ποτὲ γενέσθαι . κἀν τρίτῳ δὲ Πολιτείας γράφει οὕτως : Συρακοσίαν δέ , ὦ φίλε , τράπεζαν καὶ Σικελικὴν ποικιλίαν
, ἀλλὰ μᾶλλον πίνειν , ἔπειτ ' ᾄδειν κακῶς , Συρακοσίαν τράπεζαν Συβαρίτιδάς τ ' εὐωχίας καὶ Χῖον ἐκ Λακαινᾶν
7581570 Συβαριτιδας
Σικελιῶται καὶ Συρακούσιοι . Ἀριστοφάνης γοῦν φησι : Συρακουσίους τράπεζαν Συβαρίτιδάς τ ' εὐωχίας . καὶ Πλάτων δέ φησιν ἐν
. . . αἱ Θηρίκλειαι λέγονται . Ἀριστοφάνης Δαιταλεῦσι : Συβαρίτιδάς τ ' εὐωχίας , καὶ Χῖον ἐκ Λακαινᾶν [
5590749 καλην
φιλιακὴ διάθεσις , ἀσθενὴς γενομένη ἐν τῷ λαβόντι οὐ μάλα καλὴν τὴν φίλησιν εἰργάσατο , καὶ θυμὸς δὴ οὐκ ἐν
δ ' ἄριστον Κωβιὸν πηδῶντ ' ἔτι πρὸς Πυθιονίκην τὴν καλὴν πέμψαι με δεῖ : ἁδρὸς γάρ ἐστιν . ἀλλ
5343037 Λακαιναν
ἄπαιδ ' . ἀπωλόμην , φίλαι . [ ὣς τὴν Λάκαιναν σύγγονον Διοσκόροιν Ἑλένην ἴδοιμι : διὰ καλῶν γὰρ ὀμμάτων
φάρεα πορφύρεα , δῶρα Κλυταιμήστραι , προσεῖπεν δ ' Ὀρέστας Λάκαιναν κόραν : Ὦ Διὸς παῖ , θὲς ἴχνος πέδωι
5023533 Φιλιστιων
πολλὰ χαίρειν βούλομαι . } Κἀγὼ τάδ ' αὐτὰ βούλομαι Φιλιστίων προσεννέπειν , Μένανδρε , τὴν ἴσην χάριν . }
δεῖται δὲ σοῦ καὶ Σπεύσιππος : ὑπέσχετο δέ μοι καὶ Φιλιστίων , εἰ σὺ ἀφείης αὐτόν , ἥξειν προθύμως Ἀθήναζε
5001084 πεμποντος
ὅτι δι ' ἀπορίαν ἐφοδίων οὐ πεπορευμένος εἴη ἐπὶ τοῦτον πέμποντος τούτου αὐτῷ ἐπιστολάς , καὶ ἅμα λέγων πρὸς ἐμὲ
γίνεται ἐπὶ σπέρματος περιουσίᾳ σηπομένου , καί τινας μοχθηρὰς ἀναθυμιάσεις πέμποντος παρὰ τὴν καρδίαν καὶ μάλιστα ψυχρὰς , καὶ κατασβεννύντος
4776235 ἀναβαλλομενος
τῷ πείσεαι , ὅς κεν ἀρίστην βουλὴν βουλεύσῃ . εἶτα ἀναβαλλόμενος , ὡς εἰς τοῦτο ἐρῶν πάλιν ὑπαινίττεται καὶ τὰς
, Τιγράνης δὲ ὑπὸ τῆς Μιθριδάτου θυγατρὸς πολλάκις ἐνοχληθεὶς καὶ ἀναβαλλόμενος ὅμως ὑπέστη τὴν συμμαχίαν . Καὶ Μιθριδάτης διαφόρους πέμπων
4775107 ταυτηνι
πρὶν ὑφ ' ὁτουοῦν ἐληλέγχθαι , κατ ' αὐτὸς σαυτοῦ ταυτηνὶ φέρεις τὴν ψῆφον . Ἐγὼ δὲ , ὦ ἄνδρες
ὄντακαὶ ἐν ἅπαντι τῷ χρόνῳ τούτῳ ἔτι εἰς τὴν ἡμέραν ταυτηνὶ εὐδοκιμῶν οὐδὲν πέπαυται , καὶ οὐ μόνον Πρωταγόρας ,
4763155 φαυλοτεραν
θέρους δυσήνεμος καὶ πνιγώδης : διόπερ τὴν διαπνοὴν τοῖς ἐνδιατρίβουσι φαυλοτέραν παρασκευάζει . ὅσαι δὲ τῶν χωρῶν καὶ τῶν πόλεων
γυναῖκας δὲ ἔξω τῶν ἐκείνης ὁρίων , τί ποιοῦμεν ; φαυλοτέραν τὴν Δάφνην ; ἱερωτέραν μὲν οὖν , ἐπεί τοι
4752518 ἐμην
λέγοντος . οὐ σχηματίζειν βούλομ ' : οὐ κατὰ τὴν ἐμὴν προαίρεσιν , φησίν , ἡ ὄρχησις γίνεται , ἀλλ
οὐκ αἰδῇ λέων ὢν ὁ τῶν ζῴων βασιλεὺς ἐπὶ τὴν ἐμὴν καλύβην ἰών , καὶ γυναικὸς δεόμενος ἵνα τραφῇς ,
4739259 Ἀχαρνηθεν
Ἀντιγενείδαν , Ἀργᾶν δ ' ᾄδειν καὶ κιθαρίζειν Κηφισόδοτον τὸν Ἀχαρνῆθεν , μέλπειν δ ' ᾠδαῖς τοτὲ μὲν Σπάρτην τὴν
Ἡρωδιανὸς Ἀχάρνης βαρύτονον . τὰ τοπικὰ ὡς ἀπὸ ὀξυτόνου , Ἀχαρνῆθεν . μήποτε δ ' ἀπὸ τοῦ Ἀχαρνεύς ἡ παραγωγή
4731347 δῳς
εἰς τὰς χεῖράς σου , μέχρις ἂν γνῷς , τίνι δῷς . Δευτέρα δὲ ἐντολὴ τῆς διδαχῆς : ] οὐ
τὰ τῆς γλώσσης σημήϊα ἠπιώτερα γένηται , καὶ μήτε φάρμακον δῷς μήτε κλύσῃς ἐς κάθαρσιν , πρὶν αἱ κρίσιες παρέλθωσιν
4699960 πλαττειν
ὄντωνεἰς διδασκαλίαν τῆς διηγήσεως : καὶ γὰρ ἐν αὐτῷ τῷ πλάττειν μανθάνομεν , ὅπως δεῖ τὰ γινόμενα διηγεῖσθαι . Ἐπιμύθιον
ποιεῖ φησιν , οὐκ ἔστιν . Ποιεῖν γάρ ἐστι τὸ πλάττειν τὸ μὴ ὄν : ἀλλὰ λέγομεν , ὅτι τὸ
4692532 Κἀγω
