καὶ οὗτος τεθνήξεσθε , μετὰ βραχὺ δὲ οὐδὲ ὄνομα ὑμῶν ὑπολειφθήσεται . Ἆρον τὴν ὑπόληψιν , ἦρται τὸ βέβλαμμαι : | ||
ἄλλης ἐξῃρημένης κινήσεως ἡ κατ ' οὐσίαν αὐτῷ καὶ ζωώδης ὑπολειφθήσεται . εἰ δὲ μὴ τοῦτο διὰ τὰ ἑπόμενα ἄτοπα |
, ἔχουσι δέ τι καὶ στυπτικὸν ἐκ ψυχρᾶς γεώδους . Κάπνιος δριμεῖα καὶ πικρὰ καὶ στύφει . Καππάρεως ῥίζης ὁ | ||
ὡς , εἰ πλείων βρωθείη , ξηραίνει τὴν γονήν . Κάπνιος δριμείας ἅμα καὶ πικρᾶς μετέχει ποιότητος : οὐκ ἀπήλλακται |
: ὅθεν καὶ ἁπτομένης αὐτῆς , ξηρᾶς οὔσης , οὐδὲν βλαπτόμεθα : ἡνίκα μέντοι προστεθῇ αὐτῇ ἐπιτηδεία ὕλη , λέγω | ||
δεινότερον ἐπάσχομεν , εἰ ἀπὼν ἐτύγχανες , οὗ νῦν παρόντος βλαπτόμεθα . εἰ δ ' εἰς ἄγνοιαν τῶν πραττομένων καταφεύξῃ |
. τὸ δὲ ἑξῆς : ἐπὶ δὲ τοῦ παρόντος ἡ φιλοκέρδεια ἐφίησι καὶ ἐνδίδωσι λέγειν τὸ τοῦ Ἀριστοδήμου ῥῆμα ἐγγὺς | ||
τοιοῦτοι , θυμός , ἔρως , ὕβρις , ἀμαθία , φιλοκέρδεια , δειλία , καὶ ἔτι τοιάδε , πλοῦτος , |
μέτριον δὲ πεζοποροῦντα . τοῦ δὲ μετρίου ἐννοῶν οὐκ ἂν ἁμαρτάνοις : αὐτὸς γὰρ μέτρον ἕκαστος τοῦ μὴ λαθεῖν ὑπερπονοῦντας | ||
' εἰ δὶς τῆς ἡμέρας λούειν ἐθέλοις , οὐκ ἂν ἁμαρτάνοις . Ἱπποκράτης ἀπὸ τῶν ἐθῶν ἔνδειξιν [ ἔλαβεν ] |
φράσις καὶ τὸ σχῆμα ἀττικόν , ὡς τὸ “ μανίαν μαίνῃ ” . ἀττικὸν δέ ἐστι τὸ εἰπόντα τὸ πρᾶγμα | ||
τὸν μείζονα αὐτοῦ , ἐπικατεγέλων ἄν σοι καὶ ἔλεγον ὅτι μαίνῃ : ὅτι εἶπας , Ἠιχμαλωτεύθη ὁ λαὸς εἰς Βαβυλῶνα |
, ἐν ᾧ τὸ μὲν ἕτερον γέγονεν , οἷον ὁ θεμέλιος , τὸ δὲ ἕτερον οὔ , ὡς ἡ οἰκία | ||
καὶ ἀντιμαρτύρησις τοῦ ψεῦδος εἶναι . πάντων δὲ κρηπὶς καὶ θεμέλιος ἡ ἐνάργεια . Τοιοῦτο μὲν καὶ κατὰ τὸν Ἐπίκουρόν |
. ἰσοφόροι κατ ' ἴσον ἕλκοντες , οὐχ ἑτεροζυγοῦντες . ἴστωρ μάρτυς : “ ἐπιίστωρ πίαρ ἑλέσθαι . ” ἱστοπέδη | ||
, καὶ παραγόμενον ὡσαύτως ἀποβάλλει τὸ ε , οἷον ἴδμων ἴστωρ . ἰστέον δέ , ὅτι , ὥσπερ κατὰ τὴν |
. ἀντίπαλον ] ἀντίμαχον , σύμμαχον . ἀντίπαλον ] + ἀντίμαχον , ἤγουν τὸν ὑπὲρ ἐμοῦ ἀνθιστάμενον . ἀντίπαλον ] | ||
] τὸν Μελάνιππον . ἀντίπαλον ] ἀνταγωνιστήν . ἀντίπαλον ] ἀντίμαχον , σύμμαχον . ἀντίπαλον ] + ἀντίμαχον , ἤγουν |
δὲ τοῖϲι καρδιώϲϲουϲι καὶ αἴϲθηϲιϲ ὀξυτέρη , ὡϲ ἰδεῖν καὶ ἀκοῦϲαι μᾶλλον ἢ πρόϲθεν , καὶ γνώμη εὐϲταθεϲτέρη καὶ ψυχὴ | ||
καὶ οἷον θλωμένων ἄχρι καὶ τῶν ὀϲτῶν . οὕτωϲ οὖν ἀκοῦϲαι λεγόντων ἔϲτι τῶν παϲχόντων ὡϲ ὀϲτοκόπῳ τε ϲυνέχονται καὶ |
μὴ κατὰ Μειδίαν ὀρτυγοκόπον . Μόνος δ ' ἄγευστος , ἄσπλαγχνος ἐνιαυτίζομἀπλάκουντος , ἀλιβάνωτος . Ὁρᾶτε τὸ διῆρες ὑπερῷον . | ||
ὁρᾶτε τὸ διῆρες ὑπερῷον . μόνος δ ' ἄγευστος , ἄσπλαγχνος ἐνιαυτίζομἀπλάκουντος , ἀλιβάνωτος . θαυμάζω τοι τηνδὶ πιθάκνην πότερ |
τὸν βυθὸν ἢ τὸ πέλαγος περιβλεψάμενος καὶ μὴ ἰδὼν γῆν ἐξίσταμαι καὶ φανταζόμενος , ὅτι ὅλον με δεῖ τὸ πέλαγος | ||
; πάλιν τούτων πάντων καὶ τοῦ σωματίου ὅλου σοι αὐτοῦ ἐξίσταμαι , ὅταν θέλῃς . πείρασαί μοί σου τῆς ἀρχῆς |
πράττεται μᾶλλον ἢ διὰ καλόν τι ; εἰ γάρ τις προτιμᾷ τὸ μὴ πάσχειν τι φοβερὸν τοῦ καλόν τι πρᾶξαι | ||
