, ἣ Κυδίαν ναύαρχον ἐξεπέμψατο . ὃς νῦν τετάρτην ἡμέραν βαπτίζεται νῆστιν πονήρου κεστρέως τρίβων βίον . μισῶ κάκιστον γραμματικὸν | ||
δὲ μεταλλάττεται τὸ πνεῦμα ἐπὶ θάτερα τῆς νηὸς καὶ μικροῦ βαπτίζεται τὸ σκάφος , τοῦ μὲν τέως εἰς κῦμα κλιθέντος |
τοῦ ἄνωθεν αἰθέρος , ὃ δὴ ἐκεῖνος καλεῖ πῦρ , κατενεχθὲν ἄνωθεν κάτω . τὴν μὲν οὖν διάλαμψιν ἀστραπὴν εἶναι | ||
ταύτης δὲ τὸ μὲν ἐπὶ τὸ ψῆγμα πρὸς τῇ ῥίζῃ κατενεχθὲν ἀναμίγνυται τούτῳ τε καὶ τῇ γῇ , πλὴν ὅσον |
τραχύ : καὶ ἀντὶ σποδοῦ χρῶνται αὐτῇ . πλύνεται δὲ τριβομένη ἐν θυείᾳ ἀποχεομένου τοῦ ὕδατος , ἄχρι μηδὲν ἐφίστηται | ||
καὶ καλαμίνθη πινομένη τε μετὰ μελικράτου καὶ ἔξωθεν ϲὺν ἐλαίῳ τριβομένη . Ἄριϲτοϲ ἀήρ ἐϲτιν ὁ ἀκριβῶϲ καθαρόϲ : εἴη |
. Λίψ : σημαίνει δὲ ἄνεμον καὶ τὴν ἧτταν καὶ λιβάδα . ἀμφότερα γὰρ παρὰ τὸ λείβω γέγονεν . τὰ | ||
Βρομιάδος δ ' ἱδρῶτα πηγῆς ; οἶνον εἰπὲ συντεμών . λιβάδα νυμφαίαν δροσώδη ; παραλιπὼν ὕδωρ φάθι . κασιόπνουν δ |
ὁπότε καὶ οἱ ἐχθροὶ σώζειν αὐτὸν ἐθέλοντες οὐ δύναιντο . Χειμὼν δ ' ἔτυχε τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἐξ ἠοῦς , | ||
τοιαῦτα , μέχρι πληϊάδος δύσιος , καὶ ὑπὸ πληϊάδα . Χειμὼν δὲ βόρειος : ὕδατα πουλλὰ , λαῦρα , μεγάλα |
δέ μοι ὅς κ ' ἐθέλῃσιν . οὐ γὰρ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν ἔτι τηλίκος εἰμί , ὥς τ ' ἐπιτειλαμένῳ | ||
ἐπεσσυμένων μένος ἀνδρῶν : ὡς δ ' ὅτε μηλοβοτῆρες ἐνὶ σταθμοῖσι μένωσι λαίλαπα κυανέην , ὅτε χείματος ἦμαρ ἵκηται λάβρον |
δρόμον , ἠδ ' ἵνα ποίη πρῶτα κυϊσκομένη χνοάει σκιάοντας ἰάμνους , τῆμος ὅτ ' ἀζαλέων φολίδων ἀπεδύσατο γῆρας μῶλυς | ||
φύουσα * σκιάει : σκιάζει * χλοάοντας : χλοηφόρους βλαστοῦντας ἰάμνους : τὰς ἰαμενάς , οἷον τοὺς συμφύτους καὶ καθύγρους |
ὁδὸν διανύσας ἐπειδὴ κόπῳ συνείχετο , πεσὼν παρά τι φρέαρ ἐκοιμᾶτο . μέλλοντος δὲ αὐτοῦ ὅσον οὔπω καταπίπτειν ἡ Τύχη | ||
πόνοι , ὁ δὲ πυρετὸς ἐπέτεινεν : ὑπεδυσφόρει : οὐκ ἐκοιμᾶτο : ἄκρεα ψυχρά : οὔρων πλῆθος διῄει οὐ χρηστῶν |
τῆς γῆς κατ ' ἀνάκλασιν γιγνομένην εἰς τὸν ἥλιον τὸν κρυσταλλοειδῆ , συμπεριελκομένην δὲ τῆι κινήσει τοῦ πυρίνου . ὡς | ||
διαστάσεις , καὶ κατὰ παρατρίψεις νεφῶν καὶ κατάξεις πῆξιν εἰληφότων κρυσταλλοειδῆ : καὶ τὸ ὅλον καὶ τοῦτο τὸ μέρος πλεοναχῶς |
. Πέμπτῃ , χαλεπῶς . Ἕκτῃ , ἀπὸ λινοζώστιος εὖ ὑπῆλθεν . Ἑβδόμῃ , χαλεπώτερον : καὶ τὰς ἐφεξῆς ξυνεχέστερος | ||
ἰδών , πρὶν ἢ τῇ γῇ προσαραχθῆναι τὸ βρέφος , ὑπῆλθεν αὐτὸ καὶ τὰ νῶτα ὑπέβαλε , καὶ κομίζει ἐς |
ἐπιτελοῦνται . . . παρέρχεται δ ' ἐπὶ τὸν θάλαμον προφαγὼν μῆλον ἢ καμήλου μυελόν , ἄλλο δ ' οὐδὲν | ||
, καὶ τοὺς θαλάσσιον λαγὼ φαγόντας . ἐὰν δέ τις προφαγὼν σκόρδα πίῃ θερμὸν τὸ αἷμα σὺν οἴνῳ , παντοῖον |
θεοῦ μέγα ἐστὶ καὶ ἀχώρητον , καὶ τὸν κόσμον ὅλον βαστάζει . εἰ οὖν πᾶσα ἡ κτίσις διὰ τοῦ υἱοῦ | ||
θερμασίας , ἐν δὲ τῇ ἐγρηγόρσει οὔ . τί οὖν βαστάζει τοῦτο ἡ ἀκοὴ , ὡς ἡ ἐπιφάνειά ποτε θερμοτέρα |
αὐτὸς αὑτῷ σκευάσας δεῖπνον καὶ συνθεὶς εἰς σπυρίδα παρά τινα δειπνήσων ἴῃ . σύνδειπνον εἴρηκεν ἐπὶ συμποσίου Λυσίας ἐν τῷ | ||
