φυϲήϲει , ϲκληρίῃ , κεφαλὴ δὲ τὸ πλέον ἔχῃ τῆϲ αἰτίηϲ , χρὴ τολμέοντα λούειν ἠδὲ καταιονεῖν πολλόν τι τὴν
ἡ ὀμίχλη τῷ παντί : ἢ τροπὴ ὑγρῆϲ καὶ ψυχρῆϲ αἰτίηϲ ἐϲ τοιήνδε ἕξιν ἑτεροιούϲηϲ τὸν ἄνθρωπον . οὐ γὰρ
6559903 νεικεος
τῆς μάχης παύσασθαι καὶ εἰς τὴν οἰκείαν διάθεσιν ἐπανιέναι . νείκεος ἐξ ὀλοοῖο : Ἐμπεδοκλῆς φησιν , ὅτι συγκεχυμένων ἁπάντων
ἀγυιῇ , δημοτέρας ἤειδεν ἐπισπέρχουσα θέμιστας . Οὔπω λευγαλέου τότε νείκεος ἠπίσταντο , οὐδὲ διακρίσιος περιμεμφέος , οὐδὲ κυδοιμοῦ :
6510067 ἐτητυμος
οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ ἐτὸς ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη
ἄνδρα σαώσαι . . . κείνῳ δ ' οὐκέτι νόστος ἐτήτυμος , ἀλλά οἱ ἤδη φράσσαντ ' ἀθάνατοι θάνατον καὶ
6382466 παθεειν
. ὀξὺ δὲ κωκύσασα . ὠκύ ὠκέως : Ξ . παθέειν τ ' ἀἑκήλια ἔργα : ἡ διπλῆ πρὸς τὴν
τόδε κρήδεμνον ὑπὸ στέρνοιο τανύσσαι ἄμβροτον : οὐδέ τί τοι παθέειν δέος οὐδ ' ἀπολέσθαι . αὐτὰρ ἐπὴν χείρεσσιν ἐφάψεαι
6348755 θανοντι
μέγα στενάξας , ἐκεῖνος συνάχθεσθαι ἀμφοτέροις ἔφη , τῷ μὲν θανόντι , ὅτι ὑπὸ τἀδελφοῦ πάθοι ταῦτα , ἐκείνῳ δ
θ ' ὑπένερθεν δαίμονες , οἳ † μηδ ' ὧδε θανόντι περ εὐμενέοιεν , ὡς οὔ τις θεόθεν χόλος ἔσσεται
6337665 πεπυστο
πόλεως : ὁ δὲ θαυμασιώτατος Ἀλέξιος αὐτὸν ἀπροσδοκήτως θεασάμενοςοὔπω γὰρ πέπυστο περὶ αὐτοῦ , κατεπήδησέ τε τοῦ ἵππου καὶ περιπλακεὶς
δούρατι πάτρην : τοῦ πέρι πευκαλίμας ἀχέων φρένας οὔ τι πέπυστο . Ἀλλ ' Ἑλένη μάλα πολλὰ διηνεκέως γοόωσα ,
6321351 Ἀμφοιν
κράτιστα εὖ γνῶναι , δευτέρα δὲ ἡ ἐν ἔργοις . Ἀμφοῖν δὲ ὁ παρὼν καιρὸς δεῖται , καὶ τοῦ γε
Ἅμα δίδου καὶ λάμβανε : ὅταν πρὸς ἄπιστον συναλλάσσωμεν . Ἀμφοῖν χεροῖν : ἐπὶ τῶν ἀφειδεὶ προσκειμένων . Ἀξία ἡ
6175326 ἀνιηρῃ
εἰρχθῶμεν ἀνὰ πτόλιν , οὐδέ τις οἴσει οἶνον Μαιονίηθεν : ἀνιηρῇ δ ' ὑπὸ λιμῷ φθισόμεθ ' ἀργαλέως , εἰ
βουπλῆγι στιβαρῷ : ὃ δ ' ἐχάσσατο μαρνάμενός περ αἰχμῇ ἀνιηρῇ : στονόεις δέ οἱ ἔμπεσεν ἰὸς ἄλλοθεν ἀίξας :
6167851 ϲκηνεοϲ
ἔρωτεϲ ἀφροδιϲίων : ἐμάνηϲάν κοτε καὶ γυναῖκεϲ ὑπὸ ἀκαθαρϲίηϲ τοῦ ϲκήνεοϲ , εὖτε αὐτέῃϲι ἀπηνδρώθηϲαν αἱ μῆτραι . ἀλλ '
αἷμα δυνατώτατον καὶ [ ἡ ] ἀλέη τῆϲ ζωῆϲ τοῦ ϲκήνεοϲ καὶ τῆϲ τροφῆϲ ἐόν : ἤν τε μεῖον τῆϲ
6163539 ὑπερφιαλως
λαμπετόωντι ἐΐκτην : “ ὢ πόποι , ἦ μέγα ἔργον ὑπερφιάλως ἐτελέσθη Τηλεμάχῳ ὁδὸς ἥδε : φάμεν δέ οἱ οὐ
, τῶν ἄλλων ἕτερον χρῆμά τι θαμβαλέον . εἰ μὲν ὑπερφιάλως κατ ' ἐναντίον ἐλθέμεν ἔτλης , συμπάντων γε σοφῶν
6136947 ἀνευθεν
καὶ ἐν τῷ σύ γε , μὴ σύ γ ' ἄνευθεν ἐμεῖο λιλαίεσθαι , καὶ μέν τοί γε : οὐ
ἐν μέσσῃ γὰρ ἔκειτο πυρῇ , τοὶ δ ' ἄλλοι ἄνευθεν ἐσχατιῇ καίοντ ' ἐπιμὶξ ἵπποι τε καὶ ἄνδρες .