ἱερῶν καὶ θνητὰ ἀθανάτων καὶ συνόλως τὸ δοκεῖν τοῦ εἶναι προτιμᾷ . καὶ ἐπιτολμήσας αὐτοκέλευστος εἰς τὴν τοῦ συμβούλου παρέρχεται |
τῇ λώβῃ διενυκτέρευσαν . σὺ δ ' ὡς ἐπὶ μήκιστον εὐτυχοίης . ἔρρωσο . καὶ τὸ μὲν μηδὲν παθεῖν τοιοῦτον | ||
Ἀλλὰ γὰρ ἅλις μὲν ἤδη δακρύων , σὺ δ ' εὐτυχοίης , καὶ μὴ μόνον πολιτείαν ἅπασαν , ἀλλὰ καὶ |
ὅγε : καὶ γὰρ ἔχθιστος τοῖς ἀνδράσι τυγχάνει , εἰ βλάψειέ τινα τούτων . καὶ γὰρ ἐπὶ πολὺν χρόνον ἔχουσι | ||
ὅγε : καὶ γὰρ ἔχθιστος τοῖς ἀνδράσι τυγχάνει , εἰ βλάψειέ τινα τούτων . καὶ γὰρ ἐπὶ πολὺν χρόνον ἔχουσι |
εἰ τοσαύτην εὔνοιαν ἀπονέμοιτε τῷ πρεσβύτῃ , ὅσην αὐτοῦ πρώην ἐδώκατε τῷ παιδί : ὡς ἔμοιγε , ὦ φιλότης , | ||
, οὓς νῦν αἰτιώμενοι πάντας ἀφαιρεῖσθαι κελεύουσιν , οὐκ ἂν ἐδώκατε ; ἐγὼ μὲν οἶμαι . „ εἶτα πάλιν ἡ |
; μικρόν τι καρτέρησον ἐμβαλὼν κράνος : ὑπὲρ θεοῦ νῦν ἵστασαι καὶ τῆς δίκης . ἄφες τὸν ὕπνον καὶ κράτει | ||
ὡς ἔχεις σχήματος . ὁ δὲ λόγος ὡς νῦν , ἵστασαι , στῆθι κατὰ τὴν αὐτὴν στάσιν , μὴ πλησίον |
καλοῦσιν ἀντιθέους , ταῦτα μηδέποτε ἐν λόγῳ τῷ περὶ τῆς ἱερατικῆς μαντείας τίθεσο . Ἐναντιώτερον γάρ ἐστι δήπου τῷ κακῷ | ||
ἱερουργίαις ; φημὶ δὴ οὖν καὶ τοῦτο ἀπείρως λέγεσθαι τῆς ἱερατικῆς μυσταγωγίας . Τῶν γὰρ ἐν τοῖς ἱεροῖς ἑκάστοτε ἐπιτελουμένων |
τύπτων ἄρρηκτον ὀρεσκῴοιο κάρηνον ἀμφ ' αὐτῷ θραύεσκον ὑπέκπυρον ὄζον ἄκικυν : οὐδ ' ἄρα μόρσιμος ἦα δαφοινῷ θηρὶ δαμῆναι | ||
ἀλκά ; τίς ἐφαμερίων ἄρηξις ; οὐδ ' ἐδέρχθης ὀλιγοδρανίαν ἄκικυν , ἰσόνειρον , ᾇ τὸ φωτῶν ἀλαὸν γένος ἐμπεποδισμένον |
καθ ' αὑτὰ ὑπαρχόντων , εἰδέναι δοξάσει τότε καὶ οὐκ ἐπιστήσεται . οὕτω μὲν οὖν τοῦ αὐτοῦ δόξαν εἶναι καὶ | ||
ἀσεβὴς εἶναι , κωλύων γενέσθαι μυστήρια : καὶ πάλιν οὐκ ἐπιστήσεται , ἵνα μὴ ἀσεβήσας ἡττηθῇ : ἔστι γὰρ ἴδιον |
ἐν μέτρῳ ὡς ποιητὴς ἢ ἄνευ μέτρου ὡς ἰδιώτης ; Ἐρωτᾷς εἰ δεόμεθα ; τίνος μὲν οὖν ἕνεκα κἄν τις | ||
προσγενόμενον , ἕως ἔτι ἐν φιλίᾳ ἐσμέν , λέγε . Ἐρωτᾷς , ἔφη , ὦ παῖ , ποῦ ἂν ἀπὸ |
† , ὅτ ' οὐκ ἄφρων ὢν μάντεων πεισθεὶς λόγοις ὄλωλεν ὡς ὄλωλε τοῖσιν εἰδόσιν . φεῦ φεῦ . τί | ||
τῷ τί δέ : εἶτα : οὐχὶ τὰ μεγάλα Περσῶν ὄλωλεν ; ἵνα λείπῃ πράγματα τὸ τί δέ : ὅπερ |
τὸ μετόπωρον τελευτῶϲι τὸν βίον . κοτὲ καὶ γέροντεϲ ἁλῶναι ῥηΐδιοι καὶ ἀπόφρικτοι ἁλόντεϲ , ὅϲον βραχείηϲ ῥοπῆϲ ἐϲ εὐνὴν | ||
ὀλιζότεροι πόδες αὐτοῖς . τοὔνεκα ῥηΐδιοι πτώκεσσι πέλουσι κολῶναι , ῥηΐδιοι πτώκεσσι , δυσάντεες ἱππελάτῃσι . ναὶ μὴν ἀτραπιτοῖο πολυστιβίην |
δοκῶ συνιέναι τὴν αἰτίαν δι ' ἣν εἰς τοσοῦτον θράσος προελήλυθας . εὖ κατὰ ξένου : οἱ γὰρ κατὰ ξένου | ||
. Μένανδρος : τί τοῦτο , παῖ ; διακονικῶς γὰρ προελήλυθας . ναί : πλάττομεν γὰρ πλάσματα τὴν νυκτ ' |
Πένης , ἔφη . Πότερον δὲ ἀσθενὴς ἢ ἰσχυρός ; Ἀσθενής . Πότερον δὲ ἔντιμος ἢ ἄτιμος ; Ἄτιμος . | ||
αἰγοπόλος . Ἄῤῥωστος : παρὰ τὸ μὴ ἔχειν ῥῶσιν . Ἀσθενής : παρὰ τὸ μὴ ἔχειν σθένος . Βίος λέγεται |
' αὖ τέλος ἔσσεται αὐτῷ ζῴῳ ὑποχθονίῳ σάφα κεν μάλα τεκμήραιο . ἐπιζήτει , φησίν , τοὺς ἀγαθοποιοὺς τῶν ἀστέρων | ||
