δένδρον μεῖζον . καρπιμώτερον δ ' αἰεὶ γίνεται κατακοπτόμενον τὰς ῥάβδους . γένη δὲ δύο ἀμφοῖν : αἱ μὲν γὰρ
, τὸ δὲ ξυλῶδες ἐν τῷ ὀθονίῳ μενεῖ . Χαμαιδάφνη ῥάβδους ἀνίησι πηχυαίους , μονοκλώνους , ὀρθάς , λεπτὰς καὶ
8197032 ὀπας
μεῖζον ἕτερον χωρεῖν θεώ - ρημα , καταλιπόντες τὰς αἰσθήσεως ὀπάς , αἳ Χαρρὰν ὀνομάζονται . τούτων ἐστὶν ὁ ἐπιδόσεις
ῥίζας : πωμάζουσι δέ , χάριν τοῦ μὴ ἀποφραγῆναι τὰς ὀπάς . γίνεται δὲ ἡ μεταφυτεία εὐκαίρως πρὸ δύσεως πλειάδων
8158769 μαχαιρας
: „ καὶ γὰρ ἡ ἀκόνη αὐτὴ μὴ τέμνουσα τὰς μαχαίρας τμητικωτέρας ποιεῖ „ . Ὁ αὐτὸς ἐρωτηθεὶς τί ἐστιν
] εἶχον καὶ προμετωπίδια καὶ προστερνίδια : εἶχον δὲ καὶ μαχαίρας οἱ ἱππεῖς Ἑλληνικάς . καὶ ἤδη τε ἦν μέσον
8118336 ῥαγας
ὅταν κρειττωθῇ : τὸ δὲ πάθος ἐστὶν ὥστε ἀπορρεῖν τὰς ῥᾶγας καὶ τὰς ἐπιμενούσας εἶναι μικράς . ἔνια δὲ καὶ
δολερούς . ῥαγίζοντι : τὰς ῥᾶγας ἀναλέγουσιν . οὕτως δὲ ῥᾶγας Ἀττικῶς διὰ τοῦ α . δι ' ἀλληγορίας ὁ
7959038 χελωνας
βαλεῖν πέτρας ἔταξε καὶ γῆν καὶ ξύλον , ὁδοιπορῆσαι τὰς χελώνας εὐκόλως . ἐκεῖ τὸ πλῆθος εἶχε τῶν προσταγμάτων ἔργον
τοιοῦτός ἐστι κοχλίας ὁ δυσὶν ἕλιξι διατετμημένος καὶ δύο κινῶν χελώνας . τοιοῦτος δ ' ἐστὶ κοχλίας ἐν τῷ μεγάλῳ
7942018 βαλανους
καὶ αἰγύπτιον κρόκον καὶ ἅλας αἰγύπτιον τρίψας καὶ ξυμμίξας ποιέειν βαλάνους , καὶ προστιθέσθω . Ἐκβόλιον θυμίημα , δυνάμενον καὶ
. . ΚΑΡΠΟΝ Δ ' ΕΦΕΡΕ ΖΕΙΔΩΡΟΣ ΑΡΟΥΡΑ . Τὰς βαλάνους , καὶ τὰ ὡραῖα πάντα λέγει ἀκρόδρυα , καὶ
7914275 πλεκτανας
, πολύπους μὲν οὔκ ἐστιν , ἐμφερὴς δὲ κατὰ τὰς πλεκτάνας . ἔχει δὲ τὸ νῶτον ὀστρακόδερμον . ἀναφέρει δὲ
τευθίδες ναίουσιν ἅμα καὶ συνεπόμεναι , τὰ στόματα καὶ τὰς πλεκτάνας ἐφαρμόττουσαι καταντικρὺ ἀλλήλαις . ἐφαρμόττουσι δὲ καὶ τὸν μυκτῆρα
7910266 βυρσας
ὡς βυρσεὺς τῇ ἀπειλῇ ταύτῃ κέχρηται . καὶ γὰρ τὰς βύρσας ξύλοις τύπτειν εἰώθασιν , ἵνα ἁπαλαὶ ὦσιν . ἔνιοι
. , τὸν τὰς βύρσας ἐργαζόμενον , σκυτοτόμον τὸν τὰς βύρσας θεραπεύοντα καὶ μαλάξοντα καὶ ἐμβρέχοντα . Παφλαγόνα ] τὸν
7894581 κυψελας
κατὰ ἑσπέραν ἐπιχρίσῃς , ἢ μελικράτῳ τοὺς τοίχους καὶ τὰς κυψέλας καταχρίσῃς . χρὴ δὲ ταῖς πρωτογόνοις τροφὴν παραθεῖναι ἐν
εἰς τοὔμπαλιν μηδὲ ἀναστροφὴν τῷ παρελθόντι ἐνδιδόναι . ταύτας τὰς κυψέλας δελεάσαντες οἱ πορφυρεῖς ἐν τοῖς πετρώδεσι καθιᾶσι , τὸ
7864492 ἁμαξας
νύμφην , ὅτι χρυσᾶς τε φιάλας ἐλέγετο ἔχειν δέκα καὶ ἁμάξας τετρακλίνους ὀγδοήκοντα καὶ πρόβατα καὶ βοῦς πολλούς . οὕτως
τῷ ἀκολουθεῖν τῇ παρατάξει , εἰ χρεία γένηται ἀναμεῖναι τὰς ἁμάξας , μὴ διαταράσσωνται ὑπὸ τοῦ θορύβου τῶν ἐχθρῶν ,
7821230 περονας
δακτύλων τεσσάρων , ὥστε τοὺς πόδας ἐνίεσθαι εἰς τοῦτο , περόνας σὺν κατακλεῖσιν ἔχοντας ἐσφίγχθαι κατὰ τὴν στεφάνην , ἵνα
τε καὶ ῥόδα καὶ τέρεινα δάφνα ποικίλα ῥέγματα καὶ καλύπτρας περόνας τ ' ἀναλυσαμένα τοῦ μὲν πετάλοισιν ἐπ ' ἀκροτάτοις
7805768 σφενδονας
φεύγοντες ἀποφεύγειν : οὐδὲν γὰρ εἶχον ἄλλο ἢ τόξα καὶ σφενδόνας . ἄριστοι δὲ καὶ τοξόται ἦσαν : εἶχον δὲ
πεπυρακτωμένον ἀκόντιον , σπάνιον δὲ καὶ λελογχωμένον σιδήρῳ μικρῷ . σφενδόνας δὲ περὶ τῇ κεφαλῇ τρεῖς μελαγκρανίνας ἢ τριχίνας ἢ
7795712 ἀκανθας
διδάσκῃς . ἐξελὼν τὰ βράγχια , πλύνας , περικόψας τὰς ἀκάνθας τὰς κύκλῳ παράσχισον χρηστῶς διαπτύξας θ ' ὅλον τῷ
ἄλκιμα μὲν οὔ φασιν εἶναι , λοφιὰν δὲ ὑποφαίνει καὶ ἀκάνθας ὑπερμήκεις , ὡς καὶ πολλάκις ὁρᾶσθαι ἐξάλους αὐτάς .