αὐτὸς αὐτῷ σκευάσας δεῖπνον καὶ συνθεὶς εἰς σπυρίδα παρά τινα δειπνήσων ἴῃ . σύνδειπνον δὲ καὶ ἄλλοι τε καὶ Πλάτων |
σίδης δ ' ὑσγινόεντας : καὶ γὰρ ῥητέον πρὸς τὸ λάζεο . ἡ σύνταξις , οἷον λάζεο σίδης καὶ τὰ | ||
γὰρ ῥητέον πρὸς τὸ λάζεο . ἡ σύνταξις , οἷον λάζεο σίδης καὶ τὰ ἐξῆς . ὀλόσχους δέ φησι τοὺς |
: ἄναυδος , ἄφωνος , βραχύπνοος ἐπὶ χρόνον πουλύν : ἀνεθερμάνθη : δίψα : νύκτα δι ' ἡσυχίης : ἵδρωσε | ||
δι ' ὅλου : περιέψυξε μὲν , ταχὺ δὲ πάλιν ἀνεθερμάνθη . Τεσσαρεσκαιδεκάτῃ , πυρετὸς ὀξύς : διαχωρήματα χολώδεα , |
δαιτυμὼν διὰ πάσης τῆς ἡμέρας . . κελαινόβρωτον ] τὸ μελαινόμενον ὑπὸ τῆς βρώσεως . διὰ τὸ αἷμα δὲ τοῦτο | ||
. ἐνίοις γὰρ αἷμα ἀναφέρεται ἐμούμενον , ἢ καθαρὸν ἢ μελαινόμενον ἤδη , καὶ ἢ ἐπὶ προηγησαμένοις πτώμασιν , ἢ |
ὑπὸ δὲ κηρόπλαστος ] ὅτι μετὰ κηροῦ ἦν πεπλασμένος ὁ δόναξ . . ὑπὸ δὲ κηρόπλαστος ὀτοβεῖ δόναξ ] ὁ | ||
ἦν πεπλασμένος ὁ δόναξ . . ὑπὸ δὲ κηρόπλαστος ὀτοβεῖ δόναξ ] ὁ ἐν ταῖς ὀπαῖς παρακείμενον ἔχων κηρὸν ὑπηχεῖ |
” ἐπὶ τελευτῇ δὲ τοῦ λόγου διαβάλλων τὴν πόλιν ὡς πνιγηρὸν οἰκητήριον τὸ ἐπὶ πᾶσιν ὧδε ἀνεφθέγξατο : ” ἀλλ | ||
τὸ θέρος ψυχρὰ γίνηται ἥ τε ὄπωρα γίνεται καὶ μετόπωρον πνιγηρὸν καὶ οὐκ ἀνεμῶδες . Οἱ πρῖνοι ἐὰν εὐκαρπῶσι χειμῶνες |
, οὗ τὰ γύναια κακῶς ἤκουεν ἐπὶ τῇ τῆς σελήνης ἕλξει . πόθεν οὖν τοῦ περὶ τὴν Ἔφεσον πάθους ᾐσθόμην | ||
λαβόμενοι ἄκρων τῶν χειλέων μάλα εὐλαβῶς , ὁρμῇ βιαιοτάτῃ καὶ ἕλξει ἐγκρατεῖ ἐς τὸ ὕδωρ ἄγουσι , καὶ δεῖπνον ἴσχουσι |
. κεράσου δὲ ταῦτα δῶρα ὀπώρα τις αὕτη βοτρυδὸν ἐν ταλάρῳ , ὁ τάλαρος δὲ οὐκ ἀλλοτρίων πέπλεκται λύγων , | ||
βόσκονται ἐν Αἰγύπτῳ πολυφύλῳ βιβλιακοὶ χαρακῖται ἀπείριτα δηριόωντες Μουσέων ἐν ταλάρῳ καὶ τὸ φακῆν ἕψειν ὃς μὴ φρονίμως μεμάθηκεν εἰς |
τὸν ἰόν : καὶ μετὰ τοῦτο τὴν βοτάνην κεκομμένην καὶ σεσησμένην καταχέας εἰς ὕδωρ ψυχρόν , ψῦχε : μάλασσε δὲ | ||
, εἶτ ' ἐπέμβαλλε τὴν λιθάργυρον λεπτοτάτῳ κοσκίνῳ καὶ αὐτὴν σεσησμένην καὶ προλελειωμένην ἐπιμελῶς εἰς ἴγδιν καὶ συλλείου ἐπὶ πλείονα |
, ὅθε καὶ πάσασθαι τὸ φαγεῖν : καὶ ἐξ αὐτοῦ ἀπόπατος ἡ ἔκκρισις καὶ τὸ ἀποσκυβάλισμα τοῦ πάτου καὶ τῆς | ||
καὶ ὁκόταν ἀποπατήσῃ , ὀδύναι ἴσχουσιν ὀξέαι , καὶ ὁ ἀπόπατος προέρχεται ὑπὸ βίης σμικρὸς , καὶ τὸ οὖρον στάζει |
οἴνης : ἢ ἔτι μυελόεντα χαλικρότερον ποτὸν ἴσχοις ὄρνιθος στρουθοῖο κατοικάδος εὖθ ' ὑπὸ χύτρῳ γυῖα καταθρύπτῃσι βιαζομένη πυρὸς αὐγή | ||
τοῦ οἴνου . οἴνου τρύγα ὀπτὴν ἢ ἀφόδευμα ὀπτὸν ὄρνιθος κατοικάδος μετὰ ὄξους δὸς πιεῖν φλογιῇ ] τῷ πυρί τεφρώσαιο |
' ὄξους λείου , ἕως μελιτώδη γένηται . τὸ δὲ ψιμμίθιον μετὰ τοῦ ἐλαίου ἕψε , ἕως οὗ συσταθῇ καὶ | ||
ἑπτάκις ; καὶ ἔασον , καὶ εὑρήσεις τὴν ὑδράργυρον ὡς ψιμμίθιον πεπηγυῖαν : καὶ λοιπὸν ἐκ τούτου συνμίσγεις ὅταν θέλῃς |
χρὴ παρασκευάσασθαι , καὶ πάγας ὅπως ἱστάναι τοῖς θηρίοις ὅσα πάγῃ ἁλωτά . καὶ περὶ λαγωῶν δὲ λέλεκται , ἥτις | ||
ὅτι ” καὶ ταῦτα εὑρήσεις : γέρων πίθηκος οὐχ ἁλίσκεται πάγῃ : ἁλίσκεται μέν , μετὰ χρόνον δ ' ἁλίσκεται |
