ὁ διοικητὴς καὶ ἡγεμὼν τῶν θεῶν ὁ Ζεὺς , καίτοι αἰκιζόμενός με , ἤγουν δεσμῶν , ἐν ἰσχυραῖς γυιοπέδαις καὶ
πρύτανις καὶ διοικητὴς καὶ ἡγεμὼν τῶν θεῶν Ζεύς , καίτοι αἰκιζόμενός με ἐν ἰσχυραῖς γυιοπέδαις , ἢ δεσμοῖς τῶν μελῶν
5853284 φοβηι
κοὐδὲν καθαρῶς . ἀλλ ' ἦ Κρονίου Πανὸς τρομερᾶι μάστιγι φοβῆι , φυλακὰς δὲ λιπὼν κινεῖς στρατιάν ; τί θροεῖς
? [ ] δὲ τούτων [ ] ? δρωμένων τίνας φοβῆι ; τοὺς μείζονα βλέποντας ? [ - ] ἀνθρώπων
5799882 λαθραι
λαὸν εὐθύνων δορί . πολὺν δὲ σὺν ἐμοὶ χρυσὸν ἐκπέμπει λάθραι πατήρ , ἵν ' , εἴ ποτ ' Ἰλίου
, τυχὸν ἀποκτείνειεν ἄν . διόπερ ὑπεκδέδυκα δεῦρ ' ἔξω λάθραι . καὶ ποῖ τράπωμαί γ ' ; εἰς τί
5733864 ἠμελησεν
τῆς μητρὸς τῆς Δαρείου οὐδὲ τῆς γυναικὸς ἢ τῶν παίδων ἠμέλησεν . ἀλλὰ λέγουσί τινες τῶν τὰ Ἀλεξάνδρου γραψάντων τῆς
ὑπέλαβεν , τὰς ὀφρῦς ἐπάρας καὶ μέγα φρονήσας ἐμοῦ μὲν ἠμέλησεν , μᾶλλον δὲ τέλεον εἴασεν , αὐτὸς δὲ τὸν
5732487 δακρυσαι
, τὰ ῥήματα δὲ τοῖς ῥήμασι , τῷ δὲ μὴ δακρύσαι τὸν Σωκράτην μόνον τὸ μηδὲ τοῦτον . δεομένων δὲ
βασιλέως αὐτῶν ἀποθανόντος , ἠναγκάσθησαν πάντες ὑπὸ τῆς αὐτοῦ γυναικὸς δακρύσαι . Μένε βοῦς ποτε βοτάνην : ἐπὶ τῶν βραδέων
5713081 ἐδησε
ψεῦδος περὶ αὐτῶν μηνύσαντες . . . . . . ἔδησε τὸν ἵππον ἐκ τοῦ ῥόπτρου τοῦ ἱεροῦ ὡς ἀποδιδούς
Καίσαρος οὐ συνελθόντος , ἀλλὰ τοὺς πρωτεύοντας Γαλατῶν ἀποστείλαντος , ἔδησε τοὺς πρέσβεις . καὶ ὁ Καῖσαρ ἐστράτευεν ἐπ '
5709576 ἐπισπασας
. καὶ ὁ Καῖσαρ τό τε ἱμάτιον ἀπὸ τοῦ Κίμβερος ἐπισπάσας καὶ τῆς χειρὸς τοῦ Κάσκα λαβόμενος καὶ καταδραμὼν ἀπὸ
' , ἄναξ , πάσχομεν . ἕλξειν ἔοιχ ' ὑμᾶς ἐπισπάσας κόμης , ἐπεὶ οὐκ ἀκούετ ' ὀξὺ τῶν ἐμῶν
5706432 Λευκιππη
' αὐτοῦ παθών , ἀντῃσχύνετό με βλέπειν : καὶ ἡ Λευκίππη δὲ τὰ πολλὰ εἰς γῆν ἔβλεπε : καὶ ἦν
χλωρίς , ἀκαλανθίς , νῆσσα , πιπώ , δρακοντίς . Λευκίππη , Ἀρσίππη , Ἀλκαθόη , Μινύου θυγατέρες , εἰς
5656558 ἀποτυγχανων
μὲν Καλλιρόην , τὸ δὲ ἀληθὲς ἑαυτόν : ᾐσθάνετο γὰρ ἀποτυγχάνων τῆς ἐπιθυμίας . “ θάρρει δὲ ” ἔφη ,
δι ' ἀβελτερίαν οὐδὲ δι ' ἄγνοιαν , οὐδ ' ἀποτυγχάνων ; Καὶ τίς μου καταμαρτυρεῖ , φήσει , δῶρα
5654573 ἀρασσων
τίς οὐ σίδηρον προσφέρει , τίς οὐ πέτρον , βάλλων ἀράσσων ; πᾶν δ ' ἀνήλωται δέμας τὸ καλλίμορφον τραυμάτων
νούσων : ἄλλοτε δ ' αὖ Φοίβου κιθάρην μετὰ χερσὶν ἀράσσων , ἢ λιγυρὴν φόρμιγγα χελυκλόνον Ἑρμάωνος , πᾶσι περικτιόνεσσι
5647661 ἐπραγματευετο
ὅτι καλῶς ἔγραψεν . . . . ἐπράττετο ] οἱονεὶ ἐπραγματεύετο αὐτὸς ὁ Φίλιππος καὶ συνετίθετο . . . ἐκ
ὃς ἦν αὐτῷ γαμβρὸς ἐπὶ θυγατρί . Τὸ δὲ ἀληθὲς ἐπραγματεύετο τὸν Κωνσταντίνου φόνον , ὃς ἤδη τῷ φίλτρῳ τῶν
5642673 πατρῳους
, ὅσους δὲ ἐξείλου θανάτου , ὅσοις δὲ ἐπανῆρας τοὺς πατρῴους οἴκους , ὅσοις δὲ ἐχορήγησας ἐκ τῶν ταμιείων ἀπορουμένοις
πεισθεὶς ἐμοὶ κρύψον θελήσας ἄστυ καὶ δόμους μολεῖν τοὺς σοὺς πατρῴους , τήνδε τὴν πόλιν φίλως εἰπών : ἐπαξία γάρ
5627393 σιγηι
τὸ δρώμενον δὲ πᾶν ἰδεῖν δυνήσεται . ἐὰν δὲ σὺν σιγῆι τι βουλεύηις κακόν , τοῦτ ' οὐχὶ λήσει τοὺς
σὴν δούς τωι πολιτῶν , εἶτ ' ἔπασχε τοιάδε , σιγῆι καθῆς ' ἄν ; οὐ δοκῶ : ξένης δ
5586105 ἠμυναμην
ἐξῆλθον , εὐθύς με τύπτειν ἐπεχείρησεν : ἐπειδὴ δὲ αὐτὸν ἠμυνάμην , ἐκστὰς ἔβαλλέ με λίθοις . καὶ ἐμοῦ μὲν
τοῦτο παρεσκευασμένους . ὅπερ ἐγὼ προμηθείᾳ πολλῇ καὶ ἀγχινοίᾳ συνεὶς ἠμυνάμην ὡς πολέμιον , ἐπεὶ μήτε γνώμην ἔτι μήτε ὁρμὴν
