| κληθῆναι . Ὅμηρος : Βορέης καὶ Ζέφυρος , τώ τε Θρῄκηθεν ἄητον . εἴης δ ' Ἠδωνῶν μέν : οἱ | ||
| ' ἔκτασιν ἄητον , οἷον ” τώ τ ' ἐκ Θρῄκηθεν ἄητον ” , ἐξ οὗ καὶ τὸ τρίτον τῶν |
| ἔκτασιν ἄητον , οἷον ” τώ τ ' ἐκ Θρῄκηθεν ἄητον ” , ἐξ οὗ καὶ τὸ τρίτον τῶν πληθυντικῶν | ||
| . Ὅμηρος : Βορέης καὶ Ζέφυρος , τώ τε Θρῄκηθεν ἄητον . εἴης δ ' Ἠδωνῶν μέν : οἱ Ἠδωνοὶ |
| θνητοῖσι , κακῇ θυίουσιν ἀέλλῃ : ἄλλοτε δ ' ἄλλαι ἄεισι διασκιδνᾶσί τε νῆας ναύτας τε φθείρουσι : κακοῦ δ | ||
| Φιλόξενος εἰς τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . ἄεισι : ἄεισι : παρὰ τὸ ἀῶ , τὸ πνέω |
| ἢ παρὰ τὸ ἀῶ γίνεται παράγωγον ἄημι καὶ τὸ τρίτον ἄησι καὶ τὸ δυϊκὸν ἄετον καὶ κατ ' ἔκτασιν ἄητον | ||
| ἔρχεται οὐδέ μιν ἴσχει , καί τε δι ' αἶγα ἄησι τανύτριχα : πώεα δ ' οὔτι , οὕνεκ ' |
| οὔτε θοαὶ Βορέαο θύελλαι ἐσσύμεναι κλονέουσι δι ' ἠέρος οὔτε Νότοιο : ὣς ὃ ταφὼν μένε δηρόν , ὑπεκλάσθη δέ | ||
| Βοιωτικῶς δὲ † γέγονεν ἀργέσταο , οἷον : † ἀργέσταο Νότοιο : τὸ μὲν γὰρ κύριον βαρύνεται Ἀργέστης , οἷον |
| . Ἀγχοῦ : πλησίον . Θαλέας : ὄνομα κύριον . Σιμόεις : ὄνομα ποταμοῦ . Φθόϊς : εἶδος πλακοῦντος . | ||
| προσέειπε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε . . ᾗχι ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος : ὅτι τὸ κατ ' ἀμφοτέρων |
| . Ἀργεστής : ὀξύνεται , † Βοιωτικῶς δὲ † γέγονεν ἀργέσταο , οἷον : † ἀργέσταο Νότοιο : τὸ μὲν | ||
| ἔτι μιμνάζειν θέλον ἔμπεδον , ἀλλ ' ἐνὶ νηί , ἀργέσταο παρᾶσσον ἐπιπνείοντος , ἔβησαν . Τοῖσι δ ' ὁμοῦ |
| συλλαβῆς ἀπειλήτην . ἢ ἀπὸ τοῦ ἀπειλῶ ἠπείλουν , τὸ δυϊκὸν ἠπείλειτον ἠπειλείτην καὶ ἐν συστολῇ τῆς ἀρχούσης καὶ τροπῇ | ||
| καὶ πεντήκοντα . οὐ γάρ φασι κατὰ τοῦ πληθυντικοῦ τὸ δυϊκὸν τίθεσθαι , τό γε μὴν πληθυντικὸν κατὰ δυϊκοῦ . |
| Ποσειδάων ἐνοσίχθων δεινὸν ἄορ τανύηκες ἔχων ἐν χειρὶ παχείῃ εἴκελον ἀστεροπῇ : τῷ δ ' οὐ θέμις ἐστὶ μιγῆναι ἐν | ||
| συνωχαδόν , οἱ δὲ κεραυνοὶ ἴκταρ ἅμα βροντῇ τε καὶ ἀστεροπῇ ποτέοντο χειρὸς ἄπο στιβαρῆς , ἱερὴν φλόγα εἰλυφόωντες , |
| στιβαροί τε βραχίονες : αὐτὰρ Ἀθήνη ἄγχι παρισταμένη μέλε ' ἤλδανε ποιμένι λαῶν . μνηστῆρες δ ' ἄρα πάντες ὑπερφιάλως | ||
| ἀλδαίνει αὔξει , ἀπὸ τῆς ἄλσεως , οὗ τὸν παρῳχημένον ἤλδανε . ἀλύων ἀνιώμενος . εἴη δ ' ἂν μᾶλλον |
| κλαίειν : ἐπὶ τοῦ ἀφροντίστου . Προσέχεται δ ' ὥσπερ λεπάς : ἐπὶ τῶν τινος ἐχομένων . Πρὸς λέοντα δορκὰς | ||
| ὄστρεον , μῦς , κτείς , σωλήν , κόγχη , λεπάς , τῆθος , βάλανος . πορευτικὰ δὲ κῆρυξ , |
| ἐρυσσάμενος ξίφος ὀξὺ Ἀντιφάτην μὲν πρῶτον ἐπαΐξας δι ' ὁμίλου πλῆξ ' αὐτοσχεδίην : ὃ δ ' ἄρ ' ὕπτιος | ||
| τὸν δ ' ἕτερον ξίφεϊ μεγάλῳ κληῖδα παρ ' ὦμον πλῆξ ' , ἀπὸ δ ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν ἠδ |
| ὠκέϊ δίνηι ἀμφότεροι θρώσκουσι παρηορίηισι δεθέντες τοῖοι νῦν τελέθουσιν ἁμιλλητῆρες ἀέλλης , ἄζυγες ἀσπαίροντες ἐπειγομένηισι κελεύθοις , ἄπνοον ἀσθμαίνοντες : | ||