ὑπόβασίν τε καὶ ἱππασίαν καὶ ἅπαντα βελτίων ἔσται ἑαυτοῦ . τεκμήραιο δ ' ἂν καὶ ἀπ ' ἀνθρώπων : ὅταν |
, τοῦ δὲ ἐπείγοντος τρέχειν [ καὶ ] τὴν ψυχὴν ἀνθελκόμενος εἰς οἰκισμόν τε καὶ πόλεμον οὐκ ἐποιήσατο κώλυμα θατέρῳ | ||
διαλύει . διαλύομαι ὡς ἀπὸ οἰκείων μέν , οὐ μὴν ἀνθελκόμενος ἀλλ ' ἀβιάστως : ἓν γὰρ καὶ τοῦτο τῶν |
τῶν ὑποκριτῶν . Ἀριστοφάνης δὲ ἐν Δαναΐσιν ἔφη κακῶν τοσούτων ξυνελέγη μοι σώρακος : Ἀλέξιδος δὲ καὶ δρᾶμα Σώρακοι . | ||
δηλονότι . τὸ παρὸν στράτευμα : τὸ τῶν Ἀθηναίων στρατόπεδον ξυνελέγη : συνηθροίσθη . ἄρας : τὰ ἱστία δηλονότι . |
μῆλον Ἀφροδίτης ἐστὶν ἱερόν . ἀποθραυσθῇς : ἀντὶ τοῦ ” ἐκπέσῃς “ . μηδ ' Ἰαπετὸν καλέσαντα : λῆρον , | ||
] τὸ πλῆθος . κῦμα ] ταραχή . τουτέστι μὴ ἐκπέσῃς τοῦ δέοντος καιροῦ . καὶ τόνδε καιρὸν λαβέ : |
κακοῖς προσπαλαιόντων . Ἀζανία γὰρ τόπος Ἀρκαδίας λεπτόγεως καὶ γεωργοῖς ἀσυντελής . Ἀηδόνες λέσχαις ἐγκαθήμεναι : πρὸς τοὺς ἀδολεσχοῦντας . | ||
μοχθηρᾶς ἐπινοίας , ἵν ' ἐν μηδενὶ φανείη τῶν πεπραγμένων ἀσυντελής , ᾧ μὴ κέρδος ἑαυτῷ συμπορίσοιτο ! ἀκριβῶς γὰρ |
αὐτῇ κατεσκεύαζες πολίτην πιστὸν καὶ αἰδήμονα , οὐδὲν ἂν αὐτὴν ὠφέλεις ; ναί . οὐκοῦν οὐδὲ σὺ αὐτὸς ἀνωφελὴς ἂν | ||
σκαιός τίς ἐσσι καὶ φίλοισιν ἀγνώμων , ὃς προσκυνοῦντας οὐδὲν ὠφέλεις ἥμας , ἀγαθοῖς δὲ πολλοῖς ὑβρίσαντας ἠμείψω . τὴν |
δοθεὶς Λαΐῳ δημώδης : Λάιε Λαβδακίδη καὶ τὰ ἑξῆς . μόρσιμος υἱός : ὁ μεμοιραμένος . ἢ ὁ μόρου αἴτιος | ||
κ ' ἔπειτα γήμαιθ ' ὅς κε πλεῖστα πόροι καὶ μόρσιμος ἔλθοι . ” ὣς ἄρ ' ἐφώνησεν καὶ ἀπὸ |
ἀνθρώποις κακόν . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Φίλους ἔχων | ||
γίγνεται κακά . Ὑπερήφανον πρᾶγμ ' ἐστὶν ὡραία γυνή . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Ὕπνος πέφυκε |
: ἐγὼ δ ' ἀέκων τῆς σῆς φιλότητος ἁμαρτών ὠνήμην ἕρδων οἷά τ ' ἐλεύθερος ὤν . Ἄνθρωποί ς ' | ||
εἴη μακάρεσσι θεοῖς φίλα : νῦν δ ' ὁ μὲν ἕρδων ἐκφεύγει , τὸ κακὸν δ ' ἄλλος ἔπειτα φέρει |
τὰς ἁρπαγὰς κατατίθεσθαι καὶ ἐσθίειν κοινῇ . ἄσπονδον δὲ καὶ ἔκδικον ὁ σῦς . ἀλλήλων γοῦν οὗτοι νεκρῶν ἐσθίουσι . | ||
, διαιρεῖν τοῦτο πρᾶγμ ' ἐτητύμως . ὅρκων περῶντας μηδὲν ἔκδικον φρεσίν . νῦν καταστροφαὶ νέων θεσμίων , εἰ κρατήσει |
ἐπὶ νόσῳ λοιμώδει , καθότι καὶ παρὰ Ἀθηναίοις ἐπωνυμίαν ἔλαβεν Ἀλεξίκακος ἀποτρέψας καὶ τούτοις τὴν νόσον . ἔπαυσε δὲ ὑπὸ | ||
' ἂν τὸ ὄνομα οὐδέν τι ἀλλοῖον ἢ ὁ καλούμενος Ἀλεξίκακος ὑπὸ Ἀθηναίων . ἑτέρωθι δὲ Ἡλίῳ πεποίηται καὶ Σελήνῃ |
γινόμενος διορίζει τὸν μὲν ἔνθεν , τὸν δὲ ἔνθεν : ἀπόλωλε : παρὰ τὰ Ἡσιόδου [ . ] λευκοῖσιν φαρέεσσι | ||
τοι αὔτως οὔατ ' ἀκουέμεν ἐστί , νόος δ ' ἀπόλωλε καὶ αἰδώς . οὐκ ἀΐεις ἅ τέ φησι θεὰ |
ὁμο σύνθετα . ὁμόσπονδος ὁμόσιτος , ὁμοήθης , ὁμότροπος , ὁμόδουλος , ὁμόνους , ὁμόφωνος , ὁμόγλωττος , ὁμοτράπεζος , | ||
ἰδίαν βαδίζειν , εἰς οἶκον δὲ ἐφ ' ἕτερον . ὁμόδουλος συνδούλου διαφέρει . ὁμόδουλοι γάρ εἰσιν οἱ μετέχοντες ὁμοίας |