6106088 Ἐπιαλτην
, πάντως κου τὸ ἀτρεκέστατον πυθόμενοι . Τοῦτο δὲ φεύγοντα Ἐπιάλτην ταύτην τὴν αἰτίην οἴδαμεν : εἰδείη μὲν γὰρ ἂν
τῷ μελοποιῷ . ἐπηνήκιζεν : ἐξηπάτα . οὕτω Κρατῖνος . Ἐπιάλτην : Ὅμηρος καὶ Ἡσίοδος καὶ οἱ Ἀττικοὶ τὸν δαίμονα
6096610 λοιγια
ἐσθλός : οὐδὲ δίκας ἐδίκαζον ἀνὰ πτόλιν οὐδὲ θέμιστας : λοίγια δ ' ὠρώρει τοῖσιν μεμελημένα ἔργα . ὣς τότε
γὰρ ἄνευ μακάρων τάδε πάσχομεν , ἀλλά τις Αἶσα μήδετο λοίγια ἔργα : τὰ μὴ ὤφελλ ' ἐνόησα , ἀλλ
6094631 ἰϲχνοϲ
καὶ μολιβδόχρουϲ , καὶ ϲτενὰϲ δὲ ἔχουϲι τὰϲ φλέβαϲ : ἰϲχνὸϲ δὲ ὑπάρχων οὐδὲ οὗτοϲ ἐξ ἀνάγκηϲ τοιοῦτοϲ , ἀλλὰ
καὶ ἐπὶ τῆϲ ἄλληϲ ὑϲτέρηϲ . ἢν δὲ ὁ ἀϲθενέων ἰϲχνὸϲ καὶ λείφαιμοϲ ἔῃ , μὴ τάμνειν φλέβα . τάδε
6094221 ἀναγκαιη
μαχησόμεθ ' αὖθι μένοντες , καὶ μάλα τειρόμενοί περ : ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει : Ἕκτορ ἀτὰρ σὺ πόλιν δὲ μετέρχεο
ἄλλας μὲν νούσους ἰήσεται : εἰ δέ κε κρείσσων χρειὼ ἀναγκαίη σε βιήσεται αἰνὰ παθόντα ἀργαλέου ὑδέροιο , τότ '
6091514 ἀναμετρησασθαι
, ἐν τῷ ἀριθμῷ τῶν λεγομένων ἐκθεῖναι : διὰ τοῦ ἀναμετρήσασθαι τὸ πλῆθος τῶν κακῶν ἐσήμηνεν . ἢ οὖν ὡς
, κἀγὼ τῆς ὑπαντὰξ εἰχόμην . οὔκουν μ ' ἐάσεις ἀναμετρήσασθαι τάδε : ὑπὸ τοῦ γέλωτος εἰς Γέλαν ἀφίξομαι .
6081632 ἀποσκοπει
ἐναποκλείσασα . ἀλλ ' ὅσον μὲν τοῦ τείχους τὴν χέρσον ἀποσκοπεῖ , ἐρυμνότατόν τέ ἐστι καὶ τῷ πάχει τῆς οἰκοδομῆς
καὶ οἰκοδομεῖν λέγεται , ὅτι δὲ οὐ πρὸς τὸ τέλος ἀποσκοπεῖ τοῦ οἰκοδόμου ἀλλὰ τὸ τοῦ στρατηγοῦ , οὐκ οἰκοδόμος
6080972 Λουκουλλου
. ἐκτάσσων δὲ συνεχῶς , οὐ κατιόντος ἐς μάχην τοῦ Λουκούλλου , περιιὼν ἀνάβασιν ἐπ ' αὐτὸν ἐζήτει . καί
τῷ Ἀττιδίῳ συνεγνώκεσαν , ἀπαθεῖς ἀφῆκεν ὡς δεσπότῃ διακονησαμένους . Λουκούλλου δ ' ἤδη τῷ Μιθριδάτῃ παραστρατοπεδεύοντος ὁ τῆς Ἀσίας
6074598 τεγξαι
ἥβαν προλείπων . Φασὶν ἀδεισιβόαν Ἀμφιτρύωνος παῖδα μοῦνον δὴ τότε τέγξαι βλέφαρον , ταλαπενθέος πότμον οἰκτίροντα φωτός : καί νιν
[ ] : λείπει ἡ εἰς . οὐ καρτερήσεις : τέγξαι χεῖρα φόνου : τὸ ἑξῆς : φόνου χεῖρα φονίαν
6067047 ἐβληθη
τὸ βέλος ὑπελθόντος αὐτῷ : ὁ δ ' οὐκ ἂν ἐβλήθη μετὰ τῶν θεωμένων ἑστώς . Ὡς δ ' οὐδενὸς
οὐ γὰρ ἀμφότεροι ἐτύπησαν , ἀλλ ' ὁ μὲν Ἕλενος ἐβλήθη , ὁ δὲ Δηίφοβος ἐτύπη . . οἵ ῥ
6066579 ἐρεξα
τὸν οἶκον εἰσιοῦσι : πῇ παρέβην ; τί δ ' ἔρεξα ; τί μοι δέον οὐκ ἐτελέσθη ; σφάγιά τε
διαθέσεων ἀνάκρισιν ποιούμενοι : πῆ παρέβην ; τί δ ' ἔρεξα ; τί μοι δέον οὐκ ἐτελέσθη ; οὕτω γὰρ
6050820 ἀβουλιαις
ἐστι τῷ ἥττονι τὸ τῶν ὑπερεχόντων κράτος ἐκκλῖναι . κἀκεῖνος ἀβουλίαις : ἀντὶ τοῦ ὕστατος τῆς ἁλώσεως ἀπέθανεν . τουτέστι
. ἀβουλίαις ] ἀσυνεσίαις . ἀβουλίαις ] ἐν μωρίᾳ . ἀβουλίαις ] μωρίαις . ἀβουλίαις ] κακῇ βουλῇ . ἐγείνατο
6047160 Οὐπω
ὑπὲρ ὤμων σὺν πετάσῳ , γυμνὸν μηρὸν ἔφαινε χλαμύς . Οὔπω τοξοφορῶν οὐδ ' ὥριος , ἀλλὰ νεογνὸς οὑμὸς Ἔρως
, εἰ δοκεῖ , σκοπῶμεν τὰ τῆς εἰρήνης χωρία . Οὔπω συνίημι ὅ τι τοῦτό πως βούλεται , σκοπῶμεν δὲ
6030406 Θρηικιου
αὐγήν τυτθὸν ὅτ ' ὀδμήσαιτο ἐπιρρανθέντος ἐλαίου . τὴν ἀπὸ Θρηικίου νομέες ποταμοῖο φέρονται ὃν Πόντον καλέουσι , τόθι Θρήικες