. ποτὶ γλωχῖνα : πρὸς τὴν γωνίαν τοῦ θρόνου . λέχριος : πλαγίως . ἐνδρομίδας : κυρίως τῶν κυνηγῶν τὰ | ||
ἔδωκε μόσχῳ λάλον Ἄπιδι στόμα . παρὰ δ ' αὐτὸν λέχριος στὰς ἐλιχμήσατο στολήν , προφανῶς τοῦτο διδάσκων , Ἀποδύσῃ |
, ἀσφαλείας ἕνεκεν . Εἰ βούλει ἐρυθρὰν ποιῆσαι ῥοιάν , ἄρδευε τὸ φυτὸν ὕδατι , μεμιγμένης αὐτῷ κονίας ἀπὸ βαλανείου | ||
ὀρόβοις τρίψον , καὶ κατάχωσον ἐν τῇ τάφρῳ , καὶ ἄρδευε , εἰ δυνατόν , καθ ' ἑκάστην ἡμέραν : |
πλησιάσαντες τῷ ἡλίῳ οὐκ εἰδότες ὅτι κηρῷ ἥρμοστο αὐτοῖς ἡ πτέρωσις , μέγαν ἐνίοτε τὸν πάταγον ἐποίησαν ἐπὶ κεφαλὴν ἐς | ||
, τουτὶ τί ποτ ' ἐστὶ θηρίον ; Τίς ἡ πτέρωσις ; Τίς ὁ τρόπος τῆς τριλοφίας ; Τίνες εἰσί |
ὄξους πινόμενος ἐπιληπτικοὺς ἰᾶται . ἡ δὲ χολὴ τῆς καμήλου παγεῖσα ἐν μολυβδίνῳ ἀγγείῳ ἔως οὗ γλυκανθῇ αὐθημερὸν κοσμεῖ ἐν | ||
τὸ ῥεῦμα καὶ ἐπίθετον κύματος , ῥόθιον εἶδος πλεύσεως . παγεῖσα : ῥιζωθεῖσα , στᾶσα . Μίμνει : μένει , |
ἐρεθισμοὶ , ἐπιεικέως τὰ παρ ' οὖς ἐπάρματα . Φάρυγξ ἐπώδυνος , ἰσχνὴ , μετὰ δυσφορίης , ὀλέθριον ὀξέως . | ||
. Μέλεος , συνήθως μὲν ὁ ταλαίπωρος καὶ ἐπίπονος καὶ ἐπώδυνος : παρ ' Ὁμήρῳ δὲ καὶ ὁ μάταιος . |
εἴκελος : φαίνεται λιπώδης λιπώδης * ἰχώρ : πύον τὸ ἀποστάζον ὑγρὸν τῆς πληγῆς τὸ αἷμα πεπηγός * αἱματόεις : | ||
δὲ τοῦτο τὸ σημεῖον ἐν αὐτῷ , οὐχ ὡς πρότερον ἀποστάζον , ἀλλ ' ἀνειμένως καὶ βραδέως . Μετὰ δὲ |
. . . . . δειπνήσαντες οὖν ἤδη συσκοτάζοντος ἐλθόντες κόπτομεν τὴν θύραν . οἳ δ ' ἡμᾶς ἐκέλευον εἰσιέναι | ||
μετὰ χόνδρου ἄλικοϲ ἢ μάζηϲ ἀλφίτων : τὸ δὲ λεπτὸν κόπτομεν καὶ ϲήθομεν ἀκριβῶϲ , κἄπειτα ϲὺν μέλιτι κατέφθῳ ϲτερεωτάτῳ |
. γαμψώνυμον δὲ ἄρα οὐδὲ ἓν οὔτε πίνει , οὔτε οὐρεῖ , οὔτε μὴν συναγελάζεται ἑτέροις ⋮ Νικίας τις τῶν | ||
ὀπισθουρητικὸν καθάπερ κάμηλος , καὶ γενόμενος ἑξαμηνιαῖος αἴρων τὸ σκέλος οὐρεῖ καθάπερ καὶ οἱ κύνες . ἡ δὲ θήλεια ὑπὸ |
παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον , ἔγκυκλον , κομμώτριον . τὰ μέγιστα δ ' οὐκ εἴρηκα τούτων . | ||
παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον , ἔγκυκλον , κομμώτριον , ἕτερα θ ' ὅς ' οὐδεὶς μνημονεύσειέν ποτε |
ὅτι οὐδὲ ἡ νὺξ ἀσμένη αὐτῷ ἔσται . : ὁ λωφήσων ] ὁ ποιήσων σε λωφῆσαι Ἡρακλῆς . : Φασὶ | ||
, βάρος , ἤγουν τῆς ἐνταῦθα δήσεως . . ὁ λωφήσων ] ὁ ποιήσων λωφῆσαι Ἡρακλῆς . φασὶ γὰρ μετὰ |
συγγενῶν ἐνόντων τῷ πυρί , ὁ δὲ λίθος οὐκ ἔχει κατάξηρος ὤν , διὸ καὶ τὸ ἐκπηδῶν εὐθὺ πεπυρωμένον , | ||
τρίχωσις : τὸ σχῆμα ἐμφαντικόν : τοιαύτη θρὶξ τραχεῖα καὶ κατάξηρος λίαν ἐνδύνει τὸν ἐχῖνον , περὶ αὐτὸν οὖσα καὶ |
δὲ χρῆσθαι τοῖς πεσσοῖς , οἷον κηκῖδι , μάννῃ , χαλκίτιδι ἐξ ἴσου μετὰ γλυκέος οἴνου , ἢ σποδῷ ἢ | ||
εὐρυχωρίαν τοῦ πόρου ποιήϲαντεϲ βρέξομεν ἐν ὕδατι καὶ περικυλίϲαντεϲ λείᾳ χαλκίτιδι ἢ τοιούτῳ τινὶ ξηρίῳ καθήϲομεν εἰϲ τὸν πόρον ὑπὲρ |
πόνοι : κάθαρσις ἐπαύσατο . Προσθεμένῃ δὲ , ταῦτα μὲν ἐκουφίσθη , κεφαλῆς δὲ καὶ τραχήλου καὶ ὀσφύος πόνοι παρέμενον | ||
ἐπέπαυτο , καὶ ὁ πυρετὸς ἐπρηΰνετο , καὶ τὰ ὅλα ἐκουφίσθη , καὶ ἐκρίθη τεσσαρεσκαιδεκαταῖος . Εὔδημος σπλῆνα ἐπόνει ἰσχυρῶς |
