ἐάν τις συγχρίσῃ τὰς χεῖρας , λαμβάνοι ἂν ὁ τοιοῦτος ἐχίδνας ἀλύπως . ἀλλὰ τί ταῦτα γράφομεν πρὸς σὲ πεπειραμένον
Περὶ ἀμφιςβαίνης τοπικῶς ἐπεμνήσθημεν , ὅτι πῶς ταῖς πρὸς τὰς ἐχίδνας ἀναγεγραμμέναις βοηθείαις πέφυκε βοηθεῖσθαι ὁ ἐξ αὐτῆς πληγείς .
8011003 γαστερας
ἴσως οὐδὲ ποδῶν . αἰδοῖα μόνον ὑμᾶς ἔδει ποιῆσαι καὶ γαστέρας καὶ τροφὴν παραθεῖναι καὶ τἄλλα , ὧν ἔστιν ἀπολαύειν
: οἱ γὰρ ἄῤῥενες ἐν τῷ τρέχειν παρατρίβονται τὰς ἑαυτῶν γαστέρας , καὶ οὕτως ἀποσπερματίζουσιν , αἱ δὲ θήλειαι ὀπίσω
7828547 ὑδριας
Φωκέων τὴν τέχνην , ἐπελάσαντες τοὺς ἵππους λανθάνουσιν ἐπὶ τὰς ὑδρίας . ἐνταῦθα ἀπεχωλοῦντο μὲν οἱ ἵπποι τῶν ποδῶν ἐσπιπτόντων
καὶ πρὸς ὑγείαν οἷον ἄριστον , ἐν ἀχύροις τιθέασι τὰς ὑδρίας , εἶθ ' οὕτως χρῶνται χιόνος οὐδ ' ἡντινοῦν
7737674 κυψελας
κατὰ ἑσπέραν ἐπιχρίσῃς , ἢ μελικράτῳ τοὺς τοίχους καὶ τὰς κυψέλας καταχρίσῃς . χρὴ δὲ ταῖς πρωτογόνοις τροφὴν παραθεῖναι ἐν
εἰς τοὔμπαλιν μηδὲ ἀναστροφὴν τῷ παρελθόντι ἐνδιδόναι . ταύτας τὰς κυψέλας δελεάσαντες οἱ πορφυρεῖς ἐν τοῖς πετρώδεσι καθιᾶσι , τὸ
7690859 καμινους
. εἴρηται παρὰ τὸ τὰς βαύνους αὔειν , τουτέστι τὰς καμίνους καίειν . ἢ βάναυσος ἀπὸ τοῦ βαίνειν ἐν τῷ
, οὐ μόνον οἱ περὶ τοὺς βαύνους , τουτέστιν τὰς καμίνους , ἐργαζόμενοι . ἢ ἐν μετρίοις κατ ' ἀξίαν
7679666 ψαμμους
τῆς ψάμμου τοὺς ὄμβρους εἰς αὑτήν . ἃς γοῦν ἴσμεν ψάμμους ἄλλας εὐμεγέθεις , ἴσμεν τοῦτο πασχούσας , ἐπεὶ καὶ
μῖξις : ἄγονος ἡ συνουσία : ἐπὶ πετρῶν σπείρεις , ψάμμους ἀροῖς . Μετένεγκε τὰς εὐφροσύνας ἐπὶ τὴν φύσιν ,
7638814 βαλανους
καὶ αἰγύπτιον κρόκον καὶ ἅλας αἰγύπτιον τρίψας καὶ ξυμμίξας ποιέειν βαλάνους , καὶ προστιθέσθω . Ἐκβόλιον θυμίημα , δυνάμενον καὶ
. . ΚΑΡΠΟΝ Δ ' ΕΦΕΡΕ ΖΕΙΔΩΡΟΣ ΑΡΟΥΡΑ . Τὰς βαλάνους , καὶ τὰ ὡραῖα πάντα λέγει ἀκρόδρυα , καὶ
7621695 ἀμπελους
δὲ τὰ ἄχυρα καὶ τὴν ὀπώραν , καὶ μάλιστα τὰς ἀμπέλους . ὥσπερ γὰρ ἡ κόπρος , οὕτω καὶ τὰ
γεωργοῖς ἡμέρα , ἄσμενός ς ' ἰδὼν προσειπεῖν βούλομαι τὰς ἀμπέλους , τάς τε συκᾶς ἃς ἐγὼ ' φύτευον ὢν
7601822 βοτανας
ἡνίκα τὰ πολλὰ θρόνα , τουτέστι φάρμακα , ἤγουν τὰς βοτάνας , ὑπὸ τῇ ἰδίᾳ χειρὶ ταράξεις . ἐν μέν
πᾶν γένος κτηνῶν καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ἐνέμοντο τὰς βοτάνας [ ἐν τούτῳ τῷ ] ὄρει , καὶ αἱ
7567406 ἀκανθας
διδάσκῃς . ἐξελὼν τὰ βράγχια , πλύνας , περικόψας τὰς ἀκάνθας τὰς κύκλῳ παράσχισον χρηστῶς διαπτύξας θ ' ὅλον τῷ
ἄλκιμα μὲν οὔ φασιν εἶναι , λοφιὰν δὲ ὑποφαίνει καὶ ἀκάνθας ὑπερμήκεις , ὡς καὶ πολλάκις ὁρᾶσθαι ἐξάλους αὐτάς .
