λέγειν . Πικρόν ἐστι θρέμμ ' ἐν οἰκίᾳ γέρων . Οὐδεὶς πονηρὸν πρᾶγμα χρηστὸς ὢν ποιεῖ . Ὡς ἡδὺ συνέσει | , ἀλλὰ κληθήσεται Ἰωάννης . καὶ εἶπαν πρὸς αὐτὴν ὅτι Οὐδείς ἐστιν ἐκ τῆς συγγενείας σου ὃς καλεῖται τῷ ὀνόματι |
† ἐργάζεται . Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου . Οὐδεὶς ὃ νοεῖς μὲν οἶδεν , ὃ δὲ ποιεῖς βλέπει | εἰσιν ; οὐδείς σε κατέκρινεν ; ἡ δὲ εἶπεν , Οὐδείς , κύριε . εἶπεν δὲ ὁ Ἰησοῦς , Οὐδὲ |
τωθαστικός , καγχαστής , ἄπληστος , συρφετώδης , χαῦνυς , πάροινος ἔξοινος , ὑγρός , σφαλερός , δυσόργητος , μεθύων | Ἀβαδδὼν καὶ ἐν τῇ Ἑλληνικῇ ὄνομα ἔχει Ἀπολλύων . Ἡ οὐαὶ ἡ μία ἀπῆλθεν : ἰδοὺ ἔρχεται ἔτι δύο οὐαὶ |
διδόναι κέκριται , Ἀντιφάνης ἐν Λυδῷ εἴρηκε : Κολχὶς ἄνθρωπος πάροινος . σὺ δὲ παροινῶν καὶ μεθύων οὐδέπω κόρον ἔχεις | ὑμῖν τοῖς πλουσίοις , ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν . οὐαὶ ὑμῖν , οἱ ἐμπεπλησμένοι νῦν , ὅτι πεινάσετε . |
τοῦ Διὸς μαλακισθήσομαι καὶ θηλύνους γενήσομαι , ἤτοι θῆλυς καὶ ἄνανδρος τὸν νοῦν , καὶ παρακαλέσω τὸν ἐμοὶ μεγάλως μισούμενον | ὑμῶν . ὄφεις γεννήματα ἐχιδνῶν , πῶς φύγητε ἀπὸ τῆς κρίσεως τῆς γεέννης ; διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω πρὸς |
τὰ γυναικῶν πράττειν . ἀποτῆξαι λιμῷ : οἷον ἀποκτεῖναι . ἄνανδρος γυνή : ἡ μὴ ἔχουσα ἄνδρα . ἁπλούστατος : | ἐλέγξει τὸν κόσμον περὶ ἁμαρτίας καὶ περὶ δικαιοσύνης καὶ περὶ κρίσεως : περὶ ἁμαρτίας μέν , ὅτι οὐ πιστεύουσιν εἰς |
' εὖ οἶδ ' ὅτι οὐδεὶς οὕτω τολμηρὸς ἔσται οὐδὲ ἀπονενοημένος ἄνθρωπος . ὡς δὲ καταφανὲς ὑμῖν ἔσται , ὦ | καὶ ἀπελθὼν ἐκρύβη ἀπ ' αὐτῶν . Τοσαῦτα δὲ αὐτοῦ σημεῖα πεποιηκότος ἔμπροσθεν αὐτῶν οὐκ ἐπίστευον εἰς αὐτόν , ἵνα |
παρακινδυνευτικός , ἐθελοκίνδυνος , ῥᾳδιουργός , θερμουργός , ἰταμός , ἀπονενοημένος , παραβεβλημένος : τὸ γὰρ λεουργὸς παρὰ Ξενοφῶντι φορτικόν | ἀπὸ θεοῦ ἐλήλυθας διδάσκαλος : οὐδεὶς γὰρ δύναται ταῦτα τὰ σημεῖα ποιεῖν ἃ σὺ ποιεῖς , ἐὰν μὴ ᾖ ὁ |
φοβεῖσθαι . Ἀδίκοις φίλοισιν ἢ κακοῖς μὴ συμπλέκου . Ἀνὴρ ἄβουλος ἡδοναῖς θηρεύεται . Ἄλυπον ἄξεις τὸν βίον χωρὶς γάμου | ἃ προσέταξεν Μωϋσῆς , εἰς μαρτύριον αὐτοῖς . ὁ δὲ ἐξελθὼν ἤρξατο κηρύσσειν πολλὰ καὶ διαφημίζειν τὸν λόγον , ὥστε |
τοὺς καιροὺς παριείς , ἀπερίσκεπτος , ἀπροόρατος , ἀπρονόητος , ἄβουλος , κακόβουλος , ἄπορος γνώμης , ἀπρόοπτος , ἀμήχανος | δὲ ἀνίπτοις χερσὶν φαγεῖν οὐ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον . Καὶ ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ |
τῶν ὁμοιοτήτων δύναται παράγειν , πῶς δὲ ὁ τῆς ἀληθείας ἀνεπιστήμων ἄτακτός ἐστι . Τριῶν δὲ ὄντων τούτων , εὑρέσεως | Ἰωάννης ἐδίδαξεν τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ . εἶπεν δὲ αὐτοῖς , Ὅταν προσεύχησθε , λέγετε , Πάτερ , ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά |
κατὰ μετάληψιν : μεταλαμβάνει γὰρ ἀντὶ τοῦ οὐκ ἰατρὸς τὸ ἀνεπιστήμων . ὅταν ὁ ῥήτωρ κτλ . . τριττὸς ὁ | ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων . Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ |
θρασύς , δειλός , ἄρρωστος , ἄδικος , ἀνόσιος , ἀγνώμων , ἀνεπιεικής , μικρόψυχος , ἀσεβής , δυσσεβής , | ὡς ἕκτη . καὶ λέγει τοῖς Ἰουδαίοις , Ἴδε ὁ βασιλεὺς ὑμῶν . ἐκραύγασαν οὖν ἐκεῖνοι , Ἆρον ἆρον , |
ἐκείνου παρελόμενος αὐτὸς ἐπεγράφη τῷ κατορθώματι . ὡς εἴ τις ἀγνώμων ἀνὴρ ἐπ ' αὐτῷ ἀμητῷ ἐκ τῆς ἅλω ἐκβαλὼν | : εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι κυρίου , καὶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ . εὑρὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν |
καὶ τοῦτο φέρει τὸ θέαμα : καὶ γάρ πως καὶ φιλοστρατιώτης ἡμῖν λίαν ὑπὸ τῆς ποιήσεως ἐκεῖνος δείκνυται : λυπεῖ | καὶ καθὼς ἠκούσατε ὅτι ἀντίχριστος ἔρχεται , καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν : ὅθεν γινώσκομεν ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστίν . |
καμόντι ἤρκει καὶ ὁρμωμένῳ πρὸς κάματον οὐκ ἦν κώλυμα . φιλοστρατιώτης δὲ ὢν διαφερόντως στρατιώταις οὐκ ἐχαρίζετο , ἀλλὰ πᾶσάν | ἄφθαρτον κήρυγμα τῆς αἰωνίου σωτηρίας . ἀμήν . 〛 Ἐπειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρησαν ἀνατάξασθαι διήγησιν περὶ τῶν πεπληροφορημένων ἐν ἡμῖν πραγμάτων |
χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται | τῇ ὁδῷ τοῦ Βαλαὰμ τοῦ Βοσόρ , ὃς μισθὸν ἀδικίας ἠγάπησεν ἔλεγξιν δὲ ἔσχεν ἰδίας παρανομίας : ὑποζύγιον ἄφωνον ἐν |
χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται | ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου . ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτὸν καὶ εἶπεν αὐτῷ , Ἕν σε ὑστερεῖ : |
μετὰ δόλου ἔλαβεν , ἴσως ἂν εἴποι τις , οὐκ ἐπαινετός . Τί οὖν φησι : καὶ εὐλογημένος ἔστω ; | πόλεων . καὶ ὁ ἕτερος ἦλθεν λέγων , Κύριε , ἰδοὺ ἡ μνᾶ σου ἣν εἶχον ἀποκειμένην ἐν σουδαρίῳ : |
ὁ δὲ ἐλεεινός : ὁ μὲν ἐπάρατος , ὁ δὲ ἐπαινετός : ὁ μὲν μοιχικός , ὁ δὲ νόμιμος . | ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ , καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθήσεσι λευκαῖς , οἳ |
θεοὺς ἐράων , ἢ ψεῦδος ὀμόσσῃς ; ἀλλ ' οὔτε μισολόγος οὕτως οὐδείς , ὡς τούτων γε εἵνεκα τὴν τῶν | αὐτὸν ἐνώπιον τοῦ παραδείσου καὶ θεωρεῖ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἣν μέλλει λαβέσθαι καὶ λέγει : Κύριε , Κύριε , ἂς |
καὶ μὴ ἔστιν ἡ ἀσοφία , πανοῦργος , ἀμαθής , μισολόγος , ἄνους , ἀνόητος , ἀλόγιστος , εἰ καὶ | αὐτῷ ὅσα ἠθέλησαν : οὕτως καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μέλλει πάσχειν ὑπ ' αὐτῶν . τότε συνῆκαν οἱ μαθηταὶ |
καὶ μετρίως διεθέμην , ὡς μήτε ὑπέρφρων μήτ ' αὖ κατεπτηχὼς δόξαι , νεώτερα δὲ οὐδ ' ἐπὶ Νέρωνα ἐνεθυμήθην | αὐτήν . πάντες γὰρ οἱ προφῆται καὶ ὁ νόμος ἕως Ἰωάννου ἐπροφήτευσαν : καὶ εἰ θέλετε δέξασθαι , αὐτός ἐστιν |
ὁ ἐκ τοῦ πονεῖν καὶ ἐργάζεσθαι ζῶν , πτωχὸς δὲ κατεπτηχὼς καὶ προσαιτῶν . ἦλθε δ ' ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος | , Τί αἰτήσωμαι ; ἡ δὲ εἶπεν , Τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτίζοντος . καὶ εἰσελθοῦσα εὐθὺς μετὰ σπουδῆς πρὸς |
ἀφαρὶ λέγουσι τὸ ἐσπουδασμένως καὶ ἀπερισκέπτως . Αἱμύλος , ὁ πανοῦργος . παρὰ τὸ δαίω , δαίσω , δαίμων ὁ | ἡ ἀγγελία ἣν ἠκούσατε ἀπ ' ἀρχῆς , ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους : οὐ καθὼς Κάϊν ἐκ τοῦ πονηροῦ ἦν καὶ |
ἔφυσας , διὰ ταῦτα καὶ βρέφος ἀξιοῖς νομίζεσθαι γέρων καὶ πανοῦργος ὤν ; Τί δαί σε μέγα ἠδίκησα ὁ γέρων | καὶ πατέρα τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ . Διὸ προσλαμβάνεσθε ἀλλήλους , καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς προσελάβετο ὑμᾶς , εἰς |
