ἴσα βαίνων ἐβάδιζε . ” Μένανδρος παρ ' αὐτὸν ἴσα βαίνους ' ἑταίρα πολυτελής . Ἴσαι ψῆφοι : Αἰσχίνης κατὰ
Ἀσπίδιον ἐπριάμην τι καὶ μαχαίριον . Παρ ' αὐτὸν ἴσα βαίνους ' ἑταίρα πολυτελής . Πικροῦ γέροντος αὐθεκάστου τὸν τρόπον
6241572 τιθυμαλλος
: καθαίρει δὲ κάτω μᾶλλον . Ὁ δὲ μυρτίτης καλούμενος τιθύμαλλος λευκός : τὸ μὲν φύλλον ἔχει καθάπερ ὁ μύρρινος
τοῦ ἀγρίου ῥίζα καὶ σκορπίουρον καὶ σησαμοειδὲς τὸ λευκὸν καὶ τιθύμαλλος ἡλιοσκόπιος καὶ τιθύμαλλος κυπαρισσίας καὶ τιθυμαλλίς καὶ χαμελαία καὶ
6163779 μετεπρεπε
καλαὶ δέ τε πᾶσαι : ὣς ἥ γ ' ἀμφιπόλοισι μετέπρεπε παρθένος ἀδμής . ἀλλ ' ὅτε δὴ ἄρ '
ὕπερθε βάλον βοὸς ἥ τ ' ἀγέλῃσιν Ἰδαίοις ἐν ὄρεσσι μετέπρεπε φερβομένῃσι . Τρῶες δ ' ὥς τε θύγατρα φίλην
6063071 ἱπποφαες
μὲν ἐν τοῖς αὐτοῖς τόποις , ἐν οἷς καὶ τὸ ἱπποφαές , καὶ αὐτὸ γναφικῆς ἀκάνθης εἶδος ὑπάρχον . ἔστι
θαλάσσιος ξηρός , πηγάνου ῥίζα , κνέωρον , ὀπός , ἱπποφαές , ἑφθῶν καρκίνων ποταμίων ἐν οἴνῳ πεπνιγμένων , γλυκυσίδης
6043495 ῥινης
. εἷς γὰρ τῶν δεδεμένων , οὐκ οἶδ ' ὅθεν ῥίνης εὐπορήσας καὶ συνωμότας πολλοὺς τῶν δεσμωτῶν προσλαβών , ἀποπρίει
' ἀγανῶπιν ἄτρωτον οἷά τε παρθενικῆς ἁπαλόχροος αἰνήσουσι . καιομένη ῥίνης δὲ δορὴ τρηχεῖα φαεινοῖς ὕδασι λειωθεῖσα φέρει φυμάτεσσιν ἀρωγήν
6035190 ἐπιγραμμασι
λύγον στεφανώσεως καὶ Νικαίνετος , ὁ ἐποποιὸς , ἐν τοῖς ἐπιγράμμασι , ποιητὴς ὑπάρχων ἐπιχώριος καὶ τὴν ἐπιχώριον ἱστορίαν ἠγαπηκὼς
τοῦτ ' αὐτὸ δεδώρηται . Φάλαικος δ ' ἐν τοῖς ἐπιγράμμασι γυναῖκά τινα ἀναγράφει πολυπότιν Κλεὼ ὄνομα : χρυσῷ τὸν
6012018 κλωνια
ἀλλὰ καὶ τάχιστα ἀποκάεται : λεπτὰ γὰρ καὶ αὐτὰ τὰ κλωνία καὶ ἁπαλὰ τῇ φύσει καὶ ὅλον τὸ δένδρον οὐ
ὀρθόν , ἐπὶ τῆς κορυφῆς ἔχον τρία ἢ τέτταρα νέα κλωνία ἀσινῆ , διεστηκότα ἀπ ' ἀλλήλων . οὕτω δὲ
6010822 ἰσχας
πεινῆν διδάσκει καὶ μαθητὰς λαμβάνει . εἷς ἄρτος , ὄψον ἰσχάς , ἐπιπιεῖν ὕδωρ . Ὦ Κλέων , παῦσαι φλυαρῶν
. παρὰ τὸ ἴσχω ἰσχνῶ ἰσχναίνω παραγώγως : ὅθεν καὶ ἰσχάς : γράφεται καὶ ἴσχανε , ἀντὶ τοῦ ἔπεχε πράυνε
5970416 κροκοεντα
καὶ γυναῖκά τινα ἀναγράφει πολυπότιν Κλεὼ ὄνομα λέγων : χρυσωτὸν κροκόεντα περισώσασα χιτῶνα τόνδε Διωνύσῳ δῶρον ἔδωκε Κλεώ , οὕνεκα
ἐπιγράμμασι γυναῖκά τινα ἀναγράφει πολυπότιν Κλεὼ ὄνομα : χρυσῷ τὸν κροκόεντα περιζώσασα χιτῶνα τόνδε Διωνύσῳ δῶρον ἔδωκε Κλεώ , οὕνεκα
5962012 ἰα
τὸ γὰρ βιαστικῶς τι πράττειν βία εἴρηται . τὸ δὲ ἴα παρὰ τὸ ἴς ἰνός , τὸ θηλυκὸν ἴα καὶ
ἔχει γὰρ ἐκ Διὸς καὶ Δήμητρος θυγατρὸς ἀρχήν , Φερσεφόνης ἴα πλεκούσης συμπαρουσῶν τῶν Ὠκεανοῦ θυγατέρων ὧν ὀνόματα ταῦτα ἐκ
5958335 τυρος
, δασύπους , ἔριφοι , . . τυρὸς χλωρός , τυρὸς ξηρός , τυρὸς κοπτός , τυρὸς ξυστός , τυρὸς
πάντα , γῆ Σαμία ἡ ἄπλυτος μετρίως , ἰός , τυρὸς ὀξυγαλάκτινος μετρίως , βούτυρον μετρίως , πυτία πᾶσα ,
5955684 ἡλιοσκοπιος
: ἔστι δ ' ἡ ἰδέα τῆς ἀπίου οἷος ὁ ἡλιοσκόπιος τιθύμαλλος , πλὴν ὅσα τῇ ῥίζῃ ἀπίου καρπῷ ἔοικεν
καὶ ἀπόθεσις τούτου ὁμοία τοῖς προειρημένοις . ὁ δ ' ἡλιοσκόπιος λεγόμενος ἀνδράχνῃ ὅμοια ἔχει τὰ φύλλα , λεπτότερα δὲ
