄρχαμε λαῶν , ὅς κέν τοι εἴπῃσιν ὁδὸν καὶ μέτρα κελεύθου νόστον θ ' , ὡς
κρατερὴ δ ' ἐπικείσετ ' ἀνάγκη : καί ποτέ τις εἴπῃσιν ἰδὼν κατὰ δάκρυ χέουσαν : Ἕκτορος ἧδε γυνὴ ὃς
6009589 πουλλοισιν
Τουτέῳ κοιλίη ξυνεχέως ἀπὸ τῆς πρώτης ὑγρὴ χολώδεσιν , ὑγροῖσι πουλλοῖσιν ἦν , ἢ ξυνισταμένη ἐν ζέουσι καὶ ἀπέπτοισιν :
βῆχες πουλλαὶ , μᾶλλον δὲ παιδίοισι : παρὰ τὰ ὦτα πουλλοῖσιν , οἷα τοῖσι σατύροισιν : ὁτὲ δὲ ὁ πρὸ
6006883 βιαζηι
ἀπολείπει μ ' ἡ γυνή . τί συνταράττεις ? καὶ βιάζηι Παμφίλην ; τί ] ? ς ? ' αὖ
. ἕτοιμος πάντα πειθαρχεῖν . ἄγε . τί κακοπαθεῖν σαυτὸν βιάζηι ; βούλομαι ὡς πλεῖστον ἡμᾶς ἐργάσασθαι τήμερον τοῦτόν τε
6003724 πιπτοντι
στέρνα χαλεπῶς καὶ ἐς τὸν τράχηλον ὑπέρῳ βαρυτάτῳ , καὶ πίπτοντι ἤδη καὶ περισωθέντι μόλις ὑπὸ τῶν Μακεδόνων ἀναρρηξάντων τὰς
τότε φασὶν ἀληθὲς ὑπάρχειν , ὅταν τῷ ὑπὸ τὴν δεῖξιν πίπτοντι συμβεβήκῃ τὸ κατηγόρημα , οἷον τὸ καθῆσθαι ἢ τὸ
5999988 ἀναψῃ
τις Ἀχαιῶν πρίν μιν ἐσαθρήσειε , δόλον δ ' ἀνάπυστον ἀνάψῃ . οἱ δὲ Μυκηναίης Ἀγαμέμνονος ἐγγύθι νηὸς λαῶν ὀρνυμένων
ψυχῆς πόλιν ἡ διάνοια θεῷ τὰς ἑαυτῆς πράξεις καὶ διανοήσεις ἀνάψῃ . καὶ γάρ εἰσιν ” αἱ χεῖρες Μωυσεῖ βαρεῖαι
5998400 παρεδοθην
, καὶ ἐπέγνων αὐτόν , ὅτι ἐκεῖνος ἦν , ᾧ παρεδόθην , καὶ εὐθὺς συνεχύθην , καὶ φόβος με ἔλαβεν
τίς εἶ ; ἐγὼ γάρ , φημί , γινώσκω ᾧ παρεδόθην . λέγει μοι : Οὐκ ἐπιγινώσκεις με ; Οὔ
5995691 μονωθεις
] ἀντὶ τοῦ προκρινῶ . . ἐρημωθεὶς ] ἀντὶ τοῦ μονωθείς . . ἀλεξήσασθαι ] ἀμύνασθαι . . ἡμιόλιος ]
ἐγώ σε ἀνταμυνοῦμαι . ” Ἐν μιᾷ οὖν τῶν ἡμερῶν μονωθείς , ἐκδυσάμενος καὶ τὰς χεῖρας ἑαυτοῦ κροτῶν καὶ τινάσσων
5995408 χαλωντων
. παρῆκται δὲ ἀπὸ τῶν τὰ σχοινία ἢ τὰ ἄρμενα χαλώντων ναυτῶν . Ῥαδαμάνθυος κρίσις : ἡ δικαιοτάτη . Ῥόδον
εἰ δ ' ἐν πολυημέρῳ νοσήματι τοῦτο συμβαίη , τῶν χαλώντων δεῖ πλέον τι ἐπιμιγνύναι : κἂν γὰρ προτρέψῃ τὴν
5993640 κερδαινοντων
αὐτὸς Γ : ὡς τῶν μάντεων ἐξαπατώντων καὶ οὐ δεόντως κερδαινόντων καὶ λαμβανόντων τὰ κώδια . Γ ἐκβολβιῶ : ἐξορύξω
ἴδιον ἔμετον . Κἂν ἐπὶ νεκροῦ κερδαίνειν : ἐπὶ τῶν κερδαινόντων ἐκ πενήτων καὶ τεθνεώτων . Κατὰ ῥοῦν φέρεται .