| ἀπὸ τοῦ αἰόλλω , ὃ δηλοῖ τὸ ταχέως καὶ δίκην ἀέλλης κινῶ : ἀφ ' οὗ Ὅμηρος ” αἰολοπώλους “ |
| πυκταλεύω ” . . . . . . ἐντροπαλιζόμενος : ἐντροπαλιζόμενος : . . . ἐκ τοῦ τρέπω τροπῶ τροπίζω | ||
| ἐπήγαγεν ἐπὶ βρεχμόν τε καὶ ὤμους : καὶ πάλιν εἰπὼν ἐντροπαλιζόμενος ἔφη γόνυ γουνὸς ἀμείβων . οὕτω καὶ ὁ ῥήτωρ |
| [ νύμφαι μακρὸν ἄυσαν [ ] ! [ καὶ τρίχας ἐξεταμον ? ? ! [ ] κ ! [ καιμενυνεε | ||
| [ νύμφαι μακρὸν ἄυσαν [ ] ! [ καὶ τρίχας ἐξεταμον ? ? ! [ ] κ ! [ καιμενυνεε |
| αὐτὴν ταύτην πανοπλίαν ἀνειληφέναι τὴν Ἀθηνᾶν . καὶ ὅτι τὸ γέντο ἐκ τῶν συμφραζομένων νοεῖται τεταγμένον ἀντὶ τοῦ ἔλαβεν . | ||
| κομόωντε , χρυσὸν δ ' αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐ , γέντο δ ' ἱμάσθλην χρυσείην εὔτυκτον , ἑοῦ δ ' |
| δὲ διεγείρεται : τὸ δὲ περὶ τὴν ναῦν προσρήγνυται . πιτνὸν ] προσπῖπτον . ἄλλο δ ' ἀείρει ] ὑψοῖ | ||
| ] ὑψοῖ . ἡ μὲν σύνταξις ἀεῖρον ἀπῄτει πρὸς τὸ πιτνὸν , ὁ δὲ ἀείρει πρὸς τὸ θάλασσα εἶπεν . |
| ἀπὸ τῶν λύγων : λύγος δὲ φυτὸν ἱμαντῶδες : δίδη μόσχοισι λύγοισιν : ἐν Γοργίᾳ : „ πάσας στροφὰς στρέφεσθαι | ||
| καὶ ἀναδύεσθαι . Ὅμηρος [ . Λ , ] δίδη μόσχοισι λύγοισι . Δίδυμος δὲ , λυγισμῶν , [ ἀπὸ |
| ; † Φοίνισσαν βοὰν κλύουσα ὦ νεάνιδες γηραιῶι ποδὶ τρομερὰν ἕλκω ποδὸς βάσιν . † ἰὼ τέκνον , χρόνωι σὸν | ||
| ῥήματα κατὰ τονικὴν παραγωγὴν περισπώμενα , οἷον τύπτω τυπτῶ , ἕλκω ἑλκῶ , μηνίω μηνιῶ , δηρίω δηριῶ . Ἐν |
| ἢ παρὰ τὸ ἄω , τὸ πνέω , οἷον : Βορέης [ καὶ ] Ζέφυρος , τώ τ ' ἐκ | ||
| , φωτὸς δ ' ἀπενόσφισαν αὐγάς . Αὐτὰρ ἐπεὶ ζαμενὴς Βορέης στροφάδεσσιν ἀέλλαις ἁρπάξας ἐκύλινδεν διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλας |
| ἠχοῦσα , παρὰ τὸ ἄω τὸ πνέω ἀήσω ἄεσα καὶ ἄελλα , ἢ πάλιν ἀπὸ τοῦ ἄω τὸ πνέω καὶ | ||
| , τὸ δὲ αἰτοῦμαι ἐπὶ τοῦ χρήσασθαι εἰς ἀπόδοσιν . ἄελλα καὶ θύελλα διαφέρει . ἄελλα μὲν γάρ ἐστιν ἄνεμος |
| κορύσσεται . Ἀλλ ' ἄγε νῆας εἰς ἁλὸς οἶδμ ' ἐρύσαντες ἀναμνησώμεθα νόστου . Ὣς φάτ ' ἐελδομένοις , οἳ | ||
| κάλωας εἰπὼν τὴν αἰτιατικὴν τῶν πληθυντικῶν , οἷον , εὐναίας ἐρύσαντες ἀνεκρούσαντο κάλωας , ἐν τῷ τέλει τοῦ πρώτου λόγου |
| φονεύω , κτείνω , φθείρω , καίω , φλέγω , καθίζω , θερίζω , ζημιῶ , βλάπτω . καὶ σωματικῶς | ||
| εἶναι καὶ ἔθω ἴσθω Σικελικῶς κατὰ τὸ ἕζω ἵζω καὶ καθίζω . . . , : χρῆσις δὲ τοῦ μαδοῦ |
| ἄμυδις δὲ ψιλοῦται . ἱδρὼς δασύνεται * * * οὕτως ἵκω ἵξω ἴξαλος . οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ ἀναδιπλασιασμοῦ | ||
| , ἵνα καὶ αὐτὰ λείπωνται τρισὶ γράμμασι τοῦ κίχω καὶ ἵκω . . . , : Ἡρακλείδης δὲ ἐν οἷς |
| : ὁ ποιητής : . . . πολὺς δ ' ἀνεκήκιεν ἱδρώς . κδʹ Καὶ ὅπερ τὸ τῶν ὀδοντοφυούντων Ὥσπερ | ||
| ? περιτέτροφε φῦκος [ ] ς , νοτερὴ δ ' ἀνεκήκιεν ἅλμη [ ] ς βρεκτῶν τε κομάων : [ |
| ἔχω , ὀχὴ , ὀκωχή : ἥκω , ἀκὴ , ἀκωκή : οὕτω μένω τὸ προθυμοῦμαι , μενὴ μενωνὴ , | ||
| τυχὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον , ἀντικρὺ δὲ διῆλθε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκή : κὰδ δ ' ἔπες ' ἐν κονίῃσι μακών |
| προσηύξησεν : ὡς καὶ Ὅμηρος : ἐπεὶ οὔ μιν ἀφαυρότατος βάλ ' Ἀχαιῶν : ἀλλὰ ἰσχυρότατος δηλονότι . διὰ τὸ | ||
| , αἶψ ' ἐπὶ Τυδεΐδῃ ἐτιταίνετο καμπύλα τόξα , καὶ βάλ ' ἐπαΐσσοντα τυχὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον θώρηκος γύαλον : |
| και ] ? προσθεν κα ? [ ] ενα ιν ανω επα [ ] οια ? καον ! ! [ | ||
| ! ? ! [ θέλω δεφ ? ? [ ἐμαῖς ανω ? [ λέγοις ἂν ω ? [ ! υδωντις |
| ἐκάλυψεν ὀπώρην ἄχρι ποδῶν πυκάσας θαλερὸν δέμας : ἐκ δὲ καρήνου στήθεα γυμνώσας καὶ γαστέρα σήματα φαίνει , ὅττι γένος | ||
| πέπλοις [ ] , ποιμενίῳ ζωστῆρι περίπλοκος : ἐκ δὲ καρήνου χαίτην ἀμφιέλισσαν ἀποθλίψασα κομάων [ ! ! ! ! |
| ἄμπυκος ἔχει τὸ κ καὶ ἀρσενικῶς λέγεται . Σημειωτέον τὸ πτύξ πτυχός καὶ νύξ νυχός , ὃ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ | ||
| κλίσεως ἔτυχε . καὶ ἕνεκα κλίσεως καὶ συντάξεως τὸ μὲν πτύξ ὄνομά ἐστιν , ἐπεὶ καὶ πτυχός καὶ πτύχες : |
| ἐπὶ τοὺς βόας γύης καλεῖται , τὸ δὲ ἀπὸ τοῦ γύου ἱστοβοεύς . τοῦ δὲ ζυγοῦ τὰ ἐπὶ τοὺς αὐχένας | ||
| κόμου ἔχομεν ἀντικείμενον τῷ κανόνι τοῦ τεχνικοῦ καὶ τὸ γύης γύου ἰσοσυλλάβως κλιθέντα , ἀλλὰ καὶ τὸ Γράδης Γράδου : |
| “ ἐμπλείμην ” εὐκτικῆς ἐστιν ἐγκλίσεως . ἀπὸ γὰρ τοῦ πλῶ τὸ πληρῶ γίνεται εἰς - μι πλῆμι καὶ τὸ | ||
| πέλω ἐστὶ ῥῆμα δηλοῦν τὸ πλησιάζω : καὶ κατὰ συγκοπὴν πλῶ , καὶ μετὰ τῆς ἐν προθέσεως τὸ ἐπίῤῥημα ἔμπλην |
| , ὡς Ἀτρείδεω Αἰνείεω , καὶ κατὰ κρᾶσιν ἢ συγκοπὴν Ἀσίω , ὡς εὐμελίας : † εὐμελίω Πριάμοιο , καὶ | ||
| , κνήσω κνήμη , . , . . . . Ἀσίω : Ἀσίω ἐν λειμῶνι . οὐκ ἔχει τὸ ι |
| ὁ Θόας οὗτος . . Νεστορίδαι δ ' ὁ μὲν οὔτας ' Ἀτύμνιον ὀξέι δουρί : ἡ διπλῆ πρὸς τὸ | ||
| τῶν δύο σκοπέλων , „ Νεστορίδαι δ ' ὁ μὲν οὔτας ' Ἀτύμνιον „ , ” ἄμφω δ ' ἑζομένω |
| κατὰ τῶν αὐτῶν σημαινομένων , ὡς τὸ ἀναγκαίη καὶ τὸ εὐναίας ἐβάλοντο καὶ τὸ ἀπείρων καὶ τὸ πομπῆες καὶ τὸ | ||
| ἡ ἀντὶ πρόθεσις , ἵν ' ᾖ : τὸν ἀντὶ εὐναίας καὶ ἀγκύρας λίθον διὰ τὸ βεβρῶσθαι ἐκ τῆς θαλάσσης |
| ἔχε ποιμένι λαῶν . Πείσανδρος δ ' ἰθὺς Μενελάου κυδαλίμοιο ἤϊε : τὸν δ ' ἄγε μοῖρα κακὴ θανάτοιο τέλος | ||
| παράγωγον βῆμι καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν βίβημι , ἔνθεν τὸ „ ἤϊε μακρὰ βιβάς „ , βάτρον τι γίνεται ῥηματικὸν ὄνομα |
| ξάσμα ξυνῶνα ὀκριάζων ὁλοσπάδες ὀρθόφρων οὐράν ὄφελμα πεσσεία προσσαίνειν πτέρυγας πτύον πύγαργος ῥᾶ Ῥαικοί Γραικοί ῥαχία Ῥειτά ῥήτωρ ῥικνός σάγη | ||
| χωρῶ καὶ λαμβάνω , γύω καὶ γύον , ὡς πτῶ πτύον καὶ θῶ θύον , οἷον „ κέδρου τ ' |
| ὑπὲκ κακότητα φύγοιμεν . ὦρτο δ ' ἐπὶ λιγὺς οὖρος ἀήμεναι : αἱ δὲ μάλ ' ὦκα ἰχθυόεντα κέλευθα διέδραμον | ||
| φιλῶ φιλεῖν φιλήμεναι καὶ νοήμεναι καὶ φρονήμεναι , καὶ τὸ ἀήμεναι δὲ μαρτυρεῖ τῷ ἀῶ περισπωμένῳ . δῆλον οὖν , |
