γλυκὺ τοῖς καπυρωθεῖσιν ἱματίοις , εἴ τις κατ ' ἄγνοιαν βάψειεν εἰς αὐτὴν πλύσεως χάριν . ἔχουσι δ ' ἰσχυροὺς | ||
παροξυτόνως εὕρηται χερνίβα : Εὐριπίδης : εἰς χερνίβ ' ὡς βάψειεν Ἀλκμήνης γόνος . Εὔπολις : αὐτοῦ τὴν χερνίβα παύσεις |
[ ! ! ! ! ! ] ? [ καὶ χερνίβ [ ] [ ἐῶ ? ? δελα [ ! | ||
ἀνέγνωσται χερνίβα : παρ ' Εὐριπίδῃ ἐν Ἡρακλεῖ : εἰς χερνίβ ' ὡς βάψειεν Ἀλκμήνης γόνος . ἀλλὰ καὶ παρ |
. Ἀλθαία δὲ λυπηθεῖσα ἐπὶ τῇ τῶν ἀδελφῶν ἀπωλείᾳ τὸν δαλὸν ἧψε , καὶ ὁ Μελέαγρος ἐξαίφνης ἀπέθανεν . οἱ | ||
ἅλις ἐλᾳδίῳ διεὶς ἐσπαργάνωσα περιπάσας ὀρίγανον ἐνέκρυψά θ ' ὥσπερ δαλὸν εἰς πολλὴν τέφραν . ἀφύαν θ ' ἅμ ' |
, οἱ δὲ ἔθεον , οὐκ ἀνὴρ ἀντ ' ἀνδρὸς λυθείς , ἀλλ ' οἱ μὲν ἔμενον [ οἱ ] | ||
ἐπ ' ἐκεῖνα μεταβαινέτω , ἢν κατεπείγῃ : εἶτα ἐπανίτω λυθείς , ὁπόταν ἐκεῖνα καλῇ : καὶ πρὸς πάντα σπευδέτω |
ὅδ ' ἐστὶν ὅς ποτ ' ἀμφ ' ἐμοὶ βέλος γελωτοποιόν , τὴν κάκοσμον οὐράνην , ἔρριψεν οὐδ ' ἥμαρτε | ||
' ἔστιν , ὅς ποτ ' ἀμφ ' ἐμοὶ βέλος γελωτοποιόν , τὴν κάκοσμον οὐράνην , ἔρριψεν οὐδ ' ἥμαρτε |
ἀοιδήν . τοῖα δὲ δειμαίνοντα προσέννεπε θέσκελος Ἑρμῆς : γαῦλον ἀπορρίψας καὶ πώεα καλὰ μεθήσας δεῦρο θεμιστεύσειας ἐπουνανίῃσι δικάζων : | ||
ἀποσείσασθαι τὴν κόπρον βουλόμενος ὡς ἐξανέστη , ἔλαθε τὰ ὠὰ ἀπορρίψας . ἀπ ' ἐκείνου τέ φασι , περὶ ὃν |
ἐπιλαβόντος καὶ σφοδροῦ τοῦ κρύους γενομένου περιιὼν ἐπειδὴ εἶδε τὴν χελιδόνα νεκρὰν ἐρριμμένην , ἔφη πρὸς αὐτήν : „ ὦ | ||
ἄσωτος καταφαγὼν τὰ πατρῷα ἱματίου μόνου αὐτῷ περιλειφθέντος ὡς ἐθεάσατο χελιδόνα παρὰ καιρὸν ὀφθεῖσαν , οἰόμενος ἤδη θέρος εἶναι ὡς |
ἐν ποσὶ πατάξαντος , ἕτερος ἐκ τοῦ στρατοῦ τὸν ῥαβδοῦχον ἐπάταξε . καὶ Κίννα κελεύσαντος αὐτὸν συλλαβεῖν βοὴ παρὰ πάντων | ||
Κάσσιος ἐς τὸ πρόσωπον ἔπληξε καὶ Βροῦτος ἐς τὸν μηρὸν ἐπάταξε καὶ Βουκολιανὸς ἐς τὸ μετάφρενον , ὥστε τὸν Καίσαρα |
. κἀκεῖνοι διὰ σημείων τινῶν μαθόντες , ὅτι θεόπεμπτον ἀγαθὸν ἀπεστράφη , καὶ μεγάλην συμφορὰν ἀποφαίνοντες τὸ μὴ πάσας αὐτὸν | ||
, ἐμίσησεν αὐτὸν ἡ Ἀθηνᾶ : * φέρουσα γὰρ ἀθανασίαν ἀπεστράφη ἰδοῦσα τὸ ἐγγεγονός * . ἄτρεστον κάπρον δὲ λέγει |
τράπεζαν . παρὰ δὲ τοῖς τραγικοῖς καὶ κωμικοῖς παροξυτόνως εὕρηται χερνίβα : Εὐριπίδης : εἰς χερνίβ ' ὡς βάψειεν Ἀλκμήνης | ||
ἐκθέσει στίχοι ἰαμβικοὶ τρίμετροι ἀκατάληκτοι ιζʹ . οὕτω “ τὴν χερνίβα ” . μᾶλλον προπαροξυντέον κατὰ τὴν ἀναλογίαν . οἱ |
, καὶ ἕως τοῦ παρατατικοῦ κλίνεται . . . . ἀλεύω : σημαίνει τὸ ἀποφεύγω , τὸ ἀπὸ ψύχους εἰς | ||
ἀλέξω ἀλεξίκακος . . . . ἀλεός : ὁ ἥρως ἀλεύω , καὶ ὥσπερ ἀπὸ τοῦ λοχεύω Λοχεός οὕτω καὶ |
τῶν δὲ ἄλλων ὁκόσον δοκέει καιρὸς εἶναι . Στέαρ συντήξας πρόσφατον , ἀποχέας ἐς ἕτερον χυτρίδιον , καὶ τῆς μολυβδαίνης | ||
καὶ λύει τοῦτο λέγων ὅτι ἡ κρᾶσις ἡ ποιήσασα τὸ πρόσφατον χρῶμα καὶ τὸ ἐκ γενετῆς ἐποίησεν , οἷον ὡς |
. Ἐκβάσου δὲ Ἀγήνωρ γίνεται , τούτου δὲ Ἄργος ὁ πανόπτης λεγόμενος . εἶχε δὲ οὗτος ὀφθαλμοὺς μὲν ἐν παντὶ | ||
ὀφθαλμοὺς εἶχεν ὁ Ἄργος , ὡς μυθεύεται : ὅθεν καὶ πανόπτης ἐλέγετο . βούταν δὲ αὐτὸν καλεῖ διὰ τὸ αὐτῆς |