7557131 σταφυλας
καὶ φακῆς μέρος ὀλίγον . Τῷ Αὐγούστῳ μηνὶ τὰς πεπανθείσας σταφυλὰς ἐν τοῖς θερμοτέροις τόποις τρυγᾶσθαι προσήκει , τὰς μέντοι
δὲ εἰς κερασίαν μέλαινα σταφυλὴ ἐγκεντρισθῇ , τῷ ἔαρι τὰς σταφυλὰς οἴσει . Κεράσια ἀφαιρεθέντα τοῦ δένδρου πρὸ ἀνατολῶν ἡλίου
7442537 ῥαβδους
δένδρον μεῖζον . καρπιμώτερον δ ' αἰεὶ γίνεται κατακοπτόμενον τὰς ῥάβδους . γένη δὲ δύο ἀμφοῖν : αἱ μὲν γὰρ
, τὸ δὲ ξυλῶδες ἐν τῷ ὀθονίῳ μενεῖ . Χαμαιδάφνη ῥάβδους ἀνίησι πηχυαίους , μονοκλώνους , ὀρθάς , λεπτὰς καὶ
7407980 συκας
πονηρὸν ὡστ ' ᾐσχυνόμην . τὰ λοιπὰ μὲν γὰρ τοξαλίους συκᾶς καὶ τὰ ἑξῆς . καὶ ἐν Πάρῳ δὲ καλὰ
καὶ Ἀμφίπολιν καὶ Γραστωνίαν τῆς Μακεδονίας ἔαρος μεσοῦντος τὰς μὲν συκᾶς σῦκα , τὰς δ ' ἀμπέλους βότρυς , τὰς
7407523 μελιττας
ἐσθίοι , Οἴει οὖν , ἔφη , τοῖς μωροῖς τὰς μελίττας τιθέναι τὰ κηρία ; Πρὸς δὲ τῇ Ποικίλῃ ἀνδριάντα
οἷα εἰκὸς ἐπ ' αὐτῷ γενήσεσθαι , ποίας μὲν οὐ μελίττας ἐπιστήσεσθαι ἐπὶ τὸν τόπον , τίνας δὲ τέττιγας οὐκ
7402418 ῥιζας
τὰ κεφαλόρριζα τὰ μὲν ἄνω λεπτὰ καὶ ἀσθενῆ τὰς δὲ ῥίζας μεγάλας καὶ σαρκώδεις . Οἷς δ ' ἐνυπάρχει δριμύτης
τὰ δένδρα , οὔρῳ παλαιῷ ἀνδρῶν ἢ κτηνῶν περιορύξας τὰς ῥίζας βρέχε ἅμα καὶ τὰ στελέχη . ἐὰν δὲ ὄμβροι
7397511 μυιας
τοὺς ὀφθαλμοὺς , ἢ τῷ κήρῳ λευκῷ . ἄλλο . μυίας τὴν κεφαλὴν ἀπολαβὼν τῷ λοιπῷ σώματι παράτριβε τὴν κριθήν
οἰκτείρασα πρὸς τὴν παλαιὰν φιλίαν ἀπεῖργεν ἐκ τοῦ Πολυτέχνου τὰς μυίας . ἐπεὶ δὲ αὐτὴν κατεφράσθησαν οἱ γονεῖς τε καὶ
7386500 ῥαγας
ὅταν κρειττωθῇ : τὸ δὲ πάθος ἐστὶν ὥστε ἀπορρεῖν τὰς ῥᾶγας καὶ τὰς ἐπιμενούσας εἶναι μικράς . ἔνια δὲ καὶ
δολερούς . ῥαγίζοντι : τὰς ῥᾶγας ἀναλέγουσιν . οὕτως δὲ ῥᾶγας Ἀττικῶς διὰ τοῦ α . δι ' ἀλληγορίας ὁ
7354829 ἀμυχας
τῇ καλύφῃ † : τὸ μετὰ τὸ ἔξω χλωρὸν πολλὰς ἀμυχὰς ἔχον . Ὠρίων , . , . . .
πυριάσθω , ἔπειτα δὲ ἐγκατασχαζέσθω : βαθυτέρας δὲ ἐμβάλλειν τὰς ἀμυχὰς προςήκει , ὅπως τὴν ὕλην ἐκ βάθους ἀναλαμβάνῃ :
7305528 πλεκτανας
, πολύπους μὲν οὔκ ἐστιν , ἐμφερὴς δὲ κατὰ τὰς πλεκτάνας . ἔχει δὲ τὸ νῶτον ὀστρακόδερμον . ἀναφέρει δὲ
τευθίδες ναίουσιν ἅμα καὶ συνεπόμεναι , τὰ στόματα καὶ τὰς πλεκτάνας ἐφαρμόττουσαι καταντικρὺ ἀλλήλαις . ἐφαρμόττουσι δὲ καὶ τὸν μυκτῆρα
7282351 γερανους
κολασθέντων . Ἴβυκος γὰρ ὑπὸ λῃστῶν ἀναι - ρούμενος καὶ γεράνους ὑπεριπταμένας ἰδὼν ἐμαρτύρατο . Χρόνου δὲ προϊόντος οἱ λησταὶ
ἀναιρούμενος γεράνους ἰδὼν ἐμαρτύρατο . εἶτα οἱ λῃσταὶ ἐν θεάτρῳ γεράνους θεώμενοι , Αἱ Ἰβύκου γέρανοι , ἔλεγον , καὶ
7271976 περιστερας
γεύσασθαι κρέως τῶν ἀθεσμοτάτων εἶναι δοκεῖ , Σύρων δέ τινες περιστερᾶς , ἄλλοι δὲ ἱερείων . ἰχθῦς τε ἐν τισὶ
κατάπλασσε : ἢ φακῷ ἑφθῷ λείῳ μετὰ μέλιτος κατάπλασσε . περιστερᾶς κόπρον εἰς ὀθόνην εἰλήσας κατάκαυσον , ἕως τέφρα γένηται
7271591 νεοσσιας
. λέγουσι δὲ οἱ Θρᾷκες , ὅσαι τῶν ἀηδόνων ἔχουσι νεοσσιὰς ἐπὶ τῷ τάφῳ τοῦ Ὀρφέως , ταύτας ἥδιον καὶ
τινὰς ὄντας : ἢ τοὺς ἐν ἄκροις τῶν ὀρῶν τὰς νεοσσιὰς πηγνύντας , καὶ εἰς ὕψος πετομένους . ἢ τοὺς
7265130 ῥαγαδας
διαλυθῇ καὶ κηρωτῆς λάβῃ πάχος , τὰς ἐν τῷ δακτύλῳ ῥαγάδας καὶ σύριγγας ἐπιτιθεμένη θεραπεύει . δεῖ δὲ ἀποτιθέναι τὸ
χωρῆσαι τὴν τελείωσιν , ἢ κατὰ τοῦ στομίου κονδυλώματα καὶ ῥαγάδας ἐχούσης , ἤ τινος ἐμφεροῦς περιστάσεως ἐγκειμένης . τὰ
7257632 διοδους
δίπηχυ , ἵνα μὴ οἱ ἐκπορευόμενοι τιτρώσκωνται μηδὲ κατὰ τὰς διόδους τὰ βέλη φερόμενα τὰς πυλίδας ἐκκόπτῃ . ἀπεχέτω δὲ
Τέμπεα , ἤτοι τὰ μεγάλα στενώματα . Κυρίως γὰρ τὰς διόδους καὶ τὰ στενώματα λέγει τῶν ὀρῶν . Δάφνην δὲ
7219010 χελωνας
βαλεῖν πέτρας ἔταξε καὶ γῆν καὶ ξύλον , ὁδοιπορῆσαι τὰς χελώνας εὐκόλως . ἐκεῖ τὸ πλῆθος εἶχε τῶν προσταγμάτων ἔργον
τοιοῦτός ἐστι κοχλίας ὁ δυσὶν ἕλιξι διατετμημένος καὶ δύο κινῶν χελώνας . τοιοῦτος δ ' ἐστὶ κοχλίας ἐν τῷ μεγάλῳ
7211849 κεχειρωμενας
τὰς δὲ κεχειρωμένας ] οἰκτρὸν ἀπὸ κοινοῦ . τὰς δὲ κεχειρωμένας ] ἤγουν ἡμᾶς . τὰς δὲ κεχειρωμένας ] τὰς