| ' , ὦναξ , καὶ τάνδε φέρευ πακτοῖο μελίπνουν ἐκ κηρῶ σύριγγα καλὸν περὶ χεῖλος ἑλικτάν : ἦ γὰρ ἐγὼν | ||
| , ἐναλλάσσω , γεραίρω ἑορτάζω , συναγελάζω , ταχύνω , κηρῶ , τρέφω , πολλάκις ἄρχομαι , περινοστῶ , ἀναγορεύω |
| κέλευθον μακρὴν ἠδ ' εὐρεῖαν , ὅσον τ ' ἐπὶ δουρὸς ἐρωὴ γίγνεται , ὁππότ ' ἀνὴρ σθένεος πειρώμενος ᾗσι | ||
| ἔπειτα ὑπὲρ σάκεος μεγάλοιο αἰὲν ἐπ ' αὐχένι κῦρε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκῇ . καὶ τότε δή ῥ ' Αἴαντι περιδείσαντες |
| ὡς τὸ ἐφίλη , ἐνόη : οὕτω καὶ Ὅμηρος ἐποίησε δίδη μόσχοισι λύγοισιν ἀντὶ τοῦ ἔδει , ὅ ἐστιν ἐδέσμει | ||
| , ἀπὸ τῶν λύγων : λύγος δὲ φυτὸν ἱμαντῶδες : δίδη μόσχοισι λύγοισιν : ἐν Γοργίᾳ : „ πάσας στροφὰς |
| ἔφανα : τὸ προστακτικὸν κράνον , ὡς φάνον , καὶ Ἰωνικῶς τροπῇ τοῦ α εἰς η κρῆνον , καὶ ἐν | ||
| λέγει φʃ ἑστὸς μικρὸν γράφουσιν , ἀλλὰ καὶ μέγα : Ἰωνικῶς μικρὸν μέν , Ἀττικῶς μέγα τοὺς γὰρ ἀφισταμένους : |
| εἴσατο χαλκός , νειαίρῃ δ ' ἐν γαστρὶ διὰ ζωστῆρος ἔλασσε : δούπησεν δὲ πεσών , ἀράβησε δὲ τεύχε ' | ||
| χαμᾶζε κτεινόμενος : τῷ τόν γε κατ ' αὐχένα μέσσον ἔλασσε : φθεγγομένου δ ' ἄρα τοῦ γε κάρη κονίῃσιν |
| ἀναστενάχουσιν Ἀχαιοί . Ἣ μὲν ἄρ ' ὣς εἰποῦς ' ἀπεβήσετο , τοὶ δ ' ὀρέοντο ἠχῇ θεσπεσίῃ νέφεα κλονέοντε | ||
| : ὣς ἔφαθ ' , ἡ δ ' ἀλύους ' ἀπεβήσετο , ἀντὶ τοῦ ἀποροῦσα καὶ ῥιπταζομένη . Βακχεῖος μέντοι |
| [ ] ος ? ? ἀμφὶ καρήνων [ ] [ Ἐγκελάδοιο ] μανέντος [ ] [ ] ἐπεκόσμεε χαίταις [ | ||
| , Λιλυβήϊον οἵτε νέμονται καὶ τρικάρηνον ὄρος ὅθι τοι σκέπας Ἐγκελάδοιο πυρσοῖς αἰθερίοισιν ἐρευγομένοιο κεραυνοῦ Σικελικῆς Αἴτνης ἀνεκάχλασεν ἀέναον πῦρ |
| ἀπολογεῖται . καὶ Ὀδυσσεῖ μὲν ἔφη ἀποπλεύσεσθαι τῇ ὑστεραίᾳ , καμπτόμενος δέ πως ταῖς Φοίνικος δεήσεσι βουλεύσεσθαί φησι περὶ τοῦ | ||
| γηραλέος δὲ πέλων τρίτατον πόδα βάκτρον ἐρείδει αὐχένα φορτίζων γήραϊ καμπτόμενος . μανεῖσα τοίνυν ἡ Σφὶγξ ἑαυτὴν ἀνεῖλε . συνελθὼν |
| , χείω , χαός : ὡς δαίω τὸ καίω , δαός , ἡ λαμπάς . δηλοῖ δὲ τὸ χαὸς τὸ | ||
| , χείω , χαός : ὡς δαίω τὸ καίω , δαός , ἡ λαμπάς . δηλοῖ δὲ τὸ χαὸς τὸ |
| τὴν τοῦ θρηνεῖν εὐχέρειαν . ἐρεσσετ ' ] κινεῖτε . ἐρέσσετ ' ] πλήττετε , ποιεῖτε . ἐρέσσετ ' ] | ||
| , ἐνέποιμι : ἀνθέμενοι κεφαλῇσιν ἀερσιλόφους τρυφαλείας , ἡμίσεες μὲν ἐρέσσετ ' ἀμοιβαδίς , ἡμίσεες δέ δούρασί τε ξυστοῖσι καὶ |
| θητεύειν Εὐρυσθεῖ . Ἧλος . παρὰ τὸ ἥσω μέλλοντα . ἵημι ἥσω , ἧλος . Ἤϊα . τὰ εἰς ὁδὸν | ||
| τὰ γόνατα . Ὀϊστός . κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ο . ἵημι γὰρ ἐστὶ τὸ ῥῆμα , οὗ ῥηματικὸν ἱστὸς , |
| : παρ ' οὗ καὶ νειφάλιος διὰ διφθόγγου , καὶ νιφὰς καὶ νιφετὸς διὰ τοῦ ι , ἀφ ' οὗ | ||
| τοῦ ῥήματος . ἰδοὺ γὰρ τὸ εἴρω ἶρις , νείφω νιφὰς , λείβω λιβὰς , καὶ τὰ ὅμοια . Πίδα |
| Ἑκάτα , φάος παρθένων ἐπὶ λέκτροις ἇι νόμος ἔχει . πάλλε πόδ ' αἰθέριον , ἄναγ ' ἄναγε χορόν εὐὰν | ||