: καὶ γὰρ αὐτὴ τοῦτο κεκέλευκεν : ἐγὼ δὲ ἔρημος βιώσομαι , πάντων αἴτιος ἐμαυτῷ γενόμενος . ἀπώλεσέ με κενὴ | ||
τοῖς θεοῖς : ἂν γὰρ πάθῃς τι , πῶς ἐγὼ βιώσομαι ; Πεῖραν ἐπεθύμουν θατέρου βίου λαβεῖν , ὃν πάντες |
ὑψηλόν , καὶ ἐπὶ τῷ ἀνυπευθύνῳ τῆς ἀρχῆς μέγα φρονοῦντα διπλασίως [ ἔτι ] ἐπερρώσθησαν εἰς τὴν κατ ' αὐτοῦ | ||
αὐτόθεν τοὺς ἱκανούς . ἄπιτε οὖν ἀγαθὴν ἔχουσαι διάνοιαν καὶ διπλασίως ἢ πρότερον ἀσπάζεσθε καὶ τιμᾶτε τοὺς ἄνδρας , ὑφ |
ευς ὀξύνεται , καὶ ἀπέδειξε , καὶ τὸ πᾶν αὐτῆς πεπέρανται . Καὶ οἱ Στωϊκοὶ δὲ , καὶ οὗτοι γὰρ | ||
ἂν εἴη πεπερασμένον , οὕτω καί , εἰ τὸ κενὸν πεπέρανται , ὑπό τινος αὐτὸ περιέχεσθαι ἀναγκαῖον . Τί ἂν |
τὰ πράγματα , ἕως ἔτι καιρὸς καὶ κύριοι τῆς βουλῆς καθέστατε , ἐπίσχετε καὶ μὴ βούλεσθε δυοῖν ὁδοῖν τὴν μὲν | ||
μετάστασιν . Ἀναμνήσθητε δὲ ἐν οἵῳ κινδύνῳ τε καὶ ἀμηχανίᾳ καθέστατε , καὶ ὅτι οὕτως σφόδρα σφᾶς αὐτοὺς ἐπεφόβησθε , |
. πέμψαι : ἄγγελον δηλονότι . ἀπῆλθον πάλιν : ἤγουν ἐπανέστρεψαν εἰς τὰς Θήβας . τῶν δὲ ψιλῶν : τῶν | ||
ἀπαξιοῖ καὶ ἀπολέγει . . Τοὔνεκα προῆκαν ] διὰ τοῦτο ἐπανέστρεψαν τὸν υἱὸν αὐτοῦ οἱ θεοὶ ἐπὶ τὸ γένος αὖθις |
θυμοῦ . Ξ θυμοπληθὺς ] πλήρης θυμοῦ . θ τὸ θυμοπληθὴς σύνθετον ὄνομα ἀπὸ τοῦ πλῆθος καὶ τοῦ θυμὸς ἡ | ||
] θυμοῦ γέμουσα . θυμοπληθὴς ] γεγεμισμένη τοῦ θυμοῦ . θυμοπληθὴς ] πλήθουσα θυμοῦ . Ξ θυμοπληθὺς ] πλήρης θυμοῦ |
νὴ τὴν Ἑκάτην , καλόν γ ' ἔγωγε τουτονί . κἄγωγ ' Ἐπικράτους οὐκ ὀλίγῳ καλλίονα . ὑμεῖς δὲ τί | ||
, ἀγὼν μέγας , πλήρης στεναγμῶν οὐδὲ δακρύων κενός . κἄγωγ ' ἄρ ' οὐκ ἔθνηισκον οὗ μ ' ἐχρῆν |
' αὐτοῦ μάρτυρος . . . περιείλημμαι : Κατὰ κύκλον ἐλήφθην . . κεκράτημαι . Θ . . οἴμοι μάλ | ||
καὶ ἄλλο ἐκ τοῦ ἐναντίου εἰ δὲ μὴ κατώρθωσα ἀλλὰ ἐλήφθην , τί ἂν ἔπαθον ; καὶ εἰ Δημοσθένην αἰτοίη |
, οἷς ἄρα βουλὴ ἥνδανε Λαοκόωντος : ὃ γὰρ πεπνυμένα βάζων φῆ δόλον ἔμμεναι αἰνὸν ὑπ ' ἐννεσίῃσιν Ἀχαιῶν , | ||
ἐμοῖσι περὶ στέρνοισι γεγηθὼς πολλάκι παππάζεσκες ἔτ ' ἄκριτα χείλεσι βάζων , καί μευ νηπιέῃσιν ὑπ ' ἐννεσίῃσι δίηνας στήθεά |
, ὑβρίζει , ἀντιλέγει , ἀναχωρεῖ . τὴν δὲ κύνα δεῖρον , δίωξον , καὶ οὐ μὴ ὑποχωρήσει , ἀλλ | ||
τὴν προῖκα καὶ βούλεταί σε καταλιπεῖν : τὴν δὲ κύνα δεῖρον , ἀπόλεσον , κατάβαλε , δίωξον , καὶ οὐ |
ἐπελάθοντο , καὶ τῶν ἀρότρων καὶ τῶν ἀμητηρίων , τότε ἀπέβαλλον καὶ τὰς ἀρετὰς ὁμοῦ τοῖς ὀργάνοις . Ἦλθεν εἰς | ||
, διότι οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς πονηρία . Οὓς δὲ ἀπέβαλλον καὶ ἐρίπτουν , τίνες εἰσίν ; Οὗτοί εἰσιν ἡμαρτηκότες |
κατακαίριον εἶπεν . Πτωχοῦ πήρα οὐκ ἐμπίμπλαται : ἐπὶ τῶν ἀπλήστων . Ποικιλώτερος ὕδρας : ἐπὶ τῶν δολερῶν . Πῦρ | ||
οἱ γεννήτορες . Πτωχοῦ πήρα οὐ πίμπλαται : ἐπὶ τῶν ἀπλήστων . Πύθια καὶ Δήλια : ἐπὶ τῶν ταχέως ἀπολλυμένων |
ῥεῖα τ ' ἀριγνώτη πέλεται . . Π , ἀριγνώτη ἀρίγνωτος , , ἀσβέστη ἄσβεστος . . . . . | ||
ἀσβέστη , καθάπερ ῥεῖα δ ' ἀριγνώτη πέλεται ἀντὶ τοῦ ἀρίγνωτος . . ὣς τὴν μὲν πρύμνην πῦρ ἄμφεπεν : |