τοὺς βοηθοῦντας ἂν οἶμαι , εἰς τὴν οἰκείαν εἴ τις ἐμβάλοι , βοηθεῖν , οὐ συνεπιστρατεύσειν οὐδετέροις . καὶ γὰρ | ||
, ναρκᾷ πάντως . εἰ δέ τις ἐς σκεῦος αὐτὴν ἐμβάλοι ζῶσαν , καὶ ἐπιχέοι θαλαττίου ὕδατος , ἐὰν ἐγκύμων |
καὶ ἐμπίπτοντα ἐς τὸν βόθρον , ἀλλ ' ἢ πέτραν ὑπελθὼν πολυσκεπῆ ἢ ἐν ἄμμῳ βαθείᾳ ἑαυτὸν ἐγκρύψας εἶτα ὑποθάλπει | ||
καὶ τὸ σὸν ὄνομα , ὦ Φιλοσοφία , ὑποδύεται καὶ ὑπελθὼν τὸν Διάλογον ἡμέτερον οἰκέτην ὄντα , τούτῳ συναγωνιστῇ καὶ |
θραύει τοῖν προσθίοιν ποδοῖν τὸν ἕτερον . καὶ ἀνειλόμην χωλεύουσαν σκύλακα ἀγαθὴν καὶ τὸ ζῷον ἡμίβρωτον , καὶ γέγονέ μοι | ||
ἀνθρώπων παιδεύεται , ἀλλ ' εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τόν τε σκύλακα καὶ τὸν πῶλον ταῦτα συνεθίζεσθαί τε καὶ μανθάνειν , |
τῷ δώρῳ τῆς χρυσῆς φιάλης . ἔνθεν καὶ κηδεστής . κᾶδός τε τιμάσας ἑόν : τὸ κῆδος . τὴν συγγένειαν | ||
ὅπως καὶ δόξῃ χαριστικός τις εἶναι παρὰ τοῖς πίνουσιν . κᾶδός τε : τὴν κατ ' ἐπιγαμίαν οἰκειότητα τιμῶν τῷ |
: ὁ γὰρ θεὸς οἶδε δικάζειν . Ἡρακλέα δεκάμηνον ἐόντα ποχ ' ἁ Μιδεᾶτις Ἀλκμήνα καὶ νυκτὶ νεώτερον Ἰφικλῆα , | ||
κατεφρύγετο τῆνον ἔρωτα . χἀμῖν τοῦτο δι ' ὠτὸς ἔγεντό ποχ ' ἁσυχᾷ οὕτως : οὐ μὰν ἐξήταξα , μάταν |
πρὸς τὰς Νύμφας τὸν Δάφνιν καὶ ἀπονίπτει τε τὸ πρόσωπον ᾑμαγμένον ἐκ τῶν ῥινῶν ῥαγεισῶν ὑπὸ πληγῆς τινος , καὶ | ||
, ὡς ἐπ ' ἐκείνου πεφώραταί τις ἐν ἐρημίᾳ ξίφος ᾑμαγμένον κατέχων καὶ κρίνεται φόνου , ἐρεῖ γὰρ ὡς θηρίον |
πάθος ἐστί . τῷ τρόπῳ ; ὄξος λαβὼν ἢν εἰς λεκάνην τίν ' ἐγχέας ψυχρόν , ξυνίης ; εἶτα θερμὴν | ||
πάθος ἐστί . τῷ τρόπῳ ; ὄξος λαβὼν ἢν εἰς λεκάνην τιν ' ἐγχέας ψυχρόν , ξυνιεῖς ; εἶτα θερμὴν |
τοῦ φάσαι , ὅ ἐστι φονεῦσαι : ὅθεν καὶ τὸ φάσγανον . νεαλὲς δὲ τὸ νεωστὶ ἑαλωκός , οἷον ἰχθύς | ||
ἀθˈρόοι , ἐν χερὶ δ ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον ἵκετ ' , ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς . τὸ γὰρ |
ἐν μὲν τοῖς δυνατοῖς οὐδὲ κελευσθῆναι περιμένω : πρῴην γοῦν ἄκλητος ἧκον ἐπὶ τὴν βοήθειαν . ὅταν δέ τι ᾖ | ||
, βράττω , δεύω , μάττω , πέττω . χωρεῖ ἄκλητος ἀεὶ δειπνήσων : οὐ γὰρ ἄκανθαι . τὸ δὲ |
τοῦτον ἠγάπησεν ὁ Ἀπόλλων σφόδρα ὥστε καὶ συγγυμνάζεσθαι αὐτῷ καὶ συμπαίζειν . δισκευόντων οὖν αὐτῶν ποτε λαβὼν ὁ Ἀπόλλων τὸν | ||
συνέρπειν καὶ πρὸς τὸ συμψελλίζειν ; ὄνῳ δὲ τίς προθυμεῖται συμπαίζειν ἢ συνογκᾶσθαι ; καὶ γὰρ εἰ μικρόν , ὅμως |
ἐτύγχανεν ἀποδημῶν , ὁ δὲ αὖτις ἀφίκετο , νύκτωρ αὐτοῦ κοιμωμένου ἐπεισέρχεται ἡ Νέαιρα . καὶ πρῶτον μὲν οἵα τε | ||
ἐπαινῶν δὲ ὑφ ' ὧν προδέδοται . μῦς ἐπάνω λέοντος κοιμωμένου ἐφήλατο καὶ τὸν ὕπνον αὐτοῦ ἐξύπνικεν : ὃν ὁ |
. τὸ σύντονον τῆς δόσεως διὰ τοῦ καταρρεῖ δηλοῖ . χίμαρός ἐστιν αἲξ ἑνὸς χειμῶνος . κρῆς δὲ Δωρικῶς τὸ | ||
. τὸ σύντονον τῆς δόσεως διὰ τοῦ καταρρεῖ δηλοῖ . χίμαρός ἐστιν αἲξ ἑνὸς χειμῶνος . κρῆς δὲ Δωρικῶς τὸ |
ἀόριστον ἐξήνεγκεν ἐν τῷ „ Λητὼ γὰρ ἥλκησε , Διὸς κυδρὴν παράκοιτιν „ . ἀλλ ' οὐ θέλει πάλιν τὸ | ||