| γὰρ ἡ θεός . ἢ ὅτι γαμήλιος ἡ Ἑκάτη : πάλλε πόδ ' αἰθέριον : εἰς τὸν αἰθέρα , χόρευε |
| ἐπιάλτην ἐρρεντι ἐσύνηκε εὐρυδάμαν ϝρῆξις κάλιον κατώρης Κήτειος Κίκις κίνδυνι κόκκυγος κότυλοι μετρῆσαι ἐπὶ τοῦ ἀριθμῆσαι ΝΕΡΗ οἱ . . | ||
| : κοκκύζειν ⌈ γὰρ [ δὲ Γ ] ἐπὶ τοῦ κόκκυγος . Γ θἠρῷον : τὸ ἱερὸν τοῦ ἥρωος Λύκου |
| ' οἶκον ἐστρωφᾶτο μισητὸς βάβαξ . παρὰ τὸ βάζω βάξω βάξ , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν βάβαξ . ἔστι δὲ καὶ | ||
| κῦφος κύβος , παράγωγον βάζω βάξω , ἀφαιρέσει τοῦ ω βάξ , ὡς ἄλκω ἄλξω ἄλξ , καὶ ἐν διπλασιασμῷ |
| τῶν πληθυντικῶν ἄεισι Αἰολικώτερον : ἐχρῆν γὰρ ἀεῖσι , ὥσπερ ἱεῖσι : ἄλλοτε δ ' ἄλλῃ ἄεισι , . , | ||
| ἀφίεμεν , τὸ δεύτερον ἵετε καὶ ἀφίετε καὶ τὸ τρίτον ἱεῖσι : ὁμοίως τῇ δοτικῇ τῶν πληθυντικῶν τῆς ἰδίας μετοχῆς |
| . οὕτως Φιλόξενος . . . . . δετή : δετή : ἡ λαμπάς . „ καιόμεναί τε δεταί „ | ||
| συγκοπὴν γνήσιος . οὕτως Φιλόξενος . . . . . δετή : δετή : ἡ λαμπάς . „ καιόμεναί τε |
| σκεύη ἄκμων ἀκμοθέτης , ῥαιστήρ , πυράγρα , φῦσαι φυσητήρ ἀκροφύσιον , χοάναι , ἀκόναι θηγάναι , ἐσχαρίδες , κροταφίδες | ||
| , καὶ ἐπ ' ἄκραν λέβητά τε ἤρτησαν ἁλύσεσι καὶ ἀκροφύσιον ἀπὸ τῆς κεραίας σιδηροῦν ἐς αὐτὸν νεῦον καθεῖτο , |
| ἰκριόφιν τάνυσεν νεὸς ἀμφιελίσσης , ἂν δὲ καὶ αὐτὸς νηὸς ἐβήσετο ποντοπόροιο . ἐν πρύμνῃ δ ' ἄρ ' ἔπειτα | ||
| . ἀπεβήσετο : βῶ ἐνεστῶτα : ὁ παθητικὸς βήσομαι ἐβησόμην ἐβήσετο καὶ ἀπεβήσετο . . . . Ἀπέσας : κλίνεται |
| . Ἄδουλις γὰρ ὀφείλει , ὡς Ἡρωδιανὸς ἐν τοῖς εἰς λις τῷ ω . . . παραληγομένοις . ὁ πολίτης | ||
| τὴν ἐξουσίαν τῶν πονηρῶν . πολλάκι καὶ ξύμπασα πό - λις : 〚 πολλάκις , φησί , ἡ πόλις πᾶσα |
| ὤσατο χειρὶ ἥρω ' Ἄδρηστον : τὸν δὲ κρείων Ἀγαμέμνων οὖτα κατὰ λαπάρην : ὃ δ ' ἀνετράπετ ' , | ||
| ὄχθας Σατνιόεντος . τὸν μὲν Ὀϊλιάδης δουρὶ κλυτὸς ἐγγύθεν ἐλθὼν οὖτα κατὰ λαπάρην : ὃ δ ' ἀνετράπετ ' , |
| , ἑννύω , ἕννυμι , καὶ ἀμφιέννυμι , ἄχω , ἀχνύω , ἄχνυμι , ῥῶ , ῥωννύω , ῥώννυμι , | ||
| καὶ ὡς πλήθω πληθύω πληθύνω , οὕτως ἀχύνω καὶ ὑπερθέσει ἀχνύω . καὶ ἀχνύομαι , καὶ ἄχνυμαι . συγκοπῇ καὶ |
| ῥόπαλόν τε τινάσσων , παῖς Διός : οἳ τότ ' ἀολλεῖς ἴσαν ἐς μέσον ἱέμενοι λεχέων : μόνα δ ' | ||
| κύματος ἀγῇ , ἔνθεν ὀρύξασθαι θέμεναί τ ' εἰς ἄγγος ἀολλεῖς . ἄλλοτ ' ἐρυθρὸν κόκκυγ ' ἢ ὀλίγας πεμφηρίδας |
| τὸ Υ ὀξύνεται : πληθύς ἐδητύς ὀϊζύς ἐριννύς [ ] ἰξύς [ ἡ ῥάχις ] . τὸ δὲ νηδύς ποιητικῇ | ||
| σφονδύλιον καὶ ὀρροπύγιον ὀνομάζεται . οὗ τὸ ὑπεράνω ὀσφῦς καὶ ἰξύς , ὡς ζώνη τὸ κατ ' αὐτὴν ἐν τοῖς |
| τιτρώσκω : τρῶ τρώω τρώσω τρώσκω , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν τιτρώσκω . . . . . τροφαλίς , . . | ||
| ἀπὸ τοῦ ταίνω καὶ τιταίνω . . . . . τιτρώσκω : τιτρώσκω : τρῶ τρώω τρώσω τρώσκω , καὶ |
| ζωὴ διὰ τοῦ ω μεγάλου : ὡς γὰρ ἀπὸ τοῦ ῥέω ῥοὴ , καὶ χέω χοὴ , οὕτω καὶ ἀπὸ | ||
| βριθὺς , οὕτω παρὰ τὸ ἔω ἐΰς . Ἐϋῤῥεῖος . ῥέω ῥεεὺς καὶ εὐρεύς ἐϋῤῥεέος , καὶ κράσει τῶν δύο |