ἐξώλης κακόνους ἀσύμμετρος ἀκαιρολόγος μακρήγορος ἀδολέσχης ἀερόμυθος κόλαξ νωθὴς ἀπερίσκεπτος ἀπροόρατος ἀπρονόητος ὀλίγωρος ἀπαράσκευος ἀπειρόκαλος | πλημμελὴς σφαλλόμενος διαπίπτων ἀδιοίκητος | τοῦ σωτῆρος ἡμῶν θεοῦ , Τίτῳ γνησίῳ τέκνῳ κατὰ κοινὴν πίστιν : χάρις καὶ εἰρήνη ἀπὸ θεοῦ πατρὸς καὶ Χριστοῦ |
. Οὕτω Πλούταρχος . . ΚΡΟΝΙΩΝ . Ἡ ἀφανὴς καὶ ἀπροόρατος Εἱμαρμένη , ἡ κοροῦσα καὶ μελαίνουσα τὸν νοῦν , | κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισεν , πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν . Ἀκούσαντες δὲ |
. Τί οὖν ὁ πρᾶος καὶ εὔχαρις μηδὲ φιλοχρήματος μηδὲ βάσκανος ; ἆρα εἰ φιλόδοξος εἴη καὶ πάνυ τοῦ πρωτεύειν | μετὰ τοῦ πατρός μου ἐν τῷ θρόνῳ αὐτοῦ . ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις . |
τὴν σύμπνοιαν διασπᾶν , καὶ ἔτι μᾶλλον τὸ μὴ ἴσθι βάσκανος , ἀλλὰ φιλάνθρωπος καὶ κοινωνικός . ἐκ δὲ τούτου | . καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος , ἔχων ὑπ ' ἐμαυτὸν στρατιώτας , καὶ λέγω τούτῳ , |
αἰσχρουργὸς αἰσχροπαθὴς ἀχρώματος ἄμετρος ἄπληστος ἀλαζὼν δοκησίσοφος αὐθάδης βάναυσος βάσκανος φιλεγκλήμων δύσερις διάβολος χαῦνος ἀπατεὼν ἀγύρτης εἰκαῖος ἀμαθὴς ἀναίσθητος ἀσύμφωνος | εἶπεν ὅτι Προφήτης ἐστίν . Οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι ἦν τυφλὸς καὶ ἀνέβλεψεν , ἕως ὅτου |
συμμάχοις χρώμενοι ταῖς λογικαῖς . ἐὰν μέντοι τις βάσκανος καὶ φιλεγκλήμων αἰτιώμενος φάσκῃ : πῶς οὖν ποιμενικὴν τέχνην διαπονοῦντες καὶ | . Τούτων δὲ πορευομένων ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς λέγειν τοῖς ὄχλοις περὶ Ἰωάννου , Τί ἐξήλθατε εἰς τὴν ἔρημον θεάσασθαι ; |
εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ οὐ λήθην ἕξει τῆς βλάβης , | καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ ῥήματα τῆς ζωῆς ταύτης . ἀκούσαντες δὲ εἰσῆλθον ὑπὸ τὸν |
εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ οὐ λήθην ἕξει τῆς βλάβης , | δὲ αὐτῶν παρεκάλουν εἰς τὸ μεταξὺ σάββατον λαληθῆναι αὐτοῖς τὰ ῥήματα ταῦτα . λυθείσης δὲ τῆς συναγωγῆς ἠκολούθησαν πολλοὶ τῶν |
ἐλάττους αὑτοὺς εἶναι προσομολογοῦσιν . ὁ μὲν οὖν ὑπερήφανος καὶ ὑπερόπτης ἐστίν , ὁ δ ? ' ὑπερόπτης [ ] | νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθεν λυπούμενος , ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά . Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ , |
, . ἀγέρωχος : γαῦρος , σεμνός , θρασύς , ὑπερόπτης . , . . , . ἀγεωργίου δικάζεσθαι : | καὶ ταῖς προσευχαῖς . Ἐγίνετο δὲ πάσῃ ψυχῇ φόβος , πολλά τε τέρατα καὶ σημεῖα διὰ τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο . |
σὲ δ ' αὐτόγνωτος ὤλες ' ὀργά . Ἄκλαυτος , ἄφιλος , ἀνυμέναιος ταλαί - φρων ἄγομαι τάνδ ' ἑτοίμαν | αὐτὸν στῦλον ἐν τῷ ναῷ τοῦ θεοῦ μου , καὶ ἔξω οὐ μὴ ἐξέλθῃ ἔτι , καὶ γράψω ἐπ ' |
εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος | ἐγερθῇ ὁ οἰκοδεσπότης καὶ ἀποκλείσῃ τὴν θύραν , καὶ ἄρξησθε ἔξω ἑστάναι καὶ κρούειν τὴν θύραν λέγοντες , Κύριε , |
, οὐ τροφήν . δειπνῶν δὲ πᾶς τἀλλότρια γίνετ ' ὀξύχειρ κοὐκ ἐγκρατής : τοῖς δὴ τοιούτοις βρώμασιν τὰ φάρμακα | , καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾷ , εἶτα τοῖς δώδεκα : ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ , ἐξ ὧν οἱ |
, οὐ τροφήν . δειπνῶν δὲ πᾶς τἀλλότρια γίνετ ' ὀξύχειρ κοὐκ ἐγκρατής . τοῖς δὴ τοιούτοις βρώμασιν τὰ φάρμακα | . ἡ δὲ ἄνωθεν σοφία πρῶτον μὲν ἁγνή ἐστιν , ἔπειτα εἰρηνική , ἐπιεικής , εὐπειθής , μεστὴ ἐλέους καὶ |
γάρ , πολὺς καὶ τολμηρός ἐστιν ἅνθρωπος , καὶ οὕτως κακοῦργος , ὥστε περὶ ὧν ἂν μὴ ἔχῃ μαρτυρίας παρασχέσθαι | εἷς παρεστηκὼς τῶν ὑπηρετῶν ἔδωκεν ῥάπισμα τῷ Ἰησοῦ εἰπών , Οὕτως ἀποκρίνῃ τῷ ἀρχιερεῖ ; ἀπεκρίθη αὐτῷ Ἰησοῦς , Εἰ |
φησὶ τὴν ἀπροσδοκήτως πάντας ἀμυνομένην : τινὲς οὕτως : οἰμωζέτω κακοῦργος ὢν μετὰ ἡσύχου προνοίας : τοῖς σχήμασι ταπεινοὶ ἕζοντο | αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον . Οὕτως καὶ ὁ πατήρ μου ὁ οὐράνιος ποιήσει ὑμῖν ἐὰν |
γὰρ πάλιν ἀναβλέψαι . Τί φῄς ; Ἅνθρωπος οὗτός ἐστιν ἄθλιος φύσει . Ὁ Ζεὺς μὲν οὖν οἶδ ' ὡς | Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν . πλὴν καὶ ὑμεῖς οἱ καθ ' ἕνα ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα οὕτως ἀγαπάτω ὡς |
θ ἀρτίφρων ] ἐν αἰσθήσει γεγονώς . Ξ μέλεος ] ἄθλιος . ἀθλίων ] τῶν παρανόμων . ἀθλίων ] τῶν | τις ἦν πλούσιος , καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ ' ἡμέραν λαμπρῶς . πτωχὸς δέ τις ὀνόματι Λάζαρος |
ἀλλὰ κατὰ τοὺς κίμβικας καὶ σκιφοὺς διακείμενος : ὁ δὲ φιλοκερδὴς εἰς ταὐτὸν ἥκει τῷ ἀνελευθέρῳ : εἰκὸς γὰρ τὸν | . ὑμῖν δὲ λέγω τοῖς λοιποῖς τοῖς ἐν Θυατίροις , ὅσοι οὐκ ἔχουσιν τὴν διδαχὴν ταύτην , οἵτινες οὐκ ἔγνωσαν |
τὴν ὀφειλομένην δοθῆναί μοι παρ ' ὑμῶν δωρεάν , οὐ φιλοκερδὴς οὐδὲ μικρολόγος τις ὢν οὐδὲ ἐπὶ μισθῷ τὴν πατρίδα | πολλοὺς γὰρ ἐθεράπευσεν , ὥστε ἐπιπίπτειν αὐτῷ ἵνα αὐτοῦ ἅψωνται ὅσοι εἶχον μάστιγας . καὶ τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα , |
ἐμέλαινε τὰς ἑαυτοῦ τρίχας , σιμὸς ὢν καὶ μέλας , αἰσχρὸς καὶ κλέπτης . Λυσιστράτου πλοῦτον πλουτεῖς : ἐπὶ τῶν | καὶ φυλάξει ἀπὸ τοῦ πονηροῦ . πεποίθαμεν δὲ ἐν κυρίῳ ἐφ ' ὑμᾶς , ὅτι ἃ παραγγέλλομεν [ καὶ ] |
κύρι ' εἶναι σκοποῦμεν ; ἀλλ ' ὁ λόγος πρῶτον αἰσχρὸς [ τοῖς σκοπουμένοις ] , εἴ τις ἀκούσειεν ὡς | , καὶ κατέστησεν αὐτὸν ἡγούμενον ἐπ ' Αἴγυπτον καὶ [ ἐφ ' ] ὅλον τὸν οἶκον αὐτοῦ . ἦλθεν δὲ |
, ἅμ ' ἔργον : ἐπὶ τῶν ὀξέως ἀνυομένων . Ἀνὴρ ὁ φεύγων οὐ μένει κτύπον λύρας : ἐπὶ τῶν | καὶ ἐκλογὴν ποιεῖσθαι : ταῦτα γὰρ ποιοῦντες οὐ μὴ πταίσητέ ποτε : οὕτως γὰρ πλουσίως ἐπιχορηγηθήσεται ὑμῖν ἡ εἴσοδος εἰς |
. ἀλλ ' ὅγε πάντοθεν ἶσος κτλ . = . Ἀνὴρ γὰρ ἕλκων οἶνον , ὡς ὕδωρ ἵππος , Σκυθιστὶ | χαρίσματα καὶ ἡ κλῆσις τοῦ θεοῦ . ὥσπερ γὰρ ὑμεῖς ποτε ἠπειθήσατε τῷ θεῷ , νῦν δὲ ἠλεήθητε τῇ τούτων |
δύναται γάρ , Παλλὰς Ἀθηναίη : σὲ δ ' ὀδυρομένην ἐλεαίρει : ἣ νῦν με προέηκε τεῒν τάδε μυθήσασθαι . | κατέναντι τοῦ ἱεροῦ ἐπηρώτα αὐτὸν κατ ' ἰδίαν Πέτρος καὶ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης καὶ Ἀνδρέας , Εἰπὸν ἡμῖν πότε ταῦτα |
. . ὅς σευ ἄνευθεν ἐὼν μέγα κήδεται ἠδ ' ἐλεαίρει : ἀστερίσκος ὅτι ἐνταῦθα ὑγιῶς λέγεται , ἐκεῖ δὲ | φίλε θεοῦ , ἁμαρτωλῶν ἀμετανοήτων θεὸς οὐκ εἰσακούει . Ὁ Ἰάκωβος λέγει πρὸς αὐτόν : Θεολόγε Ἰωάννη , ἀνάγγειλόν μοι |
