. Ἐκβάσου δὲ Ἀγήνωρ γίνεται , τούτου δὲ Ἄργος ὁ πανόπτης λεγόμενος . εἶχε δὲ οὗτος ὀφθαλμοὺς μὲν ἐν παντὶ
ὀφθαλμοὺς εἶχεν ὁ Ἄργος , ὡς μυθεύεται : ὅθεν καὶ πανόπτης ἐλέγετο . βούταν δὲ αὐτὸν καλεῖ διὰ τὸ αὐτῆς
7092463 Ἐλευθηρος
. Μελαναιγίδα Διόνυσον ἱδρύσαντο ἐκ τοιαύτης αἰτίας . αἱ τοῦ Ἐλευθῆρος θυγατέρες θεασάμεναι φάσμα τοῦ Διονύσου ἔχον μέλαιναν αἰγίδα ἐμέμψαντο
, ἀπὸ Ἀώρας νύμφης . μετωνομάσθη δ ' Ἐλευθήρα ἀπὸ Ἐλευθῆρος ἑνὸς τῶν Κουρήτων . ὁ πολίτης Ἀώριος , ἢ
6988810 Ἰολαῳ
, ὡς τῶν τεμνομένων αὐτῆς κεφαλῶν ἀνεφύοντο πλείους , κελεῦσαι Ἰολάῳ ἐπικαίειν τὰς τεμνομένας . ὕδωρ παραρρέει : ἐπὶ τῶν
ἀλλὰ μάλιστα τοῦτον τετίμηκε νικήσαντα τὸν αὐτῷ ἀνακείμενον , τῷ Ἰολάῳ , ἀγῶνα , τὰ Ἰόλαια καλούμενα , ἃ καὶ
6753802 Ἀλεκτορος
οὖρα , πότιζε θρίδακος σπέρματος ⋖ αʹ . Ἄλλο : Ἀλέκτορος λάρυγγα καύσας καὶ λεάνας δίδου πίνειν σὺν ὕδατος #
τοὺς λοιποὺς ἀπέτρεπε . Πολυνείκης δὲ ἀφικόμενος πρὸς Ἶφιν τὸν Ἀλέκτορος ἠξίου μαθεῖν πῶς ἂν Ἀμφιάραος ἀναγκασθείη στρατεύεσθαι : ὁ
6729904 Βριαρεως
ἂν θώρακ ' ἔχῃ φολιδωτὸν ἢ δράκοντα σεσιδηρωμένον , ἐφάνη Βριάρεως : ἂν τύχῃ δ ' , ἐστὶν λαγώς .
σωτηρίαν ἀπρεπεστέραν : Θέτις γὰρ αὐτὸν ἀπήλλαξε τῶν δεσμῶν καὶ Βριάρεως : ἀπρεπεῖς δ ' αἱ τοιαῦται ἐλπίδες , ὡς
6700276 λεβηρις
' ὄξους , κάρδαμον ἄγριον καὲν καὶ σποδωθὲν , ἐχίδνης λεβηρὶς , καὶ λαπάθου ἀγρίου ῥίζα : τρίβειν δὲ μετ
λεβηρίδος : καὶ κενότερος λεβηρίδος : ἀμφότερα λέγεται . [ λεβηρὶς δὲ οἷον λεπηρὶς καὶ λέπος ] . τάττεται καὶ
6671728 Ὑγειας
Ἀπόλλωνα τιμῶσιν Ἀγυιέα καὶ Ἡρακλέα . καὶ Ἀθηνᾶς βωμός ἐστιν Ὑγείας : τὴν δ ' Ἱππίαν Ἀθηνᾶν ὀνομάζουσι καὶ Διόνυσον
δὲ ἄγαλμα τὸ Διονύσου καὶ αὖθις Τύχης , ἑτέρωθι δὲ Ὑγείας * * , τὴν δὲ Ἀθηνᾶν τὴν Ἐργάνην καὶ
6665314 Μελαμποδος
ἐξ Ἄργεος ἄνδρα κατακτάς , μάντις : ἀτὰρ γενεήν γε Μελάμποδος ἔκγονος ἦεν , ὃς πρὶν μέν ποτ ' ἔναιε
Αἰγιαλέως , ὄντες Νηλεῖδαι τὰ πρὸς μητρός , ἀπὸ δὲ Μελάμποδος γενεαί τε ἓξ καὶ ἄνδρες ἴσοι μέχρις Ἀμφιλόχου τοῦ
6663203 καδος
τῷ δώρῳ τῆς χρυσῆς φιάλης . ἔνθεν καὶ κηδεστής . κᾶδός τε τιμάσας ἑόν : τὸ κῆδος . τὴν συγγένειαν
ὅπως καὶ δόξῃ χαριστικός τις εἶναι παρὰ τοῖς πίνουσιν . κᾶδός τε : τὴν κατ ' ἐπιγαμίαν οἰκειότητα τιμῶν τῷ
6656383 Ὀικλεους
ἀνέχων ἐστὶν Ἔποχος , παρὰ δὲ αὐτὸν Κάστωρ καὶ Ἀμφιάραος Ὀικλέους , ἐπὶ δὲ αὐτοῖς Ἱππόθους ὁ Κερκυόνος τοῦ Ἀγαμήδους
οἱ δὲ ἡγεμόνες ἦσαν οἵδε : Ἄδραστος Ταλαοῦ , Ἀμφιάραος Ὀικλέους , Καπανεὺς Ἱππονόου , Ἱππομέδων Ἀριστομάχου , οἱ δὲ
6643048 Νυκτιμου
δὲ καὶ τοὺς υἱοὺς κεραυνοῖ πλὴν Νυκτίμου τοῦ νεωτέρου . Νυκτίμου δὲ τὴν βασιλείαν λαβόντος ὁ ἐπὶ Δευκαλίωνος γίνεται κατακλυσμὸς
καὶ ἡ Ἴλιος καὶ ἡ Τροία μία πόλις γεγόνασι . Νυκτίμου δὲ τὴν βασιλείαν παραλαβόντος ὁ κατακλυσμὸς ὡς ληροῦσι ,
6640417 κατεγηρα
ἐκ τοιαύτης διαίτης ὑγιεινός τε ἦν καὶ ἰσχυρός , καὶ κατεγήρα εἰς τὸ ἀκρότατον : μηδὲν φαρμάκων δεηθείς , μὴ
ἐκ Ῥώμης . λέγει δὲ ὧδε : ἐπεὶ δὲ Ἰταλὸς κατεγήρα , Μόργης ἐβασίλευσεν . ἐπὶ τούτου δὲ ἀνὴρ ἀφίκετο
6629159 Μελιαν
ἀμευσιεπῆ φροντίδα πέδοικος πεδὰ στόμα φλέγει πεδασχεῖν Ἰσμηνὸν ἢ χρυσαλάκατον Μελίαν ἢ Κάδˈμον ἢ Σπαρτῶν ἱερὸν γένος ἀνδρῶν ἢ τὰν
ἀποδιδούς [ ] ἐν τούτωι [ τῶι ἱερῶι τὴν ] Μελίαν [ τεκεῖν φασι ] Τήνερον [ Ἀπόλλωνι ] τοῖς
6622130 Δηϊανειρα
