. . Ἀπαυρῶ : τὸ ἀφελῶ : ἀπὸ τοῦ αἴρω αὐρῶ , ὡς κλαίω κλαύσω καὶ † παίω παύσω , | ||
χωρισμὸν δηλούσης . . . ἀπούρας : ἀφελόμενος : ἔστιν αὐρῶ , τὸ ἀπολαύω , ὁ μέλλων ἀπούρας . οἱ |
] τῶν πολεμίων . θΞ πευθὼ ] ἀγγελίαν . θΞ πευθὼ ] μάθησιν . πευθὼ ] ἐξαγγελίας , μάθησιν , | ||
μάθησιν , ἀκοήν . πευθὼ ] ἀγγελίαν , μάθησιν . πευθὼ ] φήμην . ὦ φίλαι ] + πρὸς ἀλλήλας |
, . . . + . ἀσπασίως : ἀπὸ τοῦ ἀσπάζω ἀσπάσω ἀσπάσιος καὶ ἀσπασίως . ἀσπαστόν : τοῦ ἀσπάζω | ||
. . Ἀσπασίως : προσηνῶς , φιλοφρόνως : ἀπὸ τοῦ ἀσπάζω , ἀφ ' οὗ ῥηματικὸν ὄνομα ἀσπαστός καὶ τὸ |
, ἐξ οὗ τὸ ” ἀπέκτατο ” , οὗ παράγωγον κταίνω καὶ ἀποβολῇ τοῦ τ καίνω : καὶ μεταθέσει τοῦ | ||
κτῶ ἐστὶ ῥῆμα , δηλοῦν τὸ φονεύω . οὗ παράγωγον κταίνω , καὶ ἀποβολῇ τοῦ τ , καίνω , καὶ |
ἀφίγμεθα ' . . . . ἀφίει : ἔστι ῥῆμα ἱῶ , ὅπερ γέγονεν ἀπὸ τοῦ ὦ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν ἱῶ | ||
ἱῶ , ὅπερ γέγονεν ἀπὸ τοῦ ὦ καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν ἱῶ , ὁ παρατατικὸς ἵουν ἵεις ἵει καὶ ἐν συνθέσει |
ἀλήτης . οὕτως † Φίλων εἰς τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . ἀλίτης δὲ διὰ τοῦ ι γράφεται , εὗρον ἐγώ , | ||
ἀλιτῶ , τὸ λιτῆς καὶ ἱκεσίας στερεῖσθαι : ὅθεν καὶ ἀλίτης , ὁ ἁμαρτωλός , παρὰ τὸ μὴ ἔχειν λιτήν |
μᾶλλον διηγέρθησαν εἰς μάχην . , ΗΙΣΑΝ . Κανόνισον : εἴω τὸ πορεύομαι , ὁ μέλλων εἴσω , ὁ ἀόριστος | ||
ὡς ἐκέλευσεν , σὺν τῷ ι γράφονται : ἔστι γὰρ εἴω διὰ τῆς ει διφθόγγου , ὡς παρὰ Σώφρονι : |
ἐπίρροθον ] αὐξητικόν . . ὅ τοι κατόπτης ] ὁ ἐπιτηρητὴς τοῦ στρατοῦ ἤγουν ὁ ἄγγελος φέρει ἡμῖν , ὦ | ||
. θύνοντας : ὁρμῶντας . ἐπίσκοπος : ἐπιτηρητὴς , ὁ ἐπιτηρητὴς τῆς παλαίστρας . Κομιδῆς : καὶ ἐπιμελείας . μέληται |
ἐξ αὐτοῦ κνῶ , ἀφ ' οὗ καὶ κναίω καὶ ἀποκναίω : ἐγκόπτοντες γὰρ ἔργου , οἱονεὶ κεῖνται ἀργοὶ καὶ | ||
καίνω : καὶ μεταθέσει τοῦ ν κναίω : καὶ σύνθετον ἀποκναίω . . . . . . ἀπολαύω , , |
ὃ σημαίνει : τὸ ἀπολαῦσαι , ἀπὸ τοῦ ὀνῶ τὸ ἀπολαύω , τὸ θέμα ὄνημι , τὸ παθητικὸν ὄναμε : | ||
, καὶ ἀπολαύω . . . . , . : ἀπολαύω : λῶ ἐστι τὸ θέλω : Θεόκριτος : „ |
οὖν Φιλοξένῳ συγκατατίθεσθαι , ὅτι ἀπὸ τοῦ κνῶ γίνεται παράγωγον κναίω τὸ σημαῖνον τὸ διαφθείρειν , ὡς Ἀριστοφάνης Ἱππεῦσιν : | ||
καὶ ἀποβολῇ τοῦ τ καίνω : καὶ μεταθέσει τοῦ ν κναίω : καὶ σύνθετον ἀποκναίω . . . . . |
σφαγὴν δεχομένης φλεβός . θΞ κορκορυγαὶ ] ἄσημοι βοαί . θΞ πτόλιν ] + ἐκ παραλλήλου . ὁρκάνη πυργῶτις ] | ||
ἄρειον ] ἄρειον πεδίον προείρηται . ἄρειον ] κρεῖττον . θΞ ἐχθροῖσιν ] + ἤτοι τοῖς Ἀργείοις . ἀφέντες ] |
τὸ πάντα τὰ φάη περιάγειν . Πῆμα . παρὰ τὸ πήθω , ὡς παρὰ τὸ νήθω , νήσω , νῆμα | ||
τὸ Ν , συστέλλουσι τὴν ἄρχουσαν οἷον λήθω λανθάνω , πήθω πανθάνω : οὕτως οὖν καὶ λείπω λιμπάνω . εἰ |