Ὧς φάτ ' Ἀγηνορίδης : ἐπὶ δὲ σχεδὸν υἱέε δοιώ Θρηικίου Βορέαο κατ ' αἰθέρος ἀίξαντε οὐδῷ ἔπι κραιπνοὺς ἔβαλον
6026693 ὑπερτερου
εἰκόνα φέρον τοῦ αὐτοκάλλους , παρόντος δὲ τοῦ ἀυλοτέρου καὶ ὑπερτέρου κάλλους οὐ προτιμήσει τὸ ἐν αἰσθητοῖς κάλλος τοῦ ἐν
ιδα † γυναῖκα , τοῦ πρὶν εὐτυχοῦντος ὡς τοῦ δυσμενοῦς ὑπερτέρου γεγονότος . ἐν γὰρ τῇ ἁλώσει οὐ μόνον γραῖαι
6025860 ἀλληλοιϲι
ϲκῆνοϲ λοιμοῦ κατάρξαντοϲ ἐϲ κακοχυμίην ἤμειψε τὰ ϲπλάγχνα : εὖτε ἀλλήλοιϲι ἄμφω ἐϲ τὸ κακὸν ξυντιμωρέει , ἀϲινὲϲ δὲ οὐδέν
ὅκωϲ τῆϲ κοιλίηϲ , χιτῶνεϲ ἔαϲι δοιοί , ἀτὰρ καὶ ἀλλήλοιϲι ἐπιβάλλουϲι οἵδε λοξοί . ἢν ὦν ἡ διπλόη λυθῇ
6021845 δαμηναι
ὅσς ' ἐπέπαντο . νῦν δέ με λευγαλέαις ἔρισιν εἵμαρτο δαμῆναι καὶ πενίῃ καὶ ὅς ' ἄλλα βροτοὺς κηφῆνας ἐλαστρεῖ
ὅσς ' ἐπέπαντο . νῦν δέ με λευγαλέαις ἔρισιν εἵμαρτο δαμῆναι καὶ πενίῃ καὶ ὅς ' ἄλλα βροτοὺς κηφῆνας ἐλαστρεῖ
6015715 Λευτυχιδης
τῇ νηὶ παραπλέων , ἐγχρίμψας τῷ αἰγιαλῷ τὰ μάλιστα , Λευτυχίδης ὑπὸ κήρυκος προηγόρευε τοῖσι Ἴωσι λέγων : Ἄνδρες Ἴωνες
: πρὸ Λευτυχίδεω γὰρ τελευτᾷ , λιπὼν παῖδα Ἀρχίδημον . Λευτυχίδης δὲ στερηθεὶς Ζευξιδήμου γαμέει δευτέρην γυναῖκα Εὐρυδάμην , ἐοῦσαν
6011512 ἐρεμνη
πρόπαρ αἰγιαλοῖο ἤλυον ἑρπύζοντες . ἐπήλυθε δ ' αὐτίκ ' ἐρεμνή ἕσπερος : οἱ δ ' ἐλεεινὰ χεροῖν σφέας ἀμφιβαλόντες
οὗτοι πάντες ἐπαινέομεν θεοὶ ἄλλοι . ” ἐρέθοντες ἐρεθίζοντες . ἐρεμνή σκοτεινή , οἷον ἐρεβεννή , παρὰ τὸ ἔρεβος ,
6009208 κρυπτε
αἰσχρὸν κάκιστον . Ὃ ἂν ὁμολογήσῃς , ποίει . Ἀτυχίαν κρύπτε , ἵνα μὴ τοὺς ἐχθροὺς εὐφράνῃς . Ἀληθείας ἔχου
κόλαζε , ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε . . δυστυχῶν κρύπτε , ἵνα μὴ τοὺς ἐχθροὺς εὐφράνηις . Πᾶσιν ἄρεσκε
5995530 γενεος
καὶ οὐ καθαρὸς χεῖρας , ἐὼν Φρὺξ μὲν γενεῇ , γένεος δὲ τοῦ βασιληίου . Παρελθὼν δὲ οὗτος ἐς τὰ
τᾶς πολιτείας διαμένει ἀκέραιον καὶ ἀπαράμικτον ὑπάρχον ἀπὸ τῶ ἄλλω γένεος : καὶ εἰ τὰ μεγέθεα τῶν βίων ἐν τοῖς
5990099 Καταλογ
. Αἰσχύλος Ὑψιπύληι . Ὑψώ ̈ Ὑψιπύλη : . . Κατάλογ . : Κάβειροι . . Ὀνομαστ . : .
Ἀφροδείτης [ ] ‖ [ ! ! ! ! ! Κατάλογ . : Ψυχαγωγοί . . Σοφιστ . προπαρασκ .
5983740 φλεγμαϲιηϲ
πρήϲϲειν δὲ τὰ ἄλλα , ὁκόϲα ἄν τιϲ καὶ ἄνευ φλεγμαϲίηϲ ἀρήγῃ πνιγί . δεϲμοὶ χειρῶν καὶ ποδῶν ϲφίγγοντεϲ ἄχρι
καὶ ἰϲχουρίη ἐπὶ φλεγμαϲίῃ γίγνεται , ξυντιμωρέουϲα τῷ ὀξέϊ τῆϲ φλεγμαϲίηϲ : πίμπλαται γὰρ ἡ τῶν νεφρῶν κοιλίη ὑπὸ πλημυρίηϲ
5974997 θνῃσκων
ἰδίαν φύσιν ἔπληξε τὸν εὐεργέτην καὶ ἀνεῖλε . ὁ δὲ θνῄσκων ἔλεγε „ δίκαια πάσχω τὸν πονηρὸν οἰκτείρας . „
οὐδεὶς ἑαυτῷ ὃ θέλει βουλεύεται : θνῄσκει δ ' ὁ θνῄσκων κατ ' ἰδίαν εἱμαρμένην . εἰ ταῖς ἀληθείαισιν οἱ
5972296 ἀκαμπτος
δυσκλεὴς ] ἄδοξος θέα ] θεωρία σιδηρόφρων ] σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος τὸ φρόνημα καὶ ὥσπερ ὑπὸ πετρῶν συμπαγεὶς τὸν νοῦν
ἀνένδοτος . σιδηρόφρων ] ἀνδρεῖος . σιδηρόφρων ] σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος . θ θυμὸς ] αὐτῶν . θ θυμὸς ]
