| Νεοκλείδῃ φάρμακον κατάπλαστον ἐνεχείρησε τρίβειν , ἐμβαλὼν σκορόδων κεφαλὰς τρεῖς Τηνίων . Ἔπειτ ' ἔφλα ἐν τῇ θυείᾳ συμπαραμειγνύων ὀπὸν | ||
| Τοῖσι δὲ Ἕλλησι ὡς πιστὰ δὴ τὰ λεγόμενα ἦν τῶν Τηνίων ῥήματα , παρεσκευάζοντο ὡς ναυμαχήσοντες . Ἠώς τε δὴ |
| καὶ σκαμωνίας ὀπόν , καὶ κάρδαμον Μιλήσιον , καὶ κρόμμυον Σαμοθρᾴκιον , καὶ καυλὸν ἐκ Καρχηδόνος , καὶ σίλφιον θύμον | ||
| Σαμοθρᾴκη Σύλλα παρόντος ἐλήφθησαν , καὶ τὸ ἱερὸν ἐσυλήθη τὸ Σαμοθρᾴκιον χιλίων ταλάντων κόσμον , ὡς ἐνομίζετο . ὃ δέ |
| ἐμβροχῆϲ , μηδὲ τὴν περίταϲιν τῶν ἐμπλάϲτρων , κατάπλαϲμα τούτοιϲ πρόϲαγε διὰ φοινίκων ἀκακίαϲ ϲτυπτηρίαϲ ϲιδίων λειοτάτων ϲυμφύτου ἀλφίτων ἢ | ||
| γαϲτρὶ παχὺν ἠθροῖϲθαι χυμόν , οὐ πάνυ τοι ψυχρόν , πρόϲαγε ταῦτα . τέμνοντα γὰρ τοῦτον ὑπάγει τε κάτω καὶ |
| ἔτι δὲ ἵππων τε καὶ ὑποζυγίων καὶ ἡμιόνων ἀχθοφόρων καὶ καμήλων πολύ τι χρῆμα καὶ πᾶσαν ἄλλην τοῦ πολέμου χρείαν | ||
| εἴποι τις , ἔτι δὲ ἵππων τε καὶ ὑποζυγίων καὶ καμήλων καὶ ἡμιόνων πάντων ἀχθοφορούντων πολύ τι χρῆμα . ἀλλ |
| τὰ ἕλκη ἐφ ' ἡμέρας μβ . Λυσσοδήκτοις ποτόν . Καρκίνων ποταμίων ἐπὶ κληματίδων λευκῆς ἀμπέλου καυθέντων ἡ σποδιὰ ἀποκείσθω | ||
| δεινῶς ἐκπληκτικήν : ἄλλως τε καὶ ἡ πορεία ἤπειγεν . Καρκίνων γένη διάφορα καὶ φῦλα ποικίλα ἀκούω εἶναι . καὶ |
| αἱ θυσίαι : παρῆν δὲ καὶ ἡ βουλὴ μεθέξουσα τῶν ἱερείων . εὐφημίαι δὲ ἦσαν εἰς τὴν θεὸν πολλαί : | ||
| Ἀργείων ] , τουτέστι τὸν οἶνον καὶ τὸ αἷμα τῶν ἱερείων : ὡπλίζοντο : πρόμαχον : ἐπιθυμοῦντες μαινόμενοι : λαθραίως |
| , δεινὸν εἰργάσω , ὃς πρῶτα μὲν τὴν νομὴν τῶν κρεῶν ἐγχειρισθεὶς οὕτως ἄδικον ἐποιήσω καὶ ἀπατηλήν , ὡς σαυτῷ | ||
| καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τὴν τράπεζαν , καταψήσασα φύλλοις ἀπὸ τῶν κρεῶν , ὑποβαλοῦσα καθαρὰν πτερίδα . ἧκον δὲ καὶ οἱ |
| οἱ Καρχηδόνιοι καὶ Τυρσηνοί : ὅστις ὁ Ἱέρων ἀπὸ τῶν ταχειῶν νεῶν ἐνέβαλε τῇ θαλάσσῃ πᾶσαν τὴν ἡλικίαν . Ἑλλάδ | ||
| ἡδείας ὑποφαίνων ἐλπίδας : ἡ δὲ κωπηλασία ἐχώρει ἐκ τῶν ταχειῶν χειρῶν τῶν Ἀργοναυτῶν , ἄκορος οὖσα . ἐκ δὲ |
| ' ὑπερβολὴν καὶ χρυσοφοροῦντες , ἔτι δὲ στλεγγίσι καὶ ληκύθοις ἀργυραῖς τε καὶ χρυσαῖς χρώμενοι . Ἦν δὲ τῶν Ἀκραγαντίνων | ||
| Ἐρυμάνθιοι τῷ ὄντι σύαγροι κατὰ πινάκων τετραγώνων περιεφέροντο ἑκάστῳ σιβύναις ἀργυραῖς διαπεπερονημένοι . καὶ τὸ θαυμάσιον , ὅτι παρειμένοι καὶ |
| , καὶ τῇ διαίτῃ ὥσπερ ἔμπροσθεν χρῶ , φάρμακον δὲ πίσον ἐλατήριον , καὶ κάτω γάλακτι κλύσον , τὰ δ | ||
| καὶ γογγυλίδας , ἀλλὰ καὶ ὀσπρίων φακήν , κύαμον , πίσον , ἢ τό γε πλεονάζειν ἐν αὐτοῖς παραιτητέον . |
| κεφαλῆς . ἤσθιε δὲ καὶ αὐτὴ λίτρας κρεῶν δώδεκα , ἄρτων δὲ χοίνικας τέσσαρας καὶ ἔπινεν οἴνου χοᾶ . Λιτυέρσας | ||
| , εἶναι δὲ καὶ τὰς πλευρὰς ἰσχυρόν : ἐσθίειν δὲ ἄρτων μὲν χοίνικας ἕξ , κρεῶν δὲ λίτρας εἴκοσιν οἵων |
| ξηρᾶς τάλαντον , κηροῦ μνᾶς ιεʹ , ὀρόβων καὶ σίτου ἀληλεσμένων λι . γʹ , τίλεως πεφωσμένης καὶ κεκομμένης καὶ | ||
| μίξας ἐπὶ ἡμέρας εʹ διδοῖς , τῇ δὲ Ϛʹ κριθῶν ἀληλεσμένων κοτύλας δʹ καὶ κατ ' ὀλίγον ταῖς Ϛʹ ἡμέραις |
| Ἀθήναις , καὶ πρὸ θυρῶν δὲ ἑκάστου δικαστηρίου ἐγέγραπτο πυρρῷ βάμματι τὸ στοιχεῖον , ᾧτινι τὸ δικαστήριον ὠνομάζετο . ὅσοι | ||