χώραν , ἀλλ ' ὑπὸ τῇ λεπτῇ ψάμμῳ καὶ τοῖς δασέσι θάμνοις πλήθουσαν : ἀλλ ' ὅμως ἐπαρκεῖς καὶ ἱκαναὶ | ||
* * κατατέμνουσα . . Τὸ μελαμφύλλοις λέγει ἢ ταῖς δασέσι καὶ σκιὰν ὑπὸ τοῦ δάσους ποιούσαις ἢ ταῖς μέλανα |
μετέωρον ὁτὲ μὲν , ὁτὲ δ ' οὔ : νύκτα ἐπιπόνως : πυρετὸς ἄλλοτε ἀλλοίως παροξυνόμενος , τὰ πλεῖστα ἀτάκτως | ||
, ἐπεῤῥίγωσεν : πάντα παρωξύνθη : ἄγρυπνος . Πέμπτῃ , ἐπιπόνως . Ἕκτῃ , διὰ τῶν αὐτῶν : ἀπὸ κοιλίης |
. Καὶ παροιμία : τὸ Πάσητος ἡμιωβόλιον . Ὁ δὲ Πάσης οὗτος μαλακὸς ἦν τὴν φύσιν , πάντων δὲ ἀνθρώπων | ||
κάλλος . Τὸ ἀποθεωθῆναι πῶς λέγεις , ὦ πάτερ , Πάσης ψυχῆς , ὦ τέκνον , διαιρετῆς μεταβολαί . Πῶς |
ψοφεῖ , ἀναταράσσει βράττει ] ἐσθίει , θηλάζει βράττει ] λάπτει ἀνακρούουσα ] κτυποῦσα χύσιν ] τὸ γάλα χύσιν ] | ||
δ ' ἀγωγὸς εἱστήκει πεινῶσα θήρης , καρδίην δὲ νεβρείην λάπτει , πεσοῦσαν ἁρπάσασα λαθραίως , καὶ τοῦτο κέρδος εἶχεν |
στίχος . αὐτὰρ ἐγὼ σῖτον καὶ ὕδωρ καὶ οἶνον ἐρυθρόν ἐνθήσω , μενοεικέ ' , ἅ κέν τοι λιμὸν ἐρύκοι | ||
πόντον . αὐτὰρ ἐγὼ σῖτον καὶ ὕδωρ καὶ οἶνον ἐρυθρὸν ἐνθήσω μενοεικέ ' , ἅ κέν τοι λιμὸν ἐρύκοι , |
ἥ γε τῶν κηρύκων παρουσία καθίστησιν αὐτοὺς καὶ ἐς τὸ ἡσυχαῖον ἄγει . ταυτὶ μὲν οὖν σοι μέση τις πολέμου | ||
ἔστ ' οἰμωγμός . ἐν κείνῃ τὸ πᾶν σπουδαῖον , ἡσυχαῖον , ἐς βίαν ἄγον . ἐντήκεται γὰρ πλευμόνων ὅσοις |
τῆς ταυροκόλλης : ταυροκόλλα γὰρ καλὴ καὶ διαυγὴς ἐν ὀξυκράτῳ βρέχεται μέχρι διαλυθείη , ἔπειτα εἰς ῥάκος λινοῦν ἐμπλάσσεται καὶ | ||
τοῦ ὕδατος δι ' ὀξυκράτου σκευάζεται , ἢ θερμῷ ὕδατι βρέχεται καὶ συμμαλάττεται ἐλαίῳ , εἶτα ἐπιπλάττεται θερμὸς ὁ ἄρτος |
μᾶλλον ἢ ἧττον γίγνεϲθαι τὰϲ διαπνοὰϲ ἐκ τοῦ πυκνοτέραν ἢ ἀραιοτέραν εἶναι τὴν ἕξιν τοῦ πάϲχοντοϲ ϲώματοϲ . πλῆθοϲ δέ | ||
ἀτόμων συγκεῖσθαι , λεπτοτέρων δὲ τὴν λίθον , καὶ ἐκείνου ἀραιοτέραν τε καὶ πολυκενωτέραν αὐτὴν εἶναι καὶ διὰ τοῦτ ' |
συρόμενοι καὶ πατούμενοι διὰ τῆς πόλεως ἁπάσης ἐξαναλώθησαν , οὐδενὸς ὑπολειφθέντος μέρους , ὃ δυνήσεται κοινωνῆσαι ταφῆς . μυρίους μέντοι | ||
ποιήσας ἴσον ἑκάστῳ ἐνέχεεν . ἐπεὶ δὲ μόνου τοῦ σκυτέως ὑπολειφθέντος πολὺ φάρμακον κατελείπετο , λαβὼν ὅλην τὴν θυίαν κατ |
, καὶ πάλιν ξυνισταμένη . Ἕκτῃ , ἐς νύκτα πουλλὰ παρέλεγεν : οὐδὲν ἐκοιμήθη . Περὶ δὲ ἑνδεκάτην ἐοῦσα , | ||
ὑπεδυσφόρει : οὔρησεν ἐλαιῶδες : νυκτὸς , ταραχὴ πουλλή : παρέλεγεν : οὐδὲν ἐκοιμᾶτο . Ὀγδόῃ , πρωῒ μὲν ἐκοιμήθη |
. πλυτέον εὖ μάλα . εἶτ ' εἰς τὸ λοπάδιον ὑποπάσας ἡδύσματα ἐνθεὶς τὸ τέμμαχος , λευκὸν οἶνον ἐπιχέας ἐπεσκέδασα | ||
ἔστι . πλυτέον εὖ μάλα . εἶτ ' εἰς λοπάδιον ὑποπάσας ἡδύσματα ἐνθεὶς τὸ τέμαχος , λευκὸν οἶνον ἐπιχέας , |
σκέλεα ἐπωδύνως εἶχεν . Περὶ δὲ εἰκοστὴν , πρωῒ σμικρὰ ἐπεῤῥίγωσεν : κωματώδης : δι ' ἡσυχίης ὕπνωσεν : ἤμεσε | ||
παρέκρουσεν : διψώδης : διαχωρήματα χολώδεα , κατακορέα . Ὀγδόῃ ἐπεῤῥίγωσεν : ἐκοιμήθη πλείω . Ἐνάτῃ διὰ τῶν αὐτῶν . |
τὰ σωματικά σου ἅψεται ἔτι ; ἐννοήσας ὅτι οὐκ ἐπιμίγνυται λείως ἢ τραχέως κινουμένῳ πνεύματι ἡ διάνοια , ἐπειδὰν ἅπαξ | ||