5971486 προϲω
αὐτοὺϲ ἐπικάμψαι δύνανται . ἀλλ ' ὅτε μὲν εἰϲ τὸ πρόϲω τείνεται τὰ μόρια τοῦ ϲώματοϲ , λέγεται τὸ πάθοϲ
ϲμικροῖϲι γὰρ καὶ τοῖϲι ἄκεϲι μετεξετέροιϲι ἰήθη . ἢν δὲ πρόϲω μὲν ἥκῃ χρόνου , τάμνειν τὴν ἐπ ' ἀγκῶνι
5970574 ἀμειψατο
κατὰ νόον τοι , βασιλεῦ . Ὁ μὲν δὴ ταῦτα ἀμείψατο , Ξέρξης δὲ ἐς γέλωτά τε ἔτρεψε καὶ οὐκ
ἀπῆλθον εἰς Σπάρτην ἔποικοι . [ Καλλίστην ἐπὶ νῆσον ] ἀμείψατο δ ' οὔνομα : ἤλλαξε δὲ τὸ ὄνομα ἡ
5970138 Τοὐνεκ
ἄμβροτον αὐδήν : ἤδη γάρ οἱ Κῆρες ἀμείλιχοι ἀμφεποτῶντο . Τοὔνεκ ' ἄρ ' οὐκ ἀλέγιζε θεοῦ , μέγα δ
αἰθὴρ τέφρῃ ὑπεκρύφθη καὶ λιγνύι : τείρετο δὲ χθών . Τοὔνεκ ' ἐγὼ δείδοικα Διὸς μένος ἤματι τῷδε . Ἀλλ
5968221 Λακυδου
παρὰ Κυνίσκον τουτονί . τὸν τύραννον ἤδη προσκάλει . Μεγαπένθης Λακύδου ἡκέτω . ποῖ στρέφῃ ; πρόσιθι . σὲ τὸν
ἢ ῥηματίσκια ταῦτ ' εἶναι καὶ φόβους . Περὶ δὲ Λακύδου βούλομαί τι διηγήσασθαι ἡδύ . Ἦν μὲν δὴ Λακύδης
5961373 φθασαντος
' ἔοικεν κυρίξειν : τίν ' ἀρχὰν * * * φθάσαντος δ ' ἐπ ' ἔργοις προπηδήσεταί νιν Παγγαίου γὰρ
οὐχ οὕτως ἀλλὰ πρὸς γενικὴν τοῦτο ἐπήνεγκεν ἀντὶ τοῦ φθάσαντι φθάσαντος εἰπών : καὶ φαμὲν ὅτι ἐποίκιλλε τὴν σύνταξιν :
5961080 πολλοιϲι
τοιήδε ἐπικουρίη κοτὲ καὶ ἐϲ τὴν ἡμέρην ϲημαϲίην διώϲατο . πολλοῖϲι δὲ φόβοϲ ἐϲτὶ ὡϲ ἐπιόντοϲ θηρίου , ἢ ϲκιῆϲ
ἐϲ πάντα παρέτουϲ . ἥδε ἡ νοῦϲοϲ ὁδὸϲ ἐϲ παράλυϲιν πολλοῖϲι γίγνεται . κῶϲ γὰρ οὐκ ἂν τῶν νεύρων ἤδη
5959677 μαργων
ὃς οὔτι καὶ οὐδαμῶς φοβηθεὶς βρόμον καὶ ἦχον φρυαγμάτων ἱππικῶν μάργων , οἱονεὶ μαινομένων καὶ ἐνθουσιώντων , ἐκ τῶν πυλῶν
] γενεά . σπαρτῶν ] τῶν γιγάντων . ὃς οὔτι μάργων : ὃς οὔτι καὶ οὐδαμῶς φοβηθεὶς βρόμον καὶ ἦχον
5955459 παθεοϲ
ὑγιαίνουϲι κάρτα οὐκ ἀήθεα : ἐπὶ δὲ τῇϲι αὐξήϲεϲι τοῦ πάθεοϲ ἀναπνοὴ βρωμώδηϲ ἐκ τῆϲ ἔνδον ἀναφορῆϲ τοῦ πνεύματοϲ .
: τοιοῖϲι δὲ ἔαϲι οἱ ὦπεϲ οἵδε . εἴδεα τοῦ πάθεοϲ δοιά : ἢ γὰρ ἐϲ τὸ ξανθὸν καὶ [
5945952 τλαιη
καλύψω τῷδε παμπήδην , ἐπεὶ οὐδεὶς ἂν ὅστις καὶ φίλος τλαίη βλέπειν φυσῶντ ' ἄνω πρὸς ῥῖνας ἔκ τε φοινίας
μὲν ἱέμενοι : τίς δ ' ἂν τόσον οἶδμα περῆσαι τλαίη ἑκὼν ὀθνεῖον ἐπὶ κτέρας ; ἀλλά με δαίμων καὶ
5941853 ἐπειγ
' σίδοιμι μνῆμα . πολεμία γὰρ ἦν . ἀλλ ' ἔπειγ ' , ὡς μή σε πρόσθε ψῆφος Ἀργείων ἕληι
ἐξωπτημένη , ὥστ ' ἐπεὶ βούλει τῶν λελειμμένων φαγεῖν , ἔπειγ ' ἔπειγε , μή ποθ ' ὡς λύκος χανὼν
5938958 δαλῳ
ἀκάνθας : ἐπὶ τῶν περί τι εὐδοκιμούντων . Πῦρ ἐπὶ δαλῷ ἐλθόν : ἐπὶ τῶν ταχέως γινομένων . Πυῤῥίχην ἐνόπλιον
καὶ ἀποθανεῖν Μελέαγρον ὑπὸ Ἀπόλλωνος . τὸν δὲ ἐπὶ τῷ δαλῷ λόγον , ὡς δοθείη μὲν ὑπὸ Μοιρῶν τῇ Ἀλθαίᾳ
5935678 καμω
τὸ ἀκμὴν τὴν ἡλικίαν ἔχειν , τοῦτο δὲ παρὰ τὸ καμῶ τὸ κοπιῶ γίνεται κμὴ , καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ
οὐκ ἔστιν ἀπὸ τοῦ κμῶ , ἀλλ ' ἀπὸ τοῦ καμῶ καμήσω κεκάμηκα καὶ κατὰ συγκοπὴν κέκμηκα . σημαίνει δὲ
5928196 Εὐβοιῃ
τοῖσι πλέοσι πείθεσθαι ἐκέλευε , τάδε καταδόξας , πρὸς μὲν Εὐβοίῃ σφέας ἐθελοκακέειν ὡς οὐ παρεόντος αὐτοῦ , τότε δὲ