καὶ Ἰακώβ . Πλὴν ὡς ἐπροφήτευσεν αὐτοῖς Δάν , ὅτι ἐπιλάθωνται νόμον Θεοῦ αὐτῶν , καὶ ἀλλοτριωθήσονται γῆς κλήρου αὐτῶν | ||
ἔσται , ὅταν ἥξουσιν ἐν γῇ πατέρων αὐτῶν , πάλιν ἐπιλάθωνται Κυρίου , καὶ ἀσεβήσουσι , καὶ διασπείρει αὐτοὺς Κύριος |
μὲν δικαίοις [ ] ? ? ⋮ ἔνδικον ? ? τείνω ? βίον ? ? ? [ ? . καλόν | ||
τοῦ γεννῶ διὰ τῆς ει διφθόγγου : κτείνω δὲ καὶ τείνω τὸ ἁπλῶ , διὰ τῆς ει διφθόγγου , τενῶ |
Σταθεύειν φασὶν Ἀττικοὶ τὸ κατὰ μικρὸν κᾴεσθαι , ἀπὸ τοῦ ἵστημι στήσω καὶ τοῦ αἴθω . . . εὔω τὸ | ||
μι τροπῇ τῆς μι εἰς ς τὸ δεύτερον ποιεῖ , ἵστημι ἵστης , δίδωμι δίδως , ζεύγνυμι ζεύγνυς . τίθησι |
ἐπηύξατο Οἰδίπους ἐλθεῖν τοῖς ἑαυτοῦ παισί . πέφρικα ταύτην καὶ πτοοῦμαι τελέσαι καὶ πληρῶσαι τὰς ὀργίλους κατάρας τοῦ Οἰδίποδος τοῦ | ||
πενθῶ ; ἀστράπτω , ὑπορθῶ ; δογματίζω , αὐξάνω ; πτοοῦμαι , νέμω ; ἵστημι , ἵσταμαι . θέλω , |
καθιερῶσαι . δόνακες , κάλαμοι : παρὰ τὸ δονῶ τὸ συστρέφω : διακηρυκεύεται , διὰ κηρύκων : συνθήκας ἢ πρεςβείας | ||
πάλιν ἀπὸ τοῦ ἄω τὸ πνέω καὶ τὸ ἑλῶ τὸ συστρέφω ἡ τῶν ἀνέμων συστροφὴ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ἑτέρου |
μετρῶ γεωμετρῶ ἱδρῶ κοπρῶ πιμπρῶ ποδαγρῶ λυτρῶ . τὸ δὲ ἔγρω κατὰ συγκοπὴν ἀπὸ τοῦ ἐγείρω . Τὰ διὰ τοῦ | ||
Αἴγυπτος , αἰγιαλός : αἰγίλιψ : διὰ δὲ τοῦ ε ἔγρω ἐγείρω . Ἡ αι δίφθογγος ἐν ἀρχῇ λέξεως σπανίως |
, ὅς κε φύγῃσι . σὺ δ ' Ἕκτορι θυμὸν ἀπούρας : ἡ διπλῆ ὅτι Ἕκτορι ἀντὶ τοῦ Ἕκτορος καὶ | ||
τῶν ἀποσπώντων τοὺς ὅρους τινός : ἀπουρήσας καὶ ἐν συγκοπῇ ἀπούρας , . , , . . α . , |
ἄγαν πίνουσα . Νήσαντες σωρεύσαντες : ἐκ τοῦ νῶ τὸ σωρεύω : ὁ μέλλων νήσω : ἐξ οὗ καὶ νηδὺς | ||
: γαστέρα , ἔλαβον : νηδὺς ἀπὸ τοῦ νῶ τὸ σωρεύω καὶ τὸ ἡδὺ , ἐν ᾗ σωρεύεται πᾶσα ἡδύτης |
ἀφ ' οὗ . Δόλου : παρὰ τὸ δέω τὸ δεσμῶ τοὺς ἁλισκομένους , ὡς τό : ἀλλά σφωε δόλος | ||
προστακτικόν ἐστι καὶ κανονίζεται οὕτω : δέω , δῶ τὸ δεσμῶ : δέομαι , δοῦμαι : ἐδεόμην , ἐδούμην : |
ἤχθω τεταγμένως ἡ ΜΕ : ἔστιν ἄρα ὡς τὸ ὑπὸ ΗΜΛ πρὸς τὸ ἀπὸ ΜΕ , ἡ πλαγία πρὸς τὴν | ||
δὴ δειχθήσεται καὶ ἑκάστη τῶν ὑπὸ ΚΘΗ , ΘΗΜ , ΗΜΛ ἑκατέρᾳ τῶν ὑπὸ ΘΚΛ , ΚΛΜ ἴση : αἱ |
τὸ πάνυ βλέπω , ἀπὸ τοῦ τείνω , ὁ μέλλων τενῶ , καὶ κατὰ παραγωγὴν τενίζω καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ | ||
. . . ἀτενίζω : τὸ πάνυ βλέπω : τείνω τενῶ τενής καὶ ἀτενής ἀτενίζω , τοῦ α ἐπίτασιν σημαίνοντος |
. οὖθαρ : οὖθαρ : . . . ἀπὸ τοῦ θῶ , τὸ τρέφω ἢ θάλλω , θὰρ , καὶ | ||
; δῆλον ὅτι ἡ ἀναγκαῖον μὴ εἶναι . ἐὰν οὕτως θῶ τὴν οὐκ ἀναγκαῖον μὴ εἶναι ὑπὸ τὴν δυνατὸν εἶναι |
θητεύειν Εὐρυσθεῖ . Ἧλος . παρὰ τὸ ἥσω μέλλοντα . ἵημι ἥσω , ἧλος . Ἤϊα . τὰ εἰς ὁδὸν | ||
