! ! ! ! ! ! ! ! ] ! βαρβαρ ? [ ] [ ! | ! ! !
! ! ! ! ! ! ! ! ] ! βαρβαρ ? [ ] [ ! | ! ! !
6555362 Κεκροπια
: ἀντὶ τοῦ : σὺν τούτοις ἀπὸ τῆς Ἀττικῆς . Κεκροπία γὰρ λέγεται ἡ Ἀττικὴ ἀπὸ Κέκροπος τοῦ βασιλεύσαντος .
. τὰ τοπικὰ ἐκ Κειριαδῶν εἰς Κειριαδῶν ἐν Κειριαδῶν . Κεκροπία χώρα καὶ Κεκροπίς φυλή , ἀπὸ Κέκροπος . λέγεται
6525093 πειθομεν
” εἶπεν ὁ Εὐκράτης , “ ἢ τουτονὶ τὸν ἀδαμάντινον πείθομεν ” δείξας ἐμέἡγεῖσθαι “ δαίμονάς τινας εἶναι καὶ φάσματα
τοὺς ἄλλους πηδῶντα . Τί φής , ὦ βασιλεῦ ; πείθομεν ἢ ληροῦμεν ; ἤδη ψηφίζου τοσοῦτον προενθυμηθείς , ὡς
6429707 Ἐκληθη
τριῶν δικαστηρίων , οἱ δὲ χίλιοι ἀπὸ δύο δικαστηρίων . Ἐκλήθη δὲ οὕτως ἀπὸ τοῦ ἁλίζεσθαι . Θεσμός . Τὸ
. : Βραχία . Οὕτως ἡ Ἀραβικὴ θάλασσα καλεῖται . Ἐκλήθη δὲ διὰ τὸ ἐν αὐτῇ βράχη εἶναι πλεῖστα .
6422411 συμφυγοντων
λαφύρων ἀνέκαμψαν εἰς τὰς πατρίδας . τῶν δὲ Καδμείων τῶν συμφυγόντων εἰς τὸ Τιλφωσσαῖον Τειρεσίας μὲν ἐτελεύτησεν , ὃν θάψαντες
καὶ κατεπόντωσας , οὐκ ἀποσχόμενος οὐδὲ τῶν ἐς τὰ ἱερὰ συμφυγόντων . ὃ πόσην μὲν ὠμότητά σου , πόσην δὲ
6405131 Νομου
δὲ σαφῆ μὴ σῴζει τὴν περίστασιν , ὑποθέσεως λείπεται . Νόμου τοίνυν ἐστὶν εἰσφορὰ διπλῆ γυμνασία , συνηγορία καὶ κατηγορία
ταῦτα ἐπίλογος : ἴδωμεν οὖν ἐπὶ προβλήματος τὴν διαίρεσιν . Νόμου ὄντος τοῦ κατὰ μοιχῶν , καταλαβοῦσα ἡ γυνὴ τὸν
6399223 ἀφελομενους
ἱερεύοντας καὶ παραρτύοντας εἰς ἀπόλαυσιν ἡδίστην , οἱ στερόμενοι τοὺς ἀφελομένους : ὄψονται καὶ γυναῖκας , ἃς ἠγάγοντο κουριδίας ἐπὶ
δοκεῖ τὸν ἄνθρωπον τοῦτον μήτε προσίεσθαι εἰς ταὐτὸ ἡμῖν αὐτοῖς ἀφελομένους τε τὴν λοχαγίαν σκεύη ἀναθέντας ὡς τοιούτῳ χρῆσθαι .
6351080 Ῥαγουηλ
δὲ τοῦ Ἰεζὰν γενέσθαι Δαδάν : ἐκ δὲ τοῦ Δαδὰν Ῥαγουήλ : ἐκ δὲ τοῦ Ῥαγουὴλ Ἰοθὸρ καὶ Ἀβάβ :
Σεβωείμ πϚ = ξϚ ἐρώτησον Σαβαχάρ πζ = ξζ ἐρώτησον Ῥαγουήλ πη = θ ἐρώτησον Ῥοβοάμ πθ = οβ ἐρώτησον
6334804 ἀγειρειν
Ῥόδῳ θυσιῶν , γράφων οὕτως : Εἶδος δέ τι τοῦ ἀγείρειν χελιδονίζειν οἱ Ῥόδιοι καλοῦσιν , ὃ γίνεται τῷ Βοηδρομιῶνι
. . . . οὐδ ' ἀέκοντα Πύλον κάτα λαὸν ἀγείρειν ἀλλὰ μάλ ' ἐσσυμένους πολεμίζειν : τὸν λαόν ,
6328859 Θετιδειον
γὰρ τὸ δ τῆς Μενδίδος γενικῆς : ὁμοίως καὶ τὸ Θετίδειον : προπερισπῶνται δ ' ὁμοίως διὰ τῆς ει διφθόγγου
αὖθις γὰρ αὐτῇ συνῴκησε Πηλεὺς καὶ ἢ Ἀχιλλέα : τὸ Θετίδειον διόπερ ἐστὶ πόλις Θεσσαλίας , ὥς φησι Φερεκύδης καὶ
6324527 Οὐαλεντια
Βρεττίων , ἀπὸ ἥρωος , ἣ μετωνομάσθη ὑπὸ Ῥωμαίων Οὐίβων Οὐαλεντία . τὸ ἐθνικὸν Ἱππωνιάτης . τοῦτο δὲ τὸ ἐθνικὸν
Κοντεστανοὶ καὶ πόλεις μεσόγειοι Μενλαρία ιγʹ ∠ ʹʹ λθʹ δʹʹ Οὐαλεντία ιδʹ λθʹ ιβʹʹ Σαιταβίς ιγʹ Ϛʹʹ λθʹ Σαιταβίκουλα ιγʹ
6305483 πρασσε
γὰρ τὰ ὑπὸ σοῦ λεγόμενα καὶ πραττόμενα ἑτέροις ἀναθήσεται . πράσσε τὰ μὴ λυποῦντά σε , ἐπὶ δὲ τοῖς συμβαίνουσι
γὰρ τὰ ὑπὸ σοῦ λεγόμενα καὶ πραττόμενα ἑτέροις ἀναθήσεται . πράσσε τὰ μὴ λυποῦντά σε , ἐπὶ δὲ τοῖς συμβαίνουσι