θέλε τὸ κέλυφος : ὅταν δὲ καθαρὸν ποιήσῃς , τρίβειν λείως , καὶ ὕδωρ παραστάζειν , καὶ ἅλας καὶ ἔλαιον |
γελοίου χάριν εἰσάγει κωμικῷ ἔθει . κάπνη ] ἡ κοινῶς καπνοδόχη . ψοφεῖ ] ψόφον ποιεῖ . συκίνῳ : ὅτι | ||
δι ' οὗ ὁ καπνὸς ἐξέρχεται , ἤγουν ἡ κοινῶς καπνοδόχη . ταῦτα δὲ πάντα γελοίου χάριν εἰσάγει κωμικῷ ἔθει |
: Φανίαν δὲ τὴν τῶν † Πυράκων † λίμνην ὅταν ἀναξηρανθῇ καίεσθαι , καὶ τὴν Ἀσκανίαν πότιμον οὖσαν τὸ προσενεχθὲν | ||
τοιαύτη ὑγρότης , ὑγιαίνει τὸ ζῶιον , ὅταν δὲ ? ἀναξηρανθῇ , ἀναισθητεῖ τε τὸ ζῶιον καὶ ἀποθνήσκει . διὰ |
δὴ πληρώσει ; ἐπιβᾶσα ἐπὶ τὸν τράχηλον ἐμοῦ ἡ δύσζηλος τιμωρουμένη καὶ τιμωροῦσα πολυστένακτα ἢ δίχα στεναγμοῦ καὶ ἐλέους ὡς | ||
ὀξεῖ ' Ἐρινύς : ἤτοι ὀξέως βλέπουσα , ἢ ὀξέως τιμωρουμένη . ἐστύγησεν ὥστε ἀλληλοφονίαν γενέσθαι τοῦ γένους αὐτοῦ . |
ὧδε ποίει : ὥσπερ σῶμα ἡ σώματος πονηρία νόσος οὖσα τήκει καὶ διόλλυσι καὶ ἄγει εἰς τὸ μηδὲ σῶμα εἶναι | ||
διαλύων , πηγνύς , χέων . τὸ ξηρὸν εἰς ὑγρὸν τήκει καὶ εἰς λύσιν αὐτὸ καθίστησι , καὶ λιβάδας μὲν |
γε ἡμᾶς ὅτι ὕονται δεῖ , ἀλλὰ πάρεσμεν αὐτοὶ τοῖς ὄμβροις καὶ προσοικοῦμεν ὡς ἔπος εἰπεῖν τὰς ὄχθας . καὶ | ||
τοιαῦτ ' ἐστὶν ἃ λέγουσιν οἱ προστιθέντες τὴν αἰτίαν τοῖς ὄμβροις . Βούλομαι δέ σοί τι καὶ περὶ τῶν νεφῶν |
γαμει ? ? ? [ ] ! ! ! ! πιει ! ! [ ! ! ] [ ] ! | ||
καὶ λέγων ἡμᾶς ἐδίδαξεν ? ] [ ] [ ] πιει [ ! ! ] ? . οθ [ ! |
κιχοριῶδες , ῥίζαν δὲ ὁμοίαν τῷ σχήματι καὶ τῷ χρώματι καρίδι , τὴν δὲ δύναμιν τὴν θανατηφόρον ἐν ταύτῃ : | ||
. εἴσιν οὗτοι : ὁ θύννος ἀγρεύεται κορακίνῳ , λάβραξ καρίδι , φάγροι χάννοις , συνόδοντες βωξὶν , ἴουλοι ἱππούροις |
δὲ θηρίον ἁλίσκεται . μήδεα : αἰδοῖα . Ἠχήεις : ἠχητικός . ὀρυμαγδός : ἦχος , βοὴ , φωνή . | ||
καὶ βυθός , . , . , . Βύκτης : ἠχητικός , ὁ μεγάλως ἠχῶν : Ὅμηρος : ἔνθα δὲ |
τοῦ κολυμβᾶν εἶπε : κολυμβᾷ γὰρ τὸ ζῷον . * χιλοί : χιλὸς κυρίως ὁ χόρτος τῶν βοσκημάτων * χλοάζουσι | ||
τοῦ κολυμβᾶν εἶπε : κολυμβᾷ γὰρ τὸ ζῷον . * χιλοί : χιλὸς κυρίως ὁ χόρτος τῶν βοσκημάτων * χλοάζουσι |
: οὐ παρέκρουσεν : ἐκοιμᾶτο μᾶλλον : κοιλίη ἐπέστη . Ἑνδεκάτῃ οὔρησεν εὐχροώτερα , συχνὴν ὑπόστασιν ἔχοντα : διῆγε κουφότερον | ||
, διὰ τῶν αὐτῶν . Δεκάτῃ , πάντα ξυνέδωκεν . Ἑνδεκάτῃ , ἵδρωσεν οὐ δι ' ὅλου : περιέψυξε μὲν |
ἐν ἀντιθέτοις καὶ μεταφοραῖς καὶ πᾶσι τοῖς ἐγκωμιαστικοῖς τρόποις : ἔπαιζεν γάρ , οὐκ ἐσπούδαζε , καὶ αὐτὸς τῆς γραφῆς | ||
τῶι παιδίωι ἀρτίως ἔνδον κατέλαβον τὴν ἐμαυτοῦ θυγατέρα . τυχὸν ἔπαιζεν . οὐκ ἔπαιζεν . ὡς γὰρ εἰσιόντα με εἶδεν |
ἀφόδευμα , ἢ τὸ διὰ σάπωνος , ἢ πηγάνου χυλὸν ἔνσταξον εἰς τὰς ὀπὰς , ἢ ἀριστολοχίαν τρίψας γέμισον ἐν | ||
ὀπτὸν λειώσας ἔμπασον εἰς τὸ οὖς καὶ οὕτω πάλιν ὄξος ἔνσταξον καὶ τῇ ὑστεραίᾳ κλύσον ὑδρελαίῳ θερμῷ . Εἰ δὲ |
τοῦτό φησιν Ἀριστοφάνης : Γέρανοι λίθους καταπεπτωκυῖαι . Γέροντες εἰς ἄχυρον ἀποδεδρακότες : ἐπὶ τῶν ἑαυτοὺς ἀσφαλιζομένων . Τοῦ γὰρ | ||
τῶν ἐν τῇ πολιορκίᾳ χρησίμων ὄντων , ἀλλ ' ἢ ἄχυρον ἢ χόρτον , οἷς εἰς οὐθὲν ἄλλο , εἰς |
