Ξενοφῶντος διαφθείρων . . . : χηνῶν δὲ σιτευτῶν καὶ μόσχων Θεόπομπος ἐν ιγ Φιλιππικῶν καὶ ια Ἑλληνικῶν , ἐν
τὴν ἱερὰν σφάττουσιν ἡμῶν δελφάκα . χηνῶν δὲ σιτευτῶν καὶ μόσχων Θεόπομπος ἐν ιγʹ Φιλιππικῶν καὶ ιαʹ Ἑλληνικῶν , ἐν
7080304 αἰγων
. ” τὸν δ ' αὖτε προσέειπε Μελάνθιος , αἰπόλος αἰγῶν : “ οὔ πως ἔστ ' , Ἀγέλαε διοτρεφές
γὰρ λέγεται ἐπὶ τῶν προβάτων , μηκᾶσθαι δὲ ἐπὶ τῶν αἰγῶν διὰ τοῦ η , μυκᾶσθαι δὲ ἐπὶ βοῶν διὰ
6920691 συων
, καθὼς ἀνωτέρω εἴρηται , καθάπερ οἱ λύκων καὶ ἀγρίων συῶν τὰ σημεῖα ἔχοντές εἰσιν ἄνδρες ὠμότεροι ἀγριώτεροί τε καὶ
ὁ γραμματικὸς ἐν τῷ περὶ ἡλικιῶν φησι : τῶν δὲ συῶν τὰ μὲν ἤδη συμπεπηγότα δέλφακες , τὰ δ '
6779042 χηνων
ἔθος ἦν αὐτοῖς ἁπαλαῖς χρῆσθαι , κρέα μὲν μόσχων καὶ χηνῶν μόνων προσφερομένους , οἴνου δὲ τακτόν τι μέτρον πίνοντας
ἡδὺ διὰ τῆς τῶν ἰσχάδων ἐδωδῆς , οὕτως ἐπὶ τῶν χηνῶν ὀρῷ γάλακτος ἀναδεύοντες τὰς τροφάς , ὡς γίνεσθαι μὴ
6595854 ἐλαφων
ἀμέρσας ἂψ ἀναφοιτήσῃ νεαρῇ κεχαρημένος ἥβῃ , ἢ ὁπότε σκαρθμοὺς ἐλάφων ὀχεῇσιν ἀλύξας ἀνδράς ' ἐνισκίμψῃ χολόων γυιοφθόρον ἰόν :
γυναικῶν τῶν εὑρισκομένων , ἐπί τε αἰγῶν καὶ βωῶν καὶ ἐλάφων , καὶ τῶν παραπλησίων ζῴων . σώματα δὲ ἐστὶ
6559809 ἀνθεων
, τὰ δ ' ἔνδον οὐδὲν διαφέρεις δράκοντος . Καιροσπάθητον ἀνθέων ὕφασμα καινὸν Ὡρῶν . Λεπτοὺς διαψαίρουσα πέπλους ἀνθέων γέμοντας
γὰρ καὶ ἐπὶ ? τῶν ? ? δενδρῶν ἀποφορὰ τῶν ἀνθέων 〚 ο̇υ̇ 〛 πλείων ⌈ ⌋ , 〚 αλλαδενδρων
6497925 σελινων
πόμα καὶ ἡ τροφὴ πᾶσα γινέσθω λεπτύνουσα , οἷον ἀπὸ σελίνων τε καὶ πράσων ἢ καυκαλίδος ἢ γιγγιδίου , ἔσθ
ἐπὶ τούτων ἁρμόζει καὶ ἡ κράμβη καταπλαττομένη κοπανισθεῖσα καὶ τῶν σελίνων τὰ φύλλα , ὁμοίως δὲ καὶ τῆς κονύζης .
6475015 ἐριφοι
' ἐνῆν τἀκεῖ γὰρ ἐν ταύτῃ καλά , ἰχθῦς , ἔριφοι , διέτρεχε τούτων σκορπίος , ὑπέφαινεν ᾠῶν ἡμίτομα τοὺς
δὲ ἐχομένη ἡλικία , χίμαροι , τὰ δὲ νεώτατα , ἔριφοι : ὁ δὲ Ποιητὴς ἐν Ὀδυσσείᾳ τὰ μὲν τέλεια
6467201 ἀρτοι
. ἀγγελεῖ : Λέξει . . ἄλφιτ ' : Ἤγουν ἄρτοι . . ἄλευρα . . ἐν τῷ θυ -
δ ' οὖν . ἄρτοι ὀβελίαι , ἄρτοι κριβανῖται , ἄρτοι καχρυδίαι , ἄρτοι ἀπυρῖται . τῶν δ ' ἄρτων
6465953 λυκων
γελῶν ταῦτα ἔφη : Καλῶς εἴρηκας , ὦ πρώταρχε τῶν λύκων : ἀλλὰ πῶς σὺ χθὲς ἣν ἐκράτησας ἄγραν κοίτῃ
γένυν . αἱ δ ' ἀγκάλαισι δορκάδ ' ἢ σκύμνους λύκων ἀγρίους ἔχουσαι λευκὸν ἐδίδοσαν γάλα , ὅσαις νεοτόκοις μαστὸς
6429015 ἀρνων
, πνεύμων , νωτιαῖος , ἀδένες ἀπεπτούμενοι , ἡ τῶν ἀρνῶν σάρξ , βωλῖται , ἀμανῖται καὶ ἡ σὰρξ τῶν
τὰ χείλη μόρια καὶ γλῶϲϲα χοίρειον κρέαϲ καὶ ἡ τῶν ἀρνῶν ϲὰρξ καὶ τὸ τοῦ ϲηϲάμου ϲπέρμα καὶ φοίνικεϲ οἱ
6385049 πτηνων
τε καὶ ξηραντικώτεραι τῶν ἐν τοῖς τετράποσι , τῶν δὲ πτηνῶν αὐτῶν αἵ τε τῶν ἀλεκτορίδων καὶ τῶν περδίκων ἀμείνους
τὰ πτερὰ τῶν χηνῶν καὶ μᾶλλον ἀλεκτορίδων καὶ πάντων τῶν πτηνῶν αἱ κοιλίαι , κοχλίοι , καὶ μᾶλλον τρὶς ἑψηθέντες
6378476 βοων
ἀντὶ τοῦ ἀπύσει ῥήματος ληπτέον . . ἀπύων ] ἔσται βοῶν . . πέσῃ λακὶς ] ἀπὸ κοινοῦ τὸ μὴ
μὲν πρῶτον ὑπὸ Ἑρμοῦ ἐκ τῆς χελώνης καὶ τῶν Ἀπόλλωνος βοῶν , ἔσχε δὲ χορδὰς ἑπτὰ ἀπὸ τῶν Ἀτλαντίδων .
