φθειρσίν . ἐν δὲ τῷ ὄρει ἐκείνῳ πίτυες πολλαί . Φθειρῶν : οἱ μέν φασιν ὅτι Φθεὶρ υἱὸς ἦν Ἐνδυμίωνος
νασμοῖς ὀρέξαι τῷ κεχρημένῳ δάνος σφραγῖδα δέλτῳ δακτύλων ἐφαρμόσαι , Φθειρῶν ὀρείαν νάσσεται μοναρχίαν , τὸν πρωτόμισθον Κᾶρα δῃώσας στρατόν
5912377 φραγμα
προσδέδεται ὁ ἱστός . ἱστοδόκη τὸ διὰ μέσης τῆς νεὼς φράγμα , εἰς ὃ κατακλινόμενος τίθεται ὁ ἱστός . ἱστός
. καὶ δαίμων τις . ἕρκος εʹ : τεῖχος . φράγμα . στόμα . ἀσφάλεια . καὶ δικτύου εἶδος .
5880840 Μυλας
νομισθέντος ἐπελεῖν ἐς Πελωριάδα μετεπήδησεν , ἐκλιπὼν τὰ στενὰ περὶ Μύλας : καὶ ὁ Καῖσαρ αὐτῶν τε κατέσχε καὶ Μυλῶν
οἱ δὲ ἱστορικοὶ Θρίνακόν φασιν ἄρξαι τῆς Σικελίας * * Μύλας δὲ χερσόνησον Σικελίας , ἐν ἧι αἱ τοῦ Ἡλίου
5844270 Σιναι
. τὸ ἐθνικὸν Σιμύριος , τοῦ δὲ οὐδετέρου Σιμυρεύς . Σίναι , μητρόπολις τῶν Σινῶν , περὶ ὧν φησι Μαρκιανὸς
. τὸ ἐθνικὸν Σιμύριος , τοῦ δὲ οὐδετέρου Σιμυρεύς . Σίναι , μητρόπολις τῶν Σινῶν , περὶ ὧν φησι Μαρκιανὸς
5838185 λεπτογειον
ψαφαρᾷ σποδῷ ] λεπτῇ γῇ , ἤτοι τῷ Ἄργει : λεπτόγειον γὰρ τοῦτο , διὸ καὶ διψηρόν . . θεόθεν
. ψαφαρᾷ σποδῷ ] γῇ , ἤτοι τῷ Ἄργει : λεπτόγειον γὰρ τοῦτο , διὸ καὶ διψηρόν . θ διὰ
5821060 ἐντομας
μείζονας , πάχος μεγάλου δακτύλου , λιπαρούς , εὐθαλεῖς , ἐντομὰς ἔχοντας ὥσπερ τοῦ χαρακίτου τιθυμάλλου : φύλλα δὲ λιπαρά
ἕτεραι , οὐ λεῖαι τὰ ὄστρακα , ἀλλὰ ἔχουσαί τινας ἐντομὰς καὶ κοιλάδας . ὀξεῖαι δὲ αὗται τὰ χείλη εἰσί
5796114 λιθοτομιαι
Ἀριστοφάνης ἔφη . καὶ λίθων δὲ μεταλλεῖαι , λιθουργίαι , λιθοτομίαι . πολλὰ δὲ εἴδη λίθων , Φρυγία , Λάκαινα
δὲ ὁ Σικυωνίων τύραννος καταποντιστὴς ἦν . Αἱ ἐν Σικελίᾳ λιθοτομίαι περὶ τὰς Ἐπιπολὰς ἦσαν , σταδίου μῆκος , τὸ
5701385 ὑπωρειας
πρόκειται δὲ αὕτη ἐπ ' ἀκροτάτῳ πεδίῳ ἱδρυμένη πρὸ τῆς ὑπωρείας τῶν Ἄλπεων . ἔνθα ὑπαντώμενοι τῷ Μαξιμίνῳ οἱ προφύλακες
τό τε Πήλιον ὄρος καὶ ἡ Ὄσσα ἀποκληίει συμμίσγοντα τὰς ὑπωρείας ἀλλήλοισι , τὰ δὲ πρὸς βορέω ἀνέμου Ὄλυμπος ,
5666369 συριγγωδεις
χρῶμαι πρὸς τὰς ἐκ ῥευμάτων χρονίας καὶ δυσσαρκώτους κοιλότητας ὅσαι συριγγώδεις εἰσὶ καὶ βαθεῖαι . πάντα δὲ ταῦτα τὰ ὀστρεώδη
ἑλκυσθεῖσιν : ὅσα μὲν γὰρ ὑπὸ βίας ἀθρόως ἀποσπᾶται , συριγγώδεις ἐργάζεται κοιλότητας , ὅσα δ ' ὑπὸ τῆς φύσεως
5628959 βαλανου
ὑστεραίῃ , εἰσῆλθον εἰς οἶκον , καὶ τῇ κοιλίῃ , βαλάνου προστεθείσης , οὐχ ὑπῆλθεν , οὔρησε δὲ σμικρὸν ,
εἰώθασιν , ὡς Θουκυδίδης πού φησι ” στυρακίῳ ἀκοντίου ἀντὶ βαλάνου χρησάμενος “ εἰς τὸν μοχλόν . ” Στρωτήρ :
5595914 πυγας
λάσιον καὶ σκέλη διχαλὰ καὶ τραγικὰ καὶ οὐρὰν ὑπὲρ τὰς πυγάς ; Ὅσα ἂν ἀποσκώψῃς με , τὸν σεαυτοῦ υἱόν
ἔδει δ ' ἅλλεσθαι καὶ ψαύειν τοῖς ποσὶ πρὸς τὰς πυγάς , καὶ ἠριθμεῖτο τὰ πηδήματα , ὅθεν καὶ ἐπὶ
5592335 Ἀμπελου
καὶ γλίσχρων χυμῶν τμητικώτερον ἐκφρακτικώτερόν τε τῶν ἐμπεφραγμένων ὀργάνων . Ἀμπέλου ἀγρίας οἱ βότρυες ῥυπτικῆς εἰσι δυνάμεως , ἔχουσι δέ
' ἑψηθείη , γίνεται δυνάμεως θερμῆς καὶ ξηρᾶς ἱκανῶς . Ἀμπέλου λευκῆς , ἣν δὴ καὶ βρυωνίαν καλοῦσιν , οἱ
5580744 προσετεθησαν
αἱ χεῖρες ἐς τοῦτο , καὶ γὰρ τούτου ἕνεκα ἡμῖν προσετέθησαν ὑπὸ τῆς φύσεως . ποτήρια δ ' ἔστω ,
' Ἡρακλέα , οἳ δὲ δι ' Ἑρμῆν , ὅτε προσετέθησαν τῶι μαζῶι τῆς Ἥρας ὑπὸ τοῦ Διός , ἵνα
5560266 φοινικουν