. κεχειρωμένας ] κεκρατημένας . θ κεχειρωμένας ] δεδουλωμένας . κεχειρωμένας ] δεδεσμωμένας . Ξ ἄγεσθαι ] φέρεσθαι . ἄγεσθαι
7201075 θερμας
πλυνούσης φίλης πυθέσθαι [ καὶ ] εἰπεῖν : τέγγουσα , θερμᾶς : βρέχουσα πλύνουσα . ἐπὶ τὰ νῶτα δὲ τῆς
μοί τις ἦν φίλα πορφύρεα φάρεα ποταμίαι δρόσωι τέγγουσα , θερμᾶς δ ' ἐπὶ νῶτα πέτρας εὐαλίου κατέβαλλ ' :
7185600 ὀσμας
μῆλα τὰ κυδώνια καὶ ὅσα τῶν στεφανωματικῶν δριμείας ἔχει τὰς ὀσμὰς οἷον τὸ ἀβρότονον μάλιστα καὶ τὸ ἀμάρακον καὶ ὁ
ξηροῦ φύσιν ἐν ταῖς ὀσμαῖς . Τοῦτο γὰρ τὸ τὰς ὀσμὰς ποιοῦν ἢ πάντων ἤ τινων : ὅπερ φανερὸν εὐθὺ
7158773 ἰσχαδας
τινος ἄλλου τῶν ἐδεσμάτων ἐσθίουσι τά τε σῦκα καὶ τὰς ἰσχάδας , οὐ μικρὰ βλάπτονται . θρίδαξ , ὡς ἐν
' ὀπώρας αἱρείσθω τὰ πέπειρα σῦκα , τὰς δ ' ἰσχάδας ἐν χειμῶνι : καὶ γάλα δέ , εἰ πέττειν
7148257 βωλους
τὸ λατόμιον Συνναδικοῦ λίθου , κατ ' ἀρχὰς μὲν μικροὺς βώλους ἐκδιδόντος τοῦ μετάλλου , διὰ δὲ τὴν νυνὶ πολυτέλειαν
ὀργυιάν . ἀναβωλακίας δὲ , τῆς ἐν τῇ τμήσει τοὺς βώλους ἀναπεμπούσης . ἔειπε δ ' ὧδε : ὁ νοῦς
7142027 κομας
κομήτης πέφυκεν στρογγυλώδης ὡς Μήνη , ἔχων ἀκτῖνας ἄνωθεν ὡς κόμας ἐν τῇ κάρᾳ πυρώδεις αἱματοειδεῖς καὶ γνώριμος ὑπάρχει :
μέλανας ἐξήψω χροὸς λευκῶν ἀμείψας ' ἔκ τε κρατὸς εὐγενοῦς κόμας σίδηρον ἐμβαλοῦς ' ἀπέθρισας χλωροῖς τε τέγγεις δάκρυσι σὴν
7127672 ὀνομαζομενας
μὲν μετὰ τῆς δυνάμεως ἀπέστειλεν προκαταληψόμενον τὰς παρόδους καὶ τὰς ὀνομαζομένας Κιλικίας Πύλας : οὗτος δ ' ἐπιβαλὼν τοῖς τόποις
πρὸς τοὺς ὁμοίους . διόπερ τοὺς μὲν παῖδας εἰς τὰς ὀνομαζομένας ἀγέλας κελεῦσαι φοιτᾶν , τοὺς δὲ τελείους σιτεῖσθαι ἐν
7114225 μαλακας
ὑπωροφίοισι χελιδών ἄψορρον ταχινὰ πέτεται βίον ἄλλον ἀγείρειν : ὠκυτέρα μαλακᾶς ἀπὸ δίφρακος ἔπτετο τήνα ἰθὺ δι ' ἀμφιθύρω καὶ
ἢ ζητήσεως ἄξιον ἐκ τοῦ μῶ τὸ ζητῶφέρει δηλονότι . μαλακᾶς : παρόσον αἱ γυναῖκες μαλακῶς κάθηνται , καθὼς ἐν
7086962 μελισσας
: τῆς Δελφικῆς ἱερείας : φησὶ δὲ τῆς Πυθῶνος . μελίσσας δὲ τὰς ἱερείας , κυρίως μὲν τὰς τῆς Δήμητρος
τῇ θαλάσσῃ κατ ' αὐτὸ πολλὰς κόγχας , κατάπερ τὰς μελίσσας : καὶ εἶναι γὰρ καὶ τοῖσι μαργαρίτῃσι βασιλέα ἢ
7078844 ἀναδοσεις
τὴν τοῦ πνεύματος ἔξοδον . Εἰ δὲ καὶ δι ' ἀναδόσεις ἀναθυμιάσεων ἀλλοκότων τοιαῦτά τινα γίνεται τῷ τῆς συμπαθείας μὲν
ἴσων ἡμερῶν εἰς τὸ μὴ βιαίας καὶ πληκτικὰς γίνεσθαι τὰς ἀναδόσεις . ὡς γὰρ τὰ κατεαγέντα τῶν ὀστῶν μὴ κινούμενα
7067284 θηλας
φέρεσθαι τῷ στόματι : εἶναι γὰρ καὶ ἐν τῷ σώματι θηλὰς ἐπινενεμημένας καὶ στόματα , δι ' ὧν τρέφεσθαι .
ὑπὸ τῆς φύσεως γεγεννημέναι χάριν τοῦ τὸ ἔμβρυον προμελετᾶν τὰς θηλὰς τῶν μαστῶν ἐπισπᾶσθαι . καταψεύδονται δὲ τῆς ἀνατομῆς ,
7052190 χρισεις
ἢ λεῖψιν τῶν ἐναντίων , τὴν συμπλοκὴν εἰ μὴ τὰς χρίσεις ἀναλόγως γίνεσθαι . Δεῖ πάντα τοίνυν φυλαττόμενον τὸν μὲν
ἶσον ὁμοῦ λειάνας , τετραπλοῦν τε μέλιτος συμμίξας τούτοις , χρίσεις τὰ ἀγγεῖα . Ἰόβας δὲ ὁ βασιλεὺς Λιβύων ἐν
7046598 ἐπικτητους
. εἶναι δὲ τὰς πολλὰς τῶν ἀνθρω - πίνων ἐπιθυμιῶν ἐπικτήτους τε καὶ κατεσκευασμένας ὑπ ' αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων :
ἄνθρωπον πολυειδέστατον . εἶναι δὲ τὰς πολλὰς τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιθυμιῶν ἐπικτήτους τε καὶ κατεσκευασμένας ὑπ ' αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ,
7026319 πεδας
ἐγὼ ἐτίμησα θεῶν μάλιστα , ἐπειρέσθαι , πέμψαντα τάσδε τὰς πέδας , εἰ ἐξαπατᾶν τοὺς εὖ ποιεῦντας νόμος ἐστί οἱ
οὐ πολεμίοις μάχεσθαι μέλλοντες , οἰκέτας δὲ συλλαβεῖν ἀποδράντας , πέδας ὅτι πλείστας ἄγοντες ἦλθον , καὶ ταῖς Λακεδαιμονίων ἐλπίσιν
7003824 εἰρεσιωνας
: οἷς ἄμφω περίεισιν οἱ γονεῖς : οὗτοι καὶ τὰς εἰρεσιώνας διεκόσμουν . ἀμφίκαυστις : ἡ ὡρίμη κριθή , ἣν
οὐκ ἔστι χειρόνιπτρον . ἀναθῶμεν νῦν χἠμεῖς τούτοις τασδὶ τὰς εἰρεσιώνας καὶ προσαγήλωμεν ἐπελθόντες . χαίρετε πάντες . δεχόμεσθα .