τὴν Δηϊάνειραν , εἰς ἔννοιαν καὶ εἰς ζηλοτυπίαν ἐκινήθη ἡ Δηϊάνειρα , καὶ βουληθεῖσα τὸν ἔρωτα μεταστῆσαι εἰς ἑαυτήν ,
καὶ φθειρόντων καὶ διαβολὰς ποιούντων : εἴρηται δὲ παρόσον ἡ Δηϊάνειρα πέπλον ἔπεμψεν Ἡρακλεῖ , ὑφ ' οὗ καυθεὶς ἐφθάρη
6610278 Κορωνου
τεκεῖν νομίζουσιν ἐξ Ἀπόλλωνος καὶ ὁ παῖς ὠνομάσθη Κόρωνος , Κορώνου δὲ γίνονται Κόραξ καὶ νεώτερος Λαμέδων . Κόρακος δὲ
. Κορώνεια , πόλις Βοιωτίας . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . ἀπὸ Κορώνου τοῦ Θερσάνδρου . ἐν ταύτῃ οὐ φαίνεται ἀσπάλαξ ,
6605652 ἀμνος
χάος ἀθρήσειε : καί ῥ ' ὁ μὲν ὑψικρεμὴς ὑπομάζιος ἀμνὸς ἀϋτεῖ : τοῦ δέ τε πειναλέην κραδίην ἐπάταξεν ἰωή
δυνάμει εἴρηται κεράστης : τῇ γὰρ ἐνεργείᾳ ἄκερως . ἢ ἀμνὸς ἀντὶ τοῦ κριοῦ ἀμνὸς Χησιάδος : ἀμνός ἐστιν ὁ
6603535 Λυκαων
Γλαῦκος , Ἀγάθων Χερσιδάμας Εὐαγόρας Ἱπποδάμας Μήστωρ , Ἄτας Δόρυκλος Λυκάων Δρύοψ Βίας , Χρομίος Ἀστύγονος Τελέστας Εὔανδρος Κεβριόνης ,
τούτου δὲ Δηιάνειρα θυγάτηρ : ἐκ δὲ Δηιανείρας καὶ Πελασγοῦ Λυκάων ἕτερος : τούτου δὲ Οἴνωτρος , ἑπτακαίδεκα γενεαῖς πρότερον
6589851 Λευκοθεα
τὸ λεύσσω τὸ βλέπω , ὁ διαφανὴς καὶ λαμπρός . Λευκοθέα : ἡ Ἰνώ . ὅτι ἐμμανὴς γενομένη διὰ τοῦ
λέγω . μετὰ δὲ τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἑρμοῦ Ποσειδῶν καὶ Λευκοθέα καὶ ἐπὶ δελφῖνός ἐστιν ὁ Παλαίμων . λουτρὰ δὲ
6588578 κοιμωμενου
ἐτύγχανεν ἀποδημῶν , ὁ δὲ αὖτις ἀφίκετο , νύκτωρ αὐτοῦ κοιμωμένου ἐπεισέρχεται ἡ Νέαιρα . καὶ πρῶτον μὲν οἵα τε
ἐπαινῶν δὲ ὑφ ' ὧν προδέδοται . μῦς ἐπάνω λέοντος κοιμωμένου ἐφήλατο καὶ τὸν ὕπνον αὐτοῦ ἐξύπνικεν : ὃν ὁ
6573740 Εὐπαλαμου
τὴν ἀγνοουμένην ἔξοδον ἀπέκλειε . κατεσκευάκει δὲ αὐτὸν Δαίδαλος ὁ Εὐπαλάμου παῖς τοῦ Μητίονος καὶ Ἀλκίππης . ἦν γὰρ ἀρχιτέκτων
τοῦ Φελλάτα καλουμένου λίθου , ἔργον δὲ εἶναι Σίκωνος τοῦ Εὐπαλάμου , ὥς φησι Πολέμων ἔν τινι ἐπιστολῇ . :
6559295 Ἀκτιος
Ἑρμῆς . τὸ ἐθνικὸν ὡς τὸ Βοίβη Βοίβιος , Ἀκτή Ἄκτιος , οὕτως Ἀλύχμη Ἀλύχμιος . . . ἀλύη :
τοῦ Ἀττικοῦ , ὡς αὐλή αὐλίτης . ἔστι καὶ ” Ἄκτιος Αἰγεύς ” ὡς Εὐφορίων Διονύσῳ . ἔστι καὶ Ἀκτιάς
6559013 ἀμναμος
πλάκας , καὶ θηροχλαίνου σηκὸν ὠμηστοῦ λύκου , ὃν Κρηθέως ἄμναμος ὁρμίσας σκάφος ἔδειμε πεντήκοντα σὺν ναυηγέταις . κρόκαι δὲ
ἐκεῖ δηλονότι τὸ σκάφος ἤτοι τὴν ναῦν τὴν Ἀργώ . ἄμναμος δὲ καὶ ἀπόγονος Κρηθέως οὕτως Ἰάσων Σαλμωνέως καὶ Ἀλκιδίκης
6555034 Κορωνιδα
δὲ Τιτάνῃ καὶ Ἀθηνᾶς ἱερόν ἐστιν , ἐς ὃ τὴν Κορωνίδα ἀνάγουσιν : ἐν δὲ αὐτῷ ξόανον Ἀθηνᾶς ἐστιν ἀρχαῖον
φησὶ , τῶν γειτόνων ἀπήλαυσαν τοῦ κακοῦ τοῦ περὶ τὴν Κορωνίδα : λοιμὸς γὰρ ἐγένετο , αἴτιοι δὲ τῶν λοιμῶν
6538634 δνοφερον
τε κρήνη μελάνυδρος , ἥ τε κατ ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ . τὸν δὲ ἰδὼν ᾤκτιρε ποδάρκης δῖος
ὥς τε κρήνη μελάνυδρος ἥ τε κατ ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ : ὣς ὃ βαρὺ στενάχων ἔπε '
6537797 Καλλιστους
μακρὰ Λυκαίου : ἐπὶ τῷ Λυκαίῳ φασὶ χωρίον καλούμενον [ Καλλιστοῦς ] . . . εἰς ὅ φασι τὰ εἰσερχόμενα
: σταδίους δὲ ὡς τριάκοντα καταβάντι ἐκ Κρουνῶν τάφος ἐστὶ Καλλιστοῦς , χῶμα γῆς ὑψηλόν , δένδρα ἔχον πολλὰ μὲν
6522310 χρυσομαλλου
ὅτι ὑπὸ τοῦ Φρίξου φησὶν ἀνατεθῆναι τῷ Ἄρει τὸ τοῦ χρυσομάλλου κριοῦ δέρος . κεῖτο γὰρ λόχμᾳ : τῷ δασεῖ
θεῶν πρόνοιαν ἐκ τῆς Εὐρώπης εἰς τὴν Ἀσίαν ἐπὶ κριοῦ χρυσομάλλου , τὴν μὲν παρθένον ἀποπεσεῖν εἰς τὴν θάλατταν ,
