δ ' Ἀριοβαρζάνην τὸν Κίλικα καὶ Ξενόφρονα τὸν Σικελιώτην καὶ Πειθαγόραν τὸν ἐκ Κυρήνης , οἳ μήτε γνῶναι ἱκανοὶ ἔδοξαν
πρόσθεν ἡμέρᾳ ἢ τελευτῆσαι Ἡφαιστίωνα . αὖθις δὲ θύεσθαι τὸν Πειθαγόραν ἐπὶ τῷ Ἀλεξάνδρῳ καὶ γενέσθαι καὶ ἐπ ' Ἀλεξάνδρῳ
6788490 γραμματιστην
προδοσίας . . Ὁ δὲ Κάμιλλος εἰς φυλακὴν παραδιδοὺς τὸν γραμματιστὴν καὶ τοὺς παῖδας ἐπιστέλλει τῇ βουλῇ διὰ γραμμάτων τὰ
νόμων . Ὀρθῶς . Ἆρ ' οὖν οὐ μετὰ τὸν γραμματιστὴν ὁ κιθαριστὴς ἡμῖν προσρητέος ; Τί μήν ; Τοῖς
6397548 φονεα
ἐκ τῆς Ἀπόλλωνος ἀπολογίας κατακρίνουσιν Ὀρέστην . εἰ γὰρ τὸν φονέα οὐχ οἷόν τε τὸν φόνον ἀνακαλέσασθαι , πῶς Ὀρέστης
ἔτυχε τοῖς πρωτουργοῖς αἰτίοις . οἷον φέρε ὁ δικαστὴς τὸν φονέα κολάζειν βούλεται καὶ οὐ τόνδε τὸν ἄνθρωπον , κολάζει
6377715 ἀνδροφονον
ταῦτα κελεύει καὶ ἀπ ' αὐτῶν τῶν βωμῶν ἐκδοῦναι τὸν ἀνδροφόνον . Ἀλλ ' οἱ μὲν ξίφεσιν ἢ δορατίοις ἢ
. Καλοῦσι δὲ αὐτὴν ἐπιχωρίῳ φωνῇ Διδὼ , ὃ ἔστιν ἀνδροφόνον . Πρότερον δὲ Φοινίκων εἶπεν , ἐπειδὴ πρῶτοι Φοινίκες
6252834 ἀπικομενον
ταὐτὰ τοῖσι ἀνδράσι ποιεῦσι . Τὸν γὰρ δὴ ἐς γῆρας ἀπικόμενον θύσαντες κατευωχέονται . Ἐς δὲ τούτου λόγον οὐ πολλοί
δέ μιν ἱρὴν ζημίην ὀφείλειν τῷ θεῷ ἑωυτῷ ἐς λόγους ἀπικόμενον . Μαθὼν δὲ ὁ Περίανδρος ὡς ἄπορόν τι τὸ
6229464 Ἀνυτον
Διαδοχαῖς καὶ Πλάτων ἐν Ἀπολογίᾳ τρεῖς αὐτοῦ κατηγορῆσαί φασιν , Ἄνυτον καὶ Λύκωνα καὶ Μέλητον : τὸν μὲν Ἄνυτον ὑπὲρ
τῶν παθημάτων ἐποίησεν αὐτουργούς . τὰ μὲν δὴ ἐς τὸν Ἄνυτον ὑπὸ Ἀρκάδων λέγεται : Δήμητρος δὲ Ἄρτεμιν θυγατέρα εἶναι
6217093 Νικαρχον
γὰρ προσιόντες τοὺς στρατιώτας , καὶ ἕνα γε λοχαγὸν διέφθειραν Νίκαρχον Ἀρκάδα , καὶ ᾤχετο ἀπιὼν νυκτὸς σὺν ἀνθρώποις ὡς
ὦ κάκιστ ' ἀπολούμενε ” : τύπτει δὲ εὐθὺς τὸν Νίκαρχον ὡς συκοφάντην . σελαγοῖντ ' ] αἱ νῆες δηλονότι
6190151 Ἀπολλοδωρον
ὅτι τὰ ὕστατα λέγει , αὖθις ἐπεμειδίασε καὶ ἐπῄνεσεν ὅμως Ἀπολλόδωρόν τε τῆς εὐνοίας καὶ τὸν μάντιν τῆς παρρησίας .
μή τις αὐτῷ κίνδυνος ἐν τῷ τότε ξυμπέσοι . καὶ Ἀπολλόδωρόν τε λέγει ὅτι Ἀλέξανδρος ἐπῄνεσε καὶ τὸν Πειθαγόραν ,
6158828 Μηδιον
γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν , τοῦ μὲν στόλου ναύαρχον ἀποδείξας Μήδιον , τοῦ δὲ στρατοπέδου καταστήσας στρατηγὸν Δόκιμον . οὗτοι
στύφει δὲ καὶ βιβρωσκόμενός ἐστιν εὐστόμαχος , κοιλίας στεγνωτικός . Μήδιον φύεται ἐν παλισκίοις καὶ πετρώδεσι τόποις . φύλλα σέριδι
6149936 Ἀδμητον
. Ἁρμοδίου μέλος τὸ εἰς Ἁρμόδιον καὶ Ἀδμήτου τὸ εἰς Ἄδμητον . ἐκ σκολίου τινός ἐστιν . Ἀθηναίοις ⌈ δὲ
μὲν ἄλλας λαμβάνει : Ἄλκηστις δὲ φεύγει εἰς Φερὰς πρὸς Ἄδμητον ἀνεψιὸν αὐτῆς , καὶ καθεζομένην ἐπὶ τῆς ἑστίας οὐκ
6148632 προξενον
τὸν κεκομισμένον , καὶ εἴ τίς με βούλεται ἀφελέσθαι , πρόξενον ὄντα ἀφαιρεθῆναι . ἐπειδὴ δὲ αὐτῷ εἴρητο , ἐγώ
. ἔστι δὲ καὶ ὄνομα τυράννου Μεσσαπίων , ὃν καὶ πρόξενον Ἀθηναίους ποιήσασθαί φησι Πολέμων . . . . ,
6129472 γραμματεα
τοῖς γε πρὸ τοῦ δικαστηρίου : προϊὼν γὰρ ἤρετο τὸν γραμματέα , ὑφ ' οὗ ἤγετο , οἷ βαδίζοιεν ,
παράνομα γράφουσιν αὐτοῦ τοῦ κατηγόρου , καὶ πολλάκις ἀνεπόδιζον τὸν γραμματέα καὶ ἐκέλευον πάλιν ἀναγιγνώσκειν τοὺς νόμους καὶ τὸ ψήφισμα
6128788 Ἀριστοδημον
ἀπέ - στειλεν ὑπὲρ αὑτοῦ , τὸν Νεοπτόλεμον , τὸν Ἀριστόδημον , τὸν Κτησιφῶντα : ἐπειδὴ δ ' ἤλθομεν ὡς
[ , ] , Λεώφαντον , Φερεκύδην [ ] , Ἀριστόδημον , Πυθαγόραν , Λᾶσον Χαρμαντίδου ἢ Σισυμβρίνου , ἢ
6126771 ἐντυχοντα
ποιμαίνοντα περὶ τὸν Ἑλικῶνα ἐν Βοιωτίᾳ , ᾀδούσαις ταῖς μούσαις ἐντυχόντα , ὀνειδισθέντα τῆς τέχνης τῆς ποιμενικῆς , παρ '
θήλει συγγενέσθαι : παραγενόμενον δὲ εἰς τὴν πατρίδα καὶ δὴ ἐντυχόντα ἄρκτῳ κατὰ τὸν χρησμὸν συγγενέσθαι : τὴν δὲ ἐγκύμονα
6100776 Θεοδοτον
, θάτερ ' ἐκείνη μέμφεται ; Ἵππην λέγουσι τὴν ἑταίραν Θεόδοτον ἔχειν ἐραστὴν τὸν ἐπὶ τοῦ χόρτου τότε γενόμενον .