| ? [ τ ' ἠδὲ ] ? τένοντας ? [ αὐχενίους καὶ ? ? ? πάντα ? ? ? διέσχισε | ||
| χαίτη , νεαλεῖς τ ' ὀρόβακχοι σίδης ὑσγινόεντος ἐπιμύοντας ὀλόσχους αὐχενίους ἵνα λεπτὰ πέριξ ἐνερεύθεται ἄνθη : ἄλλοτε δ ' |
| ἐτυμολογοῦσι δὲ τοῦτο παρὰ τὴν ῥοπὴν καὶ τὸ ἀλοιᾶν . δαπέδοιο δὲ ἐκ τῆς ῥίζης . στύπος : τὸ στέλεχος | ||
| δέρμα λέοντος : τὴν δ ' ὅγε , χαλκοβαρεῖ ῥοπάλῳ δαπέδοιο τινάξας νειόθεν , ἀμφοτέρῃσι περὶ στύπος ἔλλαβε χερσίν ἠνορέῃ |
| , γλαυκώπιδα Κασσάνδραν ἐρασιπλόκαμον Πριάμοιο κόραν φᾶμις ἔχησι βροτῶν . ἆμος ἄυπνος κλυτὸς ὄρθρος ἐγείρησιν ἀηδόνας ὀνομάκλυτον Ὀρφήν δέδοικα μή | ||
| δίνησε σάκος μέγα : τοὺς δ ' ἕλεν ὕπνος . ἆμος δὲ στρέφεται μεσονύκτιον ἐς δύσιν Ἄρκτος Ὠρίωνα κατ ' |
| Οὕτως οὖν καὶ ὀρέγω ὀρίγνω . Τοῦτο γοῦν τὸ ὀρίγνω μετάγεται εἰς βʹ συζυγίαν τῶν περισπωμένων , καὶ γίνεται ὀριγνάω | ||
| ὅτι ἐντεῦθεν μετάκεινται ἄνω οὐχ ὑγιῶς . . ἐν διαφορᾷ μετάγεται . ἐς διαφοράν . σημασίας . ἀπὸ τῆςστυγνότητος . |
| . καὶ τὸ συναιρεῖν τὸ ι ἐπὶ τῶν τοιούτων , ἠιόνες ᾐόνες , Νηρηίδες Νηρῇδες . οὕτω καὶ τὸ σφῲ | ||
| οἰκῶν τυγχάνει γέρων , ἀπ ' ἀρχῆς Λαομέδων καλούμενος : ἠιόνες δ ' ἅλιαι : τὴν ἁλκυόνα λέγει . οὕτως |
| ἵλεον . ὀλβοδότειραν : πλουτοδότειραν . Τριχθαδίην : διήγησις : τρισσήν : ἄρχεται ἐντεῦθεν . θεός : ἡ . ὤπασεν | ||
| Τινὲς δὲ εἰς τὸ κρηπῖδα στίζουσιν . Ὅστ ' ἐπὶ τρισσήν ] Τρίγωνον πλευρὰν πρὸς ἀνατολὴν ἐρχόμενος ἀπὸ τῶν δυτικῶν |
| ἀμφοτέρωθε περίδρομος ἐστεφάνωτο τειναμένοις ἑκάτερθεν ἐπ ' ἀλλήλοισι κάρηνα : ἤϊεν ἀντολίηθε Διόκλειον δέμας αἰπύ , ἐκ δ ' ἄρα | ||
| μὲν ἄρ ' ὣς ἕρξασα πάλιν κίεν : αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ἤϊεν ἐς κλισίην . θάμβησε δέ μιν φίλος υἱός , |
| δὲ καὶ ἡ τετάρτη συζυγία τῶν εἰς μι , οἷον ζεύγω , ζευγνύω , ζεύγνυμι , ὄρω , τὸ διεγείρω | ||
| ἄλλων ] ῥημάτων : τὸ γὰρ ζευγνύω πρὸς μὲν τὸ ζεύγω παράγωγον , πρὸς δὲ τὸ ζεύγνυμι πρωτότυπον , ὡς |
| θυγάτηρ Ἱπποθόη , ἧς καὶ Ποσειδῶνος Τάφιος , ὃς τῆλε βὰς τῆς πατρίδος τοὺς ὑπ ' αὐτὸν ὄντας ἐν ταῖς | ||
| ' ἐλπίδι , Κύρνε , φιλήσηις : οὐδὲ γὰρ οἴκαδε βὰς γίνεται αὐτὸς ἔτι . Μηδὲν ἄγαν σπεύδειν : πάντων |
| καταντίον ἄρσενος αἴγλης μαρμαρυγὴν ἥρπαξεν : ἀπ ' αὐτογόνου δὲ λοχείης πλησιφαὴς ἥβησεν ἐϋτροχάλοισι προσώποις . καὶ Φαέθων μαίωσε καὶ | ||
| πυριτρεφέων ἀπὸ κόλπων ξανθοφαὲς μαίωσε φάος νέον : ἐκ δὲ λοχείης ὄρθριος ἀντέλλων ἀναπάλλεται ὠκὺς ὁδίτης , καὶ πάλιν ἡβήσαντα |
| Σ , οὕτως ἔχει καὶ ἐπὶ τῶν θηλυκῶν , αὖλαξ αὔλακος , πίδαξ πίδακος , κλίμαξ κλίμακος , πλάξ πλακός | ||
| ἐν ταύτῃ κύλικός τινος ἐκδεχομένης τὸν ἀρότην ἐπὶ τῷ τῆς αὔλακος τέλειμελαίνεσθαί τε τὸν χρυσὸν περισχίζουσα . ἑξῆς ὁρᾷς τέμενος |
| δ ' ἐρρώσαντο πόδεσσιν προπροβιαζόμενοι : ἡ δ ' ἕσπετο Πηλιὰς Ἀργώ ῥίμφα μάλ ' , οἱ δ ' ἑκάτερθεν | ||
| παμφανόωσα . Τοῖς δὲ παρεκτετάνυστο κατὰ χθονὸς ὄβριμον ἔγχος , Πηλιὰς ὑψικόμοισιν ἐειδομένη ἐλάτῃσι , λύθρου ἔτι πνείουσα καὶ αἵματος |