6289286 καιοντων
ὑπὸ ἰητρικῆς κρατηθῆναι ἄν : αὐτίκα γὰρ τῶν ἐν ἰητρικῇ καιόντων τὸ πῦρ ἐσχάτως καίει , τουτέου δὲ ἧσσον καὶ
φρένα ποιμήν : τόσσα μεσηγὺ νεῶν ἠδὲ Ξάνθοιο ῥοάων Τρώων καιόντων πυρὰ φαίνετο Ἰλιόθι πρό . χίλι ' ἄρ '
6283503 ὠλλυσαν
: ἀπὸ τῆς τοξικῆς τε θώμιγγος ἰοὶ καὶ βέλη προσπίπτοντες ὤλλυσαν καὶ ἔφθειραν τοὺς Πέρσας . θῶμιγξ δέ ἐστιν ὁ
, ἀπὸ τῆς τοξικῆς τε θώμιγγος ἰοὶ καὶ βέλη προσπίπτοντες ὤλλυσαν καὶ ἔφθειραν τοὺς Πέρσας . θῶμιγξ δέ ἐστιν ὁ
6266413 γενναι
σφάξαι ς ' Ἀργείων κοινὰ συντείνει πρὸς τύμβον γνώμα Πηλείαι γένναι . οἴμοι , μᾶτερ , πῶς φθέγγηι ; ἀμέγαρτα
: βαρεῖαι , ὀδυνηραὶ , ἐπιβαρεῖς . εἰλείθυιαι : αἱ γένναι , αἱ ἔφοροι τῶν τόκων : οὕτως οὐ μόνον
6259802 Πυθωνακτος
προσκυνήσεως ἐπιτελῆ τῶι Καλλισθένει ἐγένετο . ἀλλὰ Δημήτριον γὰρ τὸν Πυθώνακτος , ἕνα τῶν ἑταίρων , ὡς προσήιει αὐτῶι ὁ
προσκυνήσεως ἐπιτελῆ τῷ Καλλισθένει ἐγένετο . ἀλλὰ Δημήτριον γὰρ τὸν Πυθώνακτος , ἕνα τῶν ἑταίρων , ὡς προσῄει αὐτῷ ὁ
6251460 βασιληια
Τερηδόνα πόλιν ἔκτισεν κατὰ τὰς Ἀράβων εἰσβολάς : τά τε βασιλήια δένδροις ἤσκησε , κρεμαστοὺς παραδείσους ὀνομάσας . Καὶ ταῦτα
ἑκατέρῳ τῆς πόλιος ἐτετείχιστο ἐν μέσῳ ἐν τῷ μὲν τὰ βασιλήια περι - βόλῳ τε μεγάλῳ [ τε ] καὶ
6240432 Οἰκοι
Λακεδαιμονίοις δημηγορῶν καὶ τὴν οἴκοι τρυφὴν ἐπαινῶν ἤκουσε ταῦτα . Οἴκοι γενοίμην : ἐπὶ τῶν ἐκφυγεῖν τὰ δεινὰ εὐχομένων .
, ὑπολύεταί μου τὰ γόνατ ' , ὦ Λυσιστράτη . Οἴκοι δ ' ἀταυρώτη διάξω τὸν βίον Οἴκοι δ '
6231113 Ὁμονοιαν
. Ἆρ ' οὖν φιλίαν λέγεις ὁμόνοιαν ἢ διχόνοιαν ; Ὁμόνοιαν . Διὰ τίν ' οὖν τέχνην ὁμονοοῦσιν αἱ πόλεις
θεᾶς ἵδρυται ἱερόν . κυδίστην : ἀντὶ τοῦ κρατίστην θεῶν Ὁμόνοιαν τιμῶντες : πορσαίνοντες γὰρ ἀντὶ τοῦ τιμῶντες . γράφεται
6230113 Κερασουντα
ἡ δὲ ὁδὸς ὡδοποιημένη ἦν . καὶ ἀφικνοῦνται πορευόμενοι εἰς Κερασοῦντα τριταῖοι πόλιν Ἑλληνίδα ἐπὶ θαλάττῃ Σινωπέων ἄποικον ἐν τῇ
καταλεύσαντες τοὺς πρέσβεις διεπράξαντο ὑμῖν μόνοις μὲν τῶν Ἑλλήνων εἰς Κερασοῦντα μὴ ἀσφαλὲς εἶναι , ἂν μὴ σὺν ἰσχύι ἀφικνῆσθε
6223949 διηρπασε
οὖν Εὔμαχος μίαν μὲν τούτων τῶν πόλεων ἑλὼν κατὰ κράτος διήρπασε , τὰς δὲ δύο προσηγάγετο . πυνθανόμενος δὲ τοὺς
πόλιν παρεισέπεσεν ἐντὸς τῶν τειχῶν , καὶ τὰς μὲν κτήσεις διήρπασε , τῶν δ ' ἀνδρῶν φεισάμενος ἀπέδωκε τοῖς Μηθυμναίοις
6219530 Χαλυβων
: λοξὴ γάρ ἐστι τελέως . ὁ γὰρ δὴ διὰ Χαλύβων μεσημβρινὸς διὰ τῆς μικρᾶς Ἀρμενίας γράφοιτ ' ἂν καὶ
Χαλύβης , ” ἢ τῶν ἀνθρώπων πρότερον Ἀλύβων λεγομένων ἀντὶ Χαλύβων : οὐ γὰρ νῦν μὲν δυνατὸν γέγονεν ἐκ Χαλύβων
6216041 Τιλφωσσαιον
, καὶ νυκτὸς συνέφυγον εἴς τι χωρίον τῆς Βοιωτίας ὀνομαζόμενον Τιλφωσσαῖον . ἔπειθ ' οἱ μὲν ἐπίγονοι τὴν πόλιν ἑλόντες
Τικίνιος . Τιλαταῖοι , ἔθνος Θρᾴκης . Θουκυδίδης δευτέρᾳ . Τιλφωσσαῖον , χωρίον Θετταλίας . τὸ ἐθνικὸν Τιλφωσσαῖος ὁμοίως .