6517361 οἰνωθεις
εὐθυμίας καὶ ἱλαρότητος ἀπόλαυσιν : ἡδίων γὰρ αὐτὸς ἑαυτοῦ νήφοντος οἰνωθεὶς ὁ σοφὸς γίγνεται , ὥστε οὐδ ' ἂν ταύτῃ
Ἐπικάστην λέγουσι , χρήσαντος τοῦ θεοῦ μὴ γεννᾶν ὁ δὲ οἰνωθεὶς συνῆλθε τῇ γυναικί . καὶ τὸ γεννηθὲν ἐκθεῖναι δίδωσι
6515966 Βουκεφαλαν
δὲ σχολιογράφοι ψυχρῶς λεγέτωσαν τῇδε καὶ “ Βουκέφαλον ” “ Βουκεφάλαν ” καὶ “ Ἀλεξάνδρειαν ” . τοῦ ] τίνος
νίκης τῆς κατ ' Ἰνδῶν ἐπώνυμον ὠνόμασε , τὴν δὲ Βουκεφάλαν ἐς τοῦ ἵππου τοῦ Βουκεφάλα τὴν μνήμην , ὃς
6508918 Λαοδοκος
κύριον . Τὰ ἀπὸ ῥήματος κύρια προπαροξύνονται : Ἱππόδαμος Δηΐφοβος Λαόδοκος . τὸ μέντοι ξεινοδόκος οὐ κύριον . Τὰ παρὰ
, πυγμῇ Τυδεύς , ἅλματι καὶ δίσκῳ Ἀμφιάραος , ἀκοντίῳ Λαόδοκος , πάλῃ Πολυνείκης , τόξῳ Παρθενοπαῖος . ὡς δὲ
6508848 γευσαμενον
ἀβουλήτως προσαγαγεῖν τῷ στόματι τοὺς δακτύλους ἀκούμενον τὴν κατάκαυσιν : γευσάμενον δὲ τῆς κνίσσης , ἐπιθυμῆσαι καὶ μὴ ἀποσχέσθαι ,
: ἑωρακὼς δὲ ἰχθὺν παρὰ τὴν ψάμμον βοτανηφάγοντα ? καὶ γευσάμενον καὶ ἀναζήσαντα φαγὼν καὶ αὐτὸς γέγονεν ἀθάνατος : ἀλλ
6497823 κρονιππος
λῆρος : κατ ' ἐπίτασιν γὰρ τὸ ἵππος λαμβάνεται . κρόνιππος ] σαλός . ἅπαντα ] λείπει τὰ κακά .
ἀρχαῖος “ , παρ ' ὅσον ὁ Κρόνος ἀρχαῖος . κρόνιππος : ὁ μέγας λῆρος κατ ' ἐπίτασιν λαμβανομένου τοῦ
6489519 Τιθωνος
: φυσικῶς δὲ ἤδη λεκτέον : Ἠὼς τὸ πρωινὸν κατάστημα Τιθωνὸς δὲ τὸ τῆς ἡμέρας κατάστημα , ὅτε τιθέασι τὰ
Κινύρου πλουσιώτερος . Δὶς παῖδες οἱ γέροντες : ὁ γὰρ Τιθωνὸς τὸ γῆρας ἀποθέμενος κατ ' εὐχὴν εἰς τέττιγα μετέβαλεν
6487301 Ναυπλιος
ἐτράπεθ ' ὁρμῇ : τὸν δὲ μετ ' Ἐργῖνος καὶ Ναύπλιος Εὔφημός τε ὤρνυντ ' , ἰθύνειν λελιημένοι . ἀλλ
καὶ παῖδας Ἀγαμέμνονα καὶ Μενέλαον ἐτέκνωσε , Κλυμένην δὲ γαμεῖ Ναύπλιος , καὶ τέκνων πατὴρ γίνεται Οἴακος καὶ Παλαμήδους .
6484662 ἀποδιωκει
δένδρου τὰ φύλλα ἢ ὁ φλοῦς θυμιώμενος , πᾶν κακὸν ἀποδιώκει . Πτίλον δὲ περιστερᾶς ἔχον αἷμα θερμὸν καὶ ἐνσταζόμενον
ὑπομένει . ἀποστέγει ] ἀποδιώκει . ἀποστέγει ] ὑπομένει ἢ ἀποδιώκει . ἀποστέγει ] ἀποτρέπει . ἀποστέγει ] ἤγουν ἀπὸ
6480836 παπταινουσα
φωτὸς ἀλλοτρίου δεομένη περίεισι [ ] κατὰ Π . αἰεὶ παπταίνουσα πρὸς αὐγὰς ἠελίοιο . . [ . ̈ .
παπταίνοισα : ἤγουν ἐρωτιᾷ ὡς ὑπὸ οἴστρου πεπληγμένη . οἰστρῆ παπταίνουσα : ἤγουν ἀκολασταίνει . τὸ δὲ παπταίνουσα ἀντὶ τοῦ
6479459 Ἐνδυμιωνα
ἱστορία παρὰ Φερεκύδῃ . . . , , : Τὸν Ἐνδυμίωνα Ἡσίοδος μὲν Ἀεθλίου τοῦ Διὸς καὶ Καλίκης παῖδα λέγει
' ἄκοιτιν : ἣ ? [ δ ' ἔτεκ ' Ἐνδυμίωνα ] φίλον ? ? ? μακάρεσσι θεοῖσι : [
6472987 τεχθεντος
συνοῦσα δὲ τῷ Ἄρει , ἔντιμον θάνατον δηλοῖ μητέρα τοῦ τεχθέντος . ὡροσκοπῶν ὁ Ἥλιος , τοῦτο δὲ καὶ Σελήνη
ἀληθὴς ἦν ὁ λόγος ὁ λέγων χθὲς περὶ τοῦ σήμερον τεχθέντος παιδίου ὅτι τεχθήσεται παιδίον αὔριον μέγα τε καὶ λευκόν
6472285 Μελικερτης
Ἰνοῦς υἱῶν Λέαρχον μὲν μανεὶς ὁ πατὴρ Ἀθάμας ἀπέκτεινε , Μελικέρτης δὲ μετὰ τῆς μητρὸς ἔπεσεν εἰς τὴν θάλασσαν [
Κεῖος : θυγατριδοῦς κατά τινας τοῦ προτέρου , ὃς ἐπεκλήθη Μελικέρτης . γέγονε δὲ πρὸ τῶν Πελοποννησιακῶν : καὶ γέγραφε
6463751 δαμαλις
κῶας δὲ προβάτων . δαμάλης μὲν ὁ ἄρρην μόσχος : δάμαλις δὲ ἡ θήλεια : μόσχος δὲ κοινῶς ἐπ '
ψυχήν , λόγον , αἴσθησιν ὁ ζῳοπλάστης , ἃ συμβολικῶς δάμαλις , κριός , αἲξ ἐν ἱεραῖς γραφαῖς ὠνομάσθησαν .