συνεσταλμένος , κατεπτηχώς , ἀγεννής , εὐλαβής , περίφοβος , φιλόψυχος φιλοσώματος , ἄτολμος , καταπλήξ : ὁ γὰρ ἄψυχος | εἰς τὴν νεφέλην . καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα , Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἐκλελεγμένος , |
οὕτως ἀωρὶ τοῦ παντὸς χρόνου μελῳδῶν . εἶτα φῂς εἶναι φιλόψυχος καὶ καταψεύδει σαυτοῦ . καὶ τίς ὦ πρὸς θεῶν | φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς , καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα , Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός , |
. Ὦ βασιλεῦ , ὁρέω σε ἀνδρὸς ἐνδεκόμενον λόγους ὃς φθονέει τοι εὖ πρήσσοντι ἢ καὶ προδιδοῖ πρήγματα τὰ σά | τὸν βασιλέαν τῶν ὄλων ὑποδεξόμεθα . Τότε ὁ ὀφθαλμός σου μήτε ὅθεν μήτε κὴνθεν ἐπάρεται , ἐκ τοῦ ἀγίου θυσιἀστιρίου |
: παρὰ τὸ Ἡσιόδου [ . ] καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ : ναυτίλους θοαί : καὶ δύο | μὴ πνέῃ ἄνεμος ἐπὶ τῆς γῆς μήτε ἐπὶ τῆς θαλάσσης μήτε ἐπὶ πᾶν δένδρον . καὶ εἶδον ἄλλον ἄγγελον ἀναβαίνοντα |
ἀπόρου σχήματος καὶ ματαία ἡ σκέψις διότι οὔτε ἀλαζὼν οὔτε ἀνόητος ἀρετή , οἷοι δὴ καὶ τυφλοὶ πόνοι πάντες οἱ | παρεκάλει ὁ Παῦλος ἅπαντας μεταλαβεῖν τροφῆς λέγων , Τεσσαρεσκαιδεκάτην σήμερον ἡμέραν προσδοκῶντες ἄσιτοι διατελεῖτε , μηθὲν προσλαβόμενοι : διὸ παρακαλῶ |
Ὑπέρβολος ὁ λυχνοποιὸς καὶ Διοκλῆς ὁ λωποδύτης καὶ Μελιτίδης ὁ ἀνόητος . Καὶ τί σοι λέγομεν τὸν Ἀπόλλω ; ὁρᾷς | σπόρον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ καθεύδῃ καὶ ἐγείρηται νύκτα καὶ ἡμέραν , καὶ ὁ σπόρος βλαστᾷ καὶ μηκύνηται ὡς οὐκ |
ὁ Δημόκριτος δὲ φλεβοπαλίην καλεῖ τὴν τῶν ἀρτηριῶν κίνησιν . φλαῦρος : πανταχοῦ τὸ φλαῦρον ἐπὶ τοῦ κακοῦ τάσσει . | οἶδα αὐτόν , ὅτι παρ ' αὐτοῦ εἰμι κἀκεῖνός με ἀπέστειλεν . Ἐζήτουν οὖν αὐτὸν πιάσαι , καὶ οὐδεὶς ἐπέβαλεν |
μὲν φαύλοις ] τοῖς εὐτελέσι , ἤγουν τοῖς φαύλοις . φλαῦρος δὲ λέγεται ὁ πονηρός . ἄγειν ] τὸ μὲν | κακοῦ : εἰ δὲ καλῶς , τί με δέρεις ; ἀπέστειλεν οὖν αὐτὸν ὁ Ἅννας δεδεμένον πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα |
ἥλιον , σελήνην , σῦκα καὶ μῆλα . ἔδοξε γοῦν ἠλίθιος ταῦτα ἐξισῶν ἡλίῳ . Ἡ ἀφύη πῦρ : ἐπὶ | καὶ ὁ Χριστός , ἅπαξ προσενεχθεὶς εἰς τὸ πολλῶν ἀνενεγκεῖν ἁμαρτίας , ἐκ δευτέρου χωρὶς ἁμαρτίας ὀφθήσεται τοῖς αὐτὸν ἀπεκδεχομένοις |
καὶ πάντα τὰ συμβεβηκότα τοῖς μορίοις τοῦ λόγου πολυπραγμονῶν ; ἠλίθιος μέντἂν εἴη εἰς τοσαύτην σκευωρίαν καὶ φλυαρίαν ὁ τηλικοῦτος | τὸν κάμνοντα , καὶ ἐγερεῖ αὐτὸν ὁ κύριος : κἂν ἁμαρτίας ᾖ πεποιηκώς , ἀφεθήσεται αὐτῷ . ἐξομολογεῖσθε οὖν ἀλλήλοις |
τοῦ θεοῦ καὶ τὸν νόμον αὐτοῦ „ , παρελθὼν ὁ δοκησίσοφος Ἰοθόρ , τῶν μὲν θείων ἀμύητος ἀγαθῶν , τοῖς | . Καὶ ἤρξαντό τινες ἐμπτύειν αὐτῷ καὶ περικαλύπτειν αὐτοῦ τὸ πρόσωπον καὶ κολαφί - ζειν αὐτὸν καὶ λέγειν αὐτῷ , |
, Ἀντιφῶν δὲ καὶ εἴσοπτοι . . . . . δοκησίσοφος , ὡς Ἀ . ἔφη . . . δυσάνιος | ἐστὶν καὶ οὐ ποιητής , οὗτος ἔοικεν ἀνδρὶ κατανοοῦντι τὸ πρόσωπον τῆς γενέσεως αὐτοῦ ἐν ἐσόπτρῳ : κατενόησεν γὰρ ἑαυτὸν |
παθεῖν ὑποπτεύειν τὸ δρᾶσαι δύνασθαι . τί τοίνυν ; ὁ φαρμακεύς ἐστι λῃστὴς ὡμολογημένος προτείνων τέχνην ἀδικημάτων , ἄσκησις ἐπιβουλῆς | ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον ὅπου ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο . καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ , |
μοιχός μου κρατεῖ πανταχοῦ : δοκῶ , ὁ λῃστὴς καὶ φαρμακεύς ἐστι . Μελίτη φιλεῖ , Λευκίππη φιλεῖ . ὄφελον | τῷ κλινιδίῳ εἰς τὸ μέσον ἔμπροσθεν τοῦ Ἰησοῦ . καὶ ἰδὼν τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπεν , Ἄνθρωπε , ἀφέωνταί σοι |
τίκτοντι εἰς γένεσιν τοῦ ὁμοίου ἀπὸ ὀρέξεως ἐμφύτου μετὰ δικαιοσύνης ξυνών , καὶ διορίζων τὸ θῆλυ : οὗτος θεῶν Γαμηλίων | ἐγώ εἰμι : μὴ φοβεῖσθε . ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπεν , Κύριε , εἰ σὺ εἶ , κέλευσόν |
: καὶ τελευτῶν οὐκ ὤκνησεν ἀποφήνασθαι τοιοῦτον εἶναι οἷσπερ ἥδεται ξυνών . Οὐκοῦν δίκαιον καὶ περὶ Τιμάρχου τοῖς αὐτοῖς ὑμᾶς | ἄνθρωπον . καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησεν . καὶ ἐμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ ῥήματος Ἰησοῦ εἰρηκότος ὅτι Πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς |
; ἵνα σαφῶς σου μανθάνω . Χαλεπόν γ ' ἀκροατὴς ἀσύνετος καθήμενος : ὑπὸ γὰρ ἀνοίας οὐχ ἑαυτὸν μέμφεται . | μνήματι λαξευτῷ οὗ οὐκ ἦν οὐδεὶς οὔπω κείμενος . καὶ ἡμέρα ἦν παρασκευῆς , καὶ σάββατον ἐπέφωσκεν . Κατακολουθήσασαι δὲ |
εἰσιν αἱ ἐπισκέψεις καὶ αἱ δεύτεραι γνῶμαι : λογίζομαι : ἀσύνετος : οὐ γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον | ἡμῶν , ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶν καὶ κέκλικεν ἤδη ἡ ἡμέρα . καὶ εἰσῆλθεν τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς . καὶ |
' ἑνὸς μ γράφεται : ἄμαθος γὰρ λέγεται παρὰ τὸ ἀμαθὴς * καὶ * ἀμέτρητος εἶναι καὶ ἐν συγκοπῇ ἄμος | : καὶ πάντες ἐφοβοῦντο αὐτόν , μὴ πιστεύοντες ὅτι ἐστὶν μαθητής . Βαρναβᾶς δὲ ἐπιλαβόμενος αὐτὸν ἤγαγεν πρὸς τοὺς ἀποστόλους |
καὶ οὐκ εὐτελὴς ὤν , ἠλίθιος δὲ μᾶλλον , οἷον ἀμαθὴς καὶ ἀνόητος , ὃς εἰ παιδευθείη καλὸς ἂν εἴη | λαοῦ . Ἠκολούθει δὲ τῷ Ἰησοῦ Σίμων Πέτρος καὶ ἄλλος μαθητής . ὁ δὲ μαθητὴς ἐκεῖνος ἦν γνωστὸς τῷ ἀρχιερεῖ |
τις ἦν γεννημάτων . Ἦ δοῦλος , ἢ κείνου τις ἐγγενὴς γεγώς ; Οἴμοι , πρὸς αὐτῷ γ ' εἰμὶ | ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου . Ταῦτα δὲ αὐτῶν λαλούντων αὐτὸς ἔστη ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ λέγει αὐτοῖς , Εἰρήνη |
εὖ μὴ δυσμεναίνειν τῷ φθόνῳ νικώμενον . σὺ δ ' ἐγγενὴς ὢν τήνδε δουλώσας ἔχεις . κρεῖττόν τ ' ἀμύνειν | αὐτούς , Πῶς λέγουσιν τὸν Χριστὸν εἶναι Δαυὶδ υἱόν ; αὐτὸς γὰρ Δαυὶδ λέγει ἐν βίβλῳ ψαλμῶν , Εἶπεν κύριος |
πεπρᾶσθαι . Ἐγώνγα καὐτός φαμι . Τίς δ ' οὕτως ἄνους ὃς ὑμέ κα πρίαιτο , φανερὰν ζαμίαν ; Ἀλλ | Χριστιανούς . Ἐν ταύταις δὲ ταῖς ἡμέραις κατῆλθον ἀπὸ Ἱεροσολύμων προφῆται εἰς Ἀντιόχειαν : ἀναστὰς δὲ εἷς ἐξ αὐτῶν ὀνόματι |
τοιούτων πλευρῶν λέγεται , οὕτω καὶ ὁ ἄφρων καὶ ὁ ἄνους οὐ κατὰ στέρησιν φρενῶν καὶ νοῦ , ἀλλὰ τοιούτων | τοῦ θεοῦ κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν . τούτῳ πάντες οἱ προφῆται μαρτυροῦσιν , ἄφεσιν ἁμαρτιῶν λαβεῖν διὰ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ |
ἀποδύων , ἁρπάζων , ἀφαιρούμενος , παρεισπράττων , ἰταμός , ἀναίσχυντος , ἀπηρυθριακώς , δυσχερής , ἀνήμερος , ἄγριος , | , κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν , καὶ ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν γενόμενος : ὃς οὐκ ἔχει καθ ' ἡμέραν ἀνάγκην , |