καθάπερ ἐκεῖ αἱ συμφωνίαι , οἷον τὸ ἁλουργόν , τὸ φοινικοῦν , τὸ χρυσοειδὲς καὶ ὀλίγα ἄττα τοιαῦτα , δι
ὅμοια φακῷ , μικρῷ μακρότερα : καυλὸν σπιθαμιαῖον : ἄνθος φοινικοῦν : ῥίζαν μικράν . φύεται ἐν καθύγροις καὶ ἀγρίοις
5559173 ψεκαδες
δὲ νεφελῶν , ὅσαι μὲν μὴ ἄγαν πιληθεῖσαι συνέστησαν , ψεκάδες καταφέρονται ἐπὶ γῆν καὶ εἰς ταύτας διαλύονται ὁμίχλαι τε
- σίας ὑπαίθρους ἐχόντων : τούτοις γὰρ ἐμπόδιος γίνεται . ψεκάδες δὲ καὶ πάχναι γεωργοῖς μὲν σφόδρα ἀγαθαί , τοῖς
5552551 προβοσκιδας
κόσμῳ συνδυασθέντες ἄρρεν τε καὶ θῆλυ . καὶ ὑποσημήναντος τὰς προβοσκίδας ὡς χεῖρας κεκολασμένως προύτεινον , καὶ ἐσιτοῦντο εὖ μάλα
καὶ ὕδωρ προτεινόντων πίνουσι , καὶ οἶνον ἐγχεόντων ἐς τὰς προβοσκίδας οἳ δὲ τὴν φιλοτησίαν οὐκ ἀναίνονται . Τὸν ἰχθὺν
5551044 ὀροφης
ἐν τοῖς ἄντροις νύμφαι . κατὰ δὲ τὸ ὑψηλότατον τῆς ὀροφῆς ἀετοὶ κατὰ πρόσωπον ἦσαν ἀλλήλων χρυσοῖ , πεντεκαιδεκαπήχεις τὸ
κεραμέους κανθάρους , καὶ τὸν λύχνον ὁμοίως τὸν ἐκ τῆς ὀροφῆς ἐξηρτημένον , ἀνακεχυμένας ἔχοντα τὰς φλόγας . ὅτι δὲ
5549042 Ἀλπεις
τε κόλπος καὶ Τυρρηνικὴ θάλασσα καὶ τρίται περιέχουσιν ἐκ γῆς Ἄλπεις . καὶ τὴν ὀνομασίαν αὐτοῖς τὴν πρώτην φασὶ τεθῆναι
καὶ σὺ παύσῃ δάκνων με . ” Ἡ δὲ ὑπὲρ Ἄλπεις τε καὶ Ῥῆνον ἀποδημία τοῦ ἀνδρὸς ἐγένετο μὲν ἐκ
5546943 μελιας
, ἀπελαύνει τὰ ἑρπετά . τοὺς ἐχιοδήκτους προπότιζε χυλῷ φύλλων μελίας , ἐν οἴνῳ μὲν ἀπυρέκτους , πυρέττοντας δὲ εὐκράτῳ
ἰοβόλων ζώων . ] Πρὸς δῆγμα τῶν ἰοβόλων θηρίων τὰ μελίας φύλλα κόψας χυλοῦ δίδου κοχλιάρια γʹ . ἀπυρέττουσι μετὰ
5539940 γεισον
ἐρήριπτο ἅμα τε ἅπαντα ξυμπεπηγότα ἔτι ἐκλύζετο , σταθμοὶ καὶ γεῖσον καὶ ὑπερθύριον καὶ οἱ θαιροὶ τῷ οὐδῷ ἐνηρμοσμένοι .
ὑπ ' αὐτῷ ὀφρύες , καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτὰς προβεβλημένον γεῖσον , τὸ δὲ ἐπ ' αὐτῇ τῇ κεφαλῇ ἐπίκρανον
5531493 Ληκυθον
γε πριάμενος τρεῖς χοίνικας κοτύλης δεούσας εἴκος ' ἀπολογίζεται . Λήκυθον τὴν ἑπτακότυλον , τὴν χυτραίαν , τὴν καλήν ,
Ταύροις ἡ ἀρχὴ αὕτη . ] ἀπόδος πάσῃ τέχνῃ : Λήκυθον αὐτῷ ἀπόδος ἀντὶ τῆς ἀπολομένης . ἐπιλέγει δὲ ,
5529268 ἐπωτιδων
κρατήσομεν , ὥστε μὴ δύνασθαι ἐξ ἀναχωρήσεως ἐμβάλλειν ἡμῖν τῶν ἐπωτίδων αὐτοῖς : ἀντὶ τοῦ τῶν Συρακουσίων . ἐπιβολαί :
, οὖσαι τὸν ἀριθμὸν διακόσιαι τεσσαράκοντα , ἐπὶ δὲ τῶν ἐπωτίδων ἔχουσαι δύο μὲν τοξότας εἰς γόνυ κεκαθικότας τετραπήχεις ,
5519383 Λατμος
τοῦ Μ τὸ Τ βαρύνονται , οἷον : πότμος Πάτμος Λάτμος . σεσημείωται τὸ ἀτμός ὀξυνόμενον . Τὰ εἰς ΜΟΣ
ἀνθρώπους ἐποίουν , μαρτυρεῖ Ἀκουσίλαος . . . . : Λάτμος ὄρος Καρίας , ἔνθα ἐστὶν ἄντρον , ἐν ὧι
5490497 Αἰγιλα
τῶν Ἀττικῶν Ὀνομάτων Αἰγιλίδας φησὶν εἶναι τὰς καλλίστας ἰσχάδας : Αἴγιλα δ ' εἶναι δῆμον τῆς Ἀττικῆς ἀπὸ Αἰγίλου τινὸς
: κηφήνεσσι κοθούροις ἴκελος ὁρμήν . ἀπ ' Αἰγίλω : Αἴγιλα δῆμος Ἀττικῆς , Ἀντιοχίδος φυλῆς , ἀπό τινος ἥρωος
5489938 Λευκανια
στάδιοι διακόσιοι ἑξήκοντα . Μετὰ δὲ τὸ στόμα τοῦ Σιλάριδος Λευκανία καὶ τὸ τῆς Ἥρας ἱερὸν τῆς Ἀργῴας , Ἰάσονος
Λιγουρία , Πικηνόν , Τουσκία , Ῥώμη , Καμπανία , Λευκανία , Ἀπουλία , καὶ ὅσαι νῆσοι τῇ ταύτῃ θαλάσσῃ
5476965 ΑΕΒ
ΚΝΡ ἴση τῇ ὑπὸ ΔΕΖ : ἐλάσσων ἄρα ἡ ὑπὸ ΑΕΒ τῆς ὑπὸ ΔΕΖ . ὥστε καὶ τὸ ΑΒ μέγεθος
μοίρας δ μϚ , ἃς ὑποθέμενος τοῦ μεγέθους τῆς ὑπὸ ΑΕΒ γωνίας ἐν τῷ θʹ θεωρήματι δείκνυσι διὰ τῶν ἀριθμῶν