5949171 Κυπρια
δένδρεα μακρὰ καὶ εἰνάλιοι καμασῆνες , καὶ ὅτι ὁ τὰ Κύπρια ποιήσας ἔπη , εἴτε Κύπριός τίς ἐστιν ἢ Στασῖνος
, Σικελίας ἅλωσις , Ἐπιθαλάμια , κύκλος , ὕμνοι , Κύπρια . γηραιὸς δὲ τελευτήσας ἐν τῇ νήσῳ τῇ Ἴῳ
5929922 περδιξ
, ἀλλ ' ἐπίγειοι , κονιστικοί , οἷον ἀλεκτορίς , πέρδιξ , ἀτταγήν , φασιανός , κορυδαλλός . Ἀγαθαρχίδης δὲ
φησὶ δ ' Ἀριστοτέλης περὶ τοῦ ζῴου τάδε : ὁ πέρδιξ ἐστὶ μὲν χερσαῖος , σχιδανόπους , ζῇ δὲ ἔτη
5927916 γαλεου
ὁ Λυγκεύς , ὃς ἐν τῷ πολυθρυλήτῳ ποιήματι περὶ τοῦ γαλεοῦ λέγει οὕτως : ἐν δὲ Ῥόδῳ γαλεὸν τὸν ἀλώπεκα
, θρῖον , φυλλάς , θύννου τεμάχη , γλάνιδος , γαλεοῦ , ῥίνης , γόγγρου : φοξῖνος ὅλος , κορακῖνος
5926008 πηχυαιος
“ Κἀμοί , ὦ Εὔκρατες , Ἱπποκράτης ἐστὶ χαλκοῦς ὅσον πηχυαῖος τὸ μέγεθος : οὗτος ἐπειδὰν μόνον ἡ θρυαλλὶς ἀποσβῇ
ἐστιν αὐτῶν Ἐφεσίας ἄγαλμα Ἀρτέμιδος καὶ ἐν ἑτέρῳ χαλκοῦς Πὰν πηχυαῖος ἐπίκλησιν Σκολείτας . μετεκομίσθη δὲ ἀπὸ λόφου τοῦ Σκολείτα
5904634 σμιλαξ
τῶν ὑψηλῶν δένδρων ἀνέρπει καὶ συμπέφυκεν αὐτοῖς , πολλὴ δὲ σμίλαξ πρὸς αὐτὸν τὸν πάγον ἀνατρέχει καὶ ἐπισκιάζει τὴν πέτραν
σμίλαξ , σμιλάκειος βλαστὸς διὰ τῆς ει διφθόγγου γραφόμενον : σμίλαξ δέ ἐστιν εἶδος φυτοῦ : ἐπὶ δὲ μέρους σωματικοῦ
5885884 δελφαξ
μ ' εὔφραιν ' ἢ μήτρης καλὰ πρόσωπα ἐκβολάδος , δέλφαξ δ ' ἐν κλιβάνῳ ἡδέα ὄζων . Σώπατρος δ
, ἀνασεισίφαλλος ἀνασυρτόλις βορβορόπη βολβίτου κασιγνήτην . † ὡς Ἐφεσίη δέλφαξ . [ στονόεσσαν ] ἀϋτήν ? ? [ [
5859571 γλανιδος
μοι , πίει ; τί φής ; θύννου τεμάχη , γλάνιδος , γαλεοῦ , ῥίνης , γόγγρου , κεφάλου ,
μοι , πίει ; τί φῄς ; Θύννου τεμάχη , γλάνιδος , γαλεοῦ , ῥίνης , γόγγρου , κέφαλος ,
5823617 τραπεζα
, ” ἔφη : “ οἷς μὲν γὰρ κύαθος καὶ τράπεζα θεωρεῖται ὀφθαλμοὺς ἔχεις : ᾧ δὲ τραπεζότης καὶ κυαθότης
, εὐθὺς ἀνεκλίνετο : παρῆν στέφανος ἐν τάχει : ᾔρετο τράπεζα . παρέκειθ ' ἅμα τετριμμένη μᾶζα χαριτοβλέφαρος . μύστακα
5820288 βριγκος
γαλεοῦ , ῥίνης , σαῦρος , φυκία , φυκίς , βρίγκος , φάγρος , μύλος , λεβίας , αἰολίας ,
βάτραχος , πέρκη , σαῦρος , τριχίας , φυκίς , βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ , τρυγών , σμύραινα ,
5814181 προπολος
με κόρᾳ Λατοῦς ἀνέθηκεν Ἀρίστα Ἑρμοκλειδαία τῶ Σαϋναϊάδα , σὰ πρόπολος , δέσποινα γυναικῶν : ᾇ σὺ χαρεῖσα πρόφρων ἁμετέραν
μυστηπόλος . πρόσκειται μὴ μετὰ προθέσεως συντιθέμενα διὰ τὸ ἀμφίπολος πρόπολος . . . . , . αἰπόλιον : τὰ
5813441 Πολις
Ὀρέστην φεύγοντα μετὰ τῆς ἀδελφῆς ἐκεῖσε τὴν κόμην ἀποκείρασθαι . Πόλις Κόμανα Θύιλλις : μεθερμηνεύεται σύσκια κατὰ τὴν Ἰώνων φωνήν
μαντεῖον τοῦ Ἀπόλλωνος Δωδώνης ] ἦν γὰρ ἐκεῖ δρῦς μαντευομένη Πόλις Αἰτωλίας ἡ Δωδώνη , ἔνθα Διὸς ἱερὸν ἦν ἔχον
5805545 φλομος
: ἤτοι ἡ μυρίχη ἤγουν ὁ μύριγγας . ἐθιοπὶς ἤτοι φλόμος μικρός . ἐβίσκου : ἡ ἀλθαία ἤτοι ὁ ἄγριος
καὶ ἀρνόγλωσσον ἡμέρα δʹ , ὥρα αʹ , Ἑρμοῦ , φλόμος καὶ πεντάφυλλον ἡμέρα εʹ , ὥρα αʹ , Διός
5801334 τριχιας
καρχαριῶν , νάρκη , βάτραχος , πέρκη , σαῦρος , τριχίας , φυκίς , βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ ,