Ἀντὶ τίνος , Ὅμηρε ; Λητὼ γὰρ εἵλκυσε , Διὸς κυδρὴν παράκοιτιν . Ὥσπερ δὲ οἱ νομοθέται τοὺς πατροτύπτας χειροκοποῦσιν |
! ! ! ! ? ποτοῦ ] μεμεθύσμεθα [ ] κοὐκέτι φρονοῦμεν , ὁ δ ' ἔρως ἐμὲ πυρίναις [ | ||
πλεξάμενος ἄρκυς , [ καὶ κύνα τιν ' εἶχεν ] κοὐκέτι κατῆλθε πάλιν οἴκαδ ' ὑπὸ μίσους . Οὕτω τὰς |
οἱ δὲ ἀρχαῖοι ἐπὶ τοῦ δανείζειν . . , : στιλπνός : παρὰ τὸ στίλβω στιλπνός , ὡς τέρπω τερπνός | ||
. καπνὸς οὖν ὁ ἀποπνέων τὸ πῦρ , ὡς στίλβω στιλπνός . ἔνθεν πολλάκις φησὶ πυρὸς ἀτμὸν τὸν καπνόν . |
βλέπων , ἤτοι ἐκπληκτικῶς καὶ φοβερῶς . γράφεται δὲ καὶ βάκχα , καὶ συντάσσεται οὕτως , ἔνθεος δὲ καὶ ὁρμητικός | ||
καὶ ὁρμητικὸς καὶ πηδητικὸς πρὸς τὴν ἀλκὴν ὡς θυὰς ἤτοι βάκχα τις φόβον βλέπων , ἤτοι ἐκπληκτικῶς καὶ φοβερῶς . |
Οἰνάδας ἀκτάς οἰνοχίτωνας ἐλαίας ὀμπνηρὸν ὕδωρ πὰρ πυλεῶνα περισκαίρουσι πηλὸς ἀϊδνός ποδάρκεϊ μόσχῳ ποδὸς ῥύσις πολυπαίπαλος αἰθήρ ποτὶ φῦλα ποτὶ | ||
ἐπὶ τὰ ὄρη , ἅτινα ἠφάνισεν ἡ φλόξ . ἢ ἀϊδνός ἀπὸ τοῦ α στερητικοῦ μορίου καὶ τοῦ ὕδωρ : |
τὸ γλίσχρον τοῦ ὄφεως ἀπὸ τοῦ ὀνόματος τῆς χειᾶς : χεόμενος γὰρ ὥσπερ ὕδωρ τὴν κατάδυσιν ὑπεισέρχεται : ἢ ἀπὸ | ||
πόσιν , Μενέλαον ; ἐπὶ γὰρ τῶι Κλυταιμήστρας τάφωι χοὰς χεόμενος ἔκλυον ὡς ἐς Ναυπλίαν ἥκοι σὺν ἀλόχωι πολυετὴς σεσωμένος |
τὴν πρέπουσαν παρθένοις αἰδῶ ἀναλαβοῦσα , ἐξορμῶ καὶ ἐκβακχεύω καθάπερ βάκχη τις ἐπὶ τοὺς νεκροὺς ἀπορρίψασα τό τε κρήδεμνον καὶ | ||
ἀπ ' ἐκείνου . κασσωρεύουσα πορνεύουσα . βασσάρα δὲ ἡ βάκχη , ἡ πόρνη τὸ δὲ κοιλανεῖ κενώσει , δαπανήσει |
τῶν ἐξ Ἰνοῦς ἐστερήθη παίδων : αὐτὸς μὲν γὰρ μανεὶς ἐτόξευσε Λέαρχον , Ἰνὼ δὲ Μελικέρτην μεθ ' ἑαυτῆς εἰς | ||
ἠρέμα δηκτικῷ τε καὶ γλυκεῖ φαρμάκῳ , τούτῳ χρίσας εὐτέχνως ἐτόξευσε : τὸ δὲ ἐνεχθὲν εὖ μάλα ἐντόνως καὶ διακόψαν |
δεσμὰ καὶ κάλους ῥήξας ἐς μέσσον αὐλῆς ἦλθ ' ἄμετρα λακτίζων . σαίνων δ ' ὁποῖα καὶ θέλων περισκαίρειν , | ||
μὲν κατέδυνεν ὑφ ' ὕδατι , πολλάκι δ ' αὖτε λακτίζων ἀνέδυνε : μόρον δ ' οὐκ ἦν ὑπαλύξαι . |
καὶ εἰς α τὴν αἰτιατικήν , οἷον Μέμνονα τρήρωνα Φοίνικα μάστιγα Ἕκτορα Δημήτερα Πέλοπα λαίλαπα , χωρὶς εἰ μὴ πάθῃ | ||
μὲν τοῦ ἑτέρου λέβητα , ἐπὶ θατέρου δὲ παῖδα κρατοῦντα μάστιγα , ἧς τοὺς ἱμάντας χαλκέου ὄντας σειομένους ὑπ ' |
καὶ ἀφετήρ . . . ἄφεμα : ἐκ τοῦ ἵημι ἵεμαι ἕμα καὶ ἄφεμα ' . . . . ἀφ | ||
τῆς καινίδος καὶ ῥήξας τὸν ἱμάντα ᾧ διηγόμην καὶ ἀνασκιρτήσας ἵεμαι δρόμῳ εἴσω ἔνθα ἐδείπνουν οἱ κίναιδοι σὺν τῷ δεσπότῃ |
, καὶ ἀπὸ κοινοῦ κεκλημένον , αὐτὸν τὸν Ἀπόλλωνα . θερμᾶν νόσων : ἢ ὅτι ἐπύρεττεν ὁ Ἱέρων , ὡς | ||
ἰατῆρά τοί κέν νιν πίθον καί νυν ἐσλοῖσι παρασχεῖν ἀνδράσιν θερμᾶν νόσων ἤ τινα Λατοΐδα κεκλημένον ἢ πατέρος . καί |
] θαρσαλέος , βέβαιος ὤν . τινάσσων ] κινῶν . πυρπνόον βέλος ] τὸν κεραυνόν . . ταῦτ ' ] | ||
ἤγουν διὰ τὸ ποιεῖν βροντὰς , μεγαλυνόμενος καὶ ἐκπέμπων βέλος πυρπνόον καὶ πυρὸς πνέον : λέγει δὲ τὸν κεραυνόν : |
ὡς ἄνοπλος ὑπ ' οὐθενὸς κωλυόμενος ἐπὶ τὸ βῆμα , σπᾶται τὸ ξιφίδιον , ὃ τῆς περιβολῆς ἐντὸς ἔκρυπτε , | ||