6215533 Βοττιαιους
καὶ ἱππεῦσι διακοσίοις ἐπεστράτευσαν ἐπὶ Χαλκιδέας τοὺς ἐπὶ Θρᾴκης καὶ Βοττιαίους ἀκμάζοντος τοῦ σίτου : ἐστρατήγει δὲ Ξενοφῶν ὁ Εὐριπίδου
, ὧν τινὰς ὕστερον πεζῇ περιελθόντας τὸν Ἀδρίαν μέχρι Μακεδονίας Βοττιαίους προσαγορευθῆναι . Ἰάπυγας δὲ λεχθῆναι πάντας φασὶ μέχρι τῆς
6205978 οἰκισμου
] εἰσὶν ἄλλοι : τούτους δὲ ἀνέθεσαν οἱ Ἀργεῖοι τοῦ οἰκισμοῦ τοῦ Μεσσηνίων Θηβαίοις καὶ Ἐπαμινώνδᾳ μετασχόντες . ἡρώων δέ
καθ ' ἕκαστον ἐκτήθη τῇ πόλει , ταῦθ ' ἑνὸς οἰκισμοῦ ποιήσαντες γενέσθαι ; καὶ ταῦτα οὐχ ὡς συμβουλεύων εἶπον
6198872 Βαρεως
ἐπέσπε καὶ ἐπεσπάσατο ταῖς βαρίδεσσι ναυσὶ , ταῖς ἀπὸ τῆς Βάρεως οὔσαις , ἥτις ἐστὶ πόλις Περσίδος , ἐξ ἧς
Ξέρξῃ . . φεῦ , ὦ ὀλόμενοι ἐν ταῖς ἀπὸ Βάρεως ναυσὶ ταῖς τρισκάλμοις . . . Ἀγαμέμνων . Ἀθάμας
6197903 ἀφειμενων
νομίζεται . ἀρχεῖα δ ' ἐστὶ τρία , τὸ τῶν ἀφειμένων ἤδη τῆς στρατείας καὶ τὸ τῶν ἐνδοξοτάτων καὶ τὸ
ἔτος ὅλον , ἕως τὴν συμφορὰν ἀνέλαβον . τῶν δὲ ἀφειμένων οἳ μὲν ἐς τοὺς ἀγροὺς διέφευγον ὑπὸ αἰδοῦς ,
6195941 Ἀντιγονεια
, Ὑακίνθια , Ὀσχοφόρια πλὴν τοῦ Αἰάκεια , Κυδωνίδεια , Ἀντιγόνεια , Δημήτρεια , Διόμεια , Διϊπόλεια , Ἡράκλεια ,
Κασάνδρεια δ ' ὠνομασμένη . Ἐν τῇ μεσογείῳ δ ' Ἀντιγόνεια λεγομένη : Ὄλυνθος ὕστερον δὲ γενομένη πόλις , ἣν
6194686 ἐπιδημα
, ἅπερ ἐστὶν ἔνδημα , καὶ εἶθ ' οὕτως τὰ ἐπίδημα , τουτέστι τὰς Ἐπιδημίας . καὶ τέλος πάντων δεῖ
ἔνδημα ἀναγινώσκειν . καὶ ἔνδημα μέν ἐστι τὰ ἐνυπάρχοντα , ἐπίδημα δὲ τὰ μὴ ὑπάρχοντα . διὸ δεῖ τὸ Περὶ
6181479 Ἀθηναιωνος
τοῦ ω , Αἰγαίων Αἰγαίωνος , Βαίων Βαίωνος , Ἀθηναίων Ἀθηναίωνος . Τὰ σύνθετα τὴν τῶν ἁπλῶν φυλάττει κλίσιν ,
Ἀλκμαίων Ἀλκμαίωνος : Εὐγαίων Εὐγαίωνος : Καδμαίων Καδμαίωνος : Ἀθηναίων Ἀθηναίωνος : ὀνόματα κύρια : δυσαίων δυσαίωνος : ἰσαίων ἰσαίωνος
6171572 εἰπαμεν
αἰνίττεται . γράφει οὖν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦτον , ὥσπερ εἴπαμεν , ἐπιλαμβανόμενος αὐτοῦ . εἰ δέ τις ζητήσοι τὴν
, εἴτε ὀξώδεις εἰσὶν , εἴτε πικροί : καὶ τοῦτο εἴπαμεν οὐ τῇ γεύσει τῇ οἰκείᾳ ὁ Ἰατρὸς κρίνει αὐτὰ
6170522 Πυρριχου
' εἰσὶν ἀμφότεραι . Ἀριστόξενος δέ φησι τὴν πυρρίχην ἀπὸ Πυρρίχου Λάκωνος τὸ γένος τὴν προσηγορίαν λαβεῖν . Λακωνικὸν δ
' εἰσὶν ἀμφότεραι . Ἀριστόξενος δέ φησι τὴν πυρρίχην ἀπὸ Πυρρίχου Λάκωνος τὸ γένος τὴν προσηγορίαν λαβεῖν : Λακωνικὸν δ
6156775 Ποσειδωνιας
Τροιζῆνος τοῦ Πέλοπος . ἐκαλεῖτο δὲ Ἀφροδισιάς καὶ Σαρωνία καὶ Ποσειδωνιάς καὶ Ἀπολλωνιάς καὶ Ἀνθανίς . τὸ ἐθνικὸν Τροιζήνιος καὶ
Τροιζῆνος τοῦ Πέλοπος . ἐκαλεῖτο δὲ Ἀφροδισιάς καὶ Σαρωνία καὶ Ποσειδωνιάς καὶ Ἀπολλωνιάς καὶ Ἀνθανίς . τὸ ἐθνικὸν Τροιζήνιος καὶ
6156295 στεναζε
ὄδυρμα γαῖά ς ' , ὦ τέκνον , δέξεται . στέναζε , μᾶτερ αἰαῖ . νεκρῶν ἴακχον . οἴμοι .
? ? [ θεᾶς δε ? [ ὤμοι : [ στέναζε [ αἰαῖ : [ διπλᾶ ? ? ? δ
6153816 Λουκανων
μεγάλα δὲ ἡλίκα πημαίνεσθαι : οἱ γὰρ δὴ πλεῖστοι τῶν Λουκανῶν ἤδη ἀναπεπεισμένοι ὑπὸ τῶν ἔνδον πρασσόντων ἐθελοκακοῦντες ἐμάχοντο .
∠ ʹʹδʹʹ Ἰρπίνων πόλεις , οἵ εἰσιν ἀνατολικώτεροι Πικεντίνων καὶ Λουκανῶν , Ἀκουιλωνία μαʹ μαʹ ιβʹʹ Ἀβέλλινον μʹ ∠ ʹʹγʹʹ
6151523 ψαλλ
κώλων ηʹ . ἄνια ] † λυπηρὰ ἢ ἀθεράπευτα . ψάλλ ' ] τέμνε , κόπτε . ἔθειραν ] τὴν
νόμους . πρὸς Ἄρειον δὲ τὸν ψάλτην ὀχλοῦντά τι αὐτὸν ψάλλ ' ἐς κόρακας ἔφη . ἐν Σικυῶνι δὲ πρὸς
6149035 Θραικων
: καὶ οὐκ ἀπεικός γε , ὥσπερ αὐτοὶ οἱ Φρύγες Θραικῶν ἄποικοί εἰσιν , οὕτω καὶ τὰ ἱερὰ ἐκεῖθεν μετενηνέχθαι
τοῦ Σάμον αὐτὴν καλουμένην ὑπὸ τῶν κατοικούντων ἐν αὐτῆι τότε Θραικῶν Σαμοθράικην ὀνομασθῆναι . οὐ μὴν ἀλλὰ τῶν Ἀμαζόνων ἐπανελθουσῶν
6146657 ἐσαναν
ξείνων δ ' εὖ πρασσόντων : ξείνων , φίλων . ἔσαναν ἀντὶ τοῦ ἐχάρησαν , ἀπὸ τῶν σαινόντων ζώων .