δὲ ὁ γενναῖος Πρισκιανὸς τὴν χάριν ἡμῖν τε πειθόμενος καὶ Θεόδοτον ἐν λόγῳ ποιούμενος . ἐκείνοις τε οὖν τὴν ὀρφανίαν
6096921 Αἰσωπον
τῷ Ἑρμίππῳ κελεύει , μηδὲν ἐξετάσαντα οἷα δὴ προδότην διαχειρίσασθαι Αἴσωπον . ὁ δὲ Ἕρμιππος φίλος τε ἦν τῷ Αἰσώπῳ
παραγενόμενος καὶ ἐκκλησίαν συναγαγὼν ἔπεισε τοὺς Σαμίους ἔκδοτον δοῦναι τὸν Αἴσωπον . ὁ δὲ Αἴσωπος εἰς μέσον ἐλθὼν ἔφη “
6087202 Τιμοθεον
κατὰ Πλάτωνος πολίτου τυγχάνοντος καὶ μέγα δυναμένου διὰ Χαβρίαν καὶ Τιμόθεον τοὺς Ἀθήνησι στρατηγήσαντας καὶ κατὰ γένος αὐτῷ προσήκοντας .
. ειτ ' ηδηλος φιάλην τὸ ὅπλον Ἄρεως , κατὰ Τιμόθεον , ξυστόν τε βέλος . οὐχ ὁρᾷς ὀρχούμενον ταῖς
6077248 κολακα
τῶν ὁμοεθνῶν τύραννον , μικρὸν μὲν ὄντα τὴν γνώμην , κόλακα δὲ μέγιστον . ἀλλ ' οὐκ Ἀρκαδίων ὁ Ἀχαιὸς
εὐτράπελον καὶ γελωτοποιόν , τινὲς δὲ τὸν μετά τινος εὐτραπελίας κόλακα , καὶ τὸν πανοῦργον καὶ συκοφάντην . γαῖσον :
6075721 νεωκορον
ἦν κατὰ τύχην ἱδρυμένον , ἰδών τ ' ἐπιθύοντα τὸν νεωκόρον , πρὸς τῆς Ἀθηνᾶς καὶ θεῶν , τίνος ,
] ὄτευ ? ζώεις . Κύδιλλ ' , ἰοῦσα τὸν νεωκόρον ? ? ? ? βῶσον . οὐ σοὶ λέγω
6027223 Στωϊκον
εἶτα Ἀρισταίνετος . εἶτα ἐνεδοιάζετο πότερον χρὴ πρότερον Ζηνόθεμιν τὸν Στωϊκὸν ἅτε γέροντα ἢ Ἕρμωνα τὸν Ἐπικούρειον , ἱερεὺς γὰρ
Ἑρμόδωρον μὲν τὸν Ἐπικούρειον χιλίων ἕνεκα δραχμῶν ἐπιορκοῦντα , τὸν Στωϊκὸν δὲ Ἀγαθοκλέα περὶ μισθοῦ τῷ μαθητῇ δικαζόμενον , Κλεινίαν
6019919 εὐνουχον
καὶ ἐν τοῖς ὕπνοις Καλλιρόην ἰδεῖν , ἕωθεν καλέσας τὸν εὐνοῦχον “ ἄπιθι ” φησὶ “ καὶ παραφύλαττε δι '
γίνεται τροφιμωτέρα , συνουσίας τε ἀποτρέπει , ὅθεν οἱ Πυθαγόρειοι εὐνοῦχον αὐτὴν καλοῦσιν , αἱ δὲ γυναῖκες ἀστυτίδα . Εἰ
6011012 Φασηλιτην
, καὶ ἐπιγέγραπται δὲ αὐτῷ ἐλεγεῖον τόδε Ἥδε χθὼν κόλποισι Φασηλίτην Θεοδέκτην κρύπτει , ὃν ηὔξησαν Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες . .
τοὺς ξένουςὦ μιαρέ ἔφη παῖ , παρὰ χαλκοῦν με μικροῦ Φασηλίτην ἐποίησας . πρὸς δὲ τὸν ἐπαινοῦντα , ἵνα λάβηι
5986619 Χαριδημον
τῷ Χαριδήμῳ δέδοται . Ἡμεῖς , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , Χαρίδημον ἐποιησάμεθα πολίτην , καὶ διὰ τῆς δωρειᾶς ταύτης μετεδώκαμεν
: ἓν μὲν γὰρ τὸ ἀντιπῖπτον τὸ δοκεῖν εὐεργέτην εἶναι Χαρίδημον : ἔθηκεν δὲ αὐτὸ καὶ ἔν τε προοιμίοις καὶ
5979338 ὑποκριτην
τὸν κιθαραοιδότατον , ᾧ χάρις ἐφέσπετο : τὸν δ ' ὑποκριτὴν ἕτερον ἀργαλέον ὡς σοφόν : εἶτ ' Ἀριφράδην πολύ
αἱ τοῦ χοροῦ τὴν ἔκθεσιν τῶν κατορθωμάτων , διαναπαύουσαι τὸν ὑποκριτὴν Αἰσχύλου . : πλανᾷ ] Τὸν νοῦν . τὰ
5977245 τριταγωνιστην
πιστευτέον αὐτῷ λέγοντι περὶ Αἰσχίνου , φησὶν Ἰσχάνδρου τοῦ τραγῳδοποιοῦ τριταγωνιστὴν γενέσθαι τὸν Αἰσχίνην καὶ ὑποκρινόμενον Οἰνόμαον διώκοντα Πέλοπα αἰσχρῶς
τὰ πράγματα ἔχει ; καὶ πάλιν τὸν καλὸν ἀνδριάντα καὶ τριταγωνιστὴν ἄκρον ἐξέθρεψέ σε καὶ μυρία ἄλλα . κἀκεῖνα μέντοι
5971520 Νικοδημον
διὰ τοῦ αὐτόν , τὸν Ἀρίσταρχον , ἀναπεῖσαι φονεῦσαι τὸν Νικόδημον καὶ διὰ τοῦτο φεύγειν . . . . ἀντὶ
γοῦν τινος ἐρασθεὶς μειρακίου καὶ δι ' αὐτὸν παροινήσας εἰς Νικόδημον ἐξέκοψεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς . παραδέδοται δὲ καὶ περὶ
5953448 προβληθεντα
λέγων ὁ Ἀριστοφάνης , ἐπειδὴ τῆς λυγγὸς ἐπαύσατο , τὸν προβληθέντα λόγον μέμνηται καὶ οὗτος αὖ πάλιν Ἀρκάδων ὑπὸ Λακεδαιμονίων
ἐν τοῖς περὶ τῶν Ἰσοκράτους μαθητῶν ἱκανώτατον γεγονέναι ἀνευρεῖν τὸν προβληθέντα γρῖ - φον καὶ αὐτὸν προβαλεῖν ἑτέροις ἐπιδεξίως ,