6372617 ταυρων
δίκην ἰχθύος πλέουσαν . ταυροσφάγον ὡς φαγοῦσαν ἐκ τῶν Γηρυονείων ταύρων , λέαιναν δὲ εἶπε διὰ τὸ φονικόν . ταυροσφάγον
τῆς δεομένης ὀχεύεσθαι καὶ ἱδρῶτος μεταλαβὼν προσάψῃ τοῖς μυκτῆρσι τῶν ταύρων , παύει αὐτοὺς τῆς μάχης . ὅτι αἱ βόες
6370745 τραγων
ὅταν τις παρεφάνη γυνή , κοινῶς αὐτῇ ἐχρῶντο . [ τράγων δὲ τρίχας καὶ σκέλη ἐδόκουν ἔχειν διὰ τὴν περὶ
ὁ ὕπνος . ταὶ δὲ τραγεῖαι : αἱ δοραὶ τῶν τράγων . ταὶ δὲ τραγεῖαι : ἤγουν τὰ δέρματα τῶν
6369917 ἀμπελων
τῶν ἀμπέλων : Ἀλκμάν καὶ ποικίλον ἴκα , τὸν ὀφθαλμῶν ἀμπέλων ὀλετῆρα . ἱππεὺς καὶ ἱππότης διαφέρει . ἱππεὺς μέν
, ἡ δὲ προσάρκτιος καὶ μᾶλλον , ὥστε καὶ τῶν ἀμπέλων σπάνιν εἶναι καὶ ἐν ταῖς ὑψώσεσι καὶ ἐν τοῖς
6369075 ἐριφων
κύνεσσι : τὸν μὲν νυκτερινὸν διὰ γαστρὸς ἄφυκτον ἐρωὴν ἀρνειῶν ἐρίφων τε πολυπλόκον ἁρπακτῆρα , τὴν δ ' αὖ νυκτιπόρον
γιγνέσθω δ ' ἡ πεῖρά σοι μὴ μόνον ἐπὶ τῶν ἐρίφων , ἀλλὰ καὶ παντὸς οὑτινοσοῦν ἑτέρου ζῴου , περιέχοντος
6357291 κρεων
, δεινὸν εἰργάσω , ὃς πρῶτα μὲν τὴν νομὴν τῶν κρεῶν ἐγχειρισθεὶς οὕτως ἄδικον ἐποιήσω καὶ ἀπατηλήν , ὡς σαυτῷ
καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τὴν τράπεζαν , καταψήσασα φύλλοις ἀπὸ τῶν κρεῶν , ὑποβαλοῦσα καθαρὰν πτερίδα . ἧκον δὲ καὶ οἱ
6354280 προβατων
ἐπὶ μὲν τοῦ ἀσθενοῦς παρὰ τὴν βληχήν , τὴν τῶν προβάτων φωνὴν οὐδὲν οὖσαν , μένοντος , ὡς στάχυς ἄσταχυς
στήσεις καὶ τὰ τραύματα παρακολλᾷ καὶ ὑγιαίνει . ἢ βολβοὺς προβάτων ἅμα ἐλαίῳ λειώσας κατάπλασον . [ Πρὸς δηλητήρια φάρμακα
6346969 ἀνθων
ἔπειτα ἐκθλίψαϲ καὶ διηθήϲαϲ ἀποτίθεϲο . Ναρκίϲϲινον ἐκ τῶν λευκῶν ἀνθῶν γίνεται τῆϲ ναρκίϲϲου προεψυγμένων νύκτα καὶ ἡμέραν καὶ ἐμβαλλομένων
τὸ γελοῖος . Λείριον τὸ ἄνθος : καὶ λειρίων τῶν ἀνθῶν . λέγει δὲ ὁ Ὧρος : οὐ δεῖ λέγειν
6334529 ἀργυραις
' ὑπερβολὴν καὶ χρυσοφοροῦντες , ἔτι δὲ στλεγγίσι καὶ ληκύθοις ἀργυραῖς τε καὶ χρυσαῖς χρώμενοι . Ἦν δὲ τῶν Ἀκραγαντίνων
Ἐρυμάνθιοι τῷ ὄντι σύαγροι κατὰ πινάκων τετραγώνων περιεφέροντο ἑκάστῳ σιβύναις ἀργυραῖς διαπεπερονημένοι . καὶ τὸ θαυμάσιον , ὅτι παρειμένοι καὶ
6301747 δερματων
† διαφέρει . σισύρα μὲν γὰρ τὸ ἐκ τῶν τετριχωμένων δερμάτων ἀναποίητον στέγαστρον , † σίσυρμα † δὲ τὸ ἐκ
ἅπαξ εἰρημένων . κυνέη κυρίως ἡ περικεφαλαία ἡ ἐκ κυνείων δερμάτων , καταχρηστικῶς δὲ ἡ ἐξ ἄλλων . ὅταν οὖν
6299928 πλατε
τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες : ἐνθάδε τ ' αἰπόλια πλατέ ' αἰγῶν ἕνδεκα πάντα ἐσχατιῇ βόσκοντ ' , ἐπὶ
πώεα οἰῶν , τόσσα συῶν συβόσια , τός ' αἰπόλια πλατέ ' αἰγῶν βόσκουσι ξεῖνοί τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες
6291457 θυννων
κατὰ γενεὰς , κατὰ τάξιν . οἱ μέν : τῶν θύννων . Ὁπλότεροι : νεώτεροι . τοὶ δ ' :
ἀπὸ τῶν ἄλλων ἴδωσιν : καὶ γὰρ καὶ ἀδυνατώτεραι τῶν θύννων εἰσὶν , ἀλλ ' ὀξεῖς καὶ πυκνοὺς ὀδόντας ἔχουσιν
6289953 ὀποι
Ὅϲα μὲν φυτῶν ἐϲτι μόρια καὶ καρποὶ καὶ χυλοὶ καὶ ὀποὶ πρόϲθεν εἴρηται : νυνὶ δὲ περὶ τῶν ὑπολοίπων φαρμάκων
πρόπολις ἰσχυρῶς , ζύμη , κόπροι πᾶσαι , σαγαπηνόν , ὀποὶ ὅ τε Κυρηναϊκὸς καὶ ὁ Μηδικός , σιλφίου ὀπὸς
6288052 ἁλυσεις
φωνῆς μεγέθους καὶ τοῦ τῶν ἀπειλῶν πλήθους , καὶ τὰς ἁλύσεις ταύτας μόνοι δεξάσθων φονεῖς καὶ τοιχωρύχοι καὶ οὓς δεῖ
περόνας , ἀμφιδέας , ὅρμους , πέδας , σφραγῖδας , ἁλύσεις , δακτυλίους , καταπλάσματα , πομφόλυγας , ἀποδέσμους ,
6246079 ἡμιονων
πάσῃ , ὅση τε προβάτων , ὅση τε ἵππων καὶ ἡμιόνων . μηλείη δὲ κόπρος ἐστὶν ἡ τῶν προβάτων :