ἔκκριϲιϲ τῆϲ ὕληϲ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τὴν ὁρμὴν ἐχούϲηϲ . ἰϲχνοὶ δὲ ὡϲ ἐπίπαν γίγνονται καὶ νωθροὶ πρὸϲ πᾶϲαν ἐπιβολήν | ||
γένεϲιϲ , ἄμφω μελαγχολίηϲ ἡ τροφή . τάμνειν δὲ κἢν ἰϲχνοὶ ἔωϲι καὶ λείφαιμοι : ϲμικρὸν δὲ ἀφαιρέειν , ὁκόϲον |
τὴν ἐνέργειαν αὐτοῦ ἀποπερατώσας κατὰ τὸ δέον . διὸ ἢ ὀρεκτικὸς νοῦς ἡ προαίρεσις ἢ ὄρεξις διανοητική , καὶ ἡ | ||
ὅπως τοῦ ὀρεκτοῦ ἐπιτεύξεται , διὰ τοῦτο ἡ προαίρεσις ἢ ὀρεκτικὸς νοῦς ἂν ῥηθείη ὡς τῷ χρόνῳ προλαμβάνουσαν τὴν ὄρεξιν |
πρᾶγμα ; θερμούς , ὦ τέκνον . ἀλλ ' ἦ παραφρονεῖς ; κριβανίτας , ὦ τέκνον , λευκοὺς δὲ πάνυ | ||
ἔλαχε κληρουμένη , μὴ ' γώ ς ' ἀφήσω . παραφρονεῖς , ὦ γρᾴδιον . ληρεῖς : ἐγὼ δ ' |
διὰ γλωσσαλγίαν μυρίαις κεχρημένοι συμφοραῖς . Πολλάκις ἐπὶ τὰς τυραννικὰς ἐφθείρετο θύρας , ἐν ἐλευθέρῳ δὲ σώματι δουλικὴν τύχην ἠνέσχετο | ||
χάριν ; ὅτι εἰ μὲν ἕκαστον ἐν μέρει τῶν στοιχείων ἐφθείρετο , μεταβολὴν ἐδύνατο τὴν εἰς ἕτερον δέχεσθαι , πάντων |
τούτων πρῶτον ἐξείπω ; ποῖον δὲ κατ ' ἀξίαν ἐλεεινότερον κρινῷ ; ὁπότε συμμιγής τις καὶ σφοδρὸς ἀνήγερτο θρῆνος διχοτομουμένης | ||
τούτων πρῶτον ἐξείπω ; ποῖον δὲ κατ ' ἀξίαν ἐλεεινότερον κρινῷ ; ὁπότε συμμιγής τις καὶ σφοδρὸς ἀνήγερτο θρῆνος διχοτομουμένης |
μετὰ πολλῆς χαρᾶς κατῆλθεν εἰς τὸν ὑποδειχθέντα αὐτῷ τόπον δρομαίως ψηλαφῶν τὸ χρυσίον . περιτυχὼν δὲ ἐκεῖσε λῃσταῖς συνελήφθη ὑπ | ||
Ξέρξης ἢ αὖθις καὶ πάλιν ἄγχι παμφαλώμενος καὶ περιβλέπων καὶ ψηλαφῶν μόσυνα φηγότευκτον ἤτοι ναῦν , οὕτω δὲ ψηλαφῶν ναῦν |
. συκῆς ἐρριμμένου : τῆς ἀγρίας συκῆς . σπουδή : κακοπάθεια , ὡς καὶ Ὅμηρος : σπουδῇ τ ' ἐξήλασσαν | ||
δυσαέος . ” δύσπαρι δυσώνυμε , κακῶς παρωνομασμένε . δύη κακοπάθεια : “ ἦ γάρ με δύη ἔχει πολλή . |
. τὴν περικύκλωσιν : τὸ περικυκλωθῆναι ὑπὸ τῶν Πελοποννησίων . ἁθρόαις μέν : ταῖς ἐναντίαις ναυσί . γνόντες δέ : | ||
τῷ αὐτῷ θέρει μετὰ τοῦτο εὐθὺς οἱ Πελοποννήσιοι , ἐπειδὴ ἁθρόαις ταῖς ναυσὶν οὐκ ἀξιόμαχοι νομίσαντες εἶναι οὐκ ἀντανήγοντο , |
, εἰμὶ πανταχοῦ , ἐνταῦθ ' ἐν Ἀθήναις , ἐν Πάτραις , ἐν Σικελίᾳ , ἐν ταῖς πόλεσι πάσαισιν , | ||
ἅπαντα ληϊζόμενός τε καὶ καταστρεφόμενος . οἱ δὲ ἐν ταῖς Πάτραις τὴν κατ ' αὐτῶν ἔφοδον τοῦ βασιλέως μαθόντες ἐκπλήξει |
ἀπολείποντος καὶ τελείου , ἐνίοτε ἐκ πλειόνων , ὡς τὸ ἀκαταμάχητος ἀνεκπολέμητος ἀνεκδυσώπητος . , . . , . , | ||
. ἄμαχον κῦμα θαλάσσης : τὴν προσβολὴν τῶν Περσῶν . ἀκαταμάχητος . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ στρατὸς καὶ λαός . δολόμητιν |
ἐξαμαρτόντα , φαντασίας δὲ τὰς καθ ' ὕπνον διὰ τὸ φιλοίκειον ὡς συνήθεσιν ἀνενεγκόντα , ὑπὲρ ὧν οἱ θηριωδέστατοι καὶ | ||
διεξιών , ὁ μὲν τὸ ἀμνησίκακον , ὁ δὲ τὸ φιλοίκειον , ὁ δὲ τὴν σύνεσιν , ἅπαντες δ ' |
καὶ κληδόνος αὐτομάτως βοηθῶν : παρὰ τὴν ὄσσαν ὀσσητήρ καὶ ἀοσσητήρ , . , , . . α , . | ||
Κόλχοις ἦρα φέροιεν ὑπὲρ σέο , νόσφιν ἄνακτος ὅς τοι ἀοσσητήρ τε κασίγνητός τε τέτυκται , οὐδ ' ἂν ἐγὼ |