6991051 πελτας
τὰ ὅπλα τριακόσια στάδια πολλάκις ὁδεύειν φέροντας ὁμοῦ κράνη , πέλτας , κνημίδας , σαρίσας καὶ μετὰ τῶν ὅπλων ἐπισιτισμὸν
ὀλιγομισθοτέρους ὀλιγομισθοτέρους . παιῶνα . ἀλαλαγμόν . πελταστῶν . στρατιωτῶν πέλτας ἐχόντων . πέλτη δὲ εἰδός ἐστιν ὅπλου , ὡς
6990397 χηλας
κυνῶν ἐπιδρομήν . Καρκῖνος προσενεχθείσης αὐτῷ πολύποδος βοτάνης ἀποβάλλει τὰς χηλάς . νυκτερίδες κισσοῦ θυμιωμένου θνήσκουσι . γύπες ἀπόλλυνται μύρου
ἐς ἅπαν ἀφικόμενος βίας ἀπέφυγεν ἀφεὶς ταύτῃ τῷ Πουλυδάμαντι τὰς χηλάς . λέγεται δὲ καὶ ὡς ἄνδρα ἡνίοχον ἐλαύνοντα σπουδῇ
6981190 περονας
δακτύλων τεσσάρων , ὥστε τοὺς πόδας ἐνίεσθαι εἰς τοῦτο , περόνας σὺν κατακλεῖσιν ἔχοντας ἐσφίγχθαι κατὰ τὴν στεφάνην , ἵνα
τε καὶ ῥόδα καὶ τέρεινα δάφνα ποικίλα ῥέγματα καὶ καλύπτρας περόνας τ ' ἀναλυσαμένα τοῦ μὲν πετάλοισιν ἐπ ' ἀκροτάτοις
6961283 νομας
ἐμπῖπτον ταῖς πόαις καὶ ταῖς τῶν ἑλείων καλάμων κόμαις , νομὰς τοῖς βουσὶ καὶ τοῖς προβάτοις παρέχει θαυμαστάς , καὶ
περιίστασθαι τὰ νήπια . ἔξωθεν δὲ καταπλάττειν οἷς εἰς τὰς νομὰς παρεκελευσάμην . ἀλλὰ καὶ εἴ τις περιχρίει τὰ κύκλῳ
6926418 βαφας
. βίᾳ χαλινῶν δ ' , ἀναύδῳ μένει , κρόκου βαφὰς [ δ ' ] ἐς πέδον χέουσα , ἔβαλλ
δὲ τὸ πηκτόν : τὸ δ ' ἑφθὸν πρὸς μὲν βαφὰς καὶ μελάσματα ἐπιτηδειότερον δοκεῖ τῶν ἄλλων εἶναι , πρὸς
6921780 βυρσας
ὡς βυρσεὺς τῇ ἀπειλῇ ταύτῃ κέχρηται . καὶ γὰρ τὰς βύρσας ξύλοις τύπτειν εἰώθασιν , ἵνα ἁπαλαὶ ὦσιν . ἔνιοι
. , τὸν τὰς βύρσας ἐργαζόμενον , σκυτοτόμον τὸν τὰς βύρσας θεραπεύοντα καὶ μαλάξοντα καὶ ἐμβρέχοντα . Παφλαγόνα ] τὸν
6918093 κεφαλας
ἐν μὲν τοῖς ἔμπροσθεν χρόνοις εἰωθέναι τῶν ληφθέντων θηρίων τὰς κεφαλὰς καὶ τοὺς πόδας ἀνατιθέναι τῇ Ἀρτέμιδι καὶ προσηλοῦν τοῖς
ἐλατήριον ἐπίπασσε , ἀπίου σπέρμα τρίψας ἐπιτίθει ἢ μαινίδων εἰκοσιπέντε κεφαλὰς τρίψας ἐπίπασσε καὶ τραγείᾳ χολῇ περίχριε . ῥαγάδας δὲ
6907040 θυριδας
τοὺς δὲ λεπτοὺς οἴνους ὑπὸ στέγην θετέον , τὰς δὲ θυρίδας ὑψηλοτέρας δεῖ ποιεῖν , πρὸς ἄρκτον καὶ ἀνατολὴν τετραμμένας
. ” ῥυτῆρες οἱ τῶν ἡνίων ἱμάντες . ῥῶγας τὰς θυρίδας : “ ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο . ” ῥῶπας εἶδος
6904419 αἱμορροϊδας
φύγεθλα , λειχῆνας , ἥλους , μελανίας , σύριγγας , αἱμορροΐδας φλεγμαινούσας καὶ σκόλωπας , ἀνάγει δὲ καὶ βέλη :
φύλλων ἀνὰ # β . μετὰ κηρωτῆς χρῶ . Πρὸς αἱμορροΐδας . Πρόσκλυσμα αἱμορροΐδων . Ἐν ὕδατος κοτύλαις η ἑψεῖται
6890417 ποιμνας
' αὐτοῖς μεγέθει μέγιστοι , ὧν οἳ μὲν ἁρπάζουσι τὰς ποίμνας καὶ σιτοῦνται , οἳ δὲ ἐκθηλάζουσι τὸ αἷμα ,
ἡλίου δυσμάς : εἶτα ἑαυτοὺς οἱ δράκοντες ἀποκρύψαντες ἐλλοχῶσι τὰς ποίμνας καὶ ἐκ τῆς νομῆς ἐπὶ τὰ αὔλια ἰούσας αἱροῦσι
6886265 νυμφας
ὕδατι τότε πρῶτον ἐπόθη κεκραμένον : διόπερ ὀνομασθῆναι τὰς πηγὰς νύμφας καὶ τιθήνας τοῦ Διονύσου , ὅτι τὸν οἶνον αὐξάνει
Μαλιάδες ψίττα Ῥοιαί ψίττα Μελίαι παρθένων ἦν : τὰς γὰρ νύμφας εὐφημοῦσαι θέουσι , παροξύνουσαι ἀλλήλας εἰς τάχος . τὸ
6875318 πτησεις
πορφυροῦς καὶ τῇ καθαρωτάτῃ φλογὶ προσεοικότας : καὶ τούτων αἱ πτήσεις κατὰ πλῆθός εἰσιν , ὡς νομίζειν νέφη : ἄλλοι
ἐκείνου βοὴν οἱ συνιέντες ὀρνίθων καὶ ἕδρας καὶ κλαγγὰς καὶ πτήσεις αὐτῶν ἢ κατὰ λαιὰν χεῖρα ἢ κατὰ δεξιάν .