5470484 ἀοικητου
παρελθεῖν , ὡς ἂν ἐκ τῆς ἐναντίας ζώνης διὰ τῆς ἀοικήτου φερομένου τοῦ ποταμοῦ . μαρτυρεῖν δὲ τούτοις καὶ τὴν
καὶ διατοῦτο ἔθνος Αἰθιοπικόν , ὡς παρακεῖσθαι μακρὸν ἀγκῶνα τῆς ἀοικήτου . . λέγει δὲ τὴν διακεκαυμένην . . αὐλὼν
5462184 ΛΗΘ
ἡ ὑπὸ ΛΘΗ , ἐλάσσων ἄρα ἐστὶν ὀρθῆς ἡ ὑπὸ ΛΗΘ : μείζων ἄρα ἐστὶν ἡ ὑπὸ ΛΘΗ τῆς ὑπὸ
τρίγωνον τῷ ΛΗΘ τριγώνῳ , τὸ ΕΒΓ ἄρα πρὸς τὸ ΛΗΘ διπλασίονα λόγον ἔχει ἤπερ ἡ ΓΕ εὐθεῖα πρὸς τὴν
5457560 σαμβυκης
ἅψηται τοῦ ἐδάφους , ὀρθὴν γίνεσθαι κατὰ τὸ κέρας τῆς σαμβύκης , ὅταν δὲ ἀναλάβῃ τὰ σώματα , τότε χρωμένους
οἷόν ἐστιν ὑπογέγραπται . Ἐχομένως δὲ τῶν προγεγραμμένων ὑπογράψομέν σοι σαμβύκης κατασκευήν . φέρει γὰρ καὶ τοῦτο τὸ ὄργανον ἐν
5454107 Βαιου
. εἶπον δὲ περὶ ἔκγονος καὶ ἔγγονος ἀλλαχοῦ * . Βαίου : ὄνομα κύριον . ὁ Βαῖος κυβερνήτης τοῦ Ὀδυσσέως
καὶ πινόμενά ἐστιν ἥδιστα : τὰ γὰρ περὶ Βαίας ἢ Βαίου λιμένα τῆς Ἰταλίας παντελῶς ἄποτα . σταθμήσας τὸ ἀπὸ
5450991 Νυμφης
: ζητεῖ γὰρ αὐτὸς μᾶλλον , οὐ ζητεῖται ὑπὸ τῆς Νύμφης . ἢ καὶ παρηγορητικὸς ὁ λόγος . τὸ δὲ
αὐτῇ , στερηθῆναι τῆς ὁράσεως κατὰ τὴν γεγενημένην ὑπὸ τῆς Νύμφης πρόρρησιν . Καὶ περὶ μὲν Δάφνιδος ἱκανῶς ἡμῖν [
5439159 Λαοδικειας
ἑπτακοσίων καὶ τετταράκοντα σταδίων : ἐντεῦθεν δὲ ἡ Φρυγία διὰ Λαοδικείας καὶ Ἀπαμείας καὶ Μητροπόλεως καὶ * Χελιδονίων : ἐπὶ
ζημίας ἐκ τῶν πορθμικῶν διαλύεσθαι τελῶν . Μεταξὺ δὲ τῆς Λαοδικείας καὶ τῶν Καρούρων ἱερὸν ἔστι Μηνὸς Κάρου καλούμενον τιμώμενον
5427819 ἐκπλεουσας
, ἔν τε τῷ λιμένι οὔσας τὰς ναῦς καὶ οὐκ ἐκπλεούσας , ἀπορήσαντες ὅπῃ καθορμίσωνται , τότε μὲν ἐς Πρωτὴν
καὶ τὰς φευγούσας τῶν νεῶν , οἱ δὲ Αἰγινῆται τὰς ἐκπλεούσας : ὅκως δέ τινες τοὺς Ἀθηναίους διαφύγοιεν , φερόμενοι
5424682 διαπλεοντα
ἃ τότε διῴκει , φυλάξας αὐτὸν ὁ Φιμβρίας ἐς Χαλκηδόνα διαπλέοντα , πρῶτα μὲν Θέρμον τὰς ῥάβδους ἀφείλετο , τὸν
ἐν τῇ Ἑλλάδι ὁ Ἀντίοχος , ἐς Δημητριάδα ἐκ Χαλκίδος διαπλέοντα : καὶ ἦν ὁ παῖς Σκιπίων , ὁ Καρχηδόνα
5421443 διασφαγας
δὲ ὑπὸ τῷ Πέρσῃ εἰσί , πεπόνθασι τοιόνδε : τὰς διασφάγας τῶν ὀρέων ἐνδείμας ὁ βασιλεὺς πύλας ἐπ ' ἑκάστῃ
κοινὰ ἐξελέγξας ἐξέβαλε τήν τε χώραν ἀπήλλαξεν ἀκαρπίας καὶ λοιμοῦ διασφάγας ὄρους ἀποτειχίσας δι ' ὧν ὁ νότος εἰς τὸ
5418465 φαψ
μείζων , χρῶμα δ ' ἔχει οἰνωπόν , ἡ δὲ φὰψ μέση περιστερᾶς καὶ οἰνάδος , ἡ δὲ φάττα ἀλέκτορος
περιστερᾶς , χρῶμα δ ' ἔχει οἰνωπόν , ἡ δὲ φὰψ μέσον περιστερᾶς καὶ οἰνάδος , ἡ δὲ φάσσα ἀλέκτορος
5406330 πελειαδας
ἐδίωκεν ὡς συγγένοιτο , αἱ δὲ τοῖς θεοῖς εὐξάμεναι πρὸς πελειάδας μετήμειψαν . Ζεὺς δὲ τῆς κακοπαθείας οἰκτείρας αὐτὰς ἐν
ἤκουον , τάδε δὲ Δωδωναίων φασὶ αἱ προμάντιες . Δύο πελειάδας μελαίνας ἐκ Θηβέων τῶν Αἰγυπτιέων ἀναπταμένας τὴν μὲν αὐτέων
5399898 πελαγιας
δ ' ἔλαττον μόσχον ἐπονομάζουσιν . ἐπιπλεούσης δὲ τῆς ἀσφάλτου πελαγίας ὁ τύπος φαίνεται τοῖς [ μὲν ] ἐξ ἀποστήματος
, καθάπερ καὶ νῦν πολλαχοῦ συμβαίνει : τὰς μὲν γὰρ πελαγίας ἐκ βυθοῦ μᾶλλον ἀνενεχθῆναι πιθανόν , τὰς δὲ προκειμένας
5398961 δυσσαρκωτους
ἰδίων ὀστρέων κεκαυμένοις χρώμεθα πρὸς τὰς ἐκ ῥευμάτων χρονίας καὶ δυσσαρκώτους κοιλότητας ὅσαι συριγγώδεις εἰσὶ καὶ βαθεῖαι . ἔρια κεκαυμένα