| οἱ φωνητικοί * περίαλλα : περισσῶς τῶν ἄλλων ζῴων * βάμματι : ὄξει πολλάκι δ ' ἧπαρ : τρῖς εἶναί |
| πόμα καὶ ἡ τροφὴ πᾶσα γινέσθω λεπτύνουσα , οἷον ἀπὸ σελίνων τε καὶ πράσων ἢ καυκαλίδος ἢ γιγγιδίου , ἔσθ | ||
| ἐπὶ τούτων ἁρμόζει καὶ ἡ κράμβη καταπλαττομένη κοπανισθεῖσα καὶ τῶν σελίνων τὰ φύλλα , ὁμοίως δὲ καὶ τῆς κονύζης . |
| ϲχιϲτῆϲ ⋖ β , βουτύρου ⋖ δ , ᾠῶν ὀπτῶν λέκιθοι δ , καδμίαϲ κεκαυμένηϲ καὶ πεπλυμένηϲ ⋖ δ , | ||
| οἶνος μέλας αὐστηρός , φακή , ἄλφιτα , ὠῶν ὀπτῶν λέκιθοι , ἄπιοι , ἀχράδες , μῆλα κυδώνια , οὖα |
| οὕτω : τῷ καὶ εὐκραδέης τριπετῆ ἐν νέκταρι μίξαις , σύκων αὐανθεῖσαν ἅλις πόσιν ὀμφαλόεσσαν καὶ τὰ ἑξῆς , ἵνα | ||
| Σίσυφος κέρδιστος καὶ φιλάργυρος . διαφορὰν ὀλύνθων , φηλήκων , σύκων καὶ ἰσχάδων ὄπισθεν εἶπον . γογγύλῃ τῇ χειροπλήκτῳ χειρὶ |
| ἔφη , καὶ : νήπιοι , οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος ἤσθιον , ἀντὶ τοῦ κατήσθιον . Τὴν ἄρσιν τοῦ ι | ||
| πιέσματι σύρει τριήρους ἐμβολὰς μιμουμένη , δείπνου πρόδρομον ἄριστον . ἤσθιον δὲ καὶ ταγηνιστὰς σηπίας . Νικόστρατος ἢ Φιλέταιρος ἐν |
| ἐπιτηδειότεραι δέ εἰϲι πρὸϲ ἅπερ ἔφην ἐγὼ πεπειρᾶϲθαι ἐκ τῶν πυρῶν ὅϲαι μηλίναϲ ζώναϲ ἐγκαρϲίουϲ ἔχουϲιν ἐν τοῖϲ πτεροῖϲ , | ||
| Δῆλον ἄγοντας : τὰς δὲ ἀπαρχὰς κεκρύφθαι μὲν ἐν καλάμῃ πυρῶν , γινώσκεσθαι δὲ ὑπ ' οὐδένων . ἔστι δὲ |
| ἀναιδεῖς μάχεσθαι καὶ τῶν ἄλλων μᾶλλον ἀκαταπλήκτους καὶ οἵους ἐνεγκεῖν λεόντειον βρύχημα . Πεζοὶ δὲ ἑκατέρωθεν ξύλων ἐκδειμάμενοι δίκτυα νευόντων | ||
| εὐνὰ δ ' ἦς τῷ παιδὶ τετυγμένα ἀγχόθι πατρός δέρμα λεόντειον μάλα οἱ κεχαρισμένον αὐτῷ , δεῖπνον δὲ κρέα τ |
| τούτους οὐδ ' ὁρῶντες ἀνέξεσθε . νῦν δὲ δραχμῇ καὶ χοῒ καὶ τέτταρσιν ὀβολοῖς ὥσπερ ἀσθενοῦντα τὸν δῆμον διάγουσιν , | ||
| δωδεκακλίνων : αὐτὸν δὲ Κότυν περιεζῶσθαι ζωμόν τε φέρειν ἐν χοῒ χρυσῇ , καὶ γευόμενον τῶν κρατήρων πρότερον μεθύειν τῶν |
| καὶ μὴν παρῆν ἀνθράκιον ἡμῖν ἐν μέσῳ σείσων τε καὶ κυάμων μεστός : καὶ γὰρ ὁ σείσων ἀγγεῖον ᾧ κυάμους | ||
| σχῆμα καὶ βῆμα τοῦ σχῆμα καὶ τριώβολον . λζ . κυάμων ἀπέχου . λη . μολόχην ἐπιφύτευε μέν , μὴ |
| μετοπώρου ἔμετον ποιέειν : σκορόδων δὲ κεφαλὰς τρεῖς καὶ ὀριγάνου δραχμίδα ὅσην τρισὶ δακτύλοισι περιλαβεῖν , ἑψεῖν ἐπιχέαντα δύο κοτύλας | ||
| μῖξαι δὲ σμύρναν , λιβανωτὸν ὀλίγον : τούτου λαβὼν ὅσον δραχμίδα , προσθεῖναι , ὥσπερ ἐν τῷ πρόσθεν προσθήματι . |
| χρῶνται δὲ ἐσθῆτι λινῇ τῇ ἐκ πετρῶν : λίθων γὰρ μηρύματα μαλακὰ καὶ δερματώδη συνεκφέρουσιν , ἐξ ὧν ὑφάσματα γίνεται | ||
| γὰρ τὸ ζῷον ἐν ἡσυχίᾳ διαπλέκειν . ὅρα καὶ τὰ μηρύματα : τοῦτο ἀναπτύουσαι τὸ νῆμα καθιᾶσιν εἰς τοὔδαφοςδεικνύει δὲ |
| κιμωλίαν ποιήσαντες μεθ ' ἁλὸς παρατρίβουσιν , ὁμοίως καὶ μαρμάρῳ ὀπτῷ μετ ' ἀνίσου . ὁμοίως δὲ καὶ κριθὰς μετὰ | ||
| , ἢ θείῳ ἀπύρῳ , ἢ ἀφροσελήνῳ , ἢ τιτάνῳ ὀπτῷ ἢ στυπτηρίᾳ τῇ ἀπὸ Μήλου , ἢ ἀρσενίκῳ , |
| μεταβολὰς τοῦ ἀέρος , πνευμάτων , ὄμβρων , χαλάζης , παρετίθεσαν ταῖς τοῦ ἡλίου ἐποχαῖς κατὰ ζῴδιον καὶ κατὰ μοῖραν | ||
| κυρίως : κατεσκεύαζον γὰρ σύριγγα ἐκ κέρατος βοείου , ἣν παρετίθεσαν τῇ ὁρμιᾷ ὑπὲρ τὸ ἄγκιστρον , ὅπως μὴ οἱ |