τὰ γόνατα . Ὀϊστός . κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ο . ἵημι γὰρ ἐστὶ τὸ ῥῆμα , οὗ ῥηματικὸν ἱστὸς , |
γόοις ἀκορεστοτάτοις . κἀγὼ δὲ μόρον τῶν οἰχομένων αἴρω δοκίμως πολυπενθῆ . νῦν γὰρ δὴ πρόπασα μὲν στένει γαῖ ' | ||
κἀγὼ δὲ διὰ τὸν μόρον τῶν οἰχομένων αἴρω καὶ κινῶ πολυπενθῆ δηλονότι γόον . λείπει δὲ τοῦτο . . αἴρω |
ἀφρὸν τροφόν : ἀπὸ τοῦ α στερητικοῦ μορίου καὶ τοῦ κήδω τὸ βλάπτω , τὸ κήδω δὲ σημαίνει τὸ φροντίζω | ||
Τὰ εἰς ΔΩ δισύλλαβα παραληγόμενα τῷ Η βαρύνεται : ἥδω κήδω . τὸ δὲ πηδῶ περισπᾶται . Τὰ εἰς ΔΩ |
ἀδήωτον τὴν χώραν , ἀπόρθητον : παρὰ τὸ δηῶ τὸ πορθῶ τοῦτο δὲ παρὰ τὸ δαίω τὸ κόπτω : τροπῆ | ||
. + . α . ἁλοίη : ἁλῶ , τὸ πορθῶ , παράγωγον ἅλωμι ἁλώσω , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἥλων |
* : Σταθευτός , ἀπὸ τοῦ ἵστημι στήσω καὶ τοῦ εὕω τὸ φλογίζω : ὁ ἐν τῷ ἵστασθαι φλογιζόμενος . | ||
' . . . . αὖσον : τὸ πῦρ : εὕω , τὸ φωτίζω καὶ φλογίζω , εὕσω εὗσον καὶ |
, καὶ γίνεται παράγωγον ἀλάζω , ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω καὶ σκεδῶ σκεδάζω : ἐκ δὲ τοῦ ἀλάζω ἀλαστός , ὡς | ||
ῥῆμα τὸ σημαῖνον τὸ λαμβάνω γίνεται γάζω . καὶ ὡς σκεδῶ σκεδάζω σκεδασμός , κλύζω κλυσμὸς καὶ κατακλυσμός , οὕτω |
, τὸ ὁμοιῶ , γίνεται ἰδάλλω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἰνδάλλω , ἐξ οὗ καὶ ἴνδαλμα . . . , | ||
οἷον ἰέναι ποιῶ . . . . . ἰνδάλλω : ἰνδάλλω : ὥσπερ παρὰ τὸ ἄγω γίνεται ἀγάλλω , ἰῶ |
. ἄνετος : παρὰ τὸ ἵημι τὸ σημαῖνον τὸ πέμπω ἑτός καὶ ἄφετος καὶ ἄνετος . . . . ἀνέγναμψαν | ||
ἐγένετο οὖν ἡ γενικὴ διὰ καθαροῦ τοῦ τος , οἷον ἑτός , οὐκ ἐφύλαττε τὸν χρόνον τῆς εὐθείας , ὅπερ |
. , : ἠλάσκουσαι : παρὰ τὸ ἀλῶ ἀλῶμαι , ἀλάσκω γίνεται παράγωγον , ὡς φῶ φάσκω : οἷον περὶ | ||
γίνονται , οἷον γενειῶ γενειάσκω , γοῶ γοάσκω , ἀλῶ ἀλάσκω καὶ κατὰ παραγωγὴν ἀλασκάζω , † ἠλάσκαζον , βοῶ |
τοῦ φ καὶ ι φοιτῶ . τρώξιμον : παρὰ τὸ τρῶ τὸ σημαῖνον τὸ βλάπτω παραγωγὸν τρώγω . σημαίνει δὲ | ||
Ὅμηρος : οἶνός σε τρώει μελιηδής . παρὰ δὲ τὸ τρῶ παράγωγον τρῶμι , καὶ παρῳχημένος ἔτρων ἔτρως ἔτρω , |
ἕψω ; τί φής ; ἢ Σικελικῶς ὀπτὴν ποιήσω ; Σικελικῶς . ΒΩΚΕΣ . Ἀριστοτέλης ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ Ζωικῷ ἢ | ||
τὴν βατίδα τεμάχη κατατεμὼν ἕψω ; τί φῄς ; ἢ Σικελικῶς ὀπτὴν ποιήσω ; Σικελικῶς . Παππία , βούλει δραμών |
πράγμασιν ἀκούσατέ μου : ἐὰν μὲν ὁρῶ κατὰ γνώμην ἃ διαλογίζομαι χωροῦντά μοι καὶ θρασεῖς μὲν γεγονότας τοὺς πολεμίους , | ||
φησιν ἡ Ἑκάβη : ἀντὶ τοῦ μαθεῖν : ἀντὶ τοῦ διαλογίζομαι : † καὶ τοῦτο καθ ' ἑαυτήν φησιν ἡ |
γίνεται κατὰ τοὺς παλαιούς , ὅπερ λῶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν γίνεται λιλῶ , ὁ μέλλων λιλήσω , ὁ παρακείμενος λελίληκα , | ||