7762762 χλωρας
, ἀμφίπολοι Πειθοῦς ἐν ἀφˈνειῷ Κορίνθῳ , αἵ τε τᾶς χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκˈρη θυμιᾶτε , πολλάκι ματέρ ' ἐρώτων
. . . . . . λιτ . αʹ λιβανωτίδος χλωρᾶς . . . . λιτ . αʹ δαφνίδων χλωρῶν
7757721 καμινους
. εἴρηται παρὰ τὸ τὰς βαύνους αὔειν , τουτέστι τὰς καμίνους καίειν . ἢ βάναυσος ἀπὸ τοῦ βαίνειν ἐν τῷ
, οὐ μόνον οἱ περὶ τοὺς βαύνους , τουτέστιν τὰς καμίνους , ἐργαζόμενοι . ἢ ἐν μετρίοις κατ ' ἀξίαν
7742404 εἰσοδους
δὲ καὶ ὠφέλειαν ἑαυτοῖς περιποιοῦνται : οἱ δὲ ἀκροθιγεῖς τὰς εἰσόδους ποιησάμενοι ῥᾳδίως τὴν ἐπιστήμην χλευάζουσι διὰ τὸ καὶ μὴ
ἄγρας ἐλάφων λεόντων τ ' ἀγρίων θηράματα . κατ ' εἰσόδους δὲ Κέκροπα θυγατέρων πέλας σπείραισιν εἱλίσσοντ ' , Ἀθηναίων
7738308 παραφυαδας
τοὺς ἐπιμήκεις . γογγρώνας λέγει μεταφορικῶς τὰς εἰς δένδρα γινομένας παραφυάδας , καὶ μάλιστα εἰς ἐλαίας , ἐὰν ὦσι καὶ
ἐπέδωκαν καὶ μὴ ἐχούσας σχισμάς : τινὲς δὲ χλωρὰς καὶ παραφυάδας ἐχούσας καὶ εἰς τὰς παραφυάδας καρπούς , οἵας ἔσχον
7737309 κωπας
. μηδὲ πτερωτὰς : πτερωτὰς τὰς ναῦς εἶπε διὰ τὰς κώπας ἢ διὰ τὰ ἱστία . τὸ δὲ εἰς Βεκρύκων
ὅταν ἀφῶσι τὸ κωπηλατεῖν . λέγομεν γὰρ ” ἔσχασαν τὰς κώπας “ , ὡς καὶ . . . κώπην .
7723586 ἀμπελους
δὲ τὰ ἄχυρα καὶ τὴν ὀπώραν , καὶ μάλιστα τὰς ἀμπέλους . ὥσπερ γὰρ ἡ κόπρος , οὕτω καὶ τὰ
γεωργοῖς ἡμέρα , ἄσμενός ς ' ἰδὼν προσειπεῖν βούλομαι τὰς ἀμπέλους , τάς τε συκᾶς ἃς ἐγὼ ' φύτευον ὢν
7700932 πελτας
τὰ ὅπλα τριακόσια στάδια πολλάκις ὁδεύειν φέροντας ὁμοῦ κράνη , πέλτας , κνημίδας , σαρίσας καὶ μετὰ τῶν ὅπλων ἐπισιτισμὸν
ὀλιγομισθοτέρους ὀλιγομισθοτέρους . παιῶνα . ἀλαλαγμόν . πελταστῶν . στρατιωτῶν πέλτας ἐχόντων . πέλτη δὲ εἰδός ἐστιν ὅπλου , ὡς
7670790 κογχας
δὲ κτένας ἡ Μιτυλήνη : πλείστους δ ' Ἀμβρακία παρέχει κόγχας : ἐν Ἐφέσῳ λήψῃ τὰς λείας οὔ τι πονηράς
τὰς διαφορὰς εἶναι κρατίστας . Ἡγήσανδρος δὲ τὰς τραχείας φησὶ κόγχας ὑπὸ Μακεδόνων μὲν κωρύκους καλεῖσθαι , ὑπὸ δ '
7635677 διοδους
δίπηχυ , ἵνα μὴ οἱ ἐκπορευόμενοι τιτρώσκωνται μηδὲ κατὰ τὰς διόδους τὰ βέλη φερόμενα τὰς πυλίδας ἐκκόπτῃ . ἀπεχέτω δὲ
Τέμπεα , ἤτοι τὰ μεγάλα στενώματα . Κυρίως γὰρ τὰς διόδους καὶ τὰ στενώματα λέγει τῶν ὀρῶν . Δάφνην δὲ
7627640 θυριδας
τοὺς δὲ λεπτοὺς οἴνους ὑπὸ στέγην θετέον , τὰς δὲ θυρίδας ὑψηλοτέρας δεῖ ποιεῖν , πρὸς ἄρκτον καὶ ἀνατολὴν τετραμμένας
. ” ῥυτῆρες οἱ τῶν ἡνίων ἱμάντες . ῥῶγας τὰς θυρίδας : “ ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο . ” ῥῶπας εἶδος
7611664 κεφαλας
ἐν μὲν τοῖς ἔμπροσθεν χρόνοις εἰωθέναι τῶν ληφθέντων θηρίων τὰς κεφαλὰς καὶ τοὺς πόδας ἀνατιθέναι τῇ Ἀρτέμιδι καὶ προσηλοῦν τοῖς
ἐλατήριον ἐπίπασσε , ἀπίου σπέρμα τρίψας ἐπιτίθει ἢ μαινίδων εἰκοσιπέντε κεφαλὰς τρίψας ἐπίπασσε καὶ τραγείᾳ χολῇ περίχριε . ῥαγάδας δὲ
7590186 γαστερας
ἴσως οὐδὲ ποδῶν . αἰδοῖα μόνον ὑμᾶς ἔδει ποιῆσαι καὶ γαστέρας καὶ τροφὴν παραθεῖναι καὶ τἄλλα , ὧν ἔστιν ἀπολαύειν
: οἱ γὰρ ἄῤῥενες ἐν τῷ τρέχειν παρατρίβονται τὰς ἑαυτῶν γαστέρας , καὶ οὕτως ἀποσπερματίζουσιν , αἱ δὲ θήλειαι ὀπίσω
7571337 σανιδας
, ἃ καὶ παραστάδας φασίν . αὐτὰς δὲ τὰς θύρας σανίδας Ὅμηρος καλεῖ . τὸ δ ' ὑπὲρ αὐτὰς ὑπερθύριον
, οἳ μὲν ὅπλα ἔχοντες , οἳ δὲ γυμνοί , σανίδας φέροντες ἐπετίθεσαν τῇ κατὰ σφᾶς τάφρῳ τοῦ Μανιλίου ,
7558586 ἰσχαδας
τινος ἄλλου τῶν ἐδεσμάτων ἐσθίουσι τά τε σῦκα καὶ τὰς ἰσχάδας , οὐ μικρὰ βλάπτονται . θρίδαξ , ὡς ἐν
' ὀπώρας αἱρείσθω τὰ πέπειρα σῦκα , τὰς δ ' ἰσχάδας ἐν χειμῶνι : καὶ γάλα δέ , εἰ πέττειν
7550107 ἀσπιδας
ἀνὴρ πεδήτης ἰτέαν ἐνημμένος ἵστασθ ' ἐφεξῆς πάντες ἐπὶ τρεῖς ἀσπίδας . ὦ Ζεῦ , τὸ χρῆμα τῆς νεολαίας ὡς
ἑτοίμως ἔχωσιν αὐτοῖς χρῆσθαι . ΓΘ ταύτας ] ἤγουν τὰς ἀσπίδας . Γ τοῖς πόρπαξι ] ἤγουν τὰ ὀχάνικα .