ἀνδράσιν οἵην ἄγρην εὐθήρητον ἐπ ' ἰχθύσιν ὡπλίσσαντο νήσῳ ἐν Εὐβοίῃ μετὰ κύμασιν Αἰγαίοισιν : εὖτε γὰρ ἑσπερίης θήρης πόνον
5925741 δεδρακεν
λέγων δὲ ἔπεισεν αὐτὸν ὡς χρή , εἰ μὴ καὶ δέδρακεν , αὑτόν τε ἄδειαν ποιησάμενον σῶσαι καὶ τὴν πόλιν
νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς προκειμένους : ὕβρις δ ' , ἐπεὶ δέδρακεν , ἥδε δευτέρα , τούτοις ἐπαυχεῖν καὶ δεδρακυῖαν γελᾶν
5924072 ξεινου
οἴκων ἄγκυρ ' ἔτ ' ἐμῶν τὴν χιονώδη Θρήικην κατέχει ξείνου πατρίου φυλακαῖσιν . ἔσται τι νέον : ἥξει τι
“ κέκλυτέ μευ , μνηστῆρες ἀγακλειτῆς βασιλείης , τοῦδε περὶ ξείνου : ἦ γὰρ πρόσθεν μιν ὄπωπα . ἦ τοι
5920545 θρασυφρονος
κακοὺς ἀπελύετο δεσμούς . Ἄλλα δ ' ἄρ ' Ἀλκείδαο θρασύφρονος ἄσπετα ἔργα ἄμπεχεν Εὐρυπύλοιο διοτρεφέος σάκος εὐρύ . Φαίνετο
υἱὸς Ἀχιλλῆος θεοειδέος ὦσεν ὀπίσσω τυτθόν , ἐπεὶ μένος ἠὺ θρασύφρονος Αἰνείαο φευγέμεν οὐκ εἴασκε , μένειν δ ' ἀνὰ
5916830 οἰω
ἕταροι δ ' ἀπάνευθε καθήατο : τὼ δὲ δύ ' οἴω ἥρως Αὐτομέδων τε καὶ Ἄλκιμος ὄζος Ἄρηος ποίπνυον παρεόντε
λαγόσι καὶ ποιῶν ἐκείνους πλανᾶσθαι , καὶ γίνεται ἀπὸ τοῦ οἴω τὸ κομίζω . ἐλαύνει : ἐλαύνω ἐπὶ σιδήρου ,
5915084 ἀελπτον
ὅ τι μηχάνημα κατὰ φύσιν ἐπενοήθη : οὐδὲν γάρ μοι ἄελπτον , εἴ τις καλῶς σκευάσας καλῶς κατασείσειε , κἂν
' ὄνησιν οὐ σοφόν . Ἑκάβη , τὸ θεῖον ὡς ἄελπτον ἔρχεται θνητοῖσιν , ἕλκει δ ' οὔποτ ' ἐκ
5911114 μιηϲ
γ ' αὐλοῦ . δίδυμοι δὲ οἵδε , ξυμφυέεϲ ἀπὸ μιῆϲ ἐκροῆϲ , ὡϲ ἐϲάπαξ ἀμφοτέροιϲι ἐγχεῖν : οὐ γὰρ
ἠδὲ ἄμφω ἅμα ἐπὶ δεξιὰ καὶ ἀριϲτερὰ μᾶλλον ἢ ἐκ μιῆϲ μέζονοϲ , ὡϲ ἀφ ' ἑκατέρηϲ τῆϲ χώρηϲ τοῦ
5902364 φευξομαι
: ἡ δ . ὅτι σαφῶς τὸ φοβ . ἐστὶ φεύξομαι . τρὶς περὶ ἄστυ μέγα Πριάμου δίον : ἡ
βελτίων , τὰ μὲν ἀσκήσω καὶ διώξομαι , τὰ δὲ φεύξομαι κατὰ κράτος . Ἀκούοις ἄν . ἐγὼ γάρ ,
5901806 δηιοισιν
ὀτρηροὶ κατ ' ὄρεσφι κύνες λελιημένοι ἄγρης : ὣς Δαναοὶ δηίοισιν ἐπήιον , οὕνεκ ' ἄρ ' αὐτοὺς υἱὸς Ἀχιλλῆος
πεπότηται τινυμένη σὺν Ζηνὶ κακῶν ἐπιίστορας ἔργων . Ὣς εἰπὼν δηίοισιν ἀνηλέα τεῦχεν ὄλεθρον : μαίνετο γάρ οἱ θυμὸς ὑπὸ
5901099 φυγε
ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις . Ἰσότητα δ ' αἱροῦ καὶ πλεονεξίαν φύγε . Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς . Ἰατρὸς
' ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι . οὐδὲ γὰρ οὐδὲ βίη Ἡρακλῆος φύγε κῆρα , ὅς περ φίλτατος ἔσκε Διὶ Κρονίωνι ἄνακτι
5896819 κενεον
' ἄγχι μάλιστα παρήμενος εἰλαπινάζει : ὀψὲ δέ τοι προλιπὼν κενεὸν δέμας ἔκθορε θηρός . ἰχνεῦμον μέγα θαῦμα , μεγασθενές
ὄντως κενὸν ἀπέγνωσαν . Ἐμπεδοκλῆς : οὐδέ τι τοῦ παντὸς κενεὸν πέλει οὐδὲ περιττόν . Δημόκριτος καὶ ἕτεροι Λεύκιππος Μητρόδωρος
5893086 πρευμενης
μόρφνος ὁ ἀετὸς , ἐκ τοῦ πρᾷος καὶ εὐμενὴς ὁ πρευμενὴς , ἐκ τοῦ ἠλεὸν καὶ μάταιον ἠλέματον , ἐκ
ἀκραιφνὲς αἶμ ' ὅ σοι δωρούμεθα στρατός τε κἀγώ : πρευμενὴς δ ' ἡμῖν γενοῦ λῦσαί τε πρύμνας καὶ χαλινωτήρια
5883773 ἐλπετο
δέρμα λαμπρόν ἔννεπεν , ἔνθα νιν ἐκτάνυσαν Φρίξου μάχαιραι : ἔλπετο δ ' οὐκέτι οἱ κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον .
Τρώιον οὖδας . Ὃ δ ' οὐκ ἀπέληγε κυδοιμοῦ : ἔλπετο γὰρ Τρώεσσι φάος , Δαναοῖσι δὲ πῆμα ἔσσεσθ '
5882487 στευται
δίρρυμά τε καὶ τρίρρυμα τέλη , φοβερὰν ὄψιν προσιδέσθαι . στεῦται δ ' ἱεροῦ Τμώλου πελάτης ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι
τοῦ δυσχεραίνων καὶ μεμφόμενος ἐπὶ τοιοῦτον αὐτοὺς στόλον στέλλεσθαι . στεῦται : διαβεβαιοῦται . Καυκάσου ἐν κνημοῖσι : περὶ τὸν
5880802 ἀνοιχθειη
πλησίον γὰρ ἦν τοῦ δεσμωτηρίου . περιεμένομεν οὖν ἑκάστοτε ἕως ἀνοιχθείη τὸ δεσμωτήριον , διατρίβοντες μετ ' ἀλλήλων , ἀνεῴγετο
δ ' ὁ λάρυγξ ὑπὸ τῶν τοῦτο ἔργον ἐχόντων μυῶν ἀνοιχθείη , κενοῦται τηνικαῦτα τῶν κοιλοτήτων αὐτοῦ τὸ πνεῦμα :
5879784 νουϲου
ἀνάπλαϲιν ϲαρκῶν καὶ δυνάμιοϲ ὥνθρωποϲ ἥκῃ , ξυναπηλάθη πάντα τῆϲ νούϲου τὰ ἴχνια . δύναμιϲ μὲν γὰρ φύϲιοϲ ὑγείαν τίκτει
γὰρ φυϲέων ἀγωγά . φύϲαϲ δὲ διεξίουϲι ἐπὶ τῆϲδε τῆϲ νούϲου παῖδεϲ . ἢν δὲ καταπίνειν δύνωνται , διδόναι τοῦδε
5875932 ἀγρευτηρσιν
τῇ καλιᾷ καὶ τῷ σπη - λαίῳ τῷ αὐτοφυεῖ . ἀγρευτῆρσιν : ὑπὸ τοῖς κυνηγοῖς , κυνηγῶν . Ἐρχθέντας :
. Ἄλλους δ ' : ἰχθύας , τῶν ἰχθύων . ἀγρευτῆρσιν : τοῖς ἁλιεῦσιν . ληΐδα : αἰχμαλωσίαν , ἄγραν
5873464 Κρεον
. [ πόλει δὲ καὶ σοὶ ταῦτ ' ἐπισκήπτω , Κρέον : ἤνπερ κρατήσηι τἀμά , Πολυνείκους νέκυν μήποτε ταφῆναι
' ὅμως : τίνος μ ' ἕκατι γῆς ἀποστέλλεις , Κρέον ; δέδοικά ς ' , οὐδὲν δεῖ παραμπίσχειν λόγους
5872567 πυκινος
ὃς τότε Φυλεΐδαο μέσον σάκος οὔτασε δουρὶ ἐγγύθεν ὁρμηθείς : πυκινὸς δέ οἱ ἤρκεσε θώρηξ , τόν ῥ ' ἐφόρει
Λ Δόλοπι : καὶ Δόλοπα Κλυτίδην καὶ Ὀφέλτιον . . πυκινὸς δέ οἱ ἤρκεσε θώρηξ , τόν ῥ ' ἐφόρει
5872230 ἀκουϲαι
δὲ τοῖϲι καρδιώϲϲουϲι καὶ αἴϲθηϲιϲ ὀξυτέρη , ὡϲ ἰδεῖν καὶ ἀκοῦϲαι μᾶλλον ἢ πρόϲθεν , καὶ γνώμη εὐϲταθεϲτέρη καὶ ψυχὴ
καὶ οἷον θλωμένων ἄχρι καὶ τῶν ὀϲτῶν . οὕτωϲ οὖν ἀκοῦϲαι λεγόντων ἔϲτι τῶν παϲχόντων ὡϲ ὀϲτοκόπῳ τε ϲυνέχονται καὶ
5869334 θανοντος
' ἐπέπεμπον ἄκοντας ἀτελέστατα γὰρ καὶ ἀμάχανα τοὺς θανόντας κλαίειν θανόντος ἀνδρὸς πᾶσα † πολιὰ † ποτ ' ἀνθρώπων χάρις
γὰρ φοβέοντο κατὰ φρένα μή σφισι Τρῶες νυκτὸς ἐπέλθωσιν Τελαμωνιάδαο θανόντος . Ἠὼς δ ' Ὠκεανοῖο ῥόον καὶ λέκτρα λιποῦσα
5868756 λιπομεν
τετέλεστο ἅπαντα . καὶ αὖθις : ἑβδομάτῃ δ ' ἠοῖ λίπομεν ῥόον ἐξ Ἀχέροντος . ναὶ μὴν καὶ Καλλίμαχος ὁ
στρέψαντες , ὅπᾳ ποδὸς ἴχνια πρᾶτον ἁρμόσαμεν , ταύτᾳ καὶ λίπομεν βιοτάν . ἄρσενι δ ' Ὀθρυάδαο φόνῳ κεκαλυμμένον ὅπλον
5865294 ἠλευθερωθη
. ἑταίρα ἔδοξεν εἰς τὸ τῆς Ἀρτέμιδος ἱερὸν εἰσεληλυθέναι καὶ ἠλευθερώθη καὶ κατέλυσε τὴν ἑταιρείαν : οὐδὲ γὰρ εἰς τὸ
Ἔδοξέ τις τρία αἰδοῖα ἔχειν . ἔτυχε δοῦλος ὢν καὶ ἠλευθερώθη καὶ τρία ἀντὶ ἑνὸς ὀνόματος ἐκτήσατο , τὰ δύο
5864406 λυθη
παρέτρεσσαν δέ οἱ ἵπποι ὠκύποδες : τοῦ δ ' αὖθι λύθη ψυχή τε μένος τε . Αἰνείας δ ' ἀπόρουσε
ὑπερώησαν δέ οἱ ἵπποι ὠκύποδες : τοῦ δ ' αὖθι λύθη ψυχή τε μένος τε . Ἕκτορα δ ' αἰνὸν
5856071 βελτερον
ἁμαρτήσεται . μεγάλα βλάπτουσι τοὺς ἀξυνέτους οἱ ἐπαινέοντες . . βέλτερον ὑφ ' ἑτέρου ἢ ὑφ ' ἑαυτοῦ ἐπαινέεσθαι .
τὸ ὁρμῶ , οἷον : ἄψορροι στέλλεσθε , ἐπεὶ πολὺ βέλτερον εἶξαι , . , . * . . +
5837907 ἑστατε
καὶ χωρὶς ἑστήκατε . ἑστήκατε οὖν , καὶ κατὰ συγκοπὴν ἕστατε ' . . . . ἀφεστᾶσι : ἑστήκασι ,
: ὅτι μετείληπται τὸ α εἰς τὸ η ἀντὶ τοῦ ἕστατε . . . . πολέος πεδίοιο θέουσαι : ἡ
5832565 χερεσσι
' ἀπ ' ἐμῶν τριπόδων , ἔτι τοι φόνος ἀμφὶ χέρεσσι πουλὺς ἀποστάζων ἀπὸ λαΐνου οὐδοῦ ἐρύκει . οὔ σε
Ἐν δὲ Νεμειαίοιο βίη ἐτέτυκτο λέοντος ὀβρίμου Ἡρακλῆος ὑπὸ στιβαρῇσι χέρεσσι τειρόμενος κρατερῶς : βλοσυρῇς δέ οἱ ἀμφὶ γένυσσιν αἱματόεις
5829056 νοστοιο
γὰρ ἔπλεο πήματος ἄλκαρ . Οὐδ ' ἔτ ' ἐμοὶ νόστοιο τέλος σέο δεῦρο θανόντος ἁνδάνει , ἀλλὰ καὶ αὐτὸς
Λειβήθρων τ ' ἄκρα κάρηνα λισσόμενός μ ' ἐπίκουρον ἑοῦ νόστοιο γενέσθαι ποντοπόρῳ σὺν νηῒ πρὸς ἄξενα φῦλ ' ἀνθρώπων
5825642 ἀγρευτηρος
τὸν ἀγρεύοντα μόρον , καλεῖ κατ ' Ἀττικούς . μόρον ἀγρευτῆρος : τὸν ἀπ ' ἀγρευτῆρος . Σφύραιναι : ζαργάναι
. Θέμιν : δίκην . Τεῦ : τούτου , ἤγουν ἀγρευτῆρος . Αἰδώς : γνωμή . Ὀΐεσσα : προβατώδης .