Αἴγυπτον λέγει : ὁ γὰρ Νεῖλος ἐν τῷ θέρει παραγενόμενος ἀρδεύει αὐτήν . ῥεῖθρον : ὁ γὰρ Νεῖλος ῥέων διίστησι | ||
] ἐκεῖ δηλονότι . Ἀσωπὸς ] ποταμός . ἄρδει ] ἀρδεύει . φίλον ] προσφιλὲς τοῖς ἐκεῖ πότισμα . Βοιωτῶν |
τοῦ θεοῦ κατολισθαίνει , καὶ αὖθις ἀφυπνισθεὶς τῇ αὐτῇ κρούσει ἀναπλεῖ πάλιν : καὶ πολλάκις δρᾷ τοῦτο , μεταξὺ ἡσυχίας | ||
διαλύει : ῥηγνυμένου γὰρ τοῦ δέρματος ἄνευ τομῆς , ἀλύπως ἀναπλεῖ καθ ' ἑκάστην ἡμέραν τὰ μόρια τοῦ πώρου . |
, καὶ ἔα ἡμέρας ζʹ : καὶ καθ ' ἑκάστην τάραξον τὸν βίκον : τῇ δὲ ἑβδόμῃ ἀποσειρώσας τὸ πᾶν | ||
κοχλιάριον * μύρια : κατὰ πολύ πολλάκις * ταράσσειν : τάραξον * ἀπόερσον : ῥῖψον ἄφελε ἀπόρριψον , φθείρου διάφθειρε |
μέλιτος δίδου φαγεῖν καὶ θαυμάσεις : ἢ καλάμου ῥίζαν καύσας πότισον μετὰ οἴνου κύλικος ἑνός . [ Εἰς τὸ στῆσαι | ||
δηλητήρια φάρμακα . ] Πήγανον καὶ σῦκον καὶ κάρυον τρίψας πότισον μετ ' οἴνου , ἢ τῆς νύσσης τὸ αἷμα |
τινί , πέμπω τε ταῖς καρῖσι τὴν αὐτὴν ὁδόν . ἀμίαν τε χήραν , θηρίον καλὸν σφόδρα , θρίοισι ταύτην | ||
ζῴων μορίων σελάχη φησὶν εἶναι βάτον , τρυγόνα βοῦν , ἀμίαν , ἀετόν , νάρκην , βάτραχον καὶ πάντα τὰ |
δαιταλεὺς πανήμερος ] δαιτυμὼν διὰ πάσης τῆς ἡμέρας . . κελαινόβρωτον ] τὸ μελαινόμενον ὑπὸ τῆς βρώσεως . διὰ τὸ | ||
] Τὸ δέρμα . : ἄκλητος ] Ἄκλειστος . : κελαινόβρωτον ] Τὸ μελαινόμενον ἐκ τῆς βρώσεως . : κελαινόβρωτον |
ἡ ἐπὶ τὸ σύμμετρον ἀποδοθείη μεταβολή , μὴ πρότερον αὐτοῖς ἐπιγεγονότος πάχους . Ἐκεῖνα μὲν γάρ , ὡς ἡ πεῖρά | ||
τῶν συνεχῶν εἶθ ' οὕτως ἐροῦμεν . Τριταίου τοίνυν ἀκριβοῦς ἐπιγεγονότος , οὖρα ἂν φανείη ἤδη πυρρά τι καὶ ξανθὰ |
Ἀλεξάνδρου καὶ πάλιν ὑπὸ τοῦ Πρωτέως ἐν τῇ θαλάσσῃ . ἀντίπορθμον τὴν ἐναντίως κειμένην αὐτῆς ᾐόνα . Λαπερσίῳ ἐπώνυμον Διὸς | ||
Ἀρτεμίδωρος προσηγόρευκε , Ἐρατοσθένης δὲ Λίξον : κεῖται δ ' ἀντίπορθμον τοῖς Γαδείροις ἐν διάρματι σταδίων ὀκτακοσίων , ὅσον ἑκάτερα |
θερμασίαν ἐνειργάσατο . συνεργὸν δὲ αὐτέῳ τὸ αἷμά ἐστιν . τήκεται γὰρ χλιαινόμενον καὶ γίνεται ἐξ αὐτοῦ πνεῦμα : τοῦ | ||
τὰ ἐλαιώδη οὖρα ἐκκρίνεται , κατὰ βραχὺ δὲ ἡ πιμελὴ τήκεται : ὅθεν ἀρχὴν ἔχει καὶ ἀνάβασιν καὶ ἀκμήν . |
πουλὺν χρόνον , καὶ θέρμης γινομένης , καθ ' ἧπαρ ἔπαρμα φυματῶδες ἐς ὑπογάστριον κατέβη : καὶ κοιλίη ὑγραίνετο : | ||
, μαλθακὴν , κοπρώδη , κώματα ἐπιφανέντα παρ ' οὖς ἔπαρμα ποιέει . Χολώδεα διαχωρήματα κώφωσις παύει : κώφωσιν δὲ |
, πολλῶν δὲ ἐπ ' αὐτοῦ καθαγιζομένων θυμάτων ὃ δὲ πανημέριος καὶ ἐς νύκτα ἐξάπτεται . ἕως δὲ ὑπολάμπει , | ||
: ὃς δέ κ ' ἀνὴρ οἴνοιο κορεσσάμενος καὶ ἐδωδῆς πανημέριος πολεμίζῃ , θαρσαλέον νύ οἱ ἦτορ καὶ τὰ ἑξῆς |
λιπαροῦ καὶ ῥητινώδους , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος ἀνὰ ⋖ Ϛʹ , συμφύτου ῥίζης ξηρᾶς προσφάτου , βράθυος , ἐρυθροδάνου ῥίζης , | ||
λιβάνου ἀκακίας στυπτηρίας σχιστῆς χυλοῦ ὑποκιστίδος κηκίδων Λημνίας σφραγίδος κοραλλίου συμφύτου Σαμίου ἀστέρος ἀλόης λαδάνου ἀνὰ ταρʹ α οἴνῳ ἀναλάμβανε |
ἄν τι ἄλλο ὅτι μὴ πνεῦμα διέλθοι . ὡς δὲ ἔμπυρον πνεῦμά ἐστι , δηλοῖ μὲν τοῦτό γε καὶ ἡ | ||