| οἱ δὲ καὶ τεθνεώσας : ὁμοίως δὲ καὶ τὰς ὑαίνας ἕψουσιν , ποιοῦντες διαφορητικὸν ἔλαιον , εἶτα πυέλους αὐτῷ πληροῦντες | ||
| ἀποτίλλουσι γὰρ καὶ κατεσθίουσιν . οὗτοι δὲ οὐ μόνον ὑμᾶς ἕψουσιν , ἀλλὰ καὶ συντρίβουσιν . . . ἀλλ ' |
| καὶ τεσσαράκοντα μυριάδας δούλων . Ἀγαθαρχίδης δ ' ὁ Κνίδιος Δαρδανεῖς φησι δούλους κεκτῆσθαι τὸν μὲν χιλίους , τὸν δὲ | ||
| ' ὁ Κνίδιος ἐν τῇ ὀγδόῃ καὶ τριακοστῇ τῶν Εὐρωπιακῶν Δαρδανεῖς φησι δούλους κεκτῆσθαι τὸν μὲν χιλίους , . . |
| ἀλλοιωτικήν . βʹ . Ἐνθερμότερον φλέβιον αἵματος πλήθει ἀνίσχει τὸ καυσῶδες , καὶ εὐθὺς ἀποκρίνει , καὶ οἷσι τὸ μὲν | ||
| πρὸ μὲν ἀνατολῆς τοῦ κυνὸς φαῦλον , μετὰ δὲ ταῦτα καυσῶδες καὶ ἐπίνοσον . πνεύσουσι δὲ καὶ ἐτησίαι λαμπρῶς , |
| ὁ Μενέλαος ἔφη , “ τοῦτο ἐκείνου ; καὶ γὰρ ἁπλούστεροι παῖδες γυναικῶν , καὶ τὸ κάλλος αὐτοῖς δριμύτερον εἰς | ||
| ' ἡμῶν συνήθως σκευαζόμενοι , δοκοῦντες μὲν εἶναι λιτοὶ καὶ ἁπλούστεροι , μεγάλην δὲ δύναμιν κεκτημένοι καὶ πρὸς ἄλλα ποιεῖν |
| , κώλων δώδεκα , ὀρύγων ἑπτὰ , βουβάλων πεντεκαίδεκα , στρουθῶν συνωρίδες ὀκτὼ , ὀνελάφων ἑπτὰ , καὶ συνωρίδες τέσσαρες | ||
| τελευταίαν ἐκδεχόμενοι τροφήν . ὀρτάλιχοι : οἱ νεοσσοί . ἢ στρουθῶν γένη . θρηνητικὸν δὲ τὸ ζῷον ἐλπίδι τροφῆς . |
| τὸν οἶνον δωδεκάδραχμον πλουτεῖς εἰκότως , ἐπειδὰν ποιῇς σίτου μὲν μεδίμνους πλέον ἢ χιλίους , οἴνου δὲ μετρήτας ὑπὲρ ὀκτακοσίους | ||
| ἀργύριον μηδὲ ἀριθμῷ ἄγειν αὐτόν , ἀλλὰ μεδίμνῳ ἀπομεμετρημένον πολλοὺς μεδίμνους . εἶχε δὲ καὶ αὐτὸς Παρμένων δακτύλιον ἐν τῷ |
| καράβων τε καὶ ἀστακῶν , καὶ λαχανοφαγίης , μάλιστα δὲ πράσων καὶ κρομμύων , ἔτι δὲ θριδάκων ἑφθῶν , καὶ | ||
| ἐπὶ πέντε ἡμέρας χρῆσθαι , δέκα δ ' ἀντὶ τῶν πράσων , τῶν σκορόδων : τάδε πυρία , καὶ αὐτὴν |
| καὶ προσθετὰ , δυνάμενα χόριον ἐξάγειν καὶ ἐπιμήνια κατασπάσαι : κανθαρίδας πέντε ἀποτίλας τὰ πτερὰ καὶ τοὺς πόδας καὶ τὴν | ||
| καὶ τἄλλα τὰ αὐτὰ διδόναι φάρμακα . Διδόναι δὲ καὶ κανθαρίδας , ἄνευ πτερῶν καὶ κεφαλῆς , τέσσαρας τρίβων καὶ |
| ξηροῦ ἀπὸ πεύκης ἢ ἐλάτης ἢ αἰγείρου , ἢ μετὰ ἀλεύρων ἀπὸ κέγχρου . Ἄλλοι εἰς θαλάσσιον ὕδωρ ζέον , | ||
| διπλάσιον τῆς λύπης ὠφέλησας . οἱ δὲ μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν ἀλεύρων . διπλάσιον : περισσοτέραν ὠφέλειαν . Νισαῖοι Μεγαρῆες : |
| ἀεὶ φυλάττων τῆς θεοῦ . Ἀλλ ' ἐκδότω τις δεῦρο δᾷδας ἡμμένας , ἵν ' ἔχων προηγῇ τῷ θεῷ σύ | ||
| καρτερεῖν . τοιοῦτο τῶν ξένων τι καταχεῖται σκότος . Ἀλλὰ δᾷδας ἡμμένας ἐμοὶ δότω τις ἔνδοθεν , καὶ κόρους πλεκτοὺς |
| σάρκα . καρδία οὐ κακόχυμος . βελτίους οἱ πόδες τῶν ὑῶν εἰσι τοῦ ῥύγχους καὶ τῶν ὤτων : ὁ γὰρ | ||
| γὰρ τετραπόδων οὐδὲν ἀποκτείνειν ἔδει ἡμᾶς τὸ λοιπόν , πλὴν ὑῶν : τὰ γὰρ κρέα ἥδιστ ' ἔχουσι , κοὐδὲν |
| . Μάλιστα δὲ τοῖς προσθέτοις βαλάνοις τοῦτο πειρᾶσθαι δρᾷν . Πρόσθετα καλεῖται τὰ ὑπὸ τῶν ἰατρῶν σκευαζόμενα βαλάνια μετρίως ἐρεθίζειν | ||
| . κέρας ἐλάφειον καύσας δὸς πιεῖν . [ λζʹ . Πρόσθετα . ] Ῥοιὰν σὺν ἐρίῳ καταπλάσας προστίθει . ἢ |
| αὐτοῦ μαδῶσι τὰς τρίχας , τῶν δὲ ἀλόγων ζῴων αἱ ὁπλαὶ ἀποπίπτουσιν , ὡς ἱστορεῖ Ἰσίγονος . Ἡρακλείδης ὁ Ποντικὸς | ||