ἐρᾶν . καὶ ἐγὼ ἔσομαι τοίνυν ὁμοία τις αὐτῷ [ ἀναίσχυντος ] καὶ οὐκ ἀφήσω τὸν ἐμὸν Τίμαρχον . ἔρρωσο | ἀλλὰ ἑαυτὸν ἐκένωσεν μορφὴν δούλου λαβών , ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος : καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος |
Ἆ δειλοί , τί φέβεσθε φιλοπτολέμου Ἀχιλῆος υἱέα θαρσαλέον ; Θνητός νύ τίς ἐστι καὶ αὐτός , οὐδέ οἱ ἶσον | τὰς κοπιώσας ἐν κυρίῳ . ἀσπάσασθε Περσίδα τὴν ἀγαπητήν , ἥτις πολλὰ ἐκοπίασεν ἐν κυρίῳ . ἀσπάσασθε Ῥοῦφον τὸν ἐκλεκτὸν |
. ὡς βῶ βάπτω , οὕτω καὶ θῶ θάπτω . Θνητός . παρὰ τὸν θάνατον . πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῶν θεῶν | Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲθ εἰς τὴν Ἰουδαίαν εἰς πόλιν Δαυὶδ ἥτις καλεῖται Βηθλέεμ , διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκου |
κατασκευάζων ταῖς πολιτικαῖς δυνάμεσιν . ἀεὶ δὲ μᾶλλον τοῖς πολίταις ἀπεχθόμενος , καὶ πολλοὺς μὲν ὑβρίζων , τοὺς δὲ ἀναιρῶν | τὰ καθ ' ὑμᾶς , διαταξάμενος τῷ ἑκατοντάρχῃ τηρεῖσθαι αὐτὸν ἔχειν τε ἄνεσιν καὶ μηδένα κωλύειν τῶν ἰδίων αὐτοῦ ὑπηρετεῖν |
θεοῖσιν ἀπέχθηται μακάρεσσιν . [ ἔρρ ' , ἐπεὶ ἀθανάτοισιν ἀπεχθόμενος τόδ ' ἱκάνεις . ] ὣς εἰπὼν ἀπέπεμπε δόμων | δίκαιον ἐμοὶ τοῦτο φρονεῖν ὑπὲρ πάντων ὑμῶν , διὰ τὸ ἔχειν με ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμᾶς , ἔν τε τοῖς |
ἔν γε μὴν ταῖς εὐπραξίαις σωφρονεῖν ἐπιστάμενος ἐν τοῖς δεινοῖς εὐθαρσὴς ἐδύνατο εἶναι . καὶ τὸ εὔχαρι οὐ σκώμμασιν ἀλλὰ | δὲ Παῦλον Ἑρμῆν , ἐπειδὴ αὐτὸς ἦν ὁ ἡγούμενος τοῦ λόγου . ὅ τε ἱερεὺς τοῦ Διὸς τοῦ ὄντος πρὸ |
καὶ ἀτρεής καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ ἀτρεκής , ὁ γὰρ εὐθαρσὴς καὶ εὔτολμος τὴν ἀλήθειαν λέγει , ὁ δεδοικὼς δὲ | τε καὶ Σίλας , καὶ αὐτοὶ προφῆται ὄντες , διὰ λόγου πολλοῦ παρεκάλεσαν τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἐπεστήριξαν : ποιήσαντες δὲ |
ἐν λόγῳ , ὁ δ ' αὐτὸς καὶ προτρεπτικὸς καὶ ἐλεγκτικὸς οὗτος ὁ δυνάμενος ἑκάστῳ παραδεῖξαι τὴν μάχην , καθ | ὀκτὼ ἢ δέκα , καταβὰς εἰς Καισάρειαν , τῇ ἐπαύριον καθίσας ἐπὶ τοῦ βήματος ἐκέλευσεν τὸν Παῦλον ἀχθῆναι . παραγενομένου |
ὁ διάλογος διὰ μὲν τὸν Φαῖδρον ἠθικὸς καὶ καθαρτικὸς , ἐλεγκτικὸς , προτρεπτικὸς εἰς φιλοσοφίαν : διὰ δὲ τοὺς περὶ | ἐγκλήματος . συνελθόντων οὖν ἐνθάδε ἀναβολὴν μηδεμίαν ποιησάμενος τῇ ἑξῆς καθίσας ἐπὶ τοῦ βήματος ἐκέλευσα ἀχθῆναι τὸν ἄνδρα : περὶ |
: μισόδημος μισόπολις , μισολόγος , μισοπόνηρος , μίσεργος , μισάνθρωπος μισόθεος , μισογύνης μισότεκνος , μίσιππος , μισόθηρος , | προσεφώνει αὐτοῖς μᾶλλον παρέσχον ἡσυχίαν . καὶ φησίν Ἐγώ εἰμι ἀνὴρ Ἰουδαῖος , γεγεννημένος ἐν Ταρσῷ τῆς Κιλικίας , ἀνατεθραμμένος |
ἀγνώμων , ἀνεπιεικής , μικρόψυχος , ἀσεβής , δυσσεβής , μισάνθρωπος , μικρόφρων , ὀλιγόφρων , ἢ κατὰ Ξενοφῶντα μικροπρεπής | δὲ ἐμβὰς εἰς πλοῖον ὑπέστρεψεν . ἐδεῖτο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνὴρ ἀφ ' οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια εἶναι σὺν αὐτῷ |
' ἂν εἴποις δικαστὴς ἄδικος , ἔκνομος παράνομος , ῥᾴδιος ῥᾳδιουργός , προπετής , εὐχερής δωροδόκος , εὐεξαπάτητος , εὔτρεπτος | , καὶ παρ ' αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην : ὥρα ἦν ὡς δεκάτη . Ἦν Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος |
Κρατῖνος Χείρωσιν . τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ Σωκράτους ὅρκοι . ῥᾳδιουργός : ὁ κακοῦργος : καὶ ῥᾳδιουργία : ἡ περὶ | μὴ σκανδαλισθῆτε . ἀποσυναγώγους ποιήσουσιν ὑμᾶς : ἀλλ ' ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ |
, φησίν , ἐπίσης ζῶμεν , ἀλλ ' ὁ μὲν πλουτεῖ , ὁ δὲ νικᾷ , ὁ δὲ ἄλλο τι | πέραν . Καὶ ἐπελάθοντο λαβεῖν ἄρτους , καὶ εἰ μὴ ἕνα ἄρτον οὐκ εἶχον μεθ ' ἑαυτῶν ἐν τῷ πλοίῳ |
τίνος τιμήσειν αὐτῷ προσδοκᾷς τὸ δικαστήριον ; οὐχ ὁρᾷς ὅτι πλουτεῖ καὶ τριηραρχίας ἐρεῖ καὶ λῃτουργίας ; σκόπει δὴ μὴ | καὶ ἀμέμπτως ὑμῖν τοῖς πιστεύουσιν ἐγενήθημεν , καθάπερ οἴδατε ὡς ἕνα ἕκαστον ὑμῶν ὡς πατὴρ τέκνα ἑαυτοῦ παρακαλοῦντες ὑμᾶς καὶ |
πόλιν ἅπαντες κτλ► . Ἀθῆναι φιλόλογος πολύλογος Λακεδαίμων βραχύλογος Κρήτη πολύνους μᾶλλον ἢ πολύλογος◄ . ὡς ἐμοὶ φαίνεται . γρ | γῆν ταύτην εἰς ἣν ὑμεῖς νῦν κατοικεῖτε , καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ κληρονομίαν ἐν αὐτῇ οὐδὲ βῆμα ποδός , καὶ |
. : Συνᾴδει δὲ τούτοις καὶ ὁ Πολυΐστωρ Ἀλέξανδρος , πολύνους ὢν καὶ πολυμαθὴς ἀνὴρ , τοῖς τε μὴ πάρεργον | ὁ θεὸς τὸν κόσμον , ὥστε τὸν υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν , ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται |
γράφοντες “ ἐγὼ δ ' ὁ τόλμης ” ἤγουν ὁ τολμηρός , οὔ μοι δοκοῦσι καλῶς τοῦτο λέγειν . οὔτε | τὴν ἑορτήν , ἢ τοῖς πτωχοῖς ἵνα τι δῷ . λαβὼν οὖν τὸ ψωμίον ἐκεῖνος ἐξῆλθεν εὐθύς : ἦν δὲ |
ἐπεὶ πίες ἁλμυρὸν ὕδωρ . ὥσπερ παρὰ τὸ τόλμη γίνεται τολμηρός καὶ παρὰ τὸ ἄτη ἀτηρός , οὕτως καὶ παρὰ | , Λάβετε , τοῦτό ἐστιν τὸ σῶμά μου . καὶ λαβὼν ποτήριον εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς , καὶ ἔπιον ἐξ αὐτοῦ |
δυσέφικτος ἐξώλης κακόνους ἀσύμμετρος ἀκαιρολόγος μακρήγορος ἀδολέσχης ἀερόμυθος κόλαξ νωθὴς ἀπερίσκεπτος ἀπροόρατος ἀπρονόητος ὀλίγωρος ἀπαράσκευος ἀπειρόκαλος | πλημμελὴς σφαλλόμενος διαπίπτων | ἐμαυτῷ ὡς τελειώσω τὸν δρόμον μου καὶ τὴν διακονίαν ἣν ἔλαβον παρὰ τοῦ κυρίου Ἰησοῦ , διαμαρτύρασθαι τὸ εὐαγγέλιον τῆς |
ὑπνώδης , μέθυσος , ἀκρατής , τοὺς καιροὺς παριείς , ἀπερίσκεπτος , ἀπροόρατος , ἀπρονόητος , ἄβουλος , κακόβουλος , | ἐν θανάτοις πολλάκις : ὑπὸ Ἰουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαβον , τρὶς ἐραβδίσθην , ἅπαξ ἐλιθάσθην , τρὶς ἐναυάγησα |
μετέωρος , εὐθαρσής , πομπικός , γοργούμενος , σοβαρός , εὔτολμος , πολεμικός , στρατιωτικός , ποδώκης , ἥμερος , | , καθὼς τὸ μαρτύριον τοῦ Χριστοῦ ἐβεβαιώθη ἐν ὑμῖν , ὥστε ὑμᾶς μὴ ὑστερεῖσθαι ἐν μηδενὶ χαρίσματι , ἀπεκδεχομένους τὴν |
διδούς : καὶ γὰρ αὐτὸς οὐκ ὀκνηρός , ἀλλ ' εὔτολμος περὶ γάμους ὁ θεός . “ οὕτω καὶ Αἰακὸς | τῷ τοιούτῳ ἡ ἐπιτιμία αὕτη ἡ ὑπὸ τῶν πλειόνων , ὥστε τοὐναντίον μᾶλλον ὑμᾶς χαρίσασθαι καὶ παρακαλέσαι , μή πως |
ταύτην ἀτιμάζεις : ἐπιδειχθήσει θ ' ἅμα ἀτυχὴς γεγονὼς καὶ σκαιὸς ἀγνώμων τ ' ἀνήρ . ” ὅμοιά γ ' | ἀπολέσῃ ζῳογονήσει αὐτήν . λέγω ὑμῖν , ταύτῃ τῇ νυκτὶ ἔσονται δύο ἐπὶ κλίνης μιᾶς , ὁ εἷς παραλημφθήσεται καὶ |