5947571 Ἀνδοκιδου
, ὡς Φιλόχορος . μόνον δέ φησιν οὐ περικοπῆναι τὸν Ἀνδοκίδου Ἑρμῆν . . . . : εἰ δ '
οἱ ἀγοραῖοι καὶ οἱ μισθαρνοῦντες ἦσαν . . . . Ἀνδοκίδου ] Ἀνδοκίδης περὶ τῶν μυστηρίων : καὶ διὰ ταῦτα
5940795 πεμψαντα
ἐπιόντας : ἑάλω δὲ ὁ γραμματηφόρος , καὶ ὡμολόγει τὸν πέμψαντα : καὶ τὸν Ὡραπόλλωνα καὶ τὸν Ἡραίσκον αἱροῦσι ,
ἢ ἑβδόμῃ ἡμέρᾳ πρότερον ἢ σεῖσαι τὸ ἐξ ἀρχῆς ἐκέλευσε πέμψαντα εἰς τὴν ἀρχαίαν ἑστίαν , ἥ ἐστι πρὸς τῷ
5936095 Ἐλθων
δὲ Μεσσήνη τότε ὑμῖν ἐπέκειτο χὠ θεὸς σείων ἅμα . Ἐλθὼν δὲ σὺν ὁπλίταισι τετρακισχιλίοις Κίμων ὅλην ἔσωσε τὴν Λακεδαίμονα
ὄναρ εἶδεν , ἐὰν ἀποθάνῃ , ῥώμην προσποιήσειν Ῥωμαίοις . Ἐλθὼν δ ' εἰς μέσους καὶ πολλοὺς φονεύσας , ἀνῃρέθη
5925435 Ἀριστανδρον
ἐμπλησθῆναι μὲν αἵματος τὸ διάδημα , τὸν δὲ Ἀλεξάνδρου μάντιν Ἀρίστανδρον φερομένῳ τῷ Λυσιμάχῳ καὶ ὧδε ἔχοντι ἐπειπεῖν , ὅτι
κεφαλήν , ὅντινα τοῖν ποδοῖν ἔφερε . καὶ Ἀλέξανδρος ἤρετο Ἀρίστανδρον τὸν μάντιν , ὅ τι νοοῖ ὁ οἰωνός .
5922705 ἀγωνιωντα
ὥσπερ οἱ δεδιότες , ἀλλ ' ὡς εἰκὸς ἦν τὸν ἀγωνιῶντα μὲν ὑπὲρ τῆς ἑαυτοῦ δόξης , θαρροῦντα δὲ τῷ
μὴ ὥσπερ σὺ χαυνοῦντα καὶ διαθρύπτοντα . κατιδὼν οὖν αὐτὸν ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον ὑπὸ τῶν λεγομένων , ἀνεμνήσθην ὅτι καὶ
5903322 προσυγκειμενον
τὸν δὲ ἐρωτώμενον τό τε σύνθημα ἀποκρίνασθαι καὶ τούτων τι προσυγκείμενον ποιῆσαι . Περιοδεύειν μὲν ἐν τοῖς κινδύνοις πρῶτον [
ἐπέδωκεν ἀνδρὶ πιστῷ τῶν παρόντων . τούτῳ δὲ ἦν ἄρα προσυγκείμενον δραμεῖν πρὸς τὴν γυναῖκα Πολυδώρου καὶ δόντα τὸν δακτύλιον
5893448 Σωστρατον
ἦν ἀσελγής , θηλύκως ὑποφέρει τὸ ὄνομα . ] κἀνταῦθα Σώστρατόν τινα θηλυδρίαν ἐμπαίζει . . καὶ Σωστράτην τινὰ κατακόρως
ἦν ἀσελγής , θηλύκως ὑποφέρει τὸ ὄνομα . ] κἀνταῦθα Σώστρατόν τινα θηλυδρίαν ἐμπαίζει . . καὶ Σωστράτην τινὰ κατακόρως
5888388 ἀνειπειν
οὐδὲ λοξὴν καὶ ἀμφίβολον ἐνεγκών , ἡνίκα ἐχρῆν τὸν ἄριστον ἀνειπεῖν , ἀνεῖπεν ὃν οἴεται λαμπρᾷ τῇ φωνῇ . καὶ
ἦν ἁπάντων κατεληλυθότων , χρωμένοις αὖθις λέγεται τὴν Πυθίαν οὕτως ἀνειπεῖν : Θεαγένους δ ' ἐλάθεσθε ἐνὶ ψαμάθοισι πεσόντος :
5867945 Πολεμωνι
ὁμοπατρία καὶ ὁμομητρία , καὶ ὅτι ἀδελφὸς οὐδεὶς πώποτε γένοιτο Πολέμωνι τῷ πατρὶ τῷ Ἁγνίου . Τὸ πρότερον , ὦ
παρόντι τότε καιρῷ τοὺς δικαστάς , οἵτινες κατεχρῶντο ὡς τῷ Πολέμωνι τῷ πατρὶ τῷ Ἁγνίου τὸ παράπαν οὐδεμία γένοιτο ἀδελφὴ
5864382 Κειον
πεντηκόντορον στείλας ἐκόμισεν εἰς τὴν πόλιν , Σιμωνίδην δὲ τὸν Κεῖον ἀεὶ περὶ αὑτὸν εἶχεν , μεγάλοις μισθοῖς καὶ δώροις
, οἱ μὲν Γοργίαν τὸν Λεοντῖνον , οἱ δὲ τὸν Κεῖον Πρόδικον : ἦσαν | δέ τινες , οἳ καὶ
5858735 γραμματιον
νόμος οὐκ ἔστιν ἐπὶ δούλων . ἀναγνώτω σοι πρῶτον τὸ γραμμάτιον τῆς ἀπελευθερώσεως , εἶτα τότε γάμον εἰπάτω . γυναῖκα
. αἰτήσαντί σοι , ὦ γνησιώτατε τῶν ἐμῶν φίλων , γραμμάτιον περὶ τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς παθῶν , ὅπως δεῖ ποιεῖσθαι
5848569 Ἀριστωνα
ὑφ ' ἕνα περίβολον καὶ μίαν πόλιν οἱ κατ ' Ἀρίστωνα καὶ Ἀρκεσίλαον ἀνθήσαντες φιλόσοφοι . „ ὁ δὲ Ἀρκεσίλαον
ἡμᾶς τὸ περὶ τοῦ Νείλου βιβλίον , Εὔδωρόν τε καὶ Ἀρίστωνα τὸν ἐκ τῶν περιπάτων : πλὴν γὰρ τῆς τάξεως
5843747 δανειστην
τοῦ Καρκίνου παῖδας ὁ ποιητὴς ἕνα τούτων εἶναι λέγει τὸν δανειστήν . οὗτος ὁ Καρκῖνος ἔσχε τρεῖς υἱούς : Ξενοκλῆν
ἀντὶ ἐνεργητικοῦ , ζητοῦντος . , καὶ λέγοντος πρὸς τὸν δανειστήν . ὦ δαιμόνιε ] λέγοντος πρὸς τὸν δανειστήν .