5989841 ἐδρας
καὶ μίαν , ἢ ἀπὸ τοῦ τρεῖς ἴα , τετρὰς ἐδράς τις οὖσα , πεντὰς ἀπὸ τοῦ πᾶν καὶ τοῦ
καὶ μίαν , ἢ ἀπὸ τοῦ τρεῖς ἴα , τετρὰς ἐδράς τις οὖσα , πεντὰς ἀπὸ τοῦ πᾶν καὶ τοῦ
5986110 ἐγινετ
ἐσθίοντα εἰπεῖν : ἐγὼ τοῦτο εἰ ἐποίουν , πόση κραυγὴ ἐγίνετ ' ἄν ; καῖρος : σειρά τις ἐν ἱστῷ
γίνεται ἐκ τοῦ μὴ ὄντος . πᾶν γὰρ ἐκ παντὸς ἐγίνετ ' ἂν σπερμάτων γε οὐθὲν προσδεόμενον . καὶ εἰ
5985835 τετυφωμαι
οὔτε βαλανεῖον οὔτε ἄλλο τῶν δημοσίων οὐδέν . ἢ ἐγὼ τετύφωμαι καὶ ἀνόητός εἰμι ; πλὴν ὅ γε ἠξίωσα ,
οὐδὲν γὰρ ὑμᾶς ἀδικεῖ , ἀλλ ' ἐγὼ μαίνομαι καὶ τετύφωμαι νῦν κατηγορῶν αὐτοῦ . εἰ δὲ πάντα τἀναντία τούτων
5984593 θλασθεντα
ἄλλος κεφαλοειδής ἐστι λοβός , ἐν ᾧ σπερμάτια μέλανα , θλασθέντα δὲ λευκὰ ἔνδοθεν . Δαῦκος ὁ μέν τις καλεῖται
κασίας ἀνὰ γοστ ἤτοι οὐγ . στ . τὰ ὅλα θλασθέντα βρέχε ἐπὶ ἡμέρας γ . τῇ δὲ τετάρτῃ ἕψε
5976494 πεινᾳ
πίνει καὶ ἥκιστα τὸ μὴ παρὸν ποτὸν ἀναμένει ; ἢ πεινᾷ τις πλα - κοῦντα ἢ διψᾷ Χῖον ; ἀλλ
εἰπεῖν “ ὦ Δήμητερ ” βουλιμιᾷ ] πάνυ λιμώττει . πεινᾷ . - λι - στρεβλούμενον ] δεσμούμενον οἴμωζ '
5975463 φαρμακειη
ἥξει . Ὑπὲρ ὀμφαλὸν πόνος , καὶ ὀσφύος ἄλγημα , φαρμακείη μὴ λυόμενα , ἐς ὑδρωπιῶδες ξηρὸν ἀποτελευτᾷ . Τὰ
οὔτε κάτω . Ἐν τροφῇ φαρμακείη ἄριστον , ἐν τροφῇ φαρμακείη φλαῦρον , φλαῦρον καὶ ἄριστον πρὸς τί . Ἕλκος
5974910 φλεγμασιη
ἴσχει ἅπασαν τὴν κεφαλὴν , μάλιστα δὲ ὅπη σταίη ἡ φλεγμασίη : ἵσταται δὲ ἐν τῷ κροτάφῳ : τά τε
λιχανὸν δάκτυλον καὶ τὸ κάτω ὀστέον ξυνέφλασε δεξιῆς χειρός : φλεγμασίη ἐπεγένετο , καὶ σφάκελος , καὶ πυρετός : ὑπεκαθάρθη

Back