καὶ τὰ στήθεα , [ καὶ ] οἰμώζει . Οὗτος σπᾶται σφόδρα , ὥστε μόλις κατέχεται ὑπὸ τῶν παρεόντων , |
: ἐνέβαλε προσέβαλε * καῦσον : πυρετόν * αἰθαλόεντα : καυστικόν τὸ δὲ περισπαίρουσιν γράφεται καὶ περιπλάζονται : περιπλάζονται δὲ | ||
τὸν γενναῖον καὶ ἀνδρεῖον . . δάϊον ] πολεμικὸν ἢ καυστικόν . . ἑκατοντακάρηνον ] φησὶ δὲ ὁ Ὠκεανὸς , |
Ἡ Γλυκέριον λαβοῦσα παρ ' ἐραστοῦ τινος Κορίνθιον παράπηχυ καινὸν λῄδιον ἔδωκεν εἰς κναφεῖον , εἶτ ' ἐπεὶ τέλος ἔδοξ | ||
ἡ Γλυκέριον λαβοῦσα παρ ' ἐραστοῦ τινος Κορίνθιον παράπηχυ καινὸν λῄδιον ἔδωκεν εἰς γναφεῖον : εἶτ ' ἐπεὶ τέλος ἔδοξ |
λόγια ὑφηγεῖτο , καινότατον τρόπον καὶ | ἄξιον ἱστορηθῆναι : λούει τὸ πρῶτον αὐτοὺς ὕδατι πηγῆς τῷ καθαρωτάτῳ καὶ ζωτικωτάτῳ | ||
. Ὀδυσσέα γοῦν παρὰ Φαίαξι πρὸ τῆς θοίνης ἡ ταμίη λούει . καὶ οἱ περὶ τὸν Τηλέμαχον : ἐς ῥ |
τὴν χρόαν ἀλλάττοντα τοῖς ἐδάφεσιν ὁμοιοῦσθαι καθ ' ὧν εἴωθεν ἕρπειν , τὸν δὲ ταῖς κατὰ θαλάττης πέτραις , ὧν | ||
ἀνέδραμεν ἔρνει ἶσος . ἐνθένδε καὶ ὁ ὅρπηξ παρὰ τὸ ἕρπειν καὶ αὐτὸς πεποιημένος . περὶ μὲν οὖν τῆς κοινότερον |
ἐπικύφους τὰς ῥῖνας . ἐνταῦθα δὲ “ ῥυγχία ” εἴρηκεν ὑποκοριστικῶς , ἐπεὶ καὶ χοιρία εἶπε διὰ τὴν σμικρότητα αὐτῶν | ||
τὰ σπέρματα . Γ διὰ χρόνου Γ γήδιον Γ : ὑποκοριστικῶς ἀντὶ τοῦ “ τὴν γῆν ” . Γ ἀλλ |
, λέγειν δὲ ὡς ἔθος αὐτοῖς χλαῖναν μὲν καλεῖν τὸ ξυστὸν , χιτῶνα δὲ τὴν ἀσπίδα . ταῖς γυναιξὶν ἐπείσθησαν | ||
, Κόρραγον τὸν Μακεδόνα ὁπλίτην καταμονομαχήσας καὶ ἐκκρούσας αὐτοῦ τὸ ξυστὸν καὶ ἁρπάσας τὸν ἄνδρα σὺν τῇ πανοπλίᾳ , ἐπιβὰς |
δὲ Τιτάνῃ καὶ Ἀθηνᾶς ἱερόν ἐστιν , ἐς ὃ τὴν Κορωνίδα ἀνάγουσιν : ἐν δὲ αὐτῷ ξόανον Ἀθηνᾶς ἐστιν ἀρχαῖον | ||
φησὶ , τῶν γειτόνων ἀπήλαυσαν τοῦ κακοῦ τοῦ περὶ τὴν Κορωνίδα : λοιμὸς γὰρ ἐγένετο , αἴτιοι δὲ τῶν λοιμῶν |
τὸ φέρω φὸρ καὶ τροπῆ τοῦ ο εἰς ω μέγα φώρ . φάτνη παρὰ τὸ φαγεῖν φάγνη : καὶ τροπῆ | ||
κε ῥεῖα αὐτὸ κίχοις , οὐδ ' αὐτὸς ὀνήσεται ἠλίθιος φώρ , κέρδεος ἁρπαλέοιο δίκην ἰθεῖαν ὑποσχών : φράζεο δ |
ἀλάστορον ἱερεῖτιν οὔτοι γυναιξὶ – κυδάζεσθαι . τί γάρ ; ὄρνιθα δ ' οὐ ποιῶ σε τῆς ἐμῆς ὁδοῦ μήποτε | ||
ὅτι καταφανὴς ἔσται . τὴν γὰρ χελιδόνα σύντροφόν τε εἶναι ὄρνιθα καὶ εὔνουν ἀνθρώποις καὶ λάλον μᾶλλον ἢ ἄλλην ὄρνιθα |
φωνὴν ἔχων ξύλινος βαδίζων αὐτόματος ἐλήλυθα . λύσας δὲ ἀργὴν στάμνον εὐώδους ποτοῦ ἵησιν εὐθὺς κύλικος εἰς κοῖλον κύτος , | ||
ἡ γυνὴ τοῦ Θρᾳκὸς , ἐπὶ μὲν τῆς κεφαλῆς βαστάζουσα στάμνον , ἐπὶ δὲ τῶν χειρῶν ἠλακάτην καὶ ἄτρακτον , |
καλὸν ποίκιλμα τέκτονος σοφοῦ , ὅθεν τε λαμπρὸς ἀστέρος στείχει μύδρος ὅ θ ' ὑγρὸς εἰς γῆν ὄμβρος ἐκπορεύεται . | ||
. . α . , . Ἀμυδρός : παρὰ τὸ μύδρος , ὃ σημαίνει τὸν πεπυρακτωμένον σίδηρον , ἀμυδρός , |
παρθένου τὸ ῥηθὲν εὐθὺς ἐπὶ τέλος ἀγαγούσης , φασὶν εἰς οἰκίσκον τινὰ συγκλείσασαν ἑαυτὴν καὶ περινιψαμένην τὸ σῶμα πᾶν ἀποκλύσασθαι | ||
δῆθεν ἐκείνου τοῦ φαινομένου πάντως οὖσαν . Εἶτά μοι ἐπινόησον οἰκίσκον οὐ πάνυ φαιδρὸν οὐδὲ εἰς κόρον τοῦ φωτὸς δεχόμενον |
δὲ παύεται . λόγοισιν Ἑρμόδωρος ἐμπορεύεται . μὴ πρὸς λέοντα δορκὰς ἅψωμαι μάχης . ἁλῶν μέδιμνον ἅμα φαγὼν . πέπων | ||