5555276 ἀνομηματων
ἴσως τυραννοῦσιν , ἀλλ ' ὕστερον ὑφέξουσι τὰς τῶν τυραννικῶν ἀνομημάτων εὐθύνας . Ὅτι Κρὴς ὁ ἐλθὼν πρὸς Ἰούλιον τὸν
, τοὺς ἐν τῇ Ῥώμῃ τὰς δημοσίας κρίσεις διαδικάζοντας , ἀνομημάτων ἐπεπληρώκεσαν τὴν ἐπαρχίαν . Ὅτι Μούκιος ὁ Σκαιουόλας ταῖς
5552896 προπηλακιζων
. . οἷον εἰς τὸ συνθέσθαι . . . . προπηλακίζων ] ὑβρίζων . . . προσεπιπονῆσαι ] πρὸς τῷ
τῶν μίμων ὀργῇ λανθάνεις ἑτέρους , οὓς οὐ βούλει , προπηλακίζων . τί οὖν ἐντεῦθε συμβαίνει ; κεκλεῖσθαι τὰ θέατρα
5548913 στεναξας
κατάκριτον , δι ' οὗ πυρώσεις πλείστας ὡς παχὺς φέρων στέναξας , ὄφρα λεπτὸς ἐκφανθῇς ὅλως ὡς πνεῦμα ἐκτραπῇς δὲ
κατάκριτον , δι ' οὗ πυρώσεις πλείστας ὡς παχὺς φέρων στέναξας , ὄφρα λεπτὸς ἐκφανθῇς ὅλως ὡς πνεῦμα ἐκτραπῇς δὲ
5526048 ἐκλαυσα
βρέξω τὸ ὄμμα , ἐπεὶ καὶ , ὅτε ὤλλυτο , ἔκλαυσα : ὡς φίλος φησὶ τὸ κερδᾶναι : κέρδος γὰρ
πάντας θρηνοῦντας καὶ κλαίοντας καὶ κακὸν πένθος τοὺς ἁμαρτωλούς . ἔκλαυσα κἀγὼ ὁρῶν τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων οὕτως κολαζομένους .
5523829 κασιγνητωι
ἤλπιζεν ἐκδώσειν ποτέ . εἴφ ' , ὡς ἀκούσας σῶι κασιγνήτωι λέγω . ἐν τοῖσδ ' ἐκείνου τηλορὸς ναίω δόμοις
τότ ' ἀσπίδων ἐγνώρισα , σπονδὰς ὅτ ' ἦλθον σῶι κασιγνήτωι φέρων : ἃ προσδεδορκὼς οἶδα τοὺς ὡπλισμένους . ]
5518930 γηρασας
. Εἰ δὲ ἦν ξένος , ἢ νοσῶν , ἢ γηράσας , ἑψήσας τοὺς ἰχθύας , καὶ ποιήσας αὐτὰ ἀγαθῶς
φιλοπόνηρος ἀνὴρ Τὸν ὅμοιον τοῖς τρόποις οὐκ ἀμύνεται . Λύκος γηράσας νόμους ὁρίζει . Ἑρμηνεία . Νουθετήσει κακοῦργος εἰς γῆρας
5505121 ἀδακρυν
ἑλισσέσθην περὶ παῖδα ὀψίγονον , γαλαθηνὸν ὑπὸ τροφῷ , αἰὲν ἄδακρυν : ἂψ δὲ πάλιν διέλυον , ἐπεὶ μογέοιεν ,
οὕτως ἄρα λυσιτελέστερον πανταχόθεν ὃν ἠρίστευσα τρόπον κρατεῖν καὶ πόλεμον ἄδακρυν , τὸ τοῦ λόγου , νικᾶν ἤπερ αἵματι καὶ
5498525 ἐκομιζε
ἐν . Τῷ : ᾧτινι . ἄνωγεν : προσέταξεν . ἐκόμιζε : ἐλάμβανεν . Ἀναινόμενος : βαρούμενος . Πότμος :
, νεωστὶ διεληλυθὼς τὸ Ἄργος , καθ ' ἣν ὁδὸν ἐκόμιζε τὸν κάπρον ζῶντα ἐκ τοῦ Ἐρυμανθίου ὄρους , ὅπου
5488599 μετενοει
ἐρημίαν ἐπαινοῦντος : ὀλίγου δὲ ὑπὸ τῆς ἄγαν φιλονεικίας καὶ μετενόει γενόμενος Ἕλλην . οὐδὲ γὰρ ὡς ἐναντία φθεγγόμενος οἷς
αὐτὸν τεύξεσθαι τῆς μεγίστης , ἀπέλυσεν αὐτὸν τῶν ἐγκλημάτων . μετενόει γὰρ ἤδη καὶ ταῖς φιλανθρωπίαις ἔσπευδε διορθώσασθαι τὴν τῶν
5479579 ἐκραξεν
ἐπιλείποι : ὅτι φωνὴν μὴ ἔχει . πλανηθεὶς ὁ κόραξ ἔκραξεν καὶ τυρὸν κατέβαλεν , ὃν ἥρπαξεν ἡ ἀλώπηξ καὶ
εἰς εἱρκτὴν αὐτὸν ἀπαχθῆναι κελεύει . ἀπαγόμενος τοίνυν ὁ Αἴσωπος ἔκραξεν : „ ὁρᾷς , ὦ στρατηγέ , ὅπως ὀρθῶς
5476432 προσβλεψας
πεπορισμένος πάρεστιν : ὡς εἰσῆλθε γάρ εὐθύς μ ' ἐπηρώτησε προσβλέψας μέγα , „ πόσους κέκληκας μέροπας ἐπὶ δεῖπνον ;
ὁ διὰ σὲ θρῆνος προοίμιον ; πῶς τοὺς σοὺς ἡλικιώτας προσβλέψας ἐπαρκέσω τῷ πάθει ; πῶς τὴν ἐμὴν νεολαίαν ἰδὼν
5464354 εὑρω
κοὔ σε γιγνώσκω τορῶς . ποῦ τιν ' ἀνάκτων Τρώων εὕρω ; ποῦ δῆθ ' Ἕκτωρ τὸν ὑπασπίδιον κοῖτον ἰαύει
ὑπὸ πύργον ἐν πολέμῳ σῴζεσθαι : ἄλλως : ἐὰν μὲν εὕρω ἐχυρὰν καταφυγήν , σιωπῇ μετέρχομαι φαρμάκοις τὸν φόνον :
5461137 ταραττομαι
ἐν τῷ ναῷ καὶ θρηνῶν ταῦτά φησιν . θρέομαι ] ταράττομαι , φοβοῦμαι διὰ τὰς μεγάλας θλίψεις . θρέομαι ]
' ἀπροϲδοκήτωϲ εἰϲ κλύδωνα πραγμάτων ἐμπεϲὼν ] ἠγωνίακα καὶ πάλαι ταράττομαι μή ποθ ] ' ἡ τύχη λάβηι μου τὴν
5459993 θοἰματιον