6463379 πυρπνοον
] θαρσαλέος , βέβαιος ὤν . τινάσσων ] κινῶν . πυρπνόον βέλος ] τὸν κεραυνόν . . ταῦτ ' ]
ἤγουν διὰ τὸ ποιεῖν βροντὰς , μεγαλυνόμενος καὶ ἐκπέμπων βέλος πυρπνόον καὶ πυρὸς πνέον : λέγει δὲ τὸν κεραυνόν :
6454222 κιβωτος
ζύμη : ζύθος , ὁ ἐκ κριθῆς οἶνος : ζύγλορον κιβωτός : ζυχεινεῖ τὸ μύει . Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς
καὶ χρυσοῦ , ἡ κιβωτός . ΓΘ διενήνοχε κίστη καὶ κιβωτός . καὶ ὅτι ἡ μὲν εἰς ὑποδοχήν ἐστιν ἐδεσμάτων
6446361 φιμος
δὲ κημὸς καὶ ὁ τοῖς ἵπποις περιτιθέμενος ἤγουν ὁ καλούμενος φιμός . πλέγμα δέ τί ἐστιν ἐκ σχοινίων ὅμοιον ἠθμῷ
τρημάτων δίοπος , ὡς μηδὲν αὐτῶν διαμαρτάνον ἐξυβρίζεινἑρμηνεύεται γὰρ στόματος φιμός , λαβὼν τὸν σειρομάστην , τουτέστι μαστεύσας καὶ ἀναζητήσας
6445209 ποδηγων
' Ἀτα ὁ ποδοχῶν ἢ μᾶλλον κατ ' ἐμὲ ὁ ποδηγῶν . . ἀγλωττίαν δὲ Ἀ . εἴρηκεν . Ἀ
τεκνοῖ , τρισσῶν συνοικιστῆρα καὶ κτίστην τόπων . ὃς δὴ ποδηγῶν πτόρθον Ἀγχίσου νόθον ἄξει τρίδειρον νῆσον εἰς ληκτηρίαν ,
6443133 Μηκιστεως
καὶ Σθένελος : παρῆν δὲ ἔτι καὶ ἐπὶ τούτων Εὐρύαλος Μηκιστέως καὶ Πολυνείκους Ἄδραστος καὶ Τιμέας . τῶν δὲ ἀνδριάντων
δ ' ἅμ ' Εὐρύπυλος τρίτατος κίεν ἰσόθεος φώς , Μηκιστέως υἱὸς Ταλαϊονίδαο ἄνακτος . ἐκ πάντων δ ' ἡγεῖτο
6441787 Θειοδαμαντος
καί οἱ ὕλας ] οὗτος Ἡρακλέους ἐρώμενος , υἱὸς δὲ Θειοδάμαντος τοῦ Δρύοπος . καὶ Μνασέας μὲν οὕτως : Ἑλλάνικος
Ἡρακλεῖ γέγονεν ὁ πρὸς τοὺς Δρύοπας πόλεμος . τοῦ γὰρ Θειοδάμαντος ἀνελθόντος εἰς τὴν πόλιν , καὶ εἰπόντος ὡς Πολέμιος
6436856 ἐξεκοψεν
χειμών , κλύδων . ἄχθος ] βάρος . ἥρπασε ] ἐξέκοψεν , ἐχώρισεν . ὡραῖον . ἔκυρσας ] ἐπέτυχες τοῦ
μειρακίου ὄντος ἐρασθεὶς καὶ δι ' αὐτὸ παροινήσας εἰς Νικόδημον ἐξέκοψεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς , ὥς φασί τινες . .
6431315 ἐτεμες
〛 νάπαις γαμέτην Φρύγα πῶς νεάγαμον ? ? [ ] ἔτεμες περὶ τύμβον ἱερόν [ καὶ μέλος ἔλεγον , ὅ
χαλεπώτερον εἰς λύσιν τοῦ Γορδίου λέλυκας , μᾶλλον δέ , ἔτεμες κατ ' ἐκεῖνον τὸν οὐ δυνηθέντα λῦσαι . εἰ
6429061 εὐηχος
μηδαμῶς πίπτων ἐν τῷ διαλέγεσθαι , λάλημα . κρόταλον ] εὔηχος , κωδώνιον . κίναδος δὲ καλεῖται μὲν κυρίως ἡ
ἔχει πολὺ τὸ ἀερῶδες , εὔηχον . ὁ χαλκὸς ἄρα εὔηχος . περὶ δὲ τῶν λοιπῶν αἰτίων ἐροῦμεν ἑξῆς τὴν
6428947 Πυῤῥας
τὸ ἄντλον , τουτέστι τὸ πλῆθος τοῦ ὕδατος . τῆς Πύῤῥας καὶ τοῦ Δευκαλίωνος . πολεμικώτατοι . οἱ σοί ,
τοῦ καὶ Ὀποῦντος ἐγεννήθη ἡ Πύῤῥα , ἐκ δὲ τῆς Πύῤῥας καὶ Δευκαλίωνος ἡ Πρωτογένεια . ἐκ ταύτης δὲ καὶ
6423139 ὁδιος
μεθυστάδες γάμων μοναστραβὴς ὄχος νεόφθιτος κόρη χρόνου πολλοῦ νόστον προμαθόντες ὅδιος οἰωνός ὁμόπαιδα κάσιν Κασάνδρας ὀρείοις ποσί ὀρσίπους βοή ὁσίους
, φησίν , ἀσφαλές ἐστιν εἰς τὸ εὖ ποιεῖν . ὅδιος γὰρ ὁ θεός . σέβει . . . τύχηι
6423106 Ἀλθαιας
Πορθέως τοῦ Ἄρεως ἐβασίλευσεν ἐν Καλυδῶνι καὶ ἐγένοντο αὐτῷ ἐξ Ἀλθαίας τῆς Θεστίου Μελέαγρος , Φηρεύς , Ἀγέλεως , Τοξεύς
τροχίσκων ἀδήκτως ξηραινόντων μᾶλλον ἤπερ διὰ τῶν λεπτυνόντων θεραπεῦσαι . Ἀλθαίας σπέρματος . . . . . οὐγ . ʹʹ
6412862 Ὑψεως
Ὑψέως ] μετ ' αὐτὸν βασιλεῦσαί φησι Λιβύης Κυρήνην τὴν Ὑψέως . μνημονεύει τοῦ Εὐρυπύλου καὶ Καλλίμαχος , λέγων βοῶν
Ἀθαμαντίαν ἀφ ' ἑαυτοῦ προσηγόρευσε , καὶ γήμας Θεμιστὼ τὴν Ὑψέως ἐγέννησε Λεύκωνα Ἐρύθριον Σχοινέα Πτῶον . Σίσυφος δὲ ὁ
6410826 Κολαινις
Πυθίῳ καὶ Δηλίῳ καὶ Λητοῖ Ὀρτυγομήτρᾳ καὶ Ἀρτέμιδι Ἀκαλανθίδι Οὐκέτι Κολαινίς , ἀλλ ' Ἀκαλανθὶς Ἄρτεμις . καὶ φρυγίλῳ Σαβαζίῳ
διό φησιν Ἄρτεμιν ὀρνιθείαν καλεῖσθαι . ἔστι γὰρ καὶ Ἄρτεμις Κολαινίς . . . Ἀκαλανθὶς Ἄρτεμις : Ἡ κύων ,
6400656 Περσεφονη
τυγχάνει οὖσα ; ” Φερεφάττα Πλάτων μόνος : Φερσεφόνη καὶ Περσεφόνη οἱ λοικοί . Περσέφασσα δὲ ποιητικώτερον . Φηγοί .