7527803 χηλας
κυνῶν ἐπιδρομήν . Καρκῖνος προσενεχθείσης αὐτῷ πολύποδος βοτάνης ἀποβάλλει τὰς χηλάς . νυκτερίδες κισσοῦ θυμιωμένου θνήσκουσι . γύπες ἀπόλλυνται μύρου
ἐς ἅπαν ἀφικόμενος βίας ἀπέφυγεν ἀφεὶς ταύτῃ τῷ Πουλυδάμαντι τὰς χηλάς . λέγεται δὲ καὶ ὡς ἄνδρα ἡνίοχον ἐλαύνοντα σπουδῇ
7523959 συκας
πονηρὸν ὡστ ' ᾐσχυνόμην . τὰ λοιπὰ μὲν γὰρ τοξαλίους συκᾶς καὶ τὰ ἑξῆς . καὶ ἐν Πάρῳ δὲ καλὰ
καὶ Ἀμφίπολιν καὶ Γραστωνίαν τῆς Μακεδονίας ἔαρος μεσοῦντος τὰς μὲν συκᾶς σῦκα , τὰς δ ' ἀμπέλους βότρυς , τὰς
7522550 ἐκφυσεις
καθ ' ἕκαστον πόδα δακτύλους πέντε , ὑποφαίνοντας μὲν τὰς ἐκφύσεις , οὐ μὴν διεστῶτας . ταῦτά τοι καὶ νηκτικός
, τῶν ταπεινοτέρων δὲ παραλυομένων . Εἰς ἑκάτερον τῶν ὀφθαλμῶν ἐκφύσεις ἐγκεφάλου καθήκουσι , πιλούμεναι κατὰ τὴν διὰ τῶν ὀστῶν
7516398 κνημας
βοὸς χάλκεα , ἐπῆσαν δὲ καὶ λόφοι : τὰς δὲ κνήμας ῥάκεσι φοινικέοισι κατειλίχατο . Ἐν τούτοισι τοῖσι ἀνδράσι Ἄρεος
Ἀρχίλοχός φησιν : ἀλλά μοι σμικρός τις εἴη καὶ περὶ κνήμας ἰδεῖν ῥοικός , ἀσφαλέως βεβηκὼς ποσσίν . Ἡρακλείδης δὲ
7516081 βωλους
τὸ λατόμιον Συνναδικοῦ λίθου , κατ ' ἀρχὰς μὲν μικροὺς βώλους ἐκδιδόντος τοῦ μετάλλου , διὰ δὲ τὴν νυνὶ πολυτέλειαν
ὀργυιάν . ἀναβωλακίας δὲ , τῆς ἐν τῇ τμήσει τοὺς βώλους ἀναπεμπούσης . ἔειπε δ ' ὧδε : ὁ νοῦς
7491684 ὀνομαζομενας
μὲν μετὰ τῆς δυνάμεως ἀπέστειλεν προκαταληψόμενον τὰς παρόδους καὶ τὰς ὀνομαζομένας Κιλικίας Πύλας : οὗτος δ ' ἐπιβαλὼν τοῖς τόποις
πρὸς τοὺς ὁμοίους . διόπερ τοὺς μὲν παῖδας εἰς τὰς ὀνομαζομένας ἀγέλας κελεῦσαι φοιτᾶν , τοὺς δὲ τελείους σιτεῖσθαι ἐν
7486970 κλειδας
ἀρχὰς ὡς μηδεμιᾶς τινος ἐπεξειργασμένης ἀγωγῆς , ἀναγκαῖον καὶ τὰς κλεῖδας ἐπιδεῖξαι , δι ' ὧν ἡ παράδοσις κατὰ τὸ
ἢν ἀπὸ μόνης νεωτερίζηι τῆς ἀσπίδος . μεμηχάνηνται δὴ καὶ κλεῖδας , ἃς οἴονται τῆς παρ ' ἐκείνων ἐπιβουλῆς ἰσχυροτέρας
7480611 μελισσας
: τῆς Δελφικῆς ἱερείας : φησὶ δὲ τῆς Πυθῶνος . μελίσσας δὲ τὰς ἱερείας , κυρίως μὲν τὰς τῆς Δήμητρος
τῇ θαλάσσῃ κατ ' αὐτὸ πολλὰς κόγχας , κατάπερ τὰς μελίσσας : καὶ εἶναι γὰρ καὶ τοῖσι μαργαρίτῃσι βασιλέα ἢ
7477704 γερανους
κολασθέντων . Ἴβυκος γὰρ ὑπὸ λῃστῶν ἀναι - ρούμενος καὶ γεράνους ὑπεριπταμένας ἰδὼν ἐμαρτύρατο . Χρόνου δὲ προϊόντος οἱ λησταὶ
ἀναιρούμενος γεράνους ἰδὼν ἐμαρτύρατο . εἶτα οἱ λῃσταὶ ἐν θεάτρῳ γεράνους θεώμενοι , Αἱ Ἰβύκου γέρανοι , ἔλεγον , καὶ
7476178 ἀκροπολεις
ἴσου συμμαχεῖν , βαρβάροις καὶ δούλοις , οὓς εἰς τὰς ἀκροπόλεις παρεῖνται , δουλεύουσιν . ὀλίγου δὲ δέω λέγειν ,
τοῖς σχήμασι καὶ ὅλως ἀπομιμεῖσθαι τὰ ἐκφραζόμενα πράγματα . Αἱ ἀκροπόλεις δὲ ἄρα ταῖς πόλεσιν εἰς κοινὴν μὲν ἑστᾶσιν ἀσφάλειανπόλεων
7474242 ἐπιστροφας
ἐπανελεύσεως . καὶ οἱ μὲν στηριγμοὶ τὰς ἐπιμονὰς δηλοῦσι καὶ ἐπιστροφὰς ὥσπερ ἡ δύσις θανάτους ἢ πάντῃ ἀπραγίας , αἱ
τῷ ῥεύματι , ἔς τε τὸ ἄνω καμπὰς καὶ αὖθις ἐπιστροφὰς παρεχόμενος πλείστας : δεύτερα δὲ ἑλιγμῶν γε ἕνεκα φέροιτο