| , πήγανον καὶ ἅλαϲ ἐπιτίθει . ἐκ τῶν Ἀρχιγένουϲ : ὁπλαὶ αἰγῶν καὶ τρίχεϲ θυμιώμεναι πόρρωθεν : ἀναϲτέλλεται γὰρ τὰ |
| δευτέραν τάξιν , ὥστε ἤδη δῆλον ὅτι καὶ ξηραίνουσι , πρόσφατοι μὲν ὑπάρχοντες ἔτι καὶ ὑγροὶ μετρίως , ξηρανθέντες δὲ | ||
| στέατος χηνείου γοδ ἤτοι οὐγ . δ . ἐγκέφαλοι χηνῶν πρόσφατοι δύο : στέατος χηνείου καὶ φασιανοῦ καὶ ὄρνιθος καὶ |
| ἐν ἀγκάλαις . . = . . Σ . : σχελίδας : βοὸς πλευρά , ἢ ἁπλῶς τὰ πλευρικὰ τῶν | ||
| ἀλεκτοτρόφου † πνικτᾶς ἐρίφου παρέθηκε . εἶτα δίεφθ ' ἀκροκώλια σχελίδας τε μετ ' αὐτῶν λευκοφορινοχρόους , ῥύγχη κεφάλαια πόδας |
| χειμῶνος ὄντος . τὸ δὲ ἐν ὀστράκῳ , ἐπεὶ ἐν χύτραις ἐξετίθεσαν τὰ παιδία . διὸ καὶ χυτρίζειν ἔλεγον . | ||
| Πρὸς ἀπαίδευτον καὶ πολλὰ βιβλία ὠνούμενον οὐκ ὤκνησεν εἰπεῖν “ χύτραις λημῶντες ” . . . , : ὕστερον δὲ |
| καὶ εἰς πάντα ταριχευομένη . Ὄνοι οἱ ὑπὸ τὰς ὑδρίας συναγόμενοι ζωΰφιά εἰσι πολύποδα διαφορητικῆς καὶ ξηραντικῆς ὄντα δυνάμεως . | ||
| ἐν τοῖς ἰδίοις τόποις μένουσι , πολλοὶ δ ' ὁμοῦ συναγόμενοι ἀπέρχονται εἰς τὸν Πόντον , πρῶτον μὲν , ὅτι |
| λινοϲπέρμου . πρὸ δέ γε τούτων καταπλάττειν αὐτὰϲ τοῦ ἀμμωνιακοῦ μιγνύνταϲ τοῖϲ καταπλάϲμαϲι πίϲϲηϲ ὑγρᾶϲ ἢ ϲτέατοϲ ταυρείου ἢ βδελλίου | ||
| αἴϲθηϲιν , τῷ γυναικείῳ γάλακτι καὶ τῷ λευκῷ τοῦ ὠοῦ μιγνύνταϲ πάνυ βραχύτατον ὄπιον , μιγνύειν δὲ καὶ καϲτορίου , |
| τῶν αὐλῶν ἐνῆν ἐγχειρίδια γυμνὰ , ἐν δὲ ταῖς κίσταις πέλται . ὡς δ ' εἴσω τῆς ἄκρας ἐγένοντο , | ||
| συνέφερεν ἀνυπόπτως : ἐν δ ' ἄγγεσιν ἀχύρων καὶ ἐρίων πέλται καὶ μικρὰ ἀσπίδια ἐν τοῖς ἐρίοις καὶ ἀχύροις κεκρυμμένα |
| τε πολλὴν καὶ πεύκην καὶ κέδρον καὶ ἄλλα παντοῖα στελέχη ναυπηγήσιμα , ἐξ ὧν στόλον κατεσκευάσατο ἐπὶ τῷ Ὑδάσπῃ πρὸς | ||
| καὶ τῶν τε πλοίων ἐπιτυχοῦσαι τὰ πολλὰ διέφθειραν καὶ ξύλα ναυπηγήσιμα ἐν τῇ Καυλωνιάτιδι κατέκαυσαν , ἃ τοῖς Ἀθηναίοις ἑτοῖμα |
| ϲυνεδρεύοι , προϲπλέκειν τοῖϲ καταπλάϲμαϲι τὰ ἄφυϲα , οἷον κύμινον δαφνίδαϲ πήγανον καὶ τὰ ὅμοια . εἰ δὲ ϲκληρῶδέϲ τι | ||
| χρήϲθω , ἐχέτω δὲ καλαμίνθην καὶ ϲάμψυχον καὶ ὕϲϲωπον καὶ δαφνίδαϲ καὶ λιβανωτίδα καὶ λίθον πυρίτην καὶ ἅλαϲ καὶ τρύγα |
| καρχαρία χρὴ τοῦ κυνὸς ὀψωνεῖν ὑπογάστρια κοῖλα κάτωθεν . εἶτα κυμίνῳ αὐτὰ πάσας ἁλὶ μὴ συχνῷ ὄπτα : ἄλλο δ | ||
| μετ ' ὠοῦ καὶ κρόκου καὶ τήλεως χυλοῦ , καὶ κυμίνῳ λείῳ μεθ ' ὕδατος ἡψημένῳ καὶ προσλαβόντι κρόκον , |
| οἶνον ὀνομασθῆναι Σανάπην [ ἐπειδὴ μεταφραζόμενον τοῦτο σημαίνει τὴν πολλὰ πίνουσαν ] , ἐπειδὴ αἱ μέθυσοι σανάπαι λέγονται παρὰ Θρᾳξίν | ||
| , ὀνομασθῆναι Σανάπην , ἐπειδὴ μεταφραζόμενον τοῦτο σημαίνει τὴν πολλὰ πίνουσαν . . . . , : Διοφάνης ἐν τῇ |
| ἐπιδεχόμενον ὡς εἴκοσιν ἀρτάβας : ἐν ᾧ πολλὰ μὲν τῶν ἀγριμαίων ἔγκειται πεπονημένα , πολλὰ δὲ σῖτα , καὶ τῶν | ||
| σάρκα , καὶ τούτων μάλιστα τὰ στήθη : καὶ τῶν ἀγριμαίων κρέας λάγειον ἢ δορκάδειον , τῶν δὲ ἄλλων τὰ |
| τὴν σάρκα , συῶν τὰ ἄκρα , πέρδικάς τε καὶ φάσσας καὶ περιστερὰς λαγωούς τε καὶ λεβηρίδας . ποτὸν δὲ | ||
| μήρινθον ἐπιτείνει καὶ πάντας ὁμοῦ τοὺς στάλικας ἀναστήσας αἱρεῖ τὰς φάσσας τοῖς τοῦ λίνου κόλποις ἐμπεπτωκυίας . τοιούτοις δὲ καὶ |