6873795 διδομενας
αὐτῷ ζῳδίῳ γενέσθαι . Οὕτω μὲν οὖν χρὴ σκέπτεσθαι τὰς διδομένας γενέσεις : καὶ τρίτης δὲ ἄλλης γενέσεως μνημονεύει οὕτως
φερνὰ ἡ προὶξ ἀπὸ τοῦ ἐπιφέρεσθαι αὐτὴν τὰς εἰς γάμους διδομένας : οὐδαμῶς : ἀληθῶς ἐμαντεύσατο : διὰ τὸ σὲ
6869941 κεγχρους
ὅτι μεταπεπτώκασιν εἰς ἑτέραν φύσιν . Γελοιότερον ἀπεργάζῃ τῶν τὰς κέγχρους ἀποτορεύειν ἐπιχειρούντων : ἢ καθάπερ τὸν Μυρμηκίδην ἀντιπραττόμενον τῇ
, καθάπερ ὁ ἕτερος , ἀλλὰ μικρὰς πάνυ φλυκταίνας ὥσπερ κέγχρους , αἳ καὶ αὐταὶ τοῦ χρόνου προϊόντος εἰς ἕλκος
6852827 χελιδονας
τὸ βαρβαρίζειν χελιδονίζειν καὶ Ἴων ἐν Ὀμφάλῃ τοὺς βαρβάρους , χελιδόνας ἀρσενικῶς φησιν , ὥσπερ αἱ χελιδόνες : Σύμμαχος :
ἄρα ἢ κηροπλαστήσας Ἔρωτα ὑπόπτερον ; ὡς οὐδὲν ᾔδει πλὴν χελιδόνας γράφειν , ἀλλ ' ἦν ἄπειρος τῶν τρόπων τῶν
6847555 μαχαιρας
: „ καὶ γὰρ ἡ ἀκόνη αὐτὴ μὴ τέμνουσα τὰς μαχαίρας τμητικωτέρας ποιεῖ „ . Ὁ αὐτὸς ἐρωτηθεὶς τί ἐστιν
] εἶχον καὶ προμετωπίδια καὶ προστερνίδια : εἶχον δὲ καὶ μαχαίρας οἱ ἱππεῖς Ἑλληνικάς . καὶ ἤδη τε ἦν μέσον
6845585 διεξοδους
τῶν ἐν τῷ κόσμῳ ὁ νῦν παραδιδόμενος χρόνος , ὃς διεξόδους ἀεὶ καὶ μεταβάσεις ποιεῖται ἔνδον κατὰ τὰς προβολὰς τῶν
φέρει καὶ πλανώμενον πάντῃ κατὰ τὸ σῶμα τὰς τοῦ πνεύματος διεξόδους ἀποφράττον ἀναπνεῖν οὐκ ἐῶν εἰς ἀπορίας τὰς ἐσχάτας ἐμβάλλει
6842446 κραμβας
διὸ καὶ Συβαρῖται , φησὶ Τίμαιος , πρὸ τοῦ πίνειν κράμβας ἤσθιον . Ἄλεξις : ἐχθὲς ὑπέπινες , εἶτα νυνὶ
ἐπεσθίοντα . εὐχροεῖν , ὀρνιθοθηρᾶν , σωφρονεῖν ναὶ μὰ τὰς κράμβας δι ' ἡμέρας ῥαγδαίους ὡς οὖσα θῆλυς εἰκότως οὖθαρ
6839770 βωλοι
: παρὰ τὸ βῶ , τὸ τρέφω : αἱ γὰρ βῶλοι τῶν καρπῶν τὰς ἀναδόσεις ποιοῦνται : ὅθεν Ὅμηρος „
μικρᾶς ἀποκαθάρσεως δεόμεναι . τὸ δὲ λοιπὸν ψῆγμά ἐστι καὶ βῶλοι , καὶ αὗται κατεργασίαν οὐ πολλὴν ἔχουσαι . ἡ
6830655 λημας
: ἐπὶ τούτων οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν καμνόντων κοῖλοι γίνονται , λήμας ἔχοντες , βλέφαρα παραπλησίως τῶν νυσταζόντων , δέρμα λεῖον
τικτόμεναι : οὐδὲν γὰρ οὕτως ἀπολεπτύνει καὶ κωλύει τὸ τίκτεσθαι λήμας , ὡς τὸ μελίκρατον καὶ τῶν κολλουρίων , ὅσα
6818834 νυκτεριδας
ἐλαίῳ τρίψας καὶ αὐτῷ τὸν τόπον τρῖβε . ἄλλο . νυκτερίδας πλείστας ζωὰς τίθετι ἐν ἀσφάλτῳ καὶ ἔασας ὡς σήπωνται
παραχρῆμα . Ὁμοίως παρελεύσονται τὴν ὑποκειμένην χώραν , ἐὰν θηράσας νυκτερίδας προσδήσῃς ταύτας ἐν τοῖς ὑψηλοῖς δένδροις τοῦ χωρίου .