Ἐνέτης πόλεως Παφλαγόνων . Ὅμηρος : ἐξ Ἐνετῶν , ὅθεν ἡμιόνων γένος . τούτους δὲ Καύκωνας ἐκάλουν πρὸ τῶν Τρωικῶν
6235489 ἀλεκτρυονων
ἑσπερίη τ ' ἔξειμι καὶ ὀρθρίη αὖθις ἔσειμι , ἦμος ἀλεκτρυόνων φθόγγος ἐγειρομένων . Πολλοῖς ' ἀχρήστοισι θεὸς διδοῖ ἀνδράσιν
τέτοκεν , ὡς ἀλεκτρυών . Ἓν ἴστε : πολλαὶ τῶν ἀλεκτρυόνων βίᾳ ὑπηνέμια τίκτουσιν ᾠὰ πολλάκις . Καὶ ταῦτ '
6189039 τραπεζαι
παλαιᾶς τε καὶ ἄκρας τέχνης καὶ χρυσοῖ κρατῆρες καὶ ποικίλαι τράπεζαι καὶ πορφύρα καὶ ἐλέφας καὶ ἤλεκτρος καὶ μύρων ὀσμαὶ
οὗ δὴ πλεῖστον ἀνὴρ ὑπὲρ ἄνδρα πεπώκει . δεύτεραι αὖτε τράπεζαι ἐφωπλίζοντο γέμουσαι : ἐν δ ' αὐταῖσιν ἐπῆν ἄπιοι
6179191 ἀκροδρυων
ὁμοίως δ ' ἐξ ἐλαιῶν ἔλαιον καὶ ἀπὸ τῶν ἄλλων ἀκροδρύων ἡμέρους καρπούς , ἵνα μὴ τἀναγκαῖα μόνον ἔχοντες αὐχμηρότερον
φησὶ καλεῖσθαι ἀγνοῶν . Γλαυκίδης γὰρ ἱστορεῖ ἄριστα λέγων τῶν ἀκροδρύων εἶναι μῆλα κυδώνια , φαύλια , στρουθία . κυδωνίων
6176702 ὀρνιθων
, καὶ προκινέεσθαι δοκέει ἐν αὐτῷ τοτὲ μὲν οἷον εἴδωλον ὀρνίθων , τοτὲ δὲ οἷον φακοὶ μέλανες , καὶ τἄλλα
ἐγὼ ἐγχριμφθεὶς ὑπεναντίον ἀΐξαντα οὐκ ἴδον : ὀφθαλμοὶ δέ μοι ὀρνίθων λελίηντο : πρίν περ ἀναστήσαντος ἀπὸ χθονὸς αὐχένα δεινὸν
6149587 ὀνων
καὶ διὰ τοῦτο ζηλοτυπεῖν αὐτὸν τὴν τῶν τράγων τε καὶ ὄνων εὐδαιμονίαν ; Μὴ γὰρ οὐδὲ εὐσεβὲς ᾖ τὰ τοιαῦτα
τῶν ἐφ ' οἷς ἤλπισαν διαψευσθέντων . Ἀπὸ τῶν βραδυσκελῶν ὄνων ἵππος ὤρουσεν . Ἅπαντα τοῖς σοφοῖς εὔκολα : ἐπὶ
6127020 θρεμματων
δὲ σταθμὸς καὶ αὐλή : ὁ μὲν γὰρ σταθμὸς οἰκητήριον θρεμμάτων , ἡ δὲ αὐλὴ ἀνδρῶν οἰκητήριον : οὐρείων πιδάκων
. ἢ πρὸς νεοσσῶν ὑπόστιξον ἀντὶ τοῦ τῶν οἰκείων αὐτῆς θρεμμάτων , ἢ οὕτω λέγε : εἴρξει καὶ κωλύσει τοῦτον
6108948 λειμωνων
νεκρῶν οὐδὲν ἄμεινον ἔχοντες . Ἄρτι δὲ διαγελῶντος ἔαρος καὶ λειμώνων στεφομένων τοῖς ἄνθεσιν ὡς ἐκ τάφων ἀναστάντες τῶν αὐτοῦ
τὰ πρῶτα φέροντι τῶν ὁμοτέχνων . ἐδρεψάμην κἀγὼ τῶν τοῦδε λειμώνων , ὅσα χωρεῖν ἠδυνάμην . ἀπὸ τοιούτων οὖν πηγῶν
6098084 βοεια
μικρὸν ὅτι μάλιστα πάλαι ξυγκειμένης : προϊόντος δὲ , ἢ βόεια τραχήλια , ἢ κωλῆνας ὑείων κρεῶν ἑφθῶν . Τῇ
οἷόν ἐϲτιν ὕδνα μύκητεϲ βολβοὶ ὄϲπρια καὶ κρέα μάλιϲτα τὰ βόεια καὶ τὰ ὅμοια . ἔϲτω δὲ τὰ προϲφερόμενα εὐκοίλια
6092941 βοειων
ὀστῶν προσφάτων κεκαυμένων , ὡς λειοῦσθαι καλῶς , ἐλαφείων ἢ βοείων ἐκ τῶν κνημῶν ⋖ νʹ , μέλιτος ἀττικοῦ ἀπηφρισμένου
. ἐκ τῶν δὲ παίδων ἐσθίων τις ἀπλήστως ὑπὸ τῶν βοείων ἐγκάτων ἐφυσήθη , κἀπῆλθ ' ἐς οἴκους γαστρὸς ὄγκον
6092772 οἰων
: πίνουσι γὰρ αὐτό , ὥσπερ οὖν ἡμεῖς τὸ τῶν οἰῶν τε καὶ τῶν αἰγῶν . , : οἱ δὲ
οἱ ἐκ τῶν δένδρων τῶν ἄλλων . Τῶν δ ' οἰῶν δύο γένη ποιοῦσι , τὸ μὲν δὴ καρποφόρον θῆλυ
6084274 ἀρτων
κεφαλῆς . ἤσθιε δὲ καὶ αὐτὴ λίτρας κρεῶν δώδεκα , ἄρτων δὲ χοίνικας τέσσαρας καὶ ἔπινεν οἴνου χοᾶ . Λιτυέρσας
, εἶναι δὲ καὶ τὰς πλευρὰς ἰσχυρόν : ἐσθίειν δὲ ἄρτων μὲν χοίνικας ἕξ , κρεῶν δὲ λίτρας εἴκοσιν οἵων
6080906 πωεα
τοι καταλέξω . δώδεκ ' ἐν ἠπείρῳ ἀγέλαι : τόσα πώεα οἰῶν , τόσσα συῶν συβόσια , τός ' αἰπόλια
, τοῖν πωέοιν , ὦ πώεε . Πληθ . Τὰ πώεα , τῶν πωέων , τοῖς πώεσι , τὰ πώεα
6075506 λευκων
ἐπιμελῶς ἐσκευασμένον προσφέρεσθαι ἐξ οἴνου κεκραμένου τῶν ἠρέμα στυφόντων καὶ λευκῶν . δίδου δὲ τούτοις καὶ τοῦ δι ' ἀλόης
δεῖ ποθεν ἐντεῦθεν λέγειν ἀρξάμενον . Τῶν τοίνυν λεπτοτάτων οὔρων λευκῶν πάνυ καὶ ἀνυποστάτων τελούντων ἤτοι ἀξιόλογός τις ἔμφραξις ἐπινοεῖται
6065275 χηνες