αὐτὴν τὴν καλαμίνθην χλωρὰν λειώσας κατάπλασσε . Πρὸς χρονίας καὶ δυσσαρκώτους καὶ συριγγώδεις κοιλότητας ἑλκῶν ἐκ ῥευμάτων . Ὀστρείων ὀστᾶ
5398818 ῥαφης
καὶ τὰ διιστάμενα ὀστᾶ συνάγειν πρὸς τὴν κατὰ φύσιν τῆς ῥαφῆς συναρμογήν , ἔπειτα ὅλην τὴν κεφα - λὴν ἀποξυρᾶν
τῆς τε διαρθρώσεως αὐτῆς καὶ τοῦ κάτω πέρατος τῆς λαβδοειδοῦς ῥαφῆς . κάμπτουσιν οἱ μύες οὗτοι σὺν τῷ τραχήλῳ τὴν
5387747 ἐγκοιλον
κοτύλης δεούσας . Ἀπολλόδωρος δὲ ποτηρίου τι γένος ὑψηλὸν καὶ ἔγκοιλον . πᾶν δὲ τὸ κοῖλον κοτύλην ἐκάλουν οἱ παλαιοί
' ἀπολογίζεται . Ἀπολλόδωρος δὲ ποτηρίου τι γένος ὑψηλὸν καὶ ἔγκοιλον . πᾶν δὲ τὸ κοῖλον κοτύλην , φησίν ,
5382132 ἑτοιμης
παντελῶς ἀπίστου : ἑψήματα γὰρ αὐτοῖς χορηγοῦσιν ἔκ τινος εὐτελείας ἑτοίμης γινόμενα , καὶ τῶν ἐκ τῆς βύβλου πυθμένων τοὺς
διδακτῆς τε καὶ αὐτομαθοῦς , τὸ μὲν ἀσθενέστερον διδασκομένης , ἑτοίμης δὲ τὸ ἐρρωμένον . ” Εἰς δὲ τὸν καιρὸν
5369641 περιστερας
γεύσασθαι κρέως τῶν ἀθεσμοτάτων εἶναι δοκεῖ , Σύρων δέ τινες περιστερᾶς , ἄλλοι δὲ ἱερείων . ἰχθῦς τε ἐν τισὶ
κατάπλασσε : ἢ φακῷ ἑφθῷ λείῳ μετὰ μέλιτος κατάπλασσε . περιστερᾶς κόπρον εἰς ὀθόνην εἰλήσας κατάκαυσον , ἕως τέφρα γένηται
5368841 κροκυδα
ϲικύαν τῷ ἰνίῳ προϲβάλλειν ἐπιτιθέναι τε ἔριον μέλιτι κεχριϲμένον ἢ κροκύδα μεθ ' ὕδατοϲ ἄνωθέν τε πτύγμα ἐπιδεῖν ἡϲυχῆ .
κατενεχθῆναι . καὶ ἅμα τοιαῦτα λέγων ἀπὸ τοῦ ἱματίου ἀφελεῖν κροκύδα , καὶ ἐάν τι πρὸς τὸ τρίχωμα [ τῆς
5363970 Αὐλωνος
ἐκεῖθεν δὲ χειμῶνι μεγάλῳ περιπεσόντας δεκάτῃ ἐπὶ Χελιδονέας διὰ τοῦ Αὐλῶνος ἐλθεῖν , ἔνθα δὴ παρὰ μικρὸν ὑποβρυχίους δῦναι ἅπαντας
, διὰ τὸ μέσην αὐλῶνος εἶναι . ἀπὸ γὰρ τῆς Αὐλῶνος ὕστερον μετωνομάσθη Καυλωνία , ὡς ἀπὸ Μετάβου ἥρωος τὸ
5354749 ΔΓΑ
αἱ ΔΓΑ [ ] , ΔΒ : καὶ ἡ μὲν ΔΓΑ τεμνέτω τὸν ΑΒΓ κύκλον , ἡ δὲ ΒΔ ἐφαπτέσθω
, ἴση ἐστὶν ἡ μὲν ὑπὸ ΑΖΗ γωνία τῇ ὑπὸ ΔΓΑ : καὶ κοινὴ τῶν δύο τριγώνων τῶν ΑΔΓ ,
5352050 τετοκυιας
μητράσιν ὑποκλάσαντες αὑτοὺς τὴν θηλὴν ἔσπασαν : τὰς δὲ μήπω τετοκυίας οἱ κριοὶ κατεδίωκόν τε καὶ κάτω στήσαντες ἔβαινον ἄλλος
περὶ τὴν κεφαλήν , φωνὴν δ ' εἶχεν χαράδρας ὄλεθρον τετοκυίας , φώκης δ ' ὀσμήν , Λαμίας δ '
5343977 μεσογαιας
, καὶ Δρίβυκες : μεθ ' οὓς διατείνοντες μέχρι τῆς μεσογαίας Ἀμαριάκαι : καὶ Μάρδοι : κατέχουσι δὲ καὶ τὰ
νήσους στενῶν ἰχθυοφάγοι καὶ κρεοφάγοι κατοικοῦσι καὶ κολοβοὶ μέχρι τῆς μεσογαίας . εἰσὶ δὲ καὶ θῆραι πλείους ἐλεφάντων καὶ πόλεις
5341577 πωλια
ω εἰς α . καὶ ἀκρίδες : ἀκρίδες λέγονται τὰ πωλία τὰ καθήμενα εἰς τὰ ἄκρα τῶν δένδρων καταχρηστικῶς :
οὖν εἰκοστῇ ἡμέρᾳ περιαιρῶν τὸ κέλυφος , καὶ ψωμίσας τὰ πωλία ἔμβαλε εἰς κόφινον ἔχοντα ὀρνίθων πτερά . τῇ δὲ
5337126 πευκης
” . ΓΘ οὐδέ ] ἄρξει . Γ εἴπερ ἐκ πεύκης γε κἀγώ : ὡσανεὶ ἔλεγεν “ εἴπερ ἐξ ἀνθρώπων
οἱ ὄζοι πυκνότατοι καὶ στερεώτατοι μόνον οὐ διαφανεῖς ἐλάτης καὶ πεύκης καὶ τῷ χρώματι δᾳδώδεις καὶ μάλιστα διάφοροι τοῦ ξύλου
5336087 πρωρας
συμπίπτουσαι συντρίβονται . τὸ δὲ πρώραθεν , ὅτι ἐκ τῆς πρώρας καθίενται αἱ ἄγκυραι εἰς τὴν θάλασσαν : τῆς ὑφάλου
καὶ ὁ μὲν ἐλαύνει , ὁ δ ' ἐπὶ τῆς πρώρας ἕστηκε δόρυ ἔχων , σημήναντος τοῦ σκοποῦ τὴν ἐπιφάνειαν
5335509 κατατρησεις
οὕτω καλούμενον πέφυκεν , ὄγκος τις ὢν περὶ τὸ δέρμα κατατρήσεις ἔχων , δι ' ὧν μελιτῶδες ὑγρὸν ἐκκρίνεται .