δὲ δούλων πρόσωπα κωμικὰ πάππος , ἡγεμὼν θεράπων , κάτω τριχίας , θεράπων οὖλος , θεράπων Μαίσων , θεράπων Τέττιξ
5791449 κρατηρ
: περιεβέβλητο δὲ ἱμάτιον πορφυροῦν χρυσοποίκιλον . Προέκειτο δὲ αὐτοῦ κρατὴρ Λακωνικὸς χρυσοῦς μετρητῶν πεντεκαίδεκα καὶ τρίπους χρυσοῦς , ἐφ
ὥστε κατὰ λόγον τρίτον τῷ Διὶ σπένδεταί τε καὶ ὁ κρατὴρ τρίτος τίθεται . Σοφοκλῆς Ναυπλίῳ καὶ Διὸς σωτῆρος σπονδὴ
5788173 χρυση
. . χρυσῆ δὲ κιθάρα ἀντὶ τοῦ τιμία , ὡς χρυσῆ Ἀφροδίτη . σύνδικον Μοισᾶν κτέανον : συνῳδόν , οἱονεὶ
ἄμφοδον , καὶ ἡ τρίτη πρὸς μεσημβρίαν . Καὶ κλίνη χρυσῆ ἵστατο ἐν τῷ θαλάμῳ ἀποβλέπουσα πρὸς ἀνατολάς : καὶ
5780883 δαις
λέξις . δαί σύνδεσμος ἴσος τῷ δέ : “ τίς δαῖς , τίς δαὶ ὅμιλος ; ” “ πῶς δαὶ
φλεγμαίνουσι τράπεζα , ἐφ ' ᾗ πάρεισι κεκλημένοι πολλοὶ , δαῖς δὲ μέσον τοῦ διδόντος καὶ τοῦ λαμβάνοντός ἐστιν ,
5776747 ἠλακατηνες
οὗτοι , ἐπιτήδειοι εἰς ταριχείαν . Μένανδρος . κωβιός , ἠλακατῆνες καὶ κυνὸς οὐραῖον . Μνασέας ὁ Πατρεύς : Ἰχθύος
' ἀπείλημμαι μόνος . πρόσεισιν οἷον ἀψοφητὶ θρέμματος κωβιός , ἠλακατῆνες , κυνὸς οὐραῖον . ἆρ ' ἐστὶ τοῦτ '
5771438 ῥοδοις
ἀπολέσει καὶ ἄνδρα ποιήσεταί τινα τῶν ποιμένων ἐπὶ μήλοις ἢ ῥόδοις , ἀλλ ' ἐκείνην τε ποιῆσαι δέσποιναν οἰκίας καὶ
προσωποποιόν προυνίκους στράβωνες ὑπόξυλον αὕτη πόλις ἔσθ ' Ἑλληνὶς ἡ ῥόδοις ἴσην εὐωδίαν ἔχουσα χἄμ ' ἀηδίαν . τὰ γὰρ
5765525 σαυρος
, συνδυασθέντε συνηλθέτην ἐκ τῆς διαιρέσεως : καὶ ἑνωθεὶς ὁ σαῦρος , τοῦ μὲν πάθους τὸ ἴχνος αὐτῷ κατηγορεῖ ἡ
γαλεοῦ , ῥίνης , γόγγρου , κεφάλου , πέρκης , σαῦρος , φυκίς , βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ ,
5748061 μεμβρας
“ ὀρφώς ” , ὡς ταώς καὶ λαγώς . Γ μεμβρὰς δὲ εἶδος ἀφύας . εἴρηχ ' ] εἴρηκεν .
“ ὀρφώς ” , ὡς ταώς καὶ λαγώς . Γ μεμβρὰς δὲ εἶδος ἀφύας . εἴρηχ ' ] εἴρηκεν .
5735847 περκη
ἰχθύδια ὄντα , ἄβρωμα καὶ εὔφθαρτά ἐστιν , ἡ δὲ πέρκη τούτοις προσεοικυῖα κατὰ τόπους ὀλίγῳ διαλλάττει . οἱ δὲ
θαλαττίας ὕλης , καθάπερ ὁ Νειλαῖος κορακῖνος καὶ ἐν Ῥήνῳ πέρκη καὶ Τίβουρι λάβραξ , ὅς ἐστιν ἐπεστιγμένος . καὶ
5711260 δρακαινις
θρίττα , χελιδών , καρίς , τευθίς , ψῆττα , δρακαινίς , πουλυπόδειον , σηπία , ὀρφώς , κωβιός ,
θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς , ψῆττα , δρακαινίς , πουλυπόδειον , σηπία , ὀρφώς , κάραβος ,
5701604 θυμα
μὲν ὡροσκόπος ἐστὶν ὁ εὐχόμενος , τὸ δὲ δῦνον τὸ θῦμα ὃ προσφέρει , τὸ δὲ μεσουράνημα ὁ θεός ,
καὶ ” τῇ Πανδώρᾳ θύειν ὄϊν , καὶ ἐκαλεῖτο τὸ θῦμα ἐπίβοιον . “ ὁμοίως καὶ Στάφυλος ἐν αʹ τῶν
5700310 γαγατης
ἀντὶ λιβάθρου , τράκτυλος . ἀντὶ λίθου Ἀσίου , λίθος γαγάτης , κόπρος αἰγὸς ἢ ἅλες ἀμμωνιακοὶ κεκαυμένοι ἢ σανδαράχη
τῶν πολλὰς ἐχόντων ἕλμινθας μετὰ ἀνατροπῆς στομάχου . καὶ ὁ γαγάτης δὲ λίθος πάνυ ποιεῖ . καλῶς δὲ ποιεῖ ,
5697952 ἀρνειον
ἐτέχθη . τούτου δὲ ὑπονοθεύσας τὴν γυναῖκα Θυέστης ἔκλεψε τὸν ἀρνειόν . μὴ δυνηθεὶς οὖν κατὰ τὴν ὑπόσχεσιν δεῖξαι ὁ
ἐν Ἀττικαῖς λέξεσιν : ἄρνα , εἶτα ἀμνόν , εἶτα ἀρνειόν , εἶτα λιπογνώμονα , μοσχίαν δὲ τὸν πρῶτον .