5841991 ἀῤῥωστον
τούτου παράδειγμα λαμβάνει τοῦτο , ὅτι εἰσῆλθον δύο ἰατροὶ πρὸς ἄῤῥωστον , καὶ εὑρήκασι φλεγμονὴν ὑποκειμένην . συνεῖδον ἀμφότεροι κενωθῆναι
οὔρων . Ἡ δὲ ὑπόθεσις τοιαύτη . εἰσέρχῃ πρὸς τὸν ἄῤῥωστον . πρὸ πάντων ζήτησον , εἰ ὀλέθριον ἢ σωτήριον
5833065 Μελητον
, ἃ καλεῖτε σεμνῶς ἄλφιθ ' ὑμεῖς οἱ βροτοί . Μέλητον τὸν ἀπὸ Ληναίου νεκρόν ὦ βατίδες , ὦ γλαύκων
. Ἔχε , τίνες μὲν Ἀθηνῶν ; Σωκράτης ἀγωνιούμενος πρὸς Μέλητον , καὶ πρὸς τὰ δεσμὰ καὶ τὸ φάρμακον .
5820644 ἐρουντα
ταῦτ ' εἰρηκότα , ἀλλ ' ὡς ἔοικεν εἰσέπειτ ' ἐροῦντα . φησὶ γοῦν ” Ἔστι δ ' οὐκ ἄδηλον
ῥήτορος τέχνην . πάντως δὲ οὐδέν σε δεῖ μισθοῦσθαι τὸν ἐροῦντα πολλοὺς αὐτὸν ἤδη σεσωκότα τῇ φωνῇ . Εἰ τὸ
5816424 Ἐρυξιμαχον
ἀλλ ' εἰπεῖν αὐτόνἐν τῇ κάτω γὰρ αὐτοῦ τὸν ἰατρὸν Ἐρυξίμαχον κατακεῖσθαιὮ ” Ἐρυξίμαχε , δίκαιος εἶ ἢ παῦσαί με
δ ' ἀπορήσοιμι ; Τὸ μὲν ἕτερον , φάναι τὸν Ἐρυξίμαχον , μαντικῶς μοι δοκεῖς εἰρηκέναι , ὅτι Ἀγάθων εὖ
5794349 Ἐφεσιον
οὐδὲ Ἐφέσιον εἶναί τινα πείθομαι , εἰ μὴ ὡς κύνα Ἐφέσιον ἢ βοῦν : ἀνὴρ δὲ Ἐφέσιος , εἰ ἀγαθός
τούτου γενομένου καὶ λυθέντων αὐτῶν τριακοντάκις τὸ ἑξῆς πεσεῖν τὸν Ἐφέσιον . ἐφθάραται φησὶ Θουκυδίδης καὶ τετάχαται . πάντα τὰ
5792026 ἐπιδημουντα
συναλγοῦντα . [ καὶ διὰ τοῦτο δυσκόλως ἐμὲ φέρει τις ἐπιδημοῦντα . ] καὶ γὰρ εἰ πλείους ἦσαν , ὥσπερ
ὁρῶντες τὸν πατέρα τὸν ἐμὸν ἀρρωστοῦντα , ἐμὲ δὲ οὐκ ἐπιδημοῦντα , αὐτοὶ καὶ προύθεντο καὶ τἆλλα πάντα τὰ νομιζόμενα
5788984 Ἀκραγαντινον
ἀέρα τέως ὑγρὸν ὄντα , καθάπερ ποιῆσαί φασιν Ἄκρωνα τὸν Ἀκραγαντῖνον . Οἱ μὲν πλείους τῶν πυρετοῖς ἁλισκομένων τῆς τοῦ
ἐπιγράψομεν ἐλεγεῖον ; ἢ τοῦτο ; ἄκρον ἰατρὸν Ἄκρων ' Ἀκραγαντῖνον πατρὸς Ἄκρου κρύπτει κρημνὸς ἄκρος πατρίδος ἀκροτάτης . “
5787043 ἐπιδεσμον
εἰ ναὶ τὰν Κόραν τὴν μαρτυρίαν ταύτην ἐάσας ἐν τάχει ἐπίδεσμον ἐπρίω , νοῦν ἂν εἶχες πλείονα . ” ὕβριζ
ἀρσενικῶς : οὕτω μὴ λέγε , ἀλλ ' οὐδετέρως τὸ ἐπίδεσμον καὶ τὰ ἐπίδεσμα ὡς οἱ ἀρχαῖοι . Τὸ σκάτος
5785121 προμαντιν
εἶναι τὸ χρηστήριον , καὶ Δαφνίδα ἐπ ' αὐτῷ τετάχθαι πρόμαντιν ὑπὸ τῆς Γῆς : εἶναι δὲ αὐτὴν τῶν περὶ
ὅπως Δημάρατον παύσειε βασιλεύοντα , καὶ τήν τε ἐν Δελφοῖς πρόμαντιν ὠνήσατο , Λακεδαιμονίοις αὐτὴν ὁπόσα αὐτὸς ἐδίδασκεν ἐς Δημάρατον
5784508 Ὑδρον
σαφές , εἰκονίσας ἐν τοῖς ἄστροις ἔθηκεν εἶναι τόν τε Ὕδρον καὶ τὸν Κρατῆρα καὶ τὸν Κόρακα μὴ δυνάμενον πιεῖν
τοῦ Ὑδροχόου συναναφέρεται . ὁ δὲ Ἄρατος ἀγνοεῖ , τὸν Ὕδρον ὅλον τῷ Ὑδροχόῳ ὑπολαμβάνων ἀντικαταδύνειν . ὁ γὰρ ἐν
5779971 Ἀδειμαντον
πολιτείας ἐκεῖ πρός τε Πολέμαρχον τὸν Κεφάλου καὶ Γλαύκωνα καὶ Ἀδείμαντον καὶ δὴ καὶ Θρασύμαχον τὸν σοφιστήν : τῇ δὲ
ἐν δὲ τῷ Περσικῷ πολέμῳ καὶ οὗτοι ἐστρατεύσαντο ἔχοντες ἡγεμόνα Ἀδείμαντον . ἐν δ ' Ἄρης ἀνθεῖ νέων : ποῦ
5776415 πεποιηκοτι
ἄρνα : ἄλλως : ἀκολουθεῖν ἂν δόξειε τῷ τὴν Ἀλκμαιωνίδα πεποιηκότι [ . ] εἰς τὰ περὶ τὴν ἄρνα ,
λεληθότως ; ὅταν οὖν ἄνθρωπος συνειδὼς ἑαυτῷ μηθὲν ἀγαθὸν μήτε πεποιηκότι μήτ ' ἐνθυμουμένῳ εὕρῃ φιλόσοφον τὸν λέγοντα μεγαλοφυὴς καὶ
5775325 Μυρρινουσιον
μὲν ἐκείνῳ τὸν Ἀριστοκλέα , ὁ δὲ Παρμένων τούτῳ Ἄρχιππον Μυρρινούσιον . καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἐτίθεντο τὰς συνθήκας παρὰ