ἐν τῷ προκολπίῳ . καὶ ἔνδον μένειν , ὅταν ἐκδῷ θοἰμάτιον ἐκπλῦναι . καὶ φίλου ἔρανον συλλέγοντος καὶ διειλεγμένου αὐτῷ
τὴν πλατεῖαν σοὶ μόνῳ ταύτην πεποίηκεν ὁ βασιλεύς ; Αἰγύπτιος θοἰμάτιον ἠρδάλωκέ μου . τοὺς ἐν τῇ πόλει μάρτυρας ἔχω
5450547 πεμπων
βασιλεύς , ἐπεὶ Κῦρος ἀπέθανε , μέγα φρονήσας ἐπὶ τούτῳ πέμπων ἐκέλευε παραδιδόναι τὰ ὅπλα . ἐπεὶ δὲ ἡμεῖς οὐ
τῶν ἄλλων ἡδονῶν . , . . Ἐπείρα ἐπείρα χρήματα πέμπων τῆς διαφθορᾶς δέλεαρ . , . . Ἐκτόπως πρὸς
5446955 ἀρταμων
Ἄρταμος : ὁ μάγειρος : † εἰ γὰρ βέβηκε χεῖρας ἀρτάμων φυγών . εἴρηται δὲ παρὰ τὸ διαρτάσαι , ὅ
˘˘ – × – ἀκταῖνον μένος ἦ γὰρ βέβηκε χεῖρας ἀρτάμων φυγών ; ὕδωρ δὲ πίνει , τὸν δὲ Βίβλινον
5446232 τρεμων
καταστήσας εἰς φόβον τοῦ παρέξειν πράγματα ἐπηρεάζει ῥᾳδίως . ΓΘ τρέμων τὰ πράγματα ] πολλοὶ γὰρ δι ' ἐπιείκειαν τρόπων
φοβεῖσθαι αὐτὸν μὴ ἀποφύγω , ἀλλ ' ἀποθάνω πενθῶν καὶ τρέμων ; αὕτη γὰρ γένεσις πάθους θέλειν τι καὶ μὴ
5438281 ἀναιδως
ἑαυτὸν ἀκριβῶς ὁρᾶν , ἀλλ ' , ἐάν τις αὐτὸν ἀναιδῶς ἐγχειρῇ θεάσασθαι , τὴν ὄψιν ἀφαιρεῖται . καὶ τοὺς
. κυνηγεττεῖν : διὰ δυοῖν ττ λέγουσιν . κυνοφθαλμίζεται : ἀναιδῶς καὶ ἰταμῶς ὁρᾷ , τρόπον ματρύλλου . κέρκῳ σαίνειν
5434393 σπουδαζε
] οἶκον διάτριβ ' ἀλλ ' ἄνυε ] χρόνιζε ἀλλὰ σπούδαζε . βράδυνε θερμὸν ἔργον ] τολμηρόν : κακόν .
παρεσκευακὼς τὴν σαυτοῦ διάνοιαν ὑποστῆναι καρτερῶς πάντα κάματον , καὶ σπούδαζε μὴ ὑπὸ ἀτελοῦς κατασχεθῆναι πόνου , προκοπὴν δὲ καὶ
5421384 ἀπιστε
φιλίην . ἔρρε , θεοῖσίν τ ' ἐχθρὲ καὶ ἀνθρώποισιν ἄπιστε , ψυχρὸν ὃς ἐν κόλπωι ποικίλον εἶχες ὄφιν .
βασανίζεις , ἐπὶ τοιούτῳ διηγήματι ζῆν ἀναγ - κάζων . ἄπιστε Καλλιρόη καὶ πασῶν ἀσεβεστάτη γυναικῶν , ἐγὼ μὲν ἐπράθην
5417116 ἠνιατο
. κέσκετο ἔκειτο . κήδεα ἀνιάματα , λῦπαι . κήδετο ἠνιᾶτο . δηλοῖ δὲ καὶ τὸ ἐφρόντιζεν . καὶ κήδων
ὁ Ἀλέξανδρος ἀπηλλάγη μετ ' αὐτῆς , ὅ τε Μενέλαος ἠνιᾶτο τῆς μνηστείας ἀποτυχὼν καὶ τὸν ἀδελφὸν ᾐτιᾶτο , καὶ
5410175 ὑβριζεις
ἀντὶ γλώττης ὅσα καὶ χειρὶ χρῆσθαι διέγνωκας καὶ ὥσπερ ἀλλοτρίαν ὑβρίζεις καὶ ἐπικλύζεις τοσούτοις κακοῖς . λαλεῖν μοι ἔργον ἐστὶ
ξύνει τῷ Διὶ καὶ συμβασιλεύεις αὐτῷ , καὶ διὰ τοῦτο ὑβρίζεις ἀδεῶς : πλὴν ἀλλ ' ὄψομαί σε μετ '
5409602 οἰκτειρον
ἔχειν , ἣν ἂν πρέπῃ πατρὶ πρὸς παῖδας . ὅθεν οἴκτειρόν με εἰδὼς αὐτὸς πείρᾳ τὴν πρὸς τὰ φίλτατα διάθεσιν
ἔχειν , ἣν ἂν πρέπῃ πατρὶ πρὸς παῖδας . ὅθεν οἴκτειρόν με εἰδὼς αὐτὸς πείρᾳ τὴν πρὸς τὰ φίλτατα διάθεσιν
5392452 ζημιωθεις
ἠδικηκὼς μὲν οὐδὲν φαίνομαι , ἔχθρᾳ δὲ ἄνευ τούτου παραλόγως ζημιωθείς . συνέγνωσαν δὲ καὶ αὐτοὶ σφίσιν ὡς ἠδικηκότες :
σκέπην τῆς κορυφῆς ἀποβαλλόμενος , τὸ ἐπὶ κεφαλῆς χρήσιμον περίττωμα ζημιωθείς , λειοκάρηνος , ἀπεξυρημένος , οἷον ἐν χρῷ κουρίας
5380132 ᾐσθου
; Ἔπειτ ' οὐδ ' ἐκ τῆς ἐπιδοθείσης αὐτῇ προικὸς ᾔσθου ; Ὥστε καὶ δι ' αὐτὸ τοῦτο ἀγανακτήσαντι δήπου
ἵνα φυλάττῃ : εἰ δὲ τὴν πατρίδα πονηρὰν καὶ ἀχάριστον ᾔσθου , ἀκληρεῖν ἡγῇ σύ , ἀλλ ' οὐ χάριν
5376894 ἀποδρας
ἤχθοντο , τῶν δὲ ῥητόρων ὁ τοῦτ ' ἀναπείσας εὐθὺς ἀποδρὰς ᾤχετο . ναῦς δεῖ καθέλκειν : τῷ πένητι μὲν
οὔπω τις ἕτερος : οὓς γὰρ ἀπολωλεκέναι ᾤετο , τούτους ἀποδρὰς ᾤχετο . ἐγὼ δὲ καὶ Ξέρξου θεωρῶν ἐπὶ μὲν
5371922 προκαλῃ
σὺ δὲ ὀνόματι τοῦ νεκροῦ τὴν γυναῖκά μου διέφθειρας . προκαλῇ με , Διονύσιε , πρόκλησιν οὐδαμῶς σοι συμφέρουσαν .