αὐτὸς [ ἐστεφανῶσθαι ] πρότερον . ἀλλὰ πρὸς θεῶν οὕτω σκαιὸς εἶ καὶ ἀναίσθητος , Αἰσχίνη , ὥστ ' οὐ | καὶ ψευδοπροφῆται ἐν τῷ λαῷ , ὡς καὶ ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι , οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας , καὶ τὸν |
οὐ δύναται . Ἑρμηνεία . Γαστρὸς τὸν κόρον οὐκ οἴσει πρᾶος ἀνήρ , Ἡ δὲ κτηνώδης φύσις εἰς ἄγαν φέρει | νηστείαν ἤδη παρεληλυθέναι , παρῄνει ὁ Παῦλος λέγων αὐτοῖς , Ἄνδρες , θεωρῶ ὅτι μετὰ ὕβρεως καὶ πολλῆς ζημίας οὐ |
[ εἴτε ] ? οἶστρος ἢ κεραυνὸς [ εἴσελθε ] πρᾶος ? ? τασδ ? [ αἰσχρὸν ] ? δὲ | αὐτῶν ἐξεπήδησαν εἰς τὸν ὄχλον , κράζοντες καὶ λέγοντες , Ἄνδρες , τί ταῦτα ποιεῖτε ; καὶ ἡμεῖς ὁμοιοπαθεῖς ἐσμεν |
, κατεπτηχώς , ἀγεννής , εὐλαβής , περίφοβος , φιλόψυχος φιλοσώματος , ἄτολμος , καταπλήξ : ὁ γὰρ ἄψυχος ἰδιωτικόν | Εἶπεν δὲ καὶ ἕτερος , Ἀκολουθήσω σοι , κύριε : πρῶτον δὲ ἐπίτρεψόν μοι ἀποτάξασθαι τοῖς εἰς τὸν οἶκόν μου |
φιλόδωρος , φιλόπαις φιλότεκνος φιλόστοργος φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης | τῶν ἀποστόλων ὑμῶν ἐντολῆς τοῦ κυρίου καὶ σωτῆρος : τοῦτο πρῶτον γινώσκοντες , ὅτι ἐλεύσονται ἐπ ' ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν |
βροτοῖς αὐδώμενος οὐδεὶς φιλοπότης ἐστὶν ἄνθρωπος κακός : ὁ γὰρ διμάτωρ Βρόμιος οὐ χαίρει συνών ἀνδράσι πονηροῖς οὐδ ' ἀπαιδεύτῳ | τὸ πλήρωμα τοῦ θεοῦ . Τῷ δὲ δυναμένῳ ὑπὲρ πάντα ποιῆσαι ὑπερεκπερισσοῦ ὧν αἰτούμεθα ἢ νοοῦμεν κατὰ τὴν δύναμιν τὴν |
νεώτερον . οὐδεὶς φιλοπότης ἐστὶν ἄνθρωπος κακός : ὁ γὰρ διμάτωρ Βρόμιος οὐ χαίρει συνὼν ἀνδράσι πονηροῖς οὐδ ' ἀπαιδεύτῳ | ἐν τῇ ἐρήμῳ , καθὼς διετάξατο ὁ λαλῶν τῷ Μωϋσῇ ποιῆσαι αὐτὴν κατὰ τὸν τύπον ὃν ἑωράκει , ἣν καὶ |
, πλούσιος μὲν σφόδρα , ὡς κακόβιος δέ τις καὶ φιλοχρήματος καὶ σκνιφὸς κωμῳδεῖται , ὅστις ἕνεκα τῆς φειδωλίας οὐδένα | τὸν παῖδα αὐτοῦ ἀπέστειλεν αὐτὸν εὐλογοῦντα ὑμᾶς ἐν τῷ ἀποστρέφειν ἕκαστον ἀπὸ τῶν πονηριῶν ὑμῶν . Λαλούντων δὲ αὐτῶν πρὸς |
, πάσας δὲ ἐν τῷ ὀργάνῳ , οὕτως καὶ ὁ φιλοχρήματος οὐδὲν τῶν πέλας ἕνεκα οἰκονομεῖ , ἕλκει δὲ ἐφ | διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός , καὶ ἐκάθισεν ἐφ ' ἕνα ἕκαστον αὐτῶν , καὶ ἐπλήσθησαν πάντες πνεύματος ἁγίου , καὶ |
ἀσεβής , δυσσεβής , ἀθέμιτος , μισόθεος , θεομισής , ὀλίγωρος θεῶν , νεωτεριστὴς περὶ τὸ θεῖον , ἐναγής , | νεφέλην . καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα , Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἐκλελεγμένος , αὐτοῦ ἀκούετε |
μηδενὸς φροντιζόντων : ὤρα γὰρ ἡ φροντίς , ἔνθεν καὶ ὀλίγωρος . ἢ τὸν ἀώριον γενόμενον τῆς νυκτός . οἱ | ἐπισκιάζουσα αὐτοῖς , καὶ ἐγένετο φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης , Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός , ἀκούετε αὐτοῦ |
βραδὺς ὠφελῆσαι , ταχὺς βλάψαι , διαβαλεῖν προχειρότατος , ὑπερασπίσαι μελλητής , δεινὸς φενακίσαι , ψευδορκότατος , ἀπιστότατος , δοῦλος | . ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται . Ἔλεγεν δὲ καὶ τῷ κεκληκότι αὐτόν , |
Λυκόφρονος , ὅπερ ἔγωγε οὐ πάνυ ἐπαινῶ . ὀνόματα δὲ μελλητής μελλητικός , καὶ ἴσως ὀκνηρός , καὶ βραδὺς καὶ | , ἔπειτα τῶν τοῦ λαοῦ : τοῦτο γὰρ ἐποίησεν ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας . ὁ νόμος γὰρ ἀνθρώπους καθίστησιν ἀρχιερεῖς ἔχοντας |
ὑμᾶς ἐξελήλεγκται , ἐν οἷς τί κακὸν οὐκ ἔνι ; δωροδόκος , κόλαξ , ταῖς ἀραῖς ἔνοχος , ψεύστης , | οἷς ἡτοίμασται ὑπὸ τοῦ πατρός μου . Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἠγανάκτησαν περὶ τῶν δύο ἀδελφῶν . ὁ δὲ Ἰησοῦς |
δέ : παράνομος , προδότης , ὀλιγαρχικός , πεπραμένος , δωροδόκος δεδωροδοκημένος , δεδεκασμένος , ἀδόκιμος , κίβδηλος , παράσημος | εἰς πόλεμον οὐχὶ καθίσας πρῶτον βουλεύσεται εἰ δυνατός ἐστιν ἐν δέκα χιλιάσιν ὑπαντῆσαι τῷ μετὰ εἴκοσι χιλιάδων ἐρχομένῳ ἐπ ' |
φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης , φιλογεωργός , φιλόκυβος , | τῶν τέκνων σου περιπατοῦντας ἐν ἀληθείᾳ , καθὼς ἐντολὴν ἐλάβομεν παρὰ τοῦ πατρός . καὶ νῦν ἐρωτῶ σε , κυρία |
τῶν δογματικῶν ἀγωγῶν δύναται καταστέλλεσθαι , ἀλλ ' ὁ μὲν φιλόπλουτος ἢ φιλόδοξος ἐκπυρσεύεται μᾶλλον τὴν ἐπιθυμίαν ὑπὸ τῆς Περιπατητικῆς | Ἰουδαίῳ τε πρῶτον καὶ Ἕλληνι : οὐ γάρ ἐστιν προσωπολημψία παρὰ τῷ θεῷ . ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον , ἀνόμως |
καὶ ἑτέρας εἶναι χρείας κομψός χαρίεις στωμύλος , καὶ ἄλλης φιλοσκώμμων εὐσκώμμων σκωπτικός , τωθαστικός . καὶ τὰ ἐπιρρήματα φιλοπαιγμόνως | τὸν νόμον , μαρτυρούμενος ὑπὸ πάντων τῶν κατοικούντων Ἰουδαίων , ἐλθὼν πρός με καὶ ἐπιστὰς εἶπέν μοι , Σαοὺλ ἀδελφέ |
δὲ ἰδιώτης , φησίν , ἦν , φιλοπότης ἦν καὶ φιλοσκώμμων καὶ οὐ κατεσπουδασμένος ἀνήρ . Νικόλαος δὲ Σύλλαν φησὶ | αὐτῷ λέγων ὅτι Ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν : ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρά σου ἐπ ' αὐτήν , καὶ |
καὶ λέγοις πρόσω . μακράν γε μὲν δὴ ῥῆσιν οὐ στέργει πόλις . βραχὺς τορός θ ' ὁ μῦθος : | ἀποθανεῖν , ὅτι υἱὸν θεοῦ ἑαυτὸν ἐποίησεν . Ὅτε οὖν ἤκουσεν ὁ Πιλᾶτος τοῦτον τὸν λόγον , μᾶλλον ἐφοβήθη , |
νοητέον καὶ ἐπὶ τῆς Γλαύκης , εἴπερ με τῷ ὄντι στέργει ἡ γυνή , καὶ ἄνευ τοῦ λαβεῖν τὰ δῶρα | ἐρχόμενος [ ἐπάνω πάντων ἐστίν : ] ὃ ἑώρακεν καὶ ἤκουσεν τοῦτο μαρτυρεῖ , καὶ τὴν μαρτυρίαν αὐτοῦ οὐδεὶς λαμβάνει |
εὐπαράπειστος , εὐπαράγωγος , πεπλανημένος , σφαλερός , σκαιός , ἀπάνθρωπος , ἀνεπιεικής , ὑβριστής , ἑτερόρροπος , ἄνισος , | δὲ γεωργοὶ ἐξαπέστειλαν αὐτὸν δείραντες κενόν . καὶ προσέθετο ἕτερον πέμψαι δοῦλον : οἱ δὲ κἀκεῖνον δείραντες καὶ ἀτιμάσαντες ἐξαπέστειλαν |
, φιλανθρωπία , φιλανθρώπως , φιλανθρωπεύεσθαι . τὸ δὲ ἐναντίον ἀπάνθρωπος , ἀπανθρωπία , ἀπανθρώπως : οὐ γὰρ καὶ ἀπανθρωπεύεσθαι | οἷς οὐ διεστειλάμεθα , ἔδοξεν ἡμῖν γενομένοις ὁμοθυμαδὸν ἐκλεξαμένους ἄνδρας πέμψαι πρὸς ὑμᾶς σὺν τοῖς ἀγαπητοῖς ἡμῶν Βαρναβᾷ καὶ Παύλῳ |
' ἐ [ ἴσως ἰταμὸς εἶ : τότε λογισμόν [ εὔψυχος αρως [ ! ! ] ζῆς [ ὄνειδος αὕτη | , καὶ τὴν δέησιν τοῖς ἐν οὐρανοῖς . Ὁ δὲ Ἰωάννης εἶπεν : Ὁ τιμῶν τὸν ἰἐρέα τὶ μισθὸν ἔχει |
θαρραλέος , εὐθαρσής , ἄφοβος , ἀδεής , ἀνέκπληκτος , εὔψυχος : τὸ δ ' ἴτης κοινὸν ἐφ ' ἑκατέρου | προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ . ἦλθεν γὰρ Ἰωάννης πρὸς ὑμᾶς ἐν ὁδῷ δικαιοσύνης , καὶ οὐκ ἐπιστεύσατε |
σωφροσύνην ἢ ὑγίειαν , καὶ ἐνεργεῖ κατὰ ταύτην ἀνεμποδίστως , εὐφραίνεται . ἡ δὲ σωφρο - σύνη καὶ ὑγίεια , | , ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται . Εἶπεν δὲ ὁ Πέτρος , Κύριε , πρὸς |
