| δὲ μήν . Ταί θ ' ] Αἱ καί . Κύμας ] * Τὴν Κύμην τινές φασι νῆσον παρακειμένην τῇ | ||
| . τὸ εʹ ὅμοιον τῷ : ταί θ ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι . τὸ Ϛʹ πενθημιμερὲς δακτυλικόν . τὸ |
| Τυφῶνα ” νῦν γε μὰν ταί θ ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι „ Σικελία τ ' αὐτοῦ πιέζει στέρνα λαχνάεντα | ||
| : νῦν ” γε μὰν ταί θ ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι Σικελία τ ' „ αὐτοῦ πιέζει στέρνα λαχνάεντα |
| ἐκολάσθη δὲ ἐν Σικελίᾳ καὶ Ἡσίοδος ” Τόν “ ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον . ” . τὸν γηγενῆ ] | ||
| τὸ Σπανόν , λιπαρώτατον δὲ τὸ Λιβυκόν ἐστι καὶ τὸ Κιλίκιον : ἅμα δὲ λιπαρόν τε καὶ λεπτομερὲς τὸ Σαβῖνον |
| , στόματι φλόγα φυσιόωντε : τοὺς ἐλάω ζεύξας στυφελὴν κατὰ νειὸν Ἄρηος τετράγυον , τὴν αἶψα ταμὼν ἐπὶ τέλσον ἀρότρῳ | ||
| ' ἦμαρ σὰς ἀρετὰς ἤειδεν , ἀεὶ δ ' ἐλλίσσετο νειὸν ὅππηι σοι δείμειεν ἀριφραδέως καταλέξαι ἔννυχον ὑπνώοντι , διηνεκὲς |
| λήμαις καὶ πετήλοις ἐπάγεται , ἀλλὰ λήμαις ἴσαις κολοκύνταις καὶ πετήλοις νέοις , ὃ τὴν ἀνάγκην ἐποίησε τῆς ἐπαναλήψεως . | ||
| Μήνης εὐφεγγέος αἰθροπολεύσης φύξιμον ἦμαρ ἕλῃσι , καὶ ἐν θαλεροῖσι πετήλοις πεπτηὼς ἀλέηται ἑὸν δηναιὸν ἄνακτα . Χηλῇσιν δ ' |
| κλαίειν : ἐπὶ τοῦ ἀφροντίστου . Προσέχεται δ ' ὥσπερ λεπάς : ἐπὶ τῶν τινος ἐχομένων . Πρὸς λέοντα δορκὰς | ||
| ὄστρεον , μῦς , κτείς , σωλήν , κόγχη , λεπάς , τῆθος , βάλανος . πορευτικὰ δὲ κῆρυξ , |
| , . : πεζοφόροις ζώμασιν : Αἰσχύλος Τοξότισιν : ὥσπερ πέζαν ἐχόντων τῶν χιτώνων , τινὲς δὲ ποδήρεσι . ζῶμα | ||
| Χαρίτων ἤρανος Ἀντιόπην : ἥ τε πολὺν μύστῃσιν Ἐλευσῖνος παρὰ πέζαν εὐασμὸν κρυφίων ἐξεφόρει λογίων , Ράριον ὀργειῶνι νόμῳ διαποιπνύουσα |
| ' ἐν ἑτέρῳ αὐτοῦ ποιήματι , τὸ δρύα . Ὦ βότρυ : εἴρηται . Τὼ βότρυε . Ἄξιόν ἐστι ζητῆσαι | ||
| καὶ ε εἰς τὸ υ μακρὸν [ καὶ ] γίνεται βότρυ . Ἔστιν οὖν εἰπεῖν , ὅτι οὐ δύναται ἡ |
| [ ] ος ? ? ἀμφὶ καρήνων [ ] [ Ἐγκελάδοιο ] μανέντος [ ] [ ] ἐπεκόσμεε χαίταις [ | ||
| , Λιλυβήϊον οἵτε νέμονται καὶ τρικάρηνον ὄρος ὅθι τοι σκέπας Ἐγκελάδοιο πυρσοῖς αἰθερίοισιν ἐρευγομένοιο κεραυνοῦ Σικελικῆς Αἴτνης ἀνεκάχλασεν ἀέναον πῦρ |
| . καί ἐστιν ἡ σύνταξις οὕτως , τοῦ μὲν ὑπὲρ νιφόεντα φάη κέρατα δοιὰ μετώπῳ ἔγκειται , τουτέστι τούτου μὲν | ||
| ἐνστρέφονταί τε ἀεὶ ἐν αὐτῷ , καὶ ἠχεῖσθαι ποιοῦσι τὸν νιφόεντα Ὄλυμπον , ἤτοι τὸν καθαρώτατον νοῦν . ἄρχου τε |
| Σ , οὕτως ἔχει καὶ ἐπὶ τῶν θηλυκῶν , αὖλαξ αὔλακος , πίδαξ πίδακος , κλίμαξ κλίμακος , πλάξ πλακός | ||
| ἐν ταύτῃ κύλικός τινος ἐκδεχομένης τὸν ἀρότην ἐπὶ τῷ τῆς αὔλακος τέλειμελαίνεσθαί τε τὸν χρυσὸν περισχίζουσα . ἑξῆς ὁρᾷς τέμενος |
| , τόν ῥ ' ὑποκυσσαμένη τέκεν Ἀπόλλωνι ἄνακτι Ἀμφρύσου παρὰ χεῦμα Φερητιὰς Ἀντιάνειρα . Τῷ καὶ μαντοσύνην ἔπορεν καὶ θέσφατον | ||
| ἀπολέσθαι . . . Μηδέ ποτ ' ἐκ λήθης ῥεύσωμεν χεῦμα ταπεινόν . ἧς κατασύρονται πολλοὶ σκολιοῖσι ῥεέθροις . . |
| ὥσπερ ἐφερμηνεύων : ἥτις , ἤγουν ἡ Μετώπη , τὴν Θήβαν ἔτεκε τὴν πλήξιππον , ἤγουν τὴν πλήττουσαν τοὺς ἵππους | ||