οὐ γάρ ἐστιν ἄλλων τοιαύτη σοφία τῶν νῦν ἀνθρώπων . Κἀγὼ εἶπον : Τί γελᾷς , ὦ Κλεινία , ἐπὶ
σκορπίον , ἐκταραχθέντα ἀναπηδῆσαι , εἶτα γνόντα τὸ γεγενημένον , Κἀγὼ σὲ , φησὶν , ἐκφοβήσω , βασιλεῦ : δός
4684789 ἀλουσαν
ἐν τῷ πίνειν . Θ ὡσπερεὶ κάγχρυς Θ γυναῖκ ' ἀλοῦσαν : καθάπερ τινὰ γυναῖκα κριθὰς ἀλοῦσαν . διαβάλλει δὲ
κιθαρίζειν ᾄδειν τε πίνονθ ' , ὡσπερεὶ κάχρυς γυναῖκ ' ἀλοῦσαν . οὐ γὰρ τότ ' εὐθὺς χρῆν ς '
4683534 ὀνομαζων
καὶ τοῦτ ' εἴρηκεν αὐτός , δέν μὲν τὰς ἀτόμους ὀνομάζων , μηδέν δὲ τὸ κενόν . αἱ μὲν οὖν
βούλομαι : ὃ γὰρ νομίζω τερπνὸν , τοῦτο καὶ μόνον ὀνομάζων ἀδαπάνως εὐφραίνομαι : ἄλλως : ἐξ ὧν οὐδὲν βλαπτόμεθα
4663959 μελπειν
γὰρ κυνῶν μέλπηθρα φησί . . . ζ . Α μέλπειν μολπή , : Η Ν Π Σ α ζ
δ ' Ἀμφίονα λύραν ἄνωγα [ ] διὰ χερῶν ὡπλισμένον μέλπειν θεοὺς [ ὠιδαῖσιν ] : ἕψονται δέ σοι πέτραι
4650647 φιλην
, ἐξιοῦσα δὲ τοῦ θαλάμου πρὸς γυναῖκα συγγενῆ τε καὶ φίλην ἡ μὲν ἤμελλεν αὐτῇ τὸ συμβὰν διηγεῖσθαι , ἡ
ἐθέλουσι λέγειν αὐτόν , ἐπεὶ καὶ γῆν καὶ θάλατταν ἔχει φίλην , τῶν πρώτων ἐμοὶ δοκεῖν θεμένων τὸ ὄνομα αἰνιξαμένων
4631165 ἐρωσαν
Χαιρέᾳ σπεύδοντες ἔλεγον ” πρῶτος ἦν ἀνήρ , παρθένον ἔγημεν ἐρῶσαν ἐρῶν : πατὴρ ἐξέδωκεν αὐτῷ , πατρὶς ἔθαψε :
ἅμα , ἀδικοῦσαν , ἀποκλείουσαν , αἰτοῦσαν πυκνά , μηδενὸς ἐρῶσαν , προσποιουμένην δ ' ἀεί . Φθείρουσιν ἤθη χρήσθ
4629549 ὀνειδιζειν
καὶ οἱ προστάντες αὐτῶν ἐγιγνώσκοντο , καλῶς εἶχε ταῦτ ' ὀνειδίζειν : εἰ δ ' ἔσθ ' ἕτερα ἀμείνω καὶ
, ὦ Σώκρατες , Σιμωνίδην ἄλλο ἢ τοῦτο , καὶ ὀνειδίζειν τῷ Πιττακῷ ὅτι τὰ ὀνόματα οὐκ ἠπίστατο ὀρθῶς διαιρεῖν
4623319 συνεξελειν
ζητοῦντος , ὡς οἶμαι , κατοπτεῦσαι μὲν τὴν χώραν καὶ συνεξελεῖν τινας αὐτῶν πόλεις καὶ ἔθνη μετὰ τῶν Ῥωμαίων ,
ἂν αὐτοὺς προελέσθαι πόλεμον , πρὶν μίαν ταυτηνὶ κεφαλὴν κοινῇ συνεξελεῖν , ἧς οὔτε Ἰσθμὸς ἀπείρατος οὔτε ἔθνος οὐδὲν ,
4579114 αἰνεις
' εἰ τύ γε Παυσανίαν ἢ καὶ τύ γε Ξάνθιππον αἰνεῖς , ἢ τύ γε Λευτυχίδαν , ἐγὼ δ '
, ὦ ἵε Παιάν . σὺ δὲ τὸν γηγενέταν ἄργυρον αἰνεῖς : μακάριος ἦσθα , Τιμόθε ' , ὅτε κᾶρυξ
4557849 κιθαριζειν
ὁ δὲ Ἀπόλλων προσποιεῖται μὲν πάντα εἰδέναι καὶ τοξεύειν καὶ κιθαρίζειν καὶ ἰατρὸς εἶναι καὶ μαντεύεσθαι καὶ καταστησάμενος ἐργαστήρια τῆς
Θρᾳκὶ ἐκείνῳ καὶ τῷ ἀνὰ τὸν Κιθαιρῶνα μεταξὺ βουκολοῦντι καὶ κιθαρίζειν μελετῶντι ; Ὥστε ἤν ποτε , ὦ Λυκῖνε ,
4545889 πεποιηκας
Οἶδα , ὦ τέκνον , πολλὰ ἐκεῖνον ἐτόξευσας . Οἷα πεποίηκας , ὦ Τιτάνων κάκιστε ; ἀπολώλεκας τὰ ἐν τῇ
καὶ μόνον ἐπριάμην τοῦ σοῦ ἔρωτος , ὅτι μου τηλικαύτην πεποίηκας τὴν γαστέρα καὶ μετὰ μικρὸν παιδοτροφεῖν δεήσει , πρᾶγμα
4544674 ἀνεῳγετο
καὶ Λυσίας . Ἀνέῳγα . καὶ ὁ Πλάτων : „ ἀνεῴγετο γὰρ οὐ πρωΐ . „ Ἀνέῳγε βούλονται μὴ λαμβάνεσθαι
ἀνέῳγέ μοι θύραν „ , καὶ ὁ Πλάτων : ” ἀνεῴγετο γὰρ οὐ πρῴ ” καὶ ὁ Δημοσθένης : „
4527829 ἐρρωσθαι
ἑαυτῆς ἐπιθυμιῶν κρατήσασα καὶ νικήσασα τῷ ἐρρωμένως ἐπὶ σωμάτων κάλλος ἐρρῶσθαι , ἀπ ' αὐτῆς τῆς ῥώμης καὶ συντονίας τὴν
θυμὸς εὐθυμία , τόλμα . θαρρεῖν θαρσεῖν , ἀνδρίζεσθαι , ἐρρῶσθαι ὑπερερρῶσθαι , ὑπερθυμοῦσθαι , τολμᾶν . θαρσαλέως θαρραλέως εὐθαρσῶς
4517716 πικραν
ξηραίνειν ἐκ τῆς δευτέρας ἀρχομένης . Χαμαίδρυς ἐπικρατοῦσαν ἔχει τὴν πικρὰν ποιότητα : ἔστι δὲ καὶ δριμεῖά πως καὶ τέμνει
ξηραίνει δὲ κατὰ τὴν δευτέραν . Χαμαίδρυϲ ἐπικρατοῦϲαν ἔχει τὴν πικρὰν ποιότητα : ἐϲτὶ δὲ καὶ δριμεῖά πωϲ , ὅθεν