ἄλλον . Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι , ὅσον ὁ θεὸς εὐφραίνεται ἐπὶ τῷ δικαίῳ , τοσοῦτον πάλιν ἄχθεται ἐπὶ τῷ | αὐτοῖς , καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα . Καὶ ὀψίας γενομένης ἔρχεται μετὰ τῶν δώδεκα . καὶ ἀνακειμένων αὐτῶν καὶ ἐσθιόντων |
ἀνάρμοστος ἄμικτος δύσχρηστος ἔκθεσμος ἀργαλέος ἀκρόχολος ἀνεπίσχετος φορτικὸς ἀνουθέτητος εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος | καὶ λέγει τοῖς μαθηταῖς , Καθίσατε αὐτοῦ ἕως ἂν ἀπελθὼν ἐκεῖ προσεύξωμαι . καὶ παραλαβὼν τὸν Πέτρον καὶ τοὺς δύο |
ὑπόδρα ἰδὼν Ἥρην πρὸς μῦθον ἔειπεν : ἦ μάλα δὴ κακότεχνος ἀμήχανε σὸς δόλος Ἥρη Ἕκτορα δῖον ἔπαυσε μάχης , | περὶ τούτου ἀληθῆ ἦν . καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν ἐκεῖ . Ἦν δέ τις ἀσθενῶν , Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας |
] εἰς γάμον ἠγόμην . ὄζων τρυγός : ἁπλῶς εἰπεῖν πλουτῶν πᾶσι πράγμασι τοῖς ἐξ ἀγρῶν τῷ βίῳ χρησίμοις . | ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι , καὶ ἔθηκεν αὐτὸν ἐν μνήματι λαξευτῷ οὗ οὐκ ἦν οὐδεὶς οὔπω κείμενος . καὶ ἡμέρα ἦν |
θρασύτητα δὲ τὸν Ἀγύρριον κωμῳδοῦσι . πέρδεται δὲ , στρηνιᾷ πλουτῶν , ἐπεὶ τοῖς πολυφάγοις παρέπεται τὸ πέρδεσθαι . ] | τυχὸν παραμενῶ ἢ καὶ παραχειμάσω , ἵνα ὑμεῖς με προπέμψητε οὗ ἐὰν πορεύωμαι . οὐ θέλω γὰρ ὑμᾶς ἄρτι ἐν |
δὲ τὸν ἄχρηστον καὶ μάτην τρεφόμενον σιτόκουρόν που εἶπεν : ὀκνηρός , πάντα μέλλων σιτόκουρος . καὶ πάλιν : σιτόκουρον | ἀνυπόκριτος : καρπὸς δὲ δικαιοσύνης ἐν εἰρήνῃ σπείρεται τοῖς ποιοῦσιν εἰρήνην . Πόθεν πόλεμοι καὶ πόθεν μάχαι ἐν ὑμῖν ; |
πάνυ ἐπαινῶ . ὀνόματα δὲ μελλητής μελλητικός , καὶ ἴσως ὀκνηρός , καὶ βραδὺς καὶ νωθὴς καὶ νωθρός : ἔστι | , ἔτι αὐτοῦ πόρρω ὄντος πρεσβείαν ἀποστείλας ἐρωτᾷ τὰ πρὸς εἰρήνην . οὕτως οὖν πᾶς ἐξ ὑμῶν ὃς οὐκ ἀποτάσσεται |
, καὶ τὸ σῶμα λαμπρύνει : πολλοὺς ἀναιρεῖ καὶ ὀλίγους ἐλεεῖ : καὶ τοῦτο μὲν διπρόσωπόν ἐστιν . Ἄλλος μοιχεύει | καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ ' αὐτοὺς ὅτι ἦσαν ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα , καὶ ἤρξατο διδάσκειν αὐτοὺς πολλά . Καὶ |
γὰρ τὸ ἐκ χειρὸς τύψαι . ἐλαφηβόλος κυνηγός . ἐλεαίρει ἐλεεῖ . ἐλέγξεις ἐλέγχῳ περιβάλῃς , ὀνείδει περιβάλῃς . ἐλεγχείη | τὸν βίον τοῦ κόσμου καὶ θεωρῇ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ χρείαν ἔχοντα καὶ κλείσῃ τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ ἀπ ' αὐτοῦ , |
, τυχὸν δὲ ὅτι , εἰ καὶ μὴ ξυμμετέσχε , σφαλερὸς ἤδη ἦν περιὼν Παρμενίων τοῦ παιδὸς αὐτοῦ ἀνῃρημένου , | με παρῃτημένον . καὶ ἕτερος εἶπεν , Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά : ἐρωτῶ σε , ἔχε |
καὶ περὶ τὰς πράξεις ἐπιφθόνους καὶ ἐγκοπτικούς . Ἄρης Σελήνῃ σφαλερὸς καὶ ἐπικίνδυνος ἀκαταστασίας καὶ συνοχὰς καὶ δίκας καὶ φόβους | ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου , Ἔστιν παιδάριον ὧδε ὃς ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο ὀψάρια : ἀλλὰ ταῦτα τί |
ἢ καταψηφίζονται τοῦ μὴ ἀπηντηκότος εὐήθης : ἔσθ ' ὅτε μωρὸς καὶ ἄνους , ἔσθ ' ὅτε χρηστὸς καὶ χρήσιμος | ἔσω τῆς αὐλῆς , ὅ ἐστιν πραιτώριον , καὶ συγκαλοῦσιν ὅλην τὴν σπεῖραν . καὶ ἐνδιδύσκουσιν αὐτὸν πορφύραν καὶ περιτιθέασιν |
τινος ἀδολέσχου : Καί τίς ἂν , ἔφη , δύναιτο μωρὸς ὢν ἐν οἴνῳ σιωπᾷν ; Θεώρει ὥσπερ ἐν κατόπτρῳ | ὅσα σοι ἐποίησεν ὁ θεός . καὶ ἀπῆλθεν καθ ' ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς . |
θεῶν τε πνεῦμ ' ἔρως θ ' ὑμνῳδίας ὅστις δὲ πράσσει πολλὰ μὴ πράσσειν παρόν , μῶρος , παρὸν ζῆν | οὖν τὸν Ἰησοῦν καὶ ἔλεγον μετ ' ἀλλήλων ἐν τῷ ἱερῷ ἑστηκότες , Τί δοκεῖ ὑμῖν ; ὅτι οὐ μὴ |
ἀπαιδεύτου ἔργον τὸ ἄλλοις ἐγκαλεῖν , ἐφ ' οἷς αὐτὸς πράσσει κακῶς : ἠργμένου παιδεύεσθαι τὸ ἑαυτῷ : πεπαιδευμένου τὸ | , καὶ ἐξέβαλεν πάντας τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ , καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν κατέστρεψεν καὶ τὰς |
: ἐμέμφθης , φησὶ , τιμῆς χάριν τῆς ἐμῆς , ἀπεχθὴς δέ σοι ἡ Ἀφροδίτη ἐγένετο : τί δ ' | . Μακάριος ἀνὴρ ὃς ὑπομένει πειρασμόν , ὅτι δόκιμος γενόμενος λήμψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς , ὃν ἐπηγγείλατο τοῖς ἀγαπῶσιν |
Οἴμοι : φρόνησον , ὦ κασιγνήτη , πατὴρ ὡς νῷν ἀπεχθὴς δυσκλεής τ ' ἀπώλετο , πρὸς αὐτοφώρων ἀμπλακημάτων διπλᾶς | . εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐποικοδόμησεν , μισθὸν λήμψεται : εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται , ζημιωθήσεται , |
πανοῦργος γέγονεν . Θ . . . ὡς πολὺ : Λίαν καταπολύ . μεθέστηχ ' : Μετεβλήθη . εἶχε : | μὴ οὖν ὁμοιωθῆτε αὐτοῖς , οἶδεν γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὧν χρείαν ἔχετε πρὸ τοῦ ὑμᾶς αἰτῆσαι αὐτόν . Οὕτως |
σοι αὐτὸν ἐν μιᾷ νυκτί . Καὶ ἔγνω Ἰακὼβ τὴν Λίαν , καὶ συλλαβοῦσά με ἔτεκε : καὶ διὰ τὸν | ἀπὸ τῆς εὐλαβείας , καίπερ ὢν υἱὸς ἔμαθεν ἀφ ' ὧν ἔπαθεν τὴν ὑπακοήν : καὶ τελειωθεὶς ἐγένετο πᾶσιν τοῖς |
τε ἀφανῶς ἀδώρητος γενόμενος . Πλάτων μέντοι γε ἐν Συμποσίῳ ἄδωρος εἶπεν . καὶ γάρ φησιν ἄδωρος δυσμενείας ἀντὶ τοῦ | ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν ἵνα ἴδῃ αὐτόν , ὅτι ἐκείνης ἤμελλεν διέρχεσθαι . καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον , |
: σημαίνει τὸ τὰ μαντευθέντα ἅπαξ πειρᾶσθαι ἀμάντευτα ποιεῖσθαι . ἄδωρος χάρις : ἡ μὴ ἐπὶ τέλους ἐλθοῦσα δωρεά . | ] πρὸ προσώπου αὐτοῦ εἰς πᾶσαν πόλιν καὶ τόπον οὗ ἤμελλεν αὐτὸς ἔρχεσθαι . ἔλεγεν δὲ πρὸς αὐτούς , Ὁ |
ἡγεῖτο εἶναι , ὡς μὴ αἰσχύνοιτο καὶ αὐτὸς λαμβάνων : γόης , ὦ Διόγενες , ἅνθρωπος καὶ τεχνίτης . πλὴν | δὲ ἐνεργήματα δυνάμεων , ἄλλῳ [ δὲ ] προφητεία , ἄλλῳ [ δὲ ] διακρίσεις πνευμάτων , ἑτέρῳ γένη γλωσσῶν |
. ὀνόματα δὲ ἀπὸ τῶν εἰρημένων ἀπατεών , φέναξ , γόης , ἐπίβουλος : τὰ δ ' ἀπὸ τῶν ἄλλων | ὁ γενόμενος εἰς κεφαλὴν γωνίας . καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία , οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον |
ὁρμὴ καὶ τῆς ψυχῆς ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν κίνησις ὑπαίτιος : ἑκάτερον γὰρ τούτων τί ἐστιν ἕτερον ἢ παλαιὸν | συνεσταυρώθη , ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας , τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ : ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται |
ἡ ὑποψία εἰς ἐμὲ ἰοῦσα , ἐγὼ δὲ ὑπὲρ ἐκείνων ὑπαίτιος ἐσόμενος σαφῶς ᾔδη . Τοῦ δὲ ἀκολούθου ἡ μαρτυρία | ἀγάπῃ . Τοῦτο οὖν λέγω καὶ μαρτύρομαι ἐν κυρίῳ , μηκέτι ὑμᾶς περιπατεῖν καθὼς καὶ τὰ ἔθνη περιπατεῖ ἐν ματαιότητι |