7471563 ἐξοχας
εἰσὶν ταῖς τῆς κνήμης κοιλότησιν . ἔχει δὲ καί τινας ἐξοχὰς ἡ κνήμη , αἵτινες οὐκ ἐῶσιν εὐκόλως γίνεσθαι τὰ
γεῖσα , ὄντα τῶν τειχῶν : ἄλλως : τὰς ποικίλας ἐξοχὰς τῶν οἰκοδομημάτων : ἄλλως : τὰ ἄκρα τῶν ἐπάλξεων
7453768 κορυφας
πτώσεις , ὅπως ἂν ἔχῃ τὰς βάσεις κειμένας ἢ τὰς κορυφάς , ἡ αὐτὴ μέθοδος , ἄγειν παραλλήλους ταῖς πλευραῖς
τῆς γῆς . κίονες ὑψηλοί , σύνδεσμος αὐτοῖς ἐπιζευγνύων τὰς κορυφάς , τοῖχος ἐπὶ τούτῳ μαρμάροις ἠμφιεσμένος , κίονες ἕτεροι
7442537 ἐχιδνας
ἐάν τις συγχρίσῃ τὰς χεῖρας , λαμβάνοι ἂν ὁ τοιοῦτος ἐχίδνας ἀλύπως . ἀλλὰ τί ταῦτα γράφομεν πρὸς σὲ πεπειραμένον
Περὶ ἀμφιςβαίνης τοπικῶς ἐπεμνήσθημεν , ὅτι πῶς ταῖς πρὸς τὰς ἐχίδνας ἀναγεγραμμέναις βοηθείαις πέφυκε βοηθεῖσθαι ὁ ἐξ αὐτῆς πληγείς .
7440602 ὑδριας
Φωκέων τὴν τέχνην , ἐπελάσαντες τοὺς ἵππους λανθάνουσιν ἐπὶ τὰς ὑδρίας . ἐνταῦθα ἀπεχωλοῦντο μὲν οἱ ἵπποι τῶν ποδῶν ἐσπιπτόντων
καὶ πρὸς ὑγείαν οἷον ἄριστον , ἐν ἀχύροις τιθέασι τὰς ὑδρίας , εἶθ ' οὕτως χρῶνται χιόνος οὐδ ' ἡντινοῦν
7440593 ἐσχαρας
καλοῦσι λοπάδας λοπάδια , ἐχίνους ἐχινίσκους , χαλκία χαλκίδια , ἐσχάρας , ἐσχάρας ἰχθυοπτρίδας , ἐσχαρίδας , λέβητας λεβήτια λεβητάρια
τὸ μὲν γὰρ ἀπὸ πυρὸς καταντλήσεσι καὶ καταπλάσμασι τοῖς τὰς ἐσχάρας ἀποστῆσαι δυναμένοις ἰώμεθα : τὸ δ ' ἀπὸ κρύους
7436651 οἰκησεις
παιδείᾳ ταύτῃ φαίη ἄν τις νοῦν ἔχων δεῖν καὶ τὰς οἰκήσεις καὶ τὴν ἄλλην οὐσίαν τοιαύτην αὐτοῖς παρεσκευάσθαι , ἥτις
τὸ ὀρούειν εἰς φῶς , τουτέστιν ὑψοῦσθαι : τὰς γὰρ οἰκήσεις πάλαι ἐκ καλάμων ἔσκεπον , ἔνθεν καὶ παραστέγη καὶ
7427629 ἀποθλιβουσι
δέ τι καὶ τοιοῦτον : τὴν κράμβην τὴν λείαν κόψαντες ἀποθλίβουσι καὶ κνῆκον κόψαντες καὶ παραχέαντες ἐν κεραμείῳ ἀγγείῳ τιθέασιν
φυτῶν καρπὸν τῶνδε . θηρῶσι δὲ αὐτὰ οἱ Ἰνδοὶ καὶ ἀποθλίβουσι , καὶ ἐξ αὐτῶν βάπτουσι τάς τε φοινικίδας καὶ
7426786 λογχας
πρῶτον μὲν φυλακὴν κατεστήσατο περὶ ἑαυτὸν ἀνθρώπων θρασυτάτων ξίφη καὶ λόγχας φερόντων ἐπιχωρίων τε καὶ ἀλλοδαπῶν , οἳ νυκτός τε
ὁποῖος ; ὁ Βριάρεως , ὁ τοὺς καταπέλτας τάς τε λόγχας ἐσθίων , μισῶν λόγους ἄνθρωπος , οὐδὲ πώποτε ἀντίθετον
7411608 ῥιζας
τὰ κεφαλόρριζα τὰ μὲν ἄνω λεπτὰ καὶ ἀσθενῆ τὰς δὲ ῥίζας μεγάλας καὶ σαρκώδεις . Οἷς δ ' ἐνυπάρχει δριμύτης
τὰ δένδρα , οὔρῳ παλαιῷ ἀνδρῶν ἢ κτηνῶν περιορύξας τὰς ῥίζας βρέχε ἅμα καὶ τὰ στελέχη . ἐὰν δὲ ὄμβροι
7410608 νυμφας
ὕδατι τότε πρῶτον ἐπόθη κεκραμένον : διόπερ ὀνομασθῆναι τὰς πηγὰς νύμφας καὶ τιθήνας τοῦ Διονύσου , ὅτι τὸν οἶνον αὐξάνει
Μαλιάδες ψίττα Ῥοιαί ψίττα Μελίαι παρθένων ἦν : τὰς γὰρ νύμφας εὐφημοῦσαι θέουσι , παροξύνουσαι ἀλλήλας εἰς τάχος . τὸ
7396797 σφραγιδας
καὶ Εὔπολις ἐν τῷ Μαρικᾷ , ὅστις αὐτῶν εὐτελέστατος , σφραγῖδας εἶχε δέκα μνῶν . παρῆν δὲ θαυμάζεσθαι καὶ τοὺς
ἔθηκαν ἐπὶ τῇ θύρᾳ τοῦ μνήματος . Καὶ ἐπέχρισαν ἑπτὰ σφραγῖδας , καὶ σκηνὴν ἐκεῖ πήξαντες ἐφύλαξαν . Πρωΐας δὲ