5819718 ἀκοντι
ἐπικαγχαλόωσι πυκνὸν ὑλακτιόωντες , ὃ δ ' ἐμμεμαὼς ὑπ ' ἄκοντι κεμμάσιν ὠκυτάτῃσι φόνον στονόεντα τίθησιν : ὣς Μέμνων ἐδάιζε
ἀδελφῷ τῷ θανόντι τῶν κακῶν , ἤγουν συντέθνηκε ἐκεῖ καὶ ἄκοντι , ὅ ἐστι κἂν ἐκεῖ τυχὸν μὴ βούλοιτο .
5813022 παρασχεδον
ἥ οἱ ἑπέτις πέλε κουρίζουσα , Χαλκιόπῃ δ ' ἤγγειλε παρασχεδόν . ἡ δ ' ἐνὶ παισίν ἧστ ' ,
ἥρωσι δέρματα φορεῖν . αὐτὰρ ὅ : ὁ Ἄκαστος . παρασχεδόν : παραχρῆμα . ἀιδνή : σκοτεινή . ἐυστείρης :
5810510 πλευριτιϲ
καὶ αἱ τοῦδε διαδέξιεϲ οὐ μάλα περιγίγνονται : περιεϲτηκυῖα δὲ πλευρῖτιϲ ἀπὸ περιπνευμονίηϲ εὐηθέϲτερον . χρὴ ὦν ἐπὶ ξυμμέτρῳ τῇ
ἐπὶ τῶν ἀϲθματικῶν προείρηται . Περὶ πλευρίτιδοϲ . Ἡ ἀκριβὴϲ πλευρῖτιϲ φλεγμονή ἐϲτι τοῦ ὑπεζωκότοϲ ἔνδοθεν τὰϲ πλευρὰϲ ὑμένοϲ ,
5809114 συγγονου
ἀμνημόνευτος θεὰν προδοῦς ' ἁλίσκεται . ὦ τλῆμον Ἰφιγένεια , συγγόνου μέτα θανῆι πάλιν μολοῦσα δεσποτῶν χέρας . ὦ πάντες
γε συμφορὰς εὐκλεᾶ με θήσει . τάλαιν ' ἐγὼ σῶν συγγόνου θ ' ὑβρισμάτων , ὃς ἐκ δόμων νέκυς ἄθαπτος
5808920 Ἀχαιικου
[ × – ˘ – × ⋮ δεῦρ ] ' Ἀχαιικοῦ ? [ στρατοῦ [ λοχαγέτην ] [ × –
„ ποῦ Μενέλαος ἔην ; ” ἢ οὐκ Ἄργεος ἦεν Ἀχαιικοῦ ; ” δέχονταί τινες οὕτως „ ἢ οὐκ ἦν
5801855 κυδοιμου
. ἡ μὲν ἔχουσα κυδοιμὸν ἀναιδέα δηιοτῆτος . . . κυδοιμοῦ εἴδωλον : Λ . καὶ βάλεν Ἄμφιον , Σελάγου
τι φειδωλή τις ἐγίνετο : φοιταλέῃ δὲ σπερχόμενοι μάστιγι φιλαγρύπνοιο κυδοιμοῦ οὐδὲ θεῶν ὄπιν εἶχον , ἀθεσμοτάτης δ ' ὑπὸ
5801455 ἀκαματοισιν
ἀπίθησε , μολὼν δ ' ἔκτοσθε μελάθρων χερσὶν ὑπ ' ἀκαμάτοισιν ὄρος μέγα τύψε τριαίνῃ , ἔνθ ' Ἄνεμοι κελαδεινὰ
ἑδνωταὶ μεδέουσι παρ ' ἀνδράσι κουριδίοισιν : ἣ δέ οἱ ἀκαμάτοισιν ὑπ ' ἀγκοίνῃσι δαμεῖσα Εὐρυσάκην τέκεθ ' υἱὸν ἐοικότα
5801108 μεγαιρω
. ἔνθ ' εἴ τοι τόδε ἔργον ἐφανδάνει , οὔτι μεγαίρω , κτεῖνέ τε καὶ Κόλχοισιν ἀείρεο δηιοτῆτα . ”
, οἵ ς ' ἀποκωλύσουσιν . Ἐγὼ δέ τοι οὔτι μεγαίρω : δώσω τοι Τεγέην ποσσίκροτον ὀρχήσασθαι καὶ καλὸν πεδίον
5800862 φλεβοϲ
ϲκυβάλοιϲι ἐπιρρέει ξανθόν , ἄκρητον , ἀμιγέϲ , ὡϲ δοκέειν φλεβὸϲ ϲτόμιον ἀνεῷχθαι : ἀνεϲθίει γὰρ τὸ δριμὺ τὰϲ φλέβαϲ
ἔλαϲμα καὶ ἀπὸ τῆϲ ἄνωθεν τῆϲ ἐπὶ τὴν καρδίην κοίληϲ φλεβὸϲ ἐϲ τὴν παρὰ τὴν ῥάχιν καὶ ἀπὸ τῆϲ ῥάχιοϲ
5800640 ἠιδη
γλώσσης τε σιγὴν ὄμμα θ ' ἥσυχον πόσει παρεῖχον : ἤιδη δ ' ἅμ ' ἐχρῆν νικᾶν πόσιν κείνωι τε
αἰσχρὰ δρώσηι μάρτυρας πολλοὺς ἔχειν . τὸ δ ' ἔργον ἤιδη τὴν νόσον τε δυσκλεᾶ , γυνή τε πρὸς τοῖσδ
5789561 εὐτυχουντος
εὐτυχοῦντος ] ἤγουν τοῦ πολεμίου . εὐτυχοῦντος ] εὐδαιμονοῦντος . εὐτυχοῦντος ] κτωμένου . θ εὐτυχοῦντος ] ἤγουν ζῶντος .
. καινοπήμονες ] αἱ νεωστὶ πάσχουσαι καινὰ πήματα . . εὐτυχοῦντος ] κτωμένου . . ὑπερτέρου ] κρείττονος . .
5788848 οἰχομενοιο
δή τοι κτεάτεσσι πεποιθὼς πατρὸς ἑοῖο μνάσκετ ' Ὀδυσσῆος δὴν οἰχομένοιο δάμαρτα . ὅς ῥα τότε μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισι μετηύδα :
τε καὶ ἐς Πύλον ἠμαθόεντα , νόστον πευσόμενος πατρὸς δὴν οἰχομένοιο , ἤν τίς μοι εἴπῃσι βροτῶν , ἢ ὄσσαν
5788319 αἰαζω
πλατάγησον στήθεα καὶ λέγε πᾶσιν , ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις . αἰάζω τὸν Ἄδωνιν : ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες . κεῖται καλὸς Ἄδωνις
, . Αἰάζειν : παρὰ τὸ αἴ σχετλιαστικὸν ἐπίρρημα γέγονεν αἰάζω , ὡς λίαν λιάζω , . , , .