τῆς πέτρας προσανέβησαν . τοὺς μὲν οὖν φύλακας ἔλαθον , χῆνες δ ' ἱεροὶ τῆς Ἥρας τρεφόμενοι , καὶ θεωρήσαντες
ἡ γυνή , τὸ τεχθὲν ζήσειν : ἱεροὶ γὰρ οἱ χῆνες οἱ ἐν ναοῖς ἀνατρεφόμενοι : εἰ δὲ μή ,
6064555 ποιμενων
. Μαιάδος τόκωι : οὗτοι γὰρ ἀνδρῶν αἷμ ' ἔχουσι ποιμένων . σὺν πορδακοῖσιν ἐκπεσόντες εἵμασιν , σὺν παρδακοῖσιν εἵμασιν
, ὁ δὲ μαίνεσθαι , ὁ δ ' ἀσελγέστατος τῶν ποιμένων „ Αἴας δ ' οὐκέτ ' ἔμιμνε „ μέχρι
6063839 κτενες
, κόγχαι , σωλῆνες , μύες θαλάττιοι , χῆμαι , κτένες , τάριχος τέλειος καὶ μὴ βρομώδης καὶ ἰχθύων εὐχύλων
τῷ ὀστράκῳ ἕλικος . κόγχαι δὲ σωλῆνες , χῆμαι , κτένες ἐν τοῖς ἀμμώδεσι συνίστανται . αἱ δὲ πίνναι ὀρθαὶ
6055878 ἐνυδρων
γὰρ καταπίνουσιν τοὺς ἀσθενεστέρους ἑαυτῶν . Ἡ μὲν οὖν τῶν ἐνύδρων καὶ ἑρπετῶν γονή , μετεσχηκυῖα τῆς εὐλογίας τοῦ θεοῦ
οὐ γεύεται τῶν τε χερσαίων καὶ τῶν πτηνῶν καὶ τῶν ἐνύδρων ζῴων . καὶ δὴ σκευασίας παντοδαπὰς περὶ ταῦτα μεμηχανῆσθαι
6038447 θαλαττιων
θεάσεται διαχωροῦσαν ἐπὶ τῷ πόματι τὴν κοιλίαν . καὶ τῶν θαλαττίων οὖν ἐχίνων καὶ τῶν κογχαρίων πάντων οἱ ζωμοὶ καὶ
χέρσος , ἀλλ ' οὐκ ἄν τις αὐτοὺς τῇ τῶν θαλαττίων ἀναιδείᾳ συγκρίνειεν . Ὀλέθριόν ἐστι τὸ τῆς χερσαίου δῆγμα
6034061 ἰφια
καὶ ἔθνεα βάρβαρα Σηρῶν , οἵτε βόας μὲν ἀναίνονται καὶ ἴφια μῆλα , αἰόλα δὲ ξαίνοντες ἐρήμης ἄνθεα γαίης ,
καὶ ἰσχάδας ἡδυονείρους . αὐτὰρ ἀπ ' Εὐβοίας ἀπίους καὶ ἴφια μῆλα : ἀνδράποδ ' ἐκ Φρυγίας , ἀπὸ δ
6015310 λαγωων
τῆς δεξιᾶς , ἐφέρβοντο καὶ ἤσθιον γένναν λαγίναν , ἤτοι λαγωῶν , ἐρικύμονα καὶ ἄγαν ἐγκυμονοῦσαν καὶ τίκτουσαν βοσκομένην ,
, ὀρνίθεια , πολυπόδεια , περδίκεια , λαγῶα . σχελίδες λαγωῶν , τεμάχια κρεῶν . κρεωδαίτης δ ' ὁ διατέμνων
6013673 ἀλεκτοριδων
, ὡς ἀλέκτωρ , κάτωθεν βηματίζεις μετὰ ὀρνίθων καὶ τῶν ἀλεκτορίδων . Ὅτι κρεῖσσόν ἐστι περίβλεπτόν τινα εἶναι ἐν πενιχρᾷ
. . ἄτοπον γάρ ἐστι κοράκων μὲν λαρυγγισμοῖς καὶ κλωσμοῖς ἀλεκτορίδων καὶ συσὶν ἐπὶ φορυτῶι μαργαινούσαις , ὡς ἔφη Δ
5984555 ὑων
σάρκα . καρδία οὐ κακόχυμος . βελτίους οἱ πόδες τῶν ὑῶν εἰσι τοῦ ῥύγχους καὶ τῶν ὤτων : ὁ γὰρ
γὰρ τετραπόδων οὐδὲν ἀποκτείνειν ἔδει ἡμᾶς τὸ λοιπόν , πλὴν ὑῶν : τὰ γὰρ κρέα ἥδιστ ' ἔχουσι , κοὐδὲν
5982942 ῥοων
δὲ χώρας , ὥσπερ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ Κιλικίᾳ περὶ τῶν ῥοῶν εἴπομεν , οὐδὲ διὰ μίαν θεραπείαν . Ὡσαύτως δὲ
καὶ διὰ τῶν δυοῖν τόπων λαμβανόμενος : τὰ δὲ τῶν ῥοῶν κύτινα τὰ καὶ σίδια , ὁμοίως ποιεῖ : πολλάκις
5981560 ῥοιων
. Πάντων δὲ κάλλιον γῆν προετοιμάζειν ἐψυγμένην ἀργιλλώδη , ἢ ῥοιῶν φύλλα ξηρὰ καὶ σεσησμένα : καὶ ὅταν ὁ σῖτος
τοπικοῖς χρῶ . Ἐπὶ τοίνυν τῶν πολύπων τῷ διὰ τῶν ῥοιῶν χρησόμεθα : πάνυ γὰρ ἄκρως ἐνεργεῖ . λαμβανέσθωσαν δ
5979609 κηρυκες
. σφαιρομαχεῖν : τὸ τὰς σφαῖρας περιδονούμενον διαμάχεσθαι . σπονδαγωγοὶ κήρυκες : οἱ σπονδὰς φέροντες . σελὶς βιβλίου : λέγεται
μείζων , χωρὶς εἰ μὴ χαρακτὴρ κωλύσῃ : ἐπειδή ἐστι κήρυκες κηρύκων κήρυξι κήρυκας κήρυκες καὶ Φοίνικες Φοινίκων Φοίνιξι Φοίνικας
5977575 συες
σοὶ ναίους ' ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι καὶ ἔδμεναι , οἷα σύες χαμαιευνάδες αἰὲν ἔδουσιν ἴσως διὰ τὸ φαντασίαν τινὰ παρέχειν
οἰκτίστῳ θανάτῳ : περὶ δ ' ἄλλοι ἑταῖροι νωλεμέως κτείνοντο σύες ὣς ἀργιόδοντες , οἵ ῥά τ ' ἐν ἀφνειοῦ
5975171 πατος
τῆς ἐκδεδιῃτημένης τροφῆς , παρὰ τὸ ἐκτρέπεσθαι τῆς ὁδοῦ . πάτος γὰρ ἡ κοινὴ ὁδός . καὶ Ὅμηρος : “