4509054 ὡραιαν
] οὗτος Ἀθηναίων στρατηγός . ὡρικὴν ὑληφόρον : ἀντὶ τοῦ ὡραίαν καὶ ἀκμαίαν . ὥρα γὰρ ἡ ἀκμή . καὶ
μὲν αἰσχρὰν γήμῃς , ἕξεις ποινήν : ἐὰν δ ' ὡραίαν , ἕξεις κοινήν . . Τὸ γῆρας ἔλεγεν ὅρμον
4501311 νεαν
οἵου ' τράφης . Τέως δὲ κούφοις πνεύμασιν βόσκου , νέαν ψυχὴν ἀτάλλων , μητρὶ τῇδε χαρμονήν . Οὔτοι ς
καὶ θρύπτειν τὴν συνεστῶσαν καὶ ὁμαλύνειν ἀνακαινιζόντων αὖθις αὐτὴν καὶ νέαν ποιούντων . διὸ καὶ ἐπάγει νειὸν δὲ σπείρειν ἔτι
4491345 ἐπιτετηδευκως
ἦρχε καὶ τυραννικῶς , τὴν μὲν Λακωνικὴν δίαιταν ἀποτεθειμένος , ἐπιτετηδευκὼς δὲ τὰς τῶν Περσῶν ἐσθῆτας φορεῖν καὶ Περσικὰς τραπέζας
μαθήμασιν αὐτοῦ προκοπὴν λέγων καὶ γὰρ πονηρὸς ἅνθρωπος ἦν καὶ ἐπιτετηδευκὼς τοιαῦτα , ἐξ ὧν οὐ δυνατὸν εἰς σοφίαν ἐλθεῖν
4471724 πατρῳαν
, καρποῦσθαι δὲ τὴν ἐκεῖ γῆν οὐ πολλὴν μέν , πατρῴαν δέ . τὰς μὲν οὖν νίκας αὐτὸς ὁρᾶν μοι
τοὺς πολίτας καὶ τοὺς οἰκείους οἷος γεγένηται , καὶ τὴν πατρῴαν οὐσίαν ὡς αἰσχρῶς ἀνήλωκε , καὶ τὴν ὕβριν τὴν
4456335 ἀσμενως
. τὰς δὲ δωρεὰς τὰς παρ ' ἡμῶν τότε ἂν ἀσμένως δόξειας λαμβάνειν , ὅταν μὴ μόνον ἃ πέμπομεν προθύμως
συνεδρίου κριθῆναι προαιρούμενοι τὸ μὲν ὡμολογημένον δίκαιον εἶναι τὸν νόμον ἀσμένως ἤκουον , τὸ δ ' εἰς ἑτέρους ἐκπίπτειν χρόνους
4440761 εἰχες
τίς ἥδε τέχνη ; τίς μετάστασις πόνων , οὓς πρόσθεν εἶχες δεσπότῃ χάριν φέρων , υινος ! ! ? αἰεὶ
ὅ τι παραινῶ [ ; εἰ μέν τι κακὸν ἀληθὲς εἶχες , Φειδία , ζητεῖν ἀληθὲς φάρμακον τούτου ς '
4413338 Ἀργαν
τίνων ποιητὴς ᾀσμάτων ; σεμνῶν πάνυ . τί πρὸς τὸν Ἀργᾶν οὗτος ; ἡμέρας δρόμῳ κρείττων . Παρ ' ἐμοῦ
δριμέως ἐν . . παπαῖ , μεστὸς γενόμενος πρὸς τὸν Ἀργᾶν βούλομαι κωδωνίσας πέμψαι ς ' ἀγωνιούμενον , ἵνα καὶ
4402705 ἀγαθην
ἀποδέδειγμαι πράξεις καὶ πόσην δύναμιν ἐπάγομαι καὶ ὡς τὰ πολέμια ἀγαθήν . οἰόμενος δή σε τούτων ἕκαστον ἐπιλογιζόμενον μὴ περιμένειν
, ἢ ἁλμυράν , ἢ ἀσφαλτώδη , ἢ ἄλλως οὐκ ἀγαθήν , φεῦγε τὴν ταύτης φυτείαν . εἰ δὲ εὐώδη
4402237 Ναρκισσον
ἐνδύεσθαι καὶ δὴ καὶ ἐπὶ θήραν ἰέναι μετὰ ἀλλήλων : Νάρκισσον δὲ ἐρασθῆναι τῆς ἀδελφῆς , καὶ ὡς ἀπέθανεν ἡ
, ἐάν θ ' Ὑάκινθον τὸν καλὸν ἢ τὸν Λακεδαιμόνιον Νάρκισσον κάλλει νικῶμεν , οὐκ ἀρκεῖν ἡμῖν δοκοῦμεν , ἀλλὰ
4398377 στιφραν
δὲ ὁμοίαν ἔχειν τοῖς ἰχθύσι : καὶ γὰρ τὴν σάρκα στιφράν , καὶ τὸ πνεῦμα οὐ διιέναι διὰ παντός ,
δὲ ὁμοίαν ἔχειν τοῖς ἰχθύσι : καὶ γὰρ τὴν σάρκα στιφράν , καὶ τὸ πνεῦμα οὐ διἱέναι διὰ παντός ,
4393051 ἐδακρυε
[ ] ἀγαθήν [ γε εἶχεν ] ἐλπίδα : [ ἐδάκρυε ] [ δὲ ἡ κόρη ] πολὺ καὶ ἡ
δὲ πολὺ τῶν αἰτουμένων τὸ σύνηθες ἐρασταῖς πενομένοις ἔπραττεν : ἐδάκρυε καὶ τὰς Νύμφας αὖθις ἐκάλει βοηθούς . Αἱ δὲ
4389932 ἐγνως
ἀνήρ . σὺ μὲν οὖν αὐτοῦ τὴν τέχνην ἐν ἄλλων ἔγνως σώμασι καὶ οὕτω γε τὰς ἁπάντων ἰατρῶν μανθάνοις :
, ᾗ σὺ φιληδῶν οὕτως ἀρέσκῃ : κεῖθι καὶ μένειν ἔγνως . Εὗρον δ ' ἀλλαχόθι ἀκμάσαι αὐτὸν περὶ τὴν
4389717 Ἐλπιδα
διανοίᾳ παραθολωθείη , ἔξω ἡμᾶς τῆς αἰωνίου τιθέντος ζωῆς . Ἐλπίδα οὖν ζωῆς αἰωνίου ἔχοντες , τῶν ἐν τούτῳ τῷ
τις ζώει καὶ ὁρᾶι φῶς ἠελίοιο , εὐσεβέων περὶ θεοὺς Ἐλπίδα προσμενέτω : εὐχέσθω δὲ θεοῖσι , καὶ ἀγλαὰ μηρία
4389636 πινω
' ἑαυτῶν πλανώμενοί φησιν : εἰ δὲ μεθύω καὶ χιόνα πίνω καὶ μύρον ἐπίσταμ ' ὅτι κράτιστον Αἴγυπτος ποιεῖ .