ὀρθῶς . κυττάρους γὰρ καλοῦσι τὰς τῶν κηρίων καὶ σφηκίων κατατρήσεις , ὡς καὶ ἐν τοῖς Σφηξὶν εἴρηκεν ὥσπερ οἱ
5329625 καθετηρος
ἡ δόσις ⋖ α ἢ β : ἐνίεται καὶ διὰ καθετῆρος . Πρὸς λιθιῶντας ἀντίδοτος διουρητική . Κρόκου ⋖ η
δίδου καὶ εἰς τὴν κοίτην , ἔνιε δὲ καὶ διὰ καθετῆρος : χρῶ ὡς ἐνεργεστάτῳ . Ἔνιοι καὶ καρύων ποντικῶν
5327443 χλωραι
Ἰνδικὴ καὶ ὁ μελάγχλωρος τροχίσκος καὶ ἡ Ἀθηνᾶ καὶ αἱ χλωραὶ ἀνιέμεναι . Ἀνακαθαῖρον ἰσχυρῶς . Ἀμόργης ἑφθῆς , μέλιτος
μέρη ξηρά : τούτων αἱ ῥάβδοι εὑρέθησαν τὸ πλεῖστον μέρος χλωραὶ καὶ παραφυάδας ἔχουσαι καὶ καρπὸν ἐν ταῖς παραφυάσιν ,
5322991 ἀπολαμβανομεναι
γινόμεναι ἴσαι : ὀρθὴ γὰρ ἑκατέρα : ἐξ ὧν αἱ ἀπολαμβανόμεναι ὑπὸ τῶν ἐφαπτομένων καὶ τῶν ἀνακλωμένων ἴσαι διὰ τὸ
μέγιστοι ἴσας ἀπολήψονται τὰς μεταξὺ αὑτῶν , ἐὰν δὲ αἱ ἀπολαμβανόμεναι ἴσαι ἐπὶ τῆς ΖΔ ἀπολαμβάνωνται , οἱ γραφόμενοι κύκλοι
5321695 παρακειμενως
τούτων συμφανές : ὅτι δὲ οὐδὲ προστίθεταί τι τινί , παρακειμένως διδάσκωμεν . ὑποκειμένου τοίνυν πηχυαίου σώματος καὶ προστιθεμένου τούτῳ
τὸ μὴ δύνασθαι τὸν ἄνθρωπον ἑαυτὸν ἐκ προχείρου νοεῖν . παρακειμένως δὲ λεκτέον , ὅτι καὶ ἡ κατάληψις αὐτοῦ τῶν
5316304 Μυκαλης
ἐν τῇ Σαμίων χώρᾳ ταῦτά ἐστι . Πρὸ δὲ τῆς Μυκάλης Σάμος ἐστὶ νῆσος πόλιν ἔχουσα καὶ λιμένα κλειστόν .
, ἡ δὲ Μεσωγὶς εἰς τὸ ἀντικείμενον μέρος διατείνει μέχρι Μυκάλης ἀπὸ Κελαινῶν ἀρξάμενον , ὥς φησι Θεόπομπος , ὥστε
5316016 χοιραδες
κοινῶς δὲ τῇ τῶν σκίρρων ἐπάγονται θεραπείᾳ : εἴρηται δὲ χοιράδες τῷ τοῖς χοίροις τοιοῦτον πάθος συμβαίνειν , ὥς φασι
αἰετὸς ὥς , μέγα λαῖτμα , ἀφ ' οὗ τότε χοιράδες ἔσταν . Ἆμος δ ' ἀντέλλοντι Πελειάδες , ἐσχατιαὶ
5314556 θρηνῳδιας
ἄχη : ἤτοι θρηνῶ , βοῶ φοβερὰς με - γάλας θρηνῳδίας . εὐπτόητος δὲ ἡ τῶν παρθένων ἡλικία πρὸς φόβον
καὶ αὐλοὶ δέ τινές εἰσι Μαριανδυνοὶ ἐπιτηδειότητα ἔχοντες εἰς τὰς θρηνῳδίας . καὶ τὸ περιφερόμενον αὐλεῖ Μαριανδυνοῖς κα - λάμοις
5311075 χρυσιζον
τὸ Κύπριον , χρυσοφανές , σκληρὸν καὶ ἐν τῷ θλασθῆναι χρυσίζον καὶ ἀποστίλβον ἀστεροειδῶς . δύναμιν δ ' ἔχει καὶ
μένῃ , ὀξίζει . Ἄμωμον κάλλιστόν ἐστι τὸ Ἀρμένιον , χρυσίζον τὴν χρόαν , ἔχον δὲ τὸ ξύλον ὑπόκιρρον ,
5308744 θρηνωδεις
, τὸ δοξάζω , λεγομένης : ὅτι ὁ μὲν τὰς θρηνώδεις , ὁ δὲ τὰς ἐπιθαλαμίους καὶ γαμικὰς ἐφεῦρεν ᾠδάς
δὴ καὶ ὁ θεῖος Πλάτων ἐν τῇ Πολιτείᾳ μνημονεύει λέγων θρηνώδεις μὲν εἶναι τήν τε μιξολυδιστὶ καὶ τὴν συντονολυδιστί ,
5302374 ἀϊτιας
ἀΐτην τὸν ἑταῖρόν φησιν , Ἀλκμὰν δὲ τὰς ἐπεράστους κόρας ἀΐτιάς φησιν . ἠοῖ ἤλυθες : ἐν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ
ἀΐτην τὸν ἑταῖρόν φησιν , Ἀλκμὰν δὲ τὰς ἐπεράστους κόρας ἀΐτιάς φησιν . ἠοῖ ἤλυθες : ἐν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ
5301583 κωρυκου
. ἔστω δὲ καὶ κοῦφος μὲν ὁ πυκτικός , ἐπειδὴ κωρύκου γυμνάζονται μόναι αἱ τῶν πυκτῶν χεῖρες , ὁ δὲ
εἰϲι ταῦτα καὶ ϲκιαμαχίαι καὶ ἀκροχειριϲμοὶ καὶ τὸ διὰ τοῦ κωρύκου τε καὶ τῆϲ μικρᾶϲ ϲφαίραϲ γυμνάϲιον . ϲύνθετον δὲ
5294261 Κεφαλας
. εἰσπλέοντι δὴ τὴν μεγάλην σύρτιν ἐν δεξιᾷ μετὰ τὰς Κεφαλὰς ἔστι λίμνη τριακοσίων που σταδίων τὸ μῆκος ἑβδομήκοντα δὲ
τοὺς κροτάφους ὑπὸ τοῦ ἀκράτου , καὶ κατὰ τὸν Δίφιλον Κεφαλὰς ἔχοντες τρεῖς , ὥσπερ Ἀρτεμίσιον , πολέμιοι τῆς οὐσίας
5293688 χρισμα