| καὶ τὰ ἄλλα ὅσα ἄνω προείρηται : καὶ ὠμὰ δὲ κρέα ἐπεχείρησε φαγεῖν , ἀλλ ' οὐ διῴκησεν . κατέλαβέ | ||
| . φησί που Εὔβουλος : παρέσται σοι θύννου τέμαχος , κρέα δελφακίων χορδαί τ ' ἐρίφων ἧπαρ τε κάπρου κριοῦ |
| μοῖραν , ε δὲ τῆϲ γεντιανῆϲ καὶ τῆϲ τέφραϲ τῶν καρκίνων μοίραϲ ι . καὶ ἄλλωϲ μὲν οὖν καυθεῖϲιν ἐχρηϲάμεθά | ||
| οἴνου ἀκράτου κυάθους δʹ ἐμβάλλειν δύο μὲν κοχλιάρια τῆς τῶν καρκίνων τέφρας , ἓν δὲ κοχλιάριον τῆς γεντιανῆς , καὶ |
| ; οἱ Λακεδαιμόνιοι οἱ κατὰ τῶν εἱλώτων ἐξουσίαν σφίσιν αὐτοῖς ἀνοίγοντες φόνου καὶ περὶ ὧν Κριτίας φησίν , ὡς μάλιστα | ||
| οἱ δὲ τὰς σαργάνας ἀνέτεμνον , ἄλλοι δὲ τὰς κιβωτοὺς ἀνοίγοντες τὰ ὅπλα ἐξῄρουν , οἱ δὲ τοὺς ἀμφορέας συνέτριβον |
| , ἐπιπάσσων τε ἁλῶν τετριμμένων χοίνικα μίαν εἰς τὰς θʹ χοίνικας , [ καὶ ] κίνει ταῖς χερσὶ πράως , | ||
| , παρεκλάπην , ἐζημιώθην . . διχοινίκῳ ] κατὰ δύο χοίνικας , διὰ διχοινίκου , ἐν , εἰκοστοτετάρτῳ μεδίμνου , |
| τῶν καθαρῶν πεντακοσίας ἀρτάβας : κριθαμίνων δὲ καθαρῶν ἀλεύρων χιλίας ἀρτάβας : καὶ τῶν δευτέρων χιλίας ἀρτάβας . σεμιδάλεως πεντακοσίας | ||
| : τοῦτο δέ ἐστι κεραμεοῦν ἄγγος , ἐπιδεχόμενον ὡς εἴκοσιν ἀρτάβας : ἐν ᾧ πολλὰ μὲν τῶν ἀγριμαίων ἔγκειται πεπονημένα |
| εἰς θυσίαν ἐπιτήδεια : ὡς αὐτός φησι , καρποὶ μέλιτι δεδευμένοι . Διονύσιος Θρᾷξ : θεοῖς ἀπαρχαί τινες . λέγεται | ||
| ἦν τοῖς θεοῖσι ζῷα , πέλανοι δὲ καὶ καρποὶ μέλιτι δεδευμένοι . Διονύσιος Θρᾷξ : θεοῖς ἀπαρχαί τινες . λέγεται |
| ἀλλὰ μένῃ , καὶ ποιέῃ τὸ δέον : καὶ τῶν μηκώνων ξὺν τῷ τυρῷ καὶ τοῖσιν ἀλφίτοισι πιπίσκειν , καθάπερ | ||
| γίνεται πουλύ . Ταύτην δὲ χρὴ γαλακτοποτέειν , καὶ τῶν μηκώνων πίνειν , ἕως ἂν κινεῖσθαι ἄρχηται τὸ ἔμβρυον : |
| ζώνης μέτρον ζημιοῦσθαι . [ . ] . . : χρῶνται δὲ Κελτοὶ τοῖς ἔθεσιν Ἑλληνικοῖς ἔχοντες οἰκειότατα πρὸς τὴν | ||
| τεταμένον , ᾧ εἰς τοὺς ὀρόφους ἀντὶ τῶν κεράμων πολλοὶ χρῶνται . οἱ δὲ αἰθαλόεν πέτευρον τὴν δοκὸν λέγουσιν , |
| . Πάντων δὲ κάλλιον γῆν προετοιμάζειν ἐψυγμένην ἀργιλλώδη , ἢ ῥοιῶν φύλλα ξηρὰ καὶ σεσησμένα : καὶ ὅταν ὁ σῖτος | ||
| τοπικοῖς χρῶ . Ἐπὶ τοίνυν τῶν πολύπων τῷ διὰ τῶν ῥοιῶν χρησόμεθα : πάνυ γὰρ ἄκρως ἐνεργεῖ . λαμβανέσθωσαν δ |
| ἐν τῇ περὶ Ἀσκάλωνι λίμνῃ διὰ τὴν ὕβριν καὶ ὑπὸ ἰχθύων ἐβρώθη . Ἔφιππος ὁ κωμῳδιοποιὸς παίζων φησίν : ὁπότε | ||
| καὶ δεινόν , ὦ θεοί . πρῶτον ὠμῶν κειμένων τῶν ἰχθύων πάρεισιν οἱ κεκλημένοι : δίδου κατὰ χειρός . τοὔψον |
| , τρέφει δὲ διὰ τὴν σάρκα : ἐν ὄξει δὲ τεταριχευμένα θερμαίνει μὲν ἧσσον διὰ τὸ ὄξος , τρέφει δὲ | ||
| ἁπάντων τῶν χρησίμων πρὸς τὸν βίον : τοσαῦτα δὲ κρέα τεταριχευμένα παντοδαπῶν ἱερείων , ὡς σωροὺς αὐτῶν γενέσθαι τηλικούτους , |
| ἐνειλουμένου καὶ ἐπὶ πολὺ σειομένου , ὃ μάλιστα ἐπὶ τῶν χαλκῶν ἀγγείων συμβαίνει καὶ τῶν ὁμοίων , ἐφ ' ὧν | ||
| τὸ ἀπὸ χαλκόφι τὴν ἀπὸ χαλκοῦ γενικὴν σημαίνει , οὐχὶ χαλκῶν , οὕτω καὶ τὸ κατ ' ὄρεσφιν οὐκ ἄλλο |
| ἧς δάφναι τε διαστρώννυνται καὶ κλῶνες ἕτεροι παραπλήσιοι μὲν τῇ μυρρίνῃ , φέροντες δὲ Ἰνδοῖς μύρον . ἐνταῦθα διάκεινται ἰχθῦς | ||
| ἢ διαφορήσεως χρηστέον ψιμυθίῳ λείῳ ἢ γύψῳ ἢ λιθαργύρῳ , μυρρίνῃ ξηρᾷ λείᾳ , σιδίοις , ῥῷ Συριακῷ , οὔοις |