| α καὶ ο εἰς α μακρόν , ὡς τὸ Μενέλαος Μενέλας , Δορύλαος Δορύλας , Πτερέλαος Πτερέλας . τὰ γὰρ | ||
| αο εἰς α μακρὸν γίνεται ὁ λᾶς , ὥσπερ Μενέλαος Μενέλας , Πτερέλαος Πτερέλας . Ἀναδράμωμεν δὲ ἐπὶ τὰ λοιπὰ |
| οὐδέτερον τὴν διὰ τοῦ ντ κλίσιν ἐκώλυσεν , Σιμόεις γὰρ Σιμόεντος φαμὲν τὸ κύριον , κἂν μὴ ποιῇ οὐδέτερον : | ||
| ἔνθ ' ἴθυσε μάχη πεδίοιο ἀλλήλων ἰθυνομένων χαλκήρεα δοῦρα μεσσηγὺς Σιμόεντος ἰδὲ Ξάνθοιο ῥοάων . Αἴας δὲ πρῶτος Τελαμώνιος ἕρκος |
| Ἀπολλόδωρος . : Σπληδόνα τ ' ἠγαθέην . τὸ δὲ Ἀσπληδών πλεονασμῷ ποιητικῷ τοῦ α : ἔστι δὲ πόλις Φωκίδος | ||
| ἣν δὴ Πελασγικὸν Ἄργος εἶπεν Ὅμηρος . . . : Ἀσπληδών : φασὶ γὰρ εἶναι Σπληδόνα τὸν Πρεσβῶνος καὶ Στερόπης |
| οὕτω δέ , φασί , καὶ ἄχω ἀχύω καὶ Δωρικῶς ἀχύνω καὶ μεταθέσει ἀχνύω , ἐξ οὗ τὸ ἄχνυμι . | ||
| ἄχω ἄχομαι παράγωγον ἀχύω ὡς ἄνω ἀνύω , Δωριεῖς δὲ ἀχύνω φασί : μεταθέσει δὲ ὁμοίᾳ γίνεται ἄχνυμαι , ὡς |
| τῶν τεσσάρων ἀμεταβόλων , λ μ ν ρ , οἷον πάλλω νέμω κρίνω σπείρω : ἡ δὲ ἕκτη διὰ καθαροῦ | ||
| αἰόλος καὶ ἐν συνθέσει μετὰ τῆς κόρυθος κορυθαίολος , ὡς πάλλω πάλος καὶ σακέσπαλος . . . . . κοχλιάριον |
| αὖθι κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ εἴας ' : αὐτὰρ ἐγὼ σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε , πεῖσμα δ ' ὅσον τ | ||
| ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο . ” ῥῶπας εἶδος φυτοῦ : “ ῥῶπάς τε λύγους τε . ” καὶ “ διαρρωπήϊα πυκνά |
| ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις . τὸ θέμα ἀμύσσω , ὁ μέλλων ἀμύξω . τὸ δὲ ἀμύσσω παρὰ τὸ μῦ ἐπίρρημα γίνεται | ||
| οὕτως οὖν καὶ ἀπὸ τοῦ οὐδίσω οὐδὶς καὶ ἀμφουδίς . ἀμύξω „ ἀμὺξ „ παρὰ Νικάνδρῳ καὶ πλήξω πλὴξ καὶ |
| Πρόσκειται πάλιν βαρύτονα διὰ τὰ ὀξύτονα , οἷον διὰ τὸ προβλής προβλῆτος καὶ ἀβλής ἀβλῆτος : ταῦτα γὰρ διὰ καθαροῦ | ||
| περισπασθῇ , κατὰ πάθος γέγονε . τὸ μέντοι γυμνής ἀβλής προβλής ἐπιθετικὰ ὄντα ὀξύνεται . Τὰ εἰς ΗΣ ἐπιθετικὰ δισύλλαβα |
| θῆμα , ἐπίθημα καὶ ἀνάθημα . Ἐπίμιξ . παρὰ τὸ μίγω ῥῆμα , μίξω , μίξ , ἐπίμιξ : ὡς | ||
| , παρὰ τὸ αἴρω ἄρδην : ὡς φύρω φύρδην : μίγω μίγδην . οὕτω Φιλόξενος . Αἴγλη , ἀΐσσω , |
| ἀπρὶξ καὶ διόλου μάλα γόεδνα καὶ λίαν λυπηρῶς καὶ γοερῶς τίλλω καὶ κόπτω τὰς τρίχας τοῦ γενείου μου . ἄπριγδα | ||
| προηγεῖται κατὰ σύλληψιν ἀλλὰ κατὰ διάστασιν , οἷον πλήσσω , τίλλω , πανσέληνον , ἄλσος , θάλψαι , ἄρξαι , |
| α μακρὸν γίνεται ὁ λᾶς , ὥσπερ Μενέλαος Μενέλας , Πτερέλαος Πτερέλας . Ἀναδράμωμεν δὲ ἐπὶ τὰ λοιπὰ παραδείγματα τῶν | ||
| τὰς τῶν Ταφίων νήσους ἐπόρθει . ἄχρι μὲν οὖν ἔζη Πτερέλαος , οὐκ ἐδύνατο τὴν Τάφον ἑλεῖν : ὡς δὲ |
| οἱονεὶ τὰ τοῖς ποσὶν εἰλούμενα . πέζῃ τῷ ἄκρῳ τοῦ ῥυμοῦ . περί ἐπὶ μὲν τοῦ ἡμῖν συνήθους “ αἳ | ||
| ' ἀείρας : ἔστι γὰρ ἢ τὸν δίφρον ἐκ τοῦ ῥυμοῦ λαβόμενος ἐξέλκοι , ἢ μετέωρον ἄρας ἐξενέγκοι , ὥστε |