σημαῖνον τὸ θέλω καὶ προθυμοῦμαι : ἐκ τοῦ λῶ γίνεται λιλῶ καὶ κατὰ παραγωγὴν λιλαίω , ἐξ οὗ τὸ λιλαίεται |
στενῶ , προσαγορεύω , ὁπλίζω , σφίγγω , λευκαίνω , βοηθῶ , βαστάζω , καταφιλῶ , πολεμῶ , μακαρίζω , | ||
, . . α . * . Ἀρκῶ : τὸ βοηθῶ : οὐδ ' ἤρκεσε θώρηξ χάλκεος , ὃν φορέεσκε |
: οὐδὲν σοῦ ξίφει λελείψομαι : ἀλλ ' ἀμφιθεῖναι σῆι δέρηι θέλω χέρας . τέρπου κενὴν ὄνησιν , εἰ τερπνὸν | ||
σωτηρία . ] ἔχεσθ ' ἔχεσθε , φάσγανον δὲ πρὸς δέρηι βαλόντες ἡσυχάζεθ ' , ὡς εἰδῆι τόδε Μενέλαος , |
. . . . . τιτρώσκω : τιτρώσκω : τρῶ τρώω τρώσω τρώσκω , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν τιτρώσκω . . | ||
ῥῆμα , δηλοῦν τὸ βλάπτειν καὶ κακοῦν , οὗ παράγωγον τρώω . Ὅμηρος : οἶνός σε τρώει μελιηδής . τοῦ |
καὶ Λιβάνιος : ” ὡς τὰ αὐτὰ ἐφροντίζομεν “ . τελῶ λέγεται τὸ πληρῶ , ἀφ ' οὗ καὶ τέλος | ||
καὶ τελευτὴ ὁ θάνατος : τελῶ καὶ τὸ γίνομαι , τελῶ καὶ τὸ μυοῦμαι καὶ τὸ διδάσκομαι , ὡς ἐνταῦθα |
, ὀλέκω : ὅθεν ὀλέκοντο δὲ λαοί : δείδω , δείσω , δείκω , τὸ φοβοῦμαι : ὅθεν ὁ δέδοικα | ||
Δειλός . ὁ δεδιὼς τὰς μυίας . ἢ παρὰ τὸν δείσω μέλλοντα . οὕτως Ἀριστόνικος . δέος δεσαρός : μεταθέσει |
καὶ τῶν περιεχόντων τὸ αἷμα ἀγγείων καὶ τῶν ἐκ τούτων πεπλεγμένων ἐστὶ καθαρτικά , κολοκυνθὶς δὲ νεύρων καὶ τῶν νευρωδῶν | ||
καὶ οἱ διθύραμβοι δὲ σκολιῶς ἀπηγγέλλοντο καὶ διὰ συνθέτων καὶ πεπλεγμένων ὀνομάτων . Διθύραμβοι δέ εἰσιν ὕμνοι εἰς τὸν Διόνυσον |
; ! [ ἔοικεν ? ἤδη κ [ ἄγ ' εἷα ? δὴ πᾶς ? ! ! [ ῥινηλατῶν ὀσμ | ||
, . ! υ ! ! ! [ ἄγ ' εἷα νυν ? [ μυχῷ σκ [ παν ? ? |
ἐὰν τύπτητε ἐὰν τύπτωϲι Παρακειμένου καὶ ὑπερϲυντελίκου Ἑν . ἐὰν τετύφω τετύφῃϲ τετύφῃ Δυ . ἐὰν τετύφητον τετύφητον Πληθ . | ||
μεγάλου καὶ η ἐν τῇ παραληγούσῃ γραφόμενα . Τὸ ἐὰν τετύφω χρόνου μέν ἐστι παρακειμένου καὶ ὑπερσυντελίκου , κανονίζεται δὲ |
βλεπόντων ] οἷον ὁρώντων ὅτι κλέπτω , ἐπιορκῶ ὅτι οὐ κλέπτω ὀμνύων . ἀλλότρια τοίνυν σοφίζῃ : τεχνάζει : σοφίας | ||
καὶ ἀνέδην , τὸ μὴ ἐφεκτικῶς τι πράττειν , ὡς κλέπτω κλέβδην . Μεθόδιος . , . , . . |
, σεσημείωται διὰ τῆς οι διφθόγγου . Τὰ διὰ τοῦ υω ὑπὲρ δύο συλλαβὰς βαρύτονα διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται | ||
[ [ ] κουριδιο ? ? [ [ ] ! υω ! [ [ ] ! [ . . . |
τὸ βλάπτω , γίνεται ἀτέμβω , τὸ 〚 οὐ 〛 βλάπτω στερῶν : οὕτως Ὅμηρος ἐν Ὀδυσσείᾳ : οὐ γὰρ | ||
Ἰπνὸς λέγεται ὁ φοῦρνος : ἐκ γὰρ τοῦ ἴπτω τὸ βλάπτω οὐ μόνον τὸ ἰάπτω γίνεται , ἀλλὰ καὶ ιπτος |
τοῦ ἕω , τὸ πέμπω , ἑέθω , ὡς φλέγω φλεγέθω , καὶ τροπῇ τῶν δύο εε εἰς η ἥθω | ||
διὰ τοῦ ΕΘΩ βαρύνεται : σχέθω ἔθω ἐρέθω ἀερέθω φαέθω φλεγέθω . τὸ δὲ τηλεθῶ περισπᾶται . Τὰ διὰ τοῦ |