| Ἐλευσινίας Δῃοῦς ἐν κόλποις , ὦ Βακχεῦ , Βακχᾶν ματρόπολιν Θήβαν ναιετῶν παρ ' ὑγρόν τ ' Ἰσμηνοῦ ῥέεθρον , |
| οἰόθεν : ἀντὶ τοῦ οἴη . πολιήν : γραῦν . μύρεται : κλαίει , θρηνεῖ . ᾗ οὐκ εἰσὶν ἔτ | ||
| ἁλμυρῆς , τῆς ἐν τῇ ἁλὶ οὔσης , περὶ ἣν μύρεται , ἤως μορμύρει , Ὅμηρος δέ : ποταμὸν ἁλιμυρήεντα |
| σὺν ἀγλαΐαι . νικᾶι στεφαναφόρα κρείσσω τῶν παρ ' Ἀλφειοῦ ῥεέθροις τελέσας κασίγνητος σέθεν : ἀλλ ' ὑπάειδε καλλίνικον ὠιδὰν | ||
| οὐ νεμεσίζομαι ὕλῃ . μὴ διεροῖς στονόεντος ἐπ ' Εὐρώταο ῥεέθροις νηχομένην ἐκάλυψεν ὑποβρυχίην σε γαλήνη ; ἀλλὰ καὶ ἐν |
| ' ἐν κεράεσσι φύσις κείνοισι τέτυκται : οὐ γάρ τοι κρατερῇσιν ὑπὲρ κεφαλῆφι πέπηγε , κλίνουσιν δὲ κέρατα καὶ ἀγκλίνους | ||
| Αὐτὰρ ὃ νῆας ἔμελλε θοὰς καὶ λαὸν ὀλέσσειν χερσὶν ὑπὸ κρατερῇσιν ἐπὶ χθόνα τεῖχος ἐρύσσας , εἰ μὴ Τριτογένεια θράσος |
| Ἴτυν Ἴτυν πολύθρηνον . σύριγγας δ ' οὐριβάται κινοῦσιν ποιμνᾶν ἐλάται , ἔγρονται δ ' εἰς βοτάναν ξανθᾶν πώλων συζυγίαι | ||
| οὐ σφόδρα . ἰτέαι γὰρ καὶ μυρίκαι καὶ λεῦκαι καὶ ἐλάται καὶ μελίαι καὶ πτελέαι καὶ πάντα τὰ ὁμοιογενῆ τοῖς |
| : σκληραῖς ξηραῖς * ἐπιφρικτήν : καὶ γὰρ ὀρθιάζουσαν * φολίδεσσι : λέπεσσι * φοινήεσσαν : ἐρυθράν αἱματόεσσαν ἀμυδρότατον : | ||
| πόδες ὑψιτενεῖς , ἴκελοι νωθροῖσι καμήλοις , ὁπποῖον θαμινῇσιν ἀρηράμενοι φολίδεσσι σκληρῇς ἄχρι διπλῆς ἐπιγουνίδος : ὕψι δ ' ἀείρει |
| δόρυ μακρὸν ὑπαὶ Χείρωνι πονηθέν . Αἶψα δ ' ὑπὲρ μαζοῖο δαΐφρονα Πενθεσίλειαν οὔτασε δεξιτεροῖο , μέλαν δέ οἱ ἔρρεεν | ||
| καὶ γὰρ ὅν ποτε γράφει . . τὸν μὲν ὑπὲρ μαζοῖο κατὰ στῆθος βάλε δουρί , Ἄντιφον αὖ παρὰ οὖς |
| Ἀκαμαντίδος φυλῆς . 〛 τῷ δρυκολάπτῃ : Ὄρνεον ἐν ταῖς δρυσὶν εὑρισκόμενον , ζητοῦν σκώληκας , . ἐπεὶ οὖν ἡ | ||
| ' αὐλὴ ὑψηλὴ δέδμητο κατωρυχέεσσι λίθοισι μακρῇσίν τε πίτυσσιν ἰδὲ δρυσὶν ὑψικόμοισιν . ἔνθα δ ' ἀνὴρ ἐνίαυε πελώριος , |
| τὰ περὶ τὰς πλημμυρίδας τοῦ ὠκεανοῦ καὶ τὰς ἀμπώτεις ἀψορρόου ὠκεανοῖο , λέγοντα καί „ τρὶς μὲν γάρ τ ' | ||
| οὐκ ἐπίοπτος , ὁ δ ' ἀντίος ἐκ βορέαο ὑψόθεν ὠκεανοῖο . Δύω δέ μιν ἀμφὶς ἔχουσαι Ἄρκτοι ἅμα τροχόωσι |
| . Ἀγχοῦ : πλησίον . Θαλέας : ὄνομα κύριον . Σιμόεις : ὄνομα ποταμοῦ . Φθόϊς : εἶδος πλακοῦντος . | ||
| προσέειπε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε . . ᾗχι ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος : ὅτι τὸ κατ ' ἀμφοτέρων |
| πνεύμασι Ζεφύρου , τὰν πολυόρνιθον ἐπ ' αἶαν , λευκὰν ἀκτάν , Ἀχιλῆος , δρόμους καλλισταδίους , ἄξεινον κατὰ πόντον | ||
| ἀλλά μ ' ὁ παγκοίτας Ἅιδας ζῶσαν ἄγει τὰν Ἀχέροντος ἀκτάν , οὔθ ' ὑμεναίων ἔγκληρον , οὔτ ' ἐπὶ |
| παῦσεν ] χόλον ἀγροτέρα Λατοῦς θυγάτηρ : περὶ δ ' αἴθωνος δορᾶς μαρνάμεθ ' ἐνδυκέως Κουρῆσι μενεπτολέμοις : ἔνθ ' | ||
| κώθων κώθωνος , Τύχων Τύχωνος : οὕτως οὖν καὶ αἴθων αἴθωνος διὰ τοῦ ω . Πρόσκειται δισύλλαβα διὰ τὸ Φαέθων |
| Αἰγύπτοιο , Καυκάσου ἐγγὺς ἐόντες , ὃς Ὑρκάνιον περὶ πόντον οὔρεσιν ἠλιβάτοισιν ἀέξεται : ἔνθα τε Φᾶσις , Κιρκαίου κατὰ | ||
| κοίλης ἔντοσθε χαράδρης , τῶν δέ τε τηλόσε δοῦπον ἐν οὔρεσιν ἔκλυε ποιμήν : ὣς τῶν μισγομένων γένετο ἰαχή τε |