αὐτῶν γλυκεῖαν οὖσαν ἱλαρῶς οἱ ἀγαθοὶ προσδέχονται καὶ ἀφθόνως . ἔσαναν : ἐχάρησαν . ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν σαινόντων κυνῶν
6144982 Ἐθνος
δεξιώτερον μετωνομάσθη Ἶρις . . . , . , . Ἔθνος δὲ γυναικεῖον αἱ Ἀμαζόνες πρὸς τῷ Θερμώδοντι , διὸ
τε θρήνου καὶ τῶν οἰμωγῶν καταλήξαντες , πανηγύρεις ἐπιτελοῖεν . Ἔθνος δέ ἐστιν Αἰθιόπων ἐπέκεινα , κομιδῇ τὸ γύναιον τοῦτο
6144063 Δικαιοτερος
εὐηθεστέρων εἶναι δοκούντων . Δαιδάλεια ποιήματα : ἐπὶ θαυμασμοῦ . Δικαιότερος σταχάνης : ἐπὶ τῶν τὰ δίκαια ἀγαπώντων . οἱ
τὰ πρότερον ἱερὰ μὴ καυθῇ καὶ ἐπὶ δεύτερα τραπῶσιν . Δικαιότερος σταχάνης : ἐπὶ τῶν τὰ δίκαια ἀγαπώντων . Σταχάνην
6139019 Πλυνος
πρὸς λαγνείαν ἀφορῶσαν . τὸν δ ' ἐκ Πλυνοῦ : Πλυνὸς χωρίον Λιβυκόν . κἀπὸ Καρικῶν ποτῶν ἀπὸ Λακεδαίμονος .
. Μενέλαος γὰρ καὶ Λίβυς καὶ Λάκων ἦν οὕτω : Πλυνὸς πόλις Λιβύης , ὅθεν ἦν Ἄτλας Πληιόνης * δὲ
6133453 μεταγωγη
Διόδωρος . Ἔφεσις : ἡ ἐξ ἑτέρου δικαστηρίου εἰς ἕτερον μεταγωγή : τὸ δὲ αὐτὸ καὶ ἔκκλητος καλεῖται . Δημοσθένους
Διόδωρος . Ἔφεσις : ἡ ἐξ ἑτέρου δικαστηρίου εἰς ἕτερον μεταγωγή : τὸ δὲ αὐτὸ καὶ ἔκκλητος καλεῖται . Δημοσθένους
6130347 μισηθεις
. Μετὰ δέ , ὡς ἐπάϊστος ἐγένετο τοῦτο ἐργασμένος , μισηθείς τε καὶ διωκόμενος οἴχετο φεύγων τῇσι νηυσὶ ἐπὶ Λιβύης
τὸ ἀποκαίνυτο , . . Ἀπέχθηαι : ἐχθρὸς γενήσῃ † μισηθείς : ἀπὸ τοῦ ἀπέχθω , τοῦτο εἰς τὸ ἔχθω
6130060 συνεκαλεσε
μεθ ' ἑαυτοῦ τούς τε Μήδους καὶ τοὺς συμμάχους , συνεκάλεσε πάντας τοὺς ἐπικαιρίους : ἐπεὶ δὲ συνῆλθον , ἔλεξε
. ὁ μὲν δὴ Γαδάτας ᾤχετο : ὁ δὲ Κῦρος συνεκάλεσε πάντας τοὺς ἄρχοντας τῶν συμμάχων : καὶ ἤδη πολλοί
6129518 Ταιναρου
] πέλαγος . Ἑξῆς δὲ μετὰ Μαλέαν Λακωνικὸς κόλπος ἕως Ταινάρου ἐκ δεξιῶν , ὅπερ ὁρίζει ἐξ εὐωνύμων τὸν Μεσσηνιακὸν
Ἔγημε θαυμαστὴν γυναῖχ ' ὡς σώφρονα . Πύλη τίς ἐστι Ταινάρου πρὸς ἐσχάτοις . Οἱ τηλικοῦτοι καὶ τοιοῦτοι τῷ γένει
6128287 Ἡμας
ἔντραγε τὴν σηπίαν τηνδὶ λαβοῦσα καὶ τοδί τὸ πουλυπόδειον . Ἡμᾶς δ ' ἀπαλλαχθέντας ἐπ ' ἀγαθαῖς τύχαις ὀβελισκολυχνίου καὶ
κτᾶσθαι φίλους ; Σκληρὰν ἐπαινεῖν οὐ φιλῶ ψυχὴν ἐγώ . Ἡμᾶς σὺ δειλοὺς τῇδε θἠμέρᾳ φανεῖς ; Ἄνδρας μὲν οὖν
6126137 Ἀγκυραν
πρίασθαι . Ἡμέραις οὖν ὀλίγαις τοῦτο συναγαγὼν ἀπῄει ὡς ἐπὶ Ἄγκυραν καὶ σπεύδων ταχέως καταλαβεῖν τό τε πλεῖστον τῆς νυκτὸς
ἐμὲ σὸν φοιτητήν . Οὐ ταῦτα συνῄδειν τοῖς οἰκοῦσι τὴν Ἄγκυραν , ἀλλ ' , εἴπερ τινές , ξένους ἐφίλησαν
6121775 οἰκιστου
ἐπίκλημα , ὡς δὴ Θευδερίχου πάλαι τοῦ ἡμετέρου ἡγεμόνος καὶ οἰκιστοῦ οὐ προσηκόντως τῆς Ἰταλίας ἐπιλαβομένου , ἀφῄρηνται μὲν ἡμᾶς
οὗ καὶ Καλλίμαχος μέμνηται . Δυρράχιον ] οὐκ ἀπὸ τοῦ οἰκιστοῦ , ἀλλ ' ἀπὸ τῆς θέσεως τοῦ τόπου .