Δαείραι . . . . . : Δάειρα : ἡ Περσεφόνη παρὰ Ἀθηναίοις , παρὰ τὴν δᾶιδα , ἐπειδὴ μετὰ
6392923 Ἐπιμηθεως
ἀπὸ Ἐφύρας τῆς Ὠκεανοῦ καὶ Τηθύος , γυναικὸς δὲ γενομένης Ἐπιμηθέως . . , , : Εὔμηλος δὲ Ἥλιον ἔφη
ἅπασαν τὴν γῆν τοῦ δώρου τοῦδε μεταλαβεῖν . ἀπορουμένου οὖν Ἐπιμηθέως πρὸς τὸ ἐπίταγμα τοῦ Διός , ξυννοήσας ὁ Προμηθεὺς
6391501 Θεσπιευς
τὸ παρώνυμον , Μοψοπία Μοψοπιεύς , Ἐρετριεύς , Φωκαιεύς , Θεσπιεύς . . . , : Τρύφων ἐν τῷ περὶ
, ὧν ἦρχον Ξένων τε καὶ Νίκων Θηβαῖοι καὶ Ἡγήσανδρος Θεσπιεύς . οὗτοι μὲν οὖν ἐν τοῖς πρῶτοι ὁρμήσαντες ἀπὸ
6390848 ὑποκοριστικως
ἐπικύφους τὰς ῥῖνας . ἐνταῦθα δὲ “ ῥυγχία ” εἴρηκεν ὑποκοριστικῶς , ἐπεὶ καὶ χοιρία εἶπε διὰ τὴν σμικρότητα αὐτῶν
τὰ σπέρματα . Γ διὰ χρόνου Γ γήδιον Γ : ὑποκοριστικῶς ἀντὶ τοῦ “ τὴν γῆν ” . Γ ἀλλ
6389742 αὐδηεσσα
ε . . . . . , = . : αὐδήεσσα : ὁ Ἀπίων ὀνομαστὴ καὶ ἔνδοξος , οἷον αὐδωμένη
πλησίστιον , ἐσθλὸν ἑταῖρον , Κίρκη ἐϋπλόκαμος , δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα . ἡμεῖς δ ' ὅπλα ἕκαστα πονησάμενοι κατὰ νῆα
6389157 Βριμω
παραγωγὴν , ὄβριμος ὁ πάνυ ἰσχυρός : ἢ ἀπὸ τοῦ Βριμῶ ἡ Περσεφόνη , καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ο ὄβριμον
παραγωγὴν , ὄβριμος ὁ πάνυ ἰσχυρός : ἢ ἀπὸ τοῦ Βριμῶ ἡ Περσεφόνη , καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ο ὄβριμον
6388512 Κλυτιος
εἰς δὲ Κύθνον Κέστωρ καὶ Κεφαλῆνος , εἰς δὲ Πάρον Κλύτιος καὶ Μέλας , εἰς δὲ Δῆλον Ἀντίοχος , εἰς
υἱοὺς δύο , Τηλέμαχον καὶ Κλύτιον : ὧν ὁ μὲν Κλύτιος ἔμεινεν ἐν Θήρᾳ τῇ νήσῳ , ὁ δὲ Τηλέμαχος
6386825 Βουλις
ἀλλὰ Βουλίνην πόλιν φησίν , ἧς τὸ ἐθνικὸν Βουλῖνος . Βοῦλις , πόλις Φωκίδος , ἀπὸ Βούλωνος οἰκιστοῦ . οἱ
ἐπιχώριοι ὀνομάζουσιν Ἡράκλειον . κεῖται δὲ ἐπὶ ὑψηλοῦ τε ἡ Βοῦλις καὶ ἐν παράπλῳ περαιουμένοις ἐξ Ἀντικύρας ἐς Λέχαιον τὸ
6383861 Περσεφασσα
ἄτη : γράφεται καλὴ παῖς : Περσέφασσα καλλίπαις θεά : Περσέφασσα καλεῖται ἡ Κόρη . ἀπὸ δὲ ταύτης καὶ τὴν
: σοί νιν ἔκγονοι κτίσαν , καὶ διώνυμοι θεαί , Περσέφασσα καὶ φίλα Δαμάτηρ θεά , πάντων ἄνασσα , πάντων
6376203 κατωφερης
: ἐκαλεῖτο δὲ τὸ πρότερον Σόλλαξ , ὅπερ μεθερμηνευόμενόν ἐστι κατωφερής : ὠνομάσθη δὲ Τίγρις δι ' αἰτίαν τοιαύτην .
: ἐκαλεῖτο δὲ τὸ πρότερον Σόλλαξ , ὅπερ μεθερμηνευόμενόν ἐστι κατωφερής : ὠνομάσθη δὲ Τίγρις δι ' αἰτίαν τοιαύτην .