| ἔγχεϊ ὀξυόεντι , καί κέ τοι ἀντὶ γάμοιο πατὴρ τάφον ἀμφεπονεῖτο ἐνθάδε . τῶ μή τίς μοι ἀεικείας ἐνὶ οἴκῳ | ||
| . ἢ ὄνομα κύριον . Μοῦσα ἦν ἡ Ξενέα . ἀμφεπονεῖτο : γράφεται ἀμφεπολεῖτο , ἤγουν ψηλαφῶσα τὸν Δάφνιν . |
| καὶ ἀκήρατος ἀμπέχει αἰδώς , ἀλλά σε λύσς ' ὀλοὴ περιδέδρομε : τῶ νύ σε πάντες αἰὲν ἀτιμάζουσι βροτοὶ πολύμυθον | ||
| χθονὸς ἀγκὼν ἐκτέταται , μαλεροῖσι κεκαυμένος ἠελίοισιν . οὕτως Ὠκεανὸς περιδέδρομε γαῖαν ἅπασαν , τοῖος ἐὼν καὶ τοῖα μετ ' |
| ἀκρωτήριον Ἴδης , διὸ καὶ ὁ Λυκόφρων φησίν : αἱ Φαλακραῖαι κόραι Φαλακραίῃς ἐνὶ βήσσῃς ] καὶ ἐν τοῖς ὑψηλοῖς | ||
| δὲ παρθενοκτόνον Θέτιν ἰουλόπεζοι θεῖνον εὐῶπες σπάθαις πελαργοχρῶτες , αἱ Φαλακραῖαι κόραι , ὑπὲρ Καλυδνῶν λευκὰ φαίνουσαι πτίλα , ἄφλαστα |
| . Αἰπύτατον δ ' ἐτέτυκτο θεοκμήτῳ ἐπὶ ἔργῳ καὶ τρηχὺ ζαθέης Ἀρετῆς ὄρος : ἐν δὲ καὶ αὐτὴ εἱστήκει φοίνικος | ||
| αὖτε πέλωρον ὄφιν δεινόν τε μέγαν τε αἰόλον ὠμηστήν , ζαθέης ὑπὸ κεύθεσι γαίης . ἔνθα δέ οἱ σπέος ἐστὶ |
| ? ? ἀφίκοντο θεῶν ] ? περικαλλέα [ νᾶσον ] τόθι ] Ἑσπερίδες παγχρύσεα [ ] ? δώματ ] ? | ||
| ἑσπερίου ζεφύρου πανεπήτριμα χευαμένοιο , κεύθετ ' ἐνὶ σπήλυγγι , τόθι σκέπας ἄρκιον εὕρῃ , καὶ βόσιος χατέουσα πόδας χεῖράς |
| [ ] ! σεως | ! ! [ [ ] ουσα | μὴ τ ! [ [ ] χ ! | ||
| ] ! ἀμφίβολον [ ] πότερον [ [ ] ! ουσα ? ? ? ? ! ! [ ] ! |
| ἐτυμολογοῦσι δὲ τοῦτο παρὰ τὴν ῥοπὴν καὶ τὸ ἀλοιᾶν . δαπέδοιο δὲ ἐκ τῆς ῥίζης . στύπος : τὸ στέλεχος | ||
| δέρμα λέοντος : τὴν δ ' ὅγε , χαλκοβαρεῖ ῥοπάλῳ δαπέδοιο τινάξας νειόθεν , ἀμφοτέρῃσι περὶ στύπος ἔλλαβε χερσίν ἠνορέῃ |
| καιρός . Πρῶτον : πρώτως . ἐπιψαίρωσι : κινηθῶσιν . πόροιο : τοῦ πόντου . πειρήσονται : δοκιμάσωσι , δοκίμασον | ||
| μὲν ἔχηι κατὰ βένθεα χαλκοῦ πορθμοῦ χωσθέντος βροτέωι χροῒ ἠδὲ πόροιο , αἰθὴρ δ ' ἐκτὸς ἔσω λελιημένος ὄμβρον ἐρύκει |
| ! ! ! ! ! ! ! νύμφης ] πάρα καλλικόμοιο . ἣ δ ' ἄρα παῖδας ] [ ἔτικτεν | ||
| φεύγων νείκεα πατρὸς Ἀμύντορος Ὀρμενίδαο , ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο καλλικόμοιο , τὴν αὐτὸς φιλέεσκεν , ἀτιμάζεσκε δ ' ἄκοιτιν |
| . Οὕτω Δάφνις ἄεισεν ἐμίν , οὕτω δὲ Μενάλκας : Αἴτνα μᾶτερ ἐμά , κἠγὼ καλὸν ἄντρον ἐνοικέω κοίλαις ἐν | ||
| διέτριβε : καὶ Ὅμηρος τὴν Ἴδην φησὶ μητέρα θηρῶν . Αἴτνα μᾶτερ : ἐν Σικελίᾳ γὰρ τὰ πράγματα . ὅσς |
| ἴηναν πάντες ὅσοι Σκύροιο πέδον περιναιετάεσκον εἰναλίης , τὴν μακρὰ περιβρομέουσι θαλάσσης κύματα ῥηγνυμένοιο πρὸς ᾐόνας Αἰγαίοιο . Ἀλλ ' | ||
| : περίαχε δ ' ἄκριτος αὐδή , οἷον ὑπὸ σμήνεσσι περιβρομέουσι μέλισσαι : ἆσθμα δ ' ἀνήιε πουλὺ χύδην , |
| ὅλως τὸ τὰ ἀδύνατα καὶ ἄπιστα τερατεύεσθαι . τὸ μέντοι ἄταλλε δὲ κήτε ' ὑπ ' αὐτοῦ καὶ ὅσα τοιαῦτα | ||
| τότ ' ἐρχομένοιο γαληνιάασκε θάλασσα , κήτεα δ ' ἀμφὶς ἄταλλε Διὸς προπάροιθε ποδοῖιν , γηθόσυνος δ ' ὑπὲρ οἶδμα |
| Διονύσου Ἀπατήνορος , ὅς ῥα Μελαινὰς ὤπασε † Κεκροπίδας ἱερῆς δείκηλα σισύρνης . Ἀπατήνωρ οὐχ ὁ Διόνυσος , ἀλλ ' | ||
| Φεραίη : ἡ αὐτὴ δὲ δηλονότι Ἄρτεμις τῇ Ἑκάτῃ . δείκηλα δὲ εἰκόνες ἀγάλματα κυρίως δὲ τὰ τῷ Διὶ εἴκελα |