καὶ λυπήσῃ δι ' αὐτὰ καὶ πολλὰ πονήσεις μάτην καὶ διατελέσεις ἅπαντα τὸν βίον φροντίζων ἐκείνων , ὀνήσῃ δὲ οὐδ | ||
γυμνάσιον ἐλέγετο ὁ τόπος , ἔνθα ἠγωνίζοντο . διατρίψεις ] διατελέσεις . στωμύλλων ] πολυλογῶν , ποικιλολογῶν . , ὑθλῶν |
. αἰσχρόν γε : καίτοι χείρον ' ἀρσένων νόσον ταύτην νοσοῦμεν , ἀλλὰ προύστημεν καλῶς . ὦ φίλταθ ' Ἕκτορ | ||
ς ' ἄλλος ἢ τὰ ς ' ὄμματα ; ἐκεῖ νοσοῦμεν , ὅτι δάμαρτ ' ἄλλην ἔχω . οὐκ ἦλθον |
ἐβου - λόμην : πλὴν ὅσῳ πικρότερον ὑπὸ τῆς ἀθυμίας πιέζομαι , τοσούτῳ μᾶλλον εἰκότως οὐ φέρω τὴν σιωπήν , | ||
. ἔχων ] ἐνθυμούμενος , διαλογιζόμενος . στραγγεύομαι ] ἀργῶν πιέζομαι , συνθλίβομαι ) . ⌈ στράγξ ἐστιν . . |
ὡς διωθεῖτο , εἰπόντος τέ τινος αὐτῷ διὰ τί οὐ πίνεις ; οὐδὲν δέομαι , ἔφη , Ἀλεξάνδρου πιὼν τοῦ | ||
ὕδωρ πίνῃς , ἐκ πάσης ἀφορμῆς λέγε , ὅτι ὕδωρ πίνεις . κἂν ἀσκῆσαί ποτε πρὸς πόνον θέλῃς . σεαυτῷ |
ἐρίβωλον ἵκοιο , πρὸς Αἰσχίνην ἔφη , “ εἰς τρίτην ἀποθανοῦμαι . ” μέλλοντί τε αὐτῷ τὸ κώνειον πίεσθαι Ἀπολλόδωρος | ||
τε καὶ ἀηδέστερον ζῆν ; ἀλλὰ μὴν εἴ γε ἀδίκως ἀποθανοῦμαι , τοῖς μὲν ἀδίκως ἐμὲ ἀποκτείνασιν αἰσχρὸν ἂν εἴη |
Λοίτης : Ἀνεμοίτης : Ἀροίτης : Ἀνδροίτης : Σακοίτης : ἀλοίτης : τὸ πρεσβύτης : εὐλύτης : μεγύτης : βασανύτης | ||
σπείρω σπορά , ἀλείφω ἀλοιφή . οὕτως οὖν καὶ ἀλείτης ἀλοίτης : τοῦτο δὲ παρὰ τὸ ἀλῶ , τὸ πλανῶ |
ταῦτα . . ὁπότε : Ἡνίκα . τὶ σκευάριον : Ἀγγεῖόν τι . . ὑφείλου : Ἔκλεπτες . λανθάνειν : | ||
ταῦτα . . ὁπότε : Ἡνίκα . τὶ σκευάριον : Ἀγγεῖόν τι . . ὑφείλου : Ἔκλεπτες . λανθάνειν : |
: ἀβλαβεῖς γὰρ οἱ ἐπιορκήσαντες : ὅθεν καὶ παροιμία , Ἀφροδίσιος ὅρκος οὐκ ἐμποίνιμος . Ταυροπόλας Ἀρτέμιδος ταχύτερος : ὡς | ||
. περίθες σεαυτῷ τὸν πνιγέα . ἀφάρμακον χρῶμ ' Οἰδίποδος Ἀφροδίσιος ὅρκος οὐ δάκνει . λιθωμόται δημηγόροι φθάνοντος ἔργον γίνεται |
ἐπὶ μῆνα κάθαρϲιϲ , ἀλλ ' οὐκ ἐϲ τὴν ἀρχαίην ξυνίϲταται προθεϲμίην . οὐ πολλὸν μὲν τὸ αἷμα , ἐν | ||
τὸ πάθοϲ , ἀλλ ' αὐτὸϲ οὐ ῥηϊδίωϲ λύεται . ξυνίϲταται δὲ οὐκ ἐπ ' αἰτίῃ μοῦνον ἥπατοϲ , ὅκωϲ |
Πρὸς δὲ ῥόον Σιμόεντος ἔχεν πόνον ἀλγινόεντα Τεῦκρος ἐυμμελίης . Ἄλλῃ δ ' ἔχεν ἄλλος ὀιζύν . Καὶ τότ ' | ||
ποιοῦσι ταὐτὰ τῇ ἐμβολῇ . Ὦμος δὲ ἐκπίπτει κάτω . Ἄλλῃ δὲ οὔπω ἤκουσα . Δοκέει μὲν γὰρ ἐς τοὔμπροσθεν |
ζα ἐπιτατικόν , ὡς καὶ τὸ ζάθεον , ζαχρηής , ζάπλουτος . τηλαυγὲς ἄραρε φέγγος Αἰακιδᾶν : τὸ φέγγος καὶ | ||
ἰσχυρός , τοῦ ζα κατ ' ἐπίτασιν ὄντος , ὡς ζάπλουτος ζάθεος . ὅγε : ὁ Κύζικος δηλονότι . ὑπὲρ |
νομίζοντες ὅπερ ἦν , ἀπό τε τῶν παρόντων πολὺ σφῶν καθυπέρτερα τὰ πράγματα εἶναι καί , εἰ δύναιντο κρατῆσαι Ἀθηναίων | ||
μᾶλλον : ἀπὸ κοινοῦ τὸ ἐν παντὶ δὴ ἀθυμίας ἦσαν καθυπέρτερα : τῶν Ἀθηναίων . φόβου : ἀπὸ φ . |
ἀλλήλοις . ἐκείνων γὰρ τῶν μὴ ἄν ποτε νομισθέντων ὀλιγαρχίας κοινωνήσειν μετασχόντων τῆς συνωμοσίας οὐδεὶς οὐδενὶ ἔτι ἐπίστευεν εἶπον γνώμην | ||
βούλονται γὰρ τοῖς φίλοις πάντα τὰ ἀγαθά , μηδὲν ἐλπίζοντες κοινωνήσειν αὐτοί , ἀλλὰ αὐτῶν ἕνεκα : ἔτι δὲ φίλον |