6367180 μολυβδαινῃ
ἐπὶ μοιχείᾳ ἐζημιοῦτο . μολυβδαίνῃ μολύβδῃ : “ ἡ δὲ μολυβδαίνῃ ἰκέλη . ” τῶν ἅπαξ εἰρημένων . μολίονε μαχηταί
οἴνῳ ἢ χυλῷ τήλεωϲ . μὴ παρόντοϲ δὲ τοῦ ἑλκύϲματοϲ μολυβδαίνῃ χρώμεθα . Χυλοῦ τήλεωϲ καὶ λινοϲπέρμου καὶ ἀλθαίαϲ ἀνὰ
6366393 Ἐνορχης
φωτὸς καὶ λαμπάδος ἐπιτελεῖσθαι αὐτοῦ τὰ μυστήρια . δαίμων δὲ Ἐνόρχης ὁ Διόνυσος παρὰ Λεσβίοις : φασὶ δύο ἀδελφοὺς συμμιγέντας
ἰδίου ὀνόματος . λέγεται δὲ ἐξ ᾠοῦ γεννᾶσθαι . δαίμων Ἐνόρχης ὁ Διόνυσος παρὰ Λεσβίοις . φασὶ γὰρ δύο ἀδελφοὺς
6358177 ἐμιγνυτο
ἄρκτου καὶ ἐξέμηνεν αὐτήν : ἡ δὲ κατὰ δαίμονα οἰστρήσασα ἐμίγνυτο τῷ ἄρκτῳ . καὶ αὐτὴν ἡ Ἄρτεμις ἰδοῦσα ἐκτόπως
ἑωραμένον , ἀλλ ' ἡνωμένον , ὃς ἐγένετο ὅτε ἐκείνῳ ἐμίγνυτο εἰ μεμνῷτο , ἔχοι ἂν παρ ' ἑαυτῷ ἐκείνου
6353164 Προμαχον
ἀπέθανεν . ἡ δὲ Ἰάσονος μητὴρ ἑαυτὴν ἀνήρτησε νήπιον παῖδα Πρόμαχον ἀπολιποῦσα . καὶ τοῦτον Πελίας ἀνεῖλεν . ὁ δὲ
Ἰάσονος ἀναγκάσαι πιεῖν αἷμα ταύρου , τὸν δ ' ἀδελφὸν Πρόμαχον , παῖδα τὴν ἡλικίαν ὄντα , φονεῦσαι . Ἀμφινόμην
6352851 θηλαμων
. . . . , . . , . : θηλαμών : ἡ τροφός . παρὰ τὸ θῶ , ὃ
καὶ τοῦ ναί ἐγὼ δέ φημι καὶ τοῦ αἴ . θηλαμών ἡ τροφός . . θηλαμὼν τροφὲ ἐκ τοῦ θηλὴ
6349960 βακχη
τὴν πρέπουσαν παρθένοις αἰδῶ ἀναλαβοῦσα , ἐξορμῶ καὶ ἐκβακχεύω καθάπερ βάκχη τις ἐπὶ τοὺς νεκροὺς ἀπορρίψασα τό τε κρήδεμνον καὶ
ἀπ ' ἐκείνου . κασσωρεύουσα πορνεύουσα . βασσάρα δὲ ἡ βάκχη , ἡ πόρνη τὸ δὲ κοιλανεῖ κενώσει , δαπανήσει
6341675 ἐνσταζε
Πρὸς τὰς ὑπὸ πληγῆς καὶ ῥεύματος φλεγμονὰς βουτύρου προσφάτου διεὶς ἔνσταζε . στέαρ χηνὸς καὶ γάλα γυναικὸς διεὶς ἔνσταζε .
. βρυωνίας , μέλιτος καὶ ἐλλεβόρου λευκοῦ καὶ ῥοδίνου λεάνας ἔνσταζε . [ ιδʹ . Πρὸς ἀλγοῦντα καὶ πυοῤῥοοῦντα .
6331361 Πρωτευς
βελτίστους ἀποσφάττοντες αὐτῷ ἀθανατίζουσιν , ὡς οἴονται . Καὶ ὁ Πρωτεὺς θεὸς εἷναι τοῖς Αἰγυπτίοις νομίζεται καὶ ἡ Ἑλένη τῶν
μὲν ὀνομάζουσι Κέτηνα , παρὰ δὲ τοῖς Ἕλλησιν εἶναι δοκεῖ Πρωτεὺς ὁ κατὰ τὸν Ἰλιακὸν γεγονὼς πόλεμον . τούτου δὲ
6330649 Ὀλυμπιονικης
τῶν ἐν Ὀλυμπίᾳ ἀγώνων : ἐκ γὰρ τοῦ κοτίνου ὁ Ὀλυμπιονίκης δηλοῦται : καὶ φύτευμα σκιαρὸν τῷ πανδόκῳ καὶ πάντας
ης : πρόσκειται παρ ' οὐδετέρων συντεθειμένα διὰ τὸ νίκη Ὀλυμπιονίκης Ὀλυμπιονίκου : τοῦτο γὰρ καὶ εἰς ης ἐστὶ καὶ
6329812 ἐξειργαζετο
ἱππικώτατοι καὶ ἀκοντιστικώτατοι καὶ τοξικώτατοι καὶ φιλοπονώτατοι . ταῦτα δὲ ἐξειργάζετο ἐπὶ τὰς θήρας ἐξάγων καὶ τιμῶν τοὺς κρατίστους ἕκαστα
περ ἐόντε . ὅτι δὲ Ἀμφίων ᾖδε καὶ τὸ τεῖχος ἐξειργάζετο πρὸς τὴν λύραν , οὐδένα ἐποιήσατο λόγον ἐν τοῖς
6327941 κτενει
ἔχουσα , πέτρινον ἄχθος , ὡς ἐπεμβάληι . οἴμοι , κτενεῖ με : ποῖ φύγω ; παρῆν δ ' ὁρᾶν
: Λάϊε Λαβδακίδη μὴ σπεῖρε τέκνων ἄλοκα δαιμόνων βίῃ : κτενεῖ γάρ ς ' ὁ φύς . Ἐπιλαθόμενος δὲ τοῦ
6327721 πτυελος
σφάκελος : σκόπελος : ἀσφόδελος : Κύψελος : μυελός : πτυελός : ὀβελός : Σικελός . Τὰ διὰ τοῦ ηλος
σφάκελος : σκόπελος : ἀσφόδελος : Κύψελος : μυελός : πτυελός : ὀβελός : Σικελός . Τὰ διὰ τοῦ ηλος
6326117 Μελια
ὁ Ἀπόλλων καλεῖ διὰ τὴν νίκην , ἢ καὶ ἡ Μελία , ὅπερ καὶ βέλτιον : θήλεια γὰρ θηλείας εὐλόγως
ἀπὸ Μελήτου ] ποταμοῦ , ὡς Ἑκαταῖος ἐν Αἰολικοῖς . Μελία , πόλις Καρίας . Ἑκαταῖος γενεαλογιῶν δʹ . τὸ
6319645 Ἀγηνωρ
, ὁ δὲ Αἴγυπτος τῆς ὁμωνύμου χώρας , ὁ δὲ Ἀγήνωρ τῆς Φοινίκης . . Δαναοῦ πόλιν ἀγλαοθρόνων τε :
. Βῆλος μὲν οὖν βασιλεύων Αἰγυπτίων τοὺς προειρημένους ἐγέννησεν , Ἀγήνωρ δὲ παραγενόμενος εἰς τὴν Φοινίκην γαμεῖ Τηλέφασσαν καὶ τεκνοῖ
6311775 ἀγρευεται
' ἑκάστην ἡμέραν . Στέλλεται : πλέει , πορεύεται , ἀγρεύεται . ἀνίησιν : ἀφίησιν . Δεῖπνα : τροφάς .