, ῥόδινον ἔλαιον , ῥύπος ὁ ἀπὸ τῶν ἀνδριάντων , πάτος , σάμψυχον , σικύου ἀγρίου ἡ ῥίζα , σμύρνα
5952513 ἐρινεων
διὰ τὸ μὴ ἐπιβληθῆναι αὐταῖς τοὺς ὀλύνθους τοὺς ἀπὸ τῶν ἐρινεῶν : τοῖς γὰρ ὀλύνθοις τῶν ἀγρίων συκῶν φύεται θηρίδια
, σμύρνα , τῶν ἰσχάδων αἱ λιπαρώτεραι , τὰ τῶν ἐρινεῶν σῦκα , τῶν ἡμέρων σύκων οἱ ὄλυνθοι , τεῦτλον
5952155 μελισσων
ὁ παρῳδός : βαυκαλὶς ἡ τετράκυκλος . καὶ πάλιν νᾶμα μελισσῶν ἡδὺ μὲν ὄρθρου καταβαυκαλίσαι τοῖς ὑπὸ πολλῆς κραιπαλοβόσκου δίψης
, καὶ ἐργασίας μέλιτος , καὶ τοῦ μὴ πλήττεσθαι ὑπὸ μελισσῶν ἢ σφηκῶν , καὶ περὶ ἀναιρέσεως κηφήνων . αʹ
5950982 δρακοντες
πόλις : διὸ καὶ οἱ εἰσπηδήσαντες εἰς τὸ τεῖχος τρεῖς δράκοντες οἱ μὲν δύο καταπεσόντες ὀλώλασι δηλοῦντες ὡς τὸ ὑπὸ
οἱ προσβαλοῦντες κατὰ τὰ ἡμέτερα τείχη ἀπολοῦνται καθάπερ οἱ δύο δράκοντες : ὁ δὲ κατὰ τὸ Αἰακοῦ τείχισμα ἐλθὼν δράκων
5940959 σπαρτων
δεξιαὶ τῶν στρατιωτῶν * πρὸ τῶν ἱερῶν θυρῶν ἔμειναν ὑπὸ σπάρτων ἐχόμεναι ἐν τῷ τῆς λαβῆς σχήματι : ἡ δὲ
: βρουλίαν ἰβηρικὴν διὰ σπάρτων . ὑπὸ σπάρτῃσιν : ὑπὸ σπάρτων καὶ σχοινίων . ὑφήνας : κατασκευάσας , πλέξας .
5933734 τραγηματων
πάντων μὲν κόρος ἐστί , καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος ” τραγημάτων ] βρωμάτων . ἐπὶ τῶν τραγημάτων “ τὴν εὐωχίαν
ἁπάντων σπανίως ἢ μηδὲ ὅλως προσφέρεσθαι δεῖ . Τῶν δὲ τραγημάτων συμφέρει μάλιστα τὰ κάστανα λαμβάνειν μήτε καρύων ἢ στροβίλων
5922032 γυπων
δὲ ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν οἰωνοῖσί τε δαῖτα , τὴν τῶν γυπῶν καὶ τῶν ἄλλων οἰωνῶν τροφὴν οὕτω καλῶν , μόνου
ἐκεῖσε μετὰ τῶν κοράκων τε καὶ κορωνῶν καὶ κολοιῶν καὶ γυπῶν , καὶ ὅσα σαρκοβόρα εἰσίν . διὸ κἀκεῖνα ἐπιστάμενα
5919203 βοες
ἡ ὁπλὴ τοῦ ἵππου ὥσπερ ὄνυξ ἐστίν : οἱ γὰρ βόες χηλὰς ἔχουσιν . μῶλυ φυτὸν ἀλεξιφάρμακον . οἱ μὲν
πρόβατα αὐτῶν ὡς ἄρνες , καὶ οἱ ὄνοι καὶ αἱ βόες σχεδὸν ὅσον κριοί , καὶ οἱ ἵπποι αὐτῶν καὶ
5915113 δωδεκ
ἐγκύμων , κίχλαι ἑκκαίδεχ ' ὁλόκληροι μέλιτι μεμιγμέναι , λαγῷα δώδεκ ' ἐπισέληνα . τἄλλα δὲ ἤδη τάδ ' εὐτελέστατ
ὑγράς τε λιβάδας : δαψιλὴς χῶρος βαθύς , πηγὰς ἀφύσσων δώδεκ ' ἐκ μιᾶς πέτρας , στελέχη δ ' ἐρυμνὰ
5913047 πυρων
ἐπιτηδειότεραι δέ εἰϲι πρὸϲ ἅπερ ἔφην ἐγὼ πεπειρᾶϲθαι ἐκ τῶν πυρῶν ὅϲαι μηλίναϲ ζώναϲ ἐγκαρϲίουϲ ἔχουϲιν ἐν τοῖϲ πτεροῖϲ ,
Δῆλον ἄγοντας : τὰς δὲ ἀπαρχὰς κεκρύφθαι μὲν ἐν καλάμῃ πυρῶν , γινώσκεσθαι δὲ ὑπ ' οὐδένων . ἔστι δὲ
5902570 αἰπολια
ἀφρονέστατα . οὔτε γὰρ βόες ῥᾳδίως ὑπομένουσι βουκόλων ἀμέλειαν οὔτε αἰπόλια καὶ ποῖμναι τοὺς φθείροντας νομέας . τὰ μὲν γὰρ
, „ τόσσα συῶν συβόσια , „ τοσαῦτα δὲ καὶ αἰπόλια , ” ἵππους δὲ ξανθὰς ἑκατὸν καὶ πεντήκοντα ,
5900699 γερανων
οὐ μάλα θαλπιόωντι εὔδιον φαίνουσι βιβαζόμεναι ἐνιαυτόν . Χαίρει καὶ γεράνων ἀγέλαις ὡραῖος ἀροτρεὺς ὥριον ἐρχομέναις , ὁ δ '
τοῦ ὄρους τὸ ὄνομα τοῦτο , ἀλλὰ νήχεσθαι γὰρ πετομένων γεράνων πρὸς τὴν βοὴν τῶν ὀρνίθων αὐτόνδιὰ τοῦτο Γερανίαν τὸ
5899843 μηλων
ὡϲ τῷδε μέζονι χρεόμενοι : ὠχροὶ τὰ πρόϲωπα πλὴν τῶν μήλων : τάδε γὰρ ἐρευθῆ . ἱδρὼϲ περὶ μέτωπον καὶ
λέγει μῆλα κυδώνια , φαυλία , στρουθία . μνημονεύει δὲ μήλων κυδωνίων Στησίχορος : πολλὰ μὲν κυδώνια μᾶλα ποτερρίπτουν ποτὶ
5898552 στρουθων
, κώλων δώδεκα , ὀρύγων ἑπτὰ , βουβάλων πεντεκαίδεκα , στρουθῶν συνωρίδες ὀκτὼ , ὀνελάφων ἑπτὰ , καὶ συνωρίδες τέσσαρες
τελευταίαν ἐκδεχόμενοι τροφήν . ὀρτάλιχοι : οἱ νεοσσοί . ἢ στρουθῶν γένη . θρηνητικὸν δὲ τὸ ζῷον ἐλπίδι τροφῆς .