καθάρῃς κἀλέσῃς , οὐ μὴ φάγῃς . μὴ πρὸς λέοντα δορκὰς ἅψωμαι μάχης . λέγε δὲ σὺ κατὰ πόδα νεόχυτα |
, πελέκας , σκέπαρνον , πριόνιν , ὄρυγας δύο , σφῦραν , πτυάρια δύο , κόφινον , κιλίκιν , φαλκίδιν | ||
τοὺς ἀνέμους εὕρισκε ἐόντας , τὸν δὲ ἄκμονα καὶ τὴν σφῦραν τόν τε τύπον καὶ τὸν ἀντίτυπον , τὸν δὲ |
μὲν αὐτοῦ κατέλιπον δεδεμένην , αὐτὸς δὲ ἀνελθὼν ἐπὶ τὸ τέγος ἐβόων τε καὶ τοὺς ἑταίρους συνεκάλουν . ἐπεὶ δὲ | ||
τιν ' ἴσως τρόπον εἰκότως οὐκ εὐπορῶν ἀργυρίου , ἢ τέγος ὡς τοὺς γείτονας ὑπερβαίνοι , ἢ ὑποδύοιθ ' ὑπὸ |
ὣς τῆνος δινοῖτο ποθ ' ἁμετέραισι θύραισιν . ἶυγξ , ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα . ἐς | ||
βαίνεις τ ' εἰς Ἀίδαο δόμους κυφὸς διὰ γῆρας . ἕλκε ποδὸς τεταγὼν διὰ βηλοῦ θεσπεσίοιο . τίθει μαγείρωι μνᾶς |
τὸν ἄκοντα λαμβάνει Κέφαλος : Ἀμφιτρύων δὲ χρῄζων τοῦ κυνὸς ἐξίκετο παρὰ τὸν Κέφαλον , εἴγε ἐθελήσειεν ἅμα αὐτῷ ἐπὶ | ||
δόμους ἁβˈρότατος . ὁ δ ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο , νέα κεφαλά , Παρνασσοῦ πόδα ναίοντ ' : |
διελέγχων δύο φησὶ στύλους εἶναι καὶ ἐπὶ μὲν τοῦ ἑτέρου λέβητα ἑστάναι , ἐπὶ θατέρου δὲ παῖδα κρατοῦντα μάστιγα , | ||
τοῦ κήτους ἀφλέκτοις . . . . * λέβητος : λέβητα τὸ κῆτος λέγει καὶ ἀφλόγους ἐσχάρας * τὴν ἐν |
ἀντὶ τοῦ ἐπορεύοντο ἐλθεῖν . ἐκ τοῦ βῶ , τὸ βαίνω , παράγωγον βῆμι , ὁ παρατατικὸς βῆν : οἱ | ||
συγκοπὴν γίνεται πτῶ , οὗ παράγωγον πταίνω , ὡς βῶ βαίνω , ἀναδιπλασιασμὸς παπταίνω . Παφλάζων . παρὰ τὸ φλέω |
φασὶν εἰπεῖν , ὅτι τότε τελευτήσει Μελέαγρος , ὅταν ὁ καιόμενος ἐπὶ τῆς ἐσχάρας δαλὸς κατακαῇ . τοῦτο ἀκούσασα τὸν | ||
πᾶσαν ὥραν . Ἀπόλλων δὲ καὶ αὐτὸς τῆς παιδὸς πόθῳ καιόμενος ὀργῇ τε καὶ φθόνῳ εἴχετο τοῦ Λευκίππου συνόντος καὶ |
: λαβοῦσα πλήρη χρυσέαν μεσόμφαλον φιάλην . Τελέστης δ ' ἄκατον ὠνόμαζέ νιν , ὡς τοῦ Τελέστου ἄκατον τὴν φιάλην | ||
τὴν χέρσον εὔκαιρόν ἐστιν ἀναδραμεῖν καί τινος ἀποδῆσαι πέτρας τὴν ἄκατον , μέχρις ἀπειπὸν τὸ θηρίον πρὸς τὰς ὁρμάς τε |
, σκότος γὰρ γίγνεται , καὶ τὸν λυχνοῦχον ἔκφερ ' ἐνθεὶς τὸν λύχνον Κἀναψηφίσασθ ' ἀποδοῦναι πάλιν τὰ χρυσία . | ||
μηδὲν προσενεγκὼν ἥδυσμ ' , ἀλλ ' ἐς ὕδωρ μόνον ἐνθεὶς καὶ θαμὰ κινῶν ὕσσωπον παράθες τρίψας , κἂν ἄλλο |
καὶ τοῦ φλοιοῦ διαρραγέντος ἀπεκύησε τὸν Ἄδωνιν , ὃν ἰδοῦσα ἐφίλησεν ἡ Ἀφροδίτη . μύρραν δὲ Αἰολεῖς τὴν σμύρναν λέγουσιν | ||
δ ' ἦν οἱ κάρτα πλησίον , περιλαβὼν τῇ χειρὶ ἐφίλησεν . ἐπικροτησάντων δὲ πάντων σὺν γέλωτι καὶ βοῇ ὡς |
γὰρ Ἔρωτες καὶ ὑπὲρ πελάγη τοξεύοντες πῦρ ἐγεῖραι γαμήλιον . Δηιάνειραν μὲν δὴ τὴν Οἰνέως Ἡρακλεῖ συνάπτων ὁ λόγος περιμάχητον | ||
ἐμνηστεύσατο . Ὁ δὲ Ἀχελῷος πρὸ τοῦ γάμου ἔφθειρε τὴν Δηιάνειραν λάθρᾳ , καὶ μετὰ ταῦτα λέγει τῷ πατρὶ αὐτῆς |
ὄρνιθα ἤ τι τῶν παραπλησίων , καταθοῖτο δὲ τοῦτο ἐν λέβητι ἐπί τινας χρόνους [ ] μὴ δοὺς τροφήν , | ||
γυναικὶ περιάψειεν , ὀλισθαίνειν διακωλύσει τὸ βρέφος . κἂν ἐν λέβητι παφλάζοντος ὕδατος ἐπιψαύσῃ , τὴν τοῦ πυρὸς νικήσει πάντως |