6811959 φευγουσας
φασιν ἀδιάλειπτον , καὶ οὕτω καταστερισθῆναι τὰς Πληιάδας τὸν Ὠρίωνα φευγούσας . τὸ δὲ θέρμετο ἀντὶ τοῦ ἐθερμαίνετο . ὅτι
γεγενῆσθαι ἱστοροῦσι : εἰς δὲ δένδρα ταύτας ἀμειφθῆναι τὸν Βορρᾶν φευγούσας ἐρῶντα . Καὶ νῦν ἔτι , εἴ τις θίγοι
6809367 τιτθας
τίτθαις : διαφέρει γὰρ οὐδὲν ἴσως αὐτὰ πίνειν ἢ τὰς τίτθας , ἀλλὰ δεῖ πίνειν ὑδαρώδη καὶ ὀλίγον . οὕτω
οὖν ἀπὸ τοῦ ψωμίζειν ἀπεκρίνατο λέγων , ὅτι κατὰ τὰς τίτθας καὶ σὺ τὸν δῆμον κακῶς τρέφεις . ΓΘ ὥσπερ
6807715 ἐσθητας
[ Παρσώνδῃ ] ἀργυρίου νομίσματος τάλαντα ἑκατὸν , καὶ ἄλλας ἐσθῆτας πολυτελεῖς , βασιλεῖ δὲ χρυσοῦ μὲν τάλαντα ἑκατὸν ,
τὰ ῥάκη μόνον ἀλλὰ καὶ τὰς ἀμείνους ἔνιοι καλεῖν ἠξίουν ἐσθῆτας . τοὺς δὲ τὰς ἐσθῆτας ἀπομισθοῦντας τοῖς χορηγοῖς οἱ
6805999 κωπας
. μηδὲ πτερωτὰς : πτερωτὰς τὰς ναῦς εἶπε διὰ τὰς κώπας ἢ διὰ τὰ ἱστία . τὸ δὲ εἰς Βεκρύκων
ὅταν ἀφῶσι τὸ κωπηλατεῖν . λέγομεν γὰρ ” ἔσχασαν τὰς κώπας “ , ὡς καὶ . . . κώπην .
6805574 τροφους
θυγατέρας Εὔβοιαν καὶ Πρόσυμναν καὶ Ἀκραίαν , εἶναι δὲ σφᾶς τροφοὺς τῆς Ἥρας : καὶ ἀπὸ μὲν Ἀκραίας τὸ ὄρος
μετὰ δὲ ταῦτα γνόντος τὴν φθοράν , καὶ τάς τε τροφοὺς καὶ τὸν Ἄττιν ἀνελόντος καὶ τὰ σώματα ἐκρίψαντος ἄταφα
6801957 εἰσβολας
τοῖς Μακεδόσι , διὰ Γορτυνίου πόλεως καὶ Στόβων ἔχουσα τὰς εἰσβολὰς ἐπὶ τὰ πρὸς στενὰ δι ' ὧν ὁ Ἀξιὸς
, ὅτι τῶν ἀρχαίων ποιητῶν προοιμιαζομένων τὰς Μούσας οὗτοι τὰς εἰσβολὰς ἐν πολλοῖς ἀπ ' αὐτῶν ποιοῦνται τῶν πραγμάτων .
6791735 τριχας
πολὺ ἔχει τοῦ ἄρρενος κεφαλὴν μικροτέραν , σῶμα ἔλαττον , τρίχας μαλακωτέρας μελαντέρας , πρόσωπον στενώτερον , ὀφθαλμοὺς στίλβοντας καὶ
τοῦ Νίσου λέγεται θυγατέρα ἐρασθῆναι Μίνω καὶ ὡς ἀπέκειρε τὰς τρίχας τοῦ πατρός . ταῦτα μὲν οὕτω γενέσθαι λέγουσι :
6789648 σαρκας
μέχρι νῦν καὶ ὑπὸ τῆς τῶν γενομένων ἀνθρώπων ἀθέου τόλμης σάρκας ἀναγκάζομαι τήκειν , οὐκ ἐῶσί τε μένειν εἰς ὃ
φαμεν , οἷον ἐν τῳδὶ τῷ ὕδατι τρίχας ὀστᾶ νεῦρα σάρκας , ἀναίσθητα δὲ ἡμῖν εἶναι διὰ μικρότητα . καὶ
6775795 λιθοτομιας
αὐτῷ τῶν ἄρθρων παρεκελεύετο αὐτοῖς ὀρύττειν καὶ τέμνειν τὰς Πολέμωνος λιθοτομίας . Ἡρώδῃ δὲ ἐπιστέλλων ὑπὲρ τῆς νόσου ταύτης ὧδε
παρ ' ὃν μεταλλεύονται . καὶ τὴν Καρίαν ἀκούω φιλοτιμεῖσθαι λιθοτομίας ἄνθει . αὗται πᾶσαι τῷ τεμένει δωροφοροῦσιν ἐξ ὧν
6775167 Νηρηϊδας
καὶ οὔσας γνησίας αὐτοῦ θυγατέρας . τὰς ἐξ ἄλλων κοινότερον Νηρηΐδας καλεῖσθαι : ὁμοίως καὶ ἐν τοῖς περὶ Εὐρώπης .
οὐ μόνον τὴν Ἰνὼ Λευκοθέαν φησὶν , ἀλλὰ καὶ τὰς Νηρηΐδας Λευκοθέας ὀνομάζει . . : Λινόν , κοινῶς μὲν
6767138 καλουμενας
δικαιοσύνην , καὶ ἀνδρείαν , καὶ τὰς ἄλλας τὰς ἠθικὰς καλουμένας ἀρετάς . Ταύτας δή φασιν ὑπ ' ἐνδείας καὶ
ἡμῖν διαλλάττοντας . διεξιὼν δὲ τὴν Ὑρκανίαν κατήντησε πρὸς τὰς καλουμένας Εὐδαίμονας καὶ πρὸς ἀλήθειαν οὔσας κώμας : πολὺ γὰρ
6759415 κυουσας
τὰς γαστέρας ] ? ? ? . τὰς οὖν [ κυούσας ] καὶ ? ? μὴ διαγιγνώσκουσι [ ] ?