5689708 κυπαρισσιας
δὲ παράλιος , ὁ δέ τις ἡλιοσκόπιος , ὁ δὲ κυπαρισσίας , ὁ δὲ δενδρώδης , ὁ δὲ πλατύφυλλος .
σκορπίουρον καὶ σησαμοειδὲς τὸ λευκὸν καὶ τιθύμαλλος ἡλιοσκόπιος καὶ τιθύμαλλος κυπαρισσίας καὶ τιθυμαλλίς καὶ χαμελαία καὶ κράμβη θαλασσία καὶ λαθυρὶς
5687783 χαλκη
τῶν κατηγοριῶν κοινὸς ὁ λόγος ὑπάρχει . ὥσπερ γὰρ ἡ χαλκῆ σφαῖρα γίνεται , ἀλλ ' οὐ τὸ εἶδος τῆς
τὸ ἐπίγραμμά τινες τὸ ἐπὶ Μίδᾳ τοῦτόν φασι ποιῆσαι : χαλκῆ παρθένος εἰμί , Μίδα δ ' ἐπὶ σήματι κεῖμαι
5686533 τευθις
κατῃσίμωται πάντα τἀκροκώλια , νενωγάλισται σεμνὸς ἀλλᾶντος τόμος , παρεντέτρωκται τευθὶς ἐξωπτημένη , παρεκλέλαπται σταμνί ' ἐννέ ' ἢ δέκα
ὡς ἁπαλὰ καὶ μαλακὰ , οἷον πολύπους , σηπία , τευθὶς , ἀκαλήφη , καὶ εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον :
5685800 λεβιας
κόκκυξ , τρυγών , σμύραινα , φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών ,
βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ , φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρίττα , χελιδών ,
5669387 ὀρφως
μορίων ταχεῖαν λέγων γίνεσθαι τοῖς ἰχθύσι τὴν αὔξησιν , καὶ ὀρφώς , φησίν , ἐκ μικροῦ γίνεται μέγας ταχέως .
' ἕτερα δὲ τῇ γλώττῃ λέγει . Ὁδὶ μὲν Ἀναγυράσιος ὀρφώς ἐστί σοι . τούτῳ φίλος Μυνίσκος ἔσθ ' ὁ
5661092 αἰολιας
φυκίς , βρίγκος , φάγρος , μύλος , λεβίας , αἰολίας , θρίττα , χελιδών , δρακαινίς , πουλυπόδιον .
σμύραινα , φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς ,
5658880 τρυγων
, ἰχθύων οἱ πετραῖοι πάντες , κωβιός , νάρκη , τρυγών . παντὸς γένους τῶν πτηνῶν ὀρνίθων ἡ σὰρξ παραβαλλομένη
ἕνεκεν ληφθέν . ξιφίαι : γράφεται ξιφίου . τρυγόνες : τρυγών . Πρόσθε : πρότερον . ἐπάσαντο : ἔφαγον .
5658298 μελιηδεα
? [ ] ? ? ? ? [ ] νεαρῶν μελιηδέα ? βότρυν ἀείρεις : ἐκ ? σέθεν ? ?
ἄρα πᾶσιν ἐπισταδόν : οἱ δὲ θεοῖσι λείψαντες μακάρεσσι πίον μελιηδέα οἶνον . αὐτὰρ ἐπεὶ σπεῖσάν τε πίον θ '
5657061 πηκτος
οὐκ εὐθυσκόπου ὀχεῖα πόντια παμβῶτις ἐλπίς παρεμβάλοιτο κλῆρον περισπερχοῦς βοῆς πηκτὸς θάνατος ποιναῖς ἐφικταῖς πολλὴ φαρέτρα πόντια ῥάκη πρέμνον ἑστίας
παμβῶτις † τύχη † ˈ ἐλπίς παρεμβάλοιτο κλῆρον περισπερχοῦς βοῆς πηκτὸς θάνατος Ποιναῖς ἐφικταῖς πολλὴ φαρέτρα πόντια ῥάκη πρέμνον ἑστίας
5655275 ἐγχελειον
τὸν γαλεόν ; ἐν ὑποτρίμματι ζέσαι . τὸ δ ' ἐγχέλειον ; ἅλες , ὀρίγανον , ὕδωρ . ὁ γόγγρος
οὐδὲ σχαδόνες , οὐδ ' ἠτριαῖον δέλφακος ; οὐδ ' ἐγχέλειον , οὐδὲ κάραβον μέγαν γυναιξὶ κοπιώσαισιν ἐπεκουρήσατε ; Ὦ
5654558 μυλλος
τρίγλη , κόκκυξ , τρυγών , σμύραινα , φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα ,
φυκίς , βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ , φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα ,
5637781 λαγυνος
ἥμισυ δ ' οἴνου , Ἀρχῖν ' , ἀτρεκέως ἥδε λάγυνος ἔχει . λεπτοτέρης δ ' οὐκ οἶδ ' ἐρίφου
: τὸν μεστὸν ἡμῖν φέρε λάγυνον , καί : δυσχερὴς λάγυνος οὗτος πλησίον ὄξους . καὶ Δίφιλος : λάγυνον ἔχω
5634958 γειναμενη