6116016 προῃρου
ἣν εἶχον ἐν χερσίν , ὑπεσχόμην τε ποιήσειν , ὡς προῃροῦ , καὶ τελέσας τὴν ὑπόσχεσιν ἀποδίδωμι . Μέλλων δὲ
ποτ ' ἀφῆκας , οὐδ ' , ὅτ ' Εὐέργῳ προῃροῦ λαγχάνειν , εἴασας ἐμέ , οὐδὲ πρατῆρ ' ἠξίωσας
6113052 οἰκουμενων
οἴκησις ἐκ τροπῆς θεατή τε καὶ μέτρον τῶν ἐντὸς αὐτῆς οἰκουμένων ὑπάρχει . τὸ γὰρ τεταρτημόριον ἐκ μοιρῶν ἐνενήντα ,
εἴ τι ἄλλο ἐδυνάμην , ἐπεβοήθησα καὶ συνηκολούθησα μέχρι τῶν οἰκουμένων . ἀλλὰ τίς ἂν ἐκείνων ἐμοὶ νῦν μαρτυρήσειεν ;
6104119 μετηνεκται
ἐκ τοῦ κάμπτω . γαμφίος οὖν ἀπὸ τῶν καμβίων σιαγόνων μετήνεκται . Γαμφολή , παρὰ τὸ κνάμπτω καὶ γνάμπτω ,
. Κερκωπίζειν : ἀντὶ τοῦ , ἀπατᾷν καὶ δολιεύεσθαι : μετήνεκται δὲ ἀπὸ τῶν Κερκώπων οὕτω λεγομένων ἀνδρῶν . ὧν
6094779 Κυλωνειων
. ἐκ τούτου δὲ κληθέντες ἐναγεῖς ἐμισοῦντο , καὶ τῶν Κυλωνείων οἱ περιγενόμενοι πάλιν ἦσαν ἰσχυροί , καὶ στασιάζοντες ἀεὶ
πρὸς τοὺς ἄλλους φίλους ἤδη πάλιν ἀθροιζομένους καὶ κρατοῦντας τῶν Κυλωνείων . . ἔπειτα γενόμενος ὀκτὼ καὶ εἴκοσιν ἐτῶν ,
6086455 Ποταμους
στάδια ρπʹ , μίλια κδʹ . Ἀπὸ δὲ Στεφάνης εἰς Ποταμοὺς χωρίον στάδια ρνʹ , μίλια κʹ . Ἀπὸ δὲ
πεντακόσια , διακόσια δὲ χἁβδομήκοντ ' ἐστὶ τό πλάτος . Ποταμοὺς ἔχει δὲ τὸν μὲν λεγόμενον Ἰσμηνὸν Ἀσωπόν τε ,
6085161 ΞΜΛ
, μείζων ἐστὶ τῆς ἐντὸς καὶ ἀπεναντίον γωνίας τῆς ὑπὸ ΞΜΛ . ὀρθὴ δὲ ἡ ὑπὸ ΞΛΝ : ὀξεῖα ἄρα
δὲ ἡ ὑπὸ ΞΛΝ : ὀξεῖα ἄρα ἐστὶν ἡ ὑπὸ ΞΜΛ : ἀμβλεῖα ἄρα ἐστὶν ἡ ὑπὸ ΞΜΖ . καὶ
6081964 Τετραπολις
τὴν μύησιν , καὶ ἱεροφάντην γεγονότα . . . : Τετράπολις , τῆς Ἀττικῆς . . . Ἀνδροτίων δὲ τετραπόλιδός
, ὡς ἡ προτέρα μείζων . τὸ ἐθνικὸν Τερμησσεύς . Τετράπολις τῆς Ἀττικῆς , ἔχουσα δήμους καὶ πόλεις τέτταρας ,
6080012 Βεβρυκων
τῆς Παφλαγονίας ἄρξαντα ὑπὸ πολλῶν δυναστευομένης , ἐπελθόντα τὴν τῶν Βεβρύκων κατασχεῖν , ἣν δ ' ἐξέλιπεν ἐπώνυμον ἑαυτοῦ καταλιπεῖν
κλῶπα σὺν Τεύκρῳ στρατὸν καὶ σὺν Σκαμάνδρῳ Δραυκίῳ φυτοσπόρῳ εἰς Βεβρύκων ἔστειλαν οἰκητήριον , σμίνθοισι δηρίσοντας , ὧν ἀπὸ σπορᾶς
6075198 Ὀμανα
Ὀλύνθου τοῦ Ἡρακλέους . ὁ πολίτης Ὀλύνθιος καὶ Ὀλυνθία . Ὄμανα , πόλις τῆς εὐδαίμονος Ἀραβίας . Γλαῦκος δευτέρῳ Ἀραβικῆς
κόλπος ἐστὶ συναφὴς ἐπὶ βάθος ἐνδύνων εἰς τὴν ἤπειρον , Ὄμανα , σταδίους ἔχων ἑξακοσίους τὸ διαπέραμα , καὶ μετ
6064865 σταχανης
πρότερον ἱερὰ μὴ καυθῇ καὶ ἐπὶ δεύτερα τραπῶσιν . Δικαιότερος σταχάνης : ἐπὶ τῶν τὰ δίκαια ἀγαπώντων . Σταχάνην γὰρ
τοῦ Διὸς ὄντα : τὸν δὲ τοῦτο εἰπεῖν . Δικαιότερος σταχάνης : ἐπὶ τῶν τὰ δίκαια ἀγαπώντων . Σταχάνην γὰρ
6051518 Τιβερεως
. . . ὁ δ ' οὖν Ἡρακλῆς ἀπὸ τοῦ Τιβέρεως ἀναζεύξας καὶ διεξιὼν τὴν παράλιον τῆς νῦν Ἰταλίας ὀνομαζομένης
ἐπὶ τοῦ βουνοῦ , ὑπὲρ τὴν τύχην , πέραν τοῦ Τιβέρεως , μέχρι θαλάσσης , ὑπὲρ τὴν ἡλικίαν ; ,
6050013 ἀνεχω
τὰ Ἀργοναυτικά , . . . . Ἀνοχλίζω : τὸ ἀνέχω , οἷον : δὴ τότ ' , ἀνοχλίζων τετρηχότος
. . . . ἀνεκτά : ἀνασχετά : ἐκ τοῦ ἀνέχω ἀνέξω ἀνεῖχα ἀνεῖγμαι ἀνεῖξαι ἀνεῖκται καὶ ἀφαιρέσει τοῦ ι
6046982 μσ
. τὸν ἀπὸ τοῦ μσ . , τῆς ὑπεροχῆς τοῦ μσ . καὶ τοῦ ἐλ . εἶναι γπλ . ,
ὑπερέχει ὁ ἀπὸ τοῦ μγ . ⃞ος τοῦ ἀπὸ τοῦ μσ . ⃞ου , τῆς ὑπεροχῆς ἧς ὑπερέχει ὁ μσ
6037451 νευ
ῥητορικῶν ἀκροάσασθαι καὶ φιλοσόφων λόγων . ὁ δέ , θεοῦ νεύ - σαντος , ἐπέτρεψεν , περὶ τὰ βιβλία πλανᾶσθαι
φέρ ' οὖν καὶ ἡμεῖς , ὥσπερ ἔκ τινος ἄνωθεν νεύ - ματος , εἰς πανήγυριν τὸ πάθος λύσαντες τῷ
6032652 βαρβαριστι
ναυλόχιον ἐν τῷ μέσῳ ἦ που κατὰ στοίχους κεκράξονταί τι βαρβαριστί . εὖ γ ' ἐξεκολύμβης ' οὑπιβάτης ὡς ἐξοίσων