Ι ἐκτεταμένῳ βαρύνεται , εἰ μὴ προκατάρχοιτο ὄνομα : κρίνω πίνω κλίνω σίνω . τὸ δὲ ῥινῶ παρὰ τὴν ῥίνην
4384656 ἐλεγκτικην
τὴν Δημοσθενικὴν οὐδὲ τὴν ἐπίπληξιν ἐκείνην καὶ τὴν ἐλευθερίαν τὴν ἐλεγκτικήν : ὅλον δὲ τὸ εἶδος τοῦ λόγου σχεδὸν ὑπὸ
τῷ σφετέρῳ γένει κίβδηλον . πεῖραν οὖν καθεῖναι καὶ μάλα ἐλεγκτικήν φασιν αὐτόν . λάρνακα πληρώσας κεραστῶν ἐμβάλλει τὸ βρέφος
4368923 Καλλια
Μεγακλέος εὖτ ' ἂν ἴδωμαι , οἰκτείρω σε , τάλαν Καλλία , οἷ ' ἔπαθες . Τῶνδε δι ' ἀνθρώπων
ἐρώμενον ποιῆσαι . ἐπιθυμῶ δέ σοι , ἔφη , ὦ Καλλία , καὶ μυθολογῆσαι ὡς οὐ μόνον ἄνθρωποι ἀλλὰ καὶ
4357483 ὑπολαβων
ἡγεμόνων τῶν εἰς Νέαν πόλιν ἀποσταλέντων : καὶ ὁ Δημοκλῆς ὑπολαβὼν [ ἔφη ] εὖ γε νὴ τοὺς θεοὺς ἐποίησαν
ἀνθρώπων τε ὑπὸ γῆν οἰκούντων καὶ πυγμαίων αὖ καὶ σκιαπόδων ὑπολαβὼν ὁ Ἰάρχας „ περὶ μὲν ζῴων ἢ φυτῶν „
4351531 ἡδιον
κἄν μοι δῷς αὐτῶν μίαν , στρατεύεσθαι ἄν μοι δοκῶ ἥδιον ἢ οἴκοι μένειν . ὁ δὲ Κῦρος εἶπεν :
' : ὄψον δὲ ἐὰν λέγῃς , κάλει ὀψάριον . ἥδιον γὰρ ἀπολοῦμαι πολύ . ὅτι Φοῖνιξ ὁ Κολοφώνιος μνημονεύει
4350006 ὑβρισμενην
, τοσούτῳ σου μᾶλλον ὁ Σπαρτιάτης ἠδικημένος ἔστεργε τὴν ἀπόδοσιν ὑβρισμένην εἰδὼς αὑτῷ τὴν εὐνήν . οὐ γὰρ ἦν ἑτέραν
περιπεσὼν αἴτιον ἔγνω τῆς νόσου τὸ γεγονός , δύο τὴν ὑβρισμένην ἐτίμα ναοῖς , τῷ μὲν τὸ πλημμέλημα λύων ,
4338606 ἡδεως
, γευόμενος τοῦ μέλιτος . καὶ μέντοι καὶ μύρμηκας πανὺ ἡδέως ἰδεῖν ἔστιν , ὅπως μὲν οἰκοῦσι μετ ' ἀλλήλων
πᾶσα γὰρ γλῶσσα ἐν ὑγρῷ καθέστηκεν . “ ἔφαγον οὖν ἡδέως . μετὰ δὲ τὸ πιεῖν ὁ Ξάνθος φησίν ”
4330350 παρεχουσαν
πρὸς μέρος ἰδιάζουσαν κατὰ δόξαν καὶ τέχνην καὶ πάλιν τὴν παρέχουσαν ἰδίαν ἐπιστήμην , ποὶ μὲν πλοαὶ πεφύκασι , ποὶ
κατοικίαν ἔχον τρισχιλίων σχεδόν τι καὶ χώραν ἱερὰν εὔκαρπον , παρέχουσαν πρόσοδον ἐνιαύσιον ταλάντων πεντεκαίδεκα τῷ ἱερεῖ : καὶ οὗτος
4323702 συνοιδ
κοιτῶνα ? σὸν οἶδα [ ] θρήνους πατρὸς Εὐρύκλειαν ὅτι συνοιδ [ ] Νείκων ' ἄδολον κίναιδον καὶ τὰ γενέσια
κοιτῶνα ? σὸν οἶδα [ ] θρήνους πατρὸς Εὐρύκλειαν ὅτι συνοιδ [ ] Νείκων ' ἄδολον κίναιδον καὶ τὰ γενέσια
4323424 φλυαρειν
χρησαμένους ἀρετῇ , ἥδεσθαί τε συνόντας , ἐς ἀλλήλους τε φλυαρεῖν [ ] , καὶ σκώπτειν τοιαῦθ ' οἷα γέλωτα
Πύγελα λέγοντας τοὺς Ἀμαζῶνας μεταξὺ Ἐφέσου καὶ Μαγνησίας καὶ Πριήνης φλυαρεῖν φησὶν ὁ Δημήτριος : τὸ γὰρ ” τηλόθεν „
4317321 ἐπαιδευσεν
, ὦ μάταιε ; οὐδὲ ταῦτά σε ὁ σοφὸς Ἀριστοτέλης ἐπαίδευσεν μὴ οἴεσθαι βέβαια εἶναι τὰ παρὰ τῆς τύχης ;
. ὄντα γάρ με Ἀρκάδα ἐκ Μεσσήνης οὐ τὰ Ἑλλήνων ἐπαίδευσεν , ἀλλ ' ἐνταῦθα ἔστειλε μαθησόμενον ἤθη νομικά ,
4307252 ἀωριαν
' ἦν ἄρτι κοὐκ ἀωρί ” . λέγουσι δὲ καὶ ἀωρίαν καὶ τὴν ὥραν . Ἀριστοφάνης Ἀχαρνεῦσιν : „ ἀλλ
διατρίβοιεν . σχοινίον ] τὸ κοκκίνῳ βεβαμμένον . ἀλλ ' ἀωρίαν ἥκοντες : ἀντὶ τοῦ ἀωρίᾳ καὶ μεθ ' ἡμέραν
4306155 ἐπαφηκεν
ἔδυ , ὁ δὲ Λυκοῦργος ὑπὸ τῆς ἀμπέλου δεσμευθεὶς δάκρυον ἐπαφῆκεν , ἐκ τοῦ δακρύου λέγει φῦναι τὴν κράμβην ,
Πρόδικον , ὡς ἕωλά τε καὶ πολλάκις εἰρημένα ἀγορεύοντα , ἐπαφῆκεν ἑαυτὸν τῶι καιρῶι : οὐ μὴν φθόνου γε ἥμαρτεν
4278750 μεμφομενου