ἀπὸ τούτου δὲ καὶ τῇ μεγίστῃ τῶν ἐν Βιθυνίᾳ πόλεων μετεβλήθη τὸ ὄνομα , Ἀστακῷ τὰ πρὸ τούτου καλουμένῃ : | ||
ἐπειδὴ ὑπὸ Διὸς ἐρασθεῖσα Ἰὼ εἰς βοῦν ὑπ ' αὐτοῦ μετεβλήθη ἵνα λάθῃ τὴν Ἥραν , γνοῦσα αὕτη φύλακα ταύτῃ |
ἱκετεύσας καθαίρεται παρ ' αὐτῷ τὸν φόνον : καὶ αὖτις Εὐρυτίωνα ἐν κυνηγεσίοις ἄκων ἐπὶ συὸς βολῇ κτείνει : καὶ | ||
, Ὑλεὺς μὲν καὶ Ἀγκαῖος ὑπὸ τοῦ θηρὸς διεφθάρησαν , Εὐρυτίωνα δὲ Πηλεὺς ἄκων κατηκόντισε . τὸν δὲ κάπρον πρώτη |
οὕτως ἀΐδαο μακρὴν ὁδὸν εἰ πρὶν ὁ ποσσὶν ἀλλοτρίοις βαδίσας ἔδραμε νυκτὶ μιῇ . Γεγόνασι δὲ Λύκωνες καὶ ἄλλοι : | ||
τὸ ἔλαττον . καὶ ὁ μὲν ταῦτα συντελέσας ὁ Μάξιμος ἔδραμε παρὰ τὴν Σωσιπάτραν , καὶ παραφυλάττειν ἠξίου μάλα ἀκριβῶς |
τότ ' ἔπειτα δόλου πετάσασα θύρετρα , ἐξαπίνης συνέμαρψε καὶ ἔσπασεν εὐρὺ χανοῦσα ἄγρην κερδαλέην , ὅσσην ἕλεν οἰμήσασα . | ||
καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι μοχθίζοντα πυκναῖς τ ' εἰρεσίῃσι βιώμενος ἔσπασεν ἀνήρ : εἰ δ ' ἄρα οἱ καὶ τυτθὸν |
ὁ τύπος καὶ οὐχ ὥσπερ τὸ δέπας καὶ τὸ ἄλεισον ἀμφικύπελλον , οὕτω [ δὲ ] καὶ τοῦτο , κυφὸν | ||
” ἀπὸ μέρους τὴν ὅλην χαλκῆν . κύπελλον ποτὲ μὲν ἀμφικύπελλον τὸ ἐξ ἀμφοτέρων μερῶν περικεκυφωμένον ποτήριον . κύρμα ἔντευγμα |
ἐκλήθησαν δὲ ὅτι , ὅτε ἔκτιζον τὴν πόλιν , ἀλώπηξ σκύμνον ἄλλοθεν φέρουσα κατετίθετο . Ἄλωρος , πόλις Μακεδονίας . | ||
τοὺς φύσει δειλοὺς οὐδεμία παραίνεσις ῥώννυσιν . ποιμὴν νεογνὸν λύκου σκύμνον εὑρὼν καὶ ἀνελόμενος σὺν τοῖς κυσὶν ἔτρεφεν . ἐπεὶ |
Ζεὺς καὶ οἱ περὶ αὐτὸν ἐμ Ψυχοστασίᾳ . ἡ δὲ γέρανος μηχάνημά ἐστιν ἐκ μετεώρου καταφερόμενον ἐφ ' ἁρπαγῇ σώματος | ||
. ἐπικλίνει δὲ ἄρα τοῦτο τὸ πέλαγος , ἔνθα ὁ γέρανος ἀνιχνεύθη οὗτος , τῷ πρὸς τὰς Ἀθήνας πελάγει τοῦ |
. : Εὐμένης δὲ εὑρὼν τὸ Κρατεροῦ σῶμα κείμενον ἔτι ἔμπνουν , καταπηδῆσαί τε ἀπὸ τοῦ ἵππου λέγεται καὶ κατολοφύρασθαι | ||
τὰν ἀγέλαν πόρρω νέμε , μὴ τὸ Μύρωνος βοίδιον ὡς ἔμπνουν βουσὶ συνεξελάσῃς . Βοίδιον οὐ χοάνοις τετυπωμένον , ἀλλ |
δὲ παραὶ λαπάρην διάμησε χιτῶνα ἔγχος : ὃ δ ' ἐκλίνθη καὶ ἀλεύατο κῆρα μέλαιναν . τὼ δ ' ἐκσπασσαμένω | ||
: ἂψ δ ' ὃ πάϊς πρὸς κόλπον ἐϋζώνοιο τιθήνης ἐκλίνθη ἰάχων πατρὸς φίλου ὄψιν ἀτυχθεὶς ταρβήσας χαλκόν τε ἰδὲ |
: τὸν λιθοβόλον . Λυκόφρων : λευστῆρα πρῶτος οὕνεκεν ῥίψας πέτρον . Λευρόν : τὸ λεῖον καὶ πλατύ : ἀπὸ | ||
ὡς ἀνδριὰς ὁ Διομήδης ; ἐκβαλὼν ἀπὸ τοῦ πλοίουαὐτοῦ δηλονότιτὸν πέτρον καὶ τὸν λίθον τὸν ἑρματίτην καὶ ἐξισωτὴν τοῦ πλοίου |
φωλεύοντα τραφῇ βαθὺν ὁλκὸν ἐχίδνης ἰὸν ἀνικμαῖνον στομίων τ ' ἀποφώλιον ἄσθμα . κεῖνο κακὸν ζύμωμα τὸ δή ῥ ' | ||
τὸ φάρμακον αὐτῆς πνέον στομίων ] τῶν στομάτων καὶ τὸ ἀποφώλιον ἆσθμα , ὅ ἐστι χαλεπὸν ἆσθμα , τουτέστι τὴν |
ὀξυτέρω τριβόλων ἀρυτήμενοι . . . ἀμμετέρων ἀχέων ἂπ πατέρων μάθος Ἄρευος στροτιωτέροις γᾶς γὰρ πέλεται σέος δέξαι με κωμάσδοντα | ||
ὡς γὰρ τὸ ῥέος καὶ τὸ βλέπος οὕτω καὶ τὸ μάθος καὶ ἔτι τὸ δίψος καὶ τὸ βλάβος καὶ τὸ |
, ἵνα δοτικὴ ἀντὶ γενικῆς ἀκούηται , ὁμοίως τῷ Ἀχιλῆι δαμασθείς . Χρὴ οὖν προσανέχοντας τῷ προκειμένῳ λόγῳ μεταλαμβάνειν τὰς | ||