ἐλαίου ἕνεκα φείδονται μὴ μολύνεσθαι , ἀλλ ' ἀφανίσαντες τὸ χρῖσμα καὶ τοῦ βορβόρου ἀναπλησθέντες ἐν ἱδρῶτι ἅμα πολλῷ γέλωτα
εἶχον καὶ ἐπὶ τῆς χρείας ἐχρησάμην μετὰ ῥοδίνου . Ἄλλο χρῖσμα πάνυ καλόν . Τηκολίθου , γλαυκίων , σμύρνης ἀνὰ
5293084 μασχαλας
προσήκοντες . ἀμφιμάσχαλος χιτών : δύο χειρῖδας ἔχων , ἅσπερ μασχάλας ἐκάλουν , ὃς ἦν τῶν ἐλευθέρων . ὁ δὲ
, καὶ διὰ τῶν βραχιόνων τοῦ κάτωθεν μέρεος ἐς τὰς μασχάλας , καὶ ἀπὸ τῶν πλευρέων ἄνωθεν ἡ μὲν ἐς
5291613 καλυπτα
ἔφη τις : ταύτας Ἀριστοτέλης ἱστορεῖ τὰ μὲν βράγχια ἔχειν καλυπτά , εἶναι δὲ καρχαρόδοντας καὶ τῶν συναγελαζομένων καὶ σαρκοφάγων
Σοφοκλῆς . Ἀριστοτέλης ἱστορεῖ τὰς ἀμίας τὰ μὲν βράγχια ἔχειν καλυπτά , εἶναι δὲ καρχαρόδοντας καὶ τῶν συναγελαζομένων καὶ σαρκοφάγων
5291353 ὁποσασουν
περὶ ἡμικύκλιον οὗ κέντρον τὸ Σ , γραφῇ τι πολύγωνον ὁποσασοῦν ἔχον πλευράς , ὡς τὸ ΒΕΖΘΛΓ , μενούσης δὲ
ἡ Θ , καὶ διῃρήσθω ἡ ΚΒ περιφέρεια εἰς ἴσας ὁποσασοῦν , καὶ ἐφαπτόμεναι ἤχθωσαν , ὡς καταγέγραπται , ὥστε
5283813 τιμηθεντι
ὃ μηδεὶς πώποτε ἐδωρήσατο βασιλεὺς τῷ λίαν ὑπ ' αὐτοῦ τιμηθέντι , τοῦτο αὐτὸς φανείη καὶ ἐξευρὼν καὶ δωρησάμενος .
Τιμαγόρᾳ μὲν γὰρ τῷ Ἀθηναίῳ τῷ προσκυνήσαντι βασιλέα καὶ μάλιστα τιμηθέντι τοῦτο οὐχ ὑπῆρξε : τῶν δὲ παρατιθεμένων βασιλεῖ τούτῳ
5281466 σφενδαμνου
ἡμέραν διδομένων . τράπεζαι ἐλεφαντόποδες τῶν ἐπιθημάτων ἐκ τῆς καλουμένης σφενδάμνου πεποιημένων . Κρατῖνος : γαυριῶσαι δ ' ἀναμένουσιν ὧδ
. οἱ δ ' ἄλλως διαιροῦσι καὶ ἕτερον ποιοῦσιν εἶδος σφενδάμνου καὶ ζυγίας . Ἅπαντα δὲ ὅσα κοινὰ τῶν ὀρῶν
5275383 πτελεας
φυτὸν ἀτάλυμνον προσαγορεύεται ] : ἀτὰρ δὴ καὶ τὸ τῆς πτελέας ἐπιβάλλων ὑ - γρόν , ὃ δὴ καταρρέον ἐκ
τῆς ῥίζης μετρίως , πράσιον καταπλασσόμενον , πρόπολις μετρίως , πτελέας τὰ φύλλα , ὁ δὲ φλοιὸς καὶ ἡ ῥίζα
5272717 ὑπερκειμενοι
ὑπ ' ἐκείνων ἀποδειχθεῖσι δυνάσταις . Ἀρμένιοι δὲ καὶ οἱ ὑπερκείμενοι τῆς Κολχίδος Ἀλβανοί τε καὶ Ἴβηρες παρουσίας δέονται μόνον
τὸ πλῆθος τῶν συνήθων γενῶν . περιέχουσι δὲ οἱ μὲν ὑπερκείμενοι κανόνες ἑπτὰ τοὺς ποιοῦντας ἀριθμοὺς τὸ ἀπὸ τῆς τῇ
5267916 πυριαι
οἶνος λεπτὸς καὶ λευκός : τὰ δὲ καταπλάσματα καὶ αἱ πυρίαι , ἐφ ' ὧν δριμύτης ἐστὶν αἰτία τῆς δυσεντερίας
. Αἷϲ δὲ κέχηνε τὸ ϲτόμα , δίαιτα μὲν καὶ πυρίαι καὶ φάρμακα ξηρότερα καὶ ϲτύφοντα , κύτινοι ῥοῶν καὶ
5267181 μεταπεμπτοι
δ ' ἐν αὐταῖς ἄλλαι τε καὶ τῆς Ἡρακλείας αἱ μετάπεμπτοι , ἑξήρεις τε καὶ πεντήρεις καὶ ἄφρακτοι , καὶ
μὲν τὸ τραῦμα ἐθεραπεύετο χαλεπῶς : ἀφικνοῦνται δ ' αὐτῷ μετάπεμπτοι ἀπὸ θαλάσσης αἱ μηχαναί , αἷς Τύρον εἷλε .
5254937 Πιτυεια
Περκώτη δὲ πόλις Τροίας , ἣν καὶ Ὅμηρός φησιν . Πιτύεια : ἡ Λάμψακος τὸ πρότερον Πιτύεια προσηγορεύετο , ἥν
θαλάττῃ αἵδε * * Κεβρὴν , Σκῆψις , Νεάνδρεια , Πιτύεια . Παράπλους Φρυγίας ἀπὸ Μυσίας μέχρι Ἀντάνδρου * *
5254283 σανιδας
, ἃ καὶ παραστάδας φασίν . αὐτὰς δὲ τὰς θύρας σανίδας Ὅμηρος καλεῖ . τὸ δ ' ὑπὲρ αὐτὰς ὑπερθύριον
, οἳ μὲν ὅπλα ἔχοντες , οἳ δὲ γυμνοί , σανίδας φέροντες ἐπετίθεσαν τῇ κατὰ σφᾶς τάφρῳ τοῦ Μανιλίου ,
5252880 ἁρμαλα
, στυπτηρίας σχιστῆς , ἴρεως , βησασᾶ , ὅ τινες ἁρμαλᾶ καλοῦσι , κινναμώμου , σμύρνης τρωγλίτιδος , ἀριστολοχίας μακρᾶς
. . . οὐγ . αʹ βησασᾶ , ὅ τινες ἁρμαλᾶ προσαγορεύουσιν , οἱ δὲ ἄγριον πήγανον . . .