γραφέντα ἔχειν , πρῶτον μὲν τὴν βουλὴν συναγαγόντες οὐθενὸς ἔτι μεμφομένου τοῖς νόμοις προβούλευμα περὶ αὐτῶν ἐκύρωσαν . ἔπειτα τὸν
, ἡ ἀλώπηξ ἰδοῦσα αὐτοὺς ἀπαλλαγέντας ἐξελθοῦσα ἀπροσφωνητὶ ἐπορεύετο . μεμφομένου δὲ αὐτὴν τοῦ δρυτόμου , εἴ γε διασωθεῖσα ὑπ
4270376 ἀκουσαν
μὲν Δείνων ὑπουργῆσαι τῆι φαρμακείαι φησί , συγγνῶναι δὲ μόνον ἄκουσαν ὁ Κτησίας : τὸν δὲ δόντα τὸ φάρμακον οὗτος
τὸν ἐξ αὐτοῦ παῖδα ἐφύλαττεν . ὕστερον δὲ τὴν γυναῖκα ἄκουσαν δορυφόρῳ αὑτοῦ πάντων μάλιστα θεραπευτῇ Τιμοκράτει γυναῖκα δίδωσι :
4263536 ζωσαν
ἥν , δόξασαν ἀποτεθνηκέναι , ἔθαψε πολυτελῶς . τυμβωρύχοι δὲ ζῶσαν εὑρόντες εἰς Ἰωνίαν ἐπώλησαν . τοῦτο γὰρ ἡμῖν ἐμήνυσε
τε δὲ οὐδὲ ἐβουλήθης εἰκόνα μοι τοῦτον μόνον τοῦ ἀνδρὸς ζῶσαν περιληφθέντα ἀφανίσαι : σὺ μέντοι , καὶ ὅτι μὲν
4262465 γραυν
κυμβία αἴρου τὰ μείζω , κεὐθὺ τοῦ καρχησίου ἄνελκε τὴν γραῦν , τὴν νέαν δ ' ἐπουρίσας πλήρωσον , εὐτρεπῆ
οὐκ ἐάσω . . τὴν μείρακα : Παίζει μείρακα τὴν γραῦν ὀνομάζων . Θ . τὴν γραῦν . . ὑπερφιλῶ
4261848 ἐπιδεικνυμενος
κατασκευάζῃ , ἐάν τε ὀλίγα καὶ βραχύτερα , τὴν αὐτὴν ἐπιδεικνύμενος τέχνην ὁ αὐτός ἐστι . σφόδρα δὲ εὐδοκιμῶν ἐν
τῶν τότε ῥητόρων τοὺς ἰδίους ἐξ - ετάζειν ἠξίου λόγους ἐπιδεικνύμενος Λυσίαν τε ἐν οἷς ἡμάρτηκεν καὶ ἑαυτὸν ἐν οἷς
4258303 σαρδανιον
ἱππικῆς . εὐηθίζεσθε . μωραίνετε , ἀνοηταίνετε , εὐφήμως . σαρδάνιον . παροιμία ἐπὶ τῶν ἐπ ' ὀλέθρῳ σφῶν αὐτῶν
] εἰς τὸν κρίβανον παρολίσθῃ . τὸν οὖν σεσηρότα γέλωτα σαρδάνιον ἐντεῦθεν λέγεσθαι , ἐπεὶ γελῶντες ἀποθνῄσκουσιν : σαίρειν δέ
4256348 ἐθυσα
, εἰ δὲ τοῦτο , καὶ ἔθυσα , εἰ δὲ ἔθυσα , καὶ ἔφαγον . λεγόντων δὲ αὐτὰ οἱ πίστεως
ἐμαυτὸν ἐρῶ κακῶς : τοῦτον κατέκτειν ' : ἀπρεπῶς τὸ ἔθυσα . ἢ τάχα ἵνα δείξῃ ὅτι εὐσεβῶς διεπράξατο φονεύσας
4254255 ἐπελαθετο
καὶ τὴν ὑπόσχεσιν ἄγοντος εἰς μνήμην αὐτῷ τῶν δεδογμένων ἑκὼν ἐπελάθετο , ἆρ ' ἂν κατηγορίας ἀλλότριον διεπράττετο πρᾶγμα ;
, εἴ τι μηχανήσαιτο , λύσων . Βέρροιαν γὰρ ἰδὼν ἐπελάθετο τῆς μείζονος . καὶ εἰ μὲν λωτὸν ἔφυσεν ἡ
4250685 ἐκπιειν
, ἢ καὶ ὑπὸ σφέων αὐτῶν , δοκέουσι πολὺ ἂν ἐκπιεῖν . Ὕδωρ ψυχρὸν , δοθὲν ἵνα ἀπεμέσῃ , ὠφελέει
ἐκποθῇ . εἶθ ' ὅταν τὸν οἶνον αὐτὰς αἰτιώμεθ ' ἐκπιεῖν , λοιδοροῦνται κὠμνύουσι μὴ ' κπιεῖν ἀλλ ' ἢ
4247374 περιειπε
μέγιστα τῶν στρατοπέδων , εἰ καὶ ἐκ μηκίστου φθέγξαιτο . περιεῖπε δ ' αὐτὸν ἐν τοῖς μάλιστα ὁ πολιορκητὴς Δημήτριος
γὰρ ἅπαντας εἶναι διεφθαρμένους καὶ φαύλους : οὓς καὶ εὖ περιεῖπε . . : καίτοι ὁ πατὴρ αὐτῶν Πεισίστρατος μετρίως
4244857 Μελιτην
ὥστε μὴ μαθεῖν , ὅ τι λέγει , παρῆλθε πρὸς Μελίτην ἄνω . ἔπινον δ ' ἄρα ἐνταῦθα παρὰ Παμφίλῳ
, οἳ πρὸς βαθεῖ νάσσαντο Διζήρου πόρῳ . Ἄλλοι δὲ Μελίτην νῆσον , Ὀθρωνοῦ πέλας πλαγκτοί , κατοικήσουσιν , ἣν
4234215 σωιζειν
χρηστόν , μῆτερ , οὐχὶ βούλομαι ἄλλωι παρεῖναι μᾶλλον ἢ σώιζειν ἐμοί : ἀνανδρία γάρ , τὸ πλέον ὅστις ἀπολέσας
τὴν ἐμὴν δάμαρτά σε , ἣν Ζεὺς ἔπεμψε δεῦρό σοι σώιζειν ἐμοί . οἶδ ' οὕνεχ ' ἡμῖν οὔποτ '
4233324 ἀλλοκοτον
† , ἢ ἐπειδὴ ἄγαμοι καὶ παρθένοι εἰσίν : τὸ ἀλλόκοτον δὲ τῆς φύσεως διὰ τῶν ἐναντίων τραγικώτερον διασύρει .