' ἕρπων μηνύει , κἂν μὴ θέλῃ . καὶ τότε δαμασθείς , ὀνομάσας μου τοὔνομα , πᾶσιν θρίαμβος ἐκβεβάστακται φίλοις |
καὶ τὸν πλησίον παραγκωνιζόμενος , καρύκης τὸ γένειον ἀνάπλεως , κυνηδὸν ἐμφορούμενος , ἐπικεκυφὼς καθάπερ ἐν ταῖς λοπάσι τὴν ἀρετὴν | ||
κυνηδόν “ . [ ὅτι ] κυνικοί εἰσι φιλόσοφοι . κυνηδὸν ] δίκην κυνός . σοφίαν σιτήσομαι ] μέλλω λήψεσθαι |
δημόσια σφετερισαμένου καὶ πλουτήσαντος . ὁ αὐτὸς δὲ καὶ ὡς φαλακρὸς κωμῳδεῖται . σίμβλον δέ φασι : σίμβλοι κυρίως εἰσὶν | ||
γένειον βαθὺ καθειμένος ὀλίγον τράγου διαφέρων ἐστίν , ὁ δὲ φαλακρὸς γέρων , σιμὸς τὴν ῥῖνα , ἐπὶ ὄνου τὰ |
καὶ τευτλὶς καὶ τὸ λάπαθον καὶ ἡ ἀκαλύφη καὶ τὸ παρθένιον : τὸν δὲ στρύχνον καὶ ὠμὸν ἐσθίουσιν , ὃν | ||
ἢ τὴν τῶν αἰσχρῶν ἡδονῶν φθορὰν , ἵνα αὐτοῦ τὸ παρθένιον καὶ ἄδολον δηλοῖ : [ βοτὰ δὲ λέγει τὰ |
ἀστεργάνορα παρθενίαν εἰσορῶς ' ] βλέπουσα γάμῳ ] τοῦ Διός δαπτομέναν ] δαμαζομένην δυσπλάνοις ] κακῶς πλανώσαις ἀλατείαις ] πλάναις | ||
οὐκ ἔστερξεν ὁ ἀνὴρ αὐτῆς ὁ Ζεύς . . γάμῳ δαπτομέναν ] ἅμα τῷ γάμῳ : λείπει γὰρ τὸ ἅμα |
ἃ νεκροῖς θελκτήρια χεῖται . ἀλλ ' ἔνδος μοι πάγχρυσον τεῦχος καὶ λοιβὰν Ἅιδα . ὦ κατὰ γαίας Ἀγαμεμνόνιον θάλος | ||
, ἐπὶ πυρὸς θάλψας , ὅ ἐστι θερμάνας , τὸ τεῦχος ἠρέμα πόσιν ] τὸ ποτόν νέμε ] δόθι τεῦχος |
καὶ Ἱπποκράτης προσάρματα τὰ σιτία φησί . καὶ Ἀριστοφάνης ” αἶρ ' αἶρε μᾶζαν ” . καὶ ἁρμαλιὰ ἐπὶ τῆς | ||
γὰρ ἰήσαιτο βροτοφθόρα φάρμακα λυγρά . Ἀρτέμιδος βοτάνην δὲ συνώνυμον αἶρ ' ἐπιφώσκειν Ἠελίου μέλλοντος ἐπὶ χθόνα φέγγος ἐρυθρόν , |
φησὶ δὲ Ἀριστοτέλης περὶ τοῦ ζῴου , ὅτι ξηραινόμενον εἰς ἔχιν μεταβάλλει . οὐδ ' ἐπιτυμβίδιαι : ἢ ὅτι τοῖς | ||
, μόνον δὲ διὰ μῖξιν κολακεύουσαν αὐτὸν βουλόμενοι σημῆναι , ἔχιν ζωγραφοῦσιν : αὕτη γάρ , ὅταν συγγίνηται τῷ ἄρρενι |
ἐπ ' οὐδενὸς γένους ἐστὶν εὑρεῖν ὅτι μὴ μόνον τὸ ἄορ καὶ ἦτορ οὐδετέροις : τὰ γὰρ λοιπὰ πάντα διὰ | ||
παρὰ τὸ συνηρμόσθαι . ἐστὶ δὲ ὄαρ , καὶ ὑπέρθεσις ἄορ , συναλοιφὴ ὦρ . Ὤπυεν . ὡμίλει ἐν τῇ |
τοῦτον ἔφυγεν οἱ δὲ κομίσαντες ἐν Κορίνθῳ τούτου τὸ σῶμα Σισύφῳ ἀπὸ Σχοινουντίαςἐκεῖ γὰρ ἐξερρίφη ἐκ τῆς θαλάσσης δελφῖνος αὐτὸν | ||
γνωρίζοις , φιλότιμος εἶναι δόξεις . εἴρηται τοίνυν ἐν Αἰσχύλου Σισύφῳ σὺ δ ' ὁ σταθμοῦχος εὖ κατιλλώψας ἄθρει . |
ἀντὶ τοῦ Θέωρος : ” κόλακος “ ⌈ ἀντὶ τοῦ κόρακος . ὁ τραυλισμὸς τοῦ στίχου εἰς τὸν Θέωρον , | ||
ὅπερ ἔστι τοὺς εὐδοκιμοῦντας εἰς ἅπερ εὐδοκιμοῦσιν ἔργα . Κακοῦ κόρακος κακὸν ὠόν . Κόσμει Σπάρταν ἣν ἔλαχες : ὅτι |
ὄμβρος πέφυκεν . . Ἀλλὰ γάρ τοι καὶ τὸ σμύρνιον ἀνθοῦν διηνεκῶς οἰκείως ἔχον εὕροις ἂν εἰς τὴν τούτων χρείαν | ||
παρακολουθεῖ δὲ μέχρι τοῦ θέρους τὸ μὲν κυοῦν τὸ δὲ ἀνθοῦν τὸ δὲ σπέρμα τίκτον , μικρὰν ἰκμάδα καὶ κέντρον |
οἳ μὲν διὰ φρονήσεως , οἳ δὲ τῷ πολεμικῷ ἢ ἐρωτικῷ κατορθοῦσι , καὶ διάφορος αὐτοῖς γίνεται ἡ ἐπάνοδος . | ||
κακῷ τέρποντι , κακῶς τέρποντι . φιλοτησίῳ : συνουσιαστικῷ , ἐρωτικῷ , φιλικῷ . δυστερπεῖ φιλοτησίῳ : γάμῳ ἐρωτικῷ . |