5249863 πτερυξ
' οὔτε τάφρος οὔτε ναυλόχων σταθμῶν πρόβλημα καὶ σταυροῖσι κορσωτὴ πτέρυξ , οὐ γεῖσα χραισμήσουσιν οὐδ ' ἐπάλξιες : ἀλλ
, καὶ ὁ αὐχὴν τοῦ Ὄρνιθος „ καὶ ἡ ἀριστερὰ πτέρυξ , καὶ οἱ τοῦ Ἵππου πόδες , ἔτι ”
5247873 ἐκλυομενον
ἡ ὑγρότηϲ εἴη , αὐϲτηρὸν ἀποτελεϲθήϲεται : τὸ γὰρ ϲτρυφνὸν ἐκλυόμενον τὸν αὐϲτηρὸν ποιεῖ χυμόν . παντὸϲ γὰρ χυμοῦ δύναμιν
βορείῳ βηχὸς γεννητικοὶ καὶ θώρακος βλαπτικοί , στόμαχον δ ' ἐκλυόμενον τονοῦσι καὶ δύναμιν διαρρέουσαν συνιστᾶσιν , εὐαισθησίας δὲ ποιητικοί
5243664 Ὑδρας
γεγονέναι . Τοῦτ ' ἂν εἴη ὃ καὶ περὶ τῆς Ὕδρας . οὗτος γὰρ εἶχε δύο σκύμνους , ὧν ἀεὶ
νοτόθεν πρύμνα Ἀργοῦς καὶ τοῦ Κυνὸς τὸ λοιπὸν καὶ τῆς Ὕδρας , ἧς ἡ μὲν οὐρὰ παράκειται ἄχρι τῆς χηλῆς
5242069 Οἰονται
Ἄλλοι δ ' ἐγένοντο τούτοις τὴν ἐναντίαν φωνὴν ἀφιέντες . Οἴονται γὰρ δεῖν τὰς μὲν αἰσθήσεις καὶ τὰς φαντασίας καταβάλλειν
καὶ κατ ' ἄλληλα , καθάπερ τὰ τῶν μυρρίνων . Οἴονται δέ τινες καὶ τὴν τροφὴν τῷ ὑπτίῳ διὰ τοῦ
5237787 πεδαι
σχοίνῳ διαμετρησάμενοι τὸ πεδίον τὸ Τεγεητέων ἐργάζοντο . Αἱ δὲ πέδαι αὗται ἐν τῇσι ἐδεδέατο ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἦσαν
. , ἐκ δίκας δὲ καταδίκα , ἐκ δὲ καταδίκας πέδαι τε καὶ σφαλὸς καὶ ζαμία . Πανύασις δ '
5227693 Ἀχερουσιας
Τυνδαρίδαις , τουτέστι τοῖς Διοσκούροις , ἱερὸν ἱδρύσομεν ἐπὶ τῆς Ἀχερουσίας ἄκρας . πίονας εὐαρότοιο : ἀντὶ τοῦ : τέμενος
ἐμπρόσθια τοῦ Κενταύρου καὶ τὰ μέσα τοῦ Σκάφους καὶ τῆς Ἀχερουσίας λίμνης καὶ Κρήνη καὶ Ἀγορὰ καὶ τὰ μέσα τοῦ
5226269 νεωτατων
λόγον ἀπεδώκαμεν ἅπασι τοῖς βουλομένοις ἀπὸ τῶν πρώτων ἄχρι τῶν νεωτάτων ἐν τῷ προσήκοντι καλοῦντες ἕκαστον τόπῳ . τριῶν δ
γάρ τις αὐτίκα δὴ μάλ ' εἴποι ὡς ἐκ τῶν νεωτάτων ἢ τῶν πλουσιωτάτων ἢ τῶν λελῃτουργηκότων ἢ τῶν τοιούτων
5224503 Ἐχιναδες
τὸ μὲν γὰρ ὑπὸ Μέγητι εἴρηται , καὶ αἱ λοιπαὶ Ἐχινάδες οἵ τε ἐνοικοῦντες Ἐπειοί [ τε ] ἐξ Ἤλιδος
Τὸ μὲν γὰρ ὑπὸ Μέγητι εἴρηται καὶ αἱ λοιπαὶ αἱ Ἐχινάδες , οἵ τε ἐνοικοῦντες Ἐπειοί τε ἐξ Ἤλιδος ἀφιγμένοι
5217469 στρογγυλας
. Ἀκύλαν ἐμὸν φίλον ἔπεμψα πρὸς ὑμᾶς κατασκευάσοντά μοι ναῦς στρογγύλας πεντήκοντα καὶ μακρὰς διακοσίας , τοσαύτας δὲ καὶ Δολοβέλλᾳ
σὺν νίτρῳ καὶ ὑσσώπῳ καὶ κάρδαμον σὺν ὕδατι πινόμενον ἕλμινθας στρογγύλας καὶ πλατείας ἐκτινάσσει ἢ μετὰ γάρου ἢ μέλιτος δρ
5217349 Κωπαι
, δι ' ἧς φέρεται ὁ Ἰσμηνὸς ποταμός . * Κῶπαι : πόλις Βοιωτίας αἱ Κῶπαι , ἔνθα ἡ Κωπαστὶς
τοὺς ἰχθύας αὐτῶν . τὸ ἐθνικὸν Κωνώπιος καὶ Κωνωπιεύς . Κῶπαι , πόλις Βοιωτική . Ὅμηρος „ Κώπας Εὔτρησίν τε
5212463 ΕΒΓ
δέδοται καὶ οὐχὶ ἡ ΕΖ καὶ τῶν γωνιῶν ἡ ὑπὸ ΕΒΓ καὶ οὐχὶ ἡ ὑπὸ ΕΖΓ . ἔνθεν καὶ πρὸς
τὰ τρίγωνα , καὶ ἡγούμενα μὲν εἶναι τὰ ΑΒΕ , ΕΒΓ , ΕΓΔ , ἑπόμενα δὲ αὐτῶν τὰ ΖΗΛ ,
5211863 μυιας
τοὺς ὀφθαλμοὺς , ἢ τῷ κήρῳ λευκῷ . ἄλλο . μυίας τὴν κεφαλὴν ἀπολαβὼν τῷ λοιπῷ σώματι παράτριβε τὴν κριθήν
οἰκτείρασα πρὸς τὴν παλαιὰν φιλίαν ἀπεῖργεν ἐκ τοῦ Πολυτέχνου τὰς μυίας . ἐπεὶ δὲ αὐτὴν κατεφράσθησαν οἱ γονεῖς τε καὶ
5205303 στρατηγοισι