ἕρπων ἐσθίει τὰς ῥίζας τῶν φυτῶν καὶ ξηραίνει αὐτά . ἀγρεύεται δὲ δόλῳ καὶ παγίσι . λέγεται δὲ εἶναι Φινεὺς
6311528 τρικεφαλος
δύο σκύμνους , ὧν ἀεὶ συμβαδιζόντων τῷ πατρὶ ἐφαίνετο εἶναι τρικέφαλος . Ἱστοροῦσιν ὅτι , Διὸς αὐτῇ συμμιγέντος , Ἥρα
τοῦ α Νωνακριάτης , ὁ Ἑρμῆς . Λυκόφρων „ Νωνακριάτης τρικέφαλος φαιδρὸς θεός ” . καὶ θηλυκὸν Νωνακριᾶτις . καὶ
6306491 μετεβαλε
καὶ μήτε δώροις μήτε δεήσεσι πεῖσαι δυνάμενος , εἰς τίγριν μετέβαλε τὴν μορφὴν τοῦ σώματος : καὶ φόβῳ πείσας τὴν
, καὶ φοβούμενος τὴν Ἥραν , τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα , μετέβαλε τὴν Ἰὼ εἰς βοῦν , καὶ ποτὲ μὲν εἰς
6300566 Πανοπεως
, λεκτέον δὲ καὶ τὰς ἱστορίας . ἱπποτέκτων : ὁ Πανοπέως υἱὸς ἐποίησε τὸν δούριον ἵππον , εἰς ὃν νʹ
οὐ μόνον ἡ εὐθεῖά ἐστιν ἐς Δελφοὺς ἡ διά τε Πανοπέως καὶ παρὰ τὴν Δαυλίδα καὶ ὁδὸν τὴν Σχιστήν :
6295665 Ὀϊκλεους
λόγος ἐκεῖνος . * † δικαίως . * † υἱὸν Ὀϊκλέους : * * συνίζησις : † πρός . *
Μόψῳ τῷ Ἄμπυκος , Ἴδμονι τῷ Ἄβαντος , Ἀμφιαράῳ τῷ Ὀϊκλέους . κλάροισιν : ἰστέον ὅτι κλήροις τοπρὶν ἐμαντεύοντο ,
6295290 Πεισιδικης
: Νηλέυς δὲ καὶ Χλωρίδος Περικλύμενος : Περικλυμένου δὲ καὶ Πεισιδίκης Βῶρος : Βώρου δὲ καὶ Λυσιδίκης Πένθιλος : Πενθίλου
: Νηλέως δὲ καὶ Χλωρίδος Περικλύμενος : Περικλυμένου δὲ καὶ Πεισιδίκης Βῶρος : Βώρου δὲ καὶ Λυσιδίκης Πενθίλος : Πενθίλου
6292598 προσανεπλασθη
ὅσα βούλοιτο ἑαυτῷ . „ ἐκ τούτων οὖν ὁ μῦθος προσανεπλάσθη , καὶ οἱ γραφεῖς γράφοντες τὸν Ἡρακλέα προσγράφουσι τὸ
τοῦ Πηγάσου τὴν Ἀμισωδάρου Χίμαιραν ἀπώλεσε „ . τούτου γενομένου προσανεπλάσθη ὁ μῦθος . Φασὶν ὅτι Πέλοψ ἦλθεν ἔχων ἵππους
6289915 Πηγη
Παρὰ τὸ ἀλλ ' ἴομεν πλυνέουσαι . : Λέρνης ] Πηγὴ τοῦ Ἄργους , ἔνθα ἦν Ἴναχος . : Λειμὼν
ἂν εἰργάζετο , αἰσθητὸν δὲ ἐν ἰδέαις οὐδέν . „ Πηγὴ δὲ ἀνέβαινεν ἐκ τῆς γῆς καὶ ἐπότιζε πᾶν τὸ
6288335 Ἡρακλεε
Δημοσθένη . Δυϊκά . Ἡρακλέε Ἡρακλῆ , Ἡρακλέοιν Ἡρακλοῖν , Ἡρακλέε Ἡρακλῆ . Πληθυντικά . Ἡρακλέες Ἡρακλεῖς καὶ ἀττικῶς Ἡρακλαῖ
εἴκασται . ἐν δὲ τῷ ἱερῷ τιμᾶσθαι μὲν ἄμφω τὼ Ἡρακλέε φασίν , ἀγάλματα δὲ αὐτοῖν οὐκ εἶναι , βωμοὺς
6284611 Σαλμωνευς
βασιλῆες , Κρηθεὺς ἠδ ' Ἀθάμας καὶ Σίσυφος αἰολομήτης , Σαλμωνεύς τ ' ἄδικος καὶ ὑπέρθυμος Περιήρης . Σαλμωνέως Τυρὼ
Δῶρος , Ξενοπάτρα : Αἰόλου δὲ καὶ Ἴφιδος τῆς Πηνείου Σαλμωνεύς , Σαλμωνέως δὲ καὶ Ἀλκιδόκης Τυρώ , ἧς καὶ
6284388 ἀκατον
: λαβοῦσα πλήρη χρυσέαν μεσόμφαλον φιάλην . Τελέστης δ ' ἄκατον ὠνόμαζέ νιν , ὡς τοῦ Τελέστου ἄκατον τὴν φιάλην
τὴν χέρσον εὔκαιρόν ἐστιν ἀναδραμεῖν καί τινος ἀποδῆσαι πέτρας τὴν ἄκατον , μέχρις ἀπειπὸν τὸ θηρίον πρὸς τὰς ὁρμάς τε
6279580 γηγενη
ποταμοῦ . ὕστερον δὲ μυθολογοῦσι Σκύθαι παρ ' αὑτοῖς γενέσθαι γηγενῆ παρθένον : ταύτην δ ' ἔχειν τὰ μὲν ἄνω
παιδὸς καταστῆσαι τὴν Ἀθηνᾶν , μικρὸν πρὸ τούτων τῶν χρόνων γηγενῆ φανεῖσαν ἐπὶ τοῦ Τρίτωνος ποταμοῦ , δι ' ὃν
6279545 μιγη
: ἀμφὶ δ ' ἄρά σφι τεύχε ' ἐπεσμαράγησε : μίγη δ ' ἑκάτερθεν ἀυτὴ λευγαλέη . Τὰ δὲ πολλὰ