καὶ οὕτω τὸν Ἥφαιστον παρ ' Ἡλίου μαθόντα συλλαβεῖν αὐτοὺς περιβαλόντα καὶ σαγηνεύσαντα τοῖς δεσμοῖς ἃ πάλαι μεμηχάνητο ἐπ ' | ||
δριμυτάτου εἰς τὸν μέσον ἄχρι τοῦ τραχήλου κατορύξαι : καὶ περιβαλόντα ἄνωθεν ἐν κωνοειδεῖ σχήματι πλίνθους καταλεῖψαι πηλῷ : οὕτω |
Πρὸς ἴκτερον . ] Χρυσολαχάνου σπόρον καὶ μέλι καὶ κρόκον ταράξας εἰς τὸ κραββάτιον χρῖε καὶ ὠφελεῖ . [ Περὶ | ||
αὐτοὺς ἥξειν εἰπὼν καὶ δέος σφίσιν οὐ μικρὸν ἐγκατοικίσας καὶ ταράξας τὴν γνώμην τοῖς ῥήμασι πάλιν δι ' ἐρήμου πορευθεὶς |
ὄπισθε λαύρας διὰ δενδροφόρου φάραγγος ἐξέωσε βροντὴν ἠλέματον , ὁκοίην ἀροτὴρ γέρων χαλᾷ βοῦς . ἔγραψε δὲ ταῦτα εἰς Φιλῖνον | ||
ἔλυσέν τις αὐτοῦ τοὺς βόας καὶ ἀπήλασεν . ὁ δὲ ἀροτὴρ ἐπιστὰς καὶ μὴ εὑρὼν αὐτοῦ τοὺς βόας ἐκ ψυχῆς |
καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἀχύνω , ὥσπερ δύω δύνω καὶ θύω θύνω , καὶ ἐν ὑπερθέσει τοῦ ν ἀχνύω : | ||
ἀλλήλων δὲ διέχουσιν πολύ . βοῦν προσκυνεῖς , ἐγὼ δὲ θύω τοῖς θεοῖς : τὴν ἔγχελυν μέγιστον ἡγεῖ δαίμονα , |
καθίπταται τῶν πυρῶν , καὶ νέμεται τούτους , καθάπερ ἡ ἀκρίς . τῆς δὲ Καρίας ἐν Πηδάσοις ὁ σκορπίος οὗτος | ||
καὶ τοὐναντίον . οὐ σκνίπες , οὐ κυνόμυια , οὐκ ἀκρίς , ἣ καὶ φυτὰ καὶ καρποὺς καὶ ζῷα καὶ |
μέσον διὰ κίον ' ἐλάσσας : καί οἱ ἐπ ' αἰετὸν ὦρσε τανύπτερον : αὐτὰρ ὅ γ ' ἧπαρ ἤσθιεν | ||
αἰόλον ἵππου , θαύμασαν ἀμφιχυθέντες , ἅτ ' ἠχήεντες ἰδόντες αἰετὸν ἀλκήεντα περικλάζουσι κολοιοί . τοῖσι δὲ τετρηχυῖα καὶ ἄκριτος |
καὶ τὰς πυξίδας ἀνατρέπων καὶ τὰ φάρμακα συγχέων καὶ τὴν θυίαν περιτρέπων , καὶ μάλιστα ἐπειδὰν τὴν θυσίαν ὑπερβαλώμεθα , | ||
ὑγρασίαν ἔχει πλείστην ὑπὸ ψύξεως πεπηγυῖαν : εἰ γοῦν τις θυίαν σκευάσας ἐκ μολύβδου μετὰ δοίδυκος μολυβδίνου , βαλὼν εἰς |
θρασύτερον , θυμικώτερον , ἰταμώτερον , ψέξαις δ ' ἂν νωθές , ἀμβλύ , ἄπυρον , ἀόργητον , ἄθυμον , | ||
τραπεζήεσσι κύνεσσι , γυρόν , ἀσαρκότατον , λασιότριχον , ὄμμασι νωθές , ἀλλ ' ὀνύχεσσι πόδας κεκορυθμένον ἀργαλέοισι καὶ θαμινοῖς |
πυρὸς ἡνιοχῆα μεταστείχοντα δοκεύων , Ἠέλιον σπινθῆρας ἀκοντίζοντα νοήσας ἀκροφανὴς θάμβησε , καὶ ἰκμαλέης στατὸν ἅλμης τεμνομένου ῥοθίοιο διασχίζων κενεῶνα | ||
δ ' ἀμφ ' αὐχένι δειρήν θῆκε καρηβαρέων φολίσιν : θάμβησε δ ' ἰδοῦσα αἰνόποτμος Μήδεια : καὶ Αἴσονος ἀγλαὸν |
αὐτῶν αὐτοὺς κρεμαμένους ὁραθῆναι πᾶσιν . ἐμφαντικὸν δὲ πλήθους τὸ ἐγχεῖ . 〚 ἐγχεῖ τὰ πτερὰ βιαίως ἀντὶ τοῦ διείρει | ||
αὐτοῦ . οὐ γὰρ ἐγὼ κρίνομαι τήμερον , οὐδ ' ἐγχεῖ μετὰ ταῦθ ' ὕδωρ οὐδεὶς ἐμοί . τί οὖν |
ἀγανοῖσιν : οὕτω τὸ ἑξῆς : ἡ δὲ ἐπειρύσασα παρειὰς κύσε ποτισχομένη , καὶ ἀντομένη ἀγανοῖς μύθοις ἀμείβετο μειδιόωσα . | ||
: καὶ πάλιν Ὀδυσσέος Ὀδυσσεῦς , ω Ὀδυσεῦς δὲ λαβὼν κύσε χεῖρ ' ἐπὶ καρπῷ , ἀντὶ τοῦ Ὀδυσσέως τὴν |
ἀβουλήτως προσαγαγεῖν τῷ στόματι τοὺς δακτύλους ἀκούμενον τὴν κατάκαυσιν : γευσάμενον δὲ τῆς κνίσσης , ἐπιθυμῆσαι καὶ μὴ ἀποσχέσθαι , | ||
: ἑωρακὼς δὲ ἰχθὺν παρὰ τὴν ψάμμον βοτανηφάγοντα ? καὶ γευσάμενον καὶ ἀναζήσαντα φαγὼν καὶ αὐτὸς γέγονεν ἀθάνατος : ἀλλ |