7395987 σταφυλας
καὶ φακῆς μέρος ὀλίγον . Τῷ Αὐγούστῳ μηνὶ τὰς πεπανθείσας σταφυλὰς ἐν τοῖς θερμοτέροις τόποις τρυγᾶσθαι προσήκει , τὰς μέντοι
δὲ εἰς κερασίαν μέλαινα σταφυλὴ ἐγκεντρισθῇ , τῷ ἔαρι τὰς σταφυλὰς οἴσει . Κεράσια ἀφαιρεθέντα τοῦ δένδρου πρὸ ἀνατολῶν ἡλίου
7370987 ποιμνας
' αὐτοῖς μεγέθει μέγιστοι , ὧν οἳ μὲν ἁρπάζουσι τὰς ποίμνας καὶ σιτοῦνται , οἳ δὲ ἐκθηλάζουσι τὸ αἷμα ,
ἡλίου δυσμάς : εἶτα ἑαυτοὺς οἱ δράκοντες ἀποκρύψαντες ἐλλοχῶσι τὰς ποίμνας καὶ ἐκ τῆς νομῆς ἐπὶ τὰ αὔλια ἰούσας αἱροῦσι
7367739 ἐπειλησεις
τοῦ ἐπιδέσμου τάξαντες τὴν μεσότητα κατ ' αὐχένος ἄγομεν τὰς ἐπειλήσεις λοξὰς κατὰ κλειδῶν ἐπὶ στέρνον αὑταῖς ἀντεμπλέξαντες ἐγκυκλίους ὑπὸ
τὸ στέρνον ἄλλης ἐπικαρσίας προσερραμμένης , ἐνδεθέντος τοῦ μαστοῦ τὰς ἐπειλήσεις τὰς μὲν εὐθείας ἀνάγοντες ἐπ ' αὐχένα ἀναλαμβάνομεν ,
7355755 προβοσκιδας
κόσμῳ συνδυασθέντες ἄρρεν τε καὶ θῆλυ . καὶ ὑποσημήναντος τὰς προβοσκίδας ὡς χεῖρας κεκολασμένως προύτεινον , καὶ ἐσιτοῦντο εὖ μάλα
καὶ ὕδωρ προτεινόντων πίνουσι , καὶ οἶνον ἐγχεόντων ἐς τὰς προβοσκίδας οἳ δὲ τὴν φιλοτησίαν οὐκ ἀναίνονται . Τὸν ἰχθὺν
7344823 καλουμενας
δικαιοσύνην , καὶ ἀνδρείαν , καὶ τὰς ἄλλας τὰς ἠθικὰς καλουμένας ἀρετάς . Ταύτας δή φασιν ὑπ ' ἐνδείας καὶ
ἡμῖν διαλλάττοντας . διεξιὼν δὲ τὴν Ὑρκανίαν κατήντησε πρὸς τὰς καλουμένας Εὐδαίμονας καὶ πρὸς ἀλήθειαν οὔσας κώμας : πολὺ γὰρ
7331083 καμηλους
βαρβάρων εἷλε καὶ τὰ σκευοφόρα καὶ τοὺς ἐλέφαντας καὶ τὰς καμήλους . Ἀλέξανδρος δὲ ἀναπαύσας τοὺς ἀμφ ' αὑτὸν ἱππέας
Κροίσου ἀχρεῖον τὸ ἱππικὸν ἀπέφηνε Κῦρος προτάξας τῶν ἰδίων ὁπλιτῶν καμήλους πολλάς : ἵππος δὲ καμήλου φεύγει καὶ τὴν ὄψιν
7317073 μελιττας
ἐσθίοι , Οἴει οὖν , ἔφη , τοῖς μωροῖς τὰς μελίττας τιθέναι τὰ κηρία ; Πρὸς δὲ τῇ Ποικίλῃ ἀνδριάντα
οἷα εἰκὸς ἐπ ' αὐτῷ γενήσεσθαι , ποίας μὲν οὐ μελίττας ἐπιστήσεσθαι ἐπὶ τὸν τόπον , τίνας δὲ τέττιγας οὐκ
7312392 λεπτας
: ἐπὶ τὸ τάριχός ἐστιν ὡρμηκυῖα γάρ . ἀφύας δὲ λεπτὰς τάσδε καὶ τὴν τρυγόνα χωρὶς Θεανοῖ δεῦρ ' ἔθηκ
ἐπὶ καρπῷ χεῖρας ἔχοντες . τῶν δ ' αἳ μὲν λεπτὰς ὀθόνας ἔχον , οἳ δὲ χιτῶνας εἵατ ' ἐϋννήτους
7309027 ζωνας
καὶ γλύφουσι κριὸν καὶ Ἀθηνᾶν καρδίαν κρατοῦσαν . οὗτος ἔχει ζώνας ποικίλους πολλάς , τὰς μὲν ἀεριζούσας , τὰς δὲ
„ . ὁ δὲ Ζηνόδωρος βέλτιον τὰ ζώματα , τὰς ζώνας . ἡμερίς ε . . , : ἡμερίς :
7306828 τραπεζας
ὀφείλουσι καὶ πόσον ἕκαστος , ἐπειδὴ τὰς ἀπογραφὰς ἔλαβε , τραπέζας θεὶς ἐν ἀγορᾷ πάντων ὁρώντων ἀπηρίθμει τοῖς δανεισταῖς τὰ
νῦν τοῦτ ' : ἐπὰν κλίνας ἴδω ἐστρωμένας καὶ τὰς τραπέζας εὐτρεπεῖς καὶ τὴν θύραν ἀνεῳγμένην , εἰσέρχομαι ἐνθάδε σιωπῇ
7303225 εἰσβολας
τοῖς Μακεδόσι , διὰ Γορτυνίου πόλεως καὶ Στόβων ἔχουσα τὰς εἰσβολὰς ἐπὶ τὰ πρὸς στενὰ δι ' ὧν ὁ Ἀξιὸς
, ὅτι τῶν ἀρχαίων ποιητῶν προοιμιαζομένων τὰς Μούσας οὗτοι τὰς εἰσβολὰς ἐν πολλοῖς ἀπ ' αὐτῶν ποιοῦνται τῶν πραγμάτων .