πηδάλιον αἴρεις , μή τι τὰς κώπας ; τί οὖν αἴρεις ; τὰ σά , τὴν λήκυθον , τὴν πήραν | ||
Ἀθήνησι Ἀθηνᾶ Σώτειρα λεγομένη , ᾗ καὶ θύουσιν . χὥπως αἴρεις : Σκόπει ὅπως μεγαλύνεις . . χὥπως αἴρῃς : |
θάλασσα ξυνέστη , καὶ ὅσα θαλάττης γεννήματα , καὶ ἀὴρ ξυνέστη , καὶ ὅσα ἀέρος φορήματα , καὶ οὐρανὸς ξυνέστη | ||
κρατίστοις ἐμβάλλει . καὶ ἱππομαχία αὕτη καρτερωτάτη τοῦ παντὸς ἔργου ξυνέστη . ἐς βάθος τε γὰρ οἷα δὴ ἰληδὸν τεταγμένοι |
θανάτου , ἀμφορεὺς δὲ ἔμελλεν διαμετρηθεὶς πρὸς ῥητορείας καιρὸν βραχὺς ῥύσεσθαι τὸν Σωκράτην ; ἀλλ ' οὔτε ἠδύνατο , οὔτε | ||
. ʃ ἀθροίζειν . ὁ δέ : ὁ Ἆγις . ῥύσεσθαι : ἀπολύσειν . ἐν τῷ παρόντι : τῷ τότε |
περὶ τὰς ἐπικηρυκείας ὑπ ' αὐτῶν γινόμενα , ὅτε τὴν δόξασαν ἀδικεῖν πόλιν αἰτοῖεν δίκας τοιαῦτα παρέλαβον : εἷς μὲν | ||
πυρεύων τὴν ὕλην μὴ διευλαβηθῇ τῶν τοῦ γείτονος , τὴν δόξασαν ζημίαν τοῖς ἄρχουσι ζημιούσθω . καὶ ἐὰν φυτεύων μὴ |
σχῇς , ἕξεις : ἂν μὴ σχῇς , ἐξελεύσῃ : ἤνοικται ἡ θύρα . τί πενθεῖς ; ποῦ ἔτι τόπος | ||
' οὐδεὶς κωλύσει οἰκεῖν : ἐκείνη γὰρ ἡ οἴκησις παντὶ ἤνοικται . καὶ τὸ τελευταῖον χιτωνάριον , τοῦτ ' ἔστι |
τραχήλους καὶ καρπούς : πωλοῦσι δὲ καὶ πρὸς τοὺς ἀστυγείτονας εὔωνον τὸν χρυσόν , τριπλάσιον ἀντιδιδόντες τοῦ χαλκοῦ , διπλάσιον | ||
θησαυρὸν διαβάλλεις : ἐπὶ τῶν τὰ ἴδια διαβαλλόντων . Τὸ εὔωνον κρέας οἱ κύνες ἐσθίουσιν : ἐπὶ τῶν διὰ φειδῶ |
Ἔνθα καὶ ὁ τῶν Βισαλτέων βασιλεὺς γῆς τε τῆς Κρηστωνικῆς Θρῆιξ ἔργον ὑπερφυὲς ἐργάσατο : ὃς οὔτε αὐτὸς ἔφη τῷ | ||
τε Γοργόνος τρίαιναν ὀρθὴν στᾶσαν ἐν πόλεως βάθροις Εὔμολπος οὐδὲ Θρῆιξ ἀναστέψει λεὼς στεφάνοισι , Παλλὰς δ ' οὐδαμοῦ τιμήσεται |
Ἢν γὰρ ὁ Πλοῦτος νυνὶ βλέψῃ καὶ μὴ τυφλὸς ὢν περινοστῇ , ὡς τοὺς ἀγαθοὺς τῶν ἀνθρώπων βαδιεῖται κοὐκ ἀπολείψει | ||
Αἰθιόπων στολή . μέχρι | δ ' ἂν τοῦτο ἐζωσμένος περινοστῇ , ἅπαντες | τοῦτον οἱ ἐντυγχάνοντες προσκυνοῦσίν | τε |
μόνον . οὕτως ἔσθ ' ἅγιον παντελῶς τὸ θηρίον . Ἔρχεται , μετέρχεθ ' αὕτη , προσέρχετ ' , οὐ | ||
μὲν διὰ τύχην γίγνεται , τὸ δ ' αἱρέσει . Ἔρχεται τἀληθὲς εἰς φῶς ἐνίοτ ' οὐ ζητούμενον . Ἆρ |
ὑπὲρ ὤμων σὺν πετάσῳ , γυμνὸν μηρὸν ἔφαινε χλαμύς . Οὔπω τοξοφορῶν οὐδ ' ὥριος , ἀλλὰ νεογνὸς οὑμὸς Ἔρως | ||
, εἰ δοκεῖ , σκοπῶμεν τὰ τῆς εἰρήνης χωρία . Οὔπω συνίημι ὅ τι τοῦτό πως βούλεται , σκοπῶμεν δὲ |
. τοιγαροῦν ἀπιὼν ἀνιᾷ τοὺς βελτίους , διότι παρὼν οὐκ ἐλύπησεν . ἐμοὶ δὲ δεομένῳ τοσοῦτον ἀπεῖχεν ἀπειθεῖν ὥστ ' | ||
, νῦν δέ γε τῶν συμμάχων . οὐ μέντοι πλείω ἐλύπησεν , ἡνίκα ἦν δυσμενής , ἢ φίλος γενόμενος εὔφρανεν |
ἐλαίαις καὶ πολλάκις εὑρίσκονται ταῖς πλεκτάναις περιειληφότες τὸ στέλεχος . ἐφωράθησαν δὲ καὶ συκέαις προσπεφυκυίαις τῇ θαλάσσῃ προσπλεκόμενοι καὶ τῶν | ||
καὶ μάλα γε οἴκτιστον . οὕτω μὲν δὴ καὶ θεοφιλεῖς ἐφωράθησαν ὄντες ἐλέφαντες . Ζῷον ἔστι Παιονικόν , καὶ κέκληται |
θραύεσκον ὑπέκπυρον ὄζον ἄκικυν : οὐδ ' ἄρα μόρσιμος ἦα δαφοινῷ θηρὶ δαμῆναι . τοὔνεκεν αἰπολίοισιν ἀπόπροθι βοσκομένοισιν ἑσπομένω δύο | ||