δ ' ἄρα Φοίνικες πολυπαίπαλοι ἠπερόπευον . πλυνούσῃ τις πρῶτα μίγη κοίλῃ παρὰ νηῒ εὐνῇ καὶ φιλότητι , τά τε
6279052 Στεροπης
καὶ Ἄτλαντος ζʹ θυγατέρες , ὧν μία καὶ ἡ Στερόπη Στερόπης καὶ Ὑπερόχου ἢ Ἁρπίνης τῆς Ἀσωποῦ θυγατρὸς καὶ Ἄρεος
παρατίθεται . ἔνιοι δὲ Μουσαῖον εὑρετὴν λέγουσι τὸν Μητίονος καὶ Στερόπης κατ ' Ὀρφέα γενόμενον : Ἀντικλείδης δ ' ὁ
6278010 Αὐτολυκου
καὶ Ὀδυσσέα , ἡνίκα ὡς τὸν Αὐτόλυκον ἀφικόμενος μετὰ τοῦ Αὐτολύκου τῶν παίδων ἐθήρευε , τότε αὐτὸν τὸ τραῦμα τὸ
ἦν αὐτῷ ἐπίτροπος . ἤκουσε δὴ κατ ' ἀρχὰς μὲν Αὐτολύκου τοῦ μαθηματικοῦ πολίτου τυγχάνοντος , πρὶν ἀπαίρειν εἰς Ἀθήνας
6277108 φερωνυμον
καὶ ὑποσήπει , καὶ τήν γε θῆρα τὴν προειρημένην ἀποδείκνυσι φερώνυμον . ὁ γοῦν ἰὸς ἐπὶ πᾶν ὠθεῖται τὸ σῶμα
Αὐσονῖτιν Φυλαμὸν δοκήσεται : εἶτα μετ ' ὀλίγον καί : φερώνυμον νησῖδα νάσσονται πρόμου . Ἐξερχόμενος Διομήδης ἐπὶ Τροίαν Κομήτην
6273165 διηγειρεν
λόγους καὶ τὴν ἀψευδῆ φρόνησιν τῶν μαντευμάτων ἐγχρίσας φήμην γὰρ διήγειρεν ὁ Ἀπόλλων ὅτι Κασσάνδρα οὐκ ἔστι μάντις , ἀλλὰ
ἡ φωνὴ λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν κυνῶν * ἐπήισε : διήγειρεν * ἐπώρινε : ἐφώρμησε , ἐποίησε ἐφώρμησε * ἀργός
6271487 νυκτιπολον
ἡ δ ' αὐτὴ λέγεται Ἑκάτη , οἷον : Βριμὼ νυκτίπολον χθονίαν ἐνέροισιν ἄνασσαν . εἰρῆσθαι δέ , † ὅτι
ἡ δὲ αὐτὴ λέγεται καὶ Ἑκάτη . καὶ Ἀπολλώνιος Βριμὼ νυκτίπολον χθονίην ἐνέροισιν ἄνασσαν . . . . Βριμὼ ἡ
6269831 Σαρων
ἥτις νῦν καλεῖται Ζεφύριον . Σάρωνος ναυτικώτερος : οὗτος ὁ Σάρων δαίμων ἦν ναυτικώτατος : ἐξ οὗ καὶ πέλαγος Σαρωνικὸν
ἐπίσημα ἔχει τρίαιναν καὶ Ἀθηνᾶς πρόσωπον . μετὰ δὲ Ἄλθηπον Σάρων ἐβασίλευσεν . ἔλεγον δὲ ὅτι οὗτος τῇ Σαρωνίδι τὸ
6269215 Διομος
, οὐδετέρως . ἀπὸ τοῦ ἀνδρός ἄνδρομος , ὡς Διός Δίομος , ὁ πατὴρ Ἡρακλέους , καὶ Διόμεια ἑορτή .
καὶ τοῖς ἡγουμένοις τῶν βοσκημάτων ὁ βουκολισμός , ὃν εὗρε Δίομος βουκόλος ὁ Σικελιώτης , ἡ δ ' ἐπὶ θανάτοις
6267375 κυμινδις
ἐπικαμπὲς τῶν ὀνύχων . ἠγκυλωμένος : Ἀγκύλη εἶδος ἀκοντίου . κύμινδις : Τὴν κύμιδιν οὐκ ἀνέγραψεν ὁ Καλλίμαχος . μήποτε
συνοχεύς . σύστασις . ὑπερκόσμιος . χαλκίς . . . κύμινδις . οὐ φέρει με τοῦ δοχῆος ἡ τάλαινα καρδία
6265828 ἐπιπεμψαντος
ἵνα μὴ διώξειεν αὐτὸν ὁ πατήρ . ἑτέρας δ ' ἐπιπέμψαντος ἐκείνου προλαβὼν ἑαυτὸν ἔκτεινεν . ὁ δὲ Μιθριδάτης αὐτοῦ
Πολυδεύκης ἀνεῖλεν ἀμφοτέρους , συμπράξαντος τοῦ Διὸς καὶ κεραυνὸν αὐτοῖς ἐπιπέμψαντος . ὁ δὲ Πίνδαρος οὐ διὰ τὰς νύμφας φησὶν
6264875 Κλυτιον
οὗ Σάμος . οὗτος ἔσχεν υἱοὺς δύο , Τηλέμαχον καὶ Κλύτιον : ὧν ὁ μὲν Κλύτιος ἔμεινεν ἐν Θήρᾳ τῇ
Κρεώφυλος δὲ βʹ , Ἀριστοκράτης δὲ γʹ , Τοξέα , Κλύτιον , Δηίονα . . . . : ἐκαινούργησε κλάσας
6264761 Ναπη
σήπεσθαι τὸν Πυθῶνα ἐν αὐτῇ . ἐκαλεῖτο δὲ τὸ πρότερον Νάπη , εἶτα Πετρήεσσα , εἶτα Κρίσσα , εἶτα Πυθώ
θεοῦ ] * Τὴν Πυθῶνά φησιν : ἐκαλεῖτο γὰρ πρότερον Νάπη καὶ Κρισσαῖον ἡ Πυθώ : ἐνταῦθα δὲ τόπος τὸ

Back