προτεραίας . Ἀλλὰ μήν , ἔφη φάναι ὑπολαβόντα Φαῖδρον τὸν Μυρρινούσιον , ἔγωγέ σοι εἴωθα πείθεσθαι ἄλλως τε καὶ ἅττ
5764341 δικτατορα
ἡμᾶς οἴομαι δεῖν , ἐπειδὴ οὐδὲν ἄλλο ποιεῖν δυνάμεθα , δικτάτορα ἑλέσθαι , πρὶν ἐντεῦθεν ἐξελθεῖν : ἐὰν γὰρ ὑπερβαλώμεθα
, διὰ τὸ δόγμα ἴσως τὸ Ἀντωνίου κωλῦον ἔτι γίγνεσθαι δικτάτορα . τοὺς δὲ ἀποφῆναι μὲν αὐτίκα τῆς πόλεως ἄρχοντας
5763785 Ἀρχιαν
τοῦ πολεμαρχείου , αὐτὸς δ ' εἰσελθὼν εἶπε τοῖς περὶ Ἀρχίαν ὅτι οὐκ ἄν φασιν εἰσελθεῖν αἱ γυναῖκες , εἴ
ἅμα δὲ Μύσκελλόν τέ φασιν εἰς Δελφοὺς ἐλθεῖν καὶ τὸν Ἀρχίαν : χρηστηριαζομένων δ ' ἐρέσθαι τὸν θεόν , πότερον
5763119 Μασσανασσην
τὸ παρὸν ἐπινοῶν , ὅπως δύναιτο διαθέσθαι , πρέσβεις ἐς Μασσανάσσην ἔπεμπεν , ὑπομιμνήσκων τε τῆς ἐν Καρχηδόνι διατριβῆς καὶ
τιμὴν ἐπιδιεῖλε τῷ στρατῷ καὶ δῶρα τοῖς ἀριστεύσασιν ἐδίδου καὶ Μασσανάσσην ἐστεφάνου καὶ τότε . καὶ τὰς πόλεις ἐπιὼν ἐχειροῦτο
5753491 ὑπολαβοντα
ἀναρμοστεῖ . Πῶς τί τοῦτ ' εἶπας ; Ὅπερ ᾠήθην ὑπολαβόντα σε προσομολογεῖν . ἔστι γὰρ ἡμῖν που τῶν τῇ
ἀπολιπόντας οἴχεσθαι . Ὡς δὲ κατὰ Ἰηπυγίην γενέσθαι πλέοντας , ὑπολαβόντα σφέας χειμῶνα μέγαν ἐκβαλεῖν ἐς τὴν γῆν : συναραχθέντων
5750161 μαθοντα
ἄδολος τελέθει . ἀδύνατον γὰρ ἔν τισι ποιήσασθαι ἐπίδειξιν μὴ μαθόντα . βέλτιον δὲ οὕτως : οἱ παρατυχόντες καὶ μαθόντες
. Τῶν δὲ Κυμαίων πεμψάντων τὸν φονέα τῷ Πιττακῷ , μαθόντα καὶ ἀπολύσαντα εἰπεῖν , συγγνώμη μετανοίας κρείσσων . ,
5749547 ἀδελφεον
ἐγγὺς ὄντων θανάτου . ἀδελφεόν ] τοῖς κακοῖσι βάζει . ἀδελφεόν ] + ἀδελφόν . ἐξυπτιάζων ] ἀναπτύσσων , ἐτυμολογῶν
οἱ Πέρσαι ὕπαρχον ἐπιστᾶσι Λυκάρητον τὸν Μαιανδρίου τοῦ βασιλεύσαντος Σάμου ἀδελφεόν . Οὗτος ὁ Λυκάρητος ἄρχων ἐν Λήμνῳ τελευτᾷ .
5743787 τετελευτηκοτα
] πάθος καὶ ἡ διατύπωσις , ὅταν τις διατυπώσῃ τὸν τετελευτηκότα λέγοντα , οἷον εἰ τύχοι : φεῖσαι , πάτερ
τούτῳ ἀπεκρινάμην ὅτι ἐν μὲν τῷ παρόντι προσήκει θάπτειν τὸν τετελευτηκότα καὶ τἄλλα ποιεῖν τὰ νομιζόμενα , ἐπειδὰν δὲ τούτων
5740326 Ἀντωνιον
Καὶ αὖθις προσελθὼν σὺν πλείοσιν ἔτι καὶ φίλοις , παρεκάλει Ἀντώνιον , συγχωρῆσαι τὸν δίφρον μετὰ τοῦ στεφάνου τίθεσθαι τῷ
τῶν πάλαι στρατευσαμένων συνδραμόντας συνώμνυον ἑκόντες οὐκ ἐκλείψειν τὴν ἐς Ἀντώνιον εὔνοιάν τε καὶ πίστιν , ὡς ἀπορῆσαι , τίνες
5739797 Θερσανδρον
χρόνος ἐγένετο τῇ τῆς χειρὸς πάλῃ , φιλονεικία λαμβάνει τὸν Θέρσανδρον ἐρωτική , καὶ τὴν μὲν λαιὰν ὑποβάλλει τῷ προσώπῳ
τῶν ἀπ ' Ἰωνίας τοὺς ἀρίστους ἀγωνιστὰς , αὐλητὰς μὲν Θέρσανδρον καὶ Φιλόξενον , ὑποκριτὰς δὲ Καλλιππίδην καὶ Νικόστρατον ,
5738673 Λασθενην
ἐλθοῦσι πρὸς βλάβην ἡμῶν , Λασθένους βίαν , περιφραστικῶς τὸν Λασθένην . . ἐχθρόξενον ] δημοτικὸν καὶ ἀλλοφύλοις ἐχθρόν .
] περιφραστικῶς τὸν Λασθένην . Λασθένους βίαν ] ἤγουν τὸν Λασθένην . ἐχθρόξενον ] ὅρα ὅπως πρὸ βραχέων ἐπὶ ψόγου
5729213 Εὐημερον
τῷ Ἑρμῇ πιστεύσαι τις λέγοντι . Ἐρατοσθένη δὲ τὸν μὲν Εὐήμερον Βεργαῖον καλεῖν , Πυθέᾳ δὲ πιστεύειν , καὶ ταῦτα
καὶ Αἰσχύλος ἐν τῆι Αἴτνηι παραδιδόασιν ἡ ἱστορία κατὰ τὸν Εὐήμερον ποικίλλεται . . . . . . . .