τε πλέον ὑπολαβεῖν , καὶ τὸ χρῶμα ποίκιλόν τε καὶ ἀλλόκοτον . Οὔτε γὰρ ἀκριβῶς ἐδόκει λευκόν , οὔτε κιρρόν
4225691 Ἀριαδνην
ἢν ὀπίσω πλέῃ τοῦ ταύρου κρατήσας : τούτων λήθην ἔσχεν Ἀριάδνην ἀφῃρημένος : ἐνταῦθα Αἰγεὺς ὡς εἶδεν ἱστίοις μέλασι τὴν
προειρημένων ἐννοιῶν , οἷον εἰ λέγοις ὅτι γαμοῦντος Διονύσου τὴν Ἀριάδνην παρῆν ὁ Ἀπόλλων νέος ὢν καὶ τὴν λύραν ἔπληττεν
4225007 ἐλευθερως
δ ' ἁπλῶς , ἀκάκως , ἀπλάστως , ἐκφανῶς , ἐλευθέρως , εὐθυρρημόνως , εὐήθως . τάττοιτο δ ' ἂν
ἐστὶν ἐντιμότερος . ἐλευθέρως δὲ . . . : [ ἐλευθέρως ] φησὶν πολιτευόμεθα [ ] [ ἔν τε τοῖς
4224723 κατεφιλησα
ὅτι μὴ ἐτέχθην καὶ ἔφυν ἰχθύς , ὡς ἂν διαδὺς κατεφίλησά σε : καὶ τὴν χεῖρα ἐφίλησα ἄν , εἰ
ὅτι μὴ ἐτέχθην καὶ ἔφυν ἰχθύς , ὡς ἂν διαδὺς κατεφίλησά σε : καὶ τὴν χεῖρα ἐφίλησα ἄν , εἰ
4223890 σην
κάνθαρος τῶν Αἰτναίων πάντων Γοργάδων ἐσέφθην χειροβοσκόν οὐκ οἶδα τὴν σὴν πεῖραν : ἓν δ ' ἐπίσταμαι : τοῦ παιδὸς
ὁ βελτίων δὲ περιήκει καιρὸς καὶ μετὰ τῆς ἀηδόνος τὴν σὴν ἄγει φωνήν . κἀκείνη μὲν προλέγει τὰ τοῦ χειμῶνος
4216154 ἀνοιγε
δ ' ὅμως . γραῦ , τὴν θύραν κλείσας ' ἄνοιγε μηδενί , ἕως ἂν ἔλθω δεῦρ ' ἐγὼ πάλιν
τάχιστά μοι τὸν Σωκράτη . μαθητιῶ γάρ . ἀλλ ' ἄνοιγε τὴν θύραν . ὦ Ἡράκλεις , ταυτὶ ποδαπὰ τὰ
4216007 ᾀδειν
Εὐρώπην τε καὶ Λιβύην . Προθέμενος δὲ θάλασσαν καὶ ποταμοὺς ᾄδειν , οἰκείως προτίθησιν ὠκεανὸν , ὃς γένεσίς ἐστι τοῖς
” ἢ ὑμεῖς : ὑμεῖς γὰρ ἡγεῖσθε αὐτὸν ἄξιον τοῦ ᾄδειν , ἐγὼ δὲ ἄξιον τοῦ σιωπᾶν . „ ἐκπλαγεὶς
4191681 συνετιθει
, τάς τε Σκυθικὰς κινήσεις ὥσπερ ἐν κωφῷ ἔτι κύματι συνετίθει πόρρωθεν ἢ θεοκλυτῶν ἢ λογιζόμενος . λέγει οὖν ἐπιστέλλων
ἰδιωτικῶς φασι βροῦλα , ποιῆσαι εἰς στιβάδα στρωμνήν . . συνετίθει . Θ . . ἐσωρεύετο . . δεόμενοι :
4189640 ἀηδονα
λύπην μεταβληθῆναι εἰς ὄρνιν : καὶ ἡ μὲν Πρόκνη εἰς ἀηδόνα μετεβλήθη ὡς καὶ ἡ Φιλομήλα εἰς χελιδόνα : πρὸς
εἶδον οὔτε κερκώπην , γύναι , οὐ κίτταν , οὐκ ἀηδόνα , οὐ τρυγόνα , οὐ τέττιγα . ἤσθιον δι
4184101 ἐννοηθεις
τοῦ πατρὸς τὸν μόρσιμον πλόκαμον καὶ οὕτως αὐτὸν προδούσης , ἐννοηθεὶς ὡς ἡ πατέρα προδοῦσα οὐδενὸς ἄν ποτε ῥᾷστα φείσαιτο
[ Νίνος εὐθὺς γαμεῖν ] ἐβούλετο [ ἄλλα τ ' ἐννοηθεὶς ] ? καὶ ταῦτα , [ ὅτι ἐγγὺς οὐκ
4181777 ἡσατο
ἀπὸ τοῦ ἥδω , ἀφ ' οὗ ἥσθην , καὶ ἥσατο δ ' αἰνῶς . ἀπὸ οὖν τοῦ ἥδω ἥσασθαι
οἷον : μάλ ' ἥσθην , οἷον οὐδέποτε , καὶ ἥσατο δ ' αἰνῶς ἡδὺ ποτὸν πίνων . ἀπὸ οὖν
4179637 ἐκδωσειν
δικάσσει : παρθενικὴν μὲν ἐοῦσαν , ἑοῦ ποτὶ δώματα πατρός ἐκδώσειν : λέκτρον δὲ σὺν ἀνέρι πορσαίνουσαν , οὐκέτι κουριδίης
. Ἀσδρούβας θυγατέρα παρθένον ἔχων , θαυμαστὴν τὸ κάλλος , ἐκδώσειν ὑπέσχετο τῷ Σόφακι τῆς Ῥωμαίων συμμαχίας ἀποστάντι . ὁ
4165275 κεκτημαι
ἀπαιδευσίας εἰς τὸν σὸν υἱόν : ὡς ἐγὼ μὲν ὧν κέκτημαι μεταδοῦναι πρόθυμος , εἰ δὲ τῷ λαμβάνοντι τὸ λαβεῖν