, πολυλλίστη βασίλεια , εὔτεκνον Ζηνὸς γονίμην ὠδῖνα λαχοῦσα , γειναμένη Φοῖβόν τε καὶ Ἄρτεμιν ἰοχέαιραν , τὴν μὲν ἐν
τοῖς δὲ προθύμως ἀγωνισαμένοις κάλλιστος μὲν στέφανος πόλις ἥδε ἡ γειναμένη στᾶσα ὀρθή , καλὸς δὲ καὶ ὁ παρὰ τῶν
5633642 οἰνοχοει
πυνθάνεται βασιλεὺς Ἀρτεμβάρεω ὁπόθεν εἴη ὁ νεανίσκος . Ὡς καλῶς οἰνοχοεῖ . Ὁ δ ' εἶπεν : Ὦ δέσποτα ,
τοῖς γάμοις . παρὰ δὲ τῇ καλῇ Σαπφοῖ καὶ Ἑρμῆς οἰνοχοεῖ τοῖς θεοῖς . καὶ ταῦτα δὲ παρεσκεύαζον τοῖς δειπνοῦσιν
5625279 δασυπους
πικροῦ . Τί τοῦτο ; ποδαπὸς οὗτος ; χελιδόνειος ὁ δασύπους , γλυκεῖα δ ' ἡ μίμαρκυς . Ἅψαντες λύχνον
, κάπρος ἐκτομίας , ὗς οὐ τομίας , δέλφαξ , δασύπους , ἔριφοι , . . . . τυρὸς χλωρός
5614752 ἐχιδνα
ποντία κύων , Σφίγξ , Ὕδρα , λέαιν ' , ἔχιδνα , πτηνά θ ' Ἁρπυιῶν γένη , εἰς ὑπερβολὴν
συνεγειρομένη μέριμνα , συμπλεκομένη ἀσέλγεια , συγκοιμωμένη λέαινα , ἱματισμένη ἔχιδνα , αὐθαίρετος μάχη , συγκοιμωμένη ἀκρασία , καθημερινὴ ζημία
5611842 ἀμαρακος
ξυλωδέστερον πολὺ τοῦτο καὶ ξηρότερον καὶ αὐχμωδέστερον . Ὁ δὲ ἀμάρακος ἀμφοτέρως φύεται , καὶ ἀπὸ παρασπάδος καὶ ἀπὸ σπέρματος
ἀγρίᾳ πρὸς τοὺς ὑδεριῶντας . θύμον δὲ καὶ ἐπίθυμον καὶ ἀμάρακος καὶ ὀρίγανος ἢ κονίλη μελάνων εἰσὶ καὶ φλεγματωδῶν κάθαρσις
5611303 ἐπιθεισα
δ ' αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα , εἴδατα πολλ ' ἐπιθεῖσα , χαριζομένη παρεόντων : δαιτρὸς δὲ κρειῶν πίνακας παρέθηκεν
δ ' αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα , εἴδατα πόλλ ' ἐπιθεῖσα , χαριζομένη παρεόντων . αὐτὰρ ὁ πῖνε καὶ ἦσθε
5609191 χρυσοκολλα
Τοῦτο δὲ καλεῖται ὕδωρ θεῖον , καὶ ὑδράργυρος , καὶ χρυσόκολλα , καὶ θεῖον ἄπυρον . Καὶ ὅσα ἄλλα ὀνόματά
ἀγῶνα παγξενεὶ κηρύσσεται , χαλκηλάτους λέβητας ἐκτιθεὶς φέρειν καὶ κοῖλα χρυσόκολλα καὶ πανάργυρα ἐκπώματ ' , εἰς ἀριθμὸν ἑξήκοντα δίς
5607945 χαμαιπιτυς
ἄρκτιον , ὀξαλίδες , λύκαψος , κίκαμα , ὄρδειλον , χαμαίπιτυς , καυκαλίδες , σταφυλῖνος ἄγριος , τρέμιθος , ἄγριον
μῆον , φοῦ , πετροσέλινον , ἄγρωστις , κασία , χαμαίπιτυς , πόλιον : τούτων ἕκαστον ἕψειν ἐν ὕδατι καὶ
5604756 κοκκυξ
ὑποθυμίς , περιστερά , νέρτος , ἱέραξ , φάττα , κόκκυξ , ἐρυθρόπους , κεβλήπυρις , πορφυρίς , κερχνῄς ,
ὀστοῦν , οἱ δ ' ὑποσπόνδυλον . τούτου τὸ ἄκρον κόκκυξ καλεῖται . τῆς δ ' ὀσφύος τὰ παρ '
5603678 ἀγελαιος
καὶ ἡδονῆς , ἃ περίβλεπτα καὶ περιμάχητα ὁ πολὺς καὶ ἀγελαῖος ἀνθρώπων ὄχλος κρίνει δεδεκασμέναις μὲν ἀκοαῖς , δεδεκασμένῳ δὲ
: τῶν χερσαίων δ ' ὑμῖν ἥξει ταυτί : βοῦς ἀγελαῖος , ταῦρος ὑληβάτας , αἲξ οὐρανία , κριὸς τομίας
5603170 γογγρου
, τευθὶς σακτή , συνόδων ὀπτός , γλαύκου προτομή , γόγγρου κεφαλή , βατράχου γαστήρ , θύννου λαγόνες , βατίδος
δὲ ταῦτα κυρῶ φράζων καὶ πρὸς σέ , Κλέαινε . γόγγρου μὲν γὰρ ἔχεις κεφαλήν , φίλος , ἐν Σικυῶνι
5601782 τομιας
παρὰ τῷ αὐτῷ Ἀλκαίῳ ἐν ἑβδόμῳ : σὺ δὲ σαύτῳ τομίας ἔσῃ . ἀλλὰ σαύτω μετέχων ἄβας πρὸς πόσιν .
οὐρανία , κριὸς τομίας , κάπρος ἐκτομίας , ὗς οὐ τομίας , δέλφαξ , δασύπους , ἔριφοι , . .