5896456 τραπεζων
δι ' ὧνπερ εἴωθα λέγειν καὶ ἐν ἀγορᾷ ἐπὶ τῶν τραπεζῶν , ἵνα ὑμῶν πολλοὶ ἀκηκόασι , καὶ ἄλλοθι ,
ψυχὴν ἐπιτρέψας ταύτῃ μόνῃ λατρεύειν διέγνωκε , φίλος μὲν περιέργων τραπεζῶν , φίλος δὲ πότων καὶ ἀφροδισίων , ἀνάπλεως γοητείας
5896251 θωρακες
χαλκέμβολοι αἱ τριήρεις , τὰ δὲ τῶν ἐμπλεόντων ἀσπίδες , θώρακες , κνημῖδες , κράνη , ξίφη , δορυδρέπανα ,
ἱππεῖς ἐδοκιμάσθησαν τῇ ὑστεραίᾳ εἰς πεντήκοντα , καὶ σπολάδες καὶ θώρακες αὐτοῖς ἐπορίσθησαν , καὶ ἵππαρχος ἐπεστάθη Λύκιος ὁ Πολυστράτου
5894271 χοιρεια
, ἐλάφεια κρέα , αἴγεια , βόεια , λάγεια , χοίρεια , ἧπαρ , νεφροί , ὄρχεις , ἐγκέφαλος ,
μόνον τὴν τῶν κρεῶν ἐξαλλαγὴν δηλοῖ , ὡς ὀρνίθεια , χοίρεια , ἐρίφεια , βόεια λέγων , ἀλλὰ τὴν σκευασίαν
5888695 κηπων
διάπλουν πεποιημέναι . τελευτᾷ δὲ καὶ τοῦτο τὸ μέρος εἰς κήπων ὥραν πολλαχοῦ , αὐτοὶ δὲ ἐκεῖνοι λήγουσιν εἰς τὴν
. ἄρας οὖν ὠμόλινον ἀκολούθει μοι , ὅπως ἀπὸ τῶν κήπων πριώμεθα λάχανα . “ ὁ δὲ θεὶς ἐπὶ τῶν
5881272 πριστου
ἀγάλματα καλὰ τέχναις τεύχοντες ἑῇσιν δαίδαλά τ ' ἐκτελέοντες ἀπὸ πριστοῦ ἐλέφαντος : ζώοις δ ' ἐν πανύγροισι λοετροχόοι ,
τὰ σεμνὰ τῆς ἀρετῆς ἐν χερσὶν ὄργανα κρατοῦντες , οὐ πριστοῦ κτενὸς ἐντομὰς κόμην καταψήχειν δυναμένας οὐδὲ ἔσοπτρα τῶν ἀντιμόρφων
5880193 ἐγκεφαλοι
ἐστὶ χείρω τὰ κατ ' ἐκεῖνα τὰ ζῷα . οἱ ἐγκέφαλοι τῶν πτηνῶν πολὺ βελτίους εἰσὶ τῶν ἐν τοῖς πεζοῖς
δ . στέατος χηνείου γοδ ἤτοι οὐγ . δ . ἐγκέφαλοι χηνῶν πρόσφατοι δύο : στέατος χηνείου καὶ φασιανοῦ καὶ
5877862 καμηλων
ἔτι δὲ ἵππων τε καὶ ὑποζυγίων καὶ ἡμιόνων ἀχθοφόρων καὶ καμήλων πολύ τι χρῆμα καὶ πᾶσαν ἄλλην τοῦ πολέμου χρείαν
εἴποι τις , ἔτι δὲ ἵππων τε καὶ ὑποζυγίων καὶ καμήλων καὶ ἡμιόνων πάντων ἀχθοφορούντων πολύ τι χρῆμα . ἀλλ
5859983 ἰχθυων
ἐν τῇ περὶ Ἀσκάλωνι λίμνῃ διὰ τὴν ὕβριν καὶ ὑπὸ ἰχθύων ἐβρώθη . Ἔφιππος ὁ κωμῳδιοποιὸς παίζων φησίν : ὁπότε
καὶ δεινόν , ὦ θεοί . πρῶτον ὠμῶν κειμένων τῶν ἰχθύων πάρεισιν οἱ κεκλημένοι : δίδου κατὰ χειρός . τοὔψον
5851459 θαλασσιων
ψύξας καὶ λεάνας ἀποτίθεσο . Ἄσβεστος γίνεται οὕτως : τῶν θαλασσίων κηρύκων τὰ ὄστρακα ἐγκρύψας ἄνθραξιν ἢ εἰς διάπυρον κρίβανον
ἡ δὲ θαλαττία καρὶς σκορπιοπλήκτοις βοηθεῖ λεία καταπλαττομένη . Κοχλίων θαλασσίων ὁ ζωμὸς καὶ ἀχαρνῶν καὶ φωκίδων καὶ ἀφύων καὶ
5849798 μηλα
προσθεὶς καὶ τὸ ἰδίωμα τῆς χώρας ” τρὶς γὰρ τίκτει μῆλα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν . „ πάντα γὰρ τὰ τοιαῦτα
κάτω παρίεμεν , τὰς δὲ ὑποκειμένας πρώτην ἄγομεν ἐπὶ τὰ μῆλα καὶ τοὺς ἔξω κανθοὺς ἐπὶ βρέ - γμα ,
5847427 λειμωνες
μεταλλεύων ἤτοι ζητῶν . ἵππου δέ : λειμῶνες δέ : λειμῶνές τινες ἐν Τροίᾳ : Κρύμνης : ὁμοίως δὲ Κρύμνη
μεταλλεύων ἤτοι ζητῶν . ἵππου δέ : λειμῶνες δέ : λειμῶνές τινες ἐν Τροίᾳ : Κρύμνης : ὁμοίως δὲ Κρύμνη
5843812 ἐκπωματων
δὲ χρυσορόφων οἰκιῶν οὐδέν τι μᾶλλον σκεπουσῶν , τῶν δὲ ἐκπωμάτων τῶν ἀργυρῶν οὐκ ὠφελούντων τὸν πότον οὐδὲ τῶν χρυσῶν