, ὑπολαμβάνεις ὡς ἐγὼ νῦν τοσούτῳ ἥδιον ζῶ ὅσῳ πλείω κέκτημαι ; οὐκ οἶσθα , ἔφη , ὅτι ἐσθίω μὲν
4162583 ἀτιμασας
δ ' εἰ δοκεῖ , τὰ τῶν θεῶν ἔντιμ ' ἀτιμάσας ' ἔχε . Ἐγὼ μὲν οὐκ ἄτιμα ποιοῦμαι ,
πρὸς ἀλλήλους . πλέον οὐδὲν ἕξεις σκαιὸν ἄνδρα τιμήσας , ἀτιμάσας δ ' ἂν αὐτὸν ὠφεληθείης . ] Ὁ τελμάτων
4159765 ἁμαρτησας
κρίσις τοσούτου πλήθους ἀνδρῶν γίνεται . Καὶ μηδὲ ἐπιγινώσκεται ὁ ἁμαρτήσας , ἀλλὰ τῷ σφάλματι τοῦ ἑνὸς πάντες ὑπάγονται ,
μαρτυρεῖ πάντα , καὶ κατηγορεῖ πάντων , καὶ ἐμπεπύρισται ὁ ἁμαρτήσας ἐκ τῆς ἰδίας καρδίας , καὶ ἆραι πρόσωπον οὐ
4156529 κερασαι
αὐτοῖς συμβουλεύει , ἐπειδὴ πλήθει συμβουλεύων ἀνάγκην εἶχε καὶ φόβον κεράσαι τῷ λόγῳ , ἵνα πάντως πεισθῇ τοῖς λεγομένοις τὸ
εἶναι ἐντείνας ἐλεγχθῆναι . καὶ πλείω δὲ ἐπαναγκάσαι τὸν παῖδα κεράσαι , ἢ ὅσα δύνανται οἱ παρόντες ἐκπιεῖν . καὶ
4152012 χαριεσσαν
ὀλεῖται ἧς ἀρετῆς , τεύξουσι δ ' ἐπιχθονίοισιν ἀοιδὴν ἀθάνατοι χαρίεσσαν ἐχέφρονι Πηνελοπείῃ , οὐχ ὡς Τυνδαρέου κούρη κακὰ μήσατο
δεδάηκα , τεὴν δ ' οὐκ εἶδον ὀπωπὴν οὐ Φθίην χαρίεσσαν , ἀριστήων τροφὸν ἀνδρῶν : οἶδα περικλήιστον ὅλον γένος
4144508 μαινοιμην
βδελυρὲ σύ . Μὰ τὴν Ἑκάτην , οὐ δῆτα : μαινοίμην γὰρ ἄν . Ἀλλ ' , ὦ νεανίσκ '
οὐχ ὡς τούτου βελτίονος ὄντος , ὧν ὁ Δημοσθένης εἶπε μαινοίμην γὰρ ἄν , εἰ τοῦτο λέγοιμι , ἀλλ '
4139628 φανεισαν
δὲ καὶ γραμμάτων Ἑλληνικῶν χρῆσιν εἰς Ἰταλίαν πρῶτοι διακομίσαι νεωστὶ φανεῖσαν Ἀρκάδες καὶ μουσικὴν τὴν δι ' ὀργάνων , ἃ
δὲ καὶ τάδε , ὡς φάσμα σφι γυναικὸς ἐφάνη , φανεῖσαν δὲ διακελεύσασθαι ὥστε καὶ ἅπαν ἀκοῦσαι τὸ τῶν Ἑλλήνων
4138099 ἐπαινει
μέθης . Σαπφώ τε ἡ καλὴ πολλαχοῦ Λάριχον τὸν ἀδελφὸν ἐπαινεῖ ὡς οἰνοχοοῦντα ἐν τῷ πρυτανείῳ τοῖς Μυτιληναίοις . καὶ
κοινὸν τόδ ' ἄχος , καὶ πόλις ἄλλως ἄλλοτ ' ἐπαινεῖ τὰ δίκαια . ἡμεῖς δ ' ἅμα τῷδ '
4130890 ὀντ
τέ ” σύνδεσμος πρὸς τὸ σε τοι θύρασι χρῆ μένειν ὀντ * τινάς . καὶ τοῦτο δὲ ἁμάρτημά ἐστιν ,
τέ ” σύνδεσμος πρὸς τὸ σε τοι θύρασι χρῆ μένειν ὀντ * τινάς . καὶ τοῦτο δὲ ἁμάρτημά ἐστιν ,
4129367 προδερκεσθαι
αὐτοῖς ὁ θάνατος ἐπελθεῖν , εἰς ἔργα παρώτρυνα . . προδέρκεσθαι ] προβλέπειν . . φάρμακον ] θεραπείαν . .
προύβης τῶνδε καὶ περαιτέρω ; θνητούς γ ' ἔπαυσα μὴ προδέρκεσθαι μόρον . τὸ ποῖον εὑρὼν τῆσδε φάρμακον νόσου ;
4128908 ἐξειλες
μίαν παρεῖλες : παρέπεμψας , ἀπώλεσας , ἀφεῖλες . ὧν ἐξεῖλες τὴν μίαν εὐχὴν , ἀπὸ τῶν τριῶν ὧν ἔλαβες
οἴκημα ἄθυρον καὶ ἀνεῳγμένον . Σὺ δὲ τὴν μὲν ἀκοὴν ἐξεῖλες παντάπασι τῶν ἐγκλημάτων , κόλασιν δὲ καὶ ῥήμασι συνεχώρησας
4124832 τραγικην
σατυρικῆς καὶ κωμικῆς . τὴν μὲν οὖν καλλίστην τούτων τὴν τραγικὴν ! ! ! ! ! ! ! ! !
τραγικὸς ὑποκριτὴς ἦν ὁ Σθένελος , ὃς διὰ πενίαν τὴν τραγικὴν ἀπέδοτο σκευὴν κακῶς πράττων ⌈ ἐν τῇ τέχνῃ .