5598163 λαγῳα
ἄμυλος ἐγκύμων , κίχλαι ἑκκαίδεχ ' ὁλόκληροι μέλιτι μεμιγμέναι , λαγῷα δώδεκ ' ἐπισέληνα . τἄλλα δὲ ἤδη τάδ '
μεθόδῳ χρῆται πρὸς Κλέωνα , καὶ ἁρπάζων τὰ τοῦ Κλέωνος λαγῷα δίδωσι τῷ Δήμῳ . ΓΓΘ ἄλλως : ἀπατήσας Ἀγοράκριτος
5593696 Παρος
Ἴσσα , Τραγούριον , Ἰσσέων κτίσμα , Φάρος ἡ πρότερον Πάρος , Παρίων κτίσμα , ἐξ ἧς Δημήτριος ὁ Φάριος
τὸν ἀοιδὸν ὀδύρατο Τήιον ἄστυ : σὲ πλέον Ἀρχιλόχοιο ποθεῖ Πάρος , ἀντὶ δὲ Σαπφοῦς εἰσέτι σεῦ τὸ μέλισμα κινύρεται
5591474 ἡδυσμασιν
τῶν ἰατρῶν ἠπιώτεροι τὰ φάρμακα πρὸς τὴν αἴσθησιν ἐπικρύπτονται τοῖς ἡδύσμασιν . ἔστι δέ σοι καὶ τῆς ἐκ τοῦ πλούτου
, ὁ δ ' ἐπιτέτακται τοῖς περὶ αὐτὰ τὰ ὄψα ἡδύσμασιν . πάντες δέ εἰσιν εὐνοῦχοι , ἐπειδὴ ὁ φιλήδονος
5589996 ἑρπυλλος
βότρυες , σῦκα , μῆλα , κράνειαι , ῥόαι , ἕρπυλλος , μήκων , ἀχράδες , κνῆμος ἐλᾶαι , στέμφυλα
καὶ ἡ σικύα καὶ ἄλλ ' ἄττα καὶ τῶν ἐλαττόνων ἕρπυλλος , ἰασιώνη : πάντα γὰρ ταῦτα ζῇ πρὸς ἑτέρῳ
5588260 ἐπιγραμμασιν
. ΥΚΑΙ . [ καὶ ] τὸν ὕκην Καλλίμαχος ἐν ἐπιγράμμασιν ἱερὸν ἰχθὺν καλεῖ διὰ τούτων : θεὸς δέ οἱ
καὶ λόφον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς , ὡς δηλοῖ Ποσείδιππος ἐν ἐπιγράμμασιν . ἤσθιε δὲ καὶ αὐτὴ λίτρας μὲν κρεῶν δώδεκα
5584543 βολβος
ἡ ῥίζα καὶ μᾶλλον καυθείσης ἡ τέφρα , ἀτράφαξυς , βολβός , βράθυ , βρύον τὸ καὶ σπλάγχνον , δαῦκος
. . γογγυλίς , ὦχρος , λάθυρος , φηγός , βολβός , τέττιξ , ἐρέβινθος , ἀχράς , τό τε
5582881 σανδυξ
, ἀνελόμενός τε χρῶ . τὸ δ ' οὕτως σκευασθὲν σάνδυξ ὑπό τινων προσαγορεύεται . πλύνεται δὲ τὸ ψιμύθιον ὁμοίως
μολύβδαινα μετρίως , μόλυβδος ἄκαυστος καὶ κεκαυμένος , ψιμύθιον , σάνδυξ μετρίως , τυρὸς ὁ μαλακὸς καὶ νεοπαγὴς μετρίως .
5578695 τμητος
, εἶτα τομῶ καὶ συγκοπῇ τμῶ τμήσω τέτμηκα τέτμημαι τέτμηται τμητός καὶ ἄτμητος ' . . . . ἀτμός :
τυρὸς ξηρός , τυρὸς κοπτός , τυρὸς ξυστός , τυρὸς τμητός , τυρὸς πηκτός . Ἐν ὅσῳ δ ' ἀκροῶμαί
5572823 κεδνη
κοὐ χείρονα λήψῃ ταύτης : ἐν δὲ Τέῳ χείρω , κεδνὴ δὲ καὶ αὐτή : ἐν δ ' Ἐρυθραῖς ἀγαθὴ
τὸν ἑκατέρας ἐλατῆρα , ὡς ἀμφίπολος δ ' ἄρα οἱ κεδνὴ ἑκάτερθε παρέστη : οὐ μία ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν
5570553 ἀμφιπολος
ὁ κατὰ πολεμικὴν περίστασιν ἁλοὺς καὶ εἰς δουλείαν ταχθείς . ἀμφίπολος δὲ καὶ ἄρσενος καὶ θηλείας ὄνομα . ἄτμενος δὲ
ἐν τῇ αὐτῇ οἰκίᾳ οἰκεῖν . . χέρνιβα δ ' ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε . † ) χερόνιπτρα . . Ω
5569779 αἰδοιη
κεῖνα καὶ Ἑλλάδα γαῖαν ἵκηαι , τιμήεσσα γυναιξὶ καὶ ἀνδράσιν αἰδοίη τε ἔσσεαι , οἱ δέ σε πάγχυ θεὸν ὣς
δ ' αἰδοῖος ἀλήτης ” καὶ “ σῖτον δ ' αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα . ” αἰχμηταί οἱ μαχηταί .
5565758 κονυζα
Ἔνθα πεφύκασι λύγοι αἱ ὑπό τινων λεγόμεναι ἄγνοι , ἢ κόνυζα , ἢ ὄθλεις , ἢ κάλαμοι , ἢ κολύμβατος
ἄγνου βρύον καὶ τὸ ὀνόγυρον . Ἔτι μὴν καὶ ἡ κόνυζα ἰσχύει τὰ αὐτὰ καὶ ῥοιᾶς δὲ ὁμοίως κλάδοι ,
5561207 ἰοις
γε μὴν κεφαλὴν ἀνθέμοις ἐρέπτομαι , λειρίοις ῥόδοις κρίνεσιν κοσμοσανδάλοις ἴοις καὶ σισυμβρίοις ἀνεμωνῶν κάλυξί τ ' ἠριναῖς ἑρπύλλῳ κρόκοις
παρ ' ἐμοὶ ἡθροισμένων , οὓς σὺ λαβὼν εὐθὺς ἂν ἴοις , καὶ αὐτὸς δ ' ἂν ἔχων τὴν ἄλλην
5559911 ὀξυγαλακτινος
, ἰός , κύανος , κιννάβαρι , χρυσοκόλλα , τυρὸς ὀξυγαλάκτινος μετρίως , βούτυρον μετρίως , πυτία , πᾶσα κόπρος
ἢ ἀμπέλου ἢ τεύτλου ἢ θριδακίνης : ὁ δ ' ὀξυγαλάκτινος τυρὸς καὶ τὰ μείζονα ὁμοίως ἐπιτεθείς . κολλῶσι καὶ
5541307 διαχρυσος
χρυσόν , ἵν ' ᾖ τὸν τίμιον , ἢ ὅτι διάχρυσος ἦν τῇ κατασκευῇ ὁ χαλινός : δαμάζοντα δὲ τὸ
καὶ παρέκειτο καὶ τούτῳ [ σπάργανα ] γνωρίσματα : μίτρα διάχρυσος , ὑποδήματα ἐπίχρυσα , περισκελίδες χρυσαῖ . Θεῖον δή
5538080 λιβανος
δὲ λιτουργεῖν κακὰ λέγειν . λίβανος καὶ λιβανωτὸς διαφέρει . λίβανος μὲν γὰρ κοινῶς καὶ τὸ δένδρον καὶ τὸ θυμιώμενον
χελωνάρια ὀλίγα καὶ μοκρότου , ἧττον τοῦ Μουνδιτικοῦ , καὶ λίβανος ὁ περατικὸς , ἐλέφας δὲ καὶ σμύρνα σπανίως .