| ' ἄησι , πυκνὰ Θρηικίου Βορέω νέφεα κλονέοντος . τὸν φθάμενος ἔργον τελέσας οἶκόνδε νέεσθαι , μή ποτέ ς ' | ||
| ὦρτο χελιδὼν ἐς φάος ἀνθρώποις ἔαρος νέον ἱσταμένοιο : τὴν φθάμενος οἴνας περιταμνέμεν : ὣς γὰρ ἄμεινον . Ἀλλ ' |
| Τυρσηνοῦ πόντοιο μέση πορθμοῖο διαρρὼξ εἰλεῖται , λάβροισιν ὑπ ' ἄσθμασι Τυφάωνος μαινομένη , δειναὶ δὲ τιταινόμεναι στροφάλιγγες κῦμα θοὸν | ||
| ἠχοῦντος . Διαῤῥώξ : σχίσις . Λάβροισιν : μεγίστοις . ἄσθμασι : πνοαῖς , φυσήμασιν . Τυφαῶνος : ἀνέμου . |
| τε παλαίφατοι ἐνναετῆρες : τὸ τρίτον ἀγρώσσουσιν ὅσοι Τρινακρίδι νήσῳ ἐνναέται πόντου τε παρ ' οἴδμασι Τυρσηνοῖο . ἔνθεν ἀπειρεσίοις | ||
| αὐτή νῆσος ὁμῶς κεχάροιτο καὶ οἳ λάχον ὄργια κεῖνα δαίμονες ἐνναέται , τὰ μὲν οὐ θέμις ἄμμιν ἀείδειν : κεῖθεν |
| , τυπείητε , τυπείησαν : πρόδηλος ἡ τεχνολογία ἀπὸ τῆς τυπείς μετοχῆς . Ἑνικά . Τυψαίμην : εἴπομεν ὡς ὅσα | ||
| : δαφνήεις κητώεις . αἱ δὲ μετοχαὶ ὀξύνονται : τυφθείς τυπείς . [ τὸ δὲ κτείς ὀξύτονον , ὡς μονοσύλλαβον |
| δ ' [ ἑτέρας ἑτέραν ] μετεβάλλετ ' ὀπωπάν . ἁνίκα δ ' ἐς [ λέχος ] [ ἀνδρὸς ἔβας | ||
| ὦ πολλαὶ δακρύων λιβάδες , αἳ παρηίδας εἰς ἐμὰς ἔπεσον ἁνίκα πύργων ὀλομένων ἐν ναυσὶν ἔβαν πολεμίων ἐρετμοῖσι καὶ λόγχαις |
| Ἀντίμαχος ῥίμφα δ ' ἀπ ' ἠπείροιο μελαίνης ὑψός ' ἀερθεὶς Πηλείδης ἀπόρουσεν ἐλαφρὸς ἠύτε κίρκος , τοῦ δ ' | ||
| ὡς μνοῦς ἐστιν , ἔστι δ ' ὅτε ἀντιτυπεύμενος : ἀερθεὶς δὲ καὶ ὑπερπιμπλάμενος ἐκδιδοῖ κατὰ τὰς φλέβας τῷ σώματι |
| Τῶν δ ' ἐν ἀγρῷ σκευῶν τὰ ἀναγκαῖα ἄροτρα καὶ ἀρότρου μέρη , καὶ ἅμαξα καὶ ἁμάξης μέρη . τὰ | ||
| Καλλικρατίδας , οὐκ ἀπὸ σκαπάνης ὁ Λύσανδρος , οὐκ ἀπὸ ἀρότρου ὁ Δερκυλλίδας . Θητικὰ ταῦτα , εἰλωτικά : ταῦτα |
| ἄρ ' ἔτι προτέρω , ἔτι δ ' ἐν προμολῇσι νότοιο Ἰχθύες . Ἀλλ ' αἰεὶ ἕτερος προφερέστερος ἄλλου , | ||
| γναμπτῇσι γένυσι ” καὶ “ ἀργιόδοντος ὑός . ” ἀργεστᾶο νότοιο . τινὲς τοῦ λεγομένου λευκονότου . ἔστι δὲ ταχέος |
| Δίκα καὶ ὁμότˈροφος Εἰρήνα , τάμι ' ἀνδράσι πλούτου , χρύσεαι παῖδες εὐβούλου Θέμιτος : ἐθέλοντι δ ' ἀλέξειν Ὕβριν | ||
| μὲν τοῖχοι χάλκεαί [ θ ' ὑπὸ κίονες ἕστασαν , χρύσεαι δ ' ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες . ἀλλά |
| τὰ ἀδύνατα καὶ ἄπιστα τερατεύεσθαι . τὸ μέντοι ἄταλλε δὲ κήτε ' ὑπ ' αὐτοῦ καὶ ὅσα τοιαῦτα ποιητικὰ μὲν | ||
| βῆ δ ' ἐλάαν ἐπὶ κύματ ' : ἄταλλε δὲ κήτε ' ὑπ ' αὐτοῦ πάντοθεν ἐκ κευθμῶν , οὐδ |
| τηλεθάει δάφναις καὶ μύρτοισι καὶ εὐώδει κυπαρίσσῳ , ἔνθα πέριξ κέχυται βοτρυόπαις ἕλικι ἄμπελος , εἰαρινοὶ δὲ λιγυφθόγγοισιν ἀοιδαῖς κόσσυφοι | ||
| τηλεθάει δάφναις καὶ μύρτοισι καὶ εὐώδει κυπαρίσσῳ , ἔνθα πέριξ κέχυται βοτρυόπαις ἕλικι ἄμπελος : εἰαρινοὶ δὲ λιγυφθόγγοισιν ἀοιδαῖς κόσσυφοι |
| ἑρσήεντος ὑπ ' εἴαρος ἀλδαίνεσθαι : ὣς υἱὸν Πριάμοιο θεοῖς ἐναλίγκιον εἶδος Πηλείδης κατέπεφνεν , ἔτ ' ἄχνοον , εἰσέτι | ||
| συβώτης ἦγε κακὰ χροῒ εἵματ ' ἔχοντα , πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι , σκηπτόμενον : τὰ δὲ λυγρὰ περὶ |
| τὰ Ναυπακτικὰ ποιήσας καὶ Φερεκύδης ἐν Ϛʹ φασὶν εἰς τὸ σπέος αὐτὰς φυγεῖν τῆς Κρήτης τὸ ὑπὸ τῷ λόφῳ τῷ | ||