. οὕτως Φιλόξενος . . . . . δετή : δετή : ἡ λαμπάς . „ καιόμεναί τε δεταί „ | ||
συγκοπὴν γνήσιος . οὕτως Φιλόξενος . . . . . δετή : δετή : ἡ λαμπάς . „ καιόμεναί τε |
ὑποστῶ , Ἀλλ ' ὁσίας μὲν χεῖρας ἐς αἰθέρα λαμπρὸν ἀείρω , Καὶ κακίης ἀμόλυντον ἔχω κατὰ πάντα λογισμόν . | ||
: οὐ γὰρ ποιοῦσιν ὅτε φωνῆεν ἐπιφέρεται , ὡς ἑορτάζω ἀείρω ἀερτάζω . Ἰστέον δὲ ὅτι ὁ Ἀττικὸς παρακείμενος ἀποφεύγει |
: νηυσὶν ἀκηχέδαται : παρὰ τὸ ἀχῶ ἀχάζω , ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω , ἤχακα , ὁ μέσος ἤχαδα , ὁ | ||
σημαίνει τὸ πλανῶ , γίνεται δὲ παράγωγον ἀλάζω , ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω , βοῶ βοάζω , σκεδῶ σκεδάζω , πελῶ |
ἀτιμάσας γένῃ ἐγὼ δέ , μισεῖ γάρ μ ' , ἄπειμ ' ἐξ ὀμμάτων ἐξώστρα ἴδριδες σεμέλη ψέλια ? – | ||
οὖν τι δράσω φλαῦρον οὔτε πείσομαι . καὶ νῦν μέν ἄπειμ ' ἐς οἴκους : ἔστι γάρ τις οὐ πρόσω |
παρακείμενος ἤνοθα συνήθως τραπέντος τοῦ ε εἰς ο καὶ Ἀττικῷ ἀναδιπλασιασμῷ ἀνήνοθα . Ζηνόβιος , , . . α . | ||
, ὁ πληθύων . ἀπὸ τοῦ χλῶ παράγωγον χλάζω καὶ ἀναδιπλασιασμῷ καχλάζω , οὗ παρατατικὸς ἐκάχλαζον . τὸ οὖν χλῶ |
καὶ νῦν , ἐὰν μή μοι ἐθέλῃ Ἱππίας ἀποκρίνεσθαι , δέου αὐτοῦ ὑπὲρ ἐμοῦ . Ἀλλ ' , ὦ Σώκρατες | ||
” αὐτὰ „ εἶπεν „ αὐτὰ δηλώσει καὶ μηδὲν ἐμοῦ δέου , πέραινε δέ , ἃ ὀρθῶς ἐβουλεύσω ” . |
τέσσαρα : δαίω , τὸ κόπτω : δαίω , τὸ εὐωχοῦμαι : δαίω , τὸ καίω : δαίω , τὸ | ||
καὶ ὁ μισθός . ἔνθου ἀπὸ τοῦ θῶ , τὸ εὐωχοῦμαι . ὁ μέλλων θώσω . τὸ ἔνθω ἀφ ' |
ἐκ χοριάμβου καὶ βακχείου . ἐπὶ τῷ τέλει παράγραφος . ἀχὴν ] βοήν . θ ἀχὼ ] ἦχον . αὐτοὺς | ||
ἐπὶ ψυχροῦ Ἀχέροντος , ὡσεί τις μακέλᾳ τετυλωμένος ἔνδοθι χεῖρας ἀχὴν ἐκ πατέρων πενίην ἀκτήμονα κλαίων . πολλοὶ ἐν Ἀντιόχοιο |
τὸ σύμβολον . ἔγνως : ἄκουσον δ ' ὡς καλῶς βουλεύομαι . εἰ μὲν γὰρ ἐς γυναῖκα σωφρονεστέραν ξίφος μεθεῖμεν | ||
. . κατορθώσωμεν : Ἃ βουλόμεθα . Θ . ἃ βουλεύομαι . . σφαλῶμεν : Ἀστοχήσωμεν , ἀποτύχωμεν τούτου . |
ὥς σε κιχείω , ὥς σε περιπτύξω καὶ χείλεα χείλεσι μίξω . ἔγρεο τυτθόν , Ἄδωνι , τὸ δ ' | ||
ἐπιτάξω μέλλοντα ἀποβολῇ τοῦ ω ἐπιτάξ , ὡς παρὰ τὸν μίξω μὶξ καὶ ἐπιμίξ . . . . . . |
αἰτίαν τοῦτο πράττει , ἔφη : ” τὰς χεῖρας μου θερμαίνω ἐκ τοῦ κρύους . ” μετὰ μικρὸν δὲ ἐδέσματος | ||
ὡς Πάτροκλος Ἀχιλλέως . θέρεσθαι θερμαίνεσθαι , καὶ τὸ θερέω θερμαίνω . ἀφ ' οὗ καὶ θέρος , καθ ' |
κνήθω , ὡς ἀλῶ ἀλήθω , καὶ τὸ κνίζω ὡς πολεμῶ πολεμίζω , ὃ δὴ κνίζω καὶ κνίδα ποιεῖ κατὰ | ||
τε τῷ ] ἀττικῶς δοτική , ὡς καὶ τὸ “ πολεμῶ ” οὐ ψεύδει ] η . ει ἀττικῶς δὲ |
ἐστι ῥῆμα , ἀφ ' οὗ τὸ ἔρρωμαι , παράγωγον ῥώζω , καὶ μεταθέσει τοῦ ζ εἰς δ ῥωδῶ , | ||
χαδῶ : ἔνθεν τὸ κεχανδότα , πλεονασμῷ τοῦ ν . ῥώζω οὖν ῥώδω , καὶ μετὰ τῆς α στερήσεως , |