ἔγωγε πειράσομαι συμβουλεύειν ἄν τι δύνωμαι , καὶ αὖ ἃ προκαλῇ πάντα ποιεῖν . δικαιότατον μέντοι μοι δοκεῖ εἶναι ἐμὲ
5365771 ἀθλιον
ἐν τῇ γενικῇ , οἷον . . ὁρᾷς τὸν Ἀκταίωνος ἄθλιον μόρον : παρώνυμόν ἐστι καὶ οὐκ ἀπὸ τῶν εἰς
καὶ ταλαιπωρίας . Ἔτι δὲ οὐδὲ δείλαιον γῆρας , ἤγουν ἄθλιον , ἐπῆν αὐτοῖς : ἀεὶ δὲ κατὰ τοὺς πόδας
5364881 Κλυταιμνηστρα
, Μέδοντα καὶ Στρόφιον γενέσθαι Πυλάδῃ παῖδας ἐξ Ἠλέκτρας . Κλυταιμνήστρα δὲ ἐτάφη καὶ Αἴγισθος ὀλίγον ἀπωτέρω τοῦ τείχους :
πολιχνίῳ τῶν Ἀθηνῶν γεννήσασαν Ἰφιγένειαν ἣν Ἰφιγένειαν θετὴν παῖδα ἡ Κλυταιμνήστρα ποιεῖ - ται . εἷς μὲν οὖν Ἑλένης νυμφίος
5359878 ἐλεω
καὶ χρηματιστικῶν , αὐτός τε ἄχθομαι ὑμᾶς τε τοὺς ἑταίρους ἐλεῶ , ὅτι οἴεσθε τὶ ποιεῖν οὐδὲν ποιοῦντες . καὶ
„ εἶπεν „ οἱ κοινωνοῦντες ἐμοὶ ταυτησὶ τῆς στέγης , ἐλεῶ ὑμᾶς , ὡς ὑφ ' αὑτῶν ἀπόλλυσθε , οὔπω
5351685 ὑπεμεινας
παιδίον , εἶπεν , ὅτι παιδείας ἕνεκεν καὶ θηρίῳ διακονεῖν ὑπέμεινας . . . , . Ἀντισθένης δ ' ἐν
δῶρα εἰληφότα ἐπὶ τὴν ἡμετέραν πρεσβείαν κεχειροτονημένος , σὺν ἡμῖν ὑπέμεινας πρεσβεύειν καὶ οὐκ ἐξωμόσω ; πρὸς τοῦτο ἀντιθεὶς ἄνευ
5347931 πονησας
οὔσης δυσεισβόλου καὶ πλήθη μαχίμων ἀνδρῶν ἐχούσης , ἐπειδὴ πολλὰ πονήσας ἄπρακτος ἐγένετο , τὸν μὲν πρὸς Βακτριανοὺς πόλεμον εἰς
. . . εἰ γὰρ τόδ ' ἦν . πόνους πονήσας μυρίους . πλήν γ ' εἰς ἐμέ . πέπονθα
5332831 ἀφηκα
εἴπω . . ἐς ταυτὸν ] ἐκεῖσε ὅθεν τοὺς λόγους ἀφῆκα . . ἐστιν πόλις Κάνωβος ] ἀναχρονισμός . ἔστι
Ἀθήνησι κυβευτῶν οἱ ἐξωλέστατοι . τέλος δ ' οὖν λιποθυμήσας ἀφῆκα τοῖς ἐναγέσι λαμβάνειν . οἱ δὲ καὶ τὸ προκόλπιον
5327337 ἐφιλησα
ἑλισσόμενος . πηλὸς ἐφυράθην , οὐ ψεύσομαι . ἀλλ ' ἐφίλησα , ὦ ξεῖν ' , ὀστρακέων δύσμορον ἐργασίην .
, ὡς ἂν διαδὺς κατεφίλησά σε : καὶ τὴν χεῖρα ἐφίλησα ἄν , εἰ μὴ τὸ στόμα ἤθελες . μήκων
5327257 σεμνας
πόλει γιγνομέναις ⌈ ⌉ ἔνοχος καθέστηκεν , ἐπιωρκηκὼς μὲν τὰς σεμνὰς θεὰς ἐν Ἀρείῳ πάγῳ καὶ τοὺς ἄλλους θεοὺς οὓς
τὴν συναφὴν περιποιεῖ γυναῖκας ἐπιπόνους καὶ αὐστηράς , Ζεὺς δὲ σεμνὰς καὶ οἰκονομικάς , Ἄρης δὲ θρασείας καὶ ἀνυποτάκτους ,
5320810 λακτιζων
δεσμὰ καὶ κάλους ῥήξας ἐς μέσσον αὐλῆς ἦλθ ' ἄμετρα λακτίζων . σαίνων δ ' ὁποῖα καὶ θέλων περισκαίρειν ,
μὲν κατέδυνεν ὑφ ' ὕδατι , πολλάκι δ ' αὖτε λακτίζων ἀνέδυνε : μόρον δ ' οὐκ ἦν ὑπαλύξαι .