. Τουτέων δὲ οἱ τριήραρχοι παρέμενον καὶ ἐναυμάχεον ἀνηκουστήσαντες τοῖσι στρατηγοῖσι : καί σφι τὸ κοινὸν τὸ Σαμίων ἔδωκε διὰ
τὸ Ἀρτεμίσιον . Ὡς δὲ ἀπίκετο , αὐτίκα ἐσήμηνε τοῖσι στρατηγοῖσι τήν τε ναυηγίην ὡς γένοιτο καὶ τὰς περιπεμφθείσας τῶν
5202747 Νεστοριδος
ἰδέας τῶν ποτηρίων Ἀσκληπιάδης ὁ Μυρλεανὸς ἐν τῷ περὶ τῆς Νεστορίδος φη - σὶν ὅτι δύο πυθμένας ἔχει , ἕνα
. Ἀσκληπιάδης δ ' ὁ Μυρλεανὸς ἐν τῷ περὶ τῆς Νεστορίδος φησὶν ὅτι τῷ σκύφει καὶ τῷ κισσυβίῳ τῶν μὲν
5199470 κογχυλιον
ἐξήλλοντο δελφίνων δίκην . Σώφρων δὲ τὸν σωλῆνα γλυκύκρεών φησι κογχύλιον , χηρᾶν γυναικῶν λίχνευμα . τοὺς δὲ στραβήλους Δέρκυλος
φοινικίνας σανίδας καὶ δᾷδας : καὶ τὸ Ἀραβικὸν φάρμακον καὶ κογχύλιον τὸ ἐν τῇ λίμνῃ γιγνόμενον , ἣ ἀπέχει ἀπὸ
5191809 ὀξυγωνιον
, καὶ ἐπωθοῦντι ἐς τὸ πρόσω , εἶτα μέντοι τρίγωνον ὀξυγωνίον τὸ σχῆμα τῆς πτήσεως ἀποφήνασαι , ἵνα ἐμπίπτουσαι τῷ
, καὶ ἐπωθοῦντι ἐς τὸ πρόσω , εἶτα μέντοι τρίγωνον ὀξυγωνίον τὸ σχῆμα τῆς πτήσεως ἀποφήνασαι , ἵνα ἐμπίπτουσαι τῷ
5188334 πεδιαδος
τὴν προϋπάρξασαν ἀφίκηται τάξιν . καὶ τῆς μὲν χώρας οὔσης πεδιάδος , τῶν δὲ πόλεων καὶ τῶν κωμῶν , ἔτι
ἕνεκα καὶ τῶν ἄλλων ἀγαθῶν γῆν τε κατέχουσα τῆς Καμπανῶν πεδιάδος τὴν πολυκαρποτάτην καὶ λιμένων κρατοῦσα τῶν περὶ Μισηνὸν ἐπικαιροτάτων
5187735 μετριωτερας
στύφει γὰρ καὶ ξηραίνει γενναίως : διὸ καὶ πρὸς τὰς μετριωτέρας αἱμορραγίας αὐτῷ χρώμεθα μόνῳ , καθάπερ γε καὶ τὰς
, ἃ ἂν τῶν παθῶν τε καὶ τῶν συμπτωμάτων διὰ μετριωτέρας ψύξεις ἐπάγεσθαι οἰηθῇς . Πρὸς τούτοις δὲ κἀκεῖνο προειδέναι
5187064 Βαιτικης
[ ὁ δημότης ] Λουσιεύς . Λουσιτανία , ὅμορος τῆς Βαιτίκης . Μαρκιανὸς ἐν περίπλῳ αὐτῆς . τὸ ἐθνικὸν Λουσιτανοί
[ ὁ δημότης ] Λουσιεύς . Λουσιτανία , ὅμορος τῆς Βαιτίκης . Μαρκιανὸς ἐν περίπλῳ αὐτῆς . τὸ ἐθνικὸν Λουσιτανοί
5186698 κιστας
τὸ πάχος ὅμοιον φιλύρᾳ , δι ' ὃ καὶ τὰς κίστας ἐξ αὐτοῦ ποιοῦσιν ὥσπερ καὶ ἐκ τοῦ τῆς φιλύρας
. : Ἀχάνας τινὲς μὲν Περσικὰ μέτρα , Φανόδημος δὲ κίστας , εἰς ἃς κατετίθεντο τοὺς ἐπισιτισμοὺς οἱ ἐπὶ θεωρίας
5184131 τροφιμωτεραι
Αἱ δ ' ὑπέρυθροί τε καὶ ἐρυθραὶ ῥίζαι τοῦ τεύτλου τροφιμώτεραί τε καὶ παχύτερον αἷμα πολλῷ τῶν φύλλων γεννῶσι ,
τῶν δὲ ἀπίων αἱ μεγάλαι καὶ πέπειροι πρὸϲ τούτοιϲ καὶ τροφιμώτεραί εἰϲιν . αἱ δὲ ῥοιαὶ ψύχουϲί τε καὶ ὀλιγότροφοί
5181188 Παρασωπιας
. ἔνιοι δὲ τὰς Ὑσιὰς Ὑρίην λέγεσθαί φασι , τῆς Παρασωπίας οὖσαν ὑπὸ τῷ Κιθαιρῶνι πλησίον Ἐρυθρῶν ἐν τῇ μεσογαίᾳ
' αὐτῆς Σχοινοῦς . Σκῶλος δ ' ἐστὶ κώμη τῆς Παρασωπίας ὑπὸ τῷ Κιθαιρῶνι , δυσοίκητος τόπος καὶ τραχύς ,
5181164 ἀναβαινοντι
πως ἀγαθὸν καὶ καλόν . Ὡς οὖν ἀπὸ τῆς ἀρετῆς ἀναβαίνοντι τὸ καλὸν καὶ τὸ ἀγαθόν , οὕτω καὶ ἀπὸ
, ὥστε προϊόντι μὲν εἵπετο , ἐπὶ τὸ βῆμα δὲ ἀναβαίνοντι συνανέβαινεν καὶ δικάζοντι τὸ στόμα προσέφερεν . ἔπεισε δὴ
5178891 Ἀπολλωνιας
πολίσματα καὶ . . . Ἀφροδισιὰς Κολοσσαὶ Θεμισώνιον Σαναὸς Μητρόπολις Ἀπολλωνιάς , ἔτι δὲ ἀπωτέρω τούτων Πέλται Τάβαι Εὐκαρπία Λυσιάς
Πέλοπος . ἐκαλεῖτο δὲ Ἀφροδισιάς καὶ Σαρωνία καὶ Ποσειδωνιάς καὶ Ἀπολλωνιάς καὶ Ἀνθανίς . τὸ ἐθνικὸν Τροιζήνιος καὶ Τροιζηνία ,

Back