| δ ' ἀλίτησεν ἀταρποῦ ὕλῃ ἔνι πλαγχθεὶς , ἐν δὲ σπέος ἥλυθε Νυμφῶν Λιμνακίδων : αἱ δέ σφιν ἐσαθρήσασαι ἰόντα |
| κυδαλίμοιο οὔτασεν , οὐδὲ διὰ πρὸ δυνήσατο χαλκὸν ἐλάσσαι : ἔσχεθε γὰρ σάκος εὐρύ , κατεκλάσθη δ ' ἐνὶ καυλῷ | ||
| δὲ δυσμενέων ἀνδρῶν ἔτρεψε φάλαγγας τρηχείας : σπουδῆι δ ' ἔσχεθε κῦμα μάχης , αὐτὸς δ ' ἐν προμάχοισι πεσὼν |
| , ὅν ῥ ' ἔτεκέν γε δῖ ' Ἐλάρη , θρέψεν δὲ καὶ ἂψ ἐλοχεύσατο Γαῖα . Ἐν καὶ Φρίξος | ||
| , θεῶν πολέμιος , Τυφὼς ἑκατοντακάρανος : τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον : νῦν γε μάν ταί θ ' |
| τὸ γένος ἐξ αἰακοῦ , οὗ προλαβὼν ἐμνήσθη : Ὑπέραλλον αἰχμάν . ἤγουν εἰς τὸ ἅλλεσθαι καὶ κινεῖσθαι . ἐξάκουστος | ||
| [ δ ' ] ἀθέρμαντον ἑστίαν δόμων , γυναικείαν ἄτολμον αἰχμάν . κακῶν δὲ πρεσβεύεται τὸ Λήμνιον λόγῳ : γοᾶται |
| [ ! ! ! ! ! ! ! ] ! οισι προσβολὴν [ ] ? [ ! ! ! ! | ||
| ] τε νότος τ ' ἐν πείρασι γαίης [ ] οισι μινυνθάνει : ἀγλαὸν ἥβην [ ´πησι ] νότος καὶ |
| Ἀλφειοῦ γεράεσσιν . Σαυνῖται δ ' ἐπὶ τοῖσι μέσην χθόνα ναιετάουσι καὶ Μαρσῶν θοὰ φῦλα : Τάρας δ ' ἁλὸς | ||
| : αἳ γὰρ ὑπ ' ἠελίῳ τε καὶ οὐρανῷ ἀστερόεντι ναιετάουσι πόληες ἐπιχθονίων ἀνθρώπων , τάων μοι περὶ κῆρι τιέσκετο |
| φορέουσι διπλῆν , ἰκέλην ἐλάφοισι : χαίτη δ ' αὐχενίη μεσάτην ῥάχιν ἀμφιβεβῶσα οὐρὴν ἐς νεάτην μετανίσσεται : οὐδὲ βροτείην | ||
| λασίη δ ' ἐπιέσπεται οὐρή : ἡ δέ τε κυρτοῦται μεσάτην ῥάχιν , ἀμφὶ δὲ πάντῃ λαχνήεσσα κυρεῖ , κατὰ |
| κληθῆναι . Ὅμηρος : Βορέης καὶ Ζέφυρος , τώ τε Θρῄκηθεν ἄητον . εἴης δ ' Ἠδωνῶν μέν : οἱ | ||
| ' ἔκτασιν ἄητον , οἷον ” τώ τ ' ἐκ Θρῄκηθεν ἄητον ” , ἐξ οὗ καὶ τὸ τρίτον τῶν |
| . Εὖ δ ' ἂν καὶ δολόεντα μάθοις ἐπιόντα κεράστην ἠύτ ' ἔχιν : τῷ γάρ τε δομὴν ἰνδάλλεται ἴσην | ||
| ἐπεὶ μακάρεσσιν ἐῴκει . Κεῖτο γὰρ ἐν τεύχεσσι κατὰ χθονὸς ἠύτ ' ἀτειρὴς Ἄρτεμις ὑπνώουσα Διὸς τέκος , εὖτε κάμῃσι |
| δένδρεα μὲν καρπὸν χέον ἄσπετον , ἀμφὶ δὲ ποσσίν αὐτομάτη φύε γαῖα τερείνης ἄνθεα ποίης : θῆρες δ ' εἰλυούς | ||
| μύκον οὐρανοῦ καὶ τὸ τοῖσι δ ' ὑπὸ χθὼν δῖα φύε , καὶ ὅλως τὸ τὰ ἀδύνατα καὶ ἄπιστα τερατεύεσθαι |
| ὀκρυόεντι κεῖντο κατὰ πτολίεθρον ἐν αἵματι , τοὶ δ ' ἐφύπερθε πῖπτον ἀποπνείοντες ἑὸν μένος : οἳ δ ' ἄρα | ||
| καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ εὗδεν μειδιόων : ξουθαὶ δ ' ἐφύπερθε μέλισσαι , κηροχυτοῦσαι ' ντός , λαροῖς ἐπὶ χείλεσι |
| ' Ἀβαντιάδης , ὁ δ ' ἄρ ' ἔκποθεν ἀφράστοιο ὕψι μάλ ' ἐκ δονάκων ἀνεπάλμενος , ἤλασε μηρόν ἀίγδην | ||
| εἰς ψει διὰ διφθόγγου γράφονται , οἷον αὐτοψεί πλὴν τοῦ ὕψι , ἀντὶ τοῦ ἐφ ' ὕψους . Τὰ εἰς |
| γυῖα τεινόμενα ῥώοιτο , καὶ εὐσθενὲς ἦδος ἔχηισι . Εἰκόνα ἑὰν ἀνέθηκεν [ ἐπ ' ἔργωι ] [ τῶιδε ] | ||
| στερεῷ πυρί πλαγαῖς τε σιδάρου βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν . νεῖκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ ' ἄπορον . |
| ὀνομάτων τέταχεν : ἔδει γὰρ ᾗχι ῥοὰς Σιμόεις καὶ Σκάμανδρος συμβάλλετον . τούτῳ δὲ τῷ ἔθει πεπλεόνακε καὶ Ἀλκμᾶν : | ||