5319221 ἀγριως
ἢ ἐγέλασα ; Εὖ γε , τὸ μὴ χαλεπῶς μηδὲ ἀγρίως : συγγνωστὸς γάρ , εἰ καλόν σε οὕτως ὄντα
ὑπ ' ἀλλήλων οἱ ἀδελφοί . οὕτως ] ὠμῶς , ἀγρίως καὶ ἀπηνῶς : τὸ δὲ οὕτως αὐτὸ καθ '
5314663 συνθανειν
' αἰσχρὸν ἀνθρώποισι τἀλλήλων κακά ; οἴμοι : πόσωι σφιν συνθανεῖν ἂν ἤθελον . ἄκραντ ' ὀδύρηι ταῖσδέ τ '
βίου , ἢ δειλός ἐστιν ἢ δυσάλγητος φρένας θανόντι κείνῳ συνθανεῖν ἔρως μ ' ἔχει . ἥξειςἐπείγου μηδένεἰς τὸ μόρσιμον
5314004 κασιγνητον
εἰσορᾶις ἥκοντα σόν . σύ τ ' αὖ πρόσωπον πρὸς κασίγνητον στρέφε , Πολύνεικες : ἐς γὰρ ταὐτὸν ὄμμασιν βλέπων
' ἐπόρουσε Κόωνι ἔχων ἀνεμοτρεφὲς ἔγχος . ἤτοι ὃ Ἰφιδάμαντα κασίγνητον καὶ ὄπατρον ἕλκε ποδὸς μεμαώς , καὶ ἀΰτει πάντας
5313527 ἀντιδιδοναι
: ὁμοία τῇ : Πάντα κάλων κινεῖς . Ἀντιπελαργεῖν : ἀντιδιδόναι χάριτας . λέγεται γὰρ τοὺς πελαργοὺς γεγηρακότας τοὺς γονεῖς
καὶ κοινωνίαν . ὅτι δὲ καὶ τοῖς εὖ πεποιηκόσι δεῖ ἀντιδιδόναι , σημεῖόν φησι καὶ τὸ ἱδρῦσθαι ἐν ταῖς πόλεσιν
5311357 ὀλεις
Διὸς ἔκγονος , μέλεος Ἑλλάς , ἃ τὸν εὐεργέταν ἀποβαλεῖς ὀλεῖς μανιάσιν λύσσαις χορευθέντ ' ἐναύλοις . βέβακεν ἐν δίφροισιν
ποτέ . Οὔ φημ ' ἐάσειν . Ἀπό μ ' ὀλεῖς , ἢν προσθίγῃς . Καὶ δὴ μεθίημ ' ,
5308186 ἠπατημενος
ψευδὴς ἐν Καρίᾳ δεδεμένῳ : τότε μὲν γὰρ ἀπηλλαττόμην ζωῆς ἠπατημένος ὑπὸ Καλλιρόης φιλεῖσθαι , νῦν δὲ ἀπολώλεκα οὐ μόνον
τοῦ εἰδότος ὅτι φαῦλα καὶ διώκοντος : ὁ μὲν γὰρ ἠπατημένος μεταπεισθεὶς δύναται ἀγαθὸς γενέσθαι , ὁ δὲ δι '
5307671 τολμων
περιστεῖλαί με νεκρόν , καὶ μάλα γε ἀσχημονοῦντι προσελθεῖν οὐ τολμῶν . αἰδεσθῆναι μὲν οὖν ἄνθρωπον ὄντα φανῆναι κακὸν οὔπω
γένοιτ ' ἂν νεώτερον ἢ Μακεδὼν ἀνὴρ καταφρονῶν Ἀθηναίων καὶ τολμῶν ἐπιστολὰς πέμπειν τοιαύτας οἵας ἠκούσατε μικρῷ πρότερον ; καὶ
5305001 εὐψυχως
ἐπεὶ ὁρῶ ἐπιθυμητικῶς ἔχοντάς τινας περὶ τὴν ἑκάστου προσηγορίαν καὶ εὐψύχως πρὸς τοῦτο φερομένους , ἀναγκαίως καθ ' ἕκαστον κοιναῖς
τῇ σπάνει τῶν ἀναγκαίων δεινῶς πιεζούμενοι μέχρι μέν τινος ὑπέμενον εὐψύχως τὴν ἔνδειαν , τῆς δὲ φύσεως ὑπὸ τῆς ἀνάγκης
5301228 δεσποτηι
[ ὃς σεθ ? [ ἔχεις , εὖ μοι διδοίης δεσπότηι θ ' ὃς Οἰνόης σύγχορτα ναίει πεδία ταῖσδ '
ἄρσεν ' ἐντίκτω κόρον , πλαθεῖς ' Ἀχιλλέως παιδί , δεσπότηι δ ' ἐμῶι . καὶ πρὶν μὲν ἐν κακοῖσι
5293999 κλαιων
τοῦτο εἴρηκεν . ἀπόλωλα τὠφθαλμώ : ἀπώλεσα τοὺς ὀφθαλμούς μου κλαίων καὶ ὀδυρόμενος τοὺς βόας . Γ ἀπόλωλα ] ὅλον
δειλὸν εἰσοίσεις λόγον : χώρει : τίς ὑμῶν ἅψεται ; κλαίων ἄρα ψαύσει . θεῶν γὰρ οὕνεχ ' ἱππικοῦ τ
5290451 λελυμενας
γενομένους παραβῇ , ἀλλ ' ἐννοείσθω διότι τὰς ὑπὸ Ῥωμαίων λελυμένας εἰς τὸ ἐξ ἀρχῆς ἀποκαταστήσει καὶ οὐ τάς γε
ἱμάτια ἐνδεδυμένων , τοὺς ὤμους ἔξω ἐχουσῶν καὶ τὰς τρίχας λελυμένας καὶ εὐμόρφων . ταύτας ἰδόντες ἐπεθύμησαν αὐτῶν καὶ ἐνεδύσαντο
5286345 ἱκετευε
? ? [ ] [ : ὁ δ ' ἐξολισθὼν ἱκέτευε ⌋ τὴν κράμβην ⌊ ⌋ τὴν ἑπτάφυλλον , ἣν
χρόνῳ . τελευτῶσα δὲ ἡ μήτηρ αὐτῶν ἠντεβόλει με καὶ ἱκέτευε συναγαγεῖν αὐτῆς τὸν πατέρα καὶ τοὺς φίλους , εἰποῦσα
5285014 ψευσταν
ταῦτα . καὶ αἴ τινα ἄνδρα ἀλαθῆ οἶδε , καὶ ψεύσταν τὸν αὐτόν . ἐκ δὲ τῶ λόγω λέγοντι ταῦτα
μὲν τῶ πράγματος ἀλαθῆ τὸν λόγον λέγοντι , ἀγενήτω δὲ ψεύσταν . οὔκων διαφέρει αὐτῶν τὤνυμα , ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα
5282657 περιδραμων
ἐκ τῶν στρωμάτων καὶ ἀνυπόδητος τὸν λύχνον ἅψας ταῦτα πάντα περιδραμὼν ἐπισκέψασθαι καὶ οὕτω μόλις ὕπνου τυγχάνειν . καὶ τοὺς
ἐν Πύλῳ εἶπεν . πανουργότατα ] λίαν πανούργως . Γ περιδραμὼν ] ἀπατήσας , περιελθών . Γ περιδραμὼν ] ὑποδραμὼν
5280791 ἐκλαιε
ἐπίτηδες τὴν ἀξίνην εἰς τὰς δίνας ἀφῆκε , καθεζόμενός τε ἔκλαιε . Ἑρμοῦ δὲ ἐπιφανέντος καὶ πυνθανομένου , τί τὸ