κινυμένων πτερύγων ἀντώπιος ἄνθορε δίσκου , καὶ φλογὸς ἁρπάζειν δεδοκημένος ἔμπυρον ὁρμὴν ἐς μόρον αὐτὸς ἑκὼν αὐτάγρετον ἔδραμε Φοῖνιξ τεφρώσας |
καὶ σταθμοῦ τι βάρος ἔμμορε ] μέριζε ἔμμορε ] τυγχανέτω βρύκοι ] ἐσθίοι φοινώδεα ] κόκκινον φοινώδεα ] φοινικοῦν σίδη | ||
, κεραμέων μέγα κωκυσάντων . ὡς γνάθος ἱππείη βρύκει , βρύκοι δὲ κάμινος πάντ ' ἔντοσθ ' αὐτῆς κεραμήϊα λεπτὰ |
ἐπὶ δὲ τῶν νηπίων καὶ χόνδρος ἁλὸς καθ ' ἑαυτὸν ἐντίθεται ἐλαιωθείς , καὶ μέτρον πυρῆνι ὅμοιον , καὶ ἀγλιθάριον | ||
λέγομεν πειρίνθια , τὰ ἐπὶ τῆς ἁμάξης , εἰς ἃ ἐντίθεται τὰ πρὸς τὴν χρείαν , ἕνεκα τοῦ πλείω χωρεῖν |
καὶ ρ ' ὅτε θαλπομένην ῥήξῃ σέλας , ἔκτοθι πυρσοῦ κάτθεο καὶ τρισσὴν σαρκὸς ἕλοις μερίδα ὁλκῆς καὶ στρυφνοῖο βάλοις | ||
? εἴκελα Τηλεμάχῳ καὶ [ ἐχέφρονι Πηνελοπείῃ . ] βουκόλε κάτθεο ? [ ] γείνεο μὲν ποτι [ ] 〚 |
ψῦξαι τε καὶ ὑγρᾶναι : μετὰ γὰρ τὸ λουτρὸν ὕδατος πιέτω πρῶτον , εἶτ ' οἴνου μετρίως ὑδαροῦς , κἄπειτα | ||
τῇ ζωῇ σου καὶ φαγέτω ἄρτον ζωῆς σου ⌉ καὶ πιέτω ποτήριον εὐλογίας σου , ἣν ἐξελέξω πρὶν γεννηθῆναι , |
στρόφον , ὀπισθοσφενδόνην , κάλυμμα , φῦκος , περιδέραια , ὑπογράμματα , τρυφοκαλάσιριν , ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ ' | ||
, ὀπισθοσφενδόνην , κάλυμμα , φῦκος , περιδέραι ' , ὑπογράμματα , τρυφοκαλάσιριν , ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ ' |
γλυκὺν αὐλῶν ὄτοβον , δύσμορος , οὔτ ' ἐννυχίαν τέρψιν ἰαύειν : ἐρώτων δ ' ἐρώτων ἀνέπαυσεν ὤμοι . Κεῖμαι | ||
ἦ : οὕτως . ἰαύειν : κοιμᾶσθαι , ἀναπαύεσθαι : ἰαύειν παρὰ τὸ αὔω πλεονασμῷ τοῦ ι , ἢ παρὰ |
Ζεὺς καὶ οἱ περὶ αὐτὸν ἐμ Ψυχοστασίᾳ . ἡ δὲ γέρανος μηχάνημά ἐστιν ἐκ μετεώρου καταφερόμενον ἐφ ' ἁρπαγῇ σώματος | ||
. ἐπικλίνει δὲ ἄρα τοῦτο τὸ πέλαγος , ἔνθα ὁ γέρανος ἀνιχνεύθη οὗτος , τῷ πρὸς τὰς Ἀθήνας πελάγει τοῦ |
ἐγεννήθησαν , ἐτράφησαν , εἰς φῶς προῆλθον . Στάζει : ἐπιβαίνει , ἐμβάλλει , ἐπιφέρει . γλυκερόν : εὐφρόσυνον . | ||
τῷ κατὰ φύσιν ἀκολουθεῖν λόγῳ . οἷον τὰ μὲν ὄπισθεν ἐπιβαίνει , ὡς ἵππος ὄνος αἲξ βοῦς ἔλαφος καὶ τὰ |
γυῖα καταθρύπτῃσι βιαζομένη πυρὸς αὐγή : καί τε βοὸς νέα γέντα περιφλίοντος ἀλοιφῇ τηξάμενος κορέσαιο ποτῷ εὐχανδέα νηδύν . ναὶ | ||
χελύνης ἀλθαίνει τότε νέρθε πυρὸς ζαφελοῖο κεραίῃς : ἀλθαίνει καὶ γέντα συὸς φλιδόωντος ἀλοιφῇ ἀμμίγδην ἁλίοιο καθεψηθέντα χελύνης γυίοις ἥ |
δὲ εἰς αὐτὰς τὰς ῥίζας δύεται καὶ οὐ δύναται πᾶν διαδιδόναι τοῖς καρποῖς οὐχ ὁμοίως εὔτροφον οὐδὲ πολύχουν , ὥστε | ||
εἰργασμένοι , πλείους τῶν μυρίων τετρακισχιλίων . τούτους δὲ διενοεῖτο διαδιδόναι τοῖς ἱππεῦσι καὶ τῶν πεζῶν τοῖς ἐφ ' ἡγεμονίας |
περίεστι τοσοῦτον κράτος , ὡς ἀσινῆ μένειν κατενεχθέντα αὐτόν . θραύει γοῦν οὐδὲ ἕν , εἰ καὶ πέσοι κατὰ ῥωγάδος | ||
διασπαράσσει , καὶ ξυναρπάζει βίᾳ ἄνευ χαλινῶν , καὶ ζυγὸν θραύει μέσον . πίπτει δ ' ἐμὸς παῖς , καὶ |
ταῖς στεναῖς ἀρτηρίαις ὀξυτέραν τὴν φωνήν , ἐπὶ δὲ ταῖς εὐρείαις βαρυτέραν γίνεσθαι συμβαίνει : κατὰ δὲ τὸν αὐτὸν τρόπον | ||