4122783 ἐπαινω
ἄλλο , τὸ ἔργον εἰς καρτερίαν τε καὶ ἅμα στρατηγίαν ἐπαινῶ Ἀλεξάνδρου . Ξυνηνέχθη δέ τι καὶ τοιόνδε τῇ στρατιᾷ
πτερὰ καὶ ἐρεθίζειν . Οὐ μόνον δὲ πρὸς τὰς πλησμονὰς ἐπαινῶ τοὺς ἐμέτους , ἀλλά μοι δοκεῖ , εἰ τολμήσειέ
4120452 ἀποπεμψω
τὸν λίθον , οὐ μὴ σὲ ἀδικήσω , ἀλλὰ σὲ ἀποπέμψω εἰς τοὺς ἰδίους σου τόπους “ . καὶ ἐπὰν
ἀγαθὰ ἔσεσθαι τοὺς μὲν ἀπιέναι οἴκαδε ἐθέλοντας εἰς τὴν οἰκείαν ἀποπέμψω ἢ ἐπανάξω αὐτός , τοὺς δὲ αὐτοῦ μένοντας ζηλωτοὺς
4115304 πραξασαν
τυράννου θράσος καὶ τὰ μὲν εἰποῦσαν , τὰ δὲ καὶ πράξασαν , ἐν οἷς ἀμφοτέροις ταῖς εἰς ἐκεῖνον ὕβρεσιν ἐχαρίζετο
ἀναθεῖναι κατὰ τὴν εἰς τὸ ἱερὸν εἴσοδον , καὶ τοῦτο πράξασαν ἐπανελθεῖν εἰς τὴν ἰδίαν οἰκίαν . τοὺς δὲ Λακεδαιμονίους
4109995 δεξαμενον
ἀναδέξασθαι , ὡς ὁ παῖς τὴν γραμματικήν , τὸ δὲ δεξάμενον , ὅταν μὴ ἐνεργῇ κατὰ ταύτην , ὡς ὁ
ἱερέα φησὶν αὐτὸν τοῦ Κλαρίου Ἀπόλλωνος ἐκ προγόνων τὴν ἱερωσύνην δεξάμενον . Καὶ αὐτὸς δὲ ὑπὲρ αὑτοῦ ἐν τῷ τέλει
4109979 παρεκαλεσα
ἐπειδὴ πάλιν εἰσιόντων ἡμῶν παρ ' αὐτὸν περὶ ταῖν ὁδοῖν παρεκάλεσα αὐτὸν ἐπιδεῖξαι ἡμῖν , καὶ ὃς μάλ ' ἑτοίμως
ἀλλὰ τῶν πραγμάτων ἀφελκόντων εἰς λήθην ἔδωκα διπλῆν ἀνάμνησιν ὧν παρεκάλεσα , καὶ τὸν ἐπιδιδόντα καὶ τὸ διδόμενον . Ἡ
4102092 ποιμαινειν
συνεσχημένων , συνέβη τὸν Ἡσίοδον τοῦτον πρόβατα ἐν τῷ Ἑλικῶνι ποιμαίνειν . Φασὶ δὲ , ὡς ἐννέα τινὲς ἐλθοῦσαι γυναῖκες
' αἶνος Ὀλυμπιονίκαις οὗτος ἄγκειται . τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει , ἐκ θεοῦ δ ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ
4097824 ὁμολογησον
' ἐξελεγχθῇς ψευδόμενος , Δημόσθενες , τοιαύτην δίκην δός : ὁμολόγησον ἀνδρόγυνος εἶναι καὶ μὴ ἐλεύθερος ἐναντίον τούτων . Κάλει
ἐπὶ τῇ δωρεᾷ “ σὺ οὖν ” εἶπε “ χάριν ὁμολόγησον ὑπὲρ ἡμῶν Διονυσίῳ ” καὶ ἅμα ὤθησεν αὐτήν .
4092339 κακιστην
' ὅμως τάχιστα κακὸς ἐφωράθη φίλοις . καὶ δάμαρτα τὴν κακίστην ναυστολῶν ἐλήλυθεν ; οὐκ ἐκεῖνος ἀλλ ' ἐκείνη κεῖνον
ἔργου τὴν μὲν εὐθημοσύνην ἀρίστην εἶναι , τὴν δὲ κακοθημοσύνην κακίστην : δεῖ γὰρ ἕκαστον εὖ διατιθέναι καὶ μὴ κακῶς
4089171 εὐρυχορον
ἡμετέρῳ βασιλῆι θεοῖσι φίλῳ Θεοπόμπῳ , ὃν διὰ Μεσσήνην εἵλομεν εὐρύχορον . ὁ τοίνυν Ἀριστομένης δόξῃ γε ἐμῇ γέγονεν ἐπὶ
ἡμετέρωι βασιλῆι θεοῖσι φίλωι Θεοπόμπωι / ὃν διὰ Μεσσήνην εἵλομεν εὐρύχορον . ὁ τοίνυν Ἀριστομένης δόξηι γε ἐμῆι γέγονεν ἐπὶ
4088852 πορνην
ἐκεῖ τούς τ ' ἐνθάδε . καὶ πάλιν ὑποβάς : πόρνην † εἰς μέθην ἰοῦσαν Μεγαρίδα νεανίαι . κλέπτουσι μεθυσοκότταβοι
, διότι οἱ Μεγαρεῖς Ἀσπασίαν τὴν διδάσκαλον Περικλέους ὕβρισαν , πόρνην αὐτὴν ἀποκαλέσαντες . δημηγορία Κορινθίων δʹ τὸ πιστὸν κτἑ
4088461 τροφον
σφάλλεται κερόεσσαν ἔλαφον προσειπών , καὶ Σοφοκλῆς κεροῦσσαν τὴν Τηλέφου τροφόν , Ὅμηρος δ ' ὀρθῶς λέγει ἀμφ ' ἔλαφον
δεῖ χρᾶσθαι , πολὺν μὲν χρόνον τὸ παιδίον λούουσαν τὴν τροφόν , μὴ σφόδρα θερμοῖς τοῖς ὕδασι χρωμένην , καὶ
4077370 ἐπῃνεσε
ἐλείπετο Ὀγχηστίου καὶ τὸ ἄλσος , ὃ δὴ καὶ Ὅμηρος ἐπῄνεσε . τραπομένῳ δὲ ἀπὸ τοῦ Καβειρίου τὴν ἐν ἀριστερᾷ
καὶ περὶ πάντων ἁπλῶς . καὶ εἶδε καὶ ἐθαύμασε καὶ ἐπῄνεσε καὶ μάλιστά γε δὴ τὴν ἀκρόπολιν ἀναβὰς ἐς αὐτὴν

Back