| δὴ Τροίην ἷξον ποταμώ τε ῥέοντε , ἧχι ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος , ἔνθ ' ἵππους ἔστησε θεὰ λευκώλενος |
| ἄτην οὐ ῥεῖά κεν εὕροις . ἤτοι ὅσαι βοτάναι , τόσσοι λίθοι . Ἀλλὰ σύ γ ' ἥρως , λᾶϊ | ||
| ἄτην οὐ ῥεῖά κεν εὕροις . Ἤτοι ὅσαι βοτάναι , τόσσοι λίθοι . Ἀλλὰ σύ γ ' ἥρως , λᾶϊ |
| ἐπὶ τὰ ἔσχατα μέρη τῶν Γαδείρων , ἐπὶ τὸν μακρὸν πρηῶνα , ἤτοι τὴν μεγάλην ἐξοχὴν , τῶν ἐπὶ πολὺ | ||
| : ὄρη γάρ εἰσι μεγάλα καὶ ὑψηλά . Μακρὸν ὑπὸ πρηῶνα ] τοῦτ ' ἔστιν ὑπὸ τὴν μεγάλην ἐξοχὴν τῶν |
| οὐδέ σφιν θανάτοιο πέλε στονόεντος ἄλυξις , ἀλλ ' ἅτε μηκάδες αἶγες ὑπὸ βλοσυρῇσι γένυσσι πορδάλιος κτείνοντο . Ποθὴ δ | ||
| Χαλκίδι δύο ποταμοί , Κέρων καὶ Νηλεύς , ὧν αἱ μηκάδες ἐὰν περὶ τὸ συλλαμβάνειν οὖσαι πίωσιν , ἐὰν μὲν |
| δούλοισι γάρ τε ζῶμεν οἱ ἐλεύθεροι . καὶ νῦν ἐν τᾷδ ' : ὁ λόγος περὶ τῆς Θήρας , ὡς | ||
| . Ἀλλ ' ἄνα ἐξ ἑδράνων ὅπου μακραίωνι στηρίζῃ ποτὲ τᾷδ ' ἀγωνίῳ σχολᾷ ἄταν οὐρανίαν φλέγων . Ἐχθρῶν δ |
| ὅτι πρεσβύτερος Πηλεὺς Φοίνικος . . ναῖον δ ' ἐσχατιὴν Φθίης , Δολόπεσσιν ἀνάσσων : Δολόπων . μέρος τῆς Φθιώτιδος | ||
| Μενοίτιος ὧδ ' ἐπέτελλεν ἤματι τῷ ὅτε ς ' ἐκ Φθίης Ἀγαμέμνονι πέμπε , νῶϊ δέ τ ' ἔνδον ἐόντες |
| δ ' ἐρρώσαντο πόδεσσιν προπροβιαζόμενοι : ἡ δ ' ἕσπετο Πηλιὰς Ἀργώ ῥίμφα μάλ ' , οἱ δ ' ἑκάτερθεν | ||
| παμφανόωσα . Τοῖς δὲ παρεκτετάνυστο κατὰ χθονὸς ὄβριμον ἔγχος , Πηλιὰς ὑψικόμοισιν ἐειδομένη ἐλάτῃσι , λύθρου ἔτι πνείουσα καὶ αἵματος |
| αὖτ ' ἀγκῶνα ποτὶ ῥόον , ἀμφὶ δὲ δοιαί σχίζονται προχοαί : τὴν μὲν καλέουσι Νάρηκος , τὴν δ ' | ||
| μετὰ τοῦτον ἡ κατ ' Αἴγυπτον Ἀλεξάνδρεια καὶ τοῦ Νείλου προχοαί , βορειότατον δὲ τὸ τοῦ Βορυσθένους [ στόμα ] |
| οὐρὰν τοῦ ἐχομένου Ὄφεως , τῶν δὲ πρὸς νότον τὸν Ὠρίωνα ὅλον , καὶ τοῦ νοτίου Ἰχθύος τὸ πρὸς τὴν | ||
| ἀρχαγὸν ] κόσμεισα [ λόγυς ] , πολλὰ δ ' Ὠρίωνα [ ] μέγαν κὴ πεντείκοντ [ ' ] οὑψιβίας |
| κυβιστητῆρι κυδοιμῷ δοῦπον ὑποπτήξαντες ὀριτρεφέος ποταμοῖο θῆρες ἐρωήσαντες ὑπὸ πτύχα κοιλάδος εὐνῆς σιγῇ φρικαλέῃσιν ἐπὶ πλευρῇσι μένουσι , πικρὰ δὲ | ||
| βήσσης : τοῦ συνδένδρου τόπου , ἢ κοίλου ὀρεινῆς τῆς κοιλάδος * ἐσχατιήν : τὸ ἔσχατον μέρος τέλος * ὅθι |
| Νύμφαι καὶ Χάριτες , ἅμα δὲ χρυσῆ Ἀφροδίτη , καλὸν ἀείδουσαι κατ ' ὄρος πολυπιδάκου Ἴδης . Νίκανδρος δ ' | ||
| Νύμφαι καὶ Χάριτες , ἅμα δὲ χρυσέη Ἀφροδίτη , καλὸν ἀείδουσαι κατ ' ὄρος πολυπιδάκου Ἴδης . Κάστωρ μὲν θνητός |
| παλάμας ἔστρεψεν ὀπίστερος Ἀγγελιώτης ὁλκῶν ἠνεμόφωνον ἐπισπεύδουσαν ἐρύκων , ὀρνυμένην νεφέεσσιν ἐλαυνομένοισι φυλάσσων . καὶ Στεροπὴ πέμπουσα σέλας φοινίσσετο πᾶσα | ||
| ἀντιόωντα θεοῖσιν . Ὣς ἄρ ' ἔφη καὶ ἄιστος ὁμοῦ νεφέεσσιν ἐτύχθη : ἠέρα δ ' ἑσσάμενος στυγερὸν προέηκε βέλεμνον |
| δὲ αἴτιον , ὅπερ ἔφην . τὸ μὲν γὰρ πρῶτον παρακέκλιται ἡ διάνοια καὶ ἐπιτεταμένως περὶ αὐτὰ ἐνεργεῖ , ὥσπερ | ||
| τετραμμένος , ἄχρις Ἐλανῶν . κεῖθεν δ ' ὀλβίστων Ἀράβων παρακέκλιται αἶα , πολλὸν ἀνερχομένη , δισσῇ ζωσθεῖσα θαλάσσῃ , |
| ὡς δ ' ὅτ ' ἀπ ' Αἰθιόπων τε καὶ Αἰγύπτοιο ῥοάων ὑψιπετὴς γεράνων χορὸς ἔρχεται ἠεροφώνων , Ἄτλαντος νιφόεντα | ||