ἐν ἀργυρῶν ἐκπωμάτων κατασκευῇ πολυτελὴς ἔδοξε γενέσθαι , δέκα λίτρας ἐκπωμάτων κτησάμενος : αὗται δ ' εἰσὶν ὀλίγῳ πλείους ὀκτὼ
5843123 ὡραιων
ὡς νεκροὺς θάψωσιν , ἃς αὐτὰς ἐχρῆν κείνων ταφείσας χερσὶν ὡραίων τυχεῖν . σοφὸν δὲ πενίαν τ ' εἰσορᾶν τὸν
καλούμενοι πάντες κακόχυμοι , σῦκα δ ' ἧττον τῶν ἄλλων ὡραίων : αἱ δ ' ἰσχάδες τοῖς πλεονάζουσιν ἐν αὐταῖς
5837930 κιχλαι
πλήρη οὖσαν πολλῶν ἀγαθῶν : ἦσαν γὰρ ἐν αὐτῷ συνωπτημέναι κίχλαι καὶ νῆτται καὶ συκαλλίδων πλῆθος ἄπειρον καὶ ᾠῶν ἐπικεχυμέναι
τότε γενεᾶς ἀφθίτου λαχόντες θείας . κιχλῶν : αἱ μὲν κίχλαι εἶδος στρουθῶν , δοκοῦσι δὲ πρὸς τρυφὴν ἐκ τῶν
5836031 γεμουσαι
ἵνα ᾖ νοούμενον ” ἔλθωμεν ἐπὶ τὴν Ἀθηναίων γῆν ὄμβρου γέμουσαι “ : καὶ γὰρ εἰ ἀμφοτέρως ἡ ἔννοια σῴζεσθαι
σχεδόν τι ἅπαντες ἄνθρωποι . αἱ δὲ ἀπαρχαί εἰσι νῆες γέμουσαι εὐδαιμονίας , καὶ ὅ τι ἂν ἡ φύσις ἄριστον
5833571 στρουθοι
ὅσον τε τριπήχεες χερσαῖοι , τῇσι σαύρῃσι ἐμφερέστατοι , καὶ στρουθοὶ κατάγαιοι καὶ ὄφιες μικροί , κέρας ἓν ἕκαστος ἔχοντες
μυῶν δὲ πλῆθος ἀρουραίων , ὡς περὶ Ἰταλίαν , καὶ στρουθοὶ τὰ σπέρματα κατεσθίοντες , ὡς περὶ Μηδίαν , καὶ
5811202 ὀπωρων
ὀλίγα , οἷον αἴγεια καὶ ἐλάφεια . τῶν δ ' ὀπωρῶν τὰ πλείονα φευγέτωσαν . τραγημάτων δὲ τὰς σταφίδας ὡς
δωδεκαθείῳ : ὁμοίως καὶ τὸ πράσον ὀλίγον . Τῶν δὲ ὀπωρῶν τῶν ξηρῶν ἀπέχεσθαι παντελῶς . Οἴνους δὲ τοὺς εὐωδεστάτους
5793393 κυαμων
καὶ μὴν παρῆν ἀνθράκιον ἡμῖν ἐν μέσῳ σείσων τε καὶ κυάμων μεστός : καὶ γὰρ ὁ σείσων ἀγγεῖον ᾧ κυάμους
σχῆμα καὶ βῆμα τοῦ σχῆμα καὶ τριώβολον . λζ . κυάμων ἀπέχου . λη . μολόχην ἐπιφύτευε μέν , μὴ
5791579 δελφινων
] καὶ αὐτοὺς ἐπειρᾶτο διαλύειν . εἷς δέ τις τῶν δελφίνων ὑπολαβὼν ἔφη πρὸς αὐτόν : ” ἀλλ ' ἡμῖν
] ἐνταῦθα σύναπτε τὸ “ πρὸς τὸ παρεστώς ” . δελφίνων μεδέων : περιφραστικῶς , τῆς θαλάσσης βασιλεῦ . “
5790293 καλαμοι
ἡλιοτρόπιον , βούτομον , βάτοι , ἵππουρις , καλαμίνθη , κάλαμοι λεπτοὶ καὶ ἁπαλοί , καλλίτριχος ἣ καὶ ἀδίαντος ,
ἐπειδὰν ἐπὶ τῆς ἠιόνος κτύπος συμφωνίας γένηται , πάντες οἱ κάλαμοι χορεύουσι καὶ ὁ βασιλεὺς σὺν αὐτοῖς χορεύων παραγίνεται ἐπὶ
5783673 ψαχνα
δὲ λοιπὰ πάντα κρέη τῶν πετεινῶν καὶ τῶν ἄλλων ἐσθίειν ψαχνά τε καὶ χλία , δίεφθα , καὶ καρυκευτά ,
λοιπὰ πάντα κρέη ἐν πετεινοῖς τε καὶ πεζοῖς ἐσθίειν , ψαχνά τε καὶ χλία , δίεφθα καὶ καρυκευτά , καὶ
5778492 πυρου
ὅταν ἁδρυνθῇ καὶ βλάπτειν δοκεῖ τὰ σιτώδη καὶ κριθὴν δὲ πυροῦ μᾶλλον . Ἐν Αἰγύπτῳ δὲ καὶ Βαβυλῶνι καὶ Βάκτροις
καὶ περιπνευμονικοὺς σὺν ὕδατι πινόμενα . Ἄμυλον ἄριστον τὸ ἐκ πυροῦ καθαροῦ πλυνομένου καὶ βρεχομένου ἐν ὕδατι γλυκεῖ ἀποχεομένου πεντάκις
5775978 ἀρωματων
μυρσίνης , ἐν ἀφεψήματι τούτων κριθέων ἄχυρα ἑψεῖν . Ἢ ἀρωμάτων ὕδατι συναφεψεῖν πίτυρα πύρινα . Ἢ ἀσταφίδος ἀποβρέγματι πίτυρα
ἐπὶ θάλασσαν λιβανωτόν τε καὶ σμύρναν καὶ τὰ πολυτελέστατα τῶν ἀρωμάτων , διαδεχόμενοι παρὰ τῶν κομιζόντων ἐκ τῆς Εὐδαίμονος καλουμένης