δὲ ὁ δοῦλος . τὸ θρέττε ] τὸ θαρσαλέον , βαρβαριστί , παρὰ τὸ θαρρεῖν . βαρβαρίζει δὲ ὡς δοῦλος
6027970 τιμωρει
, πῶς . ἀμύνεται ] κολάζουσι , κολάζει . , τιμωρεῖ . , τιμωροῦσι , τιμωρεῖται . διαφέρους ' ]
, ἐν ποίῳ πταίσματι λαβών σε ὁ Ζεὺς αἰκίζεται καὶ τιμωρεῖ οὕτως ἀτίμως καὶ ὀδυνηρῶς . δίδαξον ἡμᾶς τόδε ,
6025228 καθιστων
δημαγωγούς , τοὺς νομομαθεῖς : ῥήτορας γὰρ νομομαθεῖς ταῖς Ἀθήναις καθίστων . . . ὡς ] ὅτι παραχρῆμ ' ]
οὐδ ' οὕτω γεραρόν : βασιλῆι δὲ ἀνδρὶ ἔοικεν . καθίστων δὲ καὶ πολλοὶ τοὺς καλλίστους βασιλέας , ὡς μέχρι
6024181 Φολοης
. ὁ πολίτης Παρράσιος καὶ Παρρασιεύς καὶ Παρρασίς ” δέξονται Φολόης οὔρεα Παρρασίδος „ καὶ Παρρασική . Παρώρεια , πόλις
σῆς ἀπὸ χειρὸς ἄειρε μεγακλέα δήνεα θήρης . Ἀμφὶ πόδας Φολόης ἀνεμώδεος ἄγρια φῦλα θηρομιγῆ , μερόπων μὲν ἐπ '
6020988 Προσξυνιεναι
αὐτή . Κρατύνεται δὲ ὁ μηρὸς ἐν πεντήκοντα ἡμέρῃσιν . Προσξυνιέναι δὲ χρὴ καὶ τόδε , ὅτι ὁ μηρὸς γαῦσός
μεταβάλλειν ἐκ τοῦ λευκοῦ , καὶ ὁκόσα τουτέοισιν ἐμφερέα . Προσξυνιέναι δὲ δεῖ , ὅτι τὰ μὲν ἄνω πάντα καὶ
6018494 Μοργητος
Μίσγης Μίσγητος , Λίργης Λίργητος : οὕτως οὖν καὶ Μόργης Μόργητος . Δεῖ προσθεῖναι χωρὶς τοῦ Ἄργης Ἄργου : τοῦτο
ὁ Συρακούσιος , οὗ καὶ πρότερον ἐμνήσθην . Φησὶ δὲ Μόργητος ἐν Ἰταλίᾳ βασιλεύοντος : ἦν δὲ τότε Ἰταλία ἡ
6011798 καταπλευσαι
οὐ φανεροὶ ἦσαν , δείσαντες τὸ ἐπὶ διαβολῇ ἐς δίκην καταπλεῦσαι . οἱ δ ' ἐκ τῆς Σαλαμινίας τέως μὲν
καὶ τῶν περιεστηκότων , φάσκων κωλύσειν Ἅρπαλον εἰς τὸν Πειραιᾶ καταπλεῦσαι ⌈ ⌉ , στρατηγὸς ὑφ ' ὑμῶν ἐπὶ τὴν
6011767 παραπλεοντων
φήμης διαδοθείσης ὡς ἀπόλωλεν Ἡρακλῆς , τῶν Σινωπέων λεγόντων , παραπλεόντων τῶν Ἀργοναυτῶν παρεκάλεσαν ἀναλαβεῖν αὐτοὺς τῇ νηί . τινὲς
Στρογγύλην νῆσον , καὶ ἐν ταύτῃ κατοικοῦντα λῄζεσθαι πολλοὺς τῶν παραπλεόντων . σπανίζοντας δὲ γυναικῶν περιπλέοντας ἁρπάζειν ἀπὸ τῆς χώρας
6010004 Ἐνιαχου
ἐὰν ἥλιοι συνεπιλάμψωσιν ὡς ἐξ ἀμφοῖν γινομένης τῆς μεταστάσεως . Ἐνιαχοῦ γὰρ ἔν τισι τόποις ἑλώδεσιν ὅλως τοῦτο συμβαίνει καὶ
. Συμβαίνει δὲ καὶ αὐτὸ τοῦτο παρ ' ἄλλοις . Ἐνιαχοῦ δὲ καὶ ὑπ ' αὐτοὺς τοὺς ἐτησίας ἀντίπνοιαι γίνονται
6008463 Μεσσηνιου
σφέας ὁδόν . Ἐνθαῦτα δὴ τοὺς Σπαρτιήτας κατὰ τὰς τοῦ Μεσσηνίου ὑποθήκας φυλάξαντας τὴν μητέρα τῶν Ἀριστοδήμου παίδων λαβεῖν κατὰ
, ἤγουν ταῖς πηγαῖς καὶ τῷ ῥεύματι , σχιζόμενος τοῦ Μεσσηνίου Εὐρώτου : οἵτινες ἀμφότεροι ποταμοὶ ἀπὸ τῆς Ἀσέας τὰ
6006528 Ἀκινητα
Ἄκουε τἀπὸ καρδίας : ἐπὶ τῶν ἃ φρονοῦσι διεξιόντων . Ἀκίνητα κινεῖν : καθ ' ὑπερβολήν : ὅτι οὐ δεῖ
Σωσίβιος , ὅτι τοιοῦτος ὤφθη τοῖς περὶ Ἀμύκλαν μαχομένοις . Ἀκίνητα κινεῖν : καθ ' ὑπερβολὴν , ὅτι μὴ δεῖ
6006253 ἐγγυωμενων
τὴν βουλήν . γραψάμενοι δὲ οἱ βουλευταὶ τὰ ὀνόματα τῶν ἐγγυωμένων καὶ κωλυόντων , ἀπιόντες ᾤχοντο εἰς ἄστυ . ὁ
Ἐγγύα , πάρα δ ' ἄτα : ἐπὶ τῶν ῥᾳδίως ἐγγυωμένων καὶ κακῶς ἀπαλλαττομένων . λέγουσι δὲ αὐτὴν ἐν Δελφοῖς
6005360 Λιλυβαιου
στρατιώτας καὶ τοὺς παρὰ τῶν ἄλλων συμμάχων ἀνέζευξεν ἀπὸ τοῦ Λιλυβαίου τὴν πορείαν ποιούμενος ἐπὶ Σελινοῦντος . ὡς δ '
δὲ οὖν Ἄννων ἀναζεύξας μετὰ πάσης τῆς δυνάμεως ἐκ τοῦ Λιλυβαίου παρῆλθεν εἰς τὴν Ἡράκλειαν , καθ ' ὃν καιρὸν
6001480 Βραυρων
ἡ Λεοντὶς φυλή . Τὸν γοῦν τῆς Βραυρωνόθεν ἱερείας . Βραυρών : τόπος Ἀθήνησιν ἀπὸ Βραυρῶνός τινος ἥρωος , ἔνθα
. . Βουρδίγαλα : πόλις Κελτογαλατίας . * . . Βραυρών : δῆμος τῆς Ἀττικῆς , ἀπὸ Βραυρῶνος , ἀφ
6001211 Μενιππου
' ἡμᾶς νήσων τὰς περιμέτρους , λαβόντες παρὰ Ἀρτεμιδώρου καὶ Μενίππου καὶ ἑτέρων ἀξιοπίστων . Γάδειρα μῆκος σταδίων ρηʹ ,