ἐλεήμων : δέον εἰπεῖν “ ἥττων ” φησὶν Γ “ ἐλεήμων ” . Γ ὡς . . . ἀεὶ ] | οὕτως καὶ αἱ γυναῖκες τοῖς ἀνδράσιν ἐν παντί . Οἱ ἄνδρες , ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας , καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς |
τήνδ ' , ἵνα σπένδειν ἔχῃς . Οἴμ ' ὡς ἐλεήμων εἴμ ' ἀεὶ τῶν χρυσίδων . Ὑμέτερον ἐντεῦθεν ἔργον | καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἀπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθῆτι ἀστραπτούσῃ . ἐμφόβων δὲ |
τὸν γελοιαστήν . ὄνομα δὲ μόνον ἀπὸ τῶν ῥηθέντων ὁ ἐπιχαιρέκακος : ἐπὶ δὲ τῶν ἄλλων μετοχαῖς χρηστέον . ἐπίρρημα | θεοῦ . Ἐγένετο δὲ μετὰ τοὺς λόγους τούτους ὡσεὶ ἡμέραι ὀκτὼ [ καὶ ] παραλαβὼν Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον |
καὶ ἐπιχαιρεκακίας , ὡς εἴρηται . ἢ δύναται καὶ ὁ ἐπιχαιρέκακος ἐναντίος εἶναι τῷ νεμεσητικῷ , ὥσπερ καὶ ὁ φθονερὸς | μὴ μετανοῆτε πάντες ὁμοίως ἀπολεῖσθε . ἢ ἐκεῖνοι οἱ δέκα ὀκτὼ ἐφ ' οὓς ἔπεσεν ὁ πύργος ἐν τῷ Σιλωὰμ |
οἰκίαν διοικῇ ὀρθῶς , τί ὄνομα τούτῳ ἐστίν ; οὐκ οἰκονόμος τε καὶ δεσπότης ; Ναί . Πότερον οὖν καὶ | πίστιν εὗρον . καὶ ὑποστρέψαντες εἰς τὸν οἶκον οἱ πεμφθέντες εὗρον τὸν δοῦλον ὑγιαίνοντα . Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς |
οὐδὲν ἀνήλωσε . διὸ καὶ γενόμενος οὐ βασιλεὺς ἀλλ ' οἰκονόμος ἀγαθὸς ἀντὶ τῆς ἐπ ' ἀρετῆι δόξης ἀπέλιπε πλεῖστα | τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἐξέψυξεν : εἰσελθόντες δὲ οἱ νεανίσκοι εὗρον αὐτὴν νεκράν , καὶ ἐξενέγκαντες ἔθαψαν πρὸς τὸν ἄνδρα |
πρώραν „ , ἔφη : „ ἀλλ ' ἔμοιγε οὐκέτι λυπηρὸς ὁ θάνατός ἐστι , εἴγε ὁρᾶν μέλλω τὸν ἐχθρόν | πάντα . Καὶ λέγει αὐτοῖς ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ὀψίας γενομένης , Διέλθωμεν εἰς τὸ πέραν . καὶ ἀφέντες τὸν |
ἄν ; Οὐδ ' ἄρα ὁ μέσος βίος ἡδὺς ἢ λυπηρὸς λεγόμενος ὀρθῶς ἄν ποτε οὔτ ' εἰ δοξάζοι τις | πυρετός : καὶ ἠγέρθη καὶ διηκόνει αὐτῷ . Ὀψίας δὲ γενομένης προσήνεγκαν αὐτῷ δαιμονιζομένους πολλούς : καὶ ἐξέβαλεν τὰ πνεύματα |
ὅρκων , οἰόμενος κατακλήσει θεοῦ πίστιν ἐργάζεσθαι τοῖς ἀκούουσιν . ἀνίερος δ ' ὁ τοιοῦτος ὢν καὶ βέβηλος ἴστω , | τι μηδὲν ὤν , φρεναπατᾷ ἑαυτόν : τὸ δὲ ἔργον ἑαυτοῦ δοκιμαζέτω ἕκαστος , καὶ τότε εἰς ἑαυτὸν μόνον τὸ |
κοινῇ συμφέρον . ἐπιθυμία μὲν οὖν βέβηλος καὶ ἀκάθαρτος καὶ ἀνίερος οὖσα πέρα τῶν ἀρετῆς ὅρων ἐλήλαται καὶ πεφυγάδευται δεόντως | βασιλεία τοῦ θεοῦ . ὅταν ὁ ἰσχυρὸς καθωπλισμένος φυλάσσῃ τὴν ἑαυτοῦ αὐλήν , ἐν εἰρήνῃ ἐστὶν τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ : |
ἀξίας ] εὐώνους . Γ ὁ πόλεμος ἑρπέτω : γράφεται ἐρρέτω , τουτέστι χαιρέτω , ὅ ἐστιν , οὐδεμίαν φροντίδα | Ἀγρίππα βασιλεῦ καὶ πάντες οἱ συμπαρόντες ἡμῖν ἄνδρες , θεωρεῖτε τοῦτον περὶ οὗ ἅπαν τὸ πλῆθος τῶν Ἰουδαίων ἐνέτυχόν μοι |
καλοὺς παρασχεῖν τοὺς λόγους δυνήσεται αἰδὼς ἀπώλες ' αὐτόν , ἐρρέτω , κακή : πολλὴν γὰρ αὐτὴν δειλὸς ὢν ἐκτήσατο | καρποὺς αὐτῆς . 〚 Καὶ ὁ πεσὼν ἐπὶ τὸν λίθον τοῦτον συνθλασθήσεται : ἐφ ' ὃν δ ' ἂν πέσῃ |
, ἐπειδὴ ἐπηράσατο διὰ ξιφῶν αὐτοὺς τὴν οὐσίαν νείμασθαι . δατητὰς ] μεριστής . θ Ἄρης ] σίδηρος . ἀρὰν | , καὶ τετρααρχοῦντος τῆς Γαλιλαίας Ἡρῴδου , Φιλίππου δὲ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ τετρααρχοῦντος τῆς Ἰτουραίας καὶ Τραχωνίτιδος χώρας , καὶ |
ἐκ πυρὸς συθεὶς θηκτὸς σίδαρος : πικρὸς δὲ χρημάτων ἴσος δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴαν τιθεὶς ἀλαθῆ . ἔχουσι μοῖραν λαχόντες | τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου , τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν |
– – – – ] ἆγον , πατὴρ δ ' εὔβουλος ἥρως πάντα σάμαινεν Πριάμῳ βασιλεῖ παίδεσσί τε μῦθον Ἀχαιῶν | τῆς περιχώρου τῶν Γεργεσηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ ' αὐτῶν , ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο : αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς πλοῖον ὑπέστρεψεν |
εἰς τὸν ἐκείνου ἀπαρτισμὸν συμβαλλόμενον . ἔστι τοίνυν ἁπλῶς μὲν εὔβουλος ὅ τε ἀπλανῶς τὸ ἁπλῶς τέλος εἰδὼς καὶ ὀρθῶς | Γαλιλαίας καὶ Σαμαρείας εἶχεν εἰρήνην , οἰκοδομουμένη καὶ πορευομένη τῷ φόβῳ τοῦ κυρίου , καὶ τῇ παρακλήσει τοῦ ἁγίου πνεύματος |
ἐμπιμπλαμένων τε καὶ ὀχευόντων , ἀλλὰ χαλεπαίνει καὶ ἀγανακτεῖ καὶ ὀργίζεται τοῖς ἀπολαύουσι καὶ ἕτοιμα ἐπιπηδᾶν καὶ δάκνειν καὶ κυρίττειν | καταντήσω εἰς τὴν ἐξανάστασιν τὴν ἐκ νεκρῶν . Οὐχ ὅτι ἤδη ἔλαβον ἢ ἤδη τετελείωμαι , διώκω δὲ εἰ καὶ |
καίτοι λίαν αὐτῆς σωφρονούσης : καὶ ἀναιρεῖται Ὀρόνδης , καὶ ὀργίζεται ἡ μήτηρ τῶι βασιλεῖ . ὅτι Παρύσατις φαρμάκωι διαφθείρει | τῷ λόγῳ ὃν εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐπορεύετο . ἤδη δὲ αὐτοῦ καταβαίνοντος οἱ δοῦλοι αὐτοῦ ὑπήντησαν αὐτῷ λέγοντες |
τοῦτο καὶ τὸ ἀλεξιφάρμακος ἀπὸ τοῦ ἀλέξω γέγονε καὶ τοῦ κακός , ἀλεξώκακος καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς ι ἀλεξίκακος | Ἠλίας εἶ ; καὶ λέγει , Οὐκ εἰμί . Ὁ προ - φήτης εἶ σύ ; καὶ ἀπεκρίθη , Οὔ |
ἐφ ' ἑστίαν . πρὸς τοῖσδε νῦν ἄκουσον ὡς φαίνηι κακός : χρῆν ς ' , εἴπερ ἦσθα τοῖς Ἀχαιοῖσιν | καὶ μετὰ ταῦτα ἔδωκεν κριτὰς ἕως Σαμουὴλ [ τοῦ ] προ - φήτου . κἀκεῖθεν ᾐτήσαντο βασιλέα , καὶ ἔδωκεν |
κοῦφος , ἐλαφρός , δρομικός , ὀξύς , φιλεργός , ἐθελουργός , φιλόπονος , φιλοκίνδυνος , ἀγωνιστής , θαρσαλέος , | αὐτὸς ἔμεινεν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ . Ὡς δὲ ἀνέβησαν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ εἰς τὴν ἑορτήν , τότε καὶ αὐτὸς ἀνέβη |
γαυρούμενος , γαυριώμενος , κυδρός , κυδρούμενος , ἐλευθέριος , ἐθελουργός , ἱππαστής , ἀγλαός , φρονηματίας , ἀλαζών , | ἐπιμεῖναι ἡμέρας τινάς . Ἤκουσαν δὲ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ οἱ ὄντες κατὰ τὴν Ἰουδαίαν ὅτι καὶ τὰ ἔθνη |
οἰκειότατον δὲ κακίας ὄνομα σύγχυσις : οὗ πίστις ἐναργὴς πᾶς ἄφρων , λόγοις καὶ βουλαῖς καὶ πράξεσιν ἀδοκίμοις καὶ πεφορημέναις | καὶ μετόχους γενηθέντας πνεύματος ἁγίου καὶ καλὸν γευσαμένους θεοῦ ῥῆμα δυνάμεις τε μέλλοντος αἰῶνος , καὶ παραπεσόντας , πάλιν ἀνακαινίζειν |
, φθονεῖς , ταράσσῃ , μεταβάλλῃ : διὰ ταῦτα ὁμολογεῖς ἄφρων εἶναι . ἐν δὲ τῷ φιλεῖν οὐ μεταβάλλῃ ; | Τότε ἤρξατο ὀνειδίζειν τὰς πόλεις ἐν αἷς ἐγένοντο αἱ πλεῖσται δυνάμεις αὐτοῦ , ὅτι οὐ μετενόησαν : Οὐαί σοι , |
φρικώδης : θαρραλέος θαρσαλέος εὐθαρσής , γενναῖος , ἀνδρεῖος , ἄοκνος , ἀνέκπληκτος ἀκατάπληκτος , ἀδεής , ἐρρωμένος , εὔθυμος | ταύτας . ὑμεῖς ἐστε οἱ υἱοὶ τῶν προφητῶν καὶ τῆς διαθήκης ἧς διέθετο ὁ θεὸς πρὸς τοὺς πατέρας ὑμῶν , |