| ' Ὁμήρου διιπετέα φάσκοντος τὸν Νεῖλον ἂψ δ ' εἰς Αἰγύπτοιο διιπετέος ποταμοῖο . . εἰσὶ δέ τινες , οἵ |
| [ ἵνα ] γνώητε δαέντες [ ] πιστὰ πάροιθεν [ Διωνύσου ] ? τε θάλειαν [ ] ν ? κακοδήνεϊ | ||
| δ ' ἕσπεται ἄσπετα φῦλα Πευκαλέων : μετὰ τοὺς δὲ Διωνύσου θεράποντες Γαργαρίδαι ναίουσιν , ὅθι χρυσοῖο γενέθλην δαιδαλέην Ὕπανίς |
| , καὶ Κυπάρισσος ἀπὸ τῶν κυπαρίσσων : Ὅμηρος : καὶ Κυπαρισσήεντα καὶ Ἀμφιγένειαν ἔναιον , . , . * . | ||
| Θρύον , Ἀλφειοῖο ” πόρον , καὶ ἐύκτιτον Αἶπυ καὶ Κυπαρισσήεντα „ καὶ Ἀμφιγένειαν ἔναιον καὶ Πτελεὸν καὶ Ἕλος καὶ |
| , οὔ τινα μῆτιν δὴν ἔχον , ἀφραδέως δὲ πανημέριοι φορέοντο . ὡς δὲ δράκων σκολιὴν εἱλιγμένος ἔρχεται οἷμον , | ||
| ὃ δ ' ἀντίον ἀσπαίρεσκε βλήμενος , οὕνεκα Κῆρες ὁμῶς φορέοντο βελέμνῳ καίριον ἐς κραδίην , ὅθι περ νόος ἕζεται |
| οὐ Δωρικὴ διάλεκτος : τὸ γὰρ Λακωνικόν ἐστιν ἀείδην ἢ ἀείδεν : μηδέ μ ' ἀείδην ἀπέρυκε : κατὰ δὲ | ||
| δ ' αἰπόλος ἦνθ ' ὑπακούσας : χοἰ μὲν παῖδες ἀείδεν , ὁ δ ' αἰπόλος ἤθελε κρίνειν . πρᾶτος |
| ἄλογος καὶ ἐμπαθὴς ζωή : καὶ τοῦτο ἔστιν ὅ φησι πολυώνυμον καὶ πολυμελὲς αὐτὸς , καὶ αὕτη ἡ ὕδρα καὶ | ||
| τρίτῳ Περὶ ῥητορικῆς , τοῦ ἑτέρου συνωνύμου δεόμεθα , ὅπερ πολυώνυμον ὁ Σπεύσιππος ἐκάλει . καὶ οὐ καλῶς ὁ Βόηθος |
| ὑπ ' αἶαν . Κύκλοι δ ' αὖ πολλοὶ καὶ ἀπείριτοι οὐρανοῦ εἴσω δινεῦνται , τοὺς αὐτὸς ἀεὶ σφαίρης στροφάλιγγι | ||
| ' ἐπὶ τοῖς Φαυρούσιοι , ὧν ὕπο γαῖαν ναίουσιν Γαράμαντες ἀπείριτοι : ἐν δὲ μυχοῖσι βόσκοντ ' ἠπείροιο πανύστατοι Αἰθιοπῆες |
| δρύπτε κάρα : οἷα δέ τις κύκνος ἀχέτας ποταμίοις παρὰ χεύμασιν πατέρα φίλτατον καλεῖ , ὀλόμενον δολίοις βρόχων ἕρκεσιν , | ||
| : μεγαλᾶν δ ' ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾷ ῥανθεισᾶν κώμων ὑπὸ χεύμασιν , ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί , σφὸν ὄλβον υἱῷ |
| . καὶ τὸ συναιρεῖν τὸ ι ἐπὶ τῶν τοιούτων , ἠιόνες ᾐόνες , Νηρηίδες Νηρῇδες . οὕτω καὶ τὸ σφῲ | ||
| οἰκῶν τυγχάνει γέρων , ἀπ ' ἀρχῆς Λαομέδων καλούμενος : ἠιόνες δ ' ἅλιαι : τὴν ἁλκυόνα λέγει . οὕτως |
| ἠελίοιο . μαίνετο δ ' ὡς ὅτε κῦμα [ ] πολυκλύστοιο [ ] θαλάσσης Στρυμονίου [ ] κατόπισθεν [ ] | ||
| περιτέλλεται οἶμον πολλὸν ἔσω βεβαυῖα περίδρομος ἀμφιτρίτη , γείτων Εὐξείνοιο πολυκλύστοιο θαλάσσης . κεῖνός τοι Κιλίκων περισύρεται ἔθνεα κόλπος μακρὸς |
| ἕλε Δημολέοντα Ἱππασίδην , ὃς πρόσθε Λακωνίδα γαῖαν ἔναιε πὰρ προχοῇς ποταμοῖο βαθυρρόου Εὐρώταο , ἤλυθε δ ' ἐς Τροίην | ||
| Κασσάνδροιο θοὸν ποσὶ παῖδα Μύνητα ὃν τέκε δῖα Κρέουσα παρὰ προχοῇς ποταμοῖο Λίνδου ἐυρρείταο , μενεπτολέμων ὅθι Καρῶν πείρατα καὶ |
| δὲ λοιποί φασι τυφλωθῆναι αὐτὸν καὶ ἀλώμενον κατακρημνισθῆναι . καὶ Νύμφαν ἄκρηβος : Νύμφην τὴν Ξενίαν λέγει . ἄκρηβος δὲ | ||
| νύμφα : οὕτω καὶ νεωστὶ παρθένος γαμηθεῖσα λυπηθείη . καὶ Νύμφαν ἄκρηβος : ἱστοροῦσι γὰρ αὐτὸν ὑπό τινος ἀγαπηθῆναι Νύμφης |
| ἐν κνίδαισι καθεύδοις : εἴης δ ' Ἠδωνῶν μὲν ἐν ὤρεσι χείματι μέσσῳ Ἕβρον πὰρ ποταμὸν τετραμμένος ἐγγύθεν Ἄρκτω , | ||