| ὥσπερ ἀπὸ τῆς ὑσμίνῃ δοτικῆς κατὰ μεταπλασμὸν ὑσμῖνι καὶ λιτῷ λιτί . τὸ δὲ ἀϊδής τὸ ἐπίθετον ὀξύνεται , τὸ | ||
| τοῦ τὸ λιτὸν τοῦ λιτοῦ τῷ λιτῷ καὶ κατὰ μεταπλασμὸν λιτί , ὡς ἀπὸ τοῦ ὁ κλάδος τοῦ κλάδου τῷ |
| μήδετο Κῆρας ἐπισπεῖν ἀργαλέας : τὸν δ ' ἄλλοι ἀπὸ ξίφεος μεγάλοιο εἶργον . Ὃ δ ' ἀσχαλόων περικάππεσε τεθνειῶτι | ||
| . Ἀτρεΐδης δὲ ἐρυσσάμενος χείρεσσι μάχαιραν , ἥ οἱ πὰρ ξίφεος μέγα κουλεὸν αἰὲν ἄωρτο , κάπρου ἀπὸ τρίχας ἀρξάμενος |
| τοῖς τοῦ νοῦ ὀφθαλμοῖς . θ πάταγος ] ἀπὸ τοῦ πατῶ καὶ τοῦ ἄγω τὸ συντρίβω . πάταγος ] ἦχον | ||
| . “ οἱ δέ φασι τὸν Διογένην εἰπεῖν , ” πατῶ τὸν Πλάτωνος τῦφον “ : τὸν δὲ φάναι , |
| δὴ μετόπισθε τέλεσσεν . Ἠὼς δ ' Ὠκεανοῖο βαθὺν ῥόον εἰσαφίκανε , κυανέην δ ' ἄρα γαῖαν ἐπήιεν ἄσπετος ὄρφνη | ||
| τὰς νήσους πόλεις καλεῖ , ὡς τὸ Λῆμνον δ ' εἰσαφίκανε πόλιν θείοιο Θόαντος . καὶ Πίνδαρος δὲ περὶ τῆς |
| δ ' ἀμφὶ πύλαι μύκον , οὐδ ' ἄρ ' ὀχῆες ἐσχεθέτην , σανίδες δὲ διέτμαγεν ἄλλυδις ἄλλη λᾶος ὑπὸ | ||
| , ἀπὸ τοῦ συνέχειν τὰς θύρας . λέγει δὲ καὶ ὀχῆες τὴν τοῦ θώρακος ζώνην συγκατέχοντας : “ ὅθι ζωστῆρος |
| : ὁμοίως καὶ τὸ ὕπαι βαρύνεται : λέγεται δὲ καὶ ὕπαιθα κατ ' ἐπέκτασιν τῆς θα συλλαβῆς : σημειωτέον δὲ | ||
| φεύγων ἀπέβη . . . . ἡ δέ θ ' ὕπαιθα φοβεῖται : ὅτι καὶ νῦν σαφῶς ἀντὶ τοῦ ἔμπροσθεν |
| μετοχῆς τοῦ ὁριστικοῦ παθητικοῦ αʹ ἀορίστου , ἥτις ἐστὶν ὁ τυφθεὶς καὶ κλίνεται τοῦ τυφθέντος τοῦτο παράγει , τρέπον τὸ | ||
| . Οὗτος γὰρ ὁ Ἀντισθένης Κυνικὸς ἦν φιλόσοφος ὅς , τυφθεὶς καὶ πληγεὶς τὸ πρόσωπον , λαβὼν χαρτίον καὶ ἐγγράψας |
| ἄρ ' ἔτι προτέρω , ἔτι δ ' ἐν προμολῇσι νότοιο Ἰχθύες . Ἀλλ ' αἰεὶ ἕτερος προφερέστερος ἄλλου , | ||
| γναμπτῇσι γένυσι ” καὶ “ ἀργιόδοντος ὑός . ” ἀργεστᾶο νότοιο . τινὲς τοῦ λεγομένου λευκονότου . ἔστι δὲ ταχέος |
| αὐτὸς τοὺς πόδας . ἡ δὲ ἀναφορὰ πρὸς Ζηνόδοτον γράφοντα ῥίμφ ' ἑὰ γοῦνα φέρει . . ἡ διπλῆ ὅτι | ||
| ἵμασεν καλλίτριχας ἵππους μάστιγι λιγυρῇ : τοὶ δὲ πληγῆς ἀΐοντες ῥίμφ ' ἔφερον θοὸν ἅρμα μετὰ Τρῶας καὶ Ἀχαιοὺς στείβοντες |
| ἀπ ' ἀλλήλων : χροιή γε μὲν ἠύτε γαίης , ῥωγαλέον φορέουσα περιστιγὲς αἰόλον ἔρφος . τὴν μὲν ὅθ ' | ||
| ἀραιαί , ” ῥῶσιν ἐλάμβανον . ῥωγαλέα διερρωγότα , καὶ ῥωγαλέον τὸν διερρηγμένον θώρακα : διὰ γὰρ τοῦ παρακολουθοῦντος εὔχεται |
| παρὰ τὸ μαίρειν , ὅ ἐστι λάμπειν , ὅθεν τὸ μαρμαίρω * * * πλεονασμῷ τοῦ ρ , ὡς εἶναι | ||
| καύσω , καὶ κλαίω κλαύσω : οὕτω καὶ παρὰ τὸ μαρμαίρω : κατὰ στέρησιν ἀμαυρός . Ἀσάμινθος , ἡ λεκάνη |
| δ ' ἁ δύστανός σοι κοῦρον , τὸν φρίκαι ματρὸς βάλλω τὰν σὰν εἰς εὐνάν , ἵνα μ ' ἐν | ||
| : ἄφωνος : εὔφωνος : σύμφωνος . Τὰ παρὰ τὸ βάλλω συγκείμενα διὰ τοῦ ο μικροῦ γράφονται : ἑκηβόλος : |
| . οὕτως Ἡρωδιανός . τὸ δὲ ἄση γέγονεν ἐκ τοῦ ἄω , τὸ βλάπτω , ἄσω ἄση . . . | ||
| . Ἀεσίφρων : ὁ μὴ διεγηγερμένας ἔχων τὰς φρένας : ἄω , τὸ κοιμῶμαι , ὁ μέλλων ἀέσω , ὅθεν |