5724162 Πριηνεα
: καὶ δὴ πρὸς τὴν θυσίαν ταύτην καθιστᾶσιν ἄνδρα νέον Πριηνέα τὸν τῶν ἱερῶν ἐπιμελησόμενον . τεκμηριοῦνται δ ' ἔτι
ἑτοίμων ἐς τὴν ναυπηγίην , οἱ μὲν Βίαντα λέγουσι τὸν Πριηνέα ἀπικόμενον ἐς Σάρδις , οἱ δὲ Πιττακὸν τὸν Μυτιληναῖον
5722863 Παρσωνδην
μέγαν πόλεμον τοῖς Μήδοις πρὸς Καδουσίους διὰ τοιαύτας αἰτίας : Παρσώνδην τὸν Πέρσην , θαυμαζόμενον ἐπ ' ἀνδρείαι καὶ συνέσει
ὑπὸ δίψους πιεῖν ᾔτει . Οἱ δ ' ἄσμενοι ἰδόντες Παρσώνδην , προσίασιν αὐτῷ , πιεῖν τε ἐνέχεον , καὶ
5713171 Διογενην
τινὰ ψεύδους ἔκγονον καὶ γράμματα συμπλασάμενος ἐξ ἐκείνης πρὸς τὸν Διογένην κομίζει ταῦτα τῷ βασιλεῖ : τῷ δὲ μήθ '
οὐδὲν αὐτῷ προσεῖχον , τέλος ἀγανακτήσας οὐδένα προσίετο . καὶ Διογένην οὖν ἤλαυνεν ἀπὸ τῆς συνουσίας αὑτοῦ . ἐπεὶ δὲ
5712724 ἀπαχθεντα
πέπρακτο ὕστερον . Τὸν δὲ Βρυέννιον πρὸς τὸν Κομνηνὸν Ἀλέξιον ἀπαχθέντα ἰδών , ἐκεῖνος ἐθαύμασε τό τε εἶδος τοῦ ἀνδρὸς
. οἱ δ ' ἐν Κλεωναῖς ἀποθανεῖν αὐτὸν λέγουσιν , ἀπαχθέντα μετὰ τῶν ἄλλων , ὅπου γλωττοτομηθῆναι καὶ διαφθαρῆναι ὃν
5711478 ὀργιζομενον
γὰρ εἰ ἔσται ἐν γλαυκοῖς καὶ αἱματώδεσιν ὀφθαλμοῖς , θερμῶς ὀργιζόμενον δηλοῖ καὶ ἐν ἑκάστῳ θερμὸν πάντολμον ἄνδρα καὶ ἐγγὺς
δώδεκα ἐτῶν ἆρ ' οὐκ ἐμέμψατο Καίσαρα , ἔχων δικαστὴν ὀργιζόμενον ἡδέως , εὐφυῆ κατὰ πλουσίων , εὐπαρόξυντον ἐπὶ τοὺς
5709471 Ἀχιλεα
τὸ τοιοῦτον πάθος . ὁ δὲ νοῦς : ὅστις τὸν Ἀχιλέα τρώσας τῷ ἔρωτί σου τὸν τυπέντα ἤγουν τὸν Ἀχιλέα
φασὶ , καὶ τιμωρῶν ὁ Ἀπόλλων αὐτόθι παρεσκεύασεν ἀναιρεθῆναι τὸν Ἀχιλέα . ἐλέγετο δὲ ὁ Τρωίλος φύσει εἶναι υἱὸς τοῦ
5705674 ἡταιρηκοτα
Κρατῖνος Σεριφίοις φησὶ δοῦλον καὶ πτωχόν , ἐν δὲ Ὥραις ἡταιρηκότα , εἰ ἄρα τὸν αὐτόν : Τηλεκλείδης δὲ ἐν
πᾶσαν ἔχει τὴν ἐξέτασιν ὡς ἐπὶ τούτου : νόμος τὸν ἡταιρηκότα μὴ πολιτεύεσθαι : μειράκιον ἡταιρηκὼς κωλύει ὁ στρατηγὸς πολιτεύεσθαι
5704610 δακρυοντα
σαφῶς ὅτι μηδὲν αὐτῶν ἐστιν ἰσχυρόν . Ἠλέκτρα τὸν Ὀρέστην δακρύοντα ὁρῶσα καὶ προσαγόμενον αὐτήν , τότε μὲν ᾤετο ἄνεσίν
ἦν ἐμαυτόν : εἴθε δυνατὸν ἦν ἐμαυτὸν ἄλλον γενόμενον προσβλέψαι δακρύοντα καὶ κατιδεῖν ἐν ὁποίοις κακοῖς εἰμι . τοῦτο δὲ
5701850 αὐλητην
μὲν τὸ βομβυλιὸν εἶδος μελίσσης . σημαίνει δὲ καὶ τὸν αὐλητήν , παρὰ τὸ τοῖς αὐλοῖς βομβεῖν . ἔστι δὲ
χορευτῶν στραφεὶς ἦρε τὰς χεῖρας ἀπὸ πυγμῆς πρὸς τὸν ἐπιφερόμενον αὐλητήν , τότ ' ἤδη κρότος ἐξαίσιος ἐγένετο καὶ κραυγὴ
5698301 Σοφοκλεα
ἐκματτόμενος χάριν . ὅθεν εἰπεῖν † Ἰωνικόν τινα † μόνον Σοφοκλέα τυγχάνειν Ὁμήρου μαθητήν . καὶ ἄλλοι μὲν πολλοὶ μεμίμηνταί
κακὸν ] στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν κατὰ τὸν Σοφοκλέα . ἀναπτύξαι ] ἀνακαλύψαι , δηλῶσαι . Πέρσαι ]
5694536 Μελανιππον
τε Μέγητα Θόαντά τε Μηριόνην τε καὶ Κρειοντιάδην Λυκομήδεα καὶ Μελάνιππον : βὰν δ ' ἴμεν ἐς κλισίην Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο
ἔτι δὲ ζῶντος τοῦ Τυδέος Ἀμφιάραος ὁ μάντις ἀνῃρηκὼς τὸν Μελάνιππον ἤνεγκε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ τῷ Τυδεῖ καὶ ὃς και
5692200 νεωκορου
ὑπὸ Κορνηλίου φησὶ τοῦ ἱερέως , ἀλλ ' ὑπὸ τοῦ νεωκόρου παρακρουσθῆναι τὸν Σαβῖνον . . . : Διὰ τί
ὥρᾳ . καὶ ἐγίγνετο ταῦτα ἐν Περγάμῳ ἐν τῷ τοῦ νεωκόρου τοῦ Ἀσκληπιακοῦ . πρῶτον μὲν οὖν ἐπέταξεν αἷμα ἀφελεῖν