Ἐγὼ τοίνυν τοσοῦτον ὑμῶν μόνον δέομαι : τὸ ψήφισμα ὃ Μενίππου εἰπόντος ἐψηφίσασθε , εἶναί μοι ἄδειαν , πάλιν ἀπόδοτε
6001189 σιλεα
τὰς ἀποκρίσεις . νῦν μὲν γὰρ ὡς τὸν βα - σιλέα θήρᾳ τερπόμενον ἔδραμε καλούμενος . ὑπὲρ δὲ τοῦ σίτου
, ἀφ ' ἧς ἱκανὸς ἦν πεῖσαι τὸν βα - σιλέα , ὡς δυνάμενος τοῦ πλοῦ καθηγήσασθαι ; τίς δ
6000887 Λιβυρνους
γὰρ ποταμὸς Ἰλλυρίδος καὶ Νάρων , ὃς διαχωρίζει Ἰλλυριοὺς καὶ Λιβύρνους . ἐνταῦθα καὶ ὁ Κάδμος καὶ ἡ Ἁρμονία ᾤκησαν
γὰρ ποταμὸς Ἰλλυρίδος καὶ Νάρων , ὃς διαχωρίζει Ἰλλυριοὺς καὶ Λιβύρνους . ἐνταῦθα καὶ ὁ Κάδμος καὶ ἡ Ἁρμονία ᾤκησαν
5993678 κατειργασμενα
Σημεῖον δ ' ὅτι καὶ τὰ ξύλα τὰ ἔμμητρα διαστρέφεται κατειργασμένα ἤδη μέχρι οὗ ἂν τελέως ἀναξηρανθῇ , δι '
ἐπιδέσεως ἐνίοτε ποιούμεθα . θεραπευτέον ἐπιτιθέντας ἔρια πολλὰ ῥυπαρὰ καλῶς κατειργασμένα , ῥαίνοντας ἐλαίῳ τε καὶ οἴνῳ . προϋποχρίειν δὲ
5992466 ΑΚΜ
τὸ ΑΓΔ ἔλαττόν ἐστι τοῦ ΑΚΜ : μεῖζον ἄρα τὸ ΑΚΜ τοῦ ΑΓΔ . τὸ αὐτὸ δὴ δείκνυται καὶ ἐπὶ
καὶ διήχθω τὸ ἐπίπεδον . λέγω δή , ὅτι τὸ ΑΚΜ τρίγωνον μεῖζόν ἐστιν ἑκατέρου τῶν ΑΓΔ , ΑΕΖ .
5989640 κρατησεις
' ὅπως μὴ βοήσῃς πρὸς τὸ ῥηθὲν μηδὲ ὀργισθῇς : κρατήσεις μὲν γὰρ καὶ ἀκόντων , μακρῷ δὲ ἄμεινον ἑκόντων
, οὐ λόγῳ τυχόν , ἀλλ ' ἔργῳ : καὶ κρατήσεις οὐ μόνον τῶν ἀνδρῶν ἁπάντων , ἀλλὰ καὶ τῶν
5987722 δολοι
φησὶν , ἀμαύρωσις καὶ δόλωσις ἄφυκτός ἐστιν . ἅμα γὰρ δολοῖ καὶ προσαίνει καὶ κακοποιεῖ ἐν ταὐτῷ . . .
φησίν , ἀμαύρωσις καὶ δόλωσις ἄφυκτός ἐστιν . ἅμα γὰρ δολοῖ καὶ προσαίνει καὶ κακοποιεῖ ἐν ταὐτῷ . . θεόθεν
5984378 σξεʹ
καὶ μηνῶν γʹ Κρόνῳ υκεʹ , Διὶ ροʹ , Ἄρεϊ σξεʹ ιεʹ , Ἡλίῳ τλϚʹ , Ἀφροδίτῃ ρμαʹ ιϚʹ ,
ὀδύνης νυγματώδους ὁμοῦ καὶ φρίκης καὶ δυσπνοίας καὶ βηχός . σξεʹ . Καρδιακὴ διάθεσίς ἐστι τῆξις τοῦ ἐμφύτου τόνου καὶ
5976376 Ὀδρυσων
κατὰ κράτος . [ . ] . : Τήρης δὲ Ὀδρυσῶν βασιλεύς , καθά φησι Θεόπομπος , δύο καὶ ἐνενήκοντα
καὶ οὕτω δὴ πρῶτον μὲν καταμαθὼν στασιάζοντας Ἀμήδοκόν τε τὸν Ὀδρυσῶν βασιλέα καὶ Σεύθην τὸν ἐπὶ θαλάττῃ ἄρχοντα ἀλλήλοις μὲν
5975222 Αἰσων
ἔνι δηρὸν ἔλειπτο , μήτρως Αἰσονίδαο , κασιγνήτην γὰρ ὄπυιεν Αἴσων Ἀλκιμέδην Φυλακηίδα : τῆς μιν ἀνώγει πηοσύνη καὶ κῆδος
ἤλυθεν , οὐδ ' ἐτέλεσσας ἐπ ' ἀγλαΐῃ βιότοιο . Αἴσων αὖ μέγα δή τι δυσάμμορος : ἦ τέ οἱ
5975152 Λεπρεου
τὸ ἐν Λεύκτροις . ἐφεξῆς δὲ ἀνάκειται μὲν πύκτης ἐκ Λεπρέου τοῦ Ἠλείων , Λάβαξ Εὔφρονος , ἀνάκειται δὲ καὶ
Ἀργείων ξύμμαχοι ἐγένοντο . διαφερόμενοι γὰρ ἐτύγχανον τοῖς Λακεδαιμονίοις περὶ Λεπρέου . πολέμου γὰρ γενομένου ποτὲ πρὸς Ἀρκάδων τινὰς Λεπρεάταις
5974784 Ἀπολλωνιδην
: τόν τε γὰρ εὖ ἄρχοντα εὔαρχον ἔλεγον καὶ τὸν Ἀπολλωνίδην . τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ τῶν ἄλλων σχεδὸν
τῶν τὸν μὲν Λασθένην ἵππαρχον χειροτονησάντων , τὸν δ ' Ἀπολλωνίδην ἐκβαλόντων . μωρία καὶ κακία τὰ τοιαῦτ ' ἐλπίζειν
5973681 ἐπολιορκεε
τὰ ἑνὸς δέοντα τριήκοντα Ἄζωτον τῆς Συρίης μεγάλην πόλιν προσκατήμενος ἐπολιόρκεε , ἐς ὃ ἐξεῖλε . Αὕτη δὲ ἡ Ἄζωτος
ἀπικόμενος ἐς τὸ ἄστυ ἅμα Ἀθηναίων τοῖσι βουλομένοισι εἶναι ἐλευθέροισι ἐπολιόρκεε τοὺς τυράννους ἀπεργμένους ἐν τῷ Πελαργικῷ τείχεϊ . Καὶ
5966045 ζυγωσομεν
περιττότητα ἐμφαίνῃ , ἐκθρομβώσαντες ἱκανῶς τὰ σώματα καὶ ἀπονίψαντες ῥαφαῖς ζυγώσομεν τῷ τε κολλητικῷ τῆς θεραπείας ὑπάξομεν τρόπῳ , εἰ
ὡς πρὸς τὸ ὑπώπιον ὑποδείραντες καὶ ἐπαγαγόντες τὸ ταινίδιον τοῦτο ζυγώσομεν αὐτὸ πρὸς τὰ ἑκατέρωθεν τῷ κολοβώματι παρακείμενα σώματα .