| τὰ φύλλα , ῥίζα πίτυος , πεύκης φλοιός , φακὴ δίσεφθος , τοῦ προτέρου ὕδατος ἀποχυθέντος . γίγαρτα πᾶσι τοῖς | ||
| κολίαντρον ἄνισον ἢ κύμινον ἢ σελίνου σπέρμα καὶ φακὸς δὲ δίσεφθος μεθ ' ὕδατος ὀμβρίου ἢ μετ ' ὄξους πολλάκις |
| τε καὶ ξηραντικώτεραι τῶν ἐν τοῖς τετράποσι , τῶν δὲ πτηνῶν αὐτῶν αἵ τε τῶν ἀλεκτορίδων καὶ τῶν περδίκων ἀμείνους | ||
| τὰ πτερὰ τῶν χηνῶν καὶ μᾶλλον ἀλεκτορίδων καὶ πάντων τῶν πτηνῶν αἱ κοιλίαι , κοχλίοι , καὶ μᾶλλον τρὶς ἑψηθέντες |
| , καὶ προκινέεσθαι δοκέει ἐν αὐτῷ τοτὲ μὲν οἷον εἴδωλον ὀρνίθων , τοτὲ δὲ οἷον φακοὶ μέλανες , καὶ τἄλλα | ||
| ἐγὼ ἐγχριμφθεὶς ὑπεναντίον ἀΐξαντα οὐκ ἴδον : ὀφθαλμοὶ δέ μοι ὀρνίθων λελίηντο : πρίν περ ἀναστήσαντος ἀπὸ χθονὸς αὐχένα δεινὸν |
| πρόσθετα δριμέα παρέλαβον , ἔλαιον μετὰ πηγάνου καὶ οἰσυπηρῶν ἐρίων ἀποβρέγματος , βούτυρόν τε καὶ ἄρτον μετὰ ῥοδίνου καὶ σελινίνου | ||
| εἰς οἶνον ὀλίγον , καὶ τοῖς προειρημένοις ἐπίχει τοσοῦτον τοῦ ἀποβρέγματος ὅσον γευομένῳ σοι καλῶς ἔχειν φανῇ . Τοῖς μὲν |
| κεστρέας ἤτοι τὰ γομφάρια τρυπῶντες σχοίνῳ πιπράσκουσι καὶ ὠνοῦνται καὶ ἐσθίουσιν οἱ βουλόμενοι . σχοῖνος δὲ εἶδος φυτοῦ ἤτοι τὰ | ||
| τινὲς δὲ καὶ ἀνθρώπων σάρκας , ὡς ἔφην , ἀδιαφόρως ἐσθίουσιν , ὅπερ ἀνίερον παρ ' ἡμῖν εἶναι νενόμι - |
| . Ὃς ἐν τῇ κνήμῃ ἕλκος ἔσχε , καὶ τῷ ἀττικῷ ἐχρήσατο , τούτῳ ἐξανθήματα ἐξαιρόμενα , ἐρυθρὰ , μεγάλα | ||
| ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας , λινόζωστιν λείην τετριμμένην , ἐν μέλιτι ἀττικῷ , δι ' ἡμέρης : προβρεχέσθω δὲ ἐν οἴνου |
| . τῷ ναῷ δὲ ὄντι μέγεθος οὐ μείζονι ἐφεστήκασι Τρίτωνες χαλκοῖ . καὶ ἀγάλματά ἐστιν ἐν τῷ προνάῳ δύο μὲν | ||
| ποιῶν τὰς ψυχὰς ἀφῆκαν ἐπιτεθυμμένοι καὶ μέλανες , ὥσπερ οἱ χαλκοῖ τῶν ἀνδριάντων περὶ τὰς ἐμπύρους τῶν πηγῶν κεκαπνισμένοι . |
| γὰρ συνερεισθεῖσαι , καθὰ λέγομεν , παρὰ τὴν τοῦ ἀγκῶνος παρετίθεντο πτέρναν , ὁ δὲ ἀγκὼν τὴν πτέρναν εἶχεν ἐπηρεισμένην | ||
| ἄνδρας ἑλόντες πολλὰς δὲ ναῦς διαφθείραντες ἐχρῶντο τῆι θαλάσσηι καὶ παρετίθεντο τῶν ἀναγκαίων πρὸς τὸν πόλεμον ὅσα μὴ πρότερον εἶχον |
| ⌈ δὲ [ τὸ ” μυττωτεύσομεν “ ] ἀπὸ τῶν σκορόδων : μυττωτὸς γάρ ⌈ ἐστι κυρίως τὸ ἐκ σκορόδων | ||
| φησι τὸ ὄμφακας ἔχον . * ἀγλῖθες : αἱ τῶν σκορόδων κεφαλαί * κορίοιο : τοῦ κορίου λεπτοθρίοιο δέ , |
| , καθὼς ἀνωτέρω εἴρηται , καθάπερ οἱ λύκων καὶ ἀγρίων συῶν τὰ σημεῖα ἔχοντές εἰσιν ἄνδρες ὠμότεροι ἀγριώτεροί τε καὶ | ||
| ὁ γραμματικὸς ἐν τῷ περὶ ἡλικιῶν φησι : τῶν δὲ συῶν τὰ μὲν ἤδη συμπεπηγότα δέλφακες , τὰ δ ' |
| θεῶν μύθους τινὲς οὐ μύθους ἀλλὰ μυθικὰ ἐκάλεσαν διηγήματα , ἀναμιγνύντες αὐτὰ τοῖς περὶ τῶν μεταμορφώσεων λόγοις καὶ τῶν ἐκείναις | ||
| πάντα οὐχ ὁρίσαντες καθ ' ἑαυτὰ ἐξετάζομεν : ἀλλ ' ἀναμιγνύντες τῇ κοινῇ ποιότητι τοῦ προσώπου , καὶ τῇ ἐξετάσει |
| τὰς καταλαμβανομένας . ὃς μετὰ σπουδῆς ἐκπλεύσας καὶ ταῖς πρώταις προσμίξας εὐθέως τινὰς αὐτάνδρους κατέδυσεν : αἱ δὲ λοιπαὶ πλήρεις | ||
| . . . δραχ . δʹ μέλιτος ἀπηφρισμένου τὸ ἀρκοῦν προσμίξας ἀναλάμβανε καὶ δίδου καταπίνειν καρύου Ποντικοῦ τὸ μέγεθος ἐπὶ |
| . ” τὸν δ ' αὖτε προσέειπε Μελάνθιος , αἰπόλος αἰγῶν : “ οὔ πως ἔστ ' , Ἀγέλαε διοτρεφές | ||