7293072 βοτανας
ἡνίκα τὰ πολλὰ θρόνα , τουτέστι φάρμακα , ἤγουν τὰς βοτάνας , ὑπὸ τῇ ἰδίᾳ χειρὶ ταράξεις . ἐν μέν
πᾶν γένος κτηνῶν καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ἐνέμοντο τὰς βοτάνας [ ἐν τούτῳ τῷ ] ὄρει , καὶ αἱ
7291803 λεγομενας
πάντα ταῦτα λόγου ἄξιον , ὅτι τοῖς μὲν γνωρίμοις τὰς λεγομένας ἐξαρτύσεις τε καὶ ἐπαφὰς συνέταττε καὶ συνηρμόζετο , δαιμονίως
ὁ κρητὴρ οὐκ ἀπίκετο ἐς Σάρδις δι ' αἰτίας διφασίας λεγομένας τάσδε : οἱ μὲν Λακεδαιμόνιοι λέγουσι ὡς , ἐπείτε
7272954 γναθους
ρ ἀναπρήσω : οἱ γὰρ κακοῖς τισι συνεχόμενοι πνεύματος τὰς γνάθους πληροῦντες τὰς ἐκφυσήσεις ἀποτελοῦσι . . . . ἀναπνεύσωσιν
νέους κλῶνας ἐπιβάλλειν πάντ ' ἀπόλλυσι . Τάς γε μὴν γνάθους τῶν Ἀττικῶν συνήθως λεγόντων , αὐτὸς παρειὰς προσωνόμασεν ἐν
7269606 ἐντομας
μείζονας , πάχος μεγάλου δακτύλου , λιπαρούς , εὐθαλεῖς , ἐντομὰς ἔχοντας ὥσπερ τοῦ χαρακίτου τιθυμάλλου : φύλλα δὲ λιπαρά
ἕτεραι , οὐ λεῖαι τὰ ὄστρακα , ἀλλὰ ἔχουσαί τινας ἐντομὰς καὶ κοιλάδας . ὀξεῖαι δὲ αὗται τὰ χείλη εἰσί
7268655 καταδυσεις
ἐν τῇ προειρημένῃ τοῦ κόσμου ἐγκλίσει , περὶ δὲ τὰς καταδύσεις τὰ τοιαῦτα . Τοῦ Βοώτου δύνοντος συγκαταδύνει μὲν αὐτῷ
ἤδη νῦν παραχρῆμα ὅτε : ὅστις * εἰλυθμούς : τὰς καταδύσεις * ἐνδυκές : συνεχῶς ἐπιμελῶς διόλου ἀντὶ τοῦ διόλου
7263605 βαυνους
ἐλήλυθε δὲ τὸ ὄνομα ἀπὸ τῶν πρὸς πῦρ ἐργαζομένων : βαύνους γὰρ ἐκάλουν τὰς καμίνους , ἐντεῦθεν δὲ καὶ πάντας
ἃ μὴ δεῖ ἀναλίσκειν , οὐ μόνον οἱ περὶ τὰς βαύνους , τουτέστι τὰς καμίνους , ἐργαζόμενοι . καὶ δῆλον
7263248 κομας
κομήτης πέφυκεν στρογγυλώδης ὡς Μήνη , ἔχων ἀκτῖνας ἄνωθεν ὡς κόμας ἐν τῇ κάρᾳ πυρώδεις αἱματοειδεῖς καὶ γνώριμος ὑπάρχει :
μέλανας ἐξήψω χροὸς λευκῶν ἀμείψας ' ἔκ τε κρατὸς εὐγενοῦς κόμας σίδηρον ἐμβαλοῦς ' ἀπέθρισας χλωροῖς τε τέγγεις δάκρυσι σὴν
7254836 σπυριδας
μύστροις χρυσοῖς . ὁρῶν οὖν τὴν δυσχωρίαν ὁ Κάρανος κελεύει σπυρίδας ἡμῖν καὶ ἀρτοφόρα διὰ ἱμάντων ἐλεφαντίνων πεπλεγμένα δοθῆναι ,
ἔστιν εἰπεῖν : ἕτερον γὰρ ἡ ῥιπίς . ἀλλὰ καὶ σπυρίδας πλέκειν καὶ φορμίδας καὶ φορμίσκια καὶ φορμίσκους καὶ ταλάρους
7249686 πεδας
ἐγὼ ἐτίμησα θεῶν μάλιστα , ἐπειρέσθαι , πέμψαντα τάσδε τὰς πέδας , εἰ ἐξαπατᾶν τοὺς εὖ ποιεῦντας νόμος ἐστί οἱ
οὐ πολεμίοις μάχεσθαι μέλλοντες , οἰκέτας δὲ συλλαβεῖν ἀποδράντας , πέδας ὅτι πλείστας ἄγοντες ἦλθον , καὶ ταῖς Λακεδαιμονίων ἐλπίσιν
7248151 κυλικας
οὐδεπώποτε : καθαρώτερον γὰρ τὸν κέραμον εἰργαζόμην ἢ Θηρικλῆς τὰς κύλικας , ἡνίκ ' ἦν νέος . ἐν δὲ Κυβευταῖς
οὐδεπώποτε : καθαρώτερον γὰρ τὸν κέραμον εἰργαζόμην ἢ Θηρικλῆς τὰς κύλικας , ἡνίκ ' ἦν νέος . πρὸς φθεῖρα κείρασθαι
7241941 κοιλοτητας
: ἵνα δὲ τὸ σχῆμα τὸ δέον καὶ θέσιν καὶ κοιλότητάς τινας καὶ συμφύσεις καὶ τὰ ἄλλα τὰ τοιαῦτα κτήσηται
ἑκάτερον μέρος τοῦ τῆς μήτρας . . . . εἶναι κοιλότητάς τινας καμαροειδεῖς , ἐν αἷς φησι τὴν ἀνατροφὴν τοῦ
7234300 ὀθονας
ἠίθεοι καὶ παρθένοι ἀλφεσίβοιαι τῶν δ ' αἱ μὲν λεπτὰς ὀθόνας ἔχον καί ῥ ' αἱ μὲν καλὰς στεφάνας ἔχον
πλεούσας , χαλκόν τε καὶ σίδηρον ἐς ταῦτα συνενηνεγμένον καὶ ὀθόνας καὶ κάλως καὶ ὕλην ποικίλην αἰχμαλώτων τε πλῆθος ,
7230404 ὑπηνας
' εὐγενεῖς τὰς μὲν παρειὰς ἀπολειαίνουσι , τὰς δ ' ὑπήνας ἀνειμένας ἐῶσιν , ὥστε τὰ στόματα αὐτῶν ἐπικαλύπτεσθαι .