5787855 διῳ
μήτηρ γῇ ἐνὶ Βοιωτῶν , ὃ δ ' ἅμα Προθοήνορι δίῳ ἐς Τροίην ἵκανεν ἀμυνέμεν Ἀργείοισι : τόν ῥα τότ
' ἑτάροισι τοῖς ἄλλοις , οἳ δὴ πολέες δάμεν Ἕκτορι δίῳ , ἀλλ ' ἧμαι παρὰ νηυσὶν ἐτώσιον ἄχθος ἀρούρης
5787254 ἀνῃρημενου
γενομένης ὁ Γναῖος αὐτοῖς ὑπήντα , χαλεπαίνων ὡς ὑπάτου παρανόμως ἀνῃρημένου : δυσχεράνας δ ' ὅμως εὐθὺς ἦρχεν αὐτῶν .
τοῦτο , οὐ τοῦτο . τέθειται γὰρ τὸ πλουτεῖν βούλομαι ἀνῃρημένου τοῦ πένεσθαι . καί μοι δοκεῖ ἕνεκα τούτου σύνδεσμον
5786882 καλουμαι
' . . . ἡμέρας ] ἀπὸ κοινοῦ τὸ ” καλοῦμαι “ . τοῦ χρήματος : λείπει χάριν : ἢ
καλοῦμαι ] καλῶ σε , προκαλοῦμαι , ἀπαιτῶ . τὸ καλοῦμαι παθητικῶς δικαστικὴ λέξις ἐστίν , ὡς δηλοῖ τὸ παρόν
5784262 θαρσαλεον
καγχαλάασκον ἐτώσια μητιόωντι . Καὶ τότε Μυρμιδόνεσσιν Ἀχιλλέος ἄτρομος υἱὸς θαρσαλέον φάτο μῦθον ἐποτρύνων πονέεσθαι : Κέκλυτέ μευ , θεράποντες
ὁ τρίβων ἐμπνέοι . . . : ἒν δὲ τὸ θαρσαλέον τε καὶ ἐμμενές , ὅππη ὀρούσαι , φαίνετ '
5783399 Ἀσσυριου
Ξάνθος δὲ ὁ Λυδὸς δέκα καὶ δέκα ἐκ Φιλόττου τοῦ Ἀσσυρίου . . . . : ὠικείωτο γὰρ ἐκ παλαιοῦ
Λυδὸς [ . ] δέκα καὶ δέκα ἐκ Φιλόττου τοῦ Ἀσσυρίου , ὃς ᾤκει ἐν Σιπύλῳ , ὃς ἀνῃρέθη ἐν
5783036 θοωτερος
* ὁμώσεται : ὁμοιοῦται ὁμοιωθήσεται * παυροτέρη : μικροτέρα * θοώτερος : ταχύτερος * ἵξεται : ἐπέρχεται * αἶσα :
μὲν ὑπέρτερος , ἅψεα δ ' αὖτε μηκεδανός , πάντεσσι θοώτερος ὦκα λύκοισι : τὸν μέροπες κίρκον τε καὶ ἅρπαγα
5780020 ἀισσουσαν
νῆα βίῃ , τὴν δ ' οὔ κε διὲξ ἁλὸς ἀίσσουσαν οὐδὲ Ποσειδάωνος ἀελλόποδες κίχον ἵπποι : ἔμπης δ '
: ἠέρι γὰρ κεκάλυπτο . Νόησε δὲ θέσκελον αὐδὴν ἔκποθεν ἀίσσουσαν ἄδην εἰς οὔατα Τρώων ἀντιθέου Ἑλένοιο κλυτὸς νόος :
5777438 δαμεντες
γὰρ Ζηνὸς ἐριβρεμέταο ἄνακτος υἷες ὁμῶς ἀπόλοντο κακῇ περὶ Κηρὶ δαμέντες . Κάτθανε δ ' υἱὸς ἐμεῖο καὶ αὐτῆς ἀθανάτοιο
, πάντες κ ' αὐτόθ ' ὄλοντο ἐμῷ ὑπὸ δουρὶ δαμέντες . Ταῦτα μὲν ἱκανῶς : ὅτι δὲ μὴ φίλος
5777319 ἀντλεομενον
ὑπὸ τοῦ ἠέρος θερμοῦ ἐόντος , ὥσπερ καὶ τὸ μὴ ἀντλεόμενον ὕδωρ ἐν τῷ φρέατι τοῦ θέρεος διὰ τοῦτο θερμὸν
ποιέει αὐτὸ ψῦχος παρέχειν τῷ ὕδατι : τὸ δὲ μὴ ἀντλεόμενον τοῦ ὕδατος τοῦ θέρεος , ἀλλ ' ἑστηκὸς ,
5775854 περανω
κάνθαρος ; τουτὶ γὰρ ἂν πύθωμ ' ἔτι , αὐτὸς περανῶ τὰ πάντ ' . ἀμέλει κυκνοκάνθαρος . [ ἐξ
ἐλέγχων μὲν ταῦτα , διότι οὐχ οὕτως ἔχει , οὐδὲν περανῶ : ἐξηγεύμενος δὲ καθότι μοι δοκέει ἕκαστον ὀρθῶς ἔχειν
5775766 σκαπτει
ὁ δ ' ὡς ἐπ ' αὐτοῖς δὴ Κυκλωπίοισιν ὢν σκάπτει μοχλεύει θύρετρα κἀκβαλὼν σταθμὰ δάμαρτα καὶ παῖδ ' ἑνὶ
ἐν τῇ ὑπωρείᾳ πιναρὸς ὅλος καὶ αὐχμῶν καὶ ὑποδίφθερος ; σκάπτει δὲ οἶμαι ἐπικεκυφώς : λάλος ἅνθρωπος καὶ θρασύς .
5775723 ἀτιτος
πάσῃ , ἄχρις Ἴλιος ἑάλω Αἰνείεω ἐνδόντος . Αἰνείης γὰρ ἄτιτος ἐὼν ὑπὸ Ἀλεξάνδρου καὶ ἀπὸ γερέων [ ἱερῶν ]
ἔγχει ἐμῷ , ἵνα μή τι κασιγνήτοιό γε ποινὴ δηρὸν ἄτιτος ἔῃ : τὼ καί κέ τις εὔχεται ἀνὴρ γνωτὸν

Back