: εἴμ ' Ὀδυσεὺς Λαερτιάδης , ὃς πᾶσι δόλοισιν ἀνθρώποισι μέλω , καί μευ κλέος οὐρανὸν ἵκει . οἱ δ | ||
σαφὲς ὅτι ἐκ πρώτου καὶ δευτέρου γεγενημένον , λέγω τοῦ μέλω , μέλεις . καὶ εἰ δίδοται τὰ τῆς συντάξεως |
ὥλαφος ἕλκοι , κἠξ ὀρέων τοὶ σκῶπες ἀηδόσι γαρύσαιντο . λήγετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι , ἴτε λήγετ ' ἀοιδᾶς . | ||
γ ' ἔλυσεν τὸ τέλος , φίλαι , βίου , λήγετε τοῦδ ' ἄχους : κακῶν γὰρ δυσάλωτος οὐδείς . |
ἡ συστροφὴ τοῦ αἰθέρος . βασιλεύει ] ἄρχει . . ἐξεληλακώς ] ἐξελάσας , ἐκδιώξας . αἰβοῖ ] θαυμαστικόν , | ||
, οὔκ , ἐπεὶ Δῖνος βασιλεύει , τὸν Δί ' ἐξεληλακώς . οὐκ ἐξελήλακ ' , ἀλλ ' ἐγὼ τοῦτ |
, καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀμενηνὸς , ὡς τὸ πέτω πετεηνὸς καὶ πετεεινὸς , ἐξ οὗ καὶ ῥῆμα : | ||
. Ἄλλως ΚΑΙ ΕΠΙΤΝΟΝ ἉΛΩΗΝ . Τὸ πίτνω ἀπὸ τοῦ πέτω , πλεονασμῷ τοῦ νʹ : ἔστι δὲ καὶ πίτνω |
] θρηνητὸς τῇ γέννῃ . ἀντὶ τοῦ δυστυχῶς γεννηθείς . πρόσφθογγον ] προσφώνησίν σοι τοῦ νόστου πέμψω , τὴν κακοφάτιδα | ||
βʹ ἑφθημιμερῆ , τὸ δὲ γʹ δίμετρον ἐκ προκελευσματικοῦ . πρόσφθογγον ] τὸ αʹ ἑφθημιμερὲς , τὰ Ϛʹ δὲ μονόμετρα |
? [ ] [ ] νδιος : [ ] ! νας [ ] ἄγαλμα [ ] ων κὰλων [ ] | ||
δὲ τῷ μεγέθει τῶν ἔργων ἐλπίζων προκαταπλήξεσθαι τοὺς Ἕλλη - νας . οἱ μὲν οὖν πεμφθέντες ἐπὶ τὴν κατασκευὴν τῶν |
, καὶ ἕως τοῦ παρατατικοῦ κλίνεται . . . . ἀλεύω : σημαίνει τὸ ἀποφεύγω , τὸ ἀπὸ ψύχους εἰς | ||
ἀλέξω ἀλεξίκακος . . . . ἀλεός : ὁ ἥρως ἀλεύω , καὶ ὥσπερ ἀπὸ τοῦ λοχεύω Λοχεός οὕτω καὶ |
ῥῆμα ποιεῖ τὸ ὀρτίζω , καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς ὀρταλίζω . δηλοῖ δὲ τὸ ὀρταλίζειν τὸ ἀναρρίπτειν τὰ νήπια | ||
ῥῆμα ποιεῖ τὸ ὀρτίζω , καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς ὀρταλίζω . δηλοῖ δὲ τὸ ὀρταλίζειν τὸ ἀναρρίπτειν τὰ νήπια |
. . . βώτορες : νομεῖς : πραὰ τὸ βῶ βόσω βέβοται βότης καὶ βοτήρ , ὡς † ἐλάστης ἐλαστήρ | ||
: παρὰ τὸ βῶ , τὸ τρέφω , ὁ μέλλων βόσω βέβοκα βέβομαι βέβοται βοτήρ , καὶ ἀπὸ καὶ βότης |
τὸ εὐφραίνομαι : εἰ δὲ τὸ σαπρὸν , παρὰ τὸ ἴημι τὸ πέμπω : οἷον τὸ ἀπόπεμπτον . Κατασπιλάζοντες , | ||
καὶ τὸ εἶμι τὸ πορεύομαι . Τοῦτο μὲν οὖν τὸ ἴημι ψιλοῦται : τὸ δὲ ἵημι , ὃ σημαίνει τὸ |
οὔθ ' αἱ κατολισθάνουσαι πλάκες τῶν κρυστάλλων ἄνωθεν ἐξαίσιοι , συνοδίαν ὅλην ἀπολαμβάνειν δυνάμεναι καὶ συνεξωθεῖν εἰς τὰς ὑποπιπτούσας φάραγγας | ||
τῶν Πληιάδων , ἥτις πορθουμένης τῆς Τροίας τὴν ἀδελφικὴν πέφευγε συνοδίαν καὶ πρὸς τὸν ῥυμὸν τῆς Ἁμάξης ἐξέδραμεν . ὅθεν |
ποικίλλω . παρὰ τὸ δαίω παράγωγον δαιάλλω , ὡς ἴω ἰάλλω , ἄγω ἀγάλλω , καὶ πλεονασμῷ τοῦ δ δαιδάλλω | ||
τὸ ἄγω γίνεται ἀγάλλω , ἰῶ , τὸ πέμπω , ἰάλλω , οὕτως παρὰ τὸ εἴδω , τὸ ὁμοιῶ , |