5964057 Ἀρχειν
καὶ τὰς εἰκόνας ἐν τῷ τοῦ Βήλου ναῷ ἀνακεῖσθαι . Ἄρχειν δὲ τούτων πάντων γυναῖκα ᾗ ὄνομα Ὁμόρωκα : εἶναι
' ἀρετὴν διακεκοσμημένην , χειρίστην δὲ τὴν κατὰ κακίαν . Ἄρχειν δὲ καὶ βουλεύειν καὶ δικάζειν ἐν μὲν ταῖς δημοκρατίαις
5962167 στεναγματων
τοῦ Ἅιδου , ὅθεν καὶ τὸ ὄνομα εἴληπται ἀπὸ τῶν στεναγμάτων τῶν ἐν αὐτῇ . οὕτως Ἡρωδιανός . . .
κατὰ χθονὸς νεκρῶν ἀπύσατ ' ἀπύσατ ' ἀντίφων ' ἐμῶν στεναγμάτων κλύουσαι . ὦ παῖδες , ὦ πικρὸν φίλων προσηγόρημα
5961401 διαδραντα
Ῥέαν καί τινας τῶν συνηγωνισμένων φίλων λαθεῖν ἐκ τῆς πόλεως διαδράντα . οὐ μὴν τόν γε Διόνυσον ὁμοίαν ἔχειν τούτῳ
ὑποδεῖξαί τι πολίχνιον , εἰς ὃ διασεσῶσθαι τοῦτον τοὺς διώκοντας διαδράντα ἐβεβαιοῦτο . Οἰόμενος οὖν ἀληθῆ τὰ ἀπαγγελθέντα εἶναι ,
5959780 κευθος
πτερόεντα καταστάσω ἀν ' αἰθέρ ' , ἢ γᾶς ὑπὸ κεῦθος ἄφαντον ἐξαμαυρωθῶ ; ἰώ μοί μοι . κακὰ φανήσεται
καταστάσω ; ἀν ' αἰθέρ ' ; ἢ γᾶς ὑπὸ κεῦθος ἄφαντον ἐξαμαυρωθῶ ; ἰώ μοί μοι , κακὰ φανήσεται
5958519 στρατηγουντων
σφάλματα τῆς τύχης ἐγκλήματα μόνης ποιούμενοι , οὐ τῆς τῶν στρατηγούντων ἀμελείας , καὶ τὰ κατορθώματα ταύτης , οὐ τῆς
ἐγνώσθη : τὸ γὰρ σύνθημα κατὰ τὰ αὐτὰ ὑπὸ τῶν στρατηγούντων ἐδίδοτο ἐν ταῖς μάχαις Θεσσαλοῖς μὲν Ἀθηνᾶς Ἰτωνίας ,
5958497 βωστρειν
. . Π , . ἀλλὰ μάλα σφοδρῶς ἐλάαν , βωστρεῖν δὲ Κράταιιν , μητέρα τῆς Σκύλλης , ἥ μιν
δινεύοντες ἐλάστρεον ἔνθα καὶ ἔνθα . Ὅμηρος ἐν Ὀδυσσείᾳ : βωστρεῖν τε † Κράτει : † Κράτεϊς Κρατέϊδος † ἡ
5957944 εὐδοκιμα
Ἀχαιοὺς τῷ τε Δωδωναίῳ καὶ τῷ Πυθικῷ καὶ ὁπόσα μαντεῖα εὐδόκιμα Βοιώτιά τε ἦν καὶ Φωκικά , Λέσβου δὲ ὀλίγον
σκάφη . πληρώματα δὲ ἐντελῆ , ἀκριβῆ , κατεσκευασμένα , εὐδόκιμα , ἐντελόμισθα : τὴν δὲ τοιαύτην ναῦν Λυσίας καὶ
5956485 δορικτητος
] λιθόδμητον ? ? ? ? δηιάλωτος δοριάλωτος σιδηροπέρσης ? δορίκτητος ? ? ? ? δοριπετής ? ? ξενοδάικτος ?
ὤμοι πατέρων χθονός θ ' , ἃ καπνῶι κατερείπεται τυφομένα δορίκτητος Ἀργεΐων : ἐγὼ δ ' ἐν ξείναι χθονὶ δὴ
5954906 Αἰακεος
ἐκ Σάμου ἐς Κρότωνα , ἐνθάδε εἰρηνεῖς . οἱ δὲ Αἰακέος παῖδες ἄλαστα κακὰ ἔρδουσι καὶ Μιλησίους οὐκ ἐπιλείπουσι αἰσυμνῆται
μεταναστὰς ἐκ Σάμου ἐς Κρότωνα ἐνθάδε εἰρηνέες . οἱ δὲ Αἰακέος παῖδες ἄλαστα κακὰ ἔρδουσι καὶ Μιλησίους οὐκ ἐπιλείπουσι αἰσυμνῆται
5954474 κατακλᾳ
συνθλᾷ . ξυναρπάζει ] † ἕλκει . θραύει ] † κατακλᾷ . πίπτει ] εἰς γῆν . παῖς ] ὁ
τὸ ζητούμενον . διωκόμενος μέντοι ὥσπερ λήϊα τὰ μέγιστα δένδρα κατακλᾷ τῇ ὑπερβαλλούσῃ δυνάμει καὶ φέρεται ῥώμῃ ἀμηχάνῳ καὶ ὁρμῇ
5952548 Ῥητορικου
δοκιμάζουσα . οὕτως πάντες κέχρηνται οἱ ἀξιόλογοι . ἐκ τοῦ Ῥητορικοῦ , . , . . . Βασκαίνει : ἀντὶ
ἡ φροντίς : οὕτως Αἰσχύλος . ἐκ τοῦ Λεξικοῦ τοῦ Ῥητορικοῦ . . . ; ≌ . . . ,

Back