5536649 θρᾳττα
οὕτως : μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς . Δωρόθεος δ
φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς , ψῆττα ,
5535848 κροκῳ
, γευομένῳ στυπτικαί . Τραγοπώγων : καυλὸς βραχύς : φύλλα κρόκῳ ὅμοια : ῥίζα μακρά , γλυκεῖα : ἐπὶ δὲ
τρίτηϲ δὲ ὁ κρόκοϲ οἴνῳ . τινὲϲ δὲ ϲὺν τῷ κρόκῳ καὶ ἑτέραϲ ε # ϲμύρνηϲ προϲτιθέαϲιν , διαϲειρώϲαντεϲ δὲ
5535657 φιαλη
. Διὰ τί , ὦ Λυκῖνε ; Ὅτι ἄδηλον εἰ φιάλη τὸ ἀπολόμενον ἦν . εἰ δὲ καὶ τοῦτο ὑπὸ
ἄμφωτις , σκύφος , κύλιξ , κώθων , καρχήσιον , φιάλη . Ἀχαιὸς δὲ ὁ Ἐρετριεὺς ἐν Ἀλκμαίωνι ἀντὶ τοῦ
5535328 Ἐπιγραμμασιν
κατὰ τὴν λύγον στεφανώσεως καὶ Νικαίνετος ὁ ἐποποιὸς ἐν τοῖς Ἐπιγράμμασιν , ποιητὴς ὑπάρχων ἐπιχώριος καὶ τὴν ἐπιχώριον ἱστορίαν ἠγαπηκὼς
καὶ ἐπὶ τὸν στέφανον ἀγωνιζομένους , καθὼς ἐν τοῖς Σιμωνίδου Ἐπιγράμμασιν ἰδεῖν ἔστιν οὕτως καλουμένου : Φοῖβον , ὃς ἁγεῖται
5531168 ὑακινθος
μελίχλωρον : μελίχρουν καὶ οὐ λίαν μέλαιναν . ἁ γραπτὰ ὑάκινθος : τὴν γραπτὴν ὑάκινθόν φασιν ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ
ὡσεὶ χιὼν καὶ αἱ πτέρυγες αὐτῶν ὡς πορφύρα καὶ ὡς ὑάκινθος ⌈ καὶ ὡσεὶ νήματα χρυσοῦ ⌉ καὶ ἦσαν διαδήματα
5530390 πλακους
συλλαβῇ . Ταῦτα μὲν περὶ τοῦ τιμῆς . Τὸ δὲ πλακοῦς πλακοῦντος καὶ Σιμοῦς Σιμοῦντος γέγονε τοῦτον τὸν τρόπον :
θᾶττον πλέκειν κέλευε πόρκων πυκνοτέρους . τράγημα , μυρτίδες , πλακοῦς , ἀμύγδαλα . ἐγὼ δὲ ταῦθ ' ἥδιστά γ
5529724 τραγῳ
οὕτως ζήτησον . Τὰ λαλοῦντα στρουθία πολλοῦ πωλεῖται . Τῷ τράγῳ ὁ ἔριφος ἔλεγεν : “ ὦ πάτερ μου ,
, ὡς λάθοι , καὶ διὰ τοῦτο ὅμοιος ἀπέβης τῷ τράγῳ . Νὴ Δία , μέμνημαι ποιήσας τοιοῦτόν τι .
5528118 ὑμεναιοις
εἰς Ἀίδαο κατοιχομένου Κορύθοιο ὅν τε καὶ ἁρπακτοῖσιν ὑποδμηθεῖς ' ὑμεναίοις Τυνδαρὶς αἴν ' ἀχέουσα κακὸν γόνον ἤρατο βούτεω .
ἀκλινέως κατέμαρψαν ἐοικότε Βελλεροφόντῃ , μήνην ? ? ἀμφιέπουσιν ἀγαλλομένην ὑμεναίοις [ πυροφόρου ] ? ? ? χαρίεντας ἐπ '
5527493 μηκων
λιβανωτίδες αἱ τρεῖς , μελάνθιον , μηδίου τὸ σπέρμα , μήκων κερατῖτις , μυρρίδος ἡ ῥίζα , ὀνωνίδος ὁ φλοιός
, ὀμφάκιον , κεδρίδες , κάρυα , σεῦτλον λευκόν , μήκων , σίλφιον , βάλσαμον , σαγαπηνόν , πάνακες ,
5526794 κυλιξ
. παρὰ Παφίοις τὸ ποτήριον : καὶ ἡ μασθαλὶς δὲ κύλιξ τις . νεστορίς . περὶ τῆς ἰδέας τοῦ Νέστορος
τὰς λαγόνας ἱκανῶς βαθυνομένη ὦτά τε ἔχει βραχέα ὡς ἂν κύλιξ οὖσα . καὶ μήποτε Ἄλεξις ἐν Ἡσιόνῃ θηρικλείῳ ποιεῖ
5525849 Γαλατης
Γαλατῶν αὖθις ἐπλησίαζε τῷ Σύλλᾳ . καὶ συνιόντων τῶν στρατῶν Γαλάτης ἀνὴρ μεγέθει μέγας προδραμὼν προυκαλεῖτό τινα Ῥωμαίων ἐς μάχην
ὅθεν ὡς παράδοξα ἐπεχρησμῴδει τῷ ἑαυτοῦ βίῳ τρία ταῦτα : Γαλάτης ὢν ἑλληνίζειν , εὐνοῦχος ὢν μοιχείας κρίνεσθαι , βασιλεῖ
5519100 ἀνεμωναι
, ἐρέβινθοι , αἰγεία κόπρος . τὰς δὲ λέπρας ἀφιστᾶσιν ἀνεμῶναι προστιθέμεναι , ἐλλέβορος , ἀμπέλου λευκῆς ῥίζαι . Μιχθέντων
ἔλαιον παλαιόν , ἀβρότονον κεκαυμένον . Τὰ δριμέα πάντα , ἀνεμῶναι πᾶσαι , σκόροδον , κρόμμυον , ταύρου χολή ,
5515782 πυριτης