5762722 γαστερες
τοῦ σπληνὸς καὶ τὸ πλευρὸν ἤλγει . Τοῖσι παιδίοισι , γαστέρες ταραχώδεες , καὶ βῆχες ξηραί : ἐς ὦμον ἔστιν
ἐγένεσθε . . σχέτλιοι ἄνθρωποι , κάκ ' ἐλέγχεα , γαστέρες οἷον τοίων . . . πέπλασθε . ὢ πόποι
5720346 ἀρνες
λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά , οὐδὲ λύκοι τὲ καὶ ἄρνες ὁμόφρονα θυμὸν ἔχουσιν : οὐκ ἔστιν οὐδὲ ἀνδρὶ πρὸς
λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά , οὐδὲ λύκοι τε καὶ ἄρνες ὁμόφρονα θυμὸν ἔχουσιν , ἀλλὰ κακὰ φρονέουσι διαμπερὲς ἀλλήλοισιν
5720008 ἰσικος
πόδες μάλιστα τῶν βοῶν ἢ ῥύγχη , καὶ τῶν ἰχθύων ἰσικὸς , ὀρφὸς ἢ ἄλλος τις τῶν σκληροσάρκων , καὶ
ἐπιτήδειοι καὶ ὄρνις ἀπὸ ζέματος ἡ ἁπλουστέρῳ γειναμένη ζωμῷ καὶ ἰσικὸς ὁμοίως σκληρὸς , οἷός ἐστιν ὁ ἀπὸ τῆς κηρίδος
5710629 κρατηρων
ὑμᾶς ἐν ἅπασι τοῖς ἱεροῖς ἐπὶ ταῖς θυσίαις σπονδῶν καὶ κρατήρων κοινωνοὺς πεποίησθε , καὶ ᾄδετε καὶ τιμᾶτ ' ἐξ
Εὖ γε ὦ Ἐμπεδόκλεις , ἕπομαί σοι καὶ μέχρι τῶν κρατήρων τοῦ πυρός . Ἀλλ ' ἐπὶ θάτερα Πρωταγόρας ἑστηκὼς
5702357 ἐλαων
ὅτι τῶν ἄλλων καρπῶν καὶ φυτῶν ἁπλῶς μνημονεύσας ἐπὶ τῶν ἐλαῶν ἐπήγαγε τὸ “ ὧν ποθοῦμεν ” . καὶ ἴσως
κυοφορίαις , εἰ καὶ τρύγης ἀμπέλων αὐτουργοῦσα συμμετάσχοι καὶ συλλογῆς ἐλαῶν , εἰ δὲ παρείκοι , καὶ σπόρου καὶ ἀρόσεως
5701699 κριων
αὐτῶν καὶ ἡμίονοι καὶ τὰ ἄλλα κτήνη πάντα οὐδὲν μείζω κριῶν . ἕπονται δὲ τῶι βασιλεῖ τῶν Ἰνδῶν τούτων τῶν
ταῖς θηλείαις ἐπαφετέον . ἡλικία δὲ πρὸς ὀχείαν χρήσιμος τῶν κριῶν , ἀπὸ δύο ἐτῶν ἕως ηʹ . ὁμοίως δὲ
5695676 μελιττων
ἀπηνοῦς οἵα κωνώπων καὶ ἐμπίδων , οὐδὲ τὸ βαρύβρομον τῶν μελιττῶν ἢ τῶν σφηκῶν τὸ φοβερὸν καὶ ἀπειλητικὸν ἐνδεικνυμένης ,
ἐσυλήθησαν οὐδαμῶς μεμπτάς . Καὶ τοῦτο δὲ φιλεργίας τῆς τῶν μελιττῶν μαρτύριον . ἐν γοῦν τοῖς χειμεριωτάτοις τῶν χωρίων μετὰ
5687165 κιγκλοι
καὶ αὐτὸς διασείει τὸν ὄῤῥον , ὥσπερ οὖν καὶ οἱ κίγκλοι . Κεστρεὺς νηστεύει : ἐπὶ τῶν λαιμάργων : ἄπληστον
κίχλαι , κόρυδοι , κίτται , κύκνοι , πελεκάν , κίγκλοι , γέρανος τουδὶ τοῦ χάσκοντος διατειναμένη διὰ τοῦ πρωκτοῦ
5686218 ποιμνιων
ἀκούειν ἐπὶ Ἕκτορος . τινὲς δὲ ἐπὶ Πρωτεσιλάου ἀκούουσι τὸ ποιμνίων ἀλάστορα τὸν πορθοῦντα τὰ ποίμνια τῶν Τρώων . γράφουσι
χωρίων καὶ ἀντὶ τῆς ἀμούσου βοῆς ἀκούειν σύριγγος ἢ τῶν ποιμνίων αὐτῶν βληχωμένων . Καὶ ἐπεὶ διαγενομένων ὀλίγων ἡμερῶν αἱ
5680779 παιδαγωγοι
ἀεὶ τοῖς παισὶ περιγίνεται καὶ παροῦσι καὶ μέλλουσι . διδασκάλους παιδαγωγοὶ διαδέχονται , φοβεροὶ μὲν ἰδεῖν , αἰκιζόμενοι δὲ φοβερώτεροι
οἱ νέοι , ὀπίσω δ ' οἱ παλαιοὶ , ὡς παιδαγωγοὶ , ἡνίκα δὲ γεννηθῶσι , παραπλέουσι ταῖς μητράσι καὶ
5670233 θαλιαι
μόνον ὄλβιον ἀνθρώποισι , τοῦ χαίρειν φάρμακον αὐτοφυές . τοῦ θαλίαι φίλα τέκνα φιλοφροσύναι τε χοροί τε . τῶν ἀγαθῶν
ὄλβιον ἀνθρώποισι ξυνόν , τοῦ χαίρειν φάρμακον αὐτοφυές . τοῦ θαλίαι φίλα τέκνα φιλοφροσύναι τε χοροί τε : τῶν ἀγαθῶν

Back