λυπεῖν τὸν ἀδελφὸν δακρύοις : ἄλλως : σεαυτὴν ἀποκάλυπτε : ἔκλαιε γὰρ κρᾶτα θεῖς ' εἴσω πέπλων [ ] :
5276794 κτενειν
. τρέφει δέ γ ' ἀνδρὸς μόχθος ἡμένας ἔσω . κτενεῖν ἔοικας , ὦ τέκνον , τὴν μητέρα . σύ
δὲ χεῖρας προϊσχομένους καὶ ζωγρήσαντες ὑποσχόμενοί τε ἡμῖν ὕστερον μὴ κτενεῖν παρανόμως διεφθείρατε , πῶς οὐ δεινὰ εἴργασθε ; καὶ
5275035 συμποτην
: οὗτος μέν γελέγω δὲ ἰδώνξηράνας τὸν νεκρὸν σύνδειπνον καὶ συμπότην ἐποιήσατο . πολλάκις δὲ καὶ δεομένῳ χρημάτων ἀνδρὶ Αἰγυπτίῳ
ὁ ποιητής : ζείδωρον ἄρουραν . ἔνιοι πόσιν ἤκουσαν τὸν συμπότην . ἐν τοῖσιν ἀλέγονται : ἀριθμοῦνται . συγκαταλέγονται ἐν
5263333 μεθειναι
ἐν τῷ φόβῳ νομίζοντες ἡγοῦντο οὐδ ' ἂν Πομπήιον κρατήσαντα μεθεῖναι τὴν μοναρχίαν . Στρατιὰ δ ' ἦν , ὡς
Ἶσιν δεδεμένον παραλαβοῦσαν οὐκ ἀνελεῖν , ἀλλὰ καὶ λῦσαι καὶ μεθεῖναι : τὸν δ ' Ὧρον οὐ μετρίως ἐνεγκεῖν ,
5261953 ἐγιγνομην
μειράκια παλλάκια . αὐτὴ δ ' ἀμαυρὸϲ ἀϲθενήϲ τ ' ἐγιγνόμην . ἀφροδίϲιοϲ λόγοϲ . οἴμοι τάλαϲ , ἀπολεῖϲ μ
ἢ πυθέσθαι Ἀθηναίους πάντα τὰ πραχθέντα : φονεὺς οὖν αὐτῶν ἐγιγνόμην ἐγὼ μὴ εἰπὼν ὑμῖν ἃ ἤκουσα . Ἔτι δὲ
5254792 ἀτιμασει
τοῦ μηδενὸς ἀξίους εἶναι κρινεῖ . καὶ πρεσβεύων τὴν τέχνην ἀτιμάσει τοὺς πατέρας τῶν τεχνῶν . διὰ τί ; ὅτι
τῶν μεμνημένων οὐχ ὑπερόψεται πολιτικὸς ἀνήρ , οὐδέ γε δόξαν ἀτιμάσει φεύγων τὸ τοῖς πέλας ἁνδάνειν , ὡς ἠξίου Δ
5253329 κολακευει
πυκνοτέραις . λιπαίνων : πιαίνων , τρέφων . Ἐπιψαύει : κολακεύει , ἅπτεται αὐτῶν . τιταίνων : ἐξαπλῶν . Πρηΰνει
. ἄλλοι τε χρῶνται καὶ Ἀριστοφάνης : „ εἴ τις κολακεύει παρὼν καὶ τὰς κρωκύδας ἀφαιρῶν „ . Ἄφθονος ἄγρα
5253149 Οὐρσελιος
μὲν οὗτοι . Ἐπεὶ δὲ συνετρίβετο τούτοις καὶ ὁ Φράγγος Οὐρσέλιος , τῆς ἑταιρείας ὢν τοῦ Κρισπίνου καὶ τῆς ἐκείνου
: ἑάλω δὲ σὺν τούτοις καὶ ὁ καῖσαρ καὶ ὁ Οὐρσέλιος . Ὁ γοῦν Ἀρτοὺχ ἡσθεὶς τῇ νίκῃ τὸν μὲν
5250613 μειδιων
εὐθυμίαν δὲ καὶ αὐτὸν [ ἐκεῖνον ] θέλων προαγαγεῖν ἐπυνθάνετο μειδιῶν εἰ οὐκ αἰσχύνεται Λάμωνος υἱὸν φιλῶν , ἀλλὰ καὶ
νῦν καὶ αὖθις ἴσως προσᾴσομαι . Χαῖρε φίλον φάος χαρίεντι μειδιῶν προσώπῳ : μέλος γάρ τι λαβὼν ἐκ τῆς λύρας
5244696 παιεσθαι
ἡ φύσις ἔδειξε κρησφύγετα , ὥστε ὑπὸ τοῦ σάλου μὴ παίεσθαι μηδὲ ἀφανίζεσθαι : ἀσθενεῖς γάρ εἰσι καὶ ἥκιστα πρὸς
λέγεις καὶ πενίαν καὶ τὸ στρεβλοῦσθαι παρὰ τῶν μοχθηρῶν καὶ παίεσθαι καὶ τὸ ὅλον ἀναιρεῖσθαι ; Ταῦτά φημι . Ἀλλὰ
5243357 διεκωλυσε
γεγονέναι , ἐθελησάντων δὲ ὑμῶν ἐνοχλῆσαι . Ὁ μὲν χειμὼν διεκώλυσε τὴν ναυτικὴν ἡμῶν συμμαχίαν , ἡ δὲ ναυτικὴ παρασκευὴ
ἐφ ' οἷς ἐποιεῖτε καὶ ἐλέγετε παμμέγεθες ἐπῄει ἀνακαγχάσαι , διεκώλυσε δὲ ἡ ὀθόνη καὶ τὰ ἔρια , οἷς μου
5235409 ὠνειδιζεν
λύπης πεπλήρωτο καὶ οὐκέτι καθεκτὸς ἦν , ἀλλὰ τὸν στρατοπεδάρχην ὠνείδιζεν ὡς ἄνδρα γενναῖον οὕτω καὶ μεγάλα δυνάμενον τὰ Ῥωμαίων
καθάπερ παῖδας ὡς ἔστιν τις γυμναστικὴ καὶ ἰατρική , κἄπειτα ὠνείδιζεν , λέγων ὡς αἰσχρὸν πυρῶν μὲν καὶ κριθῶν καὶ
5232382 βασανους
μοῖραι ὑβρίζουσι τοὺς ἀνθρώπους , εἰς δεσμοὺς καὶ μελοκοπίας καὶ βασάνους καὶ φυλακὰς ἄγουσιν . αἱ δὲ λοιπαὶ βʹ Κρόνου
ἀνθρώπῳ τῷ τοιούτῳ : αἱ δὲ βλαβεραὶ τρυφαὶ αἱ προειρημέναι βασάνους καὶ τιμωρίας περιποιοῦνται : ἐὰν δὲ ἐπιμείνωσι καὶ μὴ
5226476 θυσω
τῶνδ ' ἃ λέγω πεπράξεται . Ἐγὼ δ ' ἵνα θύσω τοῖσι καινοῖσιν θεοῖς , τὸν ἱερέα πέμψοντα τὴν πομπὴν
μᾶλλον ἢ θυμούμενος πρὸς κέντρα λακτίζοιμι θνητὸς ὢν θεῶι . θύσω , φόνον γε θῆλυν , ὥσπερ ἄξιαι , πολὺν
5225643 ὑφεξοντα
συγγίγνεσθαι : εἰ δὲ μή , ψόγον ἀμουσίας καὶ ἀπειροκαλίας ὑφέξοντα . Οὕτως , ἔφη . Ἆρ ' οὖν ,
λαβόντες τὸν μὲν εἰς τὸ δεσμωτήριον ἔπεμψαν λόγον τῶν τετολμημένων ὑφέξοντα , ἐμὲ δὲ κάτω βαστάσαντες τοῖς στρατιώταις παρέδοσαν .