: σεσημείωται τὸ φαίνω τὸ λάμπω , ἐπὶ γὰρ τοῦ φονεύω διὰ τοῦ ε ψιλοῦ : Φαίναξ ὄνομα κύριον : | ||
στορῶ : τορῶ : φρονῶ : χολῶ : φονῶ τὸ φονεύω : κορῶ : φθονῶ : τονῶ : λοχῶ , |
τὰ μὲν ἔχοντες , εἰς δὲ τὰ βλέποντες μάχονται . Μόλις ἥψω τῶν σαυτοῦ καὶ γέγονας ἐπιστάτης τῶν τῇ σῇ | ||
εἰσδέξασθαί τινας : οἷον καὶ καθ ' ἡμᾶς ἐγεγόνει . Μόλις γὰρ ἀνόπλους ὄντας ἡμᾶς δύο παρεδέξαντο πρὸς τὸ κατανοῆσαι |
μόρφνος ὁ ἀετὸς , ἐκ τοῦ πρᾷος καὶ εὐμενὴς ὁ πρευμενὴς , ἐκ τοῦ ἠλεὸν καὶ μάταιον ἠλέματον , ἐκ | ||
ἀκραιφνὲς αἶμ ' ὅ σοι δωρούμεθα στρατός τε κἀγώ : πρευμενὴς δ ' ἡμῖν γενοῦ λῦσαί τε πρύμνας καὶ χαλινωτήρια |
, καὶ τροπῇ τοῦ λ εἰς ρ κρῶ , ὅθεν κράζω παράγωγον . τὸ δὲ κλῶ , τὸ φωνῶ , | ||
οὖν λάξω μέλλων . ὄνομα λαχμὸς , ὡς παρὰ τὸ κράζω κράξω κραγμός : τὸ δὲ γ εἰς χ μεταπεσόντος |
] , γρ . καὶ λεληϊμμένοι [ ] ἀπὸ τοῦ λιλαίω . λελιμμένοι ] ἐπιθυμοῦντες . θΞ τὸ μὲν λελιμμένοι | ||
Ο : λιλαιόμενα : . . . ἔστι λῶ λαίω λιλαίω , ὡς κερῶ κεραίω : „ ζωρότερον δὲ κέραιε |
. Αἱμύλος , ὁ πανοῦργος . παρὰ τὸ δαίω , δαίσω , δαίμων ὁ ἔμπειρος , καὶ ἀποβολῇ τοῦ δ | ||
παλαίσω Παλαίμων Παλαίμονος : ὁμοίως καὶ τὸ Ἀνδραίμων Ἀνδραίμονος : δαίσω δαίμων δαίμονος , ἡγήσω Ἡγήμων Ἡγήμονος , αἰδήσω αἰδήμων |
! [ [ ] ωναρχ ? [ [ ] ! ωνδ ? ' απ ? [ [ ] προσται [ | ||
αχ [ ! ] ? ! ἄρτον ὡϲ ἔχω ] ωνδ ' ἂν θραϲὺϲ ] ατουϲεμε ? ! [ ! |
γὰρ ταχὺ καὶ θερμὸν λέγομεν , ὡς εἴρηται : ὡς φθίνω φθείρω , καὶ θέω θέρω . Θρώσκω . ἀπὸ | ||
τὸ ἠερέθω ὡς τὸ φλέγω φλεγέθω , νέμω νεμέθω , φθίνω φθινύθω . Ἄκρων πόρων , τουτέστι τῆς ἐπιφανείας . |
ἀντὶ τοῦ ἐπορεύοντο ἐλθεῖν . ἐκ τοῦ βῶ , τὸ βαίνω , παράγωγον βῆμι , ὁ παρατατικὸς βῆν : οἱ | ||
συγκοπὴν γίνεται πτῶ , οὗ παράγωγον πταίνω , ὡς βῶ βαίνω , ἀναδιπλασιασμὸς παπταίνω . Παφλάζων . παρὰ τὸ φλέω |
δὲ τὸ μείρω , τὸ μερίζω , γίνεται ὁ μέλλων μερῶ κέρσω καὶ σπείρω σπερῶ σπέρσω . . . + | ||
στεροῦμαι . ὥσπερ ἀπὸ τοῦ σκαίρω καὶ παρὰ τὸ μείρω μερῶ γίνεται μερίζω καὶ κατὰ συγκοπὴν καὶ τροπῇ τοῦ ζ |
κρεμάμενον εἶπε : Καταβαίνεις καὶ ἀπαγγέλλεις ; ἢ ἀναβαίνω καὶ ἀπαρτίζω σε . Λιμόξηρος ἰατρὸς ἰδὼν ἄρτον εἰς τρύπην κείμενον | ||
εἰ φαρμακοῦμαι Ϙβ εἰ λαμβάνω ληγᾶτον Ϙγ εἰ ὃ ἐπιβάλλομαι ἀπαρτίζω καὶ πληρῶ Ϙδ εἰ θεωρῶ τὴν πατρίδα μου Ϙε |
ἀλλ ' εἰμὶ παρὰ σοὶ νῦν ἅπας κοὐκ ἄλλοθι . μέθες νυν ὀφρὺν ὄμμα τ ' ἔκτεινον φίλον . ἰδού | ||
τιμιωτέρα φανῆι ; ἄπελθε πρὸς θεῶν δεξιάν τ ' ἐμὴν μέθες . οὐ δῆτ ' , ἐπεί μοι δῶρον οὐ |
καὶ γίνεται παράγωγον ἀλάζω , ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω καὶ σκεδῶ σκεδάζω : ἐκ δὲ τοῦ ἀλάζω ἀλαστός , ὡς σκευάζω | ||
αὐτοῦ γίνεται παράγωγον ἀλάζω , ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω καὶ σκεδῶ σκεδάζω : ἐκ δὲ τοῦ ἀλάζω ἀλαστός , ὡς σκευάζω |