διὰ χρυσὸν , καὶ περὶ χρυσόν : τοιοῦτον ὄνομα ὁ πυρίτης ἐστὶν , ὅστις καλῶς λίθος λευκανθεὶς κατὰ τὸ θεῖον
, καὶ καδμία ὀπτὴ , καὶ σανδαράχη ἄπυρος , καὶ πυρίτης λευκανθεὶς , καὶ ψιμύθιον ἅμα θείῳ ὀπτηθέν . Τὸν
5513945 κισσος
ὁ κισσοφόρος , ἤγουν ὁ Διόνυσος , ᾧ ἐστιν ὁ κισσὸς ἀφιερωμένος . λέγουσι δὲ τετάχθαι , ἤγουν κεκυρῶσθαι ,
τῆς στρατηλασίης καὶ ὁ Μηρὸς τὸ ὄρος , καὶ ὁ κισσὸς ὅτι ἐν τῷ ὄρεϊ τούτῳ φύεται : καὶ αὐτοὶ
5511734 χλωροις
ἄλλως : τὸ παλαιὸν ἐφυλλοβόλουν τοὺς νικηφόρους τοῖς τῆς γῆς χλωροῖς . αὐτίκα δ ' Ἀελίου : εὐθέως δὲ ὁ
αὐτὸν δεῖπνα παραιτεῖσθαι . ἔχαιρε δέ , φασί , σύκοις χλωροῖς καὶ ἡλιοκαΐαις . Διήκουσε δέ , καθάπερ προείρηται ,
5511492 Γαληνη
Πατρεύς φησι : Ἰχθύος δὲ γίνεται καὶ Ἡσυχίας τῆς ἀδελφῆς Γαλήνη καὶ Μύραινα καὶ Ἠλακατῆνες . ΘΥΝΝΟΣ . τοῦτόν φησιν
ἡ Μοῖρα τῆς Νεφέλης πολλῷ δυνατωτέρα . Εἶδες , ὦ Γαλήνη , χθὲς οἷα ἐποίησεν ἡ Ἔρις παρὰ τὸ δεῖπνον
5509542 ἑσασθαι
τ ' ἐφύπερθε τάπητας χλαίνας τ ' ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἕσασθαι . αἱ δ ' ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ
, καί νύ κέ οἱ θηητὰ καὶ ἄμβροτα τεύχε ' ἕσασθαι δώσω , ἃ καὶ μακάρεσσι μέγ ' εὔαδεν ἀθανάτοισιν
5507855 κορακινος
. οὗτος δέ , φησί , καλεῖται καὶ ὀξύρυγχος . κορακῖνος δ ' ὁ ἐκ τοῦ Νείλου : ἥττων δ
περὶ ζῴων ἢ ἰχθύων . θρίσσα ἐγκρασίχολος , μεμβράς , κορακῖνος , ἐρυθρῖνος . τριχίδων δὲ Εὔπολις : ἐκεῖνος ἦν
5506952 ἀκροκωλια
γάρ ῥ ' ἀδέεσσι : δάμνα μιν ζωμός τε μέλας ἀκροκώλιά θ ' ἑφθά , παῖς δέ τις ἐκ Σαλαμῖνος
, βιάζετο γὰρ ἀδέεσσι : δάμνα μιν ζωμός τε μέλας ἀκροκώλιά θ ' ἑφθά . παῖς δέ τις ἐκ Σαλαμῖνος
5498843 εὐστομος
ὁ δ ' ἀρτιάλωτος καὶ μὴ ζωγρείοις ἐγκεκλεισμένος πολλοῖς ἐγκάτοις εὔστομος , ἐπιπολαστικός , εὔφθαρτος . σινόδους σκληρόσαρκος μέν ,
εὐέκκριτος . τρίγλα ἐπιφανεστάτη ὄψων , εὐστόμαχος , εὔχυλος , εὔστομος : πλακώδης σάρξ , δύσφθαρτος , μετρία πρὸς ἐκκρίσεις
5498229 δρακαινα
καὶ θῆλυς ἔφυς , πολεματόκε , μῆτι , αἰολόμορφε , δράκαινα , φιλένθεε , ἀγλαότιμε , Φλεγραίων ὀλέτειρα Γιγάντων ,
' ἀσπαίροντας ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσι ἐν τοῖς φονικοῖς τόποις . δράκαινα : δράκαιναν λέγει τὴν Κλυταιμνήστραν . ἢ δράκαινα ἀντὶ
5496352 χαριζομενη
ποιεῖν εἰωθώς . Ἡ διάλεξις μῆκος ἀποστρέφεται λόγου τῷ νυμφίῳ χαριζομένη καὶ μιμουμένη τῶν τελουμένων τὴν ἡδονὴν ἁβροτέροις ἀνθεῖ διηγήμασιν
αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα , εἴδατα πόλλ ' ἐπιθεῖσα , χαριζομένη παρεόντων . [ δαιτρὸς δὲ κρειῶν πίνακας παρέθηκεν ἀείρας
5495146 χαριεσσα
: ὀξέος ὀξεῖα , τάλανος τάλαινα , χα - ρίεντος χαρίεσσα . Ῥόδιος δὲ Ῥοδία καὶ Σάμιος Σαμία . διὸ
ἦρ ' ἔτι παρθενίας ἐπιβάλλομαι ; ὦ κάλα , ὦ χαρίεσσα δώσομεν , ἦσι πάτηρ θυρώρωι πόδες ἐπτορόγυιοι , τὰ
5490057 βατων
ϲὺν γάλακτι πίνειν ἢ πολυγόνου χυλὸν ἢ ἀμπέλου ἀκρεμόνων ἢ βάτων ἢ νάρθηκοϲ ἁπαλοῦ τῆϲ ἐντεριώνηϲ ἢ μύρτων μετ '
ἀϲφοδέλου ἡ ῥίζα καὶ μᾶλλον ἡ τέφρα βαλαύϲτιον πάνυ τῶν βάτων ὁ ἄωροϲ καρπὸϲ δρυὸϲ πάντα τὰ μόρια φηγοῦ ὁμοίωϲ

Back