| γὰρ λέγεται ἐπὶ τῶν προβάτων , μηκᾶσθαι δὲ ἐπὶ τῶν αἰγῶν διὰ τοῦ η , μυκᾶσθαι δὲ ἐπὶ βοῶν διὰ |
| ἤθη ἀλαζόνες τισὶ δοκοῦσιν : ὠχριῶντες δέ εἰσι καὶ ⌈ ἀνυπόδετοι [ ἀνυπόδητοι / ] , ἐπειδὴ μόνης ἀρετῆς φροντίζοντες | ||
| ἀδιαφορίᾳ ἐπετήδευον ὡς οἱ κύνες δημοσίᾳ ἐσθίειν καὶ ἀφροδισιάζεσθαι καὶ ἀνυπόδετοι περιπατεῖν καὶ ἐν πίθοις καὶ ἐν τριόδοις καθεύδειν . |
| , προνηστεύσασαν ἐπὶ δύο ἡμέρας . Σταφίδος ἀγρίης ὅσον δύο δραχμίδας διεὶς μελικρήτῳ δοῦναι πιεῖν . Πειρητήριον : μώλυζαν σκορόδου | ||
| σέλινα , ὅσον τρὶς τῇ χειρὶ περιλαβεῖν , καὶ γλήχους δραχμίδας δύο ἑψῶν ἐν ὄξους κοτύλῃσι δέκα ἕως τρίτον μέρος |
| ὀλίγα , οἷον αἴγεια καὶ ἐλάφεια . τῶν δ ' ὀπωρῶν τὰ πλείονα φευγέτωσαν . τραγημάτων δὲ τὰς σταφίδας ὡς | ||
| δωδεκαθείῳ : ὁμοίως καὶ τὸ πράσον ὀλίγον . Τῶν δὲ ὀπωρῶν τῶν ξηρῶν ἀπέχεσθαι παντελῶς . Οἴνους δὲ τοὺς εὐωδεστάτους |
| . ἐχῖνοι δὲ ἁπαλοὶ μέν , εὔχυλοι , βρομώδεις , πλήσμιοι , εὔφθαρτοι , μετὰ δὲ ὀξυμέλιτος λαμβανόμενοι καὶ σελίνου | ||
| τῆς ἄλλης ἀρτύσεως τὸ μὲν ὀλισθηρὸν καὶ ὅλκιμον φυλάττουσι , πλήσμιοι δ ' οὖσαι καὶ δύσπεπτοι τὴν κοιλίαν ἀναχαλῶσι μᾶλλον |
| ἥλιον . Ἴβυκος δὲ πάντα τὰ ἄστρα σείρια λέγει . σελῆναι : πέμματα πλατέα κυκλοτερῆ . σηκός : σημαίνει μὲν | ||
| τοῖς θεοῖς καὶ μετὰ τῶν σπλάγχνων ἔθυον . αἱ δὲ σελῆναι πέμματα ἦσαν πλατέα κυκλοτερῆ . πέλανοι δὲ πέμματα ἐκ |
| : . Πραΰσιοι τοὺς ἀστυγείτονας , ἐὰν λιμῷ πιεσθῶσι , τρέφουσι . Ἀνδρὶ μὲν Ἱππαίμων ὄνομ ' ἦν : ἵππῳ | ||
| εὐεργεσίας ἀμειβομένων : παρόσον οἱ τῶν πελαργῶν νεοττοὶ τοὺς πατέρας τρέφουσι γεγηρακότας . Πεζῇ βαδίζων μὴ φοβοῦ τὰ κύματα : |
| . διὸ οὐχ ἅπαντα ἐνίων τὰ περικάρπια σπερμοφόρα καθάπερ τῶν βοτρύων αἱ μικραὶ ῥάγες ὡς οὐκέτι δυναμένης τελειῶσαι τῆς φύσεως | ||
| μὴν καὶ τὸ μεθύειν , ὦ Δάμι , οὐκ ἐκ βοτρύων μόνων ἐσφοιτᾷ τοὺς ἀνθρώπους , ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τῶν |
| πόλις : διὸ καὶ οἱ εἰσπηδήσαντες εἰς τὸ τεῖχος τρεῖς δράκοντες οἱ μὲν δύο καταπεσόντες ὀλώλασι δηλοῦντες ὡς τὸ ὑπὸ | ||
| οἱ προσβαλοῦντες κατὰ τὰ ἡμέτερα τείχη ἀπολοῦνται καθάπερ οἱ δύο δράκοντες : ὁ δὲ κατὰ τὸ Αἰακοῦ τείχισμα ἐλθὼν δράκων |
| δὲ καρυκεύειν , καὶ μὴ ἀπλήστως . ἐκ δὲ τῶν ὀσπρίων παντοίων ἀπέχεσθαι τῶν ξηρῶν . τὰ δὲ χλωρὰ ἐσθίειν | ||
| ἄχυρα γοῦν τὰ τῶν κυάμων , καὶ τὰ τῶν ἄλλων ὀσπρίων ἀντὶ κόπρου ἀρκέσει . ταῦτα γὰρ καὶ πρὸς τοὺς |
| τῆς πέτρας προσανέβησαν . τοὺς μὲν οὖν φύλακας ἔλαθον , χῆνες δ ' ἱεροὶ τῆς Ἥρας τρεφόμενοι , καὶ θεωρήσαντες | ||
| ἡ γυνή , τὸ τεχθὲν ζήσειν : ἱεροὶ γὰρ οἱ χῆνες οἱ ἐν ναοῖς ἀνατρεφόμενοι : εἰ δὲ μή , |
| ἐπὶ μὲν τοῦ ἀσθενοῦς παρὰ τὴν βληχήν , τὴν τῶν προβάτων φωνὴν οὐδὲν οὖσαν , μένοντος , ὡς στάχυς ἄσταχυς | ||
| στήσεις καὶ τὰ τραύματα παρακολλᾷ καὶ ὑγιαίνει . ἢ βολβοὺς προβάτων ἅμα ἐλαίῳ λειώσας κατάπλασον . [ Πρὸς δηλητήρια φάρμακα |
| , κόγχαι , σωλῆνες , μύες θαλάττιοι , χῆμαι , κτένες , τάριχος τέλειος καὶ μὴ βρομώδης καὶ ἰχθύων εὐχύλων | ||
| τῷ ὀστράκῳ ἕλικος . κόγχαι δὲ σωλῆνες , χῆμαι , κτένες ἐν τοῖς ἀμμώδεσι συνίστανται . αἱ δὲ πίνναι ὀρθαὶ |