ἔμβρυα παντελῶς ἦν ἠγνοηκότων τὰς ἐκ τῆς μήτρας καταλαμβανούσας τὰς κυούσας συμφοράς : ἀλλ ' ὥσπερ οὔτε ἐμεῖν ῥητέον τὰς
6758947 ῥαφας
, οὐκ ἀποδύσαντες , ἀλλὰ διαρρήξαντες μὲν πρῶτον ἁπάσας τὰς ῥαφάς , μετὰ δὲ ταῦτα παμπόλλοις τοῖς διακρατοῦσιν ὅλον τὸ
πολυκέντητος : ἐκ δὲ τούτου ὁ ποικίλος δηλοῦται διὰ τὰς ῥαφάς . καὶ ὁ τῆς Ἀφροδίτης κεστὸς ἀπὸ τούτου :
6753347 ἀκιδας
παλαιὰ καὶ δυσαλθῆ , ἀνάγει ὀστᾶ διεφθορότα καὶ σκόλοπας καὶ ἀκίδας : ἔστι δὲ καὶ διαφορητικὴ καὶ ποιεῖ καὶ πρὸς
τοῦτο θαυμαστότερον , ὅσῳ μᾶλλον εὔλογον πηγὰς ἐκ γῆς ἢ ἀκίδας ἐκπηδᾶν . Σέλευκος δὲ ὁμοῦ τε ταύτην ἀνῃρεῖτο καὶ
6749039 σπυριδας
μύστροις χρυσοῖς . ὁρῶν οὖν τὴν δυσχωρίαν ὁ Κάρανος κελεύει σπυρίδας ἡμῖν καὶ ἀρτοφόρα διὰ ἱμάντων ἐλεφαντίνων πεπλεγμένα δοθῆναι ,
ἔστιν εἰπεῖν : ἕτερον γὰρ ἡ ῥιπίς . ἀλλὰ καὶ σπυρίδας πλέκειν καὶ φορμίδας καὶ φορμίσκια καὶ φορμίσκους καὶ ταλάρους
6745855 κογχας
δὲ κτένας ἡ Μιτυλήνη : πλείστους δ ' Ἀμβρακία παρέχει κόγχας : ἐν Ἐφέσῳ λήψῃ τὰς λείας οὔ τι πονηράς
τὰς διαφορὰς εἶναι κρατίστας . Ἡγήσανδρος δὲ τὰς τραχείας φησὶ κόγχας ὑπὸ Μακεδόνων μὲν κωρύκους καλεῖσθαι , ὑπὸ δ '
6740001 ἀναθυμιασεις
κατὰ κοῖλον πρὸς ἡμᾶς , ἐν αἷς ἀθροιζομένας τὰς λαμπρὰς ἀναθυμιάσεις ἀποτελεῖν φλόγας , ἃς εἶναι τὰ ἄστρα . λαμπροτάτην
παθοῦσα διὰ τὸ μὴ πάντοτε τὰς ἐκ τῆς γῆς ἀνατελεῖσθαι ἀναθυμιάσεις , ἐπιλειψάσης τῆς ἐν αὐτῇ ὑγρότητος . . ἡ
6738350 ἐμβολας
ὅσα περὶ γῆν πάθη γίνεται , ἃς καλοῦμεν κακῶν ἀνθρωπίνων ἐμβολάς , ἐνταῦθα ἡγητέον ἀναίτιον καὶ τὴν τέχνην : εἶναι
τοὺς Πέρσας ἐν ἐμβολαῖς πανωλέθροις νῦν ὥσπερ ἑρμηνεύων τὰς πανωλέθρους ἐμβολάς φησιν ὡς οὐκ ἄλλοθεν πόθεν ἐγεγόνεισαν ἀλλ ' ἢ
6738064 ἀναβασεις
ἦν : ὥστ ' ἐκ τούτων εἰκάζειν ὅτι καὶ τὰς ἀναβάσεις ᾔδει καὶ τὰ στόματα τοῦ Νείλου . Ἡ δ
Μετὰ δὲ τὴν ἐν Νάξῳ ναυμαχίαν ἐπιβουλευόμενος ὁ φρούραρχος Νικοκλῆς ἀναβάσεις κλειστὰς ποιήσας κατέστησε φύλακας ἐπὶ τῷ τείχει , ἔξω
6737468 ὑπογαστριους
ὅτε . . . ἑάλω , πρῶτα μὲν ἀνεσπᾶτο τὰς ὑπογαστρίους . . . τρίχας , εἶτα τέφραν . .
καὶ ἀνδραποδίζουσαι ] πρὸς γαστριμαργίαν συναύξουσι καὶ ἀναρρηγνύουσι καὶ τοὺς ὑπογαστρίους οἴστρους : σιτοπόνων τε γὰρ καὶ ὀψαρτυτῶν κάματον ἐπιλιχνεύει
6734395 πληγας
καὶ τὰ βίαια γυμνάσια , καὶ πνεύματος σφοδρὰς κατοχὰς καὶ πληγὰς κατὰ τῶν ἰσχίων , καὶ βάρος αἴρειν , καὶ
δεῖ κριός : ἀναβῆναί τι πρὸς κλιμάκιον Καπανεύς : ὑπομένειν πληγὰς ἄκμων : κονδύλοις πλάττειν Τελαμών , τοὺς καλοὺς πειρᾶν
6726707 καταδυσεις
ἐν τῇ προειρημένῃ τοῦ κόσμου ἐγκλίσει , περὶ δὲ τὰς καταδύσεις τὰ τοιαῦτα . Τοῦ Βοώτου δύνοντος συγκαταδύνει μὲν αὐτῷ
ἤδη νῦν παραχρῆμα ὅτε : ὅστις * εἰλυθμούς : τὰς καταδύσεις * ἐνδυκές : συνεχῶς ἐπιμελῶς διόλου ἀντὶ τοῦ διόλου
6725218 πυγας
λάσιον καὶ σκέλη διχαλὰ καὶ τραγικὰ καὶ οὐρὰν ὑπὲρ τὰς πυγάς ; Ὅσα ἂν ἀποσκώψῃς με , τὸν σεαυτοῦ υἱόν
ἔδει δ ' ἅλλεσθαι καὶ ψαύειν τοῖς ποσὶ πρὸς τὰς πυγάς , καὶ ἠριθμεῖτο τὰ πηδήματα , ὅθεν καὶ ἐπὶ
6724889 ὀδυνας
αὐτῇ σφοδροτάτας καὶ ἐξόπτησιν τοῦ ὅλου αἵματος καὶ φθορὰν καὶ ὀδύνας ἰσχυρὰς ἐκ τούτου καὶ ἀλγηδόνας δριμείας καὶ βοὰς τῶν
λείπει ἡ ἄν , ἵν ' ᾖ : δι ' ὀδύνας ἂν ἔβης : δι ' ὀδύνης ἔβας : μειζόνως
6723869 γναθους
ρ ἀναπρήσω : οἱ γὰρ κακοῖς τισι συνεχόμενοι πνεύματος τὰς γνάθους πληροῦντες τὰς ἐκφυσήσεις ἀποτελοῦσι . . . . ἀναπνεύσωσιν
νέους κλῶνας ἐπιβάλλειν πάντ ' ἀπόλλυσι . Τάς γε μὴν γνάθους τῶν Ἀττικῶν συνήθως λεγόντων , αὐτὸς παρειὰς προσωνόμασεν ἐν
6718357 προβοσκιδας
κόσμῳ συνδυασθέντες ἄρρεν τε καὶ θῆλυ . καὶ ὑποσημήναντος τὰς προβοσκίδας ὡς χεῖρας κεκολασμένως προύτεινον , καὶ ἐσιτοῦντο εὖ μάλα
καὶ ὕδωρ προτεινόντων πίνουσι , καὶ οἶνον ἐγχεόντων ἐς τὰς προβοσκίδας οἳ δὲ τὴν φιλοτησίαν οὐκ ἀναίνονται . Τὸν ἰχθὺν
6717821 ῥυτιδας
. . τὰ ῥάκη : τὰς ῥυτίδας . . τὰς ῥυτίδας τὰς ἐπιδιπλώσας τοῦ δέρματος . Θ . ἤγουν τὰς
κατάδηλα : Τὰ φανερά . . τὰ ῥάκη : τὰς ῥυτίδας . . τὰς ῥυτίδας τὰς ἐπιδιπλώσας τοῦ δέρματος .