5680462 προσποιουμενον
πονηρὸν θηρίον , ἐπ ' ὀλέθρῳ μὲν τῶν ἀδελφῶν εὔνοιαν προσποιούμενον τοῦ πατρὸς , ἔνθα δὲ μέλλοι κατὰ μόνας ταχέως
καὶ τὸ πλοῖα παρασκευαζόμενον πεζῇ τι πρᾶξαι καὶ τὸ πεζῇ προσποιούμενον ἐπιβουλεύειν κατὰ θάλατταν ἐπιχειρῆσαι . Ἱππαρχικὸν δὲ καὶ τὸ
5679721 Ἑρμοκρατην
. καὶ ὁ μὲν Διοκλῆς ἐφυγαδεύθη , τὸν δ ' Ἑρμοκράτην οὐδ ' ὣς προσεδέξαντο : ὑπώπτευον γὰρ τὴν τἀνδρὸς
περὶ ἕδρην : καὶ στραγγουριώδης ἐγένετο ἀπόστασις . ϠΠΟΥΜΥ . Ἑρμοκράτην , ὃς κατέκειτο παρὰ τὸ καινὸν τεῖχος , πῦρ
5675800 διαδικασιαν
αὐτὸν περὶ τῶν αὐτῶν οὔτε δίκας οὔτ ' εὐθύνας οὔτε διαδικασίαν οὔτ ' ἄλλο τοιοῦτ ' οὐδὲν εἶναι . χωρὶς
περὶ Μιθριδάτου , λαμπρῶς γὰρ ἀπελογήσατο , ἀλλὰ εἰ χρὴ διαδικασίαν προθεῖναι περὶ τῆς γυναικός . καὶ τοῖς μὲν ἐδόκει
5669073 γραμματευς
ψεῦδος εἴρηκα πρὸς ὑμᾶς , λαβέτω μοι τὸ ψήφισμα ὁ γραμματεύς , καὶ τὰς τῶν συμπρέσβεων μαρτυρίας ἀναγνώτω . Ἐπειδὴ
Ἐπειοῦ δειλότερος κεράμιον οἰνηρόν κυρηβάσασθαι Κἀγὼ γὰρ ἤυχουν Μητρόβιος ὁ γραμματεύς σὺν ἀνδρὶ θείῳ καὶ φιλοξενωτάτῳ καὶ πάντ ' ἀρίστῳ
5667362 Ναναρος
τινὰ τῶν πιστοτάτων ἄγγαρον παρὰ τὸν Βαβυλώνιον . Ὁ δὲ Νάναρος ἀφικομένῳ τῷ ἀγγάρῳ , καὶ ἀπαιτοῦντι Παρσώνδην , ἔξαρνος
, καὶ ἅμα ἐκέλευσε τῷ ἀνδρὶ , εἰ μὴ παραδῷ Νάναρος τὸν Παρσώνδην , λαβόμενον τῆς ζώνης ἄγειν αὐτὸν ἐπὶ
5662295 Ἀστυφιλος
, καὶ διῃτᾶτο παρ ' ἡμῖν τὸν ἅπαντα χρόνον ὁ Ἀστύφιλος καὶ ἐπαιδεύθη ὑπὸ τοῦ πατρὸς τοῦ ἐμοῦ . Καὶ
. . . οὗτοι μέντοι ἀκριβῶς εἰδότες ὅτι οὐκ ἐποιήσατο Ἀστύφιλος τὸν Κλέωνος ὑόν , πολλάκις ἐληλυθότι αὐτῷ οὐδεπώποτε κεκρεανομήκασι
5661031 Θρασυβουλῳ
' ἔσλος οὐδὲ τίμιος . ἔνιοι δέ φασιν ὑπὸ Περιάνδρου Θρασυβούλῳ τῷ Μιλησίων τυράννῳ πλοῖον ἔμφορτον ἀποσταλῆναι : τοῦ δὲ
. οὗτος μὲν οὖν ἄρξας ἔτη ἕνδεκα κατέλιπε τὴν βασιλείαν Θρασυβούλῳ τῷ ἀδελφῷ , ὃς ἦρξε Συρακοσίων ἐνιαυτὸν ἕνα .
5660747 ἐξωτατον
ἑτέρου . οὕτως οὖν ἀκουστέον : τὸν νοῦν εἰς τὸ ἐξώτατον ἐξήγαγε . τί γὰρ ὄφελος ἦν καταλιπεῖν αὐτὸν τὸ
ἑβδόμην τε καὶ ὀγδόην . πάλιν προσέλαβον ὑπὲρ τὴν ὑπάτην ἐξώτατον φθόγγον ἕνα , βαρύτατον τῶν ὄντων , ὃν ἐκ
5654252 ἀκυρον
ἐὰν μὲν δοῦλον εἴτε αὑτοῦ εἴτε ἀλλότριον , ἀτελῆ καὶ ἄκυρον γίγνεσθαι τὴν δίκην , ἐὰν δὲ ἐλεύθερον , πρὸς
ὃν οὐδὲ στέρησιν ὅλως , ἀλλὰ καὶ τὸ μηδαμῆ μηδαμῶς ἄκυρον τῆς αὐτοῦ σημασίας : ὂν γὰρ τοῦτο καὶ ἡ
5641513 Κριτωνος
τῶν τοιούτων , χρείαν δέ τινα ἀποπληρούντων ὡς ἐπὶ τοῦ Κρίτωνος . εἰ δὲ ἀπὸ πραγμάτων ποιοῖτο τὰς ἐπιγραφάς ,
ἀπαρεῖς , ἥξεις δὲ εἰς Θετταλίαν παρὰ τοὺς ξένους τοὺς Κρίτωνος ; ἐκεῖ γὰρ δὴ πλείστη ἀταξία καὶ ἀκολασία ,
5639563 Ὑπερειδην
τῶι ἕκτωι διαλαμβάνει ὅπως ἐξ Ἀθηνῶν οἱ ἀμφὶ Δημοσθένην καὶ Ὑπερείδην ἔφυγον Ἀριστόνικός τε ὁ Μαραθώνιος καὶ Ἱμεραῖος ὁ Δημητρίου
τῷ Καλλίππῳ καὶ τοῖς ἀνταγωνισαμένοις ζημίας ὑπὸ Ἠλείων , ἀποστέλλουσιν Ὑπερείδην Ἀθηναῖοι πείσοντα Ἠλείους ἀφεῖναί σφισι τὴν ζημίαν : ἀπειπόντων
5638434 Κηφισοφωντος
σπερμάτων καὶ τῷ διὰ δαφνίδων καὶ τῷ Πολυαρχίῳ καὶ τῷ Κηφισοφῶντος καὶ τοῖς ὁμοίοις , ἐγκαθισμάτων τε καὶ πυριῶν τοῖς
Φορμίων Ἀπολλόδωρον ἀνοίγειν τὸ γραμματεῖον , ὃ παρεῖχεν Ἀμφίας ὁ Κηφισοφῶντος κηδεστής , Ἀπολλόδωρον δ ' οὐκ ἐθέλειν ἀνοίγειν .