5225335 αἰτιωμενος
, ἀλλ ' ἤδη καὶ τὰ τοῦ συμβούλου τοιαῦτα πάρεστιν αἰτιώμενος , καὶ λόγοις πολυπραγμονῶν καὶ γυμνασίοις , ἣν φοιτῶντες
τούτων περιγράφει τοὺς Αἰσχίνου λόγους οὓς ποιήσεται περὶ τῆς εἰρήνης αἰτιώμενος Δημοσθένην ὡς εἰσηγησάμενον τὴν εἰρήνην . τοῦτο δὲ τὸ
5223181 διεθηκε
ἐξηγητὴς τῶν νόμων , καθάπερ οἱ παρὰ Ῥωμαίοις νομικοί . διέθηκε δὲ φαύλως αὐτοὺς Τιγράνης ὁ Ἀρμένιος , ἡνίκα τὴν
κακῶς τοὺς Ἕλληνας ἔχοντας πρὸς ἑαυτοὺς καὶ στασιαστικῶς ἔτι χεῖρον διέθηκε , τοὺς μὲν ἐξαπατῶν , τοῖς δὲ διδούς ,
5221277 πωλησας
“ οὐκ ἐκείνη ” φησὶν , “ ἀλλ ' ὁ πωλήσας . ” “ ἀνδραποδιστὴς ἄρα ἦν , καὶ ἀλλοτρίαν
θάλασσαν γαληνήν τε καὶ πραεῖαν , ἐπεθύμησε πλεῖν . διόπερ πωλήσας αὐτοῦ τὰ πρόβατα , φοίνικας ἀγοράσας καὶ ναῦν ἐμφορτισάμενος
5221101 κακουργως
ἐρᾶν , καὶ βουλόμενος αὐτὸν ἀποστῆσαι τῶν ἄλλων ἐραστῶν , κακούργως καὶ παμπονήρως γράφει λόγον , ὡς δέον τῷ μὴ
τραχύ . τὰ δ ' ἐπιρρήματα γοητευτικῶς , πανούργως , κακούργως , δολερῶς , ἀπατητικῶς , ποικίλως , ἐπιβούλως ,
5219288 γελωτοποιων
δ ' ἀσύμβολον εὗρε γελοῖα λέγειν Ῥαδάμανθυς καὶ Παλαμήδης . γελωτοποιῶν δὲ μέμνηται Ξενοφῶν ἐν τῷ Συμποσίῳ Φιλίππου μέν ,
ἀπόφευγε . εἰ δ ' οἴει [ ] κορδακίζων καὶ γελωτοποιῶν [ ? ] , ὅπερ ποιεῖν [ ? ]
5215527 ἀπελυσεν
εἰδὼς ὅτι εἰς φυλακὴν ἀπαχθήσομαι . ” ὁ στρατηγὸς καταπλαγεὶς ἀπέλυσεν αὐτόν . Αἴσωπος ἀπελθὼν εἰς τὸ βαλανεῖον εἶδεν πολὺν
δ ' ἐγχωρίων ἀπαντησάντων μεθ ' ἱκετηριῶν καὶ παραδόντων ἑαυτοὺς ἀπέλυσεν αὐτοὺς τῆς τιμωρίας . Αὐτὸς δὲ καταπλεύσας εἰς τὸν
5213019 στειχοντ
ὑστάτην ὁδόν . καὶ μὴν ὁρῶ σὸν πατέρα γηραιῶι ποδὶ στείχοντ ' , ὀπαδούς τ ' ἐν χεροῖν δάμαρτι σῆι
λαμβάνεσθ ' ἐμῶν πέπλων : ὁρῶ κήρυκα τόνδ ' Εὐρυσθέως στείχοντ ' ἐφ ' ἡμᾶς , οὗ διωκόμεσθ ' ὕπο
5212880 ἀμφιεσας
τοι φυταλιῆς ἕνεκεν ῥέξαντι θυηλὰς κλήμασιν αὐτίκα σεῖο φερεσταφύλοισιν ἀλωὴν ἀμφιέσας πολλόν τοι ἀφύσσασθαι μέθυ δώσει . Καὶ γλαφυρὴν κομίσας
καὶ τοὺς Ἀθηναίων ἐφήβους ἐς τὸ νῦν σχῆμα χλαμύδας πρῶτος ἀμφιέσας λευκάς , τέως γὰρ δὴ μελαίνας ἐνημμένοι τὰς ἐκκλησίας
5211131 ἐποψομαι
τυράννους ἐκπεσόντας ᾐσθόμην ; τρίτον δὲ τὸν νῦν κοιρανοῦντ ' ἐπόψομαι αἴσχιστα καὶ τάχιστα . μή τί σοι δοκῶ ταρβεῖν
' αἰῶνος ταφάς . οἰκτρὸν γάρ , οἰκτρὸν κεῖν ' ἐπόψομαι φάος καὶ πημάτων ὕψιστον , ὧν κράντης χρόνος ,
5209631 κοιμωμενη
: κέλευον ἐπικαθίσαι ὑπτίαν ἢ ἐπὶ κουρικοῦ βάθρου καθίσαι καὶ κοιμωμένη ἀπόνως ἐκβάλλει . [ κβʹ . Ἐκβόλιον ἀκίνδυνον ὥστε
ἥκοντα αὐτὸν οὐ προσίετο , ἀλλ ' ὑπὸ τοὐμὸν ἠγάπα κοιμωμένη χλανίσκιον τὸ λιτὸν τοῦτο καὶ δημοτικόν , καὶ τοῖς
5209620 ὀδυρομενος
' ἔκ τ ' ὀνόμαζε : τέκνον ἐμὸν τέο μέχρις ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων σὴν ἔδεαι κραδίην μεμνημένος οὔτέ τι σίτου