καὶ φωνὴν τάλαιναν καὶ τληπαθῆ , δυσβάϋκτον καὶ θρηνητικὴν , βοᾶτιν καὶ βοητικήν . . τεῖνε ] εἰς ὕψος αἶρε | ||
τοῦ οὐρανοῦ βόησον τὰ ἄχη . δυσβάϋκτον ] θρηνητικήν . βοᾶτιν ] βοητικήν . ἀναύδων ] τῶν ἰχθύων . τᾶς |
' ἔστιν ἀπὸ τοῦ ἀκαχῶ ἀκάχημι , ὁ ἐνεστὼς παθητικὸς ἀκάχημαι : οἱ Αἰολεῖς γὰρ τὴν παραλήγουσαν οὐ συστέλλουσι : | ||
κεῖμαι ἧμαι ποιοῦμαι γελῶμαι , ὑπεσταλμένων τῶν τῆς Αἰολίδος διαλέκτου ἀκάχημαι γὰρ καὶ ἀλάλημαι καὶ τοῦ παρακειμένου . οὗτος δὲ |
καὶ ἀλγήσαντα τῷ ὀνείδεϊ ἐπιθυμῆσαι οὐκ οὕτω τὸν εἴπαντα ταῦτα τείσασθαι ὡς Πολυκράτεα πάντως ἀπολέσαι , δι ' ὅντινα κακῶς | ||
ἡλίκων ἀνδρηιοτάτῳ καὶ προσφιλεστάτῳ προσέκειτο ὁ Ἅρπαγος δῶρα πέμπων , τείσασθαι Ἀστυάγεα ἐπιθυμέων . Ἀπ ' ἑωυτοῦ γὰρ ἐόντος ἰδιώτεω |
καὶ ἀφετήρ . . . ἄφεμα : ἐκ τοῦ ἵημι ἵεμαι ἕμα καὶ ἄφεμα ' . . . . ἀφ | ||
τῆς καινίδος καὶ ῥήξας τὸν ἱμάντα ᾧ διηγόμην καὶ ἀνασκιρτήσας ἵεμαι δρόμῳ εἴσω ἔνθα ἐδείπνουν οἱ κίναιδοι σὺν τῷ δεσπότῃ |
παρεγίνετο δαιτί : “ κοῦροι , ἐπεὶ δὴ πάντες ἐτέρφθητε φρέν ' ἀέθλοις , ἔρχεσθε πρὸς δώμαθ ' , ἵν | ||
σε μεῖζον ὀνομάσας τύχω ; μὴ ' νταῦθα τρέψηις σὴν φρέν ' , ἀλλ ' ἄκουέ μου : σαφῶς δ |
[ ] κα [ μ [ φοιτ [ ἅτ [ εξε ? [ εβ ? ? [ εβυ ? [ | ||
! [ ! ! ] ! ! ! [ ] εξε ? ! [ ! ] [ [ ] ον |
ἄζηλον ] κακήν , ἣν οὐδεὶς ζηλώσει ὀχήσω ] ἤγουν βαστάσω , φυλάξω , : ὀχεω ῶ . ἐκ μεταφορᾶς | ||
οἵῳ προσηλωμένος δεσμῷ τῆς ἐξοχῆς ταύτης τοῦ ὄρους κακὴν τήρησιν βαστάσω . . οἵῳ ] καὶ ὁποίῳ . προσπορπατός ] |
σημαίνει τὸ ” ἀνίσταμαι αὐτὸς ἐγώ “ , τὸ δὲ ἐγείρω τὸ ἐνεργητικὸν τὸ ” ἀνίστημι ἕτερον “ , ὡς | ||
ἀγρόμενοι Πύλιοί τε καὶ Ἀρκάδες ἐγχεσίμωροι ” , καὶ τὸ ἐγείρω ἔγρω οἷον „ ἔγρετο δ ' ἐξ ὕπνου „ |
ἀμεύω : τὸ πορεύομαι : παρὰ τὸ ἅμα καὶ τὸ σεύω , τὸ ὁρμῶ . ἢ παρὰ τὸ νεύω καὶ | ||
ὁ δύσσοος : ὁ δυσκίνητος ἀπὸ τοῦ δυς καὶ τοῦ σεύω τὸ ὁρμῶ . Ὄλπις : ἤτοι ἐκεῖθεν ἁλοῦμαι , |
, ἢ παρ ' ὑμῶν ἀδίκως καὶ ἀναξίως ἀποθανεῖν . καταρῶμαι γοῦν ὑμῶν τῇ πατρίδι , καὶ θεοὺς μαρτύρομαι , | ||
σέ . ἐγγραφῇς ] καταταγῇς . εὔχομαι ] ἀντὶ τοῦ καταρῶμαι . Γ τευθίδες : εἶδος ἰχθύων . Γ τευθίδων |
| τοῦ αὐτοῦ πωλικὸν τέθριππον . * * | * εντα ? ? ? ? * | * πανα * | ||
! ! ! ! ! ! ! ! ! ] εντα καὶ Ἡρακλῆα καλέσσω ; γνήσιος [ ἀντέλλεις ] Πελοπήιος |
κεκαδμένον : κεκοσμημένον . κεκοσμημένον . ἀπὸ τοῦ κάζω τὸ καλλωπίζω . γράφεται δὲ καὶ κεκασμένον . σύγκειται δὲ τὸ | ||
. Διαπορηθέντες , διαποροῦντες . Διαπρέπω τὸν δεῖνα , ἤτοι καλλωπίζω . Πλάτων ἐν Γοργίᾳ : „ φύσιν ψυχῆς ὧδε |
Ἐρωή . ἡ ὁρμή . ὁρῶ ἐστὶ ῥῆμα , καὶ ῥώω . ὅθεν τὸ ἐῤῥώσαντο . καὶ τὸ τούτου ῥηματικὸν | ||
ζέω , ζώω : τρέω , τρώω : ῥέω , ῥώω : σέω , σώω : πλέω , πλώω : |