δοκεῖ σαφέστερον τοῦτο ὀψώμεθα . Φασί τινες τῶν τὰς βαθείας ὑπήνας ἑλκόντων δικανικὸν εἶναι τὸν λόγον . πρῶτον μὲν ἐκ
7229811 κεραιας
, ἃς παρεσκευάσαντο πρὸς τὴν τῶν ἐλεφάντων μάχην . αὗται κεραίας εἶχον ἐπιβεβηκυίας στώμιξιν ὀρθαῖς πλαγίας , εὐτρόχους , ὅπη
“ μετὰ γὰρ τὴν ναυαγίαν εὐθὺς εἶδον μὲν αὐτὸν τῆς κεραίας λαβόμενον , ὅποι δὲ κεχώρηκεν οὐκ οἶδα . ”
7229189 συμπλοκας
εὐνοῦχον εἶδες ἄν ; “ ὥστε ἔργον ἦν διαλύειν τὰς συμπλοκάς . τῶν δὲ ἐμπόρων οὐδὲ εἷς λόγος ἦν πλείονα
ἐν θαλάττῃ καὶ γεννωμένοις καὶ εἰς γῆρας διαιτωμένοις , πρὸς συμπλοκάς τε καὶ μάχας , αἷς τὸ τῶν Τούρκων κέχρηται
7229129 ἀμιδας
εὑρέθησαν πύελοι ἐν αἷς κατακείμενοι ἐπυριῶντο . πρῶτοι δὲ καὶ ἀμίδας ἐξεῦρον , ἃς εἰσέφερον εἰς τὰ συμπόσια . καταγελῶντες
ἀποδόμενοι , τὰς δὲ βυθίσαντες , τὰς δὲ κατακόψαντες εἰς ἀμίδας : λέγεται γὰρ καὶ τοῦτο . μία δὲ μόνη
7223831 συμβολας
δειπνοσοφισταί . πάντες γὰρ συνεισήνεγκαν εἰς αὐτοὺς τὰς ἐκ βιβλίων συμβολάς , ὧν τὰ ὀνόματα διὰ τὸ πλῆθος παραλείψω .
ἄρτι τῶν φίλων ; οὐδεὶς ὃς ἂν μὴ κατατιθῇ τὰς συμβολάς . ὑμᾶς δ ' ἔταξα δεῦρο πρὸς τὰ δεξιὰ
7223654 καλλιστας
αὐτοῖς , οἳ πλείστας , φάναι , μὲν θυσίας καὶ καλλίστας τῶν Ἑλλήνων ἄγομεν , ἀναθήμασί τε κεκοσμήκαμεν τὰ ἱερὰ
ἐν τῷ περὶ τῶν Ἀττικῶν Ὀνομάτων Αἰγιλίδας φησὶν εἶναι τὰς καλλίστας ἰσχάδας : Αἴγιλα δ ' εἶναι δῆμον τῆς Ἀττικῆς
7222228 κεγχρους
ὅτι μεταπεπτώκασιν εἰς ἑτέραν φύσιν . Γελοιότερον ἀπεργάζῃ τῶν τὰς κέγχρους ἀποτορεύειν ἐπιχειρούντων : ἢ καθάπερ τὸν Μυρμηκίδην ἀντιπραττόμενον τῇ
, καθάπερ ὁ ἕτερος , ἀλλὰ μικρὰς πάνυ φλυκταίνας ὥσπερ κέγχρους , αἳ καὶ αὐταὶ τοῦ χρόνου προϊόντος εἰς ἕλκος
7198825 ὁλκαδας
, ταῖς δὲ περὶ Τριόπιον οὔσαις τὰς ἀπ ' Αἰγύπτου ὁλκάδας προσβαλλούσας ξυλλαμβάνειν : ἔστι δὲ τὸ Τριόπιον ἄκρα τῆς
γευστηρίοις : σφίσι δέ γ ' αὐταῖσιν βαθείας κύλικας ὥσπερ ὁλκάδας οἰναγωγούς , περιφερεῖς , λεπτάς , μέσας γαστροιίδας ,
7183621 σκιλλας
εἰς τὸν βόθρον κόχλακας . ἐὰν δὲ ὦσι προπεφυτευμέναι , σκίλλας παραφύτευσον . αὗται γὰρ ἀντιπαθοῦσαι οὐκ ἐῶσιν αὐτὰς χαίνειν
φησί , μᾶλλον ἀπελθεῖν εἰς τὰ μνημεῖα καὶ τὰς γεγραιωμένας σκίλλας τίλλειν ἤπερ ἐμοὶ ἐρίζειν : αὗται γὰρ παντελῶς ἄχρηστοί
7180767 διεξοδους
τῶν ἐν τῷ κόσμῳ ὁ νῦν παραδιδόμενος χρόνος , ὃς διεξόδους ἀεὶ καὶ μεταβάσεις ποιεῖται ἔνδον κατὰ τὰς προβολὰς τῶν
φέρει καὶ πλανώμενον πάντῃ κατὰ τὸ σῶμα τὰς τοῦ πνεύματος διεξόδους ἀποφράττον ἀναπνεῖν οὐκ ἐῶν εἰς ἀπορίας τὰς ἐσχάτας ἐμβάλλει
7180616 λιθοτομιας
αὐτῷ τῶν ἄρθρων παρεκελεύετο αὐτοῖς ὀρύττειν καὶ τέμνειν τὰς Πολέμωνος λιθοτομίας . Ἡρώδῃ δὲ ἐπιστέλλων ὑπὲρ τῆς νόσου ταύτης ὧδε
παρ ' ὃν μεταλλεύονται . καὶ τὴν Καρίαν ἀκούω φιλοτιμεῖσθαι λιθοτομίας ἄνθει . αὗται πᾶσαι τῷ τεμένει δωροφοροῦσιν ἐξ ὧν
7179592 σχισμας
οἱ τὰς ῥάβδους χλωρὰς ἐσχηκότες , ἐλάχιστον δὲ ξηρὸν καὶ σχισμὰς ἐχούσας . ἐκ τούτων τινὲς χλωρὰς ἐπέδωκαν , τινὲς
: ἦσαν γάρ τινες ἐξ αὐτῶν ἐψωριακότες , ἕτεροι δὲ σχισμὰς ἔχοντες , ἀλλοὶ δὲ κεκολοβωμένοι , ἄλλοι δὲ λευκοὶ
7175502 νησιδας
χειροκμήτων ὑπομνημάτων μετενεχθῆναι τοὔνομα εἰς τοὺς τόπους , εἴτε τὰς νησῖδας τις βούλεται λέγειν εἴτε τὰς ἄκρας τὰς ποιούσας τὸν
μὲν πρὸς τὸν Λίβα σφίσιν ἐστὶν εὑρημένον : τὰς δὲ νησῖδας αἳ πρόκεινται τῆς χώρας ἀριθμὸν ἐννέα οὔσας Πέλοπος μὲν
7168282 πλινθους
πλινθεύειν , πλινθοφορεῖν : πλινθευταὶ δ ' ἦσαν οἱ τὰς πλίνθους πλάττοντες . χυτροπλάθος , κοροπλάθος : τῶν δὲ κοροπλάθων
θειοτέρῳ καταλαμβανομένης τῷ κατὰ διάνοιαν ὀφθαλμῷ . πυροῦντες δὲ τὰς πλίνθους εἰσάγονται συμβολικῶς , τὰ πάθη καὶ τὰς κακίας θερμῷ
7166672 σιαγονας
, καὶ μηδὲν ἀκούειν , ἀμαυροῦσθαι τὴν ὅρασιν , δεδέσθαι σιαγόνας ἢ τρέμειν ἢ παρεῖσθαι , πόνος τῶν ὀδόντων ἀθροῦς
ἐκκύψας ἀρνειὸς αὐτὸν ἔλεγε πολλὰ βλασφήμως . κἀκεῖνος εἶπε τὰς σιαγόνας πρίων : “ ὁ τόπος μ ' ἐλοιδόρησε ,
7165543 αὐας
ξηράς : παρὰ τὸ αὔω , τὸ ξηραίνω : βόας αὔας ὑψός ' ἀνασχόμενος , . , . . .