ἡλίου θερμαινόμενος . Μένανδρος : “ ἀλέας Ἀθάνας ” . ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλει : οὐχὶ διὰ τὴν γεωργίαν | καὶ εἶπεν αὐτοῖς , Τοῦτό ἐστιν τὸ αἷμά μου τῆς διαθήκης τὸ ἐκχυννόμενον ὑπὲρ πολλῶν : ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι |
δὲ ἀνὴρ ἐν συνθέσει , κατὰ λόγον ἐπαινετὸν , ὁ θαρραλέος καὶ μὴ ψυχρὸς εἰς ἔργον . . θερμοῖς ] | καθὼς προενήρξατο οὕτως καὶ ἐπιτελέσῃ εἰς ὑμᾶς καὶ τὴν χάριν ταύτην . ἀλλ ' ὥσπερ ἐν παντὶ περισσεύετε , πίστει |
Ὅμηρος αὔρας ἢ ἀνέμου παῖδα . ἀνύποπτος , ἄφοβος , θαρραλέος . μεμελετηκὼς καὶ πρὸς ἄναντες ἀναθεῖν καὶ πρὸς κάταντες | λοιποῖς τοῖς ἐν Θυατίροις , ὅσοι οὐκ ἔχουσιν τὴν διδαχὴν ταύτην , οἵτινες οὐκ ἔγνωσαν τὰ βαθέα τοῦ Σατανᾶ , |
τὰς τύχας γὰρ τὰς φρένας κεκτήμεθα : ἐπεὶ γὰρ ἔδοξεν ἀτύχως τῷ ὀρέστῃ πεπτωκέναι τῆς μητρὸς ὁ φόνος ἄδικος ὁ | ἰδίῳ , ἐκεῖνον λήμψεσθε . πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι , δόξαν παρὰ ἀλλήλων λαμβάνοντες καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ |
τὰς τύχας γὰρ τὰς φρένας κεκτήμεθα : ἐπεὶ γὰρ ἔδοξεν ἀτύχως τῷ ὀρέστῃ πεπτωκέναι τῆς μητρὸς ὁ φόνος ἄδικος ὁ | ἀτενίσαι τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ εἰς τὸ πρόσωπον Μωϋσέως διὰ τὴν δόξαν τοῦ προσώπου αὐτοῦ τὴν καταργουμένην , πῶς οὐχὶ μᾶλλον |
κακά ἐστι καὶ ἐκείνης οἰκεῖα καὶ οὐ τῆς ἀμείνονος . κοτέει : ἁμιλλᾶται : χαλεπαίνει : ὀργίζεται . * ὦ | ἔπεσαν καὶ προσεκύνησαν . Καὶ εἶδον ὅτε ἤνοιξεν τὸ ἀρνίον μίαν ἐκ τῶν ἑπτὰ σφραγίδων , καὶ ἤκουσα ἑνὸς ἐκ |
τῶν ἐπ ' ὀλέθρῳ οἰκείῳ διακονούντων . Καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει : ἐπὶ τῶν ὁμοτέχνων διαφθονουμένων . Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς | γυναῖκα αὐτοῦ ] , καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν : ὥστε οὐκέτι εἰσὶν δύο ἀλλὰ μία σάρξ . |
Σκόμβροι στιβάδα ποιούμενος στομώδη στραβαλοκόμαν Τεγεάς τέως τολύπαι τροπαία Τυφῶ ὕπουλος ὑψαυχεῖν φαικῷ φαρκῖδα φαρμακῶνες Φθιῶτις φίλανδρος χειμάμυνα χλωρανθείς χνοῦς | τὰ μὲν ὑποδείγματα τῶν ἐν τοῖς οὐρανοῖς τούτοις καθαρίζεσθαι , αὐτὰ δὲ τὰ ἐπουράνια κρείττοσιν θυσίαις παρὰ ταύτας . οὐ |
ἁπλῶς τῷ ὄφει καὶ εὐνοϊκῶς προσεφέρετο , ὁ δὲ ἀεὶ ὕπουλος καὶ πονηρὸς ἦν . τοῦ δὲ καρκίνου συνεχῶς αὐτὸν | ὅταν ὑμᾶς καλῶς εἴπωσιν πάντες οἱ ἄνθρωποι , κατὰ τὰ αὐτὰ γὰρ ἐποίουν τοῖς ψευδοπροφήταις οἱ πατέρες αὐτῶν . Ἀλλὰ |
καὶ φωνὴ καὶ λόγος , ὀνόματα δὲ ἀπὸ μὲν γλώττης εὔγλωττος καὶ εὐγλωττία , θρασυγλωττία καὶ γλωσσαλγία , καὶ δίγλωττος | καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰακώβου , καὶ ἐπέθηκεν αὐτοῖς ὀνόματα Βοανηργές , ὅ ἐστιν Υἱοὶ Βροντῆς : καὶ Ἀνδρέαν |
εἶναι ] . λέγειν ] τὸ εὐστομεῖν , τὸ εἶναι εὔγλωττος , ῥητορεύειν . . ἐν τῇ φύσει ] ἐκ | πόλεως ἔχων θεμελίους δώδεκα , καὶ ἐπ ' αὐτῶν δώδεκα ὀνόματα τῶν δώδεκα ἀποστόλων τοῦ ἀρνίου . Καὶ ὁ λαλῶν |
τάφους λουτρά . Χύτραν ποικίλλειν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς : ἤτοι ὀστράκινος , εὐτελής . Χρυσὸς Κολοφώνιος : | Ἰησοῦ τὰ πρὸς τὸν θεόν : οὐ γὰρ τολμήσω τι λαλεῖν ὧν οὐ κατειργάσατο Χριστὸς δι ' ἐμοῦ εἰς ὑπακοὴν |
: ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς θεός . καί : Χυτρεοῦς ἄνθρωπος : ὀστράκινος , εὐτελής . Χωρὶς τὰ Μυσῶν | οἴκῳ τοὺς ἰδίους ἄνδρας ἐπερωτάτωσαν , αἰσχρὸν γάρ ἐστιν γυναικὶ λαλεῖν ἐν ἐκκλησίᾳ . ἢ ἀφ ' ὑμῶν ὁ λόγος |
: ἀλλὰ μὴν ὁ σοφὸς οὐ τοιοῦτος : οὐκ ἄρα πολυπράγμων ὁ σοφός ἐστι . ἔστι δὲ καὶ καλῶς καὶ | ὅτι ὁ παῖς αὐτοῦ ζῇ . ἐπύθετο οὖν τὴν ὥραν παρ ' αὐτῶν ἐν ᾗ κομψότερον ἔσχεν : εἶπαν οὖν |
: τούτων οὕτως ἐχόντων ὁ Σαγχουνιάθων , ἀνὴρ πολυμαθὴς καὶ πολυπράγμων γενόμενος καὶ τὰ ἐξ ἀρχῆς , ἀφ ' οὗ | ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε : ἐγὼ οἶδα αὐτόν , ὅτι παρ ' αὐτοῦ εἰμι κἀκεῖνός με ἀπέστειλεν . Ἐζήτουν οὖν |
ταῖς μυίαις ποιεῖν βοῦν τοῖς ἀκλήτοις προκατακόπτειν πανταχοῦ . Οἴμοι κακοδαίμων , τὸν τράχηλον ὡς ἔχω . Σφαῖραν λαβών τῷ | τὴν Ἰόππην . Τῇ δὲ ἐπαύριον ὁδοιπορούντων ἐκείνων καὶ τῇ πόλει ἐγγιζόντων ἀνέβη Πέτρος ἐπὶ τὸ δῶμα προσεύξασθαι περὶ ὥραν |
πάνυ ἀνεκτόν . τάδε μέντοι ἐκ τοῦ κακο σύνθετα . κακοδαίμων , κακοῦργος , κακολόγος κακήγορος , κακοπράγμων ὡς Ὑπερείδης | ἐκείνῃ . Ἀνὴρ δέ τις ὀνόματι Σίμων προϋπῆρχεν ἐν τῇ πόλει μαγεύων καὶ ἐξιστάνων τὸ ἔθνος τῆς Σαμαρείας , λέγων |
ἐν τῷ ξύλῳ ] ἤγουν ἐν τῇ ποδοκάκκῃ . Γ ὀξύθυμος ] θυμικὸς καὶ πρὸς ὀργὴν εὔκολος . Γ δῶ | ἢ προφητεύων κατὰ κεφαλῆς ἔχων καταισχύνει τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ : πᾶσα δὲ γυνὴ προσευχομένη ἢ προφητεύουσα ἀκατακαλύπτῳ τῇ κεφαλῇ καταισχύνει |
: ἤτοι ἄσιτος . χὡνὴρ ὄξος ἄγαν : ἀντὶ τοῦ ὀξύθυμος καὶ ἀκρόχολος . ἀφίκευ : ὑπόστρεψον . καὶ ὑποστρέψας | δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τοὺς χοίρους : καὶ ἰδοὺ ὥρμησεν πᾶσα ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν , |
, θηριώδης , ἀνήμερος , δύσθυμος , δυσόργητος , μηνιῶν βαρύμηνις , ἰοῦ γέμων , σκορπιώδης , σκορπίος ζητῶν ὅτῳ | θανατῶσαι αὐτόν , καὶ οὐχ ηὕρισκον : πολλοὶ γὰρ ἐψευδομαρτύρουν κατ ' αὐτοῦ , καὶ ἴσαι αἱ μαρτυρίαι οὐκ ἦσαν |
, αὐξητά , φαεσφόρε , κάρπιμε Παιάν , ἀντροχαρές , βαρύμηνις , ἀληθὴς Ζεὺς ὁ κεράστης . σοὶ γὰρ ἀπειρέσιον | γὰρ αὐτοῖς ὅτι ζῆλον θεοῦ ἔχουσιν , ἀλλ ' οὐ κατ ' ἐπίγνωσιν : ἀγνοοῦντες γὰρ τὴν τοῦ θεοῦ δικαιοσύνην |
, Ξέναρκες , ὑμετέραις τύχαις . εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ , πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ πεδ | . Τότε προσηνέχθη αὐτῷ δαιμονιζόμενος τυφλὸς καὶ κωφός : καὶ ἐθεράπευσεν αὐτόν , ὥστε τὸν κωφὸν λαλεῖν καὶ βλέπειν . |
εἶναι , καὶ ἔστι τὸ δαιμόνιον αἴτιον τῆς κτήσεως . πέπαται δέ , ἀντὶ τοῦ κέκτηται . καὶ Ὅμηρος : | διὰ τὸν ὄχλον ἵνα μὴ θλίβωσιν αὐτόν : πολλοὺς γὰρ ἐθεράπευσεν , ὥστε ἐπιπίπτειν αὐτῷ ἵνα αὐτοῦ ἅψωνται ὅσοι εἶχον |
φερόντων . Ἐν νυκτὶ λαμπρός , ἐν φάει δ ' ἀνωφελής . Ἐν τῷ σκάφει τῷ δ ' ἔνεστιν ἀγύρτης | ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη ; πῶς οὖν βλέπει ἄρτι ; ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπαν , Οἴδαμεν ὅτι οὗτός |
εἰς ἐμέ . πέπονθα δεινά . τότε γὰρ ἦσθ ' ἀνωφελής . ἔχεις με . σαυτὸν σύ γ ' ἔλαβες | ἀπαγγέλλων ὅτι Ὄντως ὁ θεὸς ἐν ὑμῖν ἐστιν . Τί οὖν ἐστιν , ἀδελφοί ; ὅταν συνέρχησθε , ἕκαστος ψαλμὸν |