6698621 κρηνας
ἡμέραν τρίτην μεθ ' ἑπτά . Μὰ γῆν , μὰ κρήνας , μὰ ποταμούς , μὰ νάματα . Περίνησα καὶ
μὴν χρῆσθαί γε πρὸς τοὺς καρπούς : ἀλλ ' εἶναι κρήνας ἐν τῇ νήσῳ πολλάς , ἀφ ' ὧν πάντα
6698525 Νυμφας
εἰς τὴν πήραν ἐνθέμενος οὐ πρόσθεν ἀπῆλθε , πρὶν τὰς Νύμφας εὐφημῆσαι καὶ αὐτὴν τὴν θάλασσαν : καίπερ γὰρ αἰπόλος
ὅτε τὰς βοῦς ἀπελαύνων Γηρυόνου παρεγένετο . τινὲς δὲ τὰς Νύμφας ἀναδοῦναι αὐτὰ , ὡς ὁ Πίνδαρος . θερμὰ Νυμφᾶν
6695384 κερκους
ἦν τοῦτο ποιεῖν , οὐκ ἂν ἐδύναντο αἱ ὄις τὰς κέρκους φέρειν . τοῦτο δὲ ποιοῦσι δι ' ἐνιαυτοῦ ἀεί
τὸ πλάτος . τῶν μὲν οὖν τοκάδων ὀΐων ἀποτέμνουσι τὰς κέρκους : οὐ γὰρ οἷαί τε βαίνεσθαί εἰσιν , ἐὰν
6691780 φλογας
ἐμπεπρησμέναις καὶ τεφρωθείσαις , ὁπότε ἀνθ ' ὕδατος τὰς κεραυνίους φλόγας θεοῦ τὴν κατὰ ἀσεβῶν καλῶς δικάσαντος δίκην ὁ οὐρανὸς
πρὸς ἡμᾶς , ἐν αἷς ἀθροιζομένας τὰς λαμπρὰς ἀναθυμιάσεις ἀποτελεῖν φλόγας , ἃς εἶναι τὰ ἄστρα . λαμπροτάτην δὲ εἶναι
6690673 γηραιας
τὸν Δία . * * ἀφῆκεν . λευκῆς ἢ τῆς γηραιᾶς . * * ὁ Ἥλιος . * * βλέπειν
τοῦ ἔδω . πασαμένα ] ἤγουν πιοῦσα . ῥυσᾶς ] γηραιᾶς . ὀρώμενον ] κινηθέν , γεγονός . ἐπεύθου ]
6690554 βαυνους
ἐλήλυθε δὲ τὸ ὄνομα ἀπὸ τῶν πρὸς πῦρ ἐργαζομένων : βαύνους γὰρ ἐκάλουν τὰς καμίνους , ἐντεῦθεν δὲ καὶ πάντας
ἃ μὴ δεῖ ἀναλίσκειν , οὐ μόνον οἱ περὶ τὰς βαύνους , τουτέστι τὰς καμίνους , ἐργαζόμενοι . καὶ δῆλον
6686768 σιαγονας
, καὶ μηδὲν ἀκούειν , ἀμαυροῦσθαι τὴν ὅρασιν , δεδέσθαι σιαγόνας ἢ τρέμειν ἢ παρεῖσθαι , πόνος τῶν ὀδόντων ἀθροῦς
ἐκκύψας ἀρνειὸς αὐτὸν ἔλεγε πολλὰ βλασφήμως . κἀκεῖνος εἶπε τὰς σιαγόνας πρίων : “ ὁ τόπος μ ' ἐλοιδόρησε ,
6682628 μοριας
' ἡμῖν δὲ τοῖς Παναθηναίοις τὸ ἔλαιον τὸ ἐκ τῆς μορίας . τί ἐγέλασας , ὦ Ἀνάχαρσι ; ἢ διότι
πώποτ ' ἐζημίωσέ μ ' ὡς ἐργαζόμενον τὰ περὶ τὰς μορίας χωρία . καίτοι οὐ δήπου τὰς μὲν μικρὰς ζημίας
6674201 κορωνας
ὕδωρ γράφειν . Λευκὴ ἡμέρα : ἤγουν ἀγαθή . Λευκὰς κορώνας : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Λευκὸς Ἑρμῆς : ἐπὶ
κορὶ κορώνη λέγουσιν ἀγνοοῦντες . Γάμον δὲ δηλοῦντες , δύο κορώνας πάλιν ζωγραφοῦσι τοῦ λεχθέντος χάριν . Μονογενὲς δὲ δηλοῦντες
6658537 κατασκευαζομενας
γοῦν ἀπέκρυπτε τὴν τοῦ πυρὸς χρῆσιν καὶ τὰς διὰ τούτου κατασκευαζομένας τέχνας . ἀλλ ' ἀνακτηθεὶς πάλιν ὁ πρῶτος νοῦς
τὰς δὲ καὶ αὐτοῦ πεπληρωμένας , τὰς δὲ καὶ ἔτι κατασκευαζομένας , προσακούσας δὲ καὶ τοῦτο , ὅτι τριακοσίας αὐτὰς
6656489 καμηλους
βαρβάρων εἷλε καὶ τὰ σκευοφόρα καὶ τοὺς ἐλέφαντας καὶ τὰς καμήλους . Ἀλέξανδρος δὲ ἀναπαύσας τοὺς ἀμφ ' αὑτὸν ἱππέας
Κροίσου ἀχρεῖον τὸ ἱππικὸν ἀπέφηνε Κῦρος προτάξας τῶν ἰδίων ὁπλιτῶν καμήλους πολλάς : ἵππος δὲ καμήλου φεύγει καὶ τὴν ὄψιν
6653524 Πλαγκτας
δῆσαι κελεύει ; . . . , . Πλαγκτάς . Πλαγκτὰς διὰ τὸ προσπλήσσεσθαι αὐταῖς τὰ κύματα : οἱ δὲ
οὐδ ' Ἀβίλυκα ὄρος οὐδὲ Μεταγώνιον ἔθνος . καὶ τὰς Πλαγκτὰς [ δὲ ] καὶ τὰς Συμπληγά - δας ἐνθάδε
6651832 ἀναγωγας
οὔσης ἐν τοῖς χερσαίοις , ἐν δὲ τοῖς ἐνύγροις τὰς ἀναγωγὰς τοῦ πλοῦ , ἐν δὲ τοῖς ἀμφιβίοις , τουτέστι
ἁρμόσαι ἄν . Διδόναι δὲ καὶ πίνειν τὰ πρὸς τὰς ἀναγωγὰς τοῦ αἵματος ἁρμόδια φάρμακα σύνθετά τε καὶ ἁπλᾶ ,

Back