ἐλθὼν καὶ μὴ εὑρὼν τοὺς βόας ἤρξατο θρηνεῖν καὶ κόπτεσθαι ὀδυρόμενος . ἡ δὲ γυνὴ εὑροῦσα αὐτὸν ὀλοφυρόμενόν φησι :
5208251 ὑβριζων
ὁ σὸς οὐ πρῶτος οὐδὲ μόνος , οὐδ ' αὑτὸν ὑβρίζων οὐδ ' ὑμᾶς τοὺς υἱεῖς , ἀλλὰ μόνην ὁρῶν
ἁδρόν . ὁ μὲν οὖν ὄχλος ἐνέπαιζε , στρατιωτικὴν ὕβριν ὑβρίζων εἰδεχθῆ καὶ τῷ τρόπῳ σκαιὸν ἐχθρόν . ἆρά γε
5205846 ἀντιβολων
[ ! ! ! ! ] ! α ⌋ κλαῶν ἀντιβολῶν ὄνος λύρας : [ συμπεριπατήσω ] ⌊ ⌋ καὐτὸς
Τίς ; Ὅστις ; Ἀριφράδης , ἄγειν παρ ' αὐτὸν ἀντιβολῶν . Ἀλλ ' , ὦ μέλε , τὸν ζωμὸν
5205004 ὠμοσεν
ὅρκων πίστιν προῆλθον . Ὁ μὲν δὴ Δάφνις τὸν Πᾶνα ὤμοσεν ἐλθὼν ἐπὶ τὴν πίτυν μὴ ζήσεσθαι μόνος ἄνευ Χλόης
, ἔτι δ ' οὐχὶ τοὺς ἄνδρας ἀπαθανατίσας ὁ ποιητὴς ὤμοσεν , ἵνα τῆς ἐκείνων ἀρετῆς τοῖς ἀκούουσιν ἐντέκῃ λόγον
5204700 Ἀμολιος
κἀμοὶ τὰ πιθανώτατα τῶν μνημονευομένων . ἔχει δὲ ὧδε : Ἀμόλιος ἐπειδὴ παρέλαβε τὴν Ἀλβανῶν βασιλείαν τὸν πρεσβύτερον ἀδελφὸν Νεμέτορα
ἄγνοιαν ἐσκήπτετο εἰς ἀκινδυνότερον ἀναβαλέσθαι χρόνον τὴν ὀργὴν βουλευσάμενος . Ἀμόλιος δὲ τὰ τοῦ μειρακίου ὑπολαβὼν λεληθέναι δεύτερα τάδε ἐποίει
5202084 ἀπερχομαι
] ὅλους ἐποίει δηλονότι ἀγορητάς . ἄνειμι ] ἀνέρχομαι , ἀπέρχομαι , ἀπελεύσομαι , μετελεύσομαι , ἀνελεύσομαι . ἐντεῦθεν ]
γὰρ ἄν με ἔπεμπον πάλιν πρὸς ὑμᾶς . νῦν δὲ ἀπέρχομαι πρὸς μὲν Λακεδαιμονίους ὑφ ' ὑμῶν διαβεβλημένος , Σεύθῃ
5196862 ἐποχουμενων
τὰς ὄψεις ἢ τὸν ἐγκέφαλον ἐκόλαπτον , οὐχ ἑκόντων τῶν ἐποχουμένων , ἀλλ ' ὑπὸ σπουδῆς , ἐπεὶ οὐδ '
τῶν ὄντων ἀλλὰ τῶν μὴ ὄντων , ἀλλὰ περὶ τῶν ἐποχουμένων : οὐκ ἄρα περὶ νοημάτων μόνον ἀλλὰ καὶ περὶ
5191128 κτανων
παρών , αὐτὸς τάδ ' εἰπών , αὐτός ἐστιν ὁ κτανών . . : ἀναφορά : , : , ,
παρών , αὐτὸς τάδ ' εἰπών , αὐτός ἐστιν ὁ κτανών τὸν παῖδα τὸν ἐμόν . Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἴσως
5189299 ἐφιλησεν
καὶ τοῦ φλοιοῦ διαρραγέντος ἀπεκύησε τὸν Ἄδωνιν , ὃν ἰδοῦσα ἐφίλησεν ἡ Ἀφροδίτη . μύρραν δὲ Αἰολεῖς τὴν σμύρναν λέγουσιν
δ ' ἦν οἱ κάρτα πλησίον , περιλαβὼν τῇ χειρὶ ἐφίλησεν . ἐπικροτησάντων δὲ πάντων σὺν γέλωτι καὶ βοῇ ὡς
5187178 ἱκετευεν
ὡμολόγει ἀδικεῖν , καὶ ὅπως μὲν μὴ ἀποθάνῃ ἠντεβόλει καὶ ἱκέτευεν , ἀποτίνειν δ ' ἕτοιμος ἦν χρήματα . ἐγὼ
εἶναι τὴν παῖδα ἐπέπειστο . προσπεσὼν δὲ τοῖς ἀνδράσιν , ἱκέτευεν εἰπεῖν οἵτινες εἶεν : οἱ δὲ μόλις καὶ βραδέως
5184458 ἐθυμωθη
ἥκιστα γέγονε , ὅτι βασιλεὺς Ξέρξης πάντων δὴ μάλιστα ἀνδρῶν ἐθυμώθη ζώοντι Λεωνίδῃ : οὐ γὰρ ἄν κοτε ἐς τὸν
Κοιμωμένου λέοντος ἀγρίης χαίτης διέδραμεν μῦς : ὁ δὲ λέων ἐθυμώθη , φρίξας δὲ χαίτην ἔθορε φωλάδος κοίτης . κερδὼ
5183972 αἰδεσθεις
οἰκτείρων αὐτόν . ἐπεὶ δὲ τοῦτο εἶδεν ὁ Ξέρξης , αἰδεσθεὶς τὸ πτῶμα διαρρηγνύει τοὺς οἰκείους πέπλους . . ἐσφάδαζε
. πάλον ] κλῆρον . Ξ Τυδεὺς μὲν ἤδη : αἰδεσθεὶς τὰ Ὁμηρικὰ ἐγκώμια πρῶτον αὐτὸν καταλέγει ὁ Αἰσχύλος .

Back