| τεττάρων δραχμῶν μάλιστα τὸν κόφινον . τί λέγεις ; μέτρῳ ἐχρῶντο κοφίνῳ ; Ἁλμυρόν θ ' ὕδωρ , ἑτερόν τε | ||
| ἀπέκτεινε γὰρ οὐδένα αὐτῶν , ἀλλὰ τὴν παροινίαν , ᾗ ἐχρῶντο , ἐκαρτέρησε μόνον ἐνδειξάμενος αὐτοῖς τὸ ἀκούειν . ὁ |
| , κάρω . κρόμμυα δὲ καὶ σκόρδα καὶ πράσα καὶ ἀμπελόπρασα ὠμὰ μὲν οὐδ ' ὅλως τροφὴν δίδωσιν , ἑψηθέντα | ||
| , κάρω . κρόμμυα δὲ καὶ σκόροδα καὶ πράσα καὶ ἀμπελόπρασα ὠμὰ μὲν οὐδ ' ὅλως τροφὴν δίδωσιν , ἑψηθέντα |
| καὶ σμύρνης . ποιεῖ δὲ καὶ τὸ θεῖον ἄπυρον μετὰ ὠῶν λαμβανόμενον κοχλιάρια βʹ . ἢ γʹ . ἄλλο . | ||
| τόπον κηρωταὶ διὰ κηροῦ μετὰ χαμαιμήλου καὶ ῥοδίνου καὶ κρόκων ὠῶν συγκείμεναι : παρηγοροῦσι γὰρ καὶ εὐκρασίαν περιποιοῦσι τοῖς τόποις |
| : προστιθέναι δὲ καὶ κόκκους ἐκλέψας ὅσον δύο πόσιας καὶ πεπέρεος , τρίψας λεῖα , παραμίξας ἔλαιον αἰγύπτιον λευκὸν καὶ | ||
| , καὶ τριφύλλου καρποῦ ὀλίγον ἐν μέλιτι λείχειν : ἢ πεπέρεος κόκκους πέντε καὶ ὀποῦ σιλφίου ὅσον κύαμον , καὶ |
| γάρ ἐστιν οἰκεῖος τόπος ὑπὲρ τέχνης λαλεῖν τι : τῶν ἡδυσμάτων πάντων κράτιστόν ἐστιν ἐν μαγειρικῇ ἀλαζονεία : τὸ καθ | ||
| τὸν ἰχθύων γάρον . ΟΞΟΣ . τοῦτο μόνον Ἀττικοὶ τῶν ἡδυσμάτων ἦδος καλοῦσι . κάλλιστον δ ' ὄξος εἶναί φησι |
| 〚 〛 λευκή τις καὶ Ἀθηνᾶ Σκιράς , ὅτι τῇ λευκῇ χρίεται . Γ πρὸς τὴν ὁμωνυμίαν οὖν . Γ | ||
| τὸ δὲ ἄγαλμα οὐκ ἂν εἰκάσαις ἄλλῳ τῳ ἢ πυραμίδι λευκῇ , ἡ δὲ ὕλη ἀγνοεῖται . Λυκίοις ὁ Ὄλυμπος |
| καὶ αἰγύπτιον κρόκον καὶ ἅλας αἰγύπτιον τρίψας καὶ ξυμμίξας ποιέειν βαλάνους , καὶ προστιθέσθω . Ἐκβόλιον θυμίημα , δυνάμενον καὶ | ||
| . . ΚΑΡΠΟΝ Δ ' ΕΦΕΡΕ ΖΕΙΔΩΡΟΣ ΑΡΟΥΡΑ . Τὰς βαλάνους , καὶ τὰ ὡραῖα πάντα λέγει ἀκρόδρυα , καὶ |
| # β τῆκε τὰ λοιπὰ καὶ διήθει . τὴν δὲ ἄϲφαλτον λεάναϲ μετ ' ὀλίγου ὄξουϲ ἐπίχεε αὐτῇ τὰ τηκτὰ | ||
| , ϲέριν ἢ ἐρίκην ἢ ἀϲτραγαλώτην μετ ' ὄξουϲ ἢ ἄϲφαλτον ὡϲαύτωϲ ἢ παλιούρου ἀφέψημα ἢ γαλῆϲ ϲκελετευθείϲηϲ ⋖ β |
| Ξενοφῶντος διαφθείρων . . . : χηνῶν δὲ σιτευτῶν καὶ μόσχων Θεόπομπος ἐν ιγ Φιλιππικῶν καὶ ια Ἑλληνικῶν , ἐν | ||
| τὴν ἱερὰν σφάττουσιν ἡμῶν δελφάκα . χηνῶν δὲ σιτευτῶν καὶ μόσχων Θεόπομπος ἐν ιγʹ Φιλιππικῶν καὶ ιαʹ Ἑλληνικῶν , ἐν |
| ἀκμάζωσι : τότε γὰρ φαρμακωδέστατον τὸ γάλα : πίνουσι δὲ βόειον : δοκεῖ γὰρ πολυνομώτατον καὶ παμφαγώτατον εἶναι πάντων ὁ | ||
| διάθεσιν . Γάλα οὖν ἐν τῇ τοιαύτῃ περιστάσει βοηθεῖ τὸ βόειον ἢ αἴγειον , ἤτοι χλιαρὸν εὐθήμελκτον πινόμενον ἢ καθεψούμενον |
| σάμψυχον καὶ τὸ ὕσσωπον καὶ δαφνίδας καὶ τὴν τῶν στεφανωμάτων λιβανωτίδα καὶ λίθον πυρίτην καὶ ἅλας καὶ τρύγα κεκαυμένην καὶ | ||
| τῷδε : καλαμίνθην καὶ σάμψυχον καὶ ὕσσωπον καὶ δαφνίτιδας καὶ λιβανωτίδα καὶ λίθον πυρίτην καὶ ἅλας καὶ τρύγα τὴν κεκαυμένην |
| καὶ εὐώδης : παρ ' ἐνίοις δὲ καὶ κηπεύεται . Ἀκόνιτον ἢ παρδαλιαγχὲς ἢ κυνοκτόνον φύλλα ἔχει τρία ἢ τέσσαρα | ||
| σπιθαμῆς : ῥίζα ὁμοία σκορπίου οὐρᾷ , στίλβουσα ἀλλαβαστροειδῶς . Ἀκόνιτον ἕτερον , ὃ ἔνιοι λυκοκτόνον καλοῦσι , γεννᾶται δὲ |
| χρῶ . Ἄλλο . ᾠῶν ὠμῶν πυρρὰ ι μῖξον κηρωτῇ ἐχούϲῃ κηροῦ # β ∠ ʹ καὶ ῥοδίνου # δ | ||
| θώρακα καὶ τὰϲ πλευρὰϲ διὰ πηγανίνου ἢ κυπρίνου ἐλαίου , ἐχούϲῃ ἶριν ἐμπεπαϲμένην ξηρὰν ἢ τὸ διὰ κηροῦ καὶ τερεβινθίνηϲ |