κινήσεως τροπὰς ὑπαυγάζουσα , ἀλλ ' ὕπωχρος καὶ ἐν τῷ δαφοινῷ πελιδνός . τὸ δὲ τῆς Ἀλκμήνης εἶδος ἀνασκοποῦντι ἀναφέρειν |
ἰδίαν φύσιν ἔπληξε τὸν εὐεργέτην καὶ ἀνεῖλε . ὁ δὲ θνῄσκων ἔλεγε „ δίκαια πάσχω τὸν πονηρὸν οἰκτείρας . „ | ||
οὐδεὶς ἑαυτῷ ὃ θέλει βουλεύεται : θνῄσκει δ ' ὁ θνῄσκων κατ ' ἰδίαν εἱμαρμένην . εἰ ταῖς ἀληθείαισιν οἱ |
, ὀρεινῆς . τάτ ' : ἅτινα , ἰωνικῶς . Τερπωλή : χαρὰ , εὐφροσύνη . ἠέ : ἰωνικόν . | ||
Εἰσδῦναι : εἰσελθεῖν . εἰσορόωντας : εἰς αὐτὸν βλέποντας . Τερπωλή : τέρψις . ἀπειρήτοισιν : ἀπείροις , ἀνοήτοις . |
, σὺ δὲ ἀγροίκως ἐποίησας μόνη κοιμηθεῖσα ἐν ῥόδοις καὶ σωφρο - νήσασα ἐν οὐ σώφροσιν . ἢ γὰρ τῶν | ||
καὶ ἐνεργεῖ κατὰ ταύτην ἀνεμποδίστως , εὐφραίνεται . ἡ δὲ σωφρο - σύνη καὶ ὑγίεια , ἐπεὶ ἀγαθαί εἰσι , |
ταῖς ἡμιόνοις . . Ἀλλ ' ὦ Φίντις , ἤγουν ἡνίοχε : πρὸς τὸν ἑαυτοῦ δὲ λέγει νοῦν : ζεῦξον | ||
. εἰκάσαι δέ μοι πάρεστι λυπρὰ πρὸς φίλων πεπονθέναι . ἡνίοχε Θρηικὸς τοῦ κακῶς πεπραγότος , μηδὲν δυσοίζου : πολέμιοι |
ἐγκρατέςτερον | . πτωχεῦσαί με [ θέλεις ; οὐκ ] ἀναίνομαι : | πτωχεύσω δὲ Ἴρου [ μετριώτερον ] . | ||
ὁμολογήσουσι καὶ τῷ Διῒ χάριν τῷ τάδε διαπραξαμένῳ . οὐκ ἀναίνομαι ] χαίρω ἐν τῷ μὴ ἀντιλογεῖν . ἡβᾷ τοῖς |
ἀπὸ τῶν τὴν κρόκα μηρυομένων εἰς πηνία . 〚 ἢ ἐξάξει . ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς κατὰ μικρὸν ἐκ τοῦ σκώληκος | ||
Καλλιρόη τέθνηκεν . ἐκ τοῦ τάφου μὲν ἐξῆλθον , οὐκ ἐξάξει δέ με ἐντεῦθεν λοιπὸν οὐδὲ Θήρων ὁ λῃστής . |
ἔξοχ ' ἐφίλατο θούριος Ἄρης , οὕνεκεν , ὁππότε κεν πελάσῃ πολιοῖο σιδήρου , ἠΰτε παρθενικὴ γλαγερόχροα χερσὶν ἑλοῦσα ἠΐθεον | ||
' ἐπεμβαίνων ἀνελίσσεται ἤπιος ἰχθύς . ἀλλ ' ὅτε θαρσήσας πελάσῃ σχεδόν , οὐ μάλ ' ἑτοίμως ψαῦσε βορῆς , |
εἰσπρᾶξαι , ἐκπρᾶξαι ἐκπράξασθαι , εἰσπράξασθαι . ἀπαίτησις , πρᾶξις εἴσπραξις . ὄνομα πρακτήρ . ἀποδοῦναι , ἀποτῖσαι ἐκτῖσαι , | ||
' ἀρχὴν μέν : οἷον , ἔντιμος : ἔνδοξος : εἴσπραξις : σύνδουλος : πρόλογος : πρόδρομος : πρόσφατον : |
ἐξ ὀφθαλμῶν ἐκείνου στοργῆι τοῦ βασιλέως τε καὶ γυναικὸς τῆι λύπηι λόγος ἐμφέρεται πολλοῖς τὸν βίον ἀποπνεῦσαι . Ἀρριανὸς Βιθυνικοῖς | ||
τύχη . ποῖ δὴ λιπόντε Τρωϊκῶν ἐκ τάξεων χωρεῖτε , λύπηι καρδίαν δεδηγμένοι , εἰ μὴ κτανεῖν σφῶιν Ἕκτορ ' |
; Φημί . Ἐναντίον δὲ ὂν κακῷ ἀγαθὸν εἶναι ; Ὡμολογήσαμεν γάρ . Ὁρᾷς οὖν , ἐπιχειρεῖς με ἐξαπατᾶν , | ||
αὐτό γε τὸ τοῦ σώματος ἄρχον ὡμολογήσαμεν ἄνθρωπον εἶναι ; Ὡμολογήσαμεν . Ἆρ ' οὖν σῶμα αὐτὸ αὑτοῦ ἄρχει ; |
ἀπὸ τῆς εἰδωλοποιικῆς οὐ θεῖον ἀλλ ' ἀνθρωπικὸν τῆς ποιήσεως ἀφωρισμένον ἐν λόγοις τὸ θαυματοποιικὸν μόριον , ” ταύτης τῆς | ||
. ἐπ ' ἄπειρον γὰρ διαιρετόν . ἀπ ' ἀμφοῖν ἀφωρισμένον . ἀπὸ ἀμφοτέρων οὖν ὡρισμένον δεῖ λαβεῖν , τοῦ |
οὔτε βαλανεῖον οὔτε ἄλλο τῶν δημοσίων οὐδέν . ἢ ἐγὼ τετύφωμαι καὶ ἀνόητός εἰμι ; πλὴν ὅ γε ἠξίωσα , | ||
οὐδὲν γὰρ ὑμᾶς ἀδικεῖ , ἀλλ ' ἐγὼ μαίνομαι καὶ τετύφωμαι νῦν κατηγορῶν αὐτοῦ . εἰ δὲ πάντα τἀναντία τούτων |