| τὸν Ἄδωνιν : ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες . κεῖται καλὸς Ἄδωνις ἐν ὤρεσι μηρὸν ὀδόντι , λευκῷ λευκὸν ὀδόντι τυπείς , καὶ |
| , μέγα βοῶν καὶ ἐλεεινὸν κωκύων ποτὲ μὲν πρὸς τὴν φηγὸν ἔτρεχεν ἔνθα ἐκαθέζοντο , ποτὲ δὲ ἐπὶ τὴν θάλασσαν | ||
| ἂν ᾖ δανότατα τοῦ θέρους ἐκπεπρεμνισμένα κἀνθρακίζων τοὐρεβίνθου τήν τε φηγὸν ἐμπυρεύων , χἄμα τὴν Θρᾷτταν κυνῶν τῆς γυναικὸς λουμένης |
| τόρνωσε : κατεσκεύασεν . τὰ μέν : τὰ ἱστία . πνοιῇσι : τοῦ ἀνέμου δηλονότι , καὶ ἀναπνοαῖς τῶν ἀνέμων | ||
| ἐξόπιθε ῥιπῇσιν ἐλαυνόμενοι μογέουσιν . ἀλλ ' ἁλιεὺς στέλλοιτο λίνον πνοιῇσι πετάσσας οὔριον , ἐς Βορέην μέν , ἐπὴν Νότος |
| . εὔπαις ὁ Λατοῦς γόνος , ὅν ποτε Δηλιάσιν καρποφόροις γυάλοις ἔτικτε , χρυσοκόμαν ἐν κιθάραι σοφόν , ὅστ ' | ||
| πω θνητῶν καλλίον ' εὗρε τέχνην : οὗ καὶ Ἀπόλλωνος γυάλοις εἰκὼν ἀνάκειται οὐ πλούτου παράδειγμ ' , εὐσεβείας δὲ |
| Λυκούργου τοῦ Ἠδωνοῦ φησιν οὕτως „ ὅς ποτε μαινομένοιο Διωνύσοιο τιθήνας σεῦε ” κατ ' ἠγάθεον Νυσήιον . „ τοιαῦτα | ||
| ὅς ῥα θεοῖσιν ἐπουρανίοισιν ἔριζεν , ὅς ποτε μαινομένοιο Διωνύσοιο τιθήνας σεῦε κατ ' ἠγάθεον Νυσήιον . Λυκόοργος : ὁμώνυμος |
| ὑπάτοισιν ? βουλεύμασιν : Ὀλυμπόθεν ] ? δέ οἱ χρυσόρραπιν ὦρσεν Ἑρμᾶν ! [ καὶ πολίοχον ] ? Γλαυκώπιδα ] | ||
| δήσω . δάκος : θηρίον . Ἐτήτυμος : ἀληθής . ὦρσεν : διήγειρεν , ταράσσεσθαι . Λοίσθιος : ἔσχατος . |
| τήν τε κλείουσι Κάραμβιν , ἡ δὲ βορειοτέρη γαίης ὕπερ Εὐρωπείης , τήν ῥα περικτίονες κριοῦ καλέουσι μέτωπον : αἵτ | ||
| αὐτὰρ ὑπ ' ἄκρην Ἱρήν , ἣν ἐνέπουσι κάρην ἔμεν Εὐρωπείης , νήσους Ἑσπερίδας , τόθι κασσιτέροιο γενέθλη , ἀφνειοὶ |
| τῷ ὅλμῳ : ἔπειτα περιθεὶς δίφρον , ἐπίθες τῆς ἀρτεμισίης ποίης , ἢ ὕσσωπον , ἢ ὀρίγανον : εἶτα ἐπικαθίσας | ||
| ἀγέλης ἀεκούσια κινήσωσιν δείελον εἰσελάοντες ὅμως , τὰ δὲ πάντοθι ποίης δάκνωσιν πυκινῇσι κελευόμενα λιθάκεσσιν . Ἐκ δὲ βοῶν ἐπύθοντ |
| φησὶ , μετὰ γαμικῶν ᾀσμάτων καὶ σὺν λαμπάσι ταῖς ἀπὸ Πηλίου ὄρους τεμνομέναις εἰς τὸν οἶκον ἐπορευόμην τὴν χεῖρα τῆς | ||
| Πελασγικῶν πεδίων πρὸς τὴν Μαγνησίαν , ἃ παρατείνει μέχρι τοῦ Πηλίου σταδίους ἑκατὸν ἑξήκοντα . ἐπίνειον δὲ τῶν Φερῶν Παγασαὶ |
| ἀλλὰ μετ ' ἄρκτους τέτραπται , καὶ τοῖος ἐπ ' ἀντολίην πάλιν ἕρπει , οἷος καὶ νοτίης Λιβύης ἐπὶ τέρμα | ||
| τὸ πρῶτον ἀπ ' οὔρεος Ἀρμενίοιο . τοῦ δὲ πρὸς ἀντολίην βορέην ἐπικέκλιται ἰσθμός , ἰσθμὸς Κασπίης τε καὶ Εὐξείνοιο |
| κατατεθνηώτων νύμφαι τ ' ἠίθεοί τε πολύτλητοί τε γέροντες , παρθενικαί τ ' ἀταλαὶ νεοπενθέα θυμὸν ἔχουσαι : πολλοὶ δ | ||
| τε φηγοί ῥιζόθι δινήθησαν ἀνέστησάν τε χορείαν , οἷά τε παρθενικαί . Ἄλλως . Ῥησκύνθιον δὲ ὄρος Θρᾴκης , ἐν |
| , φυλάττει τὸ ω : οἷον , χειμὼν χειμῶνος : κευθμὼν κευθμῶνος : οὐχ οὕτως δὲ ἔχοντα διὰ τοῦ ο | ||
| συνεβούλευσα μελαμβαθὴς [ ] ] ὁ σκοτεινὸς διὰ τὸ βάθος κευθμὼν ] ὁ κατώτατος τόπος ἤγουν ὁ Ἅιδης καλύπτει ] |
| Ἀμφιμάχῳ μεγαθύμῳ , οἳ Μυκάλην ἐνέμοντο Λάτμοιό τε λευκὰ κάρηνα Βράγχου τ ' ἄγκεα μακρὰ καὶ ἠιόεντα Πάνορμον Μαιάνδρου τε | ||
| ἐξεῦρε Θησεύς , τὴν δ ' ἀπὸ σκελῶν Κερκύων , Βράγχου καὶ Ἀργιόπης νύμφης , πρὸς τοῦτον τὸ πέμπτον ἆθλον |