τοῦτο δὲ καὶ ἐν τῇ ὄψει φανερὸν ἰδεῖν τὰς μὲν αὔας τὰς δὲ χλωρὰς καθιεμένας : ἡ δὲ κεφαλὴ ὁμοία
7159824 αἰχμας
τούτοις καθαίρουσιν αὐτὸ πρὶν ἐμπεσεῖν τὸν ἰὸν ἐν τῇ καρδίᾳ αἰχμάς ] τὰ βέλη ῥόον ] τὸ ρεῦμα πολέοντες ]
ἥτις . Ἀνέχοιτο : ἀποτρέποιτο . χάσματος : στόματος . αἰχμάς : ὀξύτητας . αἰχμήν : τὸ ῥῆγμα τῆς πέτρας
7155183 φιαλας
τρία τάλαντα ἀργυρίου καὶ τετρακοσίους κυζικηνοὺς καὶ ἑκατὸν δαρεικοὺς καὶ φιάλας ἀργυρᾶς τέτταρας , ἐδεόμην αὐτοῦ ἐφόδιά μοι δοῦναι ,
, ἐστεφανωμένοι , φέροντες οἱ μὲν οἰνοχόας , οἱ δὲ φιάλας , οἱ δὲ θηρικλείους μεγάλας , πάντα χρυσᾶ .
7143798 πυγας
λάσιον καὶ σκέλη διχαλὰ καὶ τραγικὰ καὶ οὐρὰν ὑπὲρ τὰς πυγάς ; Ὅσα ἂν ἀποσκώψῃς με , τὸν σεαυτοῦ υἱόν
ἔδει δ ' ἅλλεσθαι καὶ ψαύειν τοῖς ποσὶ πρὸς τὰς πυγάς , καὶ ἠριθμεῖτο τὰ πηδήματα , ὅθεν καὶ ἐπὶ
7141601 ταφας
, ὅτι καθ ' ὅλου διὰ πυρὸς οἶδε γιγνομένας τὰς ταφάς . . . . λελάχωσι : ἡ διπλῆ ,
πλέα καὶ οὐδ ' ἂν ἐξήρκουν οἱ ζῶντες πρὸς τὰς ταφάς . νῦν δὲ καὶ ἐν αὐτῷ τούτῳ τὸ κρείτ
7133415 θρηνῳδιας
ἄχη : ἤτοι θρηνῶ , βοῶ φοβερὰς με - γάλας θρηνῳδίας . εὐπτόητος δὲ ἡ τῶν παρθένων ἡλικία πρὸς φόβον
καὶ αὐλοὶ δέ τινές εἰσι Μαριανδυνοὶ ἐπιτηδειότητα ἔχοντες εἰς τὰς θρηνῳδίας . καὶ τὸ περιφερόμενον αὐλεῖ Μαριανδυνοῖς κα - λάμοις
7129988 ἀλωπεκας
εἰ ὑπέλαβές με καταβήσεσθαι . ἐγὼ γὰρ ἀπ ' ἐκείνου ἀλώπεκας φυλάττομαι , ἀφ ' οὗ ἐν ἀφοδεύματι ἀλώπεκος πτερὰ
καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν , καὶ ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας , καὶ μετ ' αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕας :
7121938 κληματιδας
καὶ τοῦ θέρους οὗτοι καταψύχωσι τὰς ῥίζας . Οἱ δὲ κληματίδας ὑποτιθέασιν οἱ δὲ κέραμον παρακατορύττουσιν ὕδατος οἱ δὲ ξύλον
ὧν δ ' ἐστὶν ἐγκύμων πάντα ἀποτίκτει , πέταλα καὶ κληματίδας , ἕλικας , οἴναρα , καρπὸν ἐπὶ πᾶσιν :
7111848 ῥυτιδας
. . τὰ ῥάκη : τὰς ῥυτίδας . . τὰς ῥυτίδας τὰς ἐπιδιπλώσας τοῦ δέρματος . Θ . ἤγουν τὰς
κατάδηλα : Τὰ φανερά . . τὰ ῥάκη : τὰς ῥυτίδας . . τὰς ῥυτίδας τὰς ἐπιδιπλώσας τοῦ δέρματος .
7107053 πτερνας
ἐμῶν οὐδ ' ἔγκαφος . ἐγκεντρίδας τοῖς ποσὶ κατὰ τὰς πτέρνας οἱ ἱππεύοντες περιεδοῦντο , οἷς ἐλαύνονται οἱ ἵπποι .
δ ' ἀγκώνων τὰ μὲν κάτω μέρη τετράγωνα καὶ λεπτὰ πτέρνας ὠνόμασαν οἱ ὀργανικοί , τὰ δ ' ἄνω πλατέα
7106826 διαβασεις
πύργους καὶ πύλας ἐπὶ τῶν γεφυρῶν κατὰ τὰς τῆς θαλάττης διαβάσεις ἑκασταχόσε ἐπιστήσαντες : τὸν δὲ λίθον ἔτεμνον ὑπὸ τῆς
πρὸς καῦμα δὲ καὶ πρὸς ψῦχος καὶ ὄμβρους καὶ χειμάρρων διαβάσεις ὥστ ' ἄβροχα φυλάττειν καὶ ὅπλα καὶ ἐσθῆτα ,
7106551 λαμπαδας
ὅμοιόν ἐστι τὸ παρὰ Θεοπόμπῳ ὀβελισκόλυχνον . Φιλύλλιος δὲ τὰς λαμπάδας δᾷδας καλεῖ . οὐ παλαιὸν δ ' εὕρημα λύχνος
ἐκ τοῦ φλοιοῦ τῆς ἀμπέλου λαμπάδα . Ὅμηρος δὲ τὰς λαμπάδας δετὰς ὀνομάζει : καιόμεναί τε δεταί , τάς τε
7105821 πομπας
. . . . πομπεῖα δὲ λέγεται τὰ εἰς τὰς πομπὰς κατασκευαζόμενα σκεύη , ὡς ὁ αὐτὸς ῥήτωρ κατ '
καὶ θεῶν οὐδὲν ἀδικούντων , οὓς μὴ πανηγύρεις ἀφέλησθε καὶ πομπὰς καὶ ἑορτὰς μηδὲ τοὺς τάφους τὰ ἐναγίσματα , οὐδὲν

Back