τῷ τρήματι κοιλίαν ἔνδον οὐ σμικράν . ἐπειδὰν μὲν οὖν εὐρείαις ὁδοῖς ὁ ἀὴρ χρώμενος εἰσίῃ τε εἰς ζῷον ἐξίῃ |
χαῖρε , εἶπεν , ἐπὶ τῶι σημείωι , ὅτι οὕτω πεινῶσα τὰ σὰ οὐκ ἔφαγεν τέκνα . . . . | ||
, καὶ σπλάγχνα δάπτων : ἡ δ ' ἀγωγὸς εἱστήκει πεινῶσα θήρης , καρδίην δὲ νεβρείην λάπτει , πεσοῦσαν ἁρπάσασα |
. τί δὲ καὶ Διομήδους καὶ Αἴαντος καὶ Ἀχιλλέως γενναιότερον ἀείρει τὸ δέπας ὁ τῇ ἡλικίᾳ προβεβηκὼς Νέστωρ , φησὶ | ||
χαῖται ῥώοντ ' ἐσσυμένοιο , κάρη δ ' εἰς ὕψος ἀείρει φυσιόων μάλα πολλά , νόος δ ' ἐπιτέρπετ ' |
ὑπετύψατο ] ἐλακτίσθη , ἐπατήθη , ἐτυπτήθη ὑπετύψατο ] ὑπεθλίβη ληνός ὅπου αἱ σταφυλαὶ πατοῦνται νύμφαις ] ἐν ὕδατι τήξαιο | ||
: παρὰ τὸ λεαίνω τὸ λεπτύνω λεανῶ λεανὸς καὶ κράσει ληνός . Λῃστής : ἀπὸ τοῦ ληΐζω τοῦ σημαίνοντος τὸ |
ἀνδράσιν ὥρην , πάντα διαμπερέως καὶ ἀπηλεγές , οἷσιν ἀρήγων ἀλθήσῃ νούσοιο κατασπέρχουσαν ἀνίην . τὰς μὲν ἔτι βλύοντι φόνῳ | ||
τὴν κατεπείγουσάν σε καὶ καταπονοῦσαν τῆς νόσου ἀνίαν θεραπεύσειας . ἀλθήσῃ γὰρ λέγει ἀντὶ τοῦ θεραπεύσειας . τὰς μέν : |
, ποτὲ δὲ τινάσσεται καὶ ταράσσεται . χειρὸς δ ' ἀπολείβεται : ἀπὸ δὲ χειρὸς τοῦ ἁλιέως στάζει . Πριομένης | ||
οἱά τε φύλλα μακεδνῆς αἰγείροιο : καιρουσσέων δ ' ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον . ὅσσον Φαίηκες περὶ πάντων ἴδριες ἀνδρῶν |
ὕδατι μὲν οὐ σβέννυται , ἀλλὰ ἀναφλέγει , φορυτῶι δὲ σβέννυται . ὅτι ἐν μέσηι Ἰνδικῆι ἄνθρωποί εἰσι μέλανεςκαλοῦνται Πυγμαῖοιὁμόγλωσσοι | ||
ὑπνώσαντος νοῦ γίνεται αἴσθησις , καὶ γὰρ ἔμπαλιν ἐγρηγορότος νοῦ σβέννυται : τεκμήριον δέ : ὅταν τι βουλώμεθα ἀκριβῶς νοῆσαι |
ἡδυμέστατον Ἀλκμὰν ἔφη . . . . . θερειτάτη : θερειτάτη : ὡς παρὰ Νικάνδρῳ : „ θερειτάτη ἵσταται ἀκτίς | ||
. θερειτάτη : θερειτάτη : ὡς παρὰ Νικάνδρῳ : „ θερειτάτη ἵσταται ἀκτίς „ . παρὰ τὸ θέρειος : οὐδέποτε |
τὸν δὲ νότιον ἑξῆς ἀπὸ ζῳδιακοῦ μέχρι τοῦ ἀνταρκτικοῦ , συντάσσων τὰ μὲν ἑξῆς καθ ' ἕν , τὰ δὲ | ||
σκεπτόμενος τὴν δίκην , τουτέστι ταλαιπωρῶν καὶ μετὰ πολλοῦ καμάτου συντάσσων τὴν δίκην . ΓΘ ἀγρυπνῶν καὶ φροντίζων καὶ σκεπτόμενος |
ὅλον τὸν γῦρον ἀπὸτοῦ αὐγοῦ λευκόν . Εἶτα τρύπησον τὸν πάτον τοῦ ἐπάνω καυκίου με τίποτας ὅπου νὰ ποιήσῃς τρῦπαν | ||
τούτου οὖν ἡ ἀπόκρισις τῶν περιττῶν λέγεται ἀπόπατος . . πάτον λέγουσι μὲν καὶ τὴν πεπατημένην ὁδὸν , καὶ κατατετριμμένην |
τῶν ἀγυμνάστων . Κορύζας καὶ πταρμοὺς τοῖσι περὶ πλεύμονα καὶ προγενέσθαι καὶ ἐπιγενέσθαι , πονηρόν : τοῖσι δὲ λοιποῖσι πταρμὸς | ||
: εἰ δὲ ὄν , δεῖ αὐτὸ πρότερον ὑποστῆναι καὶ προγενέσθαι αἴτιον , εἶθ ' οὕτως ἐπάγειν τὸ ἀποτέλεσμα , |
τε δέμας μεμαῶτα λαφύξαι . ἔνθ ' εἴ τις σπεύδοντα παλίσσυτον εἰσενόησεν , οὔτε με περδίκεσσιν ἀελλοπόδεσσιν ἕπεσθαι , οὔτε | ||
καὶ μακρᾶς φερόμενον παρασύρειν τὴν γῆν . τοῦ δὲ κύματος παλίσσυτον ἐλαύνοντος ἐπὶ τὴν γῆν τὴν ἰλύν , συμβαίνειν τὴν |
μετώπῳ τοῦ ἀῤῥώστου ὕπνον αὐτῷ ἐπάξει . Εἰ δὲ βούλει θρίδακας ποιῆσαι φιαλωτὰς καὶ πολυφύλλους , καὶ μὴ ἐκκαυλεῖν , | ||
δ ' ἐφ ' αὑτοῦ χαιρέτω . καὶ πάλιν : θρίδακας , ἐλάταν , σχῖνον , . . . ῥαφανίδας |