5638272 ἀντωμοσια
ἀπαντήσας ὁ διωκόμενος ἐπὶ τὴν κρίσιν καταδιαιτηθῇ . ἀντωμοσίαν . ἀντωμοσία ἐπὶ δίκῃ λέγεται , διὰ τὸ ὀμνύναι ἑκατέρους ,
ὕστερον . καὶ ἔστιν οὕτως ἔχον . ἡ δ ' ἀντωμοσία τῆς δίκης τοῦτον εἶχε τὸν τρόπον : ἀνάκειται γὰρ
5637968 Μενωνα
ὄττι τάχιστα κράτηρα . . . κέλομαί τινα τὸν χαρίεντα Μένωνα κάλεσσαι , αἰ χρῆ συμποσίας ἐπόνασιν ἔμοιγε γένεσθαι ἄλλοτα
ὀνομάζειν ἀλλὰ τοὺς πολλοὺς διαμαρτάνοντας αὐτοῦ , οἷον Θρασύμαχον ἢ Μένωνα . ἀλλ ' ἔλεγε , ὡς ἔοικεν , αὑτὸν
5636519 γελασαντα
Φύλαρχος δ ' ἐν τῇ πρώτῃ καὶ εἰκοστῇ τῶν ἱστοριῶν γελάσαντα τὸν Φίλιππον ἐπὶ τούτῳ καλέσαι τε ἐπὶ δεῖπνον τὸν
συμβαίνει τοῖς περιπαθοῦσι , τὸν δὲ Θαλῆν ἐπιλαβόμενον αὐτοῦ καὶ γελάσαντα : ” ταῦτά τοι , φάναι , ὦ Σόλων
5636456 εἰσελθοντα
ἐξεῖναι ἕνα τῶν Φρίξου ἀπογόνων εἰσιέναι εἰς τὸ πρυτανεῖον , εἰσελθόντα δέ τινα ἀκουσίως θύεσθαι τῷ προειρημένῳ Διί . υἷ
λευκοτάτην ἐνσκευασάμενος , τοῖς δὲ φίλοις φοινικᾶς κελεύσας λαβεῖν , εἰσελθόντα τὸν Αἴσωπον τὴν προτέραν αὖθις πεῦσιν ἐπύθετο . καὶ
5633028 δελφινα
: καὶ , τὴν ἀδιάσπαστον συμπλοκὴν τῶν ἀμιῶν πρὸς τὸν δελφῖνα . Ἀργαλέων : λυπηρῶν . ἁρπαλέων : ἁρπακτικῶν .
τὴν νῆσον ἐξῆλθεν . ἐπιστραφεὶς δὲ ὁ θύννος καὶ τὸν δελφῖνα λειποψυχοῦντα θεασάμενος ἔφη : „ ἀλλ ' ἔμοιγε οὐκέτι
5619920 ἐρωτησαντα
ἀνεπαχθῶς καὶ οὐκ ἤλεγχε τὸν ἁμαρτάνοντα . Πρὸς μέντοι τὸν ἐρωτήσαντα πηνίκα ἔξεισιν , Τίς γὰρ ἄν , ἔφη ,
, ἀκούσας καὶ μαθὼν καὶ ἐκμελετήσας ἰέναι πάλιν ἐπὶ τὸν ἐρωτήσαντα , ἀναμαχούμενος τὸν λόγον . νῦν οὖν , ὃ
5619858 Φωκιωνα
φίλοι , τῇ τῶν ἀνθρώπων ἀγριότητι , εἴγε καὶ Ἀθηναῖοι Φωκίωνα τὸν χρηστὸν ἔρριψαν ἄταφον . καὶ Ὀλυμπιὰς δὲ ἔκειτο
. , . Δημοσθένης λέγων ποτὲ ἐπ ' ἐκκλησίας καὶ Φωκίωνα ἰδὼν ἐρχόμενον εἶπεν : Ἡ τῶν ἐμῶν λόγων σφυρὰ
5619821 Ἐπαινετον
δὲ καὶ στόλον τὸν συλληψόμενον τοῦ πολέμου , ναύαρχον ἐπιστήσας Ἐπαινετόν . ὁ δὲ Ἄγις ἐνεργῶς διαπολεμήσας τοῖς ἀφεστηκόσιν ἐκυρίευσε
δὲ καὶ στόλον τὸν συλληψόμενον τοῦ πολέμου , ναύαρχον ἐπιστήσας Ἐπαινετόν . ὁ δὲ Ἄγις ἐνεργῶς διαπολεμήσας τοῖς ἀφεστηκόσιν ἐκυρίευσε
5619652 Παλαμηδην
ὅτι ἡ δίκη πρὸς αὐτοῦ ἔσται . Ἔστι καὶ τὸν Παλαμήδην ἰδεῖν , ἀμπελουργέ , καθάπερ καὶ τὸν Νέστορα εἶδον
ὁ Ναύπλιος * . πτόρθου διαρραισθέντος : πτόρθον λέγει τὸν Παλαμήδην διὰ τὸ ἀκμαῖον . ἐν Μηθύμνῃ δὲ τέθαπται ὁ
5619568 ῥηθεντι
ἀπόλογον . ἀντιπαρατείνεται οὖν τῷ Ἀλκινόου λόγῳ ὑπὸ τοῦ Ὀδυσσέως ῥηθέντι ὁ ὑπὸ τοῦ Ἠρός . πλὴν ἐκεῖ μὲν ὁ
. Ἀπόλλων δέ τις χρησμολόγος καὶ μάντις ὑπάρχων ἐν τῷ ῥηθέντι ἱερῷ τοῦ Ἡλίου μαντικοὺς εἶπε γενέσθαι τοὺς παῖδας ,
5618827 Εὐμολπον
πέμπτον γεγονότα . Εὐμόλπου γὰρ γενέσθαι Κήρυκα : τοῦ δὲ Εὔμολπον : τοῦ δὲ Ἀντίφημον : τοῦ δὲ Μουσαῖον τὸν
, τὴν κεφαλὴν ὑπὸ Ἡφαίστου διαιρεῖται , κατὰ δὲ τὸν Εὔμολπον ἢ τὸν συνθέντα ταῦτα ποιητὴν ὑπὸ Παλαμάονος . .
5614219 Σμυρναιον
τοῖς σίτου ἀποροῦσιν οἱ ὄροβοι , ἐπὶ Νικήτην ἴωμεν τὸν Σμυρναῖον . οὗτος γὰρ ὁ Νικήτης παραλαβὼν τὴν ἐπιστήμην ἐς
τῷ μεγέθει τῆς φύσεως . οἱ μὲν γὰρ ἔφασαν γενέσθαι Σμυρναῖον , οἱ δὲ Χῖον , οἱ δὲ Κολοφώνιον ,
5612411 Δεινιαν
μὲν οὐκ ἐδαισάμην . Ἔνιοί φασι σταδιεῖς αὐτόν τε τὸν Δεινίαν καὶ τὸν πατέρα καὶ τοῦτο βλέποντα τὸν Πίνδαρον Δείνιδος
“ ἦν δ ' ἐγώ , ” ὃν λέγεις τὸν Δεινίαν : αἰκάλλει δ